Thursday, December 30, 2010

ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ

ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ

Γύρισα του αιώνα τη σελίδα
και βρέθηκα σε τόπο άγνωστο
oλόκληρον ένα λευκό καταύγαστο
που να μην έχεις από πουθενά να πιαστείς
λέξη ή εικόνα αναγνωρίσιμη

Στον τόπο αυτό
ο χρόνος σα να’ χε παγώσει
και βάρος ασήκωτο
ακουμπούσε πάνω μου το χιόνι των στιγμών του

Πλησιάζοντας το άσπρο πύκνωνε
κι από τις χαραμάδες είδα κάτι ν’ αναμοχλεύεται
μια κίνηση
και πλησίασα κι άλλο και διέκρινα
πως ήταν μέλη
μέλη ήταν ανθρώπινα
μικροσκοπικά ποδαράκια, στηθάκια αστεία και ροδαλά μπρατσάκια λιλιπούτεια

Σ’ ενα σημείο ο τοίχος έκανε κάτι σαν εξοχή
πλησίασα κι άλλο
κι είδα ένα πρόσωπο να φυλλομετράται εμπρός μου
και πεθύμησα το σπίτι μου
κι όσα θεωρούσα εντός μου κεκτημένα
τους φίλους, τους γονείς και τις αγάπες μου
κι ένιωσα μια ανάγκη να τους φέρω εμπρός μου

Μα όσο και να ήθελα δεν μπορούσα
δεν κατάφερνα να τους ορίσω
παρά μόνο κοίταζα εκείνα τα θραύσματα
να ξεβράζονται από το φως
ώσπου κατάλαβα πως τούτες είναι οι μνήμες μου του κόσμου
μικρά κομμένα ανθρωπάκια στην χαραμάδα
στην κόψη του λευκού
να ψιθυρίζουν

Saturday, November 27, 2010

"Επιμέλεια Χάους" TedX Athens 2010


EΠΙΜΕΛΕΙΑ ΧΑΟΥΣ

Η ομιλία μου στο Tedx Athens με εικόνες




































Tuesday, November 2, 2010

Συνέντευξη στην Athens Voice

Με τον Αλέξη Σταμάτη συναντηθήκαμε στο Φλοράλ για να μιλήσουμε για τα «Δακρυγόνα», το πρώτο του ολοκληρωμένο θεατρικό, που έχει ανέβει στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη με τη Δανάη Παπουτσή και το Νίκο Αρβανίτη.

'Εχοντας ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, διήγημα, παιδικό), ο Αλέξης Σταμάτης αποφάσισε να ασχοληθεί και με το θέατρο, «για μένα το δυσκολότερο είδος λόγου, όπου ένα διαφορετικά ειπωμένο" ναι" αλλάζει όλη τη ροή», όπως λέει και ο ίδιος. Τρελός σινεφίλ, πάντα θαύμαζε το θέατρο, πάντα όμως από απόσταση. «Το σινεμά το αισθανόμουν πιο οικείο», μου είπε.

Ακούγοντας τον τίτλο, ίσως κανείς περιμένει μια ιστορία για κουκουλοφόρους, όμως πρόκειται πιο πολύ για «Εξάρχεια της ψυχής». Τα Δακρυγόνα αφηγούνται τη συνάντηση μια νεαρής ζωγράφου και ενός πενηντάρη στο διαμέρισμά του στα Εξάρχεια. Μια συνάντηση γεμάτη συγκρούσεις και εντάσεις στο κέντρο μιας πόλης σε διαρκή αναταραχή, όπως και οι πρωταγωνιστές. «Ξέρουμε τι συμβαίνει έξω, αλλά αυτό δεν είναι το κεντρικό συμβάν του έργου, ο κόσμος έξω είναι σε αναταραχή, οι ψυχές ωστόσο είναι επίσης και αυτο μας ενδιαφέρει εδω».

Ενδιαφέρον είναι και το στήσιμο της παράστασης, όπου στο θεατή δημιουργείται η αίσθηση της συμμετοχής, ο κόσμος «μπαίνει μέσα στο διαμέρισμα». Η επιλογή των Εξαρχείων μόνο τυχαία δεν είναι, όπως και ο τίτλος της παράστασης, καθώς στο μικρό διαμέρισμα «η ζωή σκάει σα δακρυγόνο μπροστά στα μάτια σου και ξαφνικά αρχίζεις να βλέπεις πραγματικά».

Φυσικά δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω για την τωρινή περίοδο κρίσης και τι πιστεύει ότι θα αφήσει πίσω της. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε όλοι, τη θεωρεί μια περίοδο με πολύ ενδιαφέρον, ειδικά για τους ανθρώπους που έχουν «αντένες». «Η αφήγηση κάθε ζωής στιγματιζεται από το τι κάνουμε όταν βρισκόμαστε σε περίοδο κρίσης. Όλες οι ιστορίες αφορούν ήρωες που αντιδρούν σε μια κατάσταση κρίσης, εκεί όπου και φαίνεται ο πραγματικός τους χαρακτήρας. Συνήθως περιφέρουμε την πραγματικότητά μας σε μια κατάσταση ημιληθαργική την οποία και ελέγχουμε. Εκεί που φαίνεται ποιοι πραγματικά είμαστε είναι όταν τα πράγματα αλλάζουν και το δακρυγόνο-κρίση μας σκάει καταπρόσωπο».

Όσον αφορά στο θέατρο, φέροντας ως παράδειγμα την Αργεντινή, όπου στο αποκορύφωμα της κρίσης οι θεατρικές ομάδες διπλασιάστηκαν, αναμένει και εδώ την άνθηση της τέχνης των νέων κυρίως ανθρώπων. Βλέπει πολύ θετικά τις νέες ομάδες που έχουν δημιουργηθεί, όχι μόνο σε καλλιτεχνικό άλλα και σε κοινωνικό επίπεδο και την “ορίτζιναλ συλλογικότητα” που αναπτύσσεται. «Θα μείνει κάτι από αυτή την περίοδο σίγουρα» μου λέει με βεβαιότητα.

Συλλογικότητα την οποία, για να γυρίσουμε στα Δακρυγόνα, βίωσε και ο ίδιος, από τη συγγραφή του έργου με την πολύτιμη βοήθεια του σκηνοθέτη, ως τη συμμετοχή του ιδίου στην παραγωγή και τις πρόβες. Πως είναι να βλέπει το κείμενό του να ζωντανεύει στη σκηνή; "Τρομακτικό στην αρχή, τρομακτικά ενδιαφέρον στη συνέχεια". Πιστεύει ότι το έργο ανήκει στους ηθοποιούς, οι οποίοι με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη τους οδηγούνται στο να γεννήσουν πράγματα επί σκηνής, ζωντανεύοντας έναν κόσμο που αρχικά υπήρχε μόνο στο μυαλό του συγγραφέα.

Πρόκειται λοιπόν για μια επιστροφή στις ρίζες; (Ίσως. Ίσως πάλι να πρόκειται περισσότερο για μια πτώση με αλεξίπτωτο. «Ο Παύλος Μάτεσις έχει πει κάτι πολύ ωραίο. Έχοντας ξεκινήσει από το θέατρο, δήλωσε ότι στην πεζογραφία είναι αλεξιπτωτιστής. Εγώ νιώθω το αντίστροφο, ένας αλεξιπτωτιστής από την πεζογραφία προς το θέατρο

Γιάννα Σαββούρα

Sunday, October 31, 2010

Ένα κειμενο του Γιώργου Γλυκοφρύδη για τα "Δακρυγόνα"

το Θέατρο στην οδό Κεφαλληνίας αργήσαμε να φτάσουμε γύρω στα 9 λεπτά. Πρώτον γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς κι ακόμη παραπάνω, και δεύτερον γιατί τους γύρους στην Κυψέλη δεν τους αποφύγαμε. Ευτυχώς υπάρχει parking σχεδόν δίπλα οπότε ξενοιάζεις. Μπήκαμε τελευταίοι σ' ένα θέατρο κατάμεστο εκεί που νομίζαμε ότι το κοινό με τέτοια νεροποντή θα ήμασταν μόνο οι δυο μας.

Η παράσταση ξεκίνησε ένα λεπτό μετά που καθίσαμε.

Από εκείνη τη στιγμή μέχρι που έβγαλα το μπουφάν μου, δηλαδή αρκετά μετά το πρώτο σβήσιμο των φώτων για "αλλαγή σκηνικού", πρέπει να είχε περάσει ένα μισάωρο και βάλε. Εκεί πρόλαβα να σκεφτώ ότι βλέπω ένα σοβαρότατο page turner όπως θα λέγαμε αν ήταν βιβλίο. Ένα breath taking movie αν ήταν κινηματογραφική ταινία. Ένα "αν του πέσει η παντόφλα του θεατή να μην σκύψει να την σηκώσει" αν ήταν τηλεταινία. Αλλά ήταν θεατρική παράσταση με μόνο δύο ηθοποιούς όπου μέχρι στιγμής το έργο εξελισσόταν στο σαλόνι ενός μικρού σπιτιού στα Εξάρχεια. Χωρίς καθόλου effect. Χωρίς άλλους φωτισμούς πέραν των φωτιστικών του ίδιου του σκηνικού. Δηλαδή του σπιτιού. Τρία πορτατίφ. Όχι σκοτάδια όμως. Φως κανονικό. Πιθανόν να υπήρχαν προβολείς. Εγώ δεν τους κατάλαβα είτε γιατί δεν τους είδα είτε γιατί το ίδιο το έργο μου τράβαγε την προσοχή από το οτιδήποτε άλλο. Χωρίς καθόλου μουσική ως επένδυση. Μόνο το mp3 του κινητού της Έλλης (Δανάη Παπουτσή) που την καλούσε η μητέρα της ακουγόταν αλλά αυτό μουσική επένδυση δεν είναι. Είναι δραματουργικό εργαλείο του έργου.

Αυτά τα παραπάνω από μόνα τους αρκούν για να καταλάβεις ότι βλέπεις κάτι τόσο δουλεμένο που σε αφοπλίζει.

Δεν θα σας πω την "υπόθεση". Η "υπόθεση" θα ξετυλιχτεί μόνη της κι επειδή έχει σημαντικά στοιχεία αγωνίας συν κάποιες ανατροπές δεν θέλω να σας την πω. Θα πω μόνο κάποια καταπληκτικά:

Η Δανάη είναι στο 100% η 25χρονη Έλλη που ερμηνεύει και είναι τόσο καλή που το θέατρο χάνεται. Δεν είναι ηθοποιός εκεί που παίζει λέγοντας τα λόγια του. Είναι η Έλλη (πιθανόν φοιτήτρια) που η ζωγραφική είναι η τέχνη της και που τρέχει σε διαδηλώσεις από το πρωί ως το βράδυ και που την πρήζει η μάνα της και που της έσκασε, (της έσκασε; δεν θα σας πω την "υπόθεση" είπα), ένας απίστευτος μεσήλικας, ο Μάνος (Νίκος Αρβανίτης), που έχει αρχίσει να την συνταράζει βαθύτατα.

Ο Μάνος, κυρίως στο "πρώτο" μέρος του έργου, τακτοποιεί το σπίτι του αδιάκοπα "αλλάζοντας" ταυτόχρονα το σκηνικό προσπαθώντας να τακτοποιήσει και την ζωή του. Ανεβοκατεβαίνει σκάλες μεταφέροντας πράγματα από εδώ κι από 'κει, (κυρίως ντάνες βιβλίων), και πηγαινοέρχεται ακόμη και ανάμεσα στο κοινό για να βάλει μια τάξη σε ότι του συμβαίνει. Για να βάλει μια τάξη ακόμη και στον χωροχρόνο. Και είναι τόσο απασχολημένος με αυτό, που η Έλλη, με την απαράμιλλη εφηβεία της και την μοναδική γυναικεία ομορφιά της, το μόνο που έχει καταφέρει είναι να προσθέσει μία γιγάντια αμηχανία στην ήδη χαοτική συμπεριφορά του. (Αλλά βέβαια ο λόγος δεν είναι μόνον αυτός.) Για τον Νίκο τον Αρβανίτη θέλω να πω μόνο πως η ερμηνεία που είδα ήταν εκπληκτική. Με το βάρος που έπρεπε να έχει.

Η ώρα περνά και το έργο εξελίσσεται και οι διάλογοι και η δράση (ναι η δράση) μεταξύ δύο ανθρώπων σε ένα (ένα!) δωμάτιο είναι τόσο πυκνά, που πρώτον εγώ εδώ τώρα πασχίζω να μην μιλήσω για την "υπόθεση", και δεύτερον αν κάποια στιγμή μετακινήσεις τυχαία κάποιο μέλος του σώματός σου διαπιστώνεις πως είναι πιασμένο και μουδιασμένο από την ακινησία. Τέτοια thrilling συμπτώματα έχω να ζήσω από παλιές καλές αμερικανικές (κυρίως) κινηματογραφικές παραγωγές σε σκηνοθεσία Carpenter ας πούμε.

Οι τρεις σημαντικότερες αρετές στη δραματουργία, στην αφήγηση, και στην ερμηνεία, έχουν επιτευχθεί στο 100%: Ο σκηνοθέτης δεν φαίνεται, ο συγγραφέας δεν φαίνεται, οι ηθοποιοί δεν φαίνονται. Βγαίνεις από το θέατρο, κι αν τυχαία σε πάρει κάποιος φίλος τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή, μπορείς κάλλιστα να ξεκινήσεις να του αφηγείσαι ένα θεατρικό έργο λέγοντας "Καλά... δε φαντάζεσαι τι συνέβη σε μια τύπισσα..." Αργότερα, προχωρώντας την αφήγησή σου, στον λόγο επάνω, στην λεκτική εξωτερίκευση να το πω με όρους ανάλυσης, αρχίζεις και βαθαίνεις. Όχι γιατί θες να βαθύνεις και να αναλύσεις, αλλά γιατί αλλιώς δεν θα μπορείς να περιγράψεις γιατί το ένα και γιατί το άλλο όσων αφηγείσαι. Αρχίζεις και αναλύεις τις συμπεριφορές, τα ξεσπάσματα, την εκπληκτική σχέση, κι ακόμη πιο κάτω. Αυτό είναι σημαντικότατο για ένα έργο. Το να είναι σαν μπάμπουσκες οι ήρωες. Όσο βγάζεις τόσο φτάνεις στην ψυχή. Κι είσαι ελεύθερος να βγάλεις όσο θέλεις εσύ. Μέχρι όσο σου αρέσει. Αλλά αυτή την δυνατότητα στην έχει δώσει ο συγγραφέας. Μαεστρία θέλει αυτό, και βέβαια... πάρα πολύ δουλειά. Που στο τέλος ανταμείβεται. Στο τέλος, πιθανόν να διