Monday, November 5, 2012

IANOS.GR | blogs : Φόβος : ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ

IANOS.GR | blogs : Φόβος : ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ

Φόβος
Expose yourself to your deepest fear; after that, fear has no power,
and the fear of freedom shrinks and vanishes. You are free.
Jim Morrison

1.Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα. Βασικός μηχανισμός επιβίωσης. Συνεπώς εγγενές συναίσθημα.
2.Ισως κάτι που παραβλέπουμε είναι ότι ο φόβος σε συντριπτικό ποσοστό άφορα σε μελλοντικά γεγονότα, άρα συνδέεται με την προβολή μιας κατάστασης η οποία πιθανόν χειροτερεύει στο μέλλον η μιας άλλης της όποιας η συνέχιση είναι αφόρητη. Η σχέση μέλλοντος – φόβου δεν είναι τυχαία. Υπό μια έννοια, ο φόβος είναι ένα φίλτρο πάνω στο χρόνο.
3.Μια άλλη παράμετρος που συνδέει χρόνο και φόβο είναι η εκπληκτική ταχύτητα αντίδρασης απέναντι σε αυτόν. Εδώ όμως ομιλεί η επιστήμη. Η δομή του εγκεφάλου, το κέντρο των νευρολογικών αντιδράσεων, διαθέτει ένα κομμάτι που ονομάζεται, κάπως ρομαντικά, αμυγδαλή. Η αμυγδαλή είναι η πηγή των συναισθημάτων μας. Ο ρόλος της ως προς το συναίσθημα του φόβου είναι να δέχεται πληροφορίες από το θάλαμο τον ενδιάμεσο σταθμό οπτικών κι ακουστικών οδών. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι πως οι πληροφορίες φτάνουν στην αμυγδαλή νωρίτερα από ότι φτάνουν στο φλοιό. Έτσι η άμεση αυτή προβολή του θαλάμου μπορεί να διεκπεραιώνει πολύ σύντομα αρχέγονες συναισθηματικές αποκρίσεις, κάτι σημαντικότατο σε περίπτωση κινδύνου. Με άλλα λόγια εξηγεί το γιατί είμαστε ικανοί να αντιδράσουμε σχεδόν αστραπιαία στον κίνδυνο, προτού προλάβουμε καν να σκεφτούμε και να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει.
4.Ο άνθρωπος φοβάται περισσότερο το θάνατο πάρα τον πόνο και την αρρώστια. Αν τ0 δει κανείς κάπως «λοξά» το ζήτημα αυτό είναι παράλογο. Η ζωή πονά πολύ περισσότερο από το θάνατο. Θάνατος σημαίνει τέλος του πόνου. Είπαμε, δείτε το «λοξά». Ο φόβος του θανάτου, μιας βεβαιότητας δηλαδή είναι στη βάση του, ένας αδικαιολόγητος φόβος (μιλάμε για καταστάσεις οπού κάποιος βρίσκεται σε μια «φυσική» συνθήκη) . Θυμηθείτε τον στίχο του Εμπειρικού : Έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.
5.Κοινότοπο, πλην αληθές. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις τον φόβο, είναι καταρχήν να τον αποδεχτείς κι υστέρα να είναι να μην κάθεσαι να τον κλωθογυρίζεις στο μυαλό σου. Να βγεις έξω και να πράξεις. Δεν υπάρχουν πράγματα στη ζωή για να φοβάσαι, υπάρχουν μόνον πράγματα για να τα κατανοήσεις. Κατάλαβε, για να μη φοβάσαι,.
6.The only thing we have to fear is fear itself. H περίφημη φράση του Franklin D. Roosevelt που επαναλαμβάνεται και στο αριστούργημα του Βιμ Βέντερς «Ένας Αμερικάνος φίλος” δια στόματος Ντένις Χόπερ. Ακούγεται όμορφη και επική. Υπήρξε και αρκούντως πολιτικά αποτελεσματική. Ωστόσο ο φόβος είναι απλά η βιολογική μας αντίδραση σε κάτι που πιθανόν και να μπορεί να μας σκοτώσει, να μας τραυματίσει. Είναι ένα συναίσθημα που είναι εξαιρετικά χρήσιμο όταν βρισκόμαστε στο άγνωστο, ώστε να αντιδράσουμε στον αναπάντεχο κίνδυνο και να φύγουμε, και, ταυτόχρονα, ένα συναίσθημα που κουβαλάμε από καταβολής ανθρωπίνου γένους, το οποίο πέρασε στα γονίδια μας. Τουλάχιστον υπάρχει μια αλήθεια στη ρήση αυτή. Φόβος υπάρχει, λέει ο Φραγκλίνος, έστω κι αν είναι ο φόβος για το φόβο.
7.Φυσικά ο άνθρωπος είναι ένα εξαιρετικά αγχώδες ζώο με ειδικό ταλέντο να εφεύρει διαρκώς καταστάσεις και αιτίες άγχους ακόμα κι αν αυτές δεν υπάρχουν. Το άγχος υπενθυμίζει τη θνητότητα και συνδέεται με το φόβο.
8.Απόσπασμα από το υπό συγγραφή βιβλίου μου, που ετοιμάζω για το 2014.

«…Τι φόβος; Ήταν σχεδόν τρόμος. Κι ήταν γενικευμένος. Οι γονείς του, η χώρα του μέσα στο τρόμο. Σαν να είχαν όλοι γυρίσει στη παιδική ηλικία, όπου το παιδί δεν μπορεί να ελέγξει τις καταστροφικές σκέψεις που προκύπτουν από την μη άμεση ικανοποίηση των αναγκών του και από την εξαφάνιση των πραγμάτων που υπάρχουν γύρω του. Κι ένα πλάσμα που δεν μπορεί να ελέγξει τις πράξεις του, δεν έχει αμυντικούς μηχανισμούς. Κάπως έτσι κι εκείνοι.
Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που κάποτε έμοιαζαν έτοιμοι να καταβροχθίσουν τον κόσμο με μια τεράστια μπουκιά τώρα τον έκοβαν σε σπιθαμιαία κομματάκια και προσπαθούσαν να τα καταπιούν. Για χρόνια, δεκαετίες, δεν έδιναν σημασία, ξεχνούσαν. Όλοι. Κι η ζωή προχωρούσε μέσα στη λήθη και τη διαρκή εγρήγορση- δυο εκ πρώτης όψεως αντιθετικές λειτουργίες των οποίων ο καταστροφικός συνδυασμός παρήγαγε ένα στρεβλό και εξαρτητικό παρόν από το όποιο απουσίαζαν βασικά ανθρωπινά αντανακλαστικά. Ένα είδος καταστολής των ηθικών αναστολών, όχι συνειδητά ίσως, περισσότερο από συνηθείας, από διαρκή τσίτα.
Τώρα από πρόσωπα με όνομα, με θέση στον κόσμο, με στέρεες βάσεις, είχαν μετατραπεί σε όντα επιβίωσης, σπασμένοι στα δυο, χαμένοι στην αναπόληση μιας θριαμβικής μοναδικότητας που κάποτε όριζε το ζωτικό τους χώρο, ενώ ταυτόχρονα καταβυθίζονταν στην ολοένα και αυξανόμενη ασημαντότητα τους. Εκείνη που κάποτε οδηγεί του πάντες ανεξαιρέτως δυο μέτρα κάτω κάτω τη γη μέχρι να ξεχαστούν. Είναι αυτή η γκροτέσκα μοίρα που επανέρχεται, αυτή η τραγική συνειδητοποίηση. ‘Κι όλα αυτά προς τι;…’»

9.Υπάρχουν όμως και φόβοι που είναι φανταστικοί, επινοημένοι. Η φαντασία μπορεί να δημιουργήσει τερατώδεις προβολές, ψυχαναγκασμός και φαντασιώσεις που να οδηγούν σε πιθανές φοβικές προβολές, επικίνδυνες μυθοπλασίες και δυνητικές αφηγήσεις τρόμου. Εξ αλλού οι δεισιδαιμονίες, φαινόμενα που απαντώνται σε όλους τους λαούς του κόσμου, και βασίζονται στην πιστή υπερφυσικών δυνάμεων οι οποίες δρουν κρυφά κατά του ανθρώπου, δεν είναι τίποτα άλλο από παράλογοι φόβοι χωρίς λογικές εξηγήσεις, ένα είδος συλλογικών φοβικών προβολών. Κάτι ξέρουμε τα τελευταία χρόνια επί του θέματος. Εντέλει ο φόβος είναι ένα συναίσθημα με δυο όψεις: χρήσιμο και σωτήριο αλλά ενίοτε και επικίνδυνο.
Διότι όταν ο φόβος συνεχίζει να υπάρχει, ενώ δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος και οδηγεί σε καταστάσεις υπερβολικού στρες, τότε μετατρέπεται σε φοβία και εμποδίζει την φυσιολογική μας αντίληψη για τον περίγυρο. Η φοβία είναι ένας επίμονος και παράλογος φόβος κάποιας αόρατης απειλής, με αποτέλεσμα την αποφυγή της ενώ στην πραγματικότητα δεν αποτελεί σπουδαία πηγή κινδύνου.

So, do you really insist to expose yourself to the deepest fear?
Strange days Jim.

DOORS CLIP
http://www.youtube.com/watch?v=NmKpUyIAqok

Monday, October 22, 2012

Στο αίθριο του Πανδοχείου

Στο αίθριο του Πανδοχείου, Αλέξης Σταμάτης

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Ο Ορέστης Πολίτης είναι  ένας σχετικά επιτυχημένος προγραμματιστής ο οποίος ζει ήσυχα με την οικογένειά του σε ένα σπίτι στο κέντρο. Κάποια στιγμή δέχεται μια αναπάντεχη πρόσκληση από τα παλιά η οποία παραπέμπει σε μια εποχή όπου τα πράγματα στη ζωή ήταν εντελώς διαφορετικά από εκείνα που παρουσιάζονται σήμερα. Μια ιστορία έρωτα, τρομοκρατίας, βίας, εκδίκησης, προδοσίας που  κάνεις δεν θα φανταζόταν ότι θα μπορούσε να κρύβεται σε  ένα αθώο διαμέρισμα βιβλίο Το βιβλίο λέγεται «Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρόσφατα επανεκδόθηκε το βιβλίο σας Μπαρ Φλωμπέρ, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Γιατί αυτό κι όχι κάποιο άλλο; Ποιες οι προϋποθέσεις για την επανέκδοση ενός παλαιότερου έργου;
Η συγγραφή του Μπαρ Φλωμπέρ, άρχισε με κάποια ταξίδια σε πόλεις της Ελλάδας και της Ευρώπης και αφού «εγκαταλείφθηκε» από τον συγγραφέα, το ίδιο το κείμενο συνέχισε τα δικά του και σε άλλες χώρες. Γιατί τα βιβλία όταν αποχωριστούν τον δημιουργό τους, αυτονομούνται, αποκτούν τη δική τους ζωή.
Τα πιο ταξιδιάρικα από αυτά ενίοτε ξαναγυρίζουν, έτσι για μια επίσκεψη, στην Ιθάκη τους. Το βιβλίο παρουσιάζεται με τη μορφή που κυκλοφόρησε το 2000. Θεώρησα ότι δεν υπήρχε λόγος για αναθεωρήσεις. Η αλήθεια του κάθε έργου είναι στη στιγμή της σύλληψης του. Τώρα γιατί αυτό, το συγκεκριμένο; Γιατί είναι το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή. Και τώρα που νιώθω πως ξαναλλάζει φαίνεται πως δεν μπορούσε να έρθει σε μια πιο συμβολική ώρα.
Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επιθυμείτε;
Αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο… αλλά θα προσπαθήσω
Ο Έβδομος Ελέφαντας: Το αιμάτινο αντίτιμο
Μπαρ Φλωμπέρ: περιπέτεια, ρίσκο, ταξίδι, απόλαυση
Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα: στα βάθη του Ίψεν του ασυνείδητου, του θεάτρου.
Οδός Θησέως: Λαβύρινθοι, μίτος και Αριάδνη. Και τεχνολογία,
Μητέρα Στάχτη: Άλγεβρα και Φωτιά. Αιγαίο και αγγελικό και μαύρο φως.
Αμερικάνικη Φούγκα: Το ταξίδι – μύθος. Το εγώ ως άλλος.
Βίλα Κομπρέ: Στην καρδιά του σκότους.
Σκότωσε ό,τι αγαπάς: Πίσω και μπρος, αλήθειες και ψέμματα
Κυριακή: η κάμερα στο νου, μια μικρή προφητεία του σήμερα.
Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό; Τίποτα δεν είναι εκείνο που φαίνεται.
Έχετε εκδώσει και ποιητικές συλλογές. Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσα σε πεζογραφία και ποίηση στην ίδια αναλογία; Πώς καθορίζεται αυτή;
Έχω να βγάλω ποιητική συλλογή από το 2004. Προς το παρόν δεν βρίσκομαι σε αυτή τη θερμοκρασία.
Μετά το θεατρικό «Δακρυγόνα» και τους παλαιότερους μονόλογους ένα νέο είδος διεκδικεί μερίδιο στην γραφή σας; Με ποιο τρόπο σκοπεύετε να μοιραστείτε εντός της;
Έχω ήδη γράψει ένα νέο θεατρικό έργο, τα «Μελίσσια» που παρουσιάστηκε στις «Αναγνώσεις» του Εθνικού Θεάτρου. Θα ήθελα να ανεβεί σύντομα και σε κάποια σκηνή. Ελπίζω να γίνει σύντομα κάπου. Το θέατρο το αγάπησα, και θα το συνεχίσω. Μου αρέσει το θνησιγενές του στοιχείο, το ό,τι τίποτα δεν επαναλαμβάνεται και η άμεση επαφή με το κοινό. Για μένα, πρόκειται το πιο δύσκολο είδος γραφής.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Δεν παγιδεύω εγώ τις ιδέες, εκείνες παγιδεύουν εμένα. Επίσης η συγγραφή δεν είναι θέμα «ιδέας», είναι κάτι διαφορετικό. Μεγάλη κουβέντα, όμως. Είμαι κυρίως πεζογράφος, οπότε νιώθω εγγυτέρα στο μυθιστόρημα.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Όχι, απλά γράφω πρωί και μπορώ να γράψω οπουδήποτε. Μεγάλωσα με ροκ μουσική, αλλά πλέον ακούω και άλλα είδη. Η καρδιά μου όμως είναι στην ροκ.
Ποιες είναι οι σπουδές σας; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφησή τους στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);
Οι σπουδές μου είναι στην Αρχιτεκτονική (εδώ και στο Λονδίνο), σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Με έχουν βοηθήσει πολύ, ειδικά στο μυθιστόρημα. Εδικά η εγγενής δομή που υπάρχει στην Αρχιτεκτονική κάνει την επιμέλεια μιας χαοτικής σκέψης – ιδέας πιο εύκολη για μένα.
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Ουκ έστιν αριθμός.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Επίσης.
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Το αυτό.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Πολλοί. Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσω κάποιον. Πιστεύω ότι έχουμε πολύ καλή λογοτεχνία και η νέα γενιά είναι πολύ ελπιδοφόρα.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Όχι δεν είμαι ψυχωσικός ακόμα :)
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο Άμλετ.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Φυσικά, σε τρένα, αεροπλάνα, μπαρ, παγκάκια, ξενοδοχεία.. παντού…
Πώς βιοπορίζεστε;
Προς το παρόν … δεν βιοπορίζομαι.. το μόνο έσοδο που έχω είναι από κάποια σεμινάρια δημιουργικής γραφής που κάνω. Οι πόροι της ζωής μου προσπαθώ από εδώ και περά να είναι η ίδια η ζωή.
Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
Πολλά: οι Σημειώσεις, το Εντευκτήριο, η Οδός Πάνος, η Λέξη, το Δέντρο, ο Μανδραγόρας, το Διαβάζω, η Ποιητική, το Book’s Journal,  το Athens review of books… και ένα νέο που δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό ούτε θα το βρείτε εύκολα… λέγεται «Αι».
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Την Έμιλι Ντίκινσον. Κι εκτός λογοτεχνίας τον Ταρκόφσκι.
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Παρακολουθώ θέατρο και σινεμά από το γυμνάσιο για να μην πω από πιο νωρίς… Με έχουν γοητεύσει πάμπολλοι σκηνοθέτες. Είμαι αρκετά «παλιός» ξέρετε…
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
“The Denial of Death” του Ernest Becker.
Τιγράφετετώρα
Ένα νέο μυθιστόρημα. Πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα. Και αρκετά μεγάλο.
Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;
Πολύ θετικές. Αρκεί να το «πίνεις» και να μη σε «πίνει».
Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές;
Φυσικά. Και με τους δυο τρόπους κι εδώ και πολλά χρόνια.
Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο - διαδρομή - βιβλίο - λόγος μνήμης]
Στο τρένο Αθήνα – Βόλος διαβάζοντας Φόκνερ. Το «Καθώς ψυχορραγώ» Εμπειρία.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Αυτά τα μεφιστοφελικά γίνονται στην μυθοπλασία όχι στη ζωή. Η ζωή δεν έχει τέτοιου τύπου συναλλαγές. (Εξάλλου αιώνια νιότη; Ο Θεός να μας φυλάει! Τόση προσπάθεια κάναμε για να μεγαλώσουμε…)
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
“Πως αισθάνεσαι αυτό τον καιρό;” Μετά από μια δύσκολη περίοδο, έτοιμος για μια ακόμα «αναγέννηση» και γεμάτος λαχτάρα για την επομένη φάση. Η ζωή ωστόσο αποφασίζει. Πάντα.

Ασφάλεια

Ασφάλεια
The Illusion of Safety (“Hoosiers” title album)

1. Η ασφάλεια δεν υπάρχει στη φύση.


2. «Το “θέλω να είμαι ασφαλής και ευτυχισμένος” σημαίνει “κοροϊδεύω τον εαυτό μου”. Είναι μια από τις πιο κοινότοπες ζωτικές ψευδαισθήσεις του έλλογου δίποδου. Όσο πιο σύντομα απαλλαγείς από αυτές τις δοξασίες όσο πιο πολύ θα απολαύσεις πραγματικά τη ζωή σου. Τίποτα, μα τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αντέχουμε πολλά, πολύ πιο πολλά απ όσα νομίζουμε.
Εξ ου και η φράση «Θεέ μου μη μου δώσεις όσα μπορώ ν’ αντέξω».


