Την προηγουμένη εβδομάδα δέχτηκα μια πρόσκληση για ένα θεατρικό αναλόγιο με τίτλο «Το τελευταίο όνειρο της Εμιλι Ντίκινσον». Μια και Ντίκινσον είναι η αγαπημένη μου ποιήτρια και τον ρόλο ερμήνευε η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πήγα να το δω, έχοντας στον νου μου πως με δεδομένη την ευαισθησία, το ποιητικό στοιχείο και το ταλέντο της Καραμπέτη θα ήταν μια παράσταση άξια λόγου. Για εκείνον που δεν ήξερα τίποτα ήταν για τον συγγραφέα του κειμένου, τον Σταμάτη Πολενάκη.
Μετά το τέλος της παράστασης -διότι τελικά περί ολοκληρωμένης παράστασης και όχι αναλογίου επρόκειτο- είχα μείνει μαγεμένος. Η Καραμπέτη ήταν καταπληκτική, σε έναν ρόλο εξαιρετικών αποχρώσεων, που της έδινε όλες τις δυνατότητες να λάμψει, η σκηνοθεσία του Σωτήρη Καραμεσίνη ήταν εξαιρετική, αλλά εκείνο που πραγματικά με άφησε με το στόμα ανοιχτό ήταν το κείμενο. Τέτοιας ωριμότητας, ευθυβολίας, ευαισθησίας και ουσίας κείμενο είχα πολύ καιρό να ακούσω από σκηνής, κείμενο μάλιστα που να προέρχεται από έναν νέο άνθρωπο - και πολύ ταλαντούχο ποιητή απ ό,τι ανακάλυψα εκ των υστέρων.
Ο Σταμάτης Πολενάκης, αν και αναμετρήθηκε με έναν από τους ογκολίθους της τέχνης των τελευταίων αιώνων - η Ντίκινσον κατά τη γνώμη μου είναι μακράν η καλύτερη ποιήτρια της σύγχρονης εποχής, έγραψε ένα έργο ταυτόχρονα λεπταίσθητο και στιβαρό, συγκινητικό και στέρεο. Ενα κείμενο που θα μείνει και το οποίο αξίζει να ξαναπαιχτεί σε μια πιο μόνιμη βάση. Πιστεύω ακράδαντα ότι το ελληνικό θέατρο κέρδισε άλλον έναν νέο συγγραφέα για τον οποίο στο μέλλον ελπίζω να ακούσουμε πολλά.
Α. Σταμάτης
Sunday, March 30, 2008
Friday, March 21, 2008
Για τη μέρα της ποίησης
Σεπτέμβριος, 2001. Έντεκα του μηνός μεσημέρι. Bρίσκομαι στη Ρίγα της Λετονίας καλεσμένος σε μία Στρογγυλή Τράπεζα Ευρωπαϊκής Ποίησης. Ταξιδεύω για πρώτη φορά σε χώρα της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Η Λετονία είναι ένα χάρμα οφθαλμών, κι η πρωτεύουσα της, ένα καλειδοσκοπικό αμάγαλμα τάσεων. Τα απομεινάρια του σοσιαλιστικού καθεστώτος συνυπάρχουν με τα Μακ Ντόναλντ και τα video games, οι ‘παλιές’, σκαμμένες, σοβιετικόφατσες με τις κοπελίτσες με τα μίνι και τα τατουάζ στους μηρούς, τα γκρίζα ‘σοασιαλιστα’ κτίρια με νέες απαστράπτουσες κατασκευές από γρανίτη. Το fusion της ιστορίας απλώνεται αμείλικτο, σφραγίζοντας την ευρωπαϊκή (τουλάχιστον) ομογενειοποίηση. Η ομάδα των ποιητών καλύπτει ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια, όπως αυτή εκφράζεται στη χαραυγή του 21ου αιώνα: από τις Βαλτικές Δημοκρατίες μέχρι τη Μάλτα, από το Καζακστάν μέχρι την Πορτογαλία, από την Ιρλανδία μέχρι τη Σερβία Μαυροβούνιο.
Πίνω τον καφέ μου στο τελευταίο όροφο του νεόδμητου ξενοδοχείου Χίλτον (έναν ασημένιο κολοσσό ανάμεσα στις σχετικά καλαίσθητες εργατικές πολυκατοικίες του παρελθόντος) παρέα μ’ έναν Ισπανό συνάδελφο. Από κάτω μας, χαλί, το πανόραμα μιας από τις πιο όμορφες, κουκλίστικες πόλεις της Ευρώπης. Δυο ώρες αργότερα έχουμε ανάγνωση των ποιημάτων μας στο Δημαρχείο της Πόλης παρουσία των αρχών και των πνευματικών ανθρώπων της περιοχής. Έχω επιλέξει να διαβάσω ένα ποίημα μου με τίτλο: ‘Το μαύρο στον ύπνο’ που έγραψα όταν γίνονταν οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία. Ο Ιγνάθιο μου μιλάει για τον Πάουλ Τσέλαν, που τυγχάνει να ειναι ο αγαπημένος ποιητής και των δυο μας. Εκεί που ο οίστρος του Ισπανού φίλου τον είχε οδηγήσει στο να απαγγέλλει στίχους από τη ‘Φούγκα του θανάτου’, ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μου. Έχω μήνυμα. Ζητάω συγγνώμη, το ανοίγω. Είναι ένας φίλος από Αθήνα.
«ΕΝΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ΕΠΕΣΕ ΠΑΝΩ ΣΕ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ». Το αναφέρω στον Ιγνάθιο, σχολιάζουμε την είδηση, μας φαίνεται περίεργη. ‘‘Τι φοβερό ατύχημα’’, καταλήγουμε και συνεχίζουμε να μιλάμε για τον αδικοχαμένο γερμανορουμάνο ποιητή που αυτοκτόνησε πέφτοντας στα κρύα νερά του Σηκουάνα. Σε λίγη ώρα, ξανά ο ήχος. Κι άλλο μήνυμα από Αθήνα. «ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΥΣ ΔΙΔΥΜΟΥΣ ΠΥΡΓΟΥΣ» Κοιτάζω γύρω μου, η τηλεόραση παίζει βίντεο κλιπ της Μπρίτνει Σπιρς, οι θαμώνες πίνουν τους καφέδες τους αμέριμνοι. Ο συγκεκριμένος φίλος μου διαθέτει ένα όντως παράξενο χιούμορ, όποτε αποφασίζω να μην πω πια τίποτα, ερμηνεύοντας τα μηνύματα του ως μια κακόγουστη φάρσα. Όταν όμως φτάνει και το τρίτο «ΚΑΙ ΤΡΙΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ΕΠΕΣΕ -. ΣΤΟ ΠΕΝΤΑΓΩΝΟ ΑΥΤΟ» εκεί πια αρχίζουν και με ζώνουν τα φίδια. Πηγαίνω στο μπαρ και ζητάω από τον υπάλληλο να βάλει CNN, εξηγώντας του το λόγο. Εκείνος μου ρίχνει ένα σχεδόν υποτιμητικό βλέμμα παίρνοντας με προφανώς για τρελό, και συνεχίζει να σερβίρει μία λεπτή ξανθιά ύπαρξη, από εκείνες που παράγει εν αφθονία η πρώην σοσιαλιστική επικράτεια.
