Monday, April 27, 2009

Στο Μπαλκόνι της Ευρώπης

Στο μπαλκόνι της Ευρώπης

Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω. «Ο κύριος Τ.Μ;» «Ο ίδιος» «Έχω κάτι για σας» «Τι;» «Ένα φάκελo» «Από ποιον;» «»Μια κυρία μου τηλεφώνησε πριν από τρεις μήνες και μου είπα να σας τον παραδώσω σήμερα, 19 Δεκεμβρίου» «Μα τι μου λέτε τώρα;» Είμαι έτοιμος να το κλείσω. «Μου είπε να σας το παραδώσω στις οδό Σατωβριάνδου 3, στο ξενοδοχείο ‘Ευρώπη’ στις 19 Δεκεμβρίου». Πάει να μου πέσει το ακουστικό από τα χέρια.
Σε μια ώρα είμαι εκεί. Δεν έχει καμιά σημασία που η περιοχή έχει αλλάξει. Πάει καιρός που δεν μου κάνουν εντύπωση αυτά. Φλούδες είναι που ξεκολλάνε και πέφτουν. Φύλλα που αλλάζουν. Τα ντουβάρια είναι πάντα ντουβάρια. Οι δρόμοι δρόμοι. Κι ο χρόνος χρόνος. Σημασία έχει τι γίνεται μέσα. Τι έχει γίνει μέσα. Η νοσταλγία δεν έχει να κάνει με το «τι φάγαμε τότε», ούτε με «το τι γεύση είχε». Αυτά είναι για τις ρομαντικές εποχές. Τότε που ο κόσμος είχε την πολυτέλεια να θυμάται με όλες τις αισθήσεις. Η ανάκληση αφορά στα ίδια τα γεγονότα κι όχι στα ίχνη τους. Δεν με αφορά ούτε το ξενοδοχείο «Ευρώπη», ούτε το Μινιόν ούτε το «Ελληνικόν» που ήταν δίπλα. Το Μινιόν κάηκε, το «Ελληνικόν» δεν είναι το ίδιο. Κανένα «Ελληνικόν» δεν είναι πια το ίδιο. Η νοσταλγία δεν έχει να κάνει με το σκηνικό. Έχει να κάνει με την απώλεια. Το θάνατο, τον έρωτα, ό,τι έφυγε, ό,τι χάθηκε. Έχω περάσει πολλές φορές απ’ έξω , ξέρω. Αλλά να μου δίνει κάποιος ραντεβού 19 Δεκεμβρίου; Εκεί; Μετά από 28 χρόνια; Εκεί, μετά από 52 χρόνια;
Η ημερομηνία της ζωής μου, ο τόπος της ζωής μου. Η ημερομηνία κρυφή – την ξέρουμε μόνο εγώ κι εκείνη, ο τόπος εκεί, να θυμίζει πως υπήρξα πάντοτε ένα ανθρώπινο ον, που βγήκε από μια μήτρα για να μπει σε μια άλλη.

Είμαι απ’ έξω από το «Ευρώπη», στις 5 το απόγευμα όπως κανονίσαμε. Μες στο σούρουπο νιώθω κάτι εξαιρετικά άγριο, σαν να περιμένω να γεννηθώ, ή να περιμένω να πεθάνω ή κάτι λιγότερο οριστικό αλλά πολύ πιο τρομερό κι από τα δυο. Από ένα περίπτερο αγοράζω ένα κουτί Ντεντίν Άις. Χώνω τρεις στο στόμα. Τόσες φορές μ’ έχει φέρει ο δρόμος μου από δω. Ο δρόμος, τα μαγαζιά, η αύρα της περιοχής έχουν αλλάξει. «Δραματικά», όπως λένε. Τόσο απ’ το 56 όσο κι απ’ το 80. Ο τόπος όμως είναι ένα στίγμα στο χρόνο. Άρα πάντοτε τρομακτικός. Άρα πάντοτε ίδιος.
Στις πέντε και πέντε βλέπω μια κοπέλα γύρω στα δεκαοκτώ να πλησιάζει. Το πρόσωπό της είναι χλωμό. Όχι χλωμό. Λευκό. Υπάρχει ένα είδος απαλότητας που το κάνει ένα πρόσωπο απτό χωρίς καν χρειάζεται να το αγγίξεις. Εκείνο το λευκό και απτό ενός φτερού που το βλέπεις να αιωρείται στον άνεμο καθώς περπατάς σε μια παραλία, και που πέφτοντας, αγγίζει το δέρμα σου σαν να σε χαϊδεύει ολόκληρο. Η κοπέλα έχει ένα τέτοιο πρόσωπο.