3. Σιγά σιγά πρέπει να πετάς από πάνω σου τις ασφάλειες, πράγμα – που όπως τα έφερε η συγκυρία – είναι σχεδόν αυτονόητο στις μέρες μας. Ας πούμε, αυτή η δουλειά που κάνω, η συγγραφή, το να την κάνω όπως θέλω και να είμαι ασφαλής – ειδικά στη χώρα αυτή – είναι σχεδόν ανέφικτο.


4. Κάνεις όμως δε μου την επέβαλε. Είναι ωστόσο από τις λίγες –ίσως η μόνη – απόφαση της ζωής μου για την οποία αισθάνομαι σιγουριά. Ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα. Εξάλλου στην τέχνη, όπως και στη ζωή, σημασία έχει η διαδικασία, όχι το αποτέλεσμα.


5. Επέλεξα αυτό το ρίσκο, αυτή την ανασφάλεια, γιατί ίσως μπορεί και να ναι κι η μόνη μου ελπίδα. Κάθε κύκλος ζωής μου το επιβεβαιώνει. Σκάσε και ακολούθα. Αντιδρώντας διαρκώς στις αέναα μεταλλασσόμενες συνθήκες δημιουργείται και η εκάστοτε συγκυρία. Έτσι διατηρεί την όποια αυθεντικότητά της. Υπάρχουν τα δεδομένα και υπάρχουν και τα απρόβλεπτα. Το δαχτυλικό σου αποτύπωμα μπορεί να είναι ίδιο για πάντα, αλλά ποιος ξέρει τι ταραχή συμβαίνει υποδόρια;


6. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η «ευτυχία» μας είναι πέραν της ασφάλειάς μας. Ό,τι κι αν προβλέψουμε, στατιστικά έχει χαωδώς περισσότερες πιθανότητες να ανατραπεί. Τις περιόδους που αισθάνεται κανείς εφησυχασμένος, «ήρεμος» είναι εκείνες όπου «δεν συμβαίνει τίποτα», ή εκείνες όπου τα όποια «προγράμματα» του πάνε σύμφωνα με όσα ο ίδιος έχει σχεδιάσει. Και ξαφνικά… Μια αναπάντεχη διάγνωση, ένα αναπάντεχο συμβάν ανατρέπει τα πάντα. Ένα κύτταρο που τρελάθηκε, ένα στραβοπάτημα στο δρόμο, ένα καθυστερημένο φρενάρισμα, ένα χρωμόσωμα που απορρυθμίστηκε. Γιατί; Γιατί έτσι θέλει. Ποιος μπορεί να το ταχτοποιήσει ένα τέτοιο συμβάν; Το «γιατί σε μένα;» πόσες φόρες μπορεί να ειπωθεί; Ακόμα και η ιατρική, όπως όλες οι επιστήμες δεν εγγυώνται πάντοτε μια 100% «τελική λύση» . Άπλα βοηθούν. Βοηθούν πολύ, εξαιρετικά, μερικές φορές μάλιστα προκαλούν και «μικρά θαύματα». Αλλά είναι βέβαιο ότι θα προσφέρουν πάντα την τελική λύση; Κάθε οικογένεια σχεδόν θα αντιμετωπίσει κάποτε μια τέτοια περίπτωση.


7. Ξαναλέω. Η ασφάλεια δεν υπάρχει στη φύση. Είναι μια δεισιδαιμονία. Διότι μια ώρα πρωία έρχεται η φύση (η δική σου ή η ευρύτερη) και σου τα κάνει όλα σμπαράλια. Σου λέει: οι αξίες μου δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με τις δικές σου νομοτέλειες. Σου διαλύει μια περίοδο, μια ζωή, μια πόλη, μια περιοχή, με μια νόσο, μ’ ένα τσουνάμι, με μια πλημμύρα. Και μιλάμε σε μια περίοδο που ο άνθρωπος από τη μια έχει καθυποτάξει ένα γερό κομμάτι αυτού του άγριου ζώου: του περιβάλλοντος κι από την άλλη βουτάει βαθιά στο μεδούλι του άλλου: στον οργανισμό.


8. Η ζωή είναι είτε περιπέτεια ή τίποτα. Μια αφήγηση όπου «δεν συμβαίνει τίποτα», δεν ενδιαφέρει κανένα. Δεν είναι τυχαίο. Κανένας αναγνώστης δεν αρκείται στην περιγραφή μιας ζωής χωρίς συμβάντα, ανατροπές, συγκρούσεις. Ο έρωτας το επιβεβαιώνει επίσης. Οι πάντες ψάχνουν για μια ασφαλή σχέση, που είναι βέβαιο πως είτε δεν υπάρχει είτε καταλήγει σε μια «ασφαλή» ρουτίνα. Που συνήθως όταν δεν «σκάει», δεν «σκάει» λόγω αμοιβαίου φόβου. Ο φόβος του να μείνεις μόνος σου, ο φόβος του άλλου, ο φόβος του εαυτού σου… Όμως ποιος μας είπε ότι είμαστε ετεροκαθοριζόμενοι; Ότι οφείλουμε να οριζόμαστε «σε σχέση με»; Ποιος επίσης έχει τη υπομονή να περιμένει μέχρι να αναγνωρίσει εκείνο το μοναδικό που πραγματικά επιθυμεί; Ποιος του εγγυάται άλλωστε ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί; Κι έστω ότι συμβαίνει. Και μετά, τι; Εκείνα που θυμόμαστε στον έρωτα είναι τα ρίσκα, οι προβολές, οι φαντασιώσεις, οι περίοδοι εκείνες όπου δεν ήξερες τι σου ξημερώνει με τον άλλον. Η εκχώρηση του εγώ. Η ερωτική περιπέτεια. Η περιπέτεια της ζωής, η αβίαστη αμοιβαιότητα. Πετυχημένες σχέσεις διαρκείας είναι εκείνες που αυτήν την περιπέτεια την έχουν ανάγει σε «τρόπο ζωής». Πόσοι γνωρίζουν στ’ αληθινά αυτό το ντελικάτο άθλημα;


9. Περιπέτεια δε σημαίνει ν’ ανεβείς τα Ιμαλάια. Περιπέτεια μπορεί να ναι και η κάθε μέρα. Η καθημερινότητα βέβαια είναι ο μεγαλύτερος δολοφόνος. Όποιος τα βγάζει πετυχημένα πέρα μαζί της πρέπει θεωρεί την αναρρίχηση παιχνιδάκι. Οι «δοξαστικές στιγμές» της ζωής είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Ό, τι απομένει (το συντριπτικό ποσοστό) είναι πούρα καθημερινότητα. Το μεγάλο ίζημα. Α, υπάρχουν και τα μακροπρόθεσμα σχέδια. Ναι, αλλά μέχρι και ο μέγας οικονομολόγος Κέυνς το έχει πει: «μακροπρόθεσμα, όλοι θα μαστε νεκροί». Η ζωή όμως είναι πάντα μπροστά. Η στιγμή, η μέρα λοιπόν, και η ιερότητα της.

Saturday, September 15, 2012

IANOS.GR | blogs : Ευτυχία : ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ

IANOS.GR | blogs : Ευτυχία : ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ
Ευτυχία.

«Happiness is a warm gun» John Lennon

1. Dont worry, be happy! H προτροπή δέσποζε φαρδιά πλατειά στα μακό των τουριστών που επισκέπτονταν την Ελλάδα την δεκαετία του 80. Δεν υπήρχε βιβλίο, δεν υπήρχε περιοδικό, δεν υπήρχε ταινία που να μην βομβάρδιζε το κοινό από τρόπους κατάκτησης της ευδαιμονίας. Τριάντα χρόνια αργότερα, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο… - ξέρετε τώρα.

2. Ευτυχία. Μια παραδεισένια σύνθεση, όπου όλα, αισθηματικά επαγγελματικά, οικογενειακά, θα ισορροπούν σε μία μόνιμη αρμονία. «Να είστε ευτυχισμένοι»... Η προτροπή - καταναγκασμός. Λες και η ζωή είναι μια πορεία όπου σε κάθε στροφή μας περιμένει απαραίτητα μία δόση υπερπλήρωσης, ένα μικρό θαύμα, το οποίο κάποιος μας χρωστούσε. Μια γενναιόδωρη θεότητα που μας όφειλε μία ουράνια παρηγοριά. «Να είστε ευτυχισμένοι» Τι πρέπει να απαντήσουμε σε αυτή την τρομερή εντολή;

3. Η πιο κοινότυπη ερώτηση σε όλες τις χώρες του πλανήτη είναι «Τι κάνεις;». Θα την ακούσουμε από τα χείλη του πιο αγαπημένο μας πρόσωπου μέχρι του πιο ορκισμένου μας εχθρού. Για να απαντήσουμε όμως, αν θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς, θα έπρεπε να υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε εξονυχιστικό σκανάρισμα, να βυθιστούμε στα μύχια της ύπαρξης μας, αντί να πετάξουμε αμέσως το εξ ίσου κοινότυπο «Είμαι καλά». Και εντάξει, με το «καλά», γλυτώνει κανείς εύκολα... Τοποθετεί το επίπεδο της διάθεσης σε ένα «γκρίζο» μέσο όρο. «Τι κάνεις;» Πόσες φορές άραγε θυμόσαστε να έχετε απαντήσει «Είμαι ευτυχισμένος»;

4. Η Ινγκριντ Μπέργκμαν είχε πει κάποτε ότι ευτυχία είναι καλή υγεία και κακή μνήμη. Ο συνθέτης Όσκαρ Λέβαντ υποστήριζε πως ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις αλλά που το θυμάσαι. Από την αρχαιότητα ως σήμερα το αγαθό της μακαριότητας αποκτούσε ένα σωρό διαφορετικά νοήματα. Μόνο ο Αυγουστίνος είχε καταγράψει τουλάχιστον 289 σχετικές γνώμες!

5. Από τη φύση της η ευτυχία είναι ένα αίνιγμα, κάτι εντελώς υποκειμενικό. Άλλη η ευτυχία για μένα κι άλλη για τον διπλανό μου. Για κάποιον, ευτυχία σημαίνει να είναι αραχτός σε μία παραλία. Για κάποιον άλλον είναι να είναι βουτηγμένος στην τρέλα της πόλης και να προσπαθεί να πετύχει τους στόχους του. Άλλοι ανακαλύπτουν την πραγματική αξία της ζωής αφού πρώτα πιάσουν για τα καλά πάτο. Είναι εκείνοι που μόνο αφού περάσουν από τρομερές κακουχίες - από ένα ατύχημα, από μία αρρώστια - μπορούν να συνειδητοποιήσουν τι αγαθό τους έχει χαριστεί από τη στιγμή της γένεσης τους.

6. Το κυνήγι της ευτυχίας όμως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των Δυτικών κοινωνιών. Αμέτρητα εγχειρίδια ανατολικών εσωτερικών φιλοσοφιών κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία της Δύσης, στοχεύοντας ακριβώς εκεί. Κάτι ο μυστικισμός της Ανατολής κάτι το ζεν και τα πάσης φύσεως εναλλακτικά, όλο και περισσότεροι δυτικοί άρχισαν να αμφισβητούν κατά πόσο η καταναλωτική κοινωνία μπορεί να χαρίσει στην άνθρωπο την ευφορία. Όμως πρόκειται για την ιδια παγίδα. Από το σούπερ μάρκετ των αγαθών ως το σούπερ μάρκετ της πίστης. Οι ποικιλώνυμοι γιόγκι εκλαΐκευσαν τον εσωτερισμό - τον έκαναν μόδα ακόμα και στα σετ του Χόλυγουντ - έγιναν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι της ένδον γαλήνης. Ένα βιβλίο του Δαλάι Λάμα αρχίζει με τον εξής αφορισμό: «Πιστεύω ότι ο αληθινός σκοπός της ζωής μας είναι η αναζήτηση της ευτυχίας».

7. Να είστε ευτυχισμένοι. Ο Φρόιντ το είχε πει ξεκάθαρα «Είναι υποχρεωμένος κανείς να πει πως η προοπτική να πρέπει ο άνθρωπος να είναι ευτυχισμένος δεν συμπεριλαμβάνεται στα σχέδια της Δημιουργίας». Κι έτσι είναι. Όταν μια επιθυμία γίνεται στόχος, όταν μία πρόθεση γίνεται ανάγκη, κάπου κρύβεται μια ύποπτη μετάθεση.

8. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα αντιστρατευόταν την επιδίωξη της ευτυχίας. Ο Μάντισον την έβαλε μάλιστα ως στόχο στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα παραδεχτούμε πως κάθε φορά που «νιώθουμε ευτυχισμένοι» η αίσθηση αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας «εύνοιας», μιας «δωρεάς», όχι μιας υπολογισμένης συμπεριφοράς.

9. Το μυστικό μιας καλής ζωής βρίσκεται περισσότερο στην αδιαφορία για την ευτυχία. Και ας θυμόμαστε ότι το χειρότερο με την ευτυχία (εάν τελικα υπάρχει) δεν είναι μην την κερδίσουμε ποτέ, αλλά να περάσουμε από δίπλα της και να μην την αναγνωρίσουμε.

