Σπέτσες ίσον θραύσματα, εικόνες, μυρωδιές. O Θανάσης ακόμα αναπολεί τη δροσιά από τις λεμονιές όπως ανέβαινε
τη μικρή πλατεία μπροστά στο σπίτι της Μπουμπουλίνας να πάει σινεμά για να δει το Γιούπι ντου με ένα κοριτσάκι από το Αίγιο. |
Μια καλλονή εκείνη την εποχή, είχε στο λιμάνι ένα μαγαζί με φουστάνια που τα επιζωγράφιζε η ίδια και λογίζονταν κάτι σαν τη σταρ του νησιού. Κούκλα, απίστευτο στυλ, περπατούσε κι έτριζε η ντάπια. Εκείνος στα 14, μπουχτισμένος από τα κυριλέ παιδάκια του ιδιωτικού σχολείου όπου φοιτούσε, τα οποία φορούσαν γραβάτα στα πάρτι κι άκουγαν Boney M. και ντίσκο, αναζητούσε μετά μανίας το αλλιώτικο στο «εξωσχολικό». Ήταν η εποχή που πήγαινε στο σχολείο σαν να κατέβαινε σε μάχη. Μακριά μαλλιά, τσάντα με στάμπα Τζιμ Μόρισον, ροκάς κι αριστερός, εντός της «φλωροεπικράτειας», φάνταζε (κι ένιωθε) σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα. Ακυβέρνητος. Η αλήθεια ήταν πως δεκαετίες αργότερα, στα επόμενα reunions, ο Θανάσης αναθεώρησε πλήρως. Τα παιδιά ήταν εντελώς διαφορετικά, η ζωή είχε περάσει, είχε γράψει ανεξίτηλα πάνω τους. Τα βρήκανε μια χαρά και πλέον με πολλούς είναι και φίλοι. Εξάλλου, ένα πράσινο Λακόστ στα δεκαπέντε είναι δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ, δεν καθορίζει κι έναν άνθρωπο διά βίου.
Τότε, όμως, το έργο παιζόταν αλλιώς, πιο «καταραμένα» για κάτι παράδοξες, εύθραυστες πλην μανιασμένες ψυχές σαν του Θανάση. Παιδί χωρισμένων γονέων, μεγαλωμένο με διπλά, τριπλά, πολλαπλά μηνύματα, πάνω στην εφηβεία είχε απολέσει και αυγά και πασχάλια και άλλα ψυχικά συμπαρομαρτούντα. Σπέτσες τότε σήμαινε παρέα με μεγαλύτερους, με πιο «αλήτες», με παιδιά της «αληθινής ζωής». Προχώ ροκιές κάθε βράδυ στο Καρνάγιο, πιο ποπ εξορμήσεις στο Twins, αλλά και κάποιες ατασθαλίες με πολυσχιδείς παρέες στην παραλία του Ξενία, βόλτες με μηχανάκια στους χωματόδρομους, τελετουργικές ολονυχτίες, μυητικές πλάκες.
Σπέτσες σήμαινε και ο πρώτος «αληθινός» έρωτας, με τη σωσία της Έλενας Ναθαναήλ, η οποία υπήρξε ο πρώτος «πλατωνικός» του έρωτας - εκεί, γύρω στα επτά, οκτώ. Πάντα θα κυνηγούσε τις εντυπώσεις μίσχου. Τη «μετενσαρκωμένη Έλενα» την έλεγαν Άννα και ήταν ένας εβένινος άγγελος με αγγλική καταγωγή. Σπέτσες, λοιπόν, σήμαινε το πρώτο φιλί με την Άννα στον Άγιο Νικόλα, ενώ κρυμμένος πίσω από τα βράχια ο «μακιαβελικός» Ηλίας (μετέπειτα αρχισυντάκτης του ένθετου μιας μεγάλης εφημερίδας) τους πετούσε πετρούλες, ενοχλώντας τους γλυκά.
Σπέτσες σήμαινε, επίσης, και η πρώτη επαφή του Θανάση με το υγρόν πυρ: το πρώτο μεθύσι με ρετσίνα στον Άγιο Μάμα, οπού γνώρισε την έννοια οχτάρι. Υπήρξε, όμως, ένα άλλο μεθύσι, πολύ πιο άγριο αυτήν τη φορά, που κορυφώθηκε στα μπουζούκια του Τζώρτζη, όπου ο μπερδεμένος νεαρός που κάπου έψαχνε την απούσα αληθινή ζωή χόρεψε το μοναδικό στη ζωή του σόλο ζεϊμπέκικο ενώπιον κοινού (ο θεός να το κάνει το κοινό κοινό και το ζεϊμπέκικο ζεϊμπέκικο). Ένα τραγελαφικό τελετουργικό, το οποίο παραλίγο ν’ αποβεί μοιραίο για τη ζωή του, αν δεν ξυπνούσε τυχαία ο γιατρός παππούς του τη νύχτα, για να τον ανακαλύψει λιπόθυμο στην τουαλέτα, δευτερόλεπτα πριν από την αναρρόφηση… Την επομένη η οικογένεια τον έστειλε άρον-άρον στην Αθήνα, για να ξαναγυρίσει σκαστός μετά από δυο-τρεις μέρες… Η βουλιμία κυριαρχούσε.