Μου δίνει ένα φάκελο. Πάω να της μιλήσω, είναι φανερό ότι δεν θέλει να έχουμε οποιαδήποτε άλλη επαφή. Πριν προλάβω να πω κάτι, έχει πάρει την λευκότητά της και έχει εξαφανιστεί. Περίεργος, τον ανοίγω. Περιέχει καμιά σαρανταριά χειρόγραφες σελίδες γραμμένες σε μιλιμετρέ χαρτί. Διαβάζω την πρώτη. Εκκένωση. Είναι γράμμα της. Γράμμα της του 87. Αφού χωρίσαμε. Μόλις στην πρώτη παράγραφο λέει «Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά. Τη βραδιά του εμπρησμού του ‘Μινιόν’. Την πρώτη μας βραδιά που περάσαμε εκεί απέναντι, στο ξενοδοχείο ‘Ευρώπη’, στον τρίτο όροφο. Εσύ με πήγες. Θυμάμαι την επιμονή σου να πάμε εκεί και να κλείσουμε εκείνο το συγκεκριμένο δωμάτιο. Ποτέ δε μου εξήγησες».

Σταματάω. Δεν μπορώ να διαβάσω άλλο. Αν υπάρχει διάλλειμα στα ανθρώπινα το θέλω τώρα. Η πόρτα του ξενοδοχείου ανοίγει και περνάει ένας τύπος. Μοιαζει να βιάζεται. Με υφος σαν να ντρεπεται. Κοιταζω μέσα φευγαλεα. Μια γυναικα ισιώνει το φόρεμα της. Στο πρόσωπο έχει την κάψα αυτή του δοσίματος. Παράνομο ή όχι, ένα είναι το δόσιμο. Και καίει. Θα φύγει κι αυτή σε λίγο. Ο άστεγος έρωτας έχει βρει τη στέγη του.
Δεν είναι ιδέα. Είναι ανάγκη. Μπαίνω. Οι σκάλες από την είσοδο ως το γραφείο της ρεσεψιόν. Ανατριχιάζω. Να τον ο νόστος, γέρος ελέφαντας. Στη ρεσεψιόν, ένας ναυαγισμένος. Ζητώ το δεξί δωμάτιο στον τρίτο όροφο. Είναι άδειο, ευτυχώς. Πόσο; Δυο ώρες; Όλο το βράδυ. Διακόσια τότε. Εντάξει.
Μπαίνω στο ασανσέρ. Δεν είναι το ίδιο αλλά με το που βρίσκομαι στο θάλαμο νάτο σιδερένιο του 50 με τις βαριές τροχαλίες να ανεβοκατεβαίνει στη ψυχή. Το ίδιο μ εκείνο που ανέβαινα πιτσιρίκι, να επισκεφτώ τη μάνα μου που κανε θεραπεία για τον καρκίνο.
Μπαίνω στο δωμάτιο. Η νοσταλγία σαν διαρροή γκαζιού. Θυμάμαι τη θεία μου στο προσκεφάλι της, να την ταΐζει. Κι εμένα με κοντά παντελονάκια να βγαίνω στο μπαλκόνι να παρακολουθώ την κίνηση ενώ η μάνα μου κοιμάται. Ο Δάντης θα ’πρεπε να είχε προσθέσει κι έναν ακόμα κύκλο στην Κόλαση. Τον κύκλο των νοσταλγών. Όλοι οι καταραμένοι κι οι καταδικασμένοι θα υπέφεραν στην αιωνιότητα από τον ίδιο νόστο. Σφίγγω τα δόντια. Έχω να το κάνω χρόνια. Κρύος ιδρώτας. Πάλι τα συμπτώματα. Όχι δεν είναι για το προφανές. Μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα στέρησης και σε κάποιον που είναι εξαρτημένος μόνο από τον εαυτό του.
«Ήταν απίστευτο εκείνο το τράνταγμα στις 3 το πρωί. Ήσουν μέσα μου και για μια στιγμή ένιωσα πως πεθαίνω. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και είδαμε το κτίριο στις φλόγες. Καλά τους κάνουν, είπες. Μα τόσοι άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους, εγώ. Μετά μπήκαμε μέσα και συνεχίσαμε να κάνουμε έρωτα με τις φλόγες να μας φωτίζουν και τις εκρήξεις να σκεπάζουν τις φωνές μας».