Παίρνω το φίλο μου τηλέφωνο στην Αθήνα. Δεν μπορώ να πιάσω. Παίρνω γονείς , γνωστούς. Τίποτα, οι γραμμές μοιάζουν μπλοκαρισμένες. Τελικά βρίσκω έναν ξάδελφο πιτσιρικά: ‘‘Καίγεται η Νέα Υόρκη, βαλε τηλεόραση!’’. Κατεβαίνω σαν τρελός κάτω στο λόμπι. Μαζεύω τους συναδέλφους πάμε όλοι μαζί στη ρεσεψιόν και πείθουμε τον υπάλληλο να βάλει CNN. Σ’ ένα λεπτό όλο το ξενοδοχείο είναι μαζεμένο γύρω μας και βλέπουμε σε βίντεο όσα απίστευτα συνέβησαν εκείνη τη μέρα του Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη. Η συνεχεία: πανικός! Αρχίζουν και διαδίδονται απίστευτα πράγματα που φτάνουν ως τον.. Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο (!), ενώ ταυτόχρονα πλησιάζει η ώρα να πάμε στο Δημαρχείο. Μαζευόμαστε όλοι, καμία τριανταριά άνθρωποι από κάθε γωνιά της Ευρώπης και συζητάμε τί πρέπει να κάνουμε. Κάποιοι λένε να αναβάλουμε την ανάγνωση, οι περισσότεροι όμως - μεταξύ των οποίων κι εγώ - επιμένουμε ότι πλέον υπάρχει κι ένας προσθετός λόγος να πάμε. Ταυτόχρονα πολλοί αρχίζουν και ανησυχούν για τις πτήσεις τους της επομένης. Ακούγεται πως το αεροδρόμιο της Ρίγα θα μείνει κλειστό. Η πρόξενος της Σουηδίας προσφέρεται να μας φιλοξενήσει σπίτι της! Με τα πολλά αποφασίζουμε, όχι μόνο να πάμε στην εκδήλωση, αλλά να βγάλουμε και ψήφισμα. Το γράφουμε στο πόδι και στο νου μου έρχονται εποχές μεταπολίτευσης.
Φτάνοντας καθυστερημένοι στο Δημαρχείο, μας περιμένει ένα ακόμα σοκ. Η αίθουσα είναι φίσκα από κοστουμαρισμενους Λετονούς, η οποίοι, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί στην πρώην αντίπαλη υπερδύναμη. Ο πρόεδρος μας τους εξηγεί με δυο λόγια. Στην αίθουσα γίνεται το έλα να δεις. Ακούγονται μέχρι και χειροκρότήματα, προφανώς από κάποιους νοσταλγούς του Ψυχρού Πολέμου. Όταν όμως αρχίζει η ανάγνωση, τα πράγματα αλλάζουν. Οτιδήποτε ποίημα ακούγεται - ερωτικό, ιστορικό, υπαρξιακό - εν μέσω αυτών των εξελίξεων, παίρνει μία άλλη χροιά, αναβαπτίζεται. Λίγο πριν έρθει η ώρα μου να διαβάσω, είμαι πραγματικά συγκινημένος. Μέσα σε μια ώρα έχω ακούσει ποίηση σχεδόν από κάθε χώρα της Ευρώπης, την ίδια στιγμή, που, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο αυτοκράτορας του σύγχρονου κόσμου δέχεται το πρώτο και μοναδικό έως τότε μεγάλο πλήγμα μέσα στο σπίτι του. Σκέφτομαι πως το ποίημα που κρατάω στα χέρια μου το έγραψα ένα βράδυ μετά από έναν φοβερό βομβαρδισμό, όταν οι Αμερικάνοι είχαν ανατινάξει μία γέφυρα την οποία διέσχιζαν λεωφορεία με αμάχους. Δεν είχαν σκοτωθεί τρεισήμισι χιλιάδες άνθρωποι όπως στους Πύργους, αλλά οι εικόνες από τα καμένα παιδάκια ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ... Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εκείνο το μεσημέρι του Σεπτεμβρίου στη Ρίγα της Λετονίας, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία, το ίδιο ποίημα, μπορεί να λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Μόνο που αυτή τη φορά τα θύματα είναι από την άλλη πλευρά...
Έχω λάβει μέρος σε πολλές ποιητικές εκδηλώσεις. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι στην πράξη πως η ποίηση δεν είναι μόνο μια ‘στιγμιαία μεταφυσική’ , μια υπόθεση για ολίγους, ένα αποκλειστικά προσωπικό πεδίο έκφρασης... Κάποια στιγμή ακούω από το πάνελ: Alexis Stamatis Greece. Σηκώνομαι, αφιερώνω το ποίημα στην Ευρώπη και στον πολιτισμό της κι αρχίζω να διαβάζω:
Το μαύρο μέσα στον ύπνο
Από τη χούφτα μας γλύφει ο χρόνος την δύναμη του
κι η γλώσσα σιωπά
Σιωπά η γλώσσα - δε βρίσκει λέξεις
Ούτε λέξη - ούτε υπαινιγμό
Κρύβεται το μαύρο μέσα στον ύπνο
στο λήθαργο κρύβεται
νίπτει ο χρόνος τις στιγμές του
κι αποκοιμιέται στη μικρή μας επιθυμία
Κοιμάται ο χρόνος μές τη συνήθεια
στα αχανή παλάτια της μνήμης
όσο η σβούρα καταπίνει το καινουργιομένο αίμα
Το χέρι άνοιξε τυχαία το βιβλίο.
