Αλέξης Σταμάτης: «Η συγγραφή δεν είναι εκτόνωση. Είναι ανεύρεση, ανασκαφή, εξόρυξη»
Ανήσυχο πνεύμα, πολυδιάστατη προσωπικότητα με κυρίαρχο στοιχείο του χαρακτήρα του τη διαρκή «αναζήτηση» και τον διάλογο με τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο. Ο Αλέξης Σταμάτης, βραβευμένος για το συγγραφικό του έργο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μιλά στο in.gr Βιβλίο με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Κυριακή».
Συνέντευξη στη Μαίρη Ε. Μπιμπή
Ποιητής, πεζογράφος, σεναριογράφος αλλά και αρχιτέκτων. Ιδιότητες που έχουν ως κοινό στοιχείο τη δημιουργία. Η συγγραφή είναι η δημιουργική «εκτόνωση» του πνεύματος λοιπόν; Μια οδός επικοινωνίας με το κοινωνικό σύνολο;
Η δημιουργία δεν είναι εκτόνωση του πνεύματος, είναι έκφραση, έκλυση του. Ο Walter Wellesley Smith (ένας αθλητικογράφος!) έλεγε πως το γράψιμο δεν είναι και τίποτα. Απλά κάθεσαι στη γραφομηχανή και κόβεις μια φλέβα. Η ουσία είναι πως όλα στη ζωή είναι «προς γραφήν». Και εκείνα που είναι ίσως τα πιο ενδιαφέροντα είναι αυτά που συνήθως μένουν απ' έξω από την «ορατή» καθημερινότητα μας, εκείνα που τους δίνουμε και ιδιαίτερη σημασία. Που τα θεωρούμε δεδομένα. Η συγγραφή είναι ένας άλλος τρόπος να δεις τα πράγματα, εκείνα τα ίδια που μπορείς να περνάς χιλιάδες φορές μπροστά τους - άλλα έρχεται αυτή η έκλαμψη (εκείνη η «επιφάνεια») και τα φωτίζει με άλλο τρόπο. Ίσως αυτός είναι ο δίαυλος με το κοινό. Το ότι του μιλάς για κάτι που ξέρει καλά, άλλα του μιλάς αλλιώς. Βλέπω σε διαφημίσεις συχνά το βιβλίο να συνδέεται με μια «απόδραση» από τον εαυτό, από τη ζωή. Δεν πιστεύω ότι γράφουμε ή διαβάζουμε για να αποδράσουμε από τον κόσμο άλλα για να τον ξαναβρούμε. Γι' αυτό δεν είναι εκτονωτική η διαδικασία. Είναι μια διαδικασία ανεύρεσης, ανασκαφής, εξόρυξης. Γιατί όσο κι αν η σύγχρονη πραγματικότητα προσπαθεί να κάνει τη ζωή μας ένα «πρότζεκτ», έρχεται η τέχνη και της χαλάει τη μαγιά. Επαναφέρει την ταλάντωση της καθημερινότητας. Το αδιανόητό της βάρος. Η ανελέητη καθημερινότητα, που αν σταθείς ένα λεπτό αν την παρατηρήσεις από απόσταση, τα κάνει όλα σμπαράλια. Η συγγραφή θεωρεί πως η παραμικρή ανθρώπινη δραστηριότητα είναι σημαντική. Πως όλοι μας είμαστε ικανοί για όλα και πως αυτή η αιώνια ταλάντευση-ισορροπία του ανθρώπου ανάμεσα στην επικινδυνότητα και την ανάταση, ανάμεσα στο τερατώδες και το ευγενές, είναι ένα τραγούδι που μπορεί να τραγουδιέται για πάντα σε πολλές παραλλαγές και με πολλούς τρόπους.