Φυσικά και το θυμάμαι. Οι φλόγες. Σαν λάμψη Φλεγόμενης Βάτου. Κι οι φλόγες για επτά χρόνια συνέχεια, ο έρωτας, ο μεγαλύτερος έρωτας. Συνεχίζω με τα επόμενα. Γράφει κάθε χρόνο στις 19 Δεκεμβρίου από το 1988. Μια σύνοψη της εκάστοτε χρονιάς κυρίως, με συνεχείς αναφορές στη σχέση μας. Δε με κατηγορεί πολύ, είναι πολύ ήπια σχετικά. Σχετικά με το πώς φέρθηκα. Μόνο στο 2002, που χωρίζει κι εκείνη από τον άντρα της, και μένει μόνη μ’ ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, με αποκαλεί απατεώνα. «Με έπαιξες και κέρδισες, βέβαια αν είχες καταλάβει βέβαια θα έβλεπες πως μ’ έπαιξες και με έχασες».
Υστέρα τα γράμματα γίνονται πολύ πιο σκοτεινά, είναι άσχημα, μιλάει για φτώχια, για δύσκολη ζωή και στο προτελευταίο για κάποια αρρώστια. Δεν κατονομάζει. Στο τελευταίο, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 2008, γράφει: «Δεν θα προλάβω το επόμενο. Θα κανονίσω να στα στείλουν όλα. Να ξέρεις. Μόνο εσένα αγάπησα». Να μου τα στείλουν. Το κοριτσάκι; Αυτή ήταν η λευκή κόρη; Ίσως. Μόνο εμένα. Αγάπησε. Κι εγώ; Κι εγώ.
Ξαφνικά τη βλέπω. Όχι με τα ‘μάτια της ψυχής μου΄ κλπ. Την βλέπω κανονικά εμπρός μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι όπως τότε. Είναι εκεί. Ερωτική. Νέα. Ποθήτη. Δεν διαρκεί πολύ. Ξάφνου, γίνεται η μάνα μου. Κανονικά πάλι. Σαν να ναι εκεί. Άρρωστη, ετοιμοθάνατη. Αχ, μάνα, λέει κάτι μέσα μου. Τα στίγματα στις παλάμες. Η γωνία του στόματος της. Σπασμοί. Αχ, μάνα. Κάτι σαλεύει μες στο δωμάτιο. Και ξαφνικά με πιάνει μια απελπισία. Συγγνώμη, λέω για κάτι που δεν ξέρω, κάτι που είναι όμως ανελέητο. Κι η μάνα μου αλλάζει μορφή, γίνεται οποιαδήποτε γριά ετοιμοθάνατη, οποιαδήποτε μάνα και μπαίνει με μια θύελλα κραυγών στο κεφάλι μου. Ξαφνικά ο νους μου γεμίζει μητέρες. Ένας κατακλυσμός από μάνες. Απορροφώμαι τη από μητρότητα, όπως άλλος από χρόνο, το χρόνο, τον έρωτα ή το φόβο.
Να αναπνεύσω. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Η κίνηση. Απέναντι ένα μαγαζί με κινέζικα είδη στο ίδιο ημιυπόγειο που πριν από τόσα χρόνια υπήρχε ένα κατάστημα κατασκευής βαλιτσών. Πλησιάζω την άκρη, κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα. Ελαφρά ζαλάδα. Όχι δεν πέφτω. Το μεγάλο «Ε και» της ψυχής κυλάει στις αρτηρίες. Από κάτω περνάει ένας Κινέζος φορτωμένος εμπορεύματα, αλλά θα μπορούσε και η Ετερότητα αυτοπροσώπως. Βγάζω την τσίχλα και την κολλάω στο κάτω μέρος του οριζόντιου σίδερου και για μια στιγμή τις νιώθω και τις δυο τους, εκείνη και τη μάνα μου, από πίσω μου να σφίγγουν την ίδια σκανδάλη και να με πυροβολούν.

Δημοσιευτηκε στο περιοδικό "Δέντρο"

Monday, April 6, 2009

Βίλα Κομπρέ / υποψήφια για βραβείο


H Βίλα Κομπρε ειναι υποψηφια για το βραβειο του περιοδικου Διαβαζω 2009.

Friday, April 3, 2009

Πρώτο Βραβείο Παιδικού Βιβλίου για τον "Αλκη και τον λαβύρινθο"


O "Άλκης και ο Λαβύρινθος" κέρδισε το Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Παιδικού Βιβλίου (το ελληνικό τμήμα της IBBY) για έργο για παιδια μέσης σχολικής ηλικίας.
Μια μεγαλη χαρά γαι μενα μια και ήταν η πρωτη φορά που έγραψα για παιδια.