Πάρε, διάβασε :
Τίποτα
η γλώσσα είχε φύγει
κι έμενε το μαύρο
στενό σαν την λήθη
αδίστακτο
Πίνω τον καφέ μου στο τελευταίο όροφο του νεόδμητου ξενοδοχείου Χίλτον (έναν ασημένιο κολοσσό ανάμεσα στις σχετικά καλαίσθητες εργατικές πολυκατοικίες του παρελθόντος) παρέα μ’ έναν Ισπανό συνάδελφο. Από κάτω μας, χαλί, το πανόραμα μιας από τις πιο όμορφες, κουκλίστικες πόλεις της Ευρώπης. Δυο ώρες αργότερα έχουμε ανάγνωση των ποιημάτων μας στο Δημαρχείο της Πόλης παρουσία των αρχών και των πνευματικών ανθρώπων της περιοχής. Έχω επιλέξει να διαβάσω ένα ποίημα μου με τίτλο: ‘Το μαύρο στον ύπνο’ που έγραψα όταν γίνονταν οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία. Ο Ιγνάθιο μου μιλάει για τον Πάουλ Τσέλαν, που τυγχάνει να ειναι ο αγαπημένος ποιητής και των δυο μας. Εκεί που ο οίστρος του Ισπανού φίλου τον είχε οδηγήσει στο να απαγγέλλει στίχους από τη ‘Φούγκα του θανάτου’, ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μου. Έχω μήνυμα. Ζητάω συγγνώμη, το ανοίγω. Είναι ένας φίλος από Αθήνα.
«ΕΝΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ΕΠΕΣΕ ΠΑΝΩ ΣΕ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ». Το αναφέρω στον Ιγνάθιο, σχολιάζουμε την είδηση, μας φαίνεται περίεργη. ‘‘Τι φοβερό ατύχημα’’, καταλήγουμε και συνεχίζουμε να μιλάμε για τον αδικοχαμένο γερμανορουμάνο ποιητή που αυτοκτόνησε πέφτοντας στα κρύα νερά του Σηκουάνα. Σε λίγη ώρα, ξανά ο ήχος. Κι άλλο μήνυμα από Αθήνα. «ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΥΣ ΔΙΔΥΜΟΥΣ ΠΥΡΓΟΥΣ» Κοιτάζω γύρω μου, η τηλεόραση παίζει βίντεο κλιπ της Μπρίτνει Σπιρς, οι θαμώνες πίνουν τους καφέδες τους αμέριμνοι. Ο συγκεκριμένος φίλος μου διαθέτει ένα όντως παράξενο χιούμορ, όποτε αποφασίζω να μην πω πια τίποτα, ερμηνεύοντας τα μηνύματα του ως μια κακόγουστη φάρσα. Όταν όμως φτάνει και το τρίτο «ΚΑΙ ΤΡΙΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ΕΠΕΣΕ -. ΣΤΟ ΠΕΝΤΑΓΩΝΟ ΑΥΤΟ» εκεί πια αρχίζουν και με ζώνουν τα φίδια. Πηγαίνω στο μπαρ και ζητάω από τον υπάλληλο να βάλει CNN, εξηγώντας του το λόγο. Εκείνος μου ρίχνει ένα σχεδόν υποτιμητικό βλέμμα παίρνοντας με προφανώς για τρελό, και συνεχίζει να σερβίρει μία λεπτή ξανθιά ύπαρξη, από εκείνες που παράγει εν αφθονία η πρώην σοσιαλιστική επικράτεια.
Παίρνω το φίλο μου τηλέφωνο στην Αθήνα. Δεν μπορώ να πιάσω. Παίρνω γονείς , γνωστούς. Τίποτα, οι γραμμές μοιάζουν μπλοκαρισμένες. Τελικά βρίσκω έναν ξάδελφο πιτσιρικά: ‘‘Καίγεται η Νέα Υόρκη, βαλε τηλεόραση!’’. Κατεβαίνω σαν τρελός κάτω στο λόμπι. Μαζεύω τους συναδέλφους πάμε όλοι μαζί στη ρεσεψιόν και πείθουμε τον υπάλληλο να βάλει CNN. Σ’ ένα λεπτό όλο το ξενοδοχείο είναι μαζεμένο γύρω μας και βλέπουμε σε βίντεο όσα απίστευτα συνέβησαν εκείνη τη μέρα του Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη. Η συνεχεία: πανικός! Αρχίζουν και διαδίδονται απίστευτα πράγματα που φτάνουν ως τον.. Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο (!), ενώ ταυτόχρονα πλησιάζει η ώρα να πάμε στο Δημαρχείο. Μαζευόμαστε όλοι, καμία τριανταριά άνθρωποι από κάθε γωνιά της Ευρώπης και συζητάμε τί πρέπει να κάνουμε. Κάποιοι λένε να αναβάλουμε την ανάγνωση, οι περισσότεροι όμως - μεταξύ των οποίων κι εγώ - επιμένουμε ότι πλέον υπάρχει κι ένας προσθετός λόγος να πάμε. Ταυτόχρονα πολλοί αρχίζουν και ανησυχούν για τις πτήσεις τους της επομένης. Ακούγεται πως το αεροδρόμιο της Ρίγα θα μείνει κλειστό. Η πρόξενος της Σουηδίας προσφέρεται να μας φιλοξενήσει σπίτι της! Με τα πολλά αποφασίζουμε, όχι μόνο να πάμε στην εκδήλωση, αλλά να βγάλουμε και ψήφισμα. Το γράφουμε στο πόδι και στο νου μου έρχονται εποχές μεταπολίτευσης.
Φτάνοντας καθυστερημένοι στο Δημαρχείο, μας περιμένει ένα ακόμα σοκ. Η αίθουσα είναι φίσκα από κοστουμαρισμενους Λετονούς, η οποίοι, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί στην πρώην αντίπαλη υπερδύναμη. Ο πρόεδρος μας τους εξηγεί με δυο λόγια. Στην αίθουσα γίνεται το έλα να δεις. Ακούγονται μέχρι και χειροκρότήματα, προφανώς από κάποιους νοσταλγούς του Ψυχρού Πολέμου. Όταν όμως αρχίζει η ανάγνωση, τα πράγματα αλλάζουν. Οτιδήποτε ποίημα ακούγεται - ερωτικό, ιστορικό, υπαρξιακό - εν μέσω αυτών των εξελίξεων, παίρνει μία άλλη χροιά, αναβαπτίζεται. Λίγο πριν έρθει η ώρα μου να διαβάσω, είμαι πραγματικά συγκινημένος. Μέσα σε μια ώρα έχω ακούσει ποίηση σχεδόν από κάθε χώρα της Ευρώπης, την ίδια στιγμή, που, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο αυτοκράτορας του σύγχρονου κόσμου δέχεται το πρώτο και μοναδικό έως τότε μεγάλο πλήγμα μέσα στο σπίτι του. Σκέφτομαι πως το ποίημα που κρατάω στα χέρια μου το έγραψα ένα βράδυ μετά από έναν φοβερό βομβαρδισμό, όταν οι Αμερικάνοι είχαν ανατινάξει μία γέφυρα την οποία διέσχιζαν λεωφορεία με αμάχους. Δεν είχαν σκοτωθεί τρεισήμισι χιλιάδες άνθρωποι όπως στους Πύργους, αλλά οι εικόνες από τα καμένα παιδάκια ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ... Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εκείνο το μεσημέρι του Σεπτεμβρίου στη Ρίγα της Λετονίας, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία, το ίδιο ποίημα, μπορεί να λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Μόνο που αυτή τη φορά τα θύματα είναι από την άλλη πλευρά...