Βραβευμένος για το έργο σας, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τα βραβεία τι σημαίνουν αλήθεια για έναν πνευματικό δημιουργό; Μήπως λειτουργούν περιοριστικά, ως προς την επιλογή των επόμενων σχεδίων του συγγραφέα;
Ένα βραβείο είναι ένα «εγκώμιο» που σε τιμά. Πάντα έρχεται για κάτι που έχει γίνει πριν. Ένας συγγραφέας βρίσκεται διαρκώς -ή τουλάχιστον προσπαθεί - σε μια θερμοκρασία γέννας, δημιουργίας. Ακόμα και όταν δεν γράφει (ίσως ειδικά τότε). Κι αυτό είναι θέμα ανάγκης, όχι σχεδιασμού. Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε ποτέ ένα βραβείο να φρενάρει κάποιον που αντιμετωπίζει τη τέχνη του σοβαρά. Αν δεν σε επιβραβεύει η ιδία η διαδικασία της τέχνης σου, όλα τα βραβεία του κόσμου δεν σου κάνουν τίποτα.
Στο τελευταίο σας βιβλίο, «Κυριακή» (εκδόσεις Καστανιώτη) με αφορμή τις βουλευτικές εκλογές, δύο άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών συναντώνται και μέσα από την κοινή εμπειρία της απώλειας, ανοίγουν «διάλογο». Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο για να αναπτύξετε την ιστορία των δύο ηρώων;
Δεν είναι η μέρα η αφορμή. Η μέρα είναι το «φόντο». Ήθελα το βιβλίο να εκτυλίσσεται μέσα σε περίπου σε 24 ώρες (εντέλει είναι 22), και να μιλάει για το σήμερα. Η συγκεκριμένη ημερομηνία σημασιοδοτεί μια καμπή στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, αλλά και όσα συνέβησαν τότε ενείχαν και πολλά «μυθιστορηματικά» στοιχεία, κουβαλούσαν μια θεατρικότητα από μόνα τους. Είμαστε λοιπόν στην Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009: ημέρα των βουλευτικών εκλογών. Ενώ η Ελλάδα ετοιμάζεται να μπει σε μια νέα φάση της ιστορίας της, ο 19χρονος Βασίλης, που προσπαθεί να καταλάβει γιατί αυτοκτόνησε ο πατέρας του, συναντά τον Πέτρο, έναν μεσήλικα δημοσιογράφο ο οποίος χρόνια πενθεί για την απώλεια της γυναίκας του. Αυτή η συνθήκη πυροδότησε πολλά ζητήματα. Μου έδειξε πολλές πόρτες. Κάποιες από αυτές τις άνοιξα.
Ο Τολστόι ξεκινά το «Πόλεμος και Ειρήνη» με την περίφημη φράση: «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο». Στην «Κυριακή» υπάρχουν δυο δυστυχισμένες οικογένειες , του Βασίλη και του Πέτρου, που κινούνται μέσα σε μια άλλη: την Ελλάδα. Η κάθε μια βιώνει και τη δική της δυστυχία, ωστόσο υπάρχουν και μερικά κοινά στοιχειά που τις συνιστούν: προδοσία, διάψευση, μιζέρια. Όλοι προσπαθούν να βγουν από αυτό τον κλοιό, να βρουν τη λύση. Να κοιτάξουν γύρω και μέσα τους. Όμως η ευτυχία, όπως λέει ο Μπέντζαμιν, είναι η επίγνωση του εαυτού σου δίχως φόβο. Ακούγεται ωραίο αλλά είναι τερατωδώς δύσκολο σε μια κοινωνία που όχι μόνο τον δημιουργεί αλλά και τον επικαλείται ως εργαλείο έλεγχου.
Γενικά τα κοινωνικά τεκταινόμενα, σας δίνουν αφορμή για να πλάσετε ιστορίες που έχουν απήχηση στο αναγνωστικό κοινό ή οι ιδέες σας θέλετε να εντάσσονται σε κοινωνικά πλαίσια, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να σχετιστεί μαζί τους ευκολότερα;
Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχουν διαχωρισμοί «κοινωνικού φόντου» και ιδεών. Η διαδικασία της γραφής δεν εμπίπτει σε τέτοιου είδους συντεταγμένες. Επίσης δεν νομίζω ότι μυθιστορήματα γράφονται με, ή, για ιδέες. Και κάτι, άλλο όταν γράφω, δεν νιώθω την παρουσία του αναγνώστη. Εάν, κατά τη συγγραφή, υπάρχει «κάτι» που παρεμβάλλεται μεταξύ δημιουργού και του γραπτού του είναι μια «δύναμη».
Ένα «πλάσμα» που κάθεται στον ωμό σου και σε παρακολουθεί. Αυτή η «δύναμη» είναι κάτι πολύ μύχιο, ανεξήγητο και άρρητο. Δεν προσωποποιείται. Είσαι λοιπόν μπροστά στο λευκό χαρτί ή την άδεια οθόνη. Η γέννα μιας ιστορίας είναι πολύ ιδιαίτερη υπόθεση. Υπάρχει μια σιωπή που ξαφνικά ξεσπάει. Κι αυτό που βγαίνει δεν είναι φωνή. Είναι μίμηση φωνής, είναι η κατασκευή μιας λέξης, μιας φράσης, είναι η περιγραφή ενός πράγματος που δεν υπήρχε πριν και τώρα εμφανίζεται.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα γεννήθηκε μέσα από έναν χαρακτήρα: ένα παιδί 19 χρονών. Από εκείνα που μιλάνε με τρεις φράσεις: «Έλα ρε μαν», «τα πήρα στο κρανίο»… Ήθελα να τον γνωρίσω. Σκέφτηκα τι άραγε θα συνέβαινε στο μυαλό του. Με πόσες χιλιάδες λέξεις, εικόνες θα εκφραζόταν εκεί μέσα... Είπα, τι θα γινόταν άραγε άμα έβαζα μια «αφηγηματική» κάμερα στο νου του; Και την τοποθέτησα. Προέκυψαν πολλά και αναπάντεχα. Ήταν μια μεγάλη έκπληξη ακόμα και για μένα που το έγραφα. Ο Βασίλης είχε να πει τελικά πολλά, πάρα πολλά.
Ο παράγων «αναγνώστης» και η επαφή μαζί του σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια βιβλιοπαρουσιάσεων και άλλων σχετικών εκδηλώσεων, πώς επιδρά πάνω σας; Έχετε βιώσει έκπληξη ή απογοήτευση; Οι συζητήσεις με τους αναγνώστες αποτέλεσαν αφορμή για συγγραφικά εγχειρήματα;
Οι παρουσιάσεις που θεωρώ πως έχουν νόημα είναι εκείνες όπου υπάρχει μια διαδραστικότητα ανάμεσα στο κοινό και στον συγγραφέα. Όταν δεν είναι μια ξέρη παράθεση, μια προκαθορισμένη τελετουργία, μια συνάθροιση που δεν «πλουτίζει» ούτε τον ένα ούτε τον άλλο. Απογοήτευση, όχι, δεν έχω βιώσει, ακόμα και μια φορά που θυμάμαι πως ήταν τρία άτομα στο κοινό κι ήμασταν δυο οι παρουσιαστές. Ήταν από τις πιο όμορφες εκδηλώσεις που έκανα ποτέ. Οι συζητήσεις με τους αναγνώστες έχουν υπάρξει πολύ χρήσιμες, ιδίως εκείνες όπου μου είχε ασκηθεί καλοπροαίρετη, πλην σκληρή κριτική για το βιβλίο, για το έργο, που είναι και το μόνο που ενδιαφέρει σε αυτή τη σχέση αναγνώστη-συγγραφέα.
Τον τελευταίο καιρό, φαντάζομαι έχετε ακούσει για την συζήτηση που γίνεται για τα ψηφιακά βιβλία. Είναι η νέα τάση στον εκδοτικό χώρο και απ' ότι φαίνεται κερδίζει έδαφος και στην Ελλάδα. Ως «παραγωγός» πνευματικού περιεχομένου, τί άποψη έχετε επί του θέματος; Το βιβλίο πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να γίνει προσιτό στον αναγνώστη μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης ή να διατηρήσει τη μορφή που έχει;
Ο πολιτισμός συνδιαμορφώνεται με την κοινωνία. Γεννιέται μέσα από αυτήν. Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι προϊόντα ανθρωπινού μόχθου και ευφυΐας. Ο Γουτεμβέργιος με την εφεύρεσή του έδωσε στους «παραγωγούς πνευματικού περιεχομένου» ( στους δημιουργούς) ένα σετ εργαλείων για να επικοινωνήσουν μαζικά το έργο τους σε αυτή τη «συσκευασία» που ονομάστηκε «βιβλίο». Το διαδίκτυο μας προσφέρει ένα νέο σετ εργαλείων όπου καθιστά αυτή την επικοινωνία μαζική σε ευρύτατο επίπεδο, που την κάνει άμεση και αμφίδρομη. Ο δημιουργός έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το σετ εργαλείων που θα του επιτρέψει να εκφραστεί καλύτερα και θα επιτρέπει τον αποδέκτη του έργου του να το προσλάβει και να το απολαύσει με τον πιο ουσιαστικό τρόπο.
Μια παρένθεση εδώ (στην κυριολεξία). Ο καθηγητής Τομ Πετίτ έχει αναπτύξει μια ενδιαφέρουσα θεωρία: ότι επί 500 χρόνια ζούσαμε σε μια «Γουτεμβέργεια παρένθεση» (οι αγκύλες εξ άλλου προϊόντα της εποχής της τυπογραφίας είναι), την παρένθεση του τυπωμένου λόγου. Θεωρεί πως στην ιστορία της επικοινωνίας, αυτοί οι πέντε αιώνες είναι μια διακοπή. Και ότι πλέον η παρένθεση κλείνει, μια και η αναδυομένη ψηφιακή μας εποχή μας γυρίζει πίσω σε πολύ πιο «ανοιχτούς» τρόπους σκέψης, επικοινωνίας και έκφρασης που ίσχυαν για αιώνες στην κοινωνία. Μια επικοινωνία περισσότερο άμεση, περισσότερο «προφορική».
Η «παρένθεση», λέει ο Πετιτ, στρίμωξε τις λέξεις σε γραμμές, τις διέταξε σε ίδιο ύψος, δημιούργησε κειμενικά μπλοκ, τα κύκλωσε με περιθώρια, τοποθέτησε τις λέξεις σε σελίδες, τι έδεσε, τις «πλάκωσε» ανάμεσα σε οπισθόφυλλο και εξώφυλλο. Οι λέξεις μπήκαν σε αυτά τα «κοντέινερ», από μια τεχνολογία που ονομάστηκε Press, το ίδιο μηχάνημα που παλιότερα χρησιμοποιούταν για να βγάλει υγρό από ελιές και φρούτα: την πρέσα. Οι λέξεις αιχμαλωτίστηκαν, βιάστηκαν, φυλακιστήκαν σε φετιχιστικές φόρμες, έχασαν την παλιά τους ρευστότητα. Αλλά δεν ήταν μόνο οι λέξεις. Και οι ζωγραφιές απέκτησαν κάδρα, τα θεατρικά έργα -που παλιά ήταν «ελαστικά», άλλαζαν, προσαρμόζονταν ανάλογα με την εποχή και το χώρο που παίζονταν-, εγκλωβίστηκαν σε σκηνές, οι σκηνές σε θέατρα, οι μουσικές σε χώρους συναυλιών, η πλοήγηση πρεσαρίστηκε σε χάρτες. Ο Πετίτ το τράβηξε βέβαια ακόμη πιο πολύ: ακόμα και ο άνθρωποι μπήκαν σε κουτάκια, κατηγοριοποιήθηκαν σε φυλές, γένη, έθνη. Καμία σχέση δηλ. με τη Μεσαιωνική σκέψη που ήταν «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» μια και χώριζε τους ανθρώπους σε τρία γένη: άντρες γυναίκες και ερμαφρόδιτους. Στην ουσία δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά από άνθρωπο και ζώο, από άνθρωπο και μηχανή: τα όρια επικαλύπτονταν. Φαίνεται πως το Cyborg είχε σκάσει μύτη από τον Μεσαίωνα κιόλας.
Όλα αυτά φυσικά ακούγονται λίγο υπερβολικά. Το βιβλίο, ο πίνακας, η σκηνή, είναι πανέξυπνα ανθρώπινα τεχνουργήματα και πιστεύω πως, όσον αφορά το βιβλίο τουλάχιστον, για πολλά χρόνια ακόμα θα συνυπάρχει αρμονικά με τη ψηφιακή του εκδοχή.
Τώρα, όσον αφορά στον άνθρωπο, το «σετ εργαλείων κατάλληλων για τη ζωή» ακόμα το ψάχνει και θα το ψάχνει αιώνια.
Πως θα αντιμετωπίζατε την πρόταση για την συγγραφή ενός βιβλίου που θα κυκλοφορούσε μόνο σε ψηφιακή μορφή; Θα μπαίνατε στον πειρασμό να το τολμήσετε; Και ποιο θα ήταν άραγε το θέμα που θα επιλέγατε να γράψετε;
Δεν ξέρω ακόμα. Είναι ίσως νωρίς για μια τέτοια συζήτηση. Στο βαθμό που το ίδιο το ψηφιακό μέσο δημιουργούσε τη δυνατότητα μιας νέας αφήγησης θα είχε ενδιαφέρον να πειραματιστεί κανείς με αυτή. Επίσης πρέπει να σκεφτούμε σε ποιο βαθμό η συμμετοχή του αναγνώστη στο ψηφιακό συμπάν αλλάζει την προσληπτικότητα του. Πάρτε για παράδειγμα τη χρήση της Google. Το γεγονός ότι μας κάνει να σκεφτόμαστε με ερωτήσεις, είναι άραγε περιοριστικό; Αλλάζει άραγε τη σκέψη μας και τον τρόπο που εισπράττουμε την αφήγηση; Πολύ πιθανόν.
Το μέσον είναι το μήνυμα, το ξέρουμε. Ισχύει άραγε και για το δημιουργό; Ο Νίτσε αναφέρει πως έγραφε εντελώς διαφορετικά όταν χρησιμοποιούσε την πένα του και αλλιώς όταν χρησιμοποιούσε γραφομηχανή για να περιορίσει τις ημικρανίες του. Κάποιες προσπάθειας για νέες αφηγήσεις που «χρησιμοποιούν» οργανικά το ίδιο το μέσον, οι όποιες έχουν ήδη επιχειρηθεί, δεν μπορώ να πω ότι με έχουν ικανοποιήσει ως αναγνώστη. Πιθανόν λοιπόν το θέμα που θα επέλεγα σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο όποιος, χρόνια «χάρτινος», προσπαθεί να γράψει «ψηφιακά». Φυσικά, θα το έγραφα χρησιμοποιώντας την μόνη υπόσταση που μπορεί να έχει ένας συγγραφέας, η όποια είναι η αφόρητα ανθρώπινη…
Κι από τα υποθετικά σενάρια στα αληθινά. Ποιο είναι το επόμενο πνευματικό εγχείρημά σας;
Θα είναι ένα θεατρικό έργο που θα βασίζεται πάνω σε ένα παλιό μου μυθιστόρημα. Η σκηνοθεσία θα είναι του Άρη Τρουπάκη. Ακόμα βρισκόμαστε στο πολύ αρχικό στάδιο του εγχειρήματος.