Friday, August 24, 2012

Paradiso Terrestre: διηγημα για τη lifo


Paradiso Terrestre. Από τον Αλέξη Σταμάτη
Σπέτσες ίσον θραύσματα, εικόνες, μυρωδιές. O Θανάσης ακόμα αναπολεί τη δροσιά από τις λεμονιές όπως ανέβαινε
τη μικρή πλατεία μπροστά στο σπίτι της Μπουμπουλίνας να πάει σινεμά για να δει το Γιούπι ντου με ένα κοριτσάκι από το
Αίγιο.
Ο Θανάσης και οι Σπέτσες. Οι Σπέτσες μπήκαν στη ζωή του Θανάση από την Πεπέτα, τη θεία του, που ήταν κάτι σαν μεγάλη του αδερφή, μια και τον περνούσε μόλις 5 χρόνια.
Μια καλλονή εκείνη την εποχή, είχε στο λιμάνι ένα μαγαζί με φουστάνια που τα επιζωγράφιζε η ίδια και λογίζονταν κάτι σαν τη σταρ του νησιού. Κούκλα, απίστευτο στυλ, περπατούσε κι έτριζε η ντάπια. Εκείνος στα 14, μπουχτισμένος από τα κυριλέ παιδάκια του ιδιωτικού σχολείου όπου φοιτούσε, τα οποία φορούσαν γραβάτα στα πάρτι κι άκουγαν Boney M. και ντίσκο, αναζητούσε μετά μανίας το αλλιώτικο στο «εξωσχολικό». Ήταν η εποχή που πήγαινε στο σχολείο σαν να κατέβαινε σε μάχη. Μακριά μαλλιά, τσάντα με στάμπα Τζιμ Μόρισον, ροκάς κι αριστερός, εντός της «φλωροεπικράτειας», φάνταζε (κι ένιωθε) σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα. Ακυβέρνητος. Η αλήθεια ήταν πως δεκαετίες αργότερα, στα επόμενα reunions, ο Θανάσης αναθεώρησε πλήρως. Τα παιδιά ήταν εντελώς διαφορετικά, η ζωή είχε περάσει, είχε γράψει ανεξίτηλα πάνω τους. Τα βρήκανε μια χαρά και πλέον με πολλούς είναι και φίλοι. Εξάλλου, ένα πράσινο Λακόστ στα δεκαπέντε είναι δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ, δεν καθορίζει κι έναν άνθρωπο διά βίου.
Τότε, όμως, το έργο παιζόταν αλλιώς, πιο «καταραμένα» για κάτι παράδοξες, εύθραυστες πλην μανιασμένες ψυχές σαν του Θανάση. Παιδί χωρισμένων γονέων, μεγαλωμένο με διπλά, τριπλά, πολλαπλά μηνύματα, πάνω στην εφηβεία είχε απολέσει και αυγά και πασχάλια και άλλα ψυχικά συμπαρομαρτούντα. Σπέτσες τότε σήμαινε παρέα με μεγαλύτερους, με πιο «αλήτες», με παιδιά της «αληθινής ζωής». Προχώ ροκιές κάθε βράδυ στο Καρνάγιο, πιο ποπ εξορμήσεις στο Twins, αλλά και κάποιες ατασθαλίες με πολυσχιδείς παρέες στην παραλία του Ξενία, βόλτες με μηχανάκια στους χωματόδρομους, τελετουργικές ολονυχτίες, μυητικές πλάκες.
Σπέτσες σήμαινε και ο πρώτος «αληθινός» έρωτας, με τη σωσία της Έλενας Ναθαναήλ, η οποία υπήρξε ο πρώτος «πλατωνικός» του έρωτας - εκεί, γύρω στα επτά, οκτώ. Πάντα θα κυνηγούσε τις εντυπώσεις μίσχου. Τη «μετενσαρκωμένη Έλενα» την έλεγαν Άννα και ήταν ένας εβένινος άγγελος με αγγλική καταγωγή. Σπέτσες, λοιπόν, σήμαινε το πρώτο φιλί με την Άννα στον Άγιο Νικόλα, ενώ κρυμμένος πίσω από τα βράχια ο «μακιαβελικός» Ηλίας (μετέπειτα αρχισυντάκτης του ένθετου μιας μεγάλης εφημερίδας) τους πετούσε πετρούλες, ενοχλώντας τους γλυκά.
Σπέτσες σήμαινε, επίσης, και η πρώτη επαφή του Θανάση με το υγρόν πυρ: το πρώτο μεθύσι με ρετσίνα στον Άγιο Μάμα, οπού γνώρισε την έννοια οχτάρι. Υπήρξε, όμως, ένα άλλο μεθύσι, πολύ πιο άγριο αυτήν τη φορά, που κορυφώθηκε στα μπουζούκια του Τζώρτζη, όπου ο μπερδεμένος νεαρός που κάπου έψαχνε την απούσα αληθινή ζωή χόρεψε το μοναδικό στη ζωή του σόλο ζεϊμπέκικο ενώπιον κοινού (ο θεός να το κάνει το κοινό κοινό και το ζεϊμπέκικο ζεϊμπέκικο). Ένα τραγελαφικό τελετουργικό, το οποίο παραλίγο ν’ αποβεί μοιραίο για τη ζωή του, αν δεν ξυπνούσε τυχαία ο γιατρός παππούς του τη νύχτα, για να τον ανακαλύψει λιπόθυμο στην τουαλέτα, δευτερόλεπτα πριν από την αναρρόφηση… Την επομένη η οικογένεια τον έστειλε άρον-άρον στην Αθήνα, για να ξαναγυρίσει σκαστός μετά από δυο-τρεις μέρες… Η βουλιμία κυριαρχούσε.
Σπέτσες σήμαινε η γοητεία του απρόβλεπτου, της έξαψης, το Paradiso Τerrestre της εφηβείας. Στις Σπέτσες τα πρώτα αμήχανα γυμνά μπάνια, στις Σπέτσες οι μάτσο ανταγωνισμοί με τον Σταύρο για το ποιος είναι ο πιο «μάγκας» της παρέας, στις Σπέτσες μπάλα στην Κοργιαλένειο -ντόπιοι εναντίον παραθεριστών-, στις Σπέτσες και τα «γλυκόθυμα μεζεδάκια», οι ρεμβασμοί στο αριστοκρατικό Ποσειδώνιο, ένα ξενοδοχείο βγαλμένο από σκηνικό του Λουκίνο Βισκόντι.…
Οι Σπέτσες στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα είχαν ένα κοσμοπολίτικο άρωμα, ένα φυσικό laissez aller που ακόμα και τις μέρες που φαγοποτιού του grande bοuffe που ακολούθησε, στην εποχή της χλιδοοευετυχίας, της αρπαχτής, της ξαπλώστρας και του ελληνάδικου, δεν το ’βρισκες πουθενά.
Βέβαια, σήμερα τα πράγματα είναι κι εκεί πολύ αλλιώτικα. Σήμερα, ντεμί αστός, ντεμί μεσήλιξ, ντεμί γενικώς, παντρεμένος με δύο παιδιά, όταν τα ανακαλεί όλα αυτά ο Θανάσης στο μυαλό του σκάνε σκόρπιες εικόνες, βλέπει κυβιστικά νεφελώματα, βλέπει Άντι Γουόρχολ αντανακλάσεις.
Για παράδειγμα, θυμάται ένα βράδυ όταν πέρασε από μπροστά του η περίφημη Γερμανίδα κόμισσα Βερούσκα φον Λέντορφ, ένα δίμετρο μοντέλο μ' ένα πρόσωπο κι ένα σώμα που σήμερα δεν κατασκευάζονται με καμιά εντολή φώτοσοπ. Θα τη θαύμαζε στη σινεφίλ εποχή που άμεσα ακολούθησε, στο Blow Up του Αντονιόνι, στη μνημειώδη σκηνή του πάρτι να απαντά στον Ντέιβιντ Χέμινγκς: «But I am at Paris».
Αλλά Σπέτσες, φυσικά, σήμαινε και η περίφημη ντάπια -η πιάτσα ακριβώς πάνω απ’ το λιμάνι- με τις απίθανες πάστες, όπου ο Θανάσης και η παρέα του περνούσαν όλο το μεσημέρι σχολιάζοντας απαξάπαντα τα θηλυκά που πηγαινοέρχονταν (πόσο αθώα του φαίνονταν τότε). Σπέτσες και το καταπληκτικό «μυστήριο», το γεμιστό μπιφτέκι με τυρί που έτρωγε επί καθημερινής βάσεως και που είκοσι τόσα χρόνια μετά, όταν ξαναεπισκέφτηκε οικογενειακώς τον νεανικό του παράδεισο για να τον συστήσει στον μεγάλο του γιο, το ξαναβρήκε στην ίδια ταράτσα, οικτρά παραλλαγμένο.
Στις Σπέτσες υπήρχαν σημεία-οδοδείκτες, όπως το νεκροταφείο, όπου Θανάσης and Company επινοούσαν μακάβριες Έντγκαρ Άλαν Πόε driven ιστορίες, με τα κορίτσια της παρέας να φρικάρουν μ’ εκείνον τον μισοσέξι τρόπο που τόσο τους εξίταρε, στις Σπέτσες οι σταρ των δικύκλων έκαναν σούζες στους στενούς δρόμους, στις Σπέτσες οι ξερές στα καφενεία με τον τσιπούρα, στις Σπέτσες οι πρώτες σχέσεις με τις τουρίστριες, στις Σπέτσες η πρώτη μυρωδιά της σάρκας, των οσμών της γυναικείας φυσιολογίας, εκεί και η πρώτη κατάδυση στο ροκ μ’ ένα μαγνητοφωνάκι της συμφοράς, στο οποίο ο Θανάσης έβαζε τους φίλους ν’ ακούν τα αριστουργήματα του πρώιμου Μπομπ Ντίλαν. Το μαγνητοφωνάκι ήταν τόσο απαρχαιωμένης τεχνολογίας που έκανε τον ούτως ή άλλως ταλαντούχο βραχνοκόκορα ν’ ακούγεται λες και τραγουδούσε μέσα από κοτέτσι, με αποτέλεσμα να εισπράττει απαξιωτικά σχόλια για τις επιλογές του απ’ όλη την παρέα, πλην του «Βrother in Dylan arms» Ηλία.
Σπέτσες ίσον θραύσματα, εικόνες, μυρωδιές. O Θανάσης ακόμα αναπολεί τη δροσιά από τις λεμονιές όπως ανέβαινε τη μικρή πλατεία μπροστά στο σπίτι της Μπουμπουλίνας να πάει σινεμά για να δει το Γιούπι ντου με ένα κοριτσάκι από το Αίγιο, το αιματώδες ηλιοβασίλεμα από τον Άγιο-Μάμα, τη διαδρομή ως τις Σχολές. Οι Σπέτσες ανακαλούν μια μετόπισθεν ρομαντική εποχή, που διέθετε ωστόσο και τη σκληράδα της, εκείνη τη χαρμολύπη του αναδίδει η μεταιχμιακή φάση ανάμεσα στον έφηβο και τον άντρα, όταν όλα συμπλέουν σε ένα ορμονικό κιαροσκούρο...
Ένα νησί γλυκό, βοτσαλωτό, όμορφο, ερωτικό, ό,τι έπρεπε για το καλωσόρισμα στην εν τέλει «αληθινή» ζωή που πρωτοέζησε στα στενά του σοκάκια.
Όπως εξηγεί συχνά στη γυναίκα του Μαρίνα, η οποία ως φιλόλογος γνωρίζει από ελληνική λογοτεχνία, «οι Σπέτσες ήταν η δική μου Ερόικα».

Friday, July 6, 2012


Αλεξης Σταμάτης
Τα μάτια της Μαριλένας
If we make it we can all sit back
and laugh.
But I fear tomorrow I'll be crying,
Yes I fear tomorrow I'll be crying.
King Crimson : “Epitaph” (1969)


            Το προπορευόμενο αυτοκίνητο, ένα Χόντα Σιβίκ φρενάρισε απότομα. Φρέναρα κι εγώ, αλλά δεν απέφυγα την σύγκρουση. Το μπαμ ακούστηκε εκκωφαντικό, τραντάχτηκα ολόκληρος. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχα πάθει κάτι, βγήκα έξω έξαλλος, έτοιμος για καβγά. Πλησιάζοντας είδα στη θέση του οδηγού μια γυναικεία πλάτη. Ξανθό μαλλί κομμωτηρίου, στην τρίχα. Πρόσεξα ένα χρυσό Εσταυρωμένο, πακτωμένο πάνω από το σιντί του αυτοκινήτου. «Μα δε βλέπεις κυρία μου που πας», άρχισα να λέω έντονα. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ήταν γύρω στα εξήντα, σχετικά εύσωμη, πολύ κομψή με το παλ ταγιέρ, τις μαύρες γόβες και το Ερμές φουλάρι της. Παρόλο τον εκνευρισμό μου δεν μπόρεσα να μην προσέξω τα μάτια της. Αμυγδαλωτά, με μεγάλες βλεφαρίδες και βαριά σκιά. Υπήρχε μια αριστοκρατική θλίψη στο βλέμμα, που δεν έμοιαζε να ταιριάζει με το συντηρητικό συνολάκι. «Λυπάμαι αγαπητέ μου, ο μπροστινός φταίει» είπε με ψύχραιμη φωνή, δείχνοντας τον έρημο δρόμο μπροστά. «Ποιος μπροστινός κυρία μου; Εδώ έχω ζημιά κανά επτακοσάρι ευρώ» κραύγασα σχεδόν, δείχνοντας το μπροστινό καπό. «Ηρεμήστε κύριέ μου, υπάρχουν λύσεις» απάντησε κοφτά. Ανταλλάξαμε τις ασφάλειες μας, ήμουν πολύ θυμωμένος για να κοιτάξω τις λεπτομέρειες στην κάρτα. Ήθελα να τη βρίσω, ωστόσο η γυναίκα ήταν τόσο ευγενική που δεν μπόρεσα να αποφορτιστώ, παρά μόνο κανά μισάωρο αργότερα, όταν έφτασα στο σπίτι μου. Όλη εκείνη την ώρα όμως σκεφτόμουν ότι κάπου την είχα ξαναδεί. Αυτά τα μάτια… Έβαλα ένα ουίσκι κι έριξα μια ματιά στα στοιχεία της. Μαριλένα Βασιλείου -Λάσκαρη, διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων. Ξαφνικά, έμεινα με το ποτήρι στο χέρι. Μαριλένα Βασιλείου. Η Μαριλένα. Απίστευτο…Σαν αστραπή, το μυαλό μου ταξίδεψε εικοσιέξι χρόνια πίσω.

            Την εποχή των θεών στο στέκι ενός προδότη Βρούτος. Βουλγαροκτόνου. Εξάρχεια. Παλιά, όταν ο εχθρός ήταν ακόμα ορατός. Μπάτσους τους λέγαμε τότε, δεξιά, όπως θέλετε πέστε το. Ήμουν με μια φοιτητοπαρέα, άντρες όλοι, γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι. Καθόμουν σε μια καρέκλα με ατρακτοειδή πλάτη απέναντι από ένα πόστερ της «Καρκαλούς», ταινίας του μακαρίτη πλέον εδώ και πολλά χρόνια, Σταυρού Τορνέ. Μια μελαχρινή γυναίκα με ινδιάνικα χαρακτηριστικά και κοίταζε το φακό μέσα από τα βάθη της ίριδας. Μιλούσαμε για σινεμά και λογοτεχνία, με την έπαρση όσων η αισθηματική αγωγή περνούσε σχεδόν αποκλειστικά από τις σελίδες και τα εικοσιτέσσερα καρέ το δευτερόλεπτο που υποτίθεται πως απεκάλυπταν την αλήθεια. Ήμασταν ερωτευμένοι με την τέχνη, τον προθάλαμο του έρωτα. Απέναντι μου καθόταν ένας μελαχρινός με κατσαρά μαλλιά αφάνα, γιος ενός από τους ιστορικούς ηγέτες της ανανεωτικής αριστεράς. Μετά τον Γκοντάρ και τον Αλτουσέρ, με μια αριστοτεχνική ντρίπλα, μετέφερε την κουβέντα στις γυναίκες. Ακούμπησα το σωληνωτό ποτήρι μου στην κόγχη του τραπεζιού – μ’ άρεσε να το βλέπω στο όριο - και πήρα την πάσα.
            Δεκαοκτώ χρόνων, πρωτοετής, δεν ήξερα που πήγαιναν τα τέσσερα. Τέσσερα, όσες οι σχέσεις μου με κοπέλες, με ρεκόρ μονιμότητας τους δυο μήνες. Αμήχανες συνευρέσεις, στο μισοσκόταδο, με την ραχοκοκαλιά να λάμπει και τα χείλη να ενώνονται σε ένα σφράγισμα που τότε ονομάζαμε φιλί. Όμως σχέσεις. Ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος. Οι ρυθμοί καταιγιστικοί. Μέθη της θέας, μέθη του αγγίγματος, μέθη της επαφής κι ύστερα, κεραυνοβόλα νηφαλιότης. Οι πόθοι υψηλοί. Φρόντιζαν τα βιβλία να συντηρούν τη δίψα για την απόλυτη ένωση. Μια πείνα που την βαφτίζαμε έρωτα, την διαβάζαμε ποίηση και την λαχταρούσαμε βιολογία. ‘Μα τι να πω μ’ αυτές τις κοπέλες;’, αναρωτιόμουν δραματικά, μεταθέτοντας την απειρία σε απογοήτευση. ‘Θέλω μια πραγματική γυναίκα. Να ’χουμε αληθινή επαφή’.
            Ήθελα τη «βλάβη», το θαύμα. Ήθελα να αναμετρηθώ με το φίδι του παραδείσου, να πιω απ’ το πλεόνασμα, να αποκαλύψω και να αποκαλυφθώ. Να αποδεχθώ το κάλεσμα της ομορφιάς, να καθίσω στα γόνατά της, να ζήσω ένοχα αθώος, αθώα ένοχος. Αχ, αυτός ο βερμπαλισμός της εποχής, ο βερμπαλισμός της νιότης… Στην ουσία, εκείνο που λαχταρούσε ο εαυτός μου πίσω από τα δανεικά λόγια για υπέρβαση προς τον άλλον, πίσω από την επίκληση για μια «διαφορετική κοπέλα» και μια «αληθινή επαφή», ήταν να κάνω πραγματικά έρωτα. Η λαχτάρα χτυπούσε μέσα μου σαν δεύτερη καρδιά. Ορμή ζωής, ένας κρυφός οίστρος που μπέρδευε τρυφερότητα, ερεθισμό, περιέργεια, ακόμα κι ενοχή.
            Το βράδυ έληξε με το λεξιλάγνο μου λογύδριο, το οποίο επαναλάμβανα σε κάθε παρέα, ακόμα και στη μάνα μου, με την οποία αισθανόμουν και φίλος εκτός από γιος. Η παρέα νύσταζε, είχε πάει μια το πρωί και μια κι ήμασταν στο Βρούτο απ’ τις οκτώ, το διαλύσαμε. Πήρα μόνος το δρόμο προς την Ιπποκράτους - έμενα σε μια γκαρσονιέρα στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας. Στο δρόμο σκεφτόμουν εκείνα τα κλάσματα των στιγμών όταν είχα νιώσει τη μαγική ένωση, αυτά τα δοξαστικά δευτερόλεπτα αθανασίας που είχαν κυλήσει μέσα μου σαν γάργαρο νερό. ‘Το ’χω δει;’ αναρωτήθηκα. ‘Αυτό είναι;’. Η απάντηση ήταν όχι. Είχα αγγίξει το σχήμα, είχα θωπεύσει το άγαλμα, αλλά δεν είχα ματώσει, δεν είχα χαθεί, δεν είχα καταλάβει. Πότε άραγε θα βαφτιζόμουν σ’ εκείνο το μυθικό νερό που είχα εκ των πρότερων φανταστεί, το είχα μυρίσει, μέχρι και περιγράψει (με τον υπερχειλίζοντα συναισθηματικό μου τρόπο) στα «ποιήματα μου» όπως ονόμαζα τις καλειδοσκοπικές, σχοινοτενείς φράσεις τις οποίες συνώστιζα συνήθως στα περιθώρια των βιβλίων της Μαθηματικής σχολής, ανάμεσα στη Διαφορική Γεωμετρία και τον Απειροστικό Λογισμό.
            Μπήκα στο μικρό μου διαμέρισμα, όπου με περίμενε ένα ακατάσχετο συνονθύλευμα από ντάνες βιβλία, πεταμένα πιάτα, μαχαιροπήρουνα, τενεκεδάκια μπύρας και χαρτιά. Κρεμασμένοι στους τοίχους, στα κορνιζαρισμένα πόστερ τους, οι ήρωες μου, ο Τζιμ Μορισον και ο Αρθούρος Ρεμπό, αντίκριζαν το κουλτουριάρικο αχούρι πίσω από το σαρκαστικό μειδίαμα της καταραμένης τους αίγλης. Έκανα ένα γρήγορο ντους και πριν πέσω στα τσαλακωμένα υφάσματα, έβαλα στο πικάπ το Epitaph των King Crimson. H ωδή στη σύγχυση θα ήταν ο αρμόζον επιτάφιος μιας ακόμα ερωτικά ατελέσφορης μέρας. Σε λίγη ώρα η μουσική με περνούσε στον ύπνο κι ο θεός Ορφέας με παρέδιδε στην αγκαλιά του σχεδόν ειρωνικά ομόηχου του Μορφέως.
            Ξαφνικά, την μυστική σιωπή κάποιου έντονου REM, διέκοψε ένας καμπανιστός ήχος. Το τηλέφωνο. Μες στο λήθαργό μου το σήκωσα αναρωτώμενος ποιος θα μπορούσε να είναι 2.39 το πρωί. Από την άλλη πλευρά του σύρματος, όπως λέγαμε τότε, ακούστηκε μια θηλυκή, ζεστή, μελωδική φωνή. Δεν ήταν η φωνή ενός κοριτσιού. Ήταν μιας γυναίκας.
            «Ο Μιχάλης;»
            «Ναι».
            «Γεια σου, με λένε Μαριλένα. Δεν με ξέρεις αλλά θα ’θελα να ακούσεις για λίγο αυτά που έχω να σου πω».
            Μες στη νύστα μου, πήγα να ψελλίσω κάτι, αλλά η φωνή ήταν καθηλωτική.
            «Ξέρω τι ψάχνεις. Μη με ρωτήσεις πως, αλλά ξέρω. Και θέλω πολύ να στο δώσω».
            Παραλίγο να μου πέσει το ακουστικό από το χέρι. Πριν προλάβω να πω παρά ένα αμήχανο: ‘Μα που βρήκες το τηλέφωνό μου;’ η γυναίκα άρχισε να μιλάει. Ο μονόλογος της κράτησε περίπου ένα τέταρτο με μικρέ μου παρεμβάσεις – κάτι: ‘Που το ξέρεις;’, ‘Μα πως με…’ κλπ. Ήταν σαν να μου είχαν χώσει μια βελόνα στο κεφάλι και να βυθομετρούσαν το εσωτερικό μου, με στάσεις στα κρίσιμα ύψη όπου υπήρχαν οι φοβερές ζώνες: γυναίκα, έρωτας, σεξ. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Μαγεία, μαγγανεία, ψυχική αλχημεία, τι ήταν αυτό; Ή μήπως ήταν απλά μια πλάκα; Ότι και να ’ταν, άκουγα μαγεμένος τη φωνή να με ταξιδέψει σε μονοπάτια που είχα φαντασιώσει, ονειρευτεί, λαχταρήσει. Έβλεπα μπροστά μου μια θάλασσα, τόσο διάφανη ώστε να μπορώ να διακρίνω τα κοχύλια και τα φύκια στον πυθμένα, ενώ η υδρόβια πλάση αντηχούσε ένα ήχο καθηλωτικό, μια μελωδία που με προέτρεπε: ‘Μπες, Μπες’…Κάποια στιγμή η γυναίκα μου είπε:
            «Θέλω να σε δώ».
            «Κι εγώ» απάντησα «Πότε να πούμε;»
            «Τώρα» είπε κοφτά.
            Έμεινα για μια στιγμή σιωπηλός. Ένιωθα παράξενα. Γοητευμένος, περίεργος αλλά και φοβισμένος. Άκουσα τον εαυτό μου να της δίνει τη διεύθυνση. Έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας ‘Σε μισή ωρα θα είμαι εκεί’.
            Σηκώθηκα αμέσως. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δω το ρολόι: 2.59. Ύστερα άνοιξα το ντουλαπάκι όπου υπήρχε μια μπουκάλα ουίσκι κι ήπια μονορούφι τρία γεμάτα ποτήρια. Μετά πήγα στο μπάνιο και κοίταξα στον καθρέφτη. Είδα ένα φοβισμένο παιδί. Υπήρχε όμως κι ένα κομμάτι του εαυτού μου αποσπασμένο, που αντίκριζε μαζί μου αυτό το είδωλο. Ένας διπλός κατοπτρισμός, μια διάθλαση που άρπαζε την νεανική εικόνα και τη κομμάτιαζε. Ένιωθα σαν κάθε ένα από αυτά τα κομμάτια να είχε τη δική του ζωή, εκατοντάδες μικροί Μιχάληδες που τραγουδούσαν μαζί ένα χορωδιακό κομμάτι πίστης σε κάτι που δεν ήταν θρησκεία, κάτι όμως μεγάλο στην σκοτεινή αθωότητά του, κάτι κοσμικό και άρρητο. Οι ιριδισμοί έσκαγαν σαν μπαλόνια, στραφταλιστοί και αφηνιασμένοι. Το αλκοόλ είχε ποτίσει τον οργανισμό μου κι όλα είχαν αρχίσει να μπερδεύονται σε μια παράξενη δίνη.
            Δεν ξέρω πόσο κάθισα σε αυτή τη θέση στο μπάνιο. Όσο και να ταν όμως εκείνο που διέκοψε αυτόν το ιλιγγιώδη αυτοκατακερματισμό, ήταν ένας ακόμα ήχος: κουδουνιού αυτή τη φορά.
            Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα καθηλωμένος. Ύστερα έκανα δυο ασυναίσθητες κινήσεις. Πρώτον έβγαλα τα γυαλιά μου – έχω πέντε βαθμούς μυωπία και τότε δεν φορούσα ακόμα φακούς επαφής - κι υστερα έκλεισα όλα τα φώτα του σπιτιού. Από το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού – υπνοδωμάτιο και σαλόνι ήταν ένας ενιαίος χώρος που χωρίζονταν με μια συρόμενη πόρτα - το λιγοστό φως της Ιπποκράτους περιέγραφε τα λιγοστά έπιπλα. Πήγα στο κουζινάκι και πάτησα το κουμπί του θυροτηλεφώνου. Περίμενα όρθιος μέσα στο μισοσκόταδο κι ήπια μονορούφι άλλες δυο δαχτυλιές ουίσκι μέχρι ν’ ακούσω το τρίτο κουδούνι: αυτό της εξώπορτας. Το έργο άρχιζε.
            Όταν άνοιξα βρέθηκα μπροστά σε μια αδύνατη γυναικεία σιλουέτα. Το φως του διαδρόμου ήταν κλειστό, ενώ το ουίσκι και η μυωπία είχαν οδηγήσει την όραση μου σε τεθλασμένα μονοπάτια, γεμάτα παράξενα σχήματα, μυστικές εικόνες, φαντασιώσεις. Έβλεπα όπως κάποιος σε θέατρο σκιών. Η γυναίκα έκανε ένα μικρό βήμα και είπε ‘Γεια σου’. Ανταπόδωσα και παραμέρισα για να περάσει.
            Όσα συνέβησαν τις επόμενες ώρες ήταν σαν έναν όνειρο. Είχαν τη δύναμη της ενύπνιας εικόνας και ταυτόχρονα το άπιαστο της ανάκλησης. Αν συνυπολογίσουμε τα χρόνια που έχουν περάσει και την τόσο ειδική ψυχολογική μου κατάσταση, είναι πραγματικό θαύμα που ακόμα θυμάμαι κάποιες λεπτομέρειες. Σκοτάδι μνήμης καλύπτει το διάστημα που κάναμε να βρεθούμε από τον διάδρομο στο κρεβάτι. Μαύρο, τις κουβέντες – που πρέπει να ’ταν ελάχιστες – που ανταλλάξαμε πριν βρεθούμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Πλήρες κενό για το ποιος έκανε την πρώτη κίνηση – αν και είμαι σίγουρος πως θα ήταν εκείνη – ποιος έγδυσε ποιον, αν υπήρξε αμηχανία δευτερολέπτων κι όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που λογικά κάνουν τα προκαταρκτικά μιας τόσο ειδικής συνεύρεσης να καρφώνονται στη μνήμη. Η ουσία είναι ότι άρχισε μια ερωτική νύχτα που όμοιά της δεν είχα φανταστεί στη ζωή μου. Κι αυτό που ανακαλώ είναι η πεμπτουσία της.
            Πτώση και ανάσταση, ίλιγγος και αμοιβαιότητα, αστραπή και ανταρσία. Είχα στα χέρια μου ένα σώμα γυμνό, λείο, φιδίσιο - ‘καλοκαιρινό’ μες στη χειμωνιάτικη νύχτα - που κουλουριάζονταν, τανύζονταν, οδηγούσε (ναι, κυρίως οδηγούσε) και κρυβόταν, παράγοντας μια μυστική μουσική, μια απεριόριστης ελευθερίας μελωδία των αισθήσεων. Ψηλαφούσα, χανόμουν, εγκιβωτιζόμουν κι απελευθερωνόμουν απαντώντας σε μια σωματική κλήση, ένα κάλεσμα των αισθήσεων, που ήταν πλήρωση και κένωση μαζί.
            Είπα οδηγούσε. Καλπάζοντας. Κι εγώ ακολουθούσα σε μονοπάτια ανεξερεύνητα, σε στάσεις και πορείες άγνωστες. Ως για πρώτη φορά, στην αυτοεγκατάλειψη. Ως για πρώτη φορά στη γνώση του σώματος. Του δικού μου και του Άλλου. Όλα φως στο μισοσκόταδο. Όπως οι σούστες του κρεβατιού, έτριξαν μέσα μου τα αινίγματα της ηλικίας. Σώμα, μέθεξη κι επιθυμία. Δίψα. Δίψα και ξεδίψασμα.
            Όμως ήταν κι η φωνή, τρέμουλο και μέταλλο, ζεστασιά και απαίτηση. Κι ας μη θυμάμαι πια ούτε μια λέξη που ανταλλάξαμε. Είχα χαθεί μέσα σε κάτι αδηφάγο είχα κατέβει σε ένα πεδίο με πολλαπλές διαστάσεις, σ’ ένα χωροχρόνο άλλης τάξεως. Κάποια στιγμή αυτό το μυστήριο με κατάπιε και με οδήγησε σ’ έναν ύπνο βαθύ, δίχως όνειρα, στην αγκαλιά της άγνωστής μου Δέσποινας.

            Όταν ξύπνησα είχε ξημερώσει. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό. Για ένα διάστημα ωστόσο δεν καταλάβαινα που ήμουν. Μου πήρε αρκετό χρόνο μέχρι να επαναπροσδιορίσω τις συντεταγμένες μου. Το κεφάλι μου βούιζε από το χτεσινό αλκοόλ, ωστόσο ένιωθα σαν κάποιος να πήρε την καρδιά μου, να μου την έβγαλε, να μου την έδειξε κι ύστερα την ξαναέβαλε στη θέση της, λέγοντας μου ‘εντάξει, όλα καλά’. Τα σκεπάσματα ήταν στο πάτωμα, τα ίχνη της κλινοπάλης διάστικτα στο δωμάτιο, όμως δίπλα μου δεν υπήρχε κανείς. Η Μαριλένα είχε φύγει.
            Μετά από τρεις σκέτους καφέδες και ένα γερό σκοτσέζικο ντους, βγήκα έξω και κατευθύνθηκα προς τη Σχολή που τότε στεγάζονταν στη Σόλωνος, στο κτίριο της Νομικής. Ένας φίλος, που με είχε δει τυχαία από το λεωφορείο, όταν τον συνάντησα δυο μέρες αργότερα, μου είπε ότι περπατούσα σαν φάντασμα, έμοιαζα εντελώς τόπου και χρόνου. Άντεξα μόλις δυο ώρες στο αμφιθέατρο. Ούτως ή άλλως το μεσημέρι είχα κανονίσει να φάω στο σπίτι της γιαγιάς μου μαζί με τη μάνα μου. ¨όμως τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Πήγα σ’ ένα ψιλικατζίδικο να την πάρω τηλέφωνο να το αναβάλουμε. Δεν μπορούσα καλά καλά να μιλήσω. Ακούγοντάς με έτσι περίεργο, η μάνα μου ανησύχησε και επέμενε να βρεθούμε. Τελικά ήρθε εκείνη σπίτι μου. Μετά από δυο ακόμα σκέτους νες, μια και δεν είχα κανένα λόγο να της το κρύψω, της αφηγήθηκα μέσες άκρες την ιστορία, τα γεγονότα μόνον. Ξαφνικά η μάνα μου άρχισε να γελάει. Γέλιο τρανταχτό, για ώρα.
            «Μαριλένα τη λένε; Μη μου πεις ότι είναι γύρω στα τριάντα, μελαχρινή, με έντονα χείλη και λίγο πλακουτσή μύτη;».
            Της απάντησα ότι δεν μπόρεσα να διακρίνω ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά, ούτε και θυμόμουν πολλά στην κατάσταση που ήμουν. «Γιατί γελάς όμως;»
            Μόλις συνήλθε, μου διηγήθηκε μια απίθανη ιστορία. Πριν δύο μέρες την είχε καλέσει σπίτι του ο Μανόλης, ένας φίλος της από τα εφηβικά χρόνια. Ο Μανόλης τότε ασχολιόταν με την ζωγραφική και αρχές της δεκαετίας του 60 πήγε στο Λονδίνο για σπουδές, απ’ όπου γύρισε κανονικός χίπης. Όταν λέμε χίπης, μιλάμε ορίτζιναλ, με μακρύ μαλλί, μούσι αλά Μαχαρίσι, χαϊμαλιά, ροκ, ινδουιστική φιλοσοφία και πάρτι με Τζεφ Μπεκ και Τζιν Σρίμπτον. Δεν υπήρχαν τότε πολλοί αυθεντικοί χίπηδες στην Ελλάδα, μόνο κάτι ιμιτασιόν που μαϊμούδιζαν με λίγο ροκ, επαναλήψεις του Γούντστοκ και κανένα τρίφυλλο.
            Ο Μανόλης λοιπόν έμενε σε μια εγκαταλειμμένη μονοκατοικία στο Χαλάνδρι όπου είχε στήσει  ένα κοινόβιο με δυο φίλες του κι ένα νεαρό ζευγάρι με ένα παιδί. Κάποια στιγμή λοιπόν, ενώ η παρέα είχε πιει τα ποτηράκια της, έπιασαν να μιλάνε για παιδιά κι η μάνα μου χαριτολογώντας άρχισε να λέει για τον νεαρό γιο της, ο οποίος ήταν ‘απογοητευμένος ‘ από τα κορίτσια της ηλικίας του κι έψαχνε να βρει τον ‘πραγματικό’ έρωτα. Μια σύνοψη του ρομαντικού λογυδρίου που μετέφερα παντού, σε κάθε ευκαιρία. Φεύγοντας, μια γυναίκα – εκείνη με το παιδί – της είπε: ‘Δε μου δίνεις το τηλέφωνο του γιου σου να του εξηγήσω μερικά πράγματα;’. Της το ’δωσε – για πλάκα, όμως μου ’πε - κι ύστερα το ξέχασε.
            «Φυσικά την έλεγαν Μαριλένα» είπα.
            «Ναι», απάντησε η μάνα μου, «και τώρα τι θα κανείς; Θα τα φτιάξεις με μια χίπισσα παντρεμένη με παιδί;»
            Αυτό ήταν ακριβώς εκείνο που έκανα. Η Μαριλένα με πήρε το ίδιο απόγευμα και ξαναβρεθήκαμε το βράδυ. Βλέποντάς την στο φως, θαμπώθηκα ακόμα περισσότερο. Ήταν σαν να είχε βγει μέσα ένα φιλμ της Νουβέλ βαγκ. Κατι σαν Άννα Καρίνα στο πιο μεσογειακό. Το βράδυ το περάσαμε στο κρεβάτι, συνεχίζοντας τα χτεσινά μαθήματα. Όπως και το επόμενο και το μεθεπόμενο. Τα αθηναϊκά μου βράδια σήμαιναν Μαριλένα για δυο ολόκληρους μήνες. Αν ο Μανόλης ήταν μια φορά ‘χίπης’ η Μαριλένα ήταν δέκα. Ολόκληρη η μυθολογία των σίξτις, όλη η ‘ροκ’, ‘νταρκ’, ‘ποιητική’ φαντασίωση, με είχε επισκεφθεί με σάρκα και οστά. Τι για πρώτη φορά έκανα τζόιντ, τι ακυκλοφόρητα του Ντίλαν που δεν είχα διανοηθεί ότι υπήρχαν άκουσα, τι εναλλακτικό σινεμά είδαμε, τι τρέλες κάναμε στους δρόμους με την Μαριλένα να βγάζει τη μπλούζα της δημόσια, τι σε σπίτια με βικτοριανή διακόσμηση και τοίχους ζωγραφισμένους από τον Τσαρούχη πήγαμε - ήταν δυο μήνες μυθιστορηματικοί γεμάτη ποίηση, τέχνη, αλλά κυρίως, έρωτα. Έναν έρωτα που ούτε είχα διανοηθεί πως υπήρχε. Έπινα από το ανείπωτο, έτρωγα από το άρρητο.
            Όσο για τον άντρα της - κανένα πρόβλημα. Η σχέση τους ήταν ανοιχτή, ελεύθερη, μια φορά μάλιστα τον είδαμε τυχαία στον δρόμο – ήταν ένας ωραίος τριανταπεντάρης με λουκ Ρότζερ Ντάρτλει – και μας έκανε ο ίδιος πλάκα.
            Κάποια στιγμή όμως, είτε φοβήθηκα, είτε ένιωσα ένα αδιέξοδο. Η μαγεία είχε ημερομηνία λήξεως. Κάτι μέσα μου μου λεγε πως η ουρανοκατέβατη επίσκεψη σκοπό είχε την μαθητεία, και πως όσα έζησα, όσο γνώρισα, έπρεπε να τα μεταλαμπαδεύσω στη δική μου ‘κανονική’ ζωή, τη ζωή ενός δεκαοκτάχρονου φοιτητή στην Αθήνα του 1978. Η σχέση σταμάτησε μαχαίρι. Στα επόμενά μας ραντεβού στον Βρούτο, εγώ πια ήμουν εκείνος που άκουγε με συγκατάβαση τα βερμπαλιστικά περί έρωτος παραληρήματα των φίλων. Πλέον ήξερα. Είχα δει.
            Με τη Μαριλένα δεν ξαναμιλήσαμε από τότε. Δυο χρόνια αργότερα την είδα σ’ ένα μπαρ στο Μετς όπου δούλευε. Όμορφη, σαν ξωτικό. Μου σέρβιρε το ουίσκι, αμίλητη.

            Έψαξα στα συρτάρια μου και βρήκα την μια και μοναδική φωτογραφία που είχαμε βγάλει μαζί. Γυμνοί στο κρεβάτι. Την σκάναρα και τη πέρασα στο Photoshop. Έκανα ζουμ στα μάτια. Ήταν τα ίδια που με κοίταζαν επί δύο μήνες, εικοσιέξι χρόνια πριν, μείον τις πρόσθετες βλεφαρίδες και την έντονη σκιά. Σήκωσα το τηλέφωνο και πληκτρολόγησα τον αριθμό της. ‘Η Μαριλένα;’ ‘Ναι’ ‘Γεια σου, είμαι ο Μιχάλης’. ‘Ποιος Μιχάλης;’. Για μια στιγμή πήγα να πω ‘1978. Χειμώνας, θυμάσαι;’, αλλά τελικά μου βγήκε ‘Μιχάλης Γρηγοριάδης, που τρακάραμε πριν από’. ‘Έχει κανονιστεί’ με διέκοψε. ‘Θα σας τηλεφωνήσουν από την ασφάλεια το απόγευμα’ είπε η κυρία Βασιλείου και κάπου εκεί το κλείσαμε. Κοίταξα γύρω στο σαλόνι. Στον τοίχο, το πορτρέτο του προπάππου μου με κοίταζε βλοσυρά. Πήγα στον υπολογιστή και κατέβασα το Epitaph από το Kazaa.

Thursday, June 14, 2012

Αλέξης Σταμάτης, «Words, words, worlds»

«Από το ουδέν οδεύεις στο μηδέν»
Η in progress πολιτικό-οικονομική αφήγηση  που εκτυλίσσεται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και ειδικά στη χώρα μας δολιχοδρομεί με εντυπωσιακή ευελιξία κάθε φορά και από διαφορετικά μονοπάτια.
Σε αυτό το τελευταίο επεισόδιο, η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση της μικρής Ελλάδας αναμένεται να συγκεντρώσει πολύ ενδιαφέρον. Οι πρωταγωνιστές έχουν φωταγωγηθεί πέραν και των πλέον φωτογενών ορίων τους και καλούνται (ακουσία άλλα και εκούσια) να μεγεθύνουν την πράξη τους σε μια  τελετουργία υψηλότερης καύσης και ρίσκου.
Όπως και σε κάθε προηγούμενο επεισόδιο  η τελετουργία είναι γεμάτη σασπένς και ασφυκτικά διλλήματα ώστε να αναπτυχθούν τα νέα plot points. Τίποτα στην αφήγηση αυτή δεν λειτουργεί δίχως ασφυκτικά όρια.
Εδώ δεν μιλάμε για μια αφήγηση αποχρώσεων αλλά για μια αφήγηση- βρόχο, μια αφήγηση ατέρμονος κοχλία. Μια μετά-αφήγηση όπου σε κάθε στροφή επαπειλείται είτε η απόλυτη καταστροφή είτε η απόλυτη ανασφάλεια. Στο τέλος φυσικά, το αίμα θα ρεύσει, (συμβολικά ή όχι), αλλά με τον τρόπο του Σαίξπηρ, όχι με εκείνο του Τσέχοφ.
Ως πρωταγωνιστές αυτού του δράματος, είμαστε πάντοτε τα θύματα. Ακόμα κι αν σε αυτή την στροφή επιλέξουμε να υποδυθούμε το ρόλο του «θύτη», η ακατάσχετη αφηγηματική γεννήτρια είναι τόσο πιο πολυπλόκαμη από την όποια συγκεκριμένη ερμηνεία-συμβολή μας, ώστε θα επιφέρει ταχύτατα τις σχετικές «διορθώσεις» στην χαμαλαιοντική της ισορροπία συνεχίζοντας την άγρια κλυδωνιζόμενη τελετουργία ως εκεί όπου μοιραία κάποτε θα καταλήξει.
 Στη ζάλη της ιστορίας, όπου κάθε «ρόλος» θα παραπαίει ψάχνοντας για νέο ένδυμα να καλύψει το κάθε νέο τραύμα. Για να συνειδητοποιήσουμε για άλλη μια φορά ότι το «συλλογικό φαντασιακό κώμα», όπου για αιώνες αποκοιμάται η Πράξη, είτε θα χτυπηθεί βαθιά και ριζικά από μέσα είτε θα εξακολουθεί να μαρκάρει την ανθρωπινή φύση στο διηνεκές: από τα σπήλαια και τις ιστορικές σφαγές ως τα αλγοριθμικά χρηματοπιστωτικά πάθη και την αποποίηση των ευθυνών. Αλλιώς, its just words, words, worlds.
Βέβαια, έτσι κι αλλιώς, από το ουδέν οδεύεις στο μηδέν. Στη διαδρομή θα δεις τον ήλιο.
Αλέξης Σταμάτης
INFO
O Αλέξης Σταμάτης, πεζογράφος και ποιητής απάντησε στην ερώτηση του Book Bar
«Μέσα σε ένα κλίμα που έχει κανείς την αίσθηση ότι στις εκλογές της 17ης Ιουνίου δεν ψηφίζει μόνο η Ελλάδα αλλά και …ολόκληρη η Ευρώπη, (με τα συνεχή δημοσιεύματα των ξένων ΜΜΕ, τις αλλεπάλληλες δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων κλπ) δημιουργείται  το ερώτημα:
Είμαστε οι θύτες ή τα θύματα της Ευρώπης;» 
info@bookbar.gr

Wednesday, June 6, 2012

Μπαρ Φλωμπέρ ( culturenow.gr)

Αλέξης Σταμάτης:

 «Αναζητώντας τον «Άλλον» ουσιαστικά αναζητούμε τον εαυτό μας».




    Το βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη «Μπαρ Φλωμπέρ», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έγινε μπεστ σέλερ, επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
    Πρόκειται για ένα βιβλίο που μεταφράστηκε σε Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Σερβία, στοιχείο ενδεικτικό και της απήχησης που είχε το έργο.
    Με αφορμή την εκ νέου κυκλοφορία του έργου, ο συγγραφέας μίλησε για το «Μπαρ Φλωμπέρ» στο www.culturenow.gr .

    Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας

    Ποια ήταν η κεντρική ιδέα πίσω από αυτό το βιβλίο;
    Ο κεντρικός ήρωας του «Μπαρ Φλωμπέρ» ο Γιάννης Λουκάς, είναι ένας εν δυνάμει συγγραφέας που βρίσκεται σε μια οριακή στιγμή της ζωής του. Πλησιάζει τα σαράντα, είναι εγκλωβισμένος σε μια δουλειά που δεν τον εκφράζει, σε μια εξαετή σχέση που φυτοζωεί, ενώ το μεγάλο του όνειρο, να γράψει ένα μυθιστόρημα, βρίσκεται διαρκώς υπό αναβολή. Ανακαλύπτοντας στα υπόγεια του συγγραφέα πατέρα του ένα χαμένο χειρόγραφο, που έχει τον τίτλο Μπαρ Φλωμπέρ, αποφασίζει να ενδώσει στην έλξη της ακατάσχετης συγγένειας που του προκαλεί η ανάγνωση. Είναι η ευκαιρία για έναν - έστω και όψιμο - απογαλακτισμό από τον πατέρα, μια αφορμή για αληθινή δράση και εσωτερική έρευνα.
    Από τη στιγμή που ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει το παραπεταμένο χειρόγραφο, η αφήγηση επανεξετάζει αναδρομικά, με διαφορετική προοπτική, την αρχή. Ο Γιάννης Λουκάς προβάλλει μια μικρή σωματική μειονεξία του - το ένα χέρι του είναι πιο κοντό από το άλλο - για να κρύψει μια μεγαλύτερη, ψυχική: το σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στον πετυχημένο και αυτάρεσκο πατέρα του. Η ανταπόκρισή του στο ανέκδοτο χειρόγραφο είναι η πρώτη συνειδητή διαφοροποίησή του από την πατρική σκιά. Και η απόφασή του να εξιχνιάσει το μυστήριο του άγνωστου συγγραφέα, είναι ταυτόχρονα και η απόφαση να ψάξει για τις ρίζες μιας συγγένειας διαφορετικής από τη βιολογική. Αυτή ακριβώς η συγγένεια με το άγνωστο (κείμενο, συγγραφέα..) είναι το κεντρικό κινούν του βιβλίου.

    Ο τίτλος τι ακριβώς σημαίνει;
    O τίτλος είναι και το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση ολόκληρου του κειμένου, όποτε θα αφήσω το ερώτημα αναπάντητο. Ο αναγνώστης θα το συναντήσει στην πορεία και θα το εισπράξει με τον τρόπο που ο ίδιος θα επιλέξει.

    Τι είναι πιο συναρπαστικό; Το οδοιπορικό του επίδοξου συγγραφέα στην Ευρώπη ή η προσωπικότητα του άγνωστου πεζογράφου;
    Μια αφήγηση δεν κατακερματίζεται σε επί μέρους σημασίες. Εάν λειτουργεί, τότε το όλον εχει συνεργαστεί σωστά.

    Το έργο είναι «Μια επεισοδιακή περιπλάνηση γεμάτη έντονες συγκρούσεις». Εσωτερικές ή με άλλα άτομα;
    Αν ήμουν αναγκασμένος να κάνω μία ειδωλογική κατάταξη του βιβλίου, θα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Είναι μια προσωπική αναζήτηση; Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με καλλιτεχνικό μανδύα; Ένα ταξίδι στην ευρωπαϊκή ανθρωπογεωγραφία; Μια υπαρξιακή μαθητεία με επάλληλα κρυπτικά επίπεδα; Θέλω να πιστεύω ότι είναι όλα αυτά μαζί. Ένα λογοτεχνικό παλίμψηστο με την κάθε στρώση του ν’ αποκαλύπτει και μια νέα που φέρνει τον ήρωα πιο κοντά στη λύση, το βιβλίο εγγύτερα στον αρχέγονο τόπο της καταγωγής του.

    Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε το συγκεκριμένο βιβλίο;
    Στην αρχή υπήρχε ένα αδιαμόρφωτο υλικό, ένας πολτός που στριφογύριζε επί ένα μεγάλο διάστημα στο μυαλό μου... Κάποια στιγμή άρχισε να διαμορφώνεται η κεντρική ιδέα, να αναδύονται τα πρόσωπα, το σκηνικό, η ατμόσφαιρα. Ένας σκοτεινός σαγηνευτικός άντρας, ένας νεότερος άντρας σε περίοδο κρίσης, ένας πίνακας του Πουσέν, οι τέσσερις Ευαγγελιστές, τo ευρωπαϊκό τοπίο του τέλους του 20ου αιώνα, οι μπιτ, ο Γκαουντί, η αρχιτεκτονική, ο Φασμπίντερ, τα έντυπα της εποχής, το πατρικό πρότυπο, η σαγήνη του αρσενικού, η σαγήνη του θηλυκού, ο φόβος του να αγαπηθείς... Αλλά και η αποξένωση, η αίσθηση του να είσαι ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα πράγματα, η εξέλιξη της δομής του μυθιστορήματος, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, η αλληλοδιείσδυση μυθοπλασίας και πραγματικότητας...
    Το ετερόκλητο αυτό υλικό άρχισε σταδιακά να μου επιβάλλεται• Στην αρχή του παραδόθηκα εντελώς και του επέτρεψα να με οδηγήσει. Ακολουθούσα τη ροή του, το άφηνα να με ταξιδεύει... κι έγραφα, έγραφα ακατάπαυστα. Ξαφνικά, στην πορεία το σκηνικό άρχισαν να το διατρέχουν υπόγειοι κώδικες, μια μυστική στρώση, σχεδόν θεολογικής καταγωγής. Γράμματα, αριθμοί, σύμβολα, συμπτώσεις που αυτές δεν αποδείχθηκαν καθόλου αθώες... Το κρυπτικό στοιχείο αναδυόταν και με καλούσε να το κωδικοποιήσω. Κάποια στιγμή λοιπόν, χωρίς να καταλάβω πώς, άρχισα να επεμβαίνω, να διευθετώ τη ροή, να επιμελούμαι την πορεία του... Κι εκεί είδα με χαρά το υλικό μου να συνεργάζεται.

    Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιο σημείο του βιβλίου, ως το πιο απαιτητικό για τον αναγνώστη; Για εσάς, ως συγγραφέα;
    Αυτή η ερώτηση είναι δύσκολο να απαντηθεί από τον ίδιο τον δημιουργό. Αφόρα την προσληπτικότητα ενός έκαστου αναγνώστη ο οποίος φυσικά είναι μοναδικός. Επίσης κι ο ίδιος ο δημιουργός πιστεύω δεν είναι ο αρμόδιος να αξιολογήσει την πιθανή «δυσκολία» κάποιων κομματιών. Ανήκουν όλα σε ένα σύνολο, σε μια αδιάσπαστη σύλληψη.

    Σε αυτή του την αναζήτηση, ο Γιάννης Λουκάς ψάχνει όντως τα βήματα ενός άλλου ανθρώπου ή μήπως, του εαυτού του;
    Αναζητώντας τον «Άλλον» ουσιαστικά αναζητούμε τον εαυτό μας. Μια και ο άλλος είναι ο καθρέφτης μας, τα κομμάτια του που ανακαλύπτουμε έχουν άμεσες αντανακλάσεις σε μας, στην αληθινή μας φύση την οποία τόσο συχνά και τόσο έντεχνα μεταθέτουμε σε αλλα πρόσωπα.

    Ποια μπορεί να είναι η απάντηση σε μια τέτοια αναζήτηση;
    Δεν υπάρχουν νομίζω απαντήσεις στη λογοτεχνία. Και σε εκείνην όπου υπάρχουν προσωπικά δεν με αφορά. Στην αυθεντική λογοτεχνία μονό ερωτήματα τίθενται.

    Τελικά τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Το ταξίδι ή ο προορισμός;
    Σημασία πάντα εχει η διαδικασία, όχι το αποτέλεσμα. Εξάλλου η διαδικασία είναι εκείνη που έχει νόημα, διάρκεια και περιεχόμενο, ενώ το αποτέλεσμα, εμφανίζεται κάποια στιγμή, αστράφτει μπροστά στα ματιά μας και χάνεται. Μέχρι να αρχίσει η επόμενη διαδικασία, το επόμενο ταξίδι.

    Saturday, April 21, 2012

    "Μελίσσια" του Αλέξη Σταμάτη, στο Εθνικό Θέατρο, 9 Μαίου

    Την Τετάρτη 9 Μαίου στις 6μμ, στην ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ του ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ στα πλαίσια των «Αναγνώσεων». θα παρουσιαστεί το θεατρικό εργο του Αλέξη Σταμάτη "ΜΕΛΙΣΣΙΑ". Παιζουν: Μπέττυ Αρβανίτη, Νίκος Αρβανίτης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Στάθης Μαντζώρος. Δανάη Παπουτσή, Νϊκος Χατζόπουλος. Σκηνοθεσία: Ελένη Μποζά.

    Οι "Αναγνωσεις" ένας από τους πιο επιτυχημένους θεσμούς των τελευταίων χρόνων, συνεχίζει να δίνουν έμφαση στην ελληνική δραματουργί, Την επιμέλεια έχει η θεατρολόγος Σίσσυ Παπαθανασίου.

    Ώρα έναρξης: 18.00, Τιμή εισιτηρίου: 5 € Πληροφορίες/εισιτήρια στα ταμεία του Εθνικού Θεάτρου, 210 5288170-1, 210 5288173

    Saturday, March 10, 2012

    EIΡΗΝΗ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ: ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΣΤΑΜΑΤΗ ΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

    Ε. Μ.: Τι ρόλο πιστεύεις ότι παίζει ο τόπος, που επιλέγεις την κάθε φόρα για το μυθιστόρημά σου, στην εξέλιξη της αφήγησης;

    Α. Σ.:. Εγώ, καταρχήν, πρέπει να πούμε ότι είμαι αρχιτέκτονας. Έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική, άρα η ματιά μου - πέρα απ’ αυτά που είπα στη διάλεξη που έχουν να κάνουν με τη δομή του βιβλίου- έχει να κάνει πολύ και με τον χώρο. Δηλαδή έχω ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους συγγραφείς, ότι μπορώ και είμαι σε θέση να περιγράψω ένα χώρο από τα συστατικά του -μέσω της αρχιτεκτονικής ορολογίας- μέχρι και την ατμόσφαιρα. Επίσης, έχω ταξιδέψει πολύ και μπορώ να συγκρίνω μερικά κτίρια, τόπους και πόλεις μεταξύ τους. Λοιπόν, ο χώρος κάθε φορά είναι το σκηνικό, θα έλεγε κανείς σε πρώτη ανάγνωση. Αυτό, όμως, που είναι ενδιαφέρον σε πολλά βιβλία, είναι όταν ένας δεν αφήνει απλά τον τόπο να παιζει απλά το ρόλο του φόντο για την ιστορία του, αλλά τον εντάσσει στην πλοκή. Κάποτε ήμουν υπεύθυνος σε κάποιο εκδοτικό οίκο για ξένη λογοτεχνία σε μία σειρά που λεγόταν o Άτλας της Λογοτεχνίας. Το βασικό κριτήριο επιλογής των βιβλίων ήταν ο τόπος-πόλη-χώρος να μην είναι απλά το σκηνικό, να είναι σχεδόν σαν ένας χαρακτήρας, να παίζει δηλαδή σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Παράδειγμα, φερ’ ειπείν, ένα βιβλίο που είχαμε εκδώσει ήταν το England England του Julian Barns. Ένα “μεταμοντέρνο” βιβλίο, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας ήταν η Αγγλία. Λοιπόν, στα δικά μου βιβλία προσπάθησα ο χώρος (τόπος-πόλη-δωμάτιο-κτίριο) να είναι ζωντανός. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχουν πολλές παγίδες. Πάλι παράδειγμα, στο βιβλίο μου Μπαρ Φλωμπέρ, το οποίο εκτυλίσσεται σε τρεις βασικές Ευρωπαϊκές πόλεις, ο ήρωας περιπλανιέται στις πόλεις αυτές και μάλιστα πηγαίνει σε πολύ σημαντικούς τόπους κλειδιά της κάθε μιας (δηλαδή αν ήταν στην Αθήνα, θα πήγαινε στην Ακρόπολη ή στον Εθνικό κήπο). Στην Βαρκελώνη, φερ’ ειπείν, πάει στα κτίρια και στο πάρκο του Gaudi. Εδώ ο κίνδυνος θα ήταν, όλο αυτό να εξέπιπτε σε ταξιδιωτική λογοτεχνία. Οι τόποι όμως στο συγκεκριμένο βιβλίο παίζουν ενεργό ρόλο στην πλοκή. Στήνονται σκηνές εκεί. Ο τόπος δεν περιγράφεται μόνο από τα συστατικά του, αλλά μέσα απ’ την ατμόσφαιρα που βγάζει και πολλές φορές μέσα από μια λεπτομέρεια. Στο πάρκο Guell του Gaudi, θυμάμαι ότι περιέγραφα κάποια διακοσμητικά που έχει βάλει στα παγκάκια(ψηφιδωτά)… ή στο κτίριο της Pedrera έλεγα μόνο μια φράση ουσιαστικά για την όψη, το ότι είναι ποιητική ( για το κυματοειδές που εγώ το βλέπω και ποιητικό) και είχα και μια σκηνή στην ταράτσα. Επίσης ένα άλλο παράδειγμα που μπορώ να σου πω είναι για ένα άλλο βιβλίο μου το Σαν τον Κλέφτη Μες στην Νύχτα, το οποίο έχει και μεταφυσικό χαρακτήρα. Εκτυλίσσεται σε μία φανταστική χώρα και σε μία φανταστική πόλη. Η χώρα λέγεται Σπιρίτια και η πόλη Έλεφσμαρκ. Θέλοντας να στήσω μία πόλη-χώρα στο Βορρά, υπερβόρεια ας πούμε, γιατί έτσι ήθελα για την πλοκή, πήρα ως παράδειγμα την Νορβηγία και το Όσλο. Σ΄αυτό το βιβλίο περιγράφονται μέχρι και γωνίες δρόμων του Όσλο, έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα, οι οποίες όμως με την κατάλληλη επεξεργασία παίρνουν ένα μεταφυσικό χαρακτήρα. Δηλαδή βασιζόμενος στην πραγματικότητα, το Όσλο, την μετονομάζω στην μεταφυσική Έλεφσμαρκ, απ’ όπου μπορεί να βγει και ένα ξωτικό. Σαν να περπατάει ένα φάντασμα στην γωνία Δημοκρίτου και Βουκουρεστίου. Ο λογοτέχνης έχει μία τρομακτική ελευθερία στο πώς να παίζει με το πραγματικό και το φανταστικό. Κάποιος Νορβηγός που θα διάβαζε αυτό το βιβλίο θα αναγνώριζε την πόλη του και την χώρα του. Μπορεί και να μην του άρεσε γι’ αυτό το λόγο.

    Ε. Μ.: Αυτό το κάνουν και στον κινηματογράφο.

    Α. Σ.: Φυσικά. Στον κινηματογράφο τις ταινίες εποχής, που παλιά τις γυρνούσαν στο Λονδίνο -τις βικτοριανές ταινίες- πλέον, λόγω οικονομικών συνθηκών, τις γυρίζουν στην Πράγα. Αυτό συμβαίνει γιατί η Πράγα προσφέρει όλο το γοτθικό-βικτοριανό στοιχείο. Οπότε, γίνεται ένα παιχνίδι με τη φαντασία και την πραγματικότητα. Έχουμε σαν σημείο αναφοράς το πραγματικό, την πόλη, τα κτίρια κτλ. και μπορούμε να κυκλοφορούμε. Αλλά το βασικό σ’ αυτή την ερώτηση είναι ότι κατά την γνώμη μου ο λογοτέχνης δεν θα πρέπει να γίνεται ταξιδιωτικός ανταποκριτής και να αναλώνεται σε τουριστικές περιγραφές. Επίσης υπάρχει μία βασική αρχή στην καλή λογοτεχνία, αυτό που λέμε στα αγγλικά show not tell. Δηλαδή δεν λέμε, δείχνουμε. Που σημαίνει πως μέσα απ’ τον χαρακτήρα θα δούμε το κτίριο. Ο χαρακτήρας θα ζήσει το κτίριο ή την πόλη. Είναι ο χρήστης. Υπάρχει και η κακή λογοτεχνία που θα κάνει στην αρχή μια εισαγωγή, είναι σαν να τα βάζεις παραθετικά, κομμάτια κομμάτια. Άσε που και η καλή ταξιδιωτική λογοτεχνία προσομοιάζει την λογοτεχνική. Δηλαδή και η κακή ταξιδιωτική λογοτεχνία το ίδιο κάνει, σου περιγράφει. Η περιγραφή πια δεν είναι απαραίτητη για κάποιον που πρόκειται να πάει ένα ταξίδι. Θα πάει να το δει. Το θέμα είναι αν θα του περάσεις την ατμόσφαιρα. Όλα είναι θέμα ατμόσφαιρας. Αυτό είναι και το σωστό γιατί και ο χρήστης ενός κτιρίου πόλης τί εισπράττει… την ατμόσφαιρα.

    Ε. Μ.: Όταν ξεκίνησα την εργασία μου, δεν είχα καμία επαφή με την σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία. Είχα στο μυαλό μου τον Καραγάτση, ο οποίος παρόλο που έχει στα βιβλία του εκτεταμένες περιγραφές τοπίων, ποτέ δεν με κούρασαν. Πάντα μου δινόταν η αίσθηση ότι οι χαρακτήρες του συνδιαλέγονταν με το τοπίο γύρω τους.

    Α. Σ.: Ακριβώς αυτό ήταν. Και να σου πω ένα σύγχρονο παράδειγμα- ένα βιβλίο το οποίο, κατά τη γνώμη μου, ήταν απ’ τα καλύτερα, ίσως το καλύτερο, της προπέρσινης χρονιάς- είναι το βιβλίο του Ελευθερίου, Ο καιρός των χρυσανθέμων. Αναφέρεται στη Σύρο των αρχών του 20ου αιώνα, και μέσα από την πλοκή μεταφέρεται ο αναγνώστης στη Σύρο του τότε.. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι πολύ της μόδας τα ιστορικά μυθιστορήματα, τα οποία αναπλάθουν διάφορες εποχές και αυτό το κάνουν και με τα κτίρια. Βέβαια, κατά τη γνώμη μου, τα περισσότερα είναι αποτυχημένα, ενώ ο Ελευθερίου είναι εξαίρεση φαεινή. Και εφόσον, εγώ πιστεύω, αυτά που είπα στη διάλεξη ότι η κατασκευή του μυθιστορήματος προσομοιάζει με αυτή του κτιρίου, εδώ πλέον μιλάμε για ένα παλίμψηστο. Δηλαδή το ένα χωνεμένο μέσα στο άλλο. Έτσι όπως μοιάζει η κατασκευή του βιβλίου στην κατασκευή του κτιρίου, έτσι και το κτίριο στο βιβλίο είναι η μικρή ρώσικη κούκλα μέσα στη μεγάλη.

    Ε. Μ.: Έχω παρατηρήσει ότι οι σύγχρονοι συγγραφείς αποφεύγουν ή δεν χρησιμοποιούν καθόλου περιγραφές για τους χώρους στους οποίους κινούνται οι ήρωές τους. Αυτό μου δίνει την αίσθηση ότι ο χώρος παίζει τον ρόλο του backround της ιστορίας και τον κυριότερο τον έχει ο ανθρώπινος παράγοντας. Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι το κάνουν αυτό;

    Α. Σ.: Δεν υπάρχει συνταγή σ’ αυτό. Μπορείς να περιγράψεις μέχρι και τη γωνία ενός περβαζιού και αυτό να είναι πολύ σημαντικό γιατί όλα αυτά πλέον εξαρτώνται και απ’ τη ματιά του αφηγητή – το τι πρόσωπο θα χρησιμοποιήσει. Υπάρχει μία κατηγοριοποίηση της αφηγηματικής φωνής. Για παράδειγμα, το τρίτο πρόσωπο, όπου ο συγγραφέας είναι αυτό που λέμε ο παντεπόπτης αφηγητής, ο θεός, ο οποίος μπορεί να λέει τις απόψεις τις δικές του και όχι του ήρωά του. Υπάρχει και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από το pont of vue του ήρωα, ο οποίος όταν μπει σε ένα δωμάτιο, δε θα το σκανάρει αρχιτεκτονικά, θα πει τι νιώθει. Τώρα που είμαι σ’ αυτό το μπαρ, ας πούμε, εισπράττω μια αίσθηση γενικώς.

    Ε. Μ.: Αυτό μου φαίνεται και πιο ρεαλιστικό.

    Α. Σ.: Ο χώρος είναι δοχείο ζωής, όπως λέγαμε παλιά στην αρχιτεκτονική. Ως δοχείο ζωής, φέρει ενέργεια. Η ενέργεια υπάρχει σε βαθμίδες κατακερματισμού. Εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό, να μπορούσα να έχω ταυτόχρονα από τη βίδα μέχρι την συνολική αίσθηση. Όλη τη γκάμα. Ο μακρόκοσμος και ο μικρόκοσμος. Αν δεις φωτογραφίες του σύμπαντος -10^23 από εδώ- μοιάζουν πολύ με τις φωτογραφίες στο εσωτερικό ενός πυρήνα 10^-20. Μακρόκοσμος και μικρόκοσμος είναι σε συνεχή συνδιαλλαγή. Από τον κόκκο της άμμου του μπετόν μέχρι την ατμόσφαιρα του κτιρίου όλου και της πόλης. Είναι διαδοχικά στρώματα, οπότε δεν υπάρχει συνταγή εκεί. Η λογοτεχνία είναι ο τρόπος, το πώς.

    Ε. Μ.: Τώρα μου έρχεται στο μυαλό ένα κείμενο του Ζ. Κοτιώνη, στο οποίο μιλούσε για την ενέργεια που δίνει στο κτίριο ακόμα και ο άνθρωπος που το κτίζει.

    Α. Σ.: Αυτό το βρίσκω έως και ρομαντικό. Δηλαδή, ποια είναι η ενέργεια που έχει βάλει ο Μπάμπης Βωβός στα κτίριά του;

    Ε. Μ.: Νομίζω ότι αυτό φαίνεται.

    Α. Σ.: Ναι, βέβαια. Μπορείς να δεις μπαίνοντας σε ένα κτίριο του Βωβού -εγώ μπορώ να φανταστώ σαν συγγραφέας- το meeting που θα έκανε εκεί με τους διάφορους τύπους, τους κουστουμαρισμένους, με τα τιμολόγια που θα έκλεισαν, και όλα αυτά με μία έννοια υπάρχουν στην επιδερμίδα του κτιρίου. Βγαίνει και το κοστούμι του εργολάβου, αν το σκεφτείς.

    Ε. Μ.: Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ορισμένοι χώροι κρύβουν αφηγήσεις, δηλαδή έχουν δυνατότητες αφηγηματικότητας. Εσύ στο ξεκίνημα για τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, έχεις παρατηρήσει ποτέ, αν αυτό που σε ενέπνευσε ουσιαστικά ήταν κάποιο τοπίο;

    Α. Σ.: Πάλι με παράδειγμα θα σου απαντήσω. Το τελευταίο βιβλίο μου, Μητέρα Στάχτη, άρχισε από μία λέξη, τη λέξη αυτοανάφλεξη, η οποία ορίζει ένα μη παραφυσικό φαινόμενο όπου οι άνθρωποι αναφλέγονται χωρίς αιτία. Ταυτόχρονα η λέξη με οδήγησε στο μετωνυμικό της ισοδύναμο που είναι η ψυχική ανάφλεξη ενός ανθρώπου. Άρα –σου λέω τις συνεπαγωγές- η τρίτη συνεπαγωγή με οδήγησε στο ότι το κεντρικό θέμα μου ήταν η φωτιά. Στην τέταρτη συνεπαγωγή ρωτάω τον εαυτό μου που θες να στήσεις το βιβλίο σου και αποφασίζω για κάποιους λόγους στην Ελλάδα και η άμεση επιλογή ήταν στη Σαντορίνη. Λόγω του ηφαιστείου κτλ. Πηγαίνοντας ταξίδι στη Σαντορίνη για να κάνω, αυτό που λένε στον κινηματογράφο, ντεκουπάζ βίωσα όλη αυτή την ατμόσφαιρα με την ενέργεια που έβγαζε το ηφαίστειο, την Καλντέρα, τις ηφαιστειογενής πέτρες, τις παραλίες με τα ηφαιστειογενή πετρώματα και απ’ αυτήν την ατμόσφαιρα ξεπήδησε μια οικογένεια. Η οικογένεια αναδύθηκε μέσα από το τοπίο και τις στάχτες. Και μάλιστα στη Σαντορίνη υπάρχει ένα στοιχείο ακόμα πιο ενδιαφέρον. Είναι αυτή η πόλη που έπεσε το στέγαστρο –τώρα πρόσφατα- η οποία είναι ένας οικισμός από το 1600 π. Χ. που και πάλι παίζει ρόλο στην πλοκή. Οπότε εκεί τοπίο, πλοκή και ιστορία συνεργάστηκαν και το ένα επέλεξε και οδήγησε στο άλλο. Οπότε η αφήγηση της νήσου οδήγησε και την αφήγηση της ιστορίας. Η νήσος, αυτή η συγκεκριμένη, φέρει ιστορίες και ιστορίες. Πίσω από κάθε πέτρα κρύβονται ένα σωρό πράγματα. Στο βιβλίο που γράφω τώρα έχω βάλει μια πολύ μικρή σκηνή που ο ήρωας βλέπει ένα δοκάρι σπασμένο με βρύα και λειχήνες και μέσα από αυτό σκέφτεται ότι κάποτε αυτό ήταν ένα φέρον στοιχείο ενός σπιτιού, το οποίο σπίτι το κατοικούσαν άνθρωποι με μια ιστορία κ.ο.κ Και όλα αυτά από μία εικόνα. Σκέφτεται και αναπολεί. Ο λογοτέχνης είναι αυτό -εγώ κατ’ εξοχήν είμαι έτσι- από ένα σπασμένο ποτήρι μπορεί να στήσει μια ολόκληρη ιστορία, από ένα δωμάτιο κατεστραμμένο μια άλλη. Είναι λίγο αρχαιολόγος. Αρχαιολογία είναι αυτό.

    Ε. Μ.: Εγώ πιστεύω ότι και ο αρχιτέκτονας μπορεί να εμπνευστεί από κάτι τέτοιο. Από τις ιστορίες που κρύβονται πίσω απ’ το κάθε πράγμα, για να δημιουργήσει κάτι καινούριο ή να εξελίξει κάτι ήδη υπάρχον. Για παράδειγμα, μου έχουν πει ότι στην Ικαρία κοντά σε μια παραλία υπάρχουν κάτι μεγάλα βράχια, στα οποία έχουν φτιάξει (ίσως κάτοικοι) κάτι σαν στέγαστρα –πρόχειρες κατασκευές- εκμεταλλευόμενοι την φυσική τους κλίση και την προστασία που μπορούν να προσφέρουν αυτά απ’ τις καιρικές συνθήκες. Αυτό αποτελεί ένα αρχιτεκτόνημα το οποίο κρύβει μια ιστορία.

    Α. Σ.: Τώρα μιλάς για την ανώνυμη αρχιτεκτονική, η οποία προκύπτει μέσα από την ανάγκη. Εκεί κι αν δημιουργείται ιστορία. Γιατί ότι βγαίνει μέσα απ’ την ανάγκη και την απλή ανάγκη του ανθρώπου, εξελίσσει την ανάγκη και δημιουργεί την αφήγηση του χώρου. Αλλά αυτό συμβαίνει και στην πόλη νομίζω. Ακόμη και με τις αλλαγές στις χρήσεις. Ένας ζωντανός οργανισμός είναι. Μικρόκοσμος. Δοχείο.

    Ε. Μ.: Απλά πιστεύω ότι στην πόλη αυτό είναι πιο δυσδιάκριτο.

    Α. Σ.: Στην πόλη είναι πιο κάθετες οι τομές. Δηλαδή αυτό που παίρνει η σταδιακή αφήγηση από ένα χωριό, στην πόλη θα είναι βίντεο κλιπ. Μπορεί να κατεδαφίσουμε ένα κτίριο και να κάνουμε ένα άλλο στη θέση του, πιο σύγχρονο. Αυτό είναι μια βίαιη επέμβαση στην ιστορία, ενώ αυτό που λες είναι μία σταδιακή ομαλή εξέλιξη. Όλα είναι ιστορία, δρόμος, αφήγηση.

    Ε. Μ.: Υπάρχουν μέρη στην σύγχρονη Ελλάδα που σε εμπνέουν, κι αν ναι, ποια είναι αυτά και για ποιο λόγο σε εμπνέουν;

    Α. Σ.: Πάρα πολλά. Με εμπνέουν από τις πόλεις μέχρι τα χωριά. Έχω εμπνευστεί από τη Σαντορίνη μέχρι το Πήλιο, όπου έχω ένα εξοχικό και το έχω ζήσει. Την Αρκαδία που έγραψα το τέλος του Μπαρ Φλωμπέρ. Μπορώ να σου πω ότι τώρα, επειδή θέλω να γράψω κάτι τελείως για το τώρα, για το σήμερα και για την Αθήνα, είμαι ακριβώς σε ένα τέτοιο ψάξιμο. Ζούμε αυτή τη μεταιχμιακή φάση, όπου η Αθήνα τώρα είναι σε μία εξέλιξη και πάει να γίνει μια πολιπολιτισμική μητρόπολη με το δικό της τρόπο. Για ‘μένα η Αθήνα είναι μια φοβερά ενδιαφέρουσα πόλη. Έχει τρομαχτικό ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει άλλη τέτοια! Ίσως το Βερολίνο, ας πούμε. Είναι ένα παλίμψηστο. Φέρει σε στρώσεις, διαδοχικά την ιστορία της περιοχής. Το θέμα, όμως, είναι πώς όλο αυτό το συνδέεις με την κοινωνική πραγματικότητα. Ζώντας σε ένα μεταίχμιο που είμαστε τώρα και με έλλειψη ενός μύθου –δεν υπάρχει μύθος, αυτό ισχύει και για την αρχιτεκτονική, παλιά είχαμε μύθους και μπορούσαμε να δομήσουμε σε σχέση με τους μύθους, τώρα δεν υπάρχει ελληνικός μύθος-, καλείσαι να το περιγράψεις. Αυτό είναι τρομαχτικά δύσκολο. Γιατί δεν έχεις συγκεκριμένο εχθρό. Όπως παλιά σε πολιτικό επίπεδο υπήρχαν οι εχθροί και έλεγες ο κακός ιμπεριαλισμός, ο κακός Παπαδόπουλος ή ο κακός Χίτλερ. Τώρα ο «εχθρός» είναι παντού - εξαερωμένος. Τον φέρουμε εντός μας και δεν μπορούμε να τον βάλουμε μπροστά και να τον περιγράψουμε. Είναι πολύ πιο δύσκολο αυτό. Και στην κοινωνική διάσταση του μυθιστορήματος αλλά και στο χωροταξικό του πλαίσιο. Γιατί τι θα διαλέξεις; Μπορείς να μου πεις για τους μετανάστες, πάλι το πας εκεί. Το θέμα είναι να μπορέσεις να μιλήσεις, να το βάλεις σε ένα συνολικό πράγμα και να μπορέσεις να βάλεις και την Αθήνα σαν χαρακτήρα μέσα στο μυθιστόρημα. Δεν είναι καθόλου εύκολο.

    Ε. Μ.: Έχω διάφορες παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτά που μου είπες και σε σχέση με τις συζητήσεις που είχα και με τον Θανάση Χειμωνά και με τον Γιάννη Ξανθούλη. Καταρχήν είσαι ο πρώτος που μου αναφέρει ότι και τα χωριά στην επαρχία σε ενδιαφέρουν.

    Α. Σ.: Ο Ξανθούλης είναι από επαρχία και έχει ασχοληθεί στα έργα του με τον κόσμο της. Ίσως επειδή εγώ είμαι παιδί της πόλης να με ιντριγκάρει ακόμα περισσότερο. Ο Ξανθούλης που το έχει ζήσει πολύ περισσότερο στο πετσί του ίσως δεν τον ενδιαφέρει πια. Και θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί του ότι η Αθήνα, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κι εγώ ταξιδεύω, αλλά δεν έχω ζήσει για πολύ σε χωριό, μόνο στο Πήλιο.

    Ε. Μ.: Στα ταξίδια σου τον εαυτό σου τον θεωρείς έναν απλό τουρίστα;

    Α. Σ.: Καθόλου. Περισσότερο ταξιδιώτη που προσπαθεί να δεχτεί ερεθίσματα από το περιβάλλον που επισκέπτεται. Δηλαδή για να καταλάβεις, στο τελευταίο βιβλίο που σου έλεγα πριν, το οποίο εκτυλίσσεται εξ’ ολοκλήρου στην Αμερική, έχει σκηνές από ένα μικρό χωριό –την πατρίδα του Mark Twain- που λέγεται Hannibal, ένα χωριό δέκα χιλιάδων κατοίκων, μέχρι τη Νέα Υόρκη. Αυτό το χωριό παίζει καίριο ρόλο και έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση με τη Νέα Υόρκη. Όπου, φυσικά, εκεί είχα την αίσθηση ότι όλα έχουν σταματήσει στο 19ο αιώνα. Τα σπίτια είναι σαν σκηνικό ταινίας εποχής. Και μετά ξαφνικά γίνεται η εκτίναξη στη Νέα Υόρκη. Εμείς εδώ ίσως δεν έχουμε τόσες διακυμάνσεις μεταξύ των μεγαλουπόλεων και των χωριών, αλλά και πάλι, τηρουμένων των αναλογιών και εδώ ισχύουν τα ίδια.

    Ε. Μ.: Όταν θες να παρουσιάσεις μια κατάσταση σε μία πόλη, ίσως τελικά πρέπει να τη δεις στο σύνολό της, σε σχέση με το τι συμβαίνει στην επαρχία ολόκληρης της χώρας, όπου ανήκει. Ίσως το ενδιαφέρον βρίσκεται σ’ αυτό το κοντράστ μεταξύ πόλης και επαρχίας σε μια χώρα.

    Α. Σ.: Ειδικά με τη μη αυθεντική επαρχία, έτσι όπως είναι σήμερα. Γιατί είναι διαβρωμένη απ’ την τεχνολογία, από εικόνες, από τηλεόραση, από πληροφορία γενικότερα. Όμως, τα πράγματα εξελίσσονται με τις αντιφάσεις τους. Όταν ο Βόλος, για παράδειγμα, εμπεριέχει τη μίμηση της Αθήνας και τον παλιό Βόλο σε γωνίες, όπως και η Αθήνα φέρει τη μίμηση της μεγαλούπολης αλλά και την παλιά Αθήνα σε κάποιες γωνίες –αυτό το φοβερό, που γυρνάς απ’ τη μία γωνία και βλέπεις το γυάλινο κτίριο κι απ’ την άλλη την παράγκα-, αυτό τείνει να εκλείπει στο εξωτερικό. Εμείς το ‘χουμε και είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον αφηγηματικά γιατί μπορείς να έχεις και το flashback και το τώρα την ίδια στιγμή. Έτσι βέβαια δημιουργείται ένα πολεοδομικό αλαλούμ. Aλλά το πολεοδομικό αυτό αλαλούμ είναι τίμιο, γιατί αυτό είναι! Δεν μπορούμε να μακιγιάρουμε τα κτίρια και να τα κάνουμε cinecitta για να θυμίζουν, ή να μην θυμίζουν. Κάποια στιγμή όλο αυτό θα βρει την ενότητά του. Λένε - και συμφωνώ απόλυτα- ότι ένα έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ. Aπλά κάνεις μία κάθετη τομή και το δίνεις στον επόμενο. Έτσι και η πόλη δεν τελειώνει ποτέ. Είναι διαρκώς work in progress, έργο εν εξελίξει. Υπάρχει φοβερή αλληλεπίδραση μεταξύ του αφηγημένου χώρου και του χώρου του αφηγούμενου. Για ‘μένα όλα συνδέονται. Τίποτα δεν είναι στατικό και κάθε ενέργεια έρχεται και κολλάει στην άλλη και προχωράνε.

    Ε. Μ.: Η άλλη παρατήρηση που ήθελα να σου πω είναι ότι στα περισσότερα βιβλία που διαβάζω, βρίσκω πολύ συχνά τα flashback. Αυτό σε σύγχρονα μυθιστορήματα. Κι ενώ περιμένω να διαβάσω σε ένα βιβλίο ένα μυθιστόρημα που να αναφέρεται στο τώρα, για να γνωρίσω τον τόπο μου, να τον δω από μια άλλη οπτική γωνία..

    Α. Σ.: Αυτό περιμένεις;

    Ε. Μ.: Γενικά όταν διαβάζω ένα βιβλίο δεν περιμένω τίποτα. Ίσως λόγω της εργασίας μου περίμενα κάτι τέτοιο..

    Α. Σ.: Ωραία. Και σου πετάει ένα flashback..

    Ε. Μ.: Ναι, και με πάει σε περιγραφές της Αθήνας ή της επαρχίας από τριάντα μέχρι δέκα χρόνια πίσω. Γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση που θέλεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα για το τώρα. Αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να περιγράψεις μία κατάσταση που βρίσκεται σε εξέλιξη, που δεν είναι πεπερασμένη;

    Α. Σ.: Πάρα πολύ. Πολύ πιο δύσκολο απ’ το πριν. Τώρα θα μιλήσω τελείως λογοτεχνικά γιατί, τουλάχιστον για εμένα, η λογοτεχνία είναι ένας άλλος τρόπος να δεις. Να σου πω πως έγινα πεζογράφος γιατί νομίζω ότι κολλάει απόλυτα μ’ αυτό. Ήμουνα στο Λονδίνο και καθόμουν σε μία pub και έπινα μια μπύρα και ξαφνικά κοιτάζω το τυχαίο κάδρο απέναντί μου, το οποίο περιείχε δέντρα, αυτοκίνητα, ένα ζευγάρι με ένα σκυλί… τίποτα … ό,τι περιέχει αυτό (και μου δείχνει το δρόμο έξω απ’ το παράθυρο)… και λέω μέσα μου, τελικά όλα είναι εδώ. Τα πάντα! Και άρχισα να τεστάρω το κάδρο σε σχέση με οτιδήποτε μου ερχόταν στο μυαλό αυτόματα. Αυτόματη γραφή. Υπάρχει θάνατος; Υπάρχει ζωή; Υπάρχει μίσος; Όλα ήταν στο τυχαίο κάδρο το οποίο θα μπορούσε να είναι και λίγο πιο ‘κει. Άρα ο συγγραφέας για ‘μένα -τουλάχιστον εγώ έτσι δουλεύω- είναι πραγματικά ένας αρχαιολόγος και ένας ανασκαφέας μιας πραγματικότητας και επιμελητής ενός χάους. Και επιμελητής της τυχαίας εικόνας. Απ’ αυτό εξορύσσει τα κρυμμένα υλικά και θαύματα. Γι’ αυτό μοιάζει τόσο πολύ με την αρχιτεκτονική. Υπάρχει μία επεξεργασία τεχνική. Γιατί άμα αρχίσεις να γράφεις αυτό που αισθάνθηκα εγώ εκείνη τη στιγμή, είναι ένας μονόλογος εσωτερικός ο οποίος παλιά μπορεί να είχε ενδιαφέρον, τώρα είναι τελείως passe. Αυτή τη μαγιά την παίρνεις και τη ζυμώνεις, την πλάθεις. Είναι ένας άλλος τρόπος να βλέπεις. Αυτό που ο άλλος προσπερνάει ως δεδομένο.. είναι σαν τον έρωτα για να σου δώσω να καταλάβεις, που βλέπεις τον άλλο σαν δεδομένο. Ε, δεν είναι δεδομένος. Ξαφνικά μπορεί να δεις κάτι άλλο τελείως διαφορετικό, πίσω απ’ αυτό που έχεις συνηθίσει. Κι αυτό, νομίζω, είναι το ταλέντο, που το αναγνωρίζει κανείς όταν είναι μικρός. Εγώ μικρός νόμιζα ότι είχα πρόβλημα μ’ αυτό το στοιχείο και το είχα από παιδάκι τελικά.

    Ε. Μ.: Τι θεωρείς εσύ σύγχρονο ελληνικό δημόσιο χώρο;

    Α. Σ.: Αν δεχτούμε ότι δημόσιος χώρος, σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό, είναι ο χώρος εκτός του διαμερίσματός σου, είναι τα πάντα. Να σου πω τι είναι κατά τη γνώμη μου; Είναι αυτό που λέμε στα αγγλικά the commons, τα κοινά. Ο δημόσιος χώρος για ‘μένα είναι από τον ουρανό μέχρι το internet. Αυτό που αναπνέουμε, όταν επικοινωνούμε, αυτό που πίνουμε, αυτό που βλέπουμε ..ό,τι έχει να κάνει με τις αισθήσεις μας. Αυτό θεωρώ δημόσιο χώρο. Το οποίο πρέπει να προστατεύουμε, όπως πρέπει να προστατεύουμε το internet απ’ τους κακόβουλους εισβολείς, έτσι πρέπει να προστατεύουμε οικολογικά τη γη. Ιδιωτικός χώρος είναι εκεί που κλείνει η πόρτα. Και γι’ αυτό φυλάσσεται τόσο πολύ. Εκεί μπορεί κάποιος να σκέφτεται μία άλλη διπλωματική για το ποια είναι η ανάγκη του τόσο περίκλειστου. Είναι η συνέχεια της σπηλιάς. Αλλά ο Αθηναϊκός δημόσιος χώρος είναι ένα πολύ αντιφατικό πράγμα, το οποίο περιέχει θαύματα και τρομερές συγκρούσεις.

    Ε. Μ.: Ο περισσότερος κόσμος, πιστεύω, αν τους έκανα την ερώτηση αυτή για τον δημόσιο χώρο, θα τον τοποθετούσαν αυτόματα στον αστικό χώρο, στην πόλη, στην Αθήνα. Εγώ θεωρώ ότι δημόσιος χώρος υπάρχει παντού.

    Α. Σ.: Εγώ δημόσιο χώρο θεωρώ και τον ανθρώπινο. Το να έχεις μια συζήτηση σε ένα καφενείο είναι δημόσιος χώρος, κατά μία έννοια. Μια δημόσια αφήγηση. Επειδή έχουμε ανάγκη κατακερματισμού και ορισμών έχει περάσει στο λόγο μια καθαρά αυστηρή ταξινόμηση της κάθε έννοιας. Ενώ έχει πολύ ενδιαφέρον αν το δεις σε ένα δεύτερο επίπεδο στο σύνολό της. Δηλαδή όταν είσαι σε ένα ταξίδι, δεν είναι δημόσιος χώρος; Ό,τι κοινά ανθρώπινο μοιράζεσαι είναι δημόσιος χώρος. Μέχρι που μπορεί να το καταργήσουμε κι αυτό για το σπίτι που λέμε, γιατί όταν κάνεις ένα πάρτι τι είναι; Δηλαδή η σχέση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου είναι ένας τεχνητός ορισμός.

    Ε. Μ.: Ποιες είναι οι διαφορές και ποια τα κοινά μιας αφήγησης που εκτυλίσσεται στην πόλη και ποια στο χωριό (κλίμακα χώρου);Και τα χαρακτηριστικά του χώρου αυτού, δηλαδή αν πρόκειται για βουνό, νησί κτλ., με ποιο τρόπο θα επηρεάσουν τους ήρωές σου;

    Α. Σ.: Το τυπικό είναι ότι σε μια πόλη, με όλες αυτές τις δυνατότητες που προσφέρει, έχεις τη δυνατότητα μιας πολύ πιο ανοιχτής αφήγησης. Ενώ στο χωριό, μοιραία λόγω κοινωνικών συνθηκών, θα στην κάνει πιο κλειστή. Από ‘κει και πέρα, βέβαια, κατά τη γνώμη μου μπορεί να είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα μία αφήγηση που εκτυλίσσεται στην τραπεζαρία ενός σπιτιού σε ένα χωριό από ένα αφήγημα όπου ο ήρωας πηγαινοέρχεται σε όλες τις χώρες του κόσμου. Δηλαδή πάλι είναι στο πώς, τίποτα δεν περιορίζει τη λογοτεχνία. Υπάρχει αυτό το περίφημο διήγημα του Κάφκα με την κατσαρίδα, που όλο είναι μέσα σε ένα δωμάτιο και λέει τα πάντα! Εμένα επειδή μου αρέσουν πάρα πολύ οι περιορισμοί στη λογοτεχνία και στην τέχνη γενικότερα, θα μου ήταν πολύ ερεθιστικό να εγκλωβίσω έναν ήρωα σε έναν πεπερασμένο χώρο, κοινωνικά και χωροταξικά, να τον απομονώσω, να έχει «τοίχους» γύρω του και να δημιουργήσω μια πλοκή εκεί μέσα. Έτσι είσαι αναγκασμένος να βρεις λύσεις πολύ πιο δύσκολες.

    Ε. Μ.: Ποιος ελληνικός δημόσιος χώρος σου κινεί το ενδιαφέρον; Πιστεύεις ότι έχει δυνατότητες αφήγησης;

    Α. Σ.: Όλοι, δεν μπορώ να το περιορίσω κάπου. Εκείνος ο οποίος στην εκάστοτε ιδέα μου θα με ιντριγκάρει, θα κολλάει. Πάντως σε όλα τα βιβλία μου έχω βάλει δημόσιους χώρους.

    Ε. Μ.: Ήθελα να σε ρωτήσω και κάτι άλλο. Κάπου είδα και σε περιέγραφαν ως συγγραφέα-flaneur του αστικού τοπίου και των προσωπικών διαδρομών.

    Α. Σ.: Αυτό είναι απ’ το την εποχή του Μπαρ Φλωμπέρ.

    Ε. Μ.: Εσύ θεωρείς τον εαυτό σου ένα συγγραφέα-flaneur και πώς θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος συγγραφέας;

    Α. Σ.: Το Μπαρ Φλωμπέρ ήταν όντως στον τύπο του flaneur, διότι το έγραψα κάνοντας ταυτόχρονα και τα ταξίδια και λύνοντας προβλήματα πλοκής μέσα από την ίδια τη ζωή μου, χωρίς να είμαι εγώ ο ήρωας. Μπορώ να σου μιλάω ώρες γι’ αυτό. Απίστευτα πράγματα συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών και οδήγησαν σ’ αυτό το βιβλίο. Επειδή, όμως, δε μου αρέσουν τα στερεότυπα στην τέχνη και λόγω του Μπαρ Φλωμπέρ αμέσως με κατέταξαν στους κοσμοπολίτες συγγραφείς, στο επόμενο βιβλίο μου αποφάσισα ότι ο ήρωάς μου δε θα πάει μακρύτερα απ’ την Πεντέλη. Αλλά για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ήμουν ένας οδοιπόρος-περιπλανητής, ο οποίος κοίταζε με τα μάτια ανοιχτά και εισέπραττε σα σφουγγάρι και ταυτόχρονα υπήρχαν οδόσημα στην πορεία και στάσεις, τα οποία δημιουργούσαν την όλη πλοκή. Η οποία, φυσικά στην περίπτωση του Μπαρ Φλωμπέρ, ήταν τρεις μεγάλες, εμβληματικές, Ευρωπαϊκές πόλεις, ιστορικές με φοβερή αρχιτεκτονική. Βαρκελώνη, Φλωρεντία διαφορετική κ.ο.κ. Βέβαια το βιβλίο τελειώνει στην Αρκαδία σε ένα χωριό. Και να σου πω και κάτι που μου ήρθε από το Μπαρ Φλωμπέρ; Κάποια στιγμή εκεί στην Αρκαδία, είχα βρει ένα γκρεμισμένο πύργο, όπου έγραψα μια σκηνή την οποία έβγαλα μετά, και για να τη γράψω τη σκηνή αυτή -όπου ο ήρωας θα έβρισκε μια φωτογραφία που θα τον παρέπεμπε στον άλλο που ήθελε να βρει- έκανα κανονική αρχιτεκτονική αποτύπωση του ερειπίου. Το σχεδίασα εν πάση λεπτομερεία, έγραψα που θα έβρισκε τη φωτογραφία, κάτω από ποια πέτρα. Αυτό δεν ξέρω γιατί το έκανα, δεν ξέρω γιατί ήθελα να είμαι τόσο ακριβής. Αλλά μου δημιουργήθηκε η ανάγκη.

    Ε. Μ.: Πιστεύεις ότι, στη σύγχρονη εποχή, περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ιστορίες που εκτυλίσσονται στον δημόσιο χώρο ή στον ιδιωτικό;

    Α. Σ.: Δεν υπάρχει, νομίζω, μυθιστόρημα που να μην έχει εξίσου σημαντικές σκηνές και σε δημόσιο και σε ιδιωτικό χώρο. Δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός. Και το μυαλό τι είναι; Δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος; Δεν φέρει όλη τη σχέση με το δημόσιο; Οι μνήμες ενός ανθρώπου, οι αναμνήσεις του, ναι μεν είναι ιδιωτικές, αλλά είναι συνδυασμένες με εξοχή, με παιδικά βιώματα, με σχέσεις με τους άλλους. Εφόσον έχουν σχέση με τους άλλους και οι άλλοι είναι δημόσιος χώρος, αυτόματα ανοίγει το πράγμα.

    Ε. Μ.: Με ποια κριτήρια επιλέγεις την κάθε φορά κάποιον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο;

    Α. Σ.: Αυτό λειτουργεί κι από τις δυο πλευρές. Είτε με κριτήρια να εξυπηρετούν μία προαποφασισμένη ιστορία, όπως στη Σαντορίνη. Στη Σαντορίνη ο ίδιος ο χώρος με οδηγεί, δημιουργείται μια αμφίδρομη σχέση. Επιλέγω τον χώρο, ορίζω μια συνθήκη ‘πάνω’ του και ο χώρος, όταν έχω την εμπειρία του, μου δίνει πίσω άλλα πράγματα. Αυτό γίνεται και με τους χαρακτήρες. Μπορεί να χτίσεις ένα χαρακτήρα, πολύ καλά, να έχεις αποφασίσει να κάνει ορισμένα πράγματα και ξαφνικά ο χαρακτήρας να αρνηθεί να τα κάνει. Έτσι και ο χώρος μπορεί να αρνηθεί να φιλοξενήσει αυτά που έχεις σκεφτεί και να πει όχι εδώ δεν θα γίνει δολοφονία, π.χ. θα γίνει γάμος. Και να αλλάξουν όλα. Όλα αλλάζουν στην πορεία. Άμα πας να χωρέσεις μια πλοκή σε μια προαποφασισμένη δομή, δε θα σου βγει. Είναι εν εξελίξει. Κακοί λογοτέχνες είναι αυτοί οι οποίοι πάνε να καπελώσουν με την προαποφασισμένη πλοκή το βιβλίο. Και αρνείται ο χαρακτήρας να τα κάνει, τον βάζει να τα κάνει και μετά δε γίνεται πιστευτός. Πάει να τους βγει η πασιέντζα. Κλέβουν για να τους βγει. Η πασιέντζα ‘όμως είναι περιπέτεια.

    Ε. Μ.: Θεωρείς τον χώρο αμετάβλητο ή σαν κάτι που μεταβάλλεται παράλληλα με την αφήγηση;

    Α. Σ.: Μεταβάλλεται διαρκώς και κάθε δευτερόλεπτο. Είναι σαν το νερό. Ο χώρος διαρκώς ρέει. Ρέει από συστολοδιαστολές των υλικών. Αυτό που έχει ενδιαφέρον με το χώρο είναι ότι δεν είναι στατικός. Φιλοσοφικά, είμαστε σε μία μπάλα η οποία γυρίζει σαν τρελή γύρω από ένα άλλο πράγμα κτλ. και όλα είναι ένα illusion. Τα πράγματα αλλάζουν κι ας μην είναι ορατή πάντα η μεταβολή που υφίστανται.

    Ε. Μ.: Αυτή τη ροή εσύ πιστεύεις ότι μπορείς να τη μεταφέρεις στα μυθιστορήματά σου;

    Α. Σ.: Αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον με το συγγραφέα, μπορεί να επιταχύνει το χρόνο και να τον επιβραδύνει. Αυτό το δεύτερο βιβλίο, το μεταφυσικό που σου έλεγα, εκτυλίσσεται όλο –είναι 450 σελίδες- μέσα σε εφτά λεπτά πραγματικού χρόνου. Ταυτόχρονα μπορείς να κάνεις ένα άλμα εποχών. Έχεις αυτή τη φοβερή δυνατότητα, να κάνεις ό,τι θέλεις με το χρόνο.

    Ε. Μ.: Στο έργο σου, συνήθως, εμπεριέχονται αυτοβιογραφικά στοιχεία; Οι αφηγήσεις πηγάζουν κυρίως από προσωπικά βιώματα στον τόπο που περιγράφεις;

    Α. Σ.: Εγώ έκανα το εξής, το πρώτο βιβλίο που έγραψα -με όλα τα αβαντάζ και τα προβλήματα του πρώτου βιβλίου- ήταν καθαρά αυτοβιογραφικό. Και με αυτό αισθάνομαι ότι τελείωσα με την παθολογία του συγγραφέα που μιλάει για τον εαυτό του. Όταν τέλειωσα το δεύτερο βιβλίο, το Μπαρ Φλωμπέρ, μία φίλη μου μου είπε ότι είμαι εγώ στο βιβλίο. Εγώ δεν ήμουν όμως ο κεντρικός ήρωας, το ήξερα. Και της το είπε. Όχι, μου λέει δεν είσαι εσύ, εσύ είσια ‘ολόκληρο του βιβλίο’. Δεν γλιτώνεις, ακόμα και οι πόλεις εσύ είσαι. Γιατί είναι το μάτι το συγγραφικό. Δεν μπορείς να μην υπάρχουν ψήγματα του συγγραφέα πίσω από κάτι, έστω και σε πρώτο επίπεδο άσχετο από σένα. Πάλι στο Μπαρ Φλωμπέρ, έχω καταλάβει ότι υπήρχαν ζητήματα δικά μου τα οποία σε πρώτη φάση εκείνη τη στιγμή δε σκεφτόμουν να τα γράψω και εκ των υστέρων διολίσθησαν μέσα στην πλοκή. Ακόμα και όταν γράφω ως γυναίκα σε πρώτο πρόσωπο γυναίκα ή, όπως στο τελευταίο μου, μιλάω για έναν φριχτό πατέρα που κάνει τέρατα και σημεία. Το πράγμα δεν προκύπτει μόνο του. Είσαι όλα και ταυτόχρονα βρίσκεσαι σε συνεχή διάλογο μ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους ήρωες, οι οποίοι γίνονται δικοί σου. Πολλές φορές σου υπαγορεύουν κιόλας. Η μαγική στιγμή στη συγγραφή είναι όταν δε σκέφτεσαι, σαν να γράφει μόνο του το χέρι και αισθάνεσαι ότι κάποιος στα υπαγορεύει.

    Ε. Μ.: Τι σημασία έχει η σχέση του συγγραφέα με το χώρο που διαδραματίζεται η ιστορία του; Πόση σημασία έχει αν ο συγγραφέας έχει απλώς επισκεφτεί αυτόν τον χώρο, αν τον έχει βιώσει πραγματικά, αν δεν έχει πάει ποτέ εκεί;(αληθινή, φανταστική, αλλοιωμένη απόδοση του χώρου;)

    Α. Σ.: Είναι ένα φοβερό στοίχημα να γράψεις για κάπου που δεν έχεις πάει ποτέ.

    Ε. Μ.: Όταν περιγράφεις ένα χώρο στο μυθιστόρημά σου, προσπαθείς να τον παρουσιάσεις σαν κάτι καινούριο ή σαν κάτι γνωστό, οικείο;

    Α. Σ.: Ανάλογα τι είναι αυτός ο χώρος. Πάλι θα πρέπει να εξυπηρετεί την πλοκή. Προσπαθώ να τον ζωντανέψω. Αν είναι ένας πασίγνωστος χώρος προσπαθώ να του βγάλω τις κρυφές του πτυχές. Όταν περιέγραψα τα κτίρια του Gaudi, δεν το έκανα όπως θα το έκανε το Architectural Guide. Βέβαια στην αρχή έχω σβήσει πολύ για να ξεφύγω απ’ αυτό. Έχει φοβερή δουλειά γιατί είσαι εμβολιασμένος μ’ε τον τρόπο που έχεις μάθει να γράφεις ως αρχιτέκτονας. Μου πήρε αρκετό χρόνο να ξεφύγω απ’ τον αρχιτεκτονικό τρόπο γραφής. Όταν γράφαμε στην αρχιτεκτονική διάφορα κείμενα, δε μου άρεσε καθόλου το πώς μας έβαζαν να περιγράφουμε τα κτίρια. Τα περιγράφαμε με ένα λεξιλόγιο στεγνό, τελείως επιστημονικό. Έβγαινε ένα κείμενο ψεύτικο. Πρέπει να υπάρχει αλληλοδιείσδυση λόγου ακόμα και στις επιστήμες. Μόνο σε κάποιες επιστήμες είσαι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να μιλήσεις εντελώς και μόνον κυριολεκτικά. Στην Ιατρική πχ.

    Ε. Μ.: Είναι αυτός ο διπλός ρόλος της αρχιτεκτονικής ως τέχνη και ως επιστήμη.

    Α. Σ.: Έχει μέσα της και άλγεβρα και φωτιά. Αυτό είναι το καταπληκτικό με την αρχιτεκτονική. Εμπεριέχει ένα τρομακτικά ευρύ πεδίο.

    Ε. Μ.: Όσον αφορά την ερώτησή μου για το γνωστό και οικείο, αυτό που θέλω να σε ρωτήσω είναι όταν περιγράφεις ένα μέρος γνωστό σε ορισμένους, προσπαθείς να τους το παρουσιάσεις σαν κάτι καινούριο;

    Α. Σ.: Μπορείς να φτιάξεις έναν ήρωα ο οποίος έρχεται στην Αθήνα και δεν έχει δει ποτέ του την πλατεία Ομονοίας. Το τι βλέπει αυτός ο άνθρωπος, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα μπορούσε να είναι σαν να περιγράφει ένα σεληνιακό τοπίο. Επειδή στο μυθιστόρημα μπορείς να υποδυθείς όποιον θες, έχεις τη δυνατότητα να ερμηνεύσεις ένα χώρο μέσα από όλες τις πιθανές παραμέτρους. Έχεις δύο ανθρώπους. Ο ένας δεν έχει έρθει ποτέ στην πλατεία Ομονοίας και ο άλλος δουλεύει στο περίπτερο. Ούτε ο ένας θα είναι αντικειμενικός, ούτε ο άλλος. Γι’ αυτό ο κάθε χώρος δεν είναι ένας, είναι εκατομμύρια χιλιάδες. Είναι ένας χώρος προς ερμηνεία. Ούτε καν το σχέδιό του και η φωτογραφία του δεν είναι μία. Γι’ αυτό ρέει ο δημόσιος χώρος. Δεν υπάρχει καμία ‘αντικειμενική’ ερμηνεία. Υπάρχει μόνο η στατιστική του απεικόνιση και μυριάδες προσωπικές αναγνώσεις.

    Ε. Μ.: Σου αρέσει να προσφέρεις στον αναγνώστη σου μία άλλη οπτική γωνία κάποιων χώρων που μπορεί να βιώνει καθημερινά και να τους θεωρεί δεδομένους;

    Α. Σ.: Πάντα το κάνω. Αν πάρουμε ως ήρωα ένα μεσαίο κάτοικο της πόλης, ο οποίος έχει την εικόνα αυτή που έχεις κι εσύ κι εγώ της πλατείας Ομονοίας και μιλάει γι αυτήν. Η τάση μου θα είναι να την παρουσιάσω λοξά. Εστιάζοντας σε κάτι το οποίο δεν είναι το προφανές. Είτε μέσα απ’ την ενέργεια που βγάζει, είτε από μια λεπτομέρεια η οποία δεν είναι προφανής.

    Ε. Μ.: Μου έχει συμβεί αυτό με βιβλία που έχω διαβάσει.

    Α. Σ.: Κι εμένα μου έχει συμβεί. Έχω ξαναπάει σε μέρη για να δω κάτι που διάβασα. Αυτό γίνεται σε όλη την τέχνη. Έχω ξαναδεί ταινίες για να προσέξω κάποιες λεπτομέρειες που κάποιος μου είπε και εγώ δεν τις είχα προσέξει. Παντού γίνεται αυτό, με εξαίρεση ίσως το θέατρο – μια τέχνη θνησιγενή.

    Ε. Μ.: Εγώ πιστεύω ότι και τις πόλεις στο εξωτερικό που έχω επισκεφτεί, πριν πάω ήμουν ήδη επηρεασμένη για την εικόνα και την ατμόσφαιρά τους από ταινίες ή από βιβλία. Και πάντα τις έβρισκα όλες πολύ ενδιαφέρουσες γιατί..

    Α. Σ.: Με τον κάθε συνειρμό, άνοιγε ένα νέο τοπίο ψυχικό μέσα σου.

    Ε. Μ.: Είναι σαν να έχω αποκτήσει, από πριν πάω, μία σχέση μ’ αυτά τα μέρη, μέσα από τα βιβλία και τις ταινίες.

    Α. Σ.: Θα σου πω δύο παραδείγματα μ’ αυτό που μου λες. Πριν πάω το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, η αγαπημένη μου πόλη ήταν το Λονδίνο. Από ταινίες που είχα δει. Αισθανόμουν αφάνταστη οικειότητα και όταν πήγα, ήταν η επιβεβαίωση αυτού που ένιωθα. Ήμουν σαν στο σπίτι μου. Αισθανόμουν ότι το γνώριζα αυτό το μέρος. Όχι μόνο απ’ τις εικόνες αλλά και απ’ τα βιβλία του Dickens που ήταν γραμμένα πριν από διακόσια χρόνια. Το δεύτερο παράδειγμα είναι με στην Pedrera του Gaudi –την οποία την είχα σπουδάσει στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, είχα δει την κάτοψη και φωτογραφίες κτλ. Ο λόγος που με έκανε να πάω εκεί ήταν μία ταινία του Antonioni, το Επάγγελμα Ρεπόρτερ, για μία σκηνή που παιζόταν στην ταράτσα. Αν έχεις δει την Πεδρέρα, δες την ταινία και ξαναπήγαινε. Θα δεις κάτι άλλο. Είναι η ανάγνωση της ταράτσας μέσα απ’ το μύθο της ταινίας.

    Ε. Μ.: Τώρα που λέμε για τον Gaudi, πάλι μου έρχεται στο μυαλό ένα κείμενο του Ζ. Κοτιώνη, στο οποίο δεν τον παραδέχεται ως αρχιτέκτονα αλλά τον θεωρεί το μεγαλύτερο μυθιστοριογράφο του περασμένου αιώνα.

    Α. Σ.: Κι εγώ δεν είπα ότι είναι σαν τον Μπόρχες; Ο άνθρωπος αφηγείται μέσα απ’ τα κτίριά του. Υπάρχει και μια χωροταξική ποίηση με όλους αυτούς τους συμβολισμούς που χρησιμοποιεί. Ο Βίκτωρ Ουγκό έλεγε ότι καθεδρικοί ναοί ήταν τα βιβλία της εποχής. Γιατί είχαν εγγεγραμμένα πάνω τους τα ίχνη του χρόνου μέσα από αφηγήσεις - ήταν σαν ένα παλίμψηστο. Έμπαιναν τοιχογραφίες πάνω στις τοιχογραφίες, επιγραφές πάνω στις επιγραφές και ο καθεδρικός ναός ήταν σαν ένα βιβλίο που ξετύλιγε την ιστορία της εποχής. Από ένα σημείο και μετά ήρθε το μυθιστόρημα και η αφήγηση έφυγε απ’ τον καθεδρικό ναό και πήγε στις σελίδες του. Ο κόσμος είναι ένα ατελείωτο βιβλίο και τα βιβλία είναι ένας κόσμος.

    Ε. Μ.: Ποια διαφορά παρατηρείς στον ελληνικό δημόσιο χώρο από παλιότερα;

    Α. Σ.: Πολεοδομικά μιλώντας, δεν υπάρχουν τα στεγανά που υπήρχαν παλαιότερα. Υπάρχει μία, πολύ μικρή βέβαια, αλληλοδιείσδυση –που είναι και ο στόχος όπως λέγαμε τότε. Βέβαια δεν έχουμε φτάσει στα επίπεδα άλλων πόλεων. Τουλάχιστον στην Αθήνα, εγώ είμαι πολύ υπέρ να είναι μία περιπέτεια ο δημόσιος χώρος. Για παράδειγμα, έχεις δύο ώρες στην διάθεσή σου για να πας ένα περίπατο. Ξεκινάς από ένα πάρκο και μπορείς να καταλήξεις στην αυλή ενός σπιτιού. Αν γινόταν, θα ήταν μια περιπέτεια. Περιπετειώδεις πόλεις. Μπορείς να δημιουργήσεις μία περιπέτεια διαδρομών μέσα στην πόλη. Παλιά ήταν κουτάκια, αυτή είναι η εξέλιξη.

    Ε. Μ.: Με ποιο τρόπο πιστεύεις ότι αντανακλάται αυτή μέσα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

    Α. Σ.: Το τελευταίο παράδειγμα που έχω είναι το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, που έχει στήσει ένα τύπο ο οποίος μαζεύει φρούτα απ’ τα δέντρα και περιπλανιέται στην Αθήνα του σήμερα, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος ο συγγραφέας τον σχολιάζει ως ήρωα. Δημιουργεί ένα μεικτό είδος, ένα δικό του μόρφωμα. Δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε διήγημα. Είναι μια περιπλάνηση στο τοπίο της πόλης, και η ταυτόχρονη περιπλάνηση στα άδυτα ενός συγγραφικού νου. Αυτό είναι ένα πείραμα τρομαχτικά ενδιαφέρον και μάλιστα από ένα συγγραφέα, ο οποίος σε άλλα μας είχε συνηθίσει. Να ένα παράδειγμα, όπου βλέπεις ότι οι συγγραφείς ανοίγονται στον τρόπο προσέγγισης της πόλης και οδηγούνται στο να μιλούν για τα του ‘οίκου’ τους.

    Ε. Μ.: Ένα συμπέρασμα πάντως που έχω βγάλει, γενικά, είναι ότι οι τέχνες έχουν κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και διαφορές. Σε κάθε περίπτωση όμως, έχουν πράγματα να προσφέρουν η μια στην άλλη.

    Α. Σ.: Ακόμα και η επιστήμη προσφέρει στην Τέχνη. Ακόμα και μια εξίσωση έχει ενδιαφέρον ποιητικά.