Έχω λάβει μέρος σε πολλές ποιητικές εκδηλώσεις. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι στην πράξη πως η ποίηση δεν είναι μόνο μια ‘στιγμιαία μεταφυσική’ , μια υπόθεση για ολίγους, ένα αποκλειστικά προσωπικό πεδίο έκφρασης... Κάποια στιγμή ακούω από το πάνελ: Alexis Stamatis Greece. Σηκώνομαι, αφιερώνω το ποίημα στην Ευρώπη και στον πολιτισμό της κι αρχίζω να διαβάζω:
Το μαύρο μέσα στον ύπνο
Από τη χούφτα μας γλύφει ο χρόνος την δύναμη του
κι η γλώσσα σιωπά
Σιωπά η γλώσσα - δε βρίσκει λέξεις
Ούτε λέξη - ούτε υπαινιγμό
Κρύβεται το μαύρο μέσα στον ύπνο
στο λήθαργο κρύβεται
νίπτει ο χρόνος τις στιγμές του
κι αποκοιμιέται στη μικρή μας επιθυμία
Κοιμάται ο χρόνος μές τη συνήθεια
στα αχανή παλάτια της μνήμης
όσο η σβούρα καταπίνει το καινουργιομένο αίμα
Το χέρι άνοιξε τυχαία το βιβλίο.
Πάρε, διάβασε :
Τίποτα
η γλώσσα είχε φύγει
κι έμενε το μαύρο
στενό σαν την λήθη
αδίστακτο
Wednesday, March 19, 2008
Κρυψώνες
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΡΑΞΗ
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη
τηλέφωνο : 210-8838727
B΄ ΣΚΗΝΗ
«ΚΡΥΨΩΝΕΣ»
Δύο ελληνικά μονόπρακτα σε μια κοινή παράσταση
«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΡΘΑ»
του Αλέξη Σταμάτη
«ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΜΟΥ ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ»
της Λένας Κιτσοπούλου
ΕΝΑΡΞΗ : ΤΡΙΤΗ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ :
Σκηνοθεσία: Βίκυ Γεωργιάδου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Μουσική: Κώστας Ανδρέου
ΠΑΙΖΟΥΝ :
Χρήστος Στέργιογλου
Μαρία Σκουλά
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη
τηλέφωνο : 210-8838727
B΄ ΣΚΗΝΗ
«ΚΡΥΨΩΝΕΣ»
Δύο ελληνικά μονόπρακτα σε μια κοινή παράσταση
«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΡΘΑ»
του Αλέξη Σταμάτη
«ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΜΟΥ ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ»
της Λένας Κιτσοπούλου
ΕΝΑΡΞΗ : ΤΡΙΤΗ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ :
Σκηνοθεσία: Βίκυ Γεωργιάδου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Μουσική: Κώστας Ανδρέου
ΠΑΙΖΟΥΝ :
Χρήστος Στέργιογλου
Μαρία Σκουλά
Την παράσταση «Κρυψώνες» συνθέτουν τα μονολογικά κείμενα «Η τελευταία Μάρθα» του Αλέξη Σταμάτη, με το Χρήστο Στέργιογλου και «Το πράσινό μου το φουστανάκι» της Λένας Κιτσοπούλου, με τη Μαρία Σκουλά.
Ένας άντρας και μια γυναίκα, «κρυμμένοι στο πιο εμφανές σημείο» (μπροστά σε ένα παράθυρο και πάνω στη σκηνή ενός θεάτρου) προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους και σ’ αυτή την πορεία ανατρέπουν τον εαυτό τους και προκαλούν την αντικειμενικότητα του κόσμου γύρω τους.
Ο άντρας του Αλέξη Σταμάτη βρίσκεται πενήντα λεπτά πριν από το σημαντικότερο ραντεβού της ζωής του με ένα πρόσωπο υπαρκτό στο οποίο όμως έχει αποδώσει χαρακτηριστικά που ο ίδιος έχει ανάγκη. Με εξονυχιστική διαύγεια και ακρίβεια προσπαθεί να ερμηνεύσει σημάδια και να συντονίσει γεγονότα της ζωής του που προκάλεσε ο «άγγελός του», οδηγώντας τον σε μια μοιραία πράξη. Όταν η ώρα πάει 10:30, ο άντρας αυτός θα πρέπει να βγει από την κρυψώνα του και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.
Η γυναίκα της Λένας Κιτσοπούλου εμφανίζεται αρχικά μπροστά μας, καλυμμένη, σε μια προσπάθεια να βρει τον εαυτό της και οδηγούμενη από μια επιθυμία να ανατινάξει ως άλλος καμικάζι τον εαυτό της και τα πάντα γύρω της. Σε λιγότερο από μια ώρα και μέσα από ένα παραληρηματικό λόγο ενός παραλογισμού που συνδέεται απολύτως με την πραγματικότητα, αποκαλύπτει μπροστά μας όλα όσα κάνουν τη ζωή φωτεινή και σκοτεινή, όλα όσα μας κάνουν να είμαστε θύτες και θύματα, όσα μας κάνουν να θέλουμε να κρυφτούμε αλλά και να βγούμε στο φως.
Δύο έλληνες συγγραφείς γράφουν δύο κείμενα γεμάτα αντιθέσεις για δύο ανθρώπους «όπως όλοι μας, που έχουν ζήσει όπως όλοι μας».
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη
τηλέφωνο : 210-8838727
Tuesday, March 4, 2008
Urban Culture: τότε και τώρα
H αστική κουλτούρα ορίζεται σχεδόν ταυτολογικά, ως η κουλτούρα, ο πολιτισμός των πόλεων. Πόλεις ανά τον κόσμο, στο παρελθόν και στο παρόν, αναπτύσσουν συμπεριφορές και πολιτιστικά στοιχεία που τις διαφοροποιούν τόσο μεταξύ τους, όσο και από τις αντίστοιχες επαρχιακές πόλεις και οικισμούς.
Ωπ! Σας ακούω να λέτε, τι είναι αυτό; Ο τύπος την είδε κοινωνικός αναλυτής; Ας γυρίσουμε σελίδα. Όχι μόνον για να κρατήσω το ενδιαφέρον, αλλά επειδή δεν διαθέτω και το απαραίτητα εφόδια για μια εις βάθος κοινωνιολογική τομή του αστικού πολιτιστικού γίγνεσθαι, λέω να το μαζέψω λιγουλάκι στα καθ’ υμάς και να δω το θέμα μέσα από μια προσωπική προοπτική. Δηλαδή να αναφερθώ στην αστική κουλτούρα που γνωρίζω, και της οποίας την εξέλιξη έχω παρακολουθήσει τις λίγες, ευτυχώς ειρηνικές, δεκαετίες που βρίσκομαι σε αυτόν τον πλανήτη. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσω ως case study την Αθηνα, την πόλη που γεννηθηκα και στο αντιφατικό κουκούλι της οποίας πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου.
Οφείλω να σημειώσω εδώ, ότι πλέον, στην παγκοσμιοποιημένη μας εποχή, οι συμπεριφορές που αναπτύσσονται στην Αθήνα, μια πόλη που αρέσκεται να την αποκαλούν μητρόπολη της Νοτιανατολικής Ευρώπης, μπορεί να συναντήσει κανείς και σε άλλα αστικά κέντρα στον κοσμο, ειδικά στην Ευρώπη. Βέβαια η πόλη μας διαθέτει το αμφίβολο προνόμιο να αποτελεί ένα ιδιότυπο χωνευτήρι τάσεων, προβολών και απωθήσεων, μια και η πρόσφατη ιστορία της φρόντισε να την προμηθεύσει με ένα φορτίο που ίσως οι γέρικοι ώμοι της δεν μπορούν να αντέξουν. Και μια και το εχω σπουδάσει και λίγο το ζήτημα (δεν ήμουν ποτέ ο συγγραφέας των «τεσσάρων τοιχών», όσο κι αν λατρεύω το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χατζηγιαννίδη), βίωσα έντονα όλες τις αλλαγές στου αστικού τοπίου που με γέννησε. Έτσι σκέφτομαι να το δω το ζήτημα συγκριτικά. Η αστική κουλτούρα της Αθηνάς τέλους 70, versus αστική κουλτούρα της Αθήνας 2007. Μα, κοινωνιολογίζω πάλι! Σπεύδω να επανέλθω βιωματικότερος!
Βγαίνοντας για μια βόλτα στην Αθηνα στα τέλη του εβδομήντα, τους μόνους ξένους που συναντούσες ήταν οι τουρίστες. Η λέξη μετανάστης τότε είχε το αντίστροφο σημασιολογικό φορτίο. Παρέπεμπε σε στίχους τραγουδιών του Καζαντζίδη και «στου Βελγίου της στοές». Στους Έλληνες που, προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον, ξενιτεύτηκαν σε Ευρώπη και Αμερική. Σήμερα που, οι Αλβανοί είναι πλέον δεύτερης γενιάς, και η ελληνική Τσάιναταουν είναι προ των πυλών, η Αθήνα ακόμα και δια χειλέων δημάρχου ψελλίζει την λέξη πολυπολιτισμικότητα.
Η εφημερίδα τότε έκανε 1,5 δραχμή και όταν τη διάβαζες σου ’μένε το μελάνι στο χέρι. Σήμερα, μπορεί να στοιχίζει μέχρι και 1.500 δρχ (μαζί με τα ένθετα) και να αποτελεί μόνη της ένα περίπτερο με ταινίες, βιβλία και πάσης φύσεως παραφερνάλια. Λάθος, με διορθώνετε! Μπορει να στοιχίζει και… μηδέν! Φυσικά, υπάρχουν και τα φρι πρες που πρόσφατα έφεραν επανάσταση στο χώρο.
Κουλτούρα όμως σημαίνει και ατμόσφαιρα. Το άρωμα της Αθηνάς εκείνη την εποχή ήταν σαφώς πιο sex-pol. Το δίδυμο έρωτας - πολιτική κυριαρχούσε τα μεταχουντικά χρόνια. Όταν δεν ήμασταν σε συνελεύσεις βγαίναμε εξω και δεν ξέραμε σε ποιο νησί, ή σε ποια αγκαλιά θα ξυπνούσαμε την επομένη. Στις μέρες μας η τεχνολογική επανάσταση έφερε τους φοιτητές σε παράθυρα να συνομιλούν ον λαιν με αστυνομικούς… Ένα έμεινε ίδιο τόσα χρόνια. Τα δακρυγόνα και η αστυνομική βία. Βέβαια τότε το θέμα ήταν να αλλάξεις τον κόσμο, τώρα (δυστυχώς) είναι να μην αλλάξεις ο ίδιος.
Το σεξ ήταν πεδίο γνωριμίας του Άλλου, οι τσόντες μαζική γυμνασιακή πλάκα, το γυμνό στις ταινίες σπάνιο. Το σεξ σήμερα υπάρχει παντού, όμως περισσότερο ως trend παρά ως λιβιδιακή έκρηξη, τσόντες προσφέρονται δωρεάν από μεγάλες εφημερίδες μαζί με ντοκιμαντέρ, τα porno sites κάνουν χρυσές δουλειές στο δίκτυο.
Τα μπαράκια εκείνης της ηρωικής εποχής ήταν κακοφωτισμένα, dark αισθητικής, η μουσική ροκ, ενώ η τοπ συναυλία ήταν του (μακαρίτη πλέον) Ρόρι Γκαλαχερ στη Φιλαδέλφεια. Στη μνήμη των μεγαλύτερων βέβαια σημείο αναφοράς ήταν η συναυλία των, νεαρών τότε, Ρόλινγκ Στόουνς στη Λεωφόρο το 67. Σημερα, τα μπαράκια έχουν γίνει lounge, οι καναπέδες έχουν απλωθεί στα πεζοδρόμια, όλα τα μεγάλα ονόματα έχουν περάσει από την πόλη και η συναυλία to remember είναι (φευ!) των εξηντάρηδων πλέον Ρόλινγκ Στόουνς στο Ολυμπιακό στάδιο.