Σπέτσες σήμαινε η γοητεία του απρόβλεπτου, της έξαψης, το Paradiso Τerrestre της εφηβείας. Στις Σπέτσες τα πρώτα αμήχανα γυμνά μπάνια, στις Σπέτσες οι μάτσο ανταγωνισμοί με τον Σταύρο για το ποιος είναι ο πιο «μάγκας» της παρέας, στις Σπέτσες μπάλα στην Κοργιαλένειο -ντόπιοι εναντίον παραθεριστών-, στις Σπέτσες και τα «γλυκόθυμα μεζεδάκια», οι ρεμβασμοί στο αριστοκρατικό Ποσειδώνιο, ένα ξενοδοχείο βγαλμένο από σκηνικό του Λουκίνο Βισκόντι.…
Οι Σπέτσες στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα είχαν ένα κοσμοπολίτικο άρωμα, ένα φυσικό laissez aller που ακόμα και τις μέρες που φαγοποτιού του grande bοuffe που ακολούθησε, στην εποχή της χλιδοοευετυχίας, της αρπαχτής, της ξαπλώστρας και του ελληνάδικου, δεν το ’βρισκες πουθενά.
Βέβαια, σήμερα τα πράγματα είναι κι εκεί πολύ αλλιώτικα. Σήμερα, ντεμί αστός, ντεμί μεσήλιξ, ντεμί γενικώς, παντρεμένος με δύο παιδιά, όταν τα ανακαλεί όλα αυτά ο Θανάσης στο μυαλό του σκάνε σκόρπιες εικόνες, βλέπει κυβιστικά νεφελώματα, βλέπει Άντι Γουόρχολ αντανακλάσεις.
Για παράδειγμα, θυμάται ένα βράδυ όταν πέρασε από μπροστά του η περίφημη Γερμανίδα κόμισσα Βερούσκα φον Λέντορφ, ένα δίμετρο μοντέλο μ' ένα πρόσωπο κι ένα σώμα που σήμερα δεν κατασκευάζονται με καμιά εντολή φώτοσοπ. Θα τη θαύμαζε στη σινεφίλ εποχή που άμεσα ακολούθησε, στο Blow Up του Αντονιόνι, στη μνημειώδη σκηνή του πάρτι να απαντά στον Ντέιβιντ Χέμινγκς: «But I am at Paris».
Αλλά Σπέτσες, φυσικά, σήμαινε και η περίφημη ντάπια -η πιάτσα ακριβώς πάνω απ’ το λιμάνι- με τις απίθανες πάστες, όπου ο Θανάσης και η παρέα του περνούσαν όλο το μεσημέρι σχολιάζοντας απαξάπαντα τα θηλυκά που πηγαινοέρχονταν (πόσο αθώα του φαίνονταν τότε). Σπέτσες και το καταπληκτικό «μυστήριο», το γεμιστό μπιφτέκι με τυρί που έτρωγε επί καθημερινής βάσεως και που είκοσι τόσα χρόνια μετά, όταν ξαναεπισκέφτηκε οικογενειακώς τον νεανικό του παράδεισο για να τον συστήσει στον μεγάλο του γιο, το ξαναβρήκε στην ίδια ταράτσα, οικτρά παραλλαγμένο.
Στις Σπέτσες υπήρχαν σημεία-οδοδείκτες, όπως το νεκροταφείο, όπου Θανάσης and Company επινοούσαν μακάβριες Έντγκαρ Άλαν Πόε driven ιστορίες, με τα κορίτσια της παρέας να φρικάρουν μ’ εκείνον τον μισοσέξι τρόπο που τόσο τους εξίταρε, στις Σπέτσες οι σταρ των δικύκλων έκαναν σούζες στους στενούς δρόμους, στις Σπέτσες οι ξερές στα καφενεία με τον τσιπούρα, στις Σπέτσες οι πρώτες σχέσεις με τις τουρίστριες, στις Σπέτσες η πρώτη μυρωδιά της σάρκας, των οσμών της γυναικείας φυσιολογίας, εκεί και η πρώτη κατάδυση στο ροκ μ’ ένα μαγνητοφωνάκι της συμφοράς, στο οποίο ο Θανάσης έβαζε τους φίλους ν’ ακούν τα αριστουργήματα του πρώιμου Μπομπ Ντίλαν. Το μαγνητοφωνάκι ήταν τόσο απαρχαιωμένης τεχνολογίας που έκανε τον ούτως ή άλλως ταλαντούχο βραχνοκόκορα ν’ ακούγεται λες και τραγουδούσε μέσα από κοτέτσι, με αποτέλεσμα να εισπράττει απαξιωτικά σχόλια για τις επιλογές του απ’ όλη την παρέα, πλην του «Βrother in Dylan arms» Ηλία.
Σπέτσες ίσον θραύσματα, εικόνες, μυρωδιές. O Θανάσης ακόμα αναπολεί τη δροσιά από τις λεμονιές όπως ανέβαινε τη μικρή πλατεία μπροστά στο σπίτι της Μπουμπουλίνας να πάει σινεμά για να δει το Γιούπι ντου με ένα κοριτσάκι από το Αίγιο, το αιματώδες ηλιοβασίλεμα από τον Άγιο-Μάμα, τη διαδρομή ως τις Σχολές. Οι Σπέτσες ανακαλούν μια μετόπισθεν ρομαντική εποχή, που διέθετε ωστόσο και τη σκληράδα της, εκείνη τη χαρμολύπη του αναδίδει η μεταιχμιακή φάση ανάμεσα στον έφηβο και τον άντρα, όταν όλα συμπλέουν σε ένα ορμονικό κιαροσκούρο...
Ένα νησί γλυκό, βοτσαλωτό, όμορφο, ερωτικό, ό,τι έπρεπε για το καλωσόρισμα στην εν τέλει «αληθινή» ζωή που πρωτοέζησε στα στενά του σοκάκια.
Όπως εξηγεί συχνά στη γυναίκα του Μαρίνα, η οποία ως φιλόλογος γνωρίζει από ελληνική λογοτεχνία, «οι Σπέτσες ήταν η δική μου Ερόικα».