Η γαστρονομία είχε ως ναούς της τις ταβέρνες. Μια ωραία μπριζόλα στα κάρβουνα ήταν το opus magnum ενός πετυχημένου στεκιού. Σήμερα κάθε καλοφαγάς που σέβεται τον εαυτό του, μπορεί να σου μιλήσει γα ώρα για την επίγευση της πεσκανδρίτσας και το πώς κόβονται τα μανιτάρια πελυρώτους.
Για μόδα δε μιλάμε, άγνωστη λέξη! Τα κορίτσια μας ήταν απλά, με το χνουδάκι τους πάνω από το χείλος, το τζινακι, το πουλόβερ και τη μεσογειακή του λεκάνη. Το μπικίνι τότε σήμαινε φάτε μάτια ψάρια, σήμερα σημαίνει εξομάλυνση του Όρους της Αφροδίτης. Laser line clinics. Nose jobs, footers και mules ήταν άγνωστες λέξεις. Σήμερα η μόδα υπάρχει παντού, τα κορίτσια έχουν αναλογίες μοντέλων, τα οποία είναι πλέον status symbol. Αλλά μιλάμε για μια εποχή που όταν λέγαμε φυλή εννοούσαμε τους Σιού η τους Κομάντσι, ενώ πλέον οι σύγχρονες tribes ονομάζονται: Urban chick, goth, metrosexuals.
Η λέξη γκράφιτι τέλη εβδομήντα παρέπεμπε στην νεανική ταινία του Λουκας - μόνο το άγαλμα του Τρούμαν έτρωγε κάτι επεμβάσεις τύπου Τζάκσον Πόλοκ. Πλέον εισάγουμε σταρ των γκράφιτι από το εξωτερικό να μας διακοσμήσουν τον τοίχο του αμαξοστάσιου του ΗΛΠΑΠ
Τα σινεμαδάκια μας ήταν τύπου «αγιόκλημα και γιασεμί», το τελευταίο φιλμ ενός Φελίνι η Αντονιονι γεγονός, το βίντεο απόκτημα μόνο κάποιων προνομιούχων. Σημερα ο καλύτερος φίλος του σινεφίλ είναι ο μαύρος της γειτονίας του και το bit torrent.
Η τηλεόραση είχε δυο κανάλια και το τηλεκοντρόλ άχρηστο. Σημερα ένα σωρό δορυφόροι εκπέμπουν σήματα σε κάθε ταράτσα μεταφέροντας μας τον κοσμο ον λαιν. Τα χιτ της εποχής ήταν ο Μεθοριακός Σταθμός, σήμερα το Καφέ της Χαράς. (το ίδιο κονσεπτ ακόμα πιο γερασμένο!) Τα παιδιά που τραγουδούσαν έστηναν αυτοσχέδιες μπάντες σε κάτι υπόγεια, σημερα στήνονται μπροστά στον Ψινάκη.
Τότε οι φίλοι χτυπούσαν ο ένας το κουδούνι του αλλού σε ανύποπτες στιγμές (ακόμα και τα περασμένα μεσάνυχτα). Σημερα για να δω ένα γνωστό μου προηγείται σκληρή διαπραγμάτευση που ακούγεται σαν το παλιό χιτ του Κηλαηδόνη «Σαββατο μπορείς; Οοοχι»
Οι πειρατές τότε δεν ήταν στην Kαραϊβική αλλά στα ερτζιανά, τα παιδιά των οποίων σήμερα καταρτίζουν τις πλέι λιστ στους σταθμούς.
Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστέναζε. Καμία διάφορα, απλά πλέον οι ομάδες έχουν γίνει ΠΑΕ και οι παίκτες brand name . Βέβαια Δεληκάρης δεν ξαναφάνηκε.
Τελος, όταν τότε βλέπαμε κανένα τύπο στο δρόμο να μιλάει μόνος του λέγαμε, πάει λάλησε ο Βασιλάκης. Σημερα πιθανολογούμε ότι ο μέσω hands free μονόλογος του, αφορά στην ανάλυση του DAX και του NIKKEI.
Μπορώ να απαριθμήσω δεκάδες άλλα παραδείγματα. Η κουλτούρα της πόλης έχει αλλάξει τόσο δραματικά μεσα σε εικοσιπέντε χρόνια. Σκέφτομαι εκεί, γύρω στο 2030, όλα όσα αναφέρω για το σήμερα θα ακούγονται εξ ίσου εξωγήινα, όσο εκείνα του τέλους του εβδομήντα… Βέβαια τότε δεν θα τα πληκτρολογώ από την καρέκλα του γραφείου, αλλά ξαπλωμένος στον καναπέ, θα τα εκφωνώ στο κινητό-πισί-οργκανάιζερ μου κι εκεινο θα τα γράφει μόνο του, συντάσσοντας και δομώντας το κείμενο με τη δική του λογική…
Ωπ! Σας ακούω να λέτε, τι είναι αυτό; Ο τύπος την είδε κοινωνικός αναλυτής; Ας γυρίσουμε σελίδα. Όχι μόνον για να κρατήσω το ενδιαφέρον, αλλά επειδή δεν διαθέτω και το απαραίτητα εφόδια για μια εις βάθος κοινωνιολογική τομή του αστικού πολιτιστικού γίγνεσθαι, λέω να το μαζέψω λιγουλάκι στα καθ’ υμάς και να δω το θέμα μέσα από μια προσωπική προοπτική. Δηλαδή να αναφερθώ στην αστική κουλτούρα που γνωρίζω, και της οποίας την εξέλιξη έχω παρακολουθήσει τις λίγες, ευτυχώς ειρηνικές, δεκαετίες που βρίσκομαι σε αυτόν τον πλανήτη. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσω ως case study την Αθηνα, την πόλη που γεννηθηκα και στο αντιφατικό κουκούλι της οποίας πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου.
Οφείλω να σημειώσω εδώ, ότι πλέον, στην παγκοσμιοποιημένη μας εποχή, οι συμπεριφορές που αναπτύσσονται στην Αθήνα, μια πόλη που αρέσκεται να την αποκαλούν μητρόπολη της Νοτιανατολικής Ευρώπης, μπορεί να συναντήσει κανείς και σε άλλα αστικά κέντρα στον κοσμο, ειδικά στην Ευρώπη. Βέβαια η πόλη μας διαθέτει το αμφίβολο προνόμιο να αποτελεί ένα ιδιότυπο χωνευτήρι τάσεων, προβολών και απωθήσεων, μια και η πρόσφατη ιστορία της φρόντισε να την προμηθεύσει με ένα φορτίο που ίσως οι γέρικοι ώμοι της δεν μπορούν να αντέξουν. Και μια και το εχω σπουδάσει και λίγο το ζήτημα (δεν ήμουν ποτέ ο συγγραφέας των «τεσσάρων τοιχών», όσο κι αν λατρεύω το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χατζηγιαννίδη), βίωσα έντονα όλες τις αλλαγές στου αστικού τοπίου που με γέννησε. Έτσι σκέφτομαι να το δω το ζήτημα συγκριτικά. Η αστική κουλτούρα της Αθηνάς τέλους 70, versus αστική κουλτούρα της Αθήνας 2007. Μα, κοινωνιολογίζω πάλι! Σπεύδω να επανέλθω βιωματικότερος!
Βγαίνοντας για μια βόλτα στην Αθηνα στα τέλη του εβδομήντα, τους μόνους ξένους που συναντούσες ήταν οι τουρίστες. Η λέξη μετανάστης τότε είχε το αντίστροφο σημασιολογικό φορτίο. Παρέπεμπε σε στίχους τραγουδιών του Καζαντζίδη και «στου Βελγίου της στοές». Στους Έλληνες που, προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον, ξενιτεύτηκαν σε Ευρώπη και Αμερική. Σήμερα που, οι Αλβανοί είναι πλέον δεύτερης γενιάς, και η ελληνική Τσάιναταουν είναι προ των πυλών, η Αθήνα ακόμα και δια χειλέων δημάρχου ψελλίζει την λέξη πολυπολιτισμικότητα.
Η εφημερίδα τότε έκανε 1,5 δραχμή και όταν τη διάβαζες σου ’μένε το μελάνι στο χέρι. Σήμερα, μπορεί να στοιχίζει μέχρι και 1.500 δρχ (μαζί με τα ένθετα) και να αποτελεί μόνη της ένα περίπτερο με ταινίες, βιβλία και πάσης φύσεως παραφερνάλια. Λάθος, με διορθώνετε! Μπορει να στοιχίζει και… μηδέν! Φυσικά, υπάρχουν και τα φρι πρες που πρόσφατα έφεραν επανάσταση στο χώρο.
Κουλτούρα όμως σημαίνει και ατμόσφαιρα. Το άρωμα της Αθηνάς εκείνη την εποχή ήταν σαφώς πιο sex-pol. Το δίδυμο έρωτας - πολιτική κυριαρχούσε τα μεταχουντικά χρόνια. Όταν δεν ήμασταν σε συνελεύσεις βγαίναμε εξω και δεν ξέραμε σε ποιο νησί, ή σε ποια αγκαλιά θα ξυπνούσαμε την επομένη. Στις μέρες μας η τεχνολογική επανάσταση έφερε τους φοιτητές σε παράθυρα να συνομιλούν ον λαιν με αστυνομικούς… Ένα έμεινε ίδιο τόσα χρόνια. Τα δακρυγόνα και η αστυνομική βία. Βέβαια τότε το θέμα ήταν να αλλάξεις τον κόσμο, τώρα (δυστυχώς) είναι να μην αλλάξεις ο ίδιος.
Το σεξ ήταν πεδίο γνωριμίας του Άλλου, οι τσόντες μαζική γυμνασιακή πλάκα, το γυμνό στις ταινίες σπάνιο. Το σεξ σήμερα υπάρχει παντού, όμως περισσότερο ως trend παρά ως λιβιδιακή έκρηξη, τσόντες προσφέρονται δωρεάν από μεγάλες εφημερίδες μαζί με ντοκιμαντέρ, τα porno sites κάνουν χρυσές δουλειές στο δίκτυο.
Τα μπαράκια εκείνης της ηρωικής εποχής ήταν κακοφωτισμένα, dark αισθητικής, η μουσική ροκ, ενώ η τοπ συναυλία ήταν του (μακαρίτη πλέον) Ρόρι Γκαλαχερ στη Φιλαδέλφεια. Στη μνήμη των μεγαλύτερων βέβαια σημείο αναφοράς ήταν η συναυλία των, νεαρών τότε, Ρόλινγκ Στόουνς στη Λεωφόρο το 67. Σημερα, τα μπαράκια έχουν γίνει lounge, οι καναπέδες έχουν απλωθεί στα πεζοδρόμια, όλα τα μεγάλα ονόματα έχουν περάσει από την πόλη και η συναυλία to remember είναι (φευ!) των εξηντάρηδων πλέον Ρόλινγκ Στόουνς στο Ολυμπιακό στάδιο.
Η γαστρονομία είχε ως ναούς της τις ταβέρνες. Μια ωραία μπριζόλα στα κάρβουνα ήταν το opus magnum ενός πετυχημένου στεκιού. Σήμερα κάθε καλοφαγάς που σέβεται τον εαυτό του, μπορεί να σου μιλήσει γα ώρα για την επίγευση της πεσκανδρίτσας και το πώς κόβονται τα μανιτάρια πελυρώτους.
Για μόδα δε μιλάμε, άγνωστη λέξη! Τα κορίτσια μας ήταν απλά, με το χνουδάκι τους πάνω από το χείλος, το τζινακι, το πουλόβερ και τη μεσογειακή του λεκάνη. Το μπικίνι τότε σήμαινε φάτε μάτια ψάρια, σήμερα σημαίνει εξομάλυνση του Όρους της Αφροδίτης. Laser line clinics. Nose jobs, footers και mules ήταν άγνωστες λέξεις. Σήμερα η μόδα υπάρχει παντού, τα κορίτσια έχουν αναλογίες μοντέλων, τα οποία είναι πλέον status symbol. Αλλά μιλάμε για μια εποχή που όταν λέγαμε φυλή εννοούσαμε τους Σιού η τους Κομάντσι, ενώ πλέον οι σύγχρονες tribes ονομάζονται: Urban chick, goth, metrosexuals.
Η λέξη γκράφιτι τέλη εβδομήντα παρέπεμπε στην νεανική ταινία του Λουκας - μόνο το άγαλμα του Τρούμαν έτρωγε κάτι επεμβάσεις τύπου Τζάκσον Πόλοκ. Πλέον εισάγουμε σταρ των γκράφιτι από το εξωτερικό να μας διακοσμήσουν τον τοίχο του αμαξοστάσιου του ΗΛΠΑΠ
Τα σινεμαδάκια μας ήταν τύπου «αγιόκλημα και γιασεμί», το τελευταίο φιλμ ενός Φελίνι η Αντονιονι γεγονός, το βίντεο απόκτημα μόνο κάποιων προνομιούχων. Σημερα ο καλύτερος φίλος του σινεφίλ είναι ο μαύρος της γειτονίας του και το bit torrent.
Η τηλεόραση είχε δυο κανάλια και το τηλεκοντρόλ άχρηστο. Σημερα ένα σωρό δορυφόροι εκπέμπουν σήματα σε κάθε ταράτσα μεταφέροντας μας τον κοσμο ον λαιν. Τα χιτ της εποχής ήταν ο Μεθοριακός Σταθμός, σήμερα το Καφέ της Χαράς. (το ίδιο κονσεπτ ακόμα πιο γερασμένο!) Τα παιδιά που τραγουδούσαν έστηναν αυτοσχέδιες μπάντες σε κάτι υπόγεια, σημερα στήνονται μπροστά στον Ψινάκη.
Τότε οι φίλοι χτυπούσαν ο ένας το κουδούνι του αλλού σε ανύποπτες στιγμές (ακόμα και τα περασμένα μεσάνυχτα). Σημερα για να δω ένα γνωστό μου προηγείται σκληρή διαπραγμάτευση που ακούγεται σαν το παλιό χιτ του Κηλαηδόνη «Σαββατο μπορείς; Οοοχι»
Οι πειρατές τότε δεν ήταν στην Kαραϊβική αλλά στα ερτζιανά, τα παιδιά των οποίων σήμερα καταρτίζουν τις πλέι λιστ στους σταθμούς.
Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστέναζε. Καμία διάφορα, απλά πλέον οι ομάδες έχουν γίνει ΠΑΕ και οι παίκτες brand name . Βέβαια Δεληκάρης δεν ξαναφάνηκε.
Τελος, όταν τότε βλέπαμε κανένα τύπο στο δρόμο να μιλάει μόνος του λέγαμε, πάει λάλησε ο Βασιλάκης. Σημερα πιθανολογούμε ότι ο μέσω hands free μονόλογος του, αφορά στην ανάλυση του DAX και του NIKKEI.
Μπορώ να απαριθμήσω δεκάδες άλλα παραδείγματα. Η κουλτούρα της πόλης έχει αλλάξει τόσο δραματικά μεσα σε εικοσιπέντε χρόνια. Σκέφτομαι εκεί, γύρω στο 2030, όλα όσα αναφέρω για το σήμερα θα ακούγονται εξ ίσου εξωγήινα, όσο εκείνα του τέλους του εβδομήντα… Βέβαια τότε δεν θα τα πληκτρολογώ από την καρέκλα του γραφείου, αλλά ξαπλωμένος στον καναπέ, θα τα εκφωνώ στο κινητό-πισί-οργκανάιζερ μου κι εκεινο θα τα γράφει μόνο του, συντάσσοντας και δομώντας το κείμενο με τη δική του λογική…
Monday, March 3, 2008
ΠΟΙΗΜΑ 1
Η φράση στον καναπέ
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ ένα καναπέ τυχαία κι ύστερα απλώνει ο λόγος στο φύλλο της ζωής
εκεί που σμίγουν οι νευρώνες
κι αυλακώνει μαγικά το νόημα
πολύ πριν συλληφθεί
πολύ πριν γίνει ουσία ουσιαστικό επίρρημα
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία και να ’σαι Aργοναύτης μιας δίχως στόχο εκστρατείας
που παλινδρομεί από παράλια σ’ άλλα παράλια
πάνω σε νερά τιρκουάζ χαράματα
δίχως εγγύηση δίχως αποστολή
αλλού όπως πολεμιστής που σπαθίζει
ξυστά από την επιθυμία
άλλού πυγολαμπίδα ζαλισμένη
από τη αναθυμίαση του χρόνου
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία και να ’σαι ανατόμος σώματος διαλυμένου
ποδαράκια αυτιά και χέρια σκορπισμένα
που μάγισσα άσπλαχνη τα σπέρνει πίσω
για να ξεφύγει απ’ το μύθο
να κλειστεί σε παλάτι ξένο
να σκοτώσει και ν’ αποδράσει μ’ άρμα φτερωτό
αφήνοντας κλώστη δεμένη
την πλοκή
μύγα βασίλισσα να βουίζει
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία
ιστορίες για την ζωή που ταξιδεύει
πίσω στο φύλλο να κρυφτεί
με τα δυο της παιδιά σφαγμένα
ξανά και ξανά και για πάντα
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία απλώνουν στο χαρτί τη χλωροφύλλη
κι εξηγούν
το έκανε επειδή
Όμως ο χαρακτήρας μόνο δρα
ο άνθρωπος υποφέρει
κι έτσι η ζωή αρκείται
το ’κανε
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ ένα καναπέ τυχαία κι ύστερα απλώνει ο λόγος στο φύλλο της ζωής
εκεί που σμίγουν οι νευρώνες
κι αυλακώνει μαγικά το νόημα
πολύ πριν συλληφθεί
πολύ πριν γίνει ουσία ουσιαστικό επίρρημα
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία και να ’σαι Aργοναύτης μιας δίχως στόχο εκστρατείας
που παλινδρομεί από παράλια σ’ άλλα παράλια
πάνω σε νερά τιρκουάζ χαράματα
δίχως εγγύηση δίχως αποστολή
αλλού όπως πολεμιστής που σπαθίζει
ξυστά από την επιθυμία
άλλού πυγολαμπίδα ζαλισμένη
από τη αναθυμίαση του χρόνου
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία και να ’σαι ανατόμος σώματος διαλυμένου
ποδαράκια αυτιά και χέρια σκορπισμένα
που μάγισσα άσπλαχνη τα σπέρνει πίσω
για να ξεφύγει απ’ το μύθο
να κλειστεί σε παλάτι ξένο
να σκοτώσει και ν’ αποδράσει μ’ άρμα φτερωτό
αφήνοντας κλώστη δεμένη
την πλοκή
μύγα βασίλισσα να βουίζει
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία
ιστορίες για την ζωή που ταξιδεύει
πίσω στο φύλλο να κρυφτεί
με τα δυο της παιδιά σφαγμένα
ξανά και ξανά και για πάντα
Όλα τα κείμενα αρχίζουν από μια φράση σ’ έναν καναπέ τυχαία απλώνουν στο χαρτί τη χλωροφύλλη
κι εξηγούν
το έκανε επειδή
Όμως ο χαρακτήρας μόνο δρα
ο άνθρωπος υποφέρει
κι έτσι η ζωή αρκείται
το ’κανε
Subscribe to:
Posts (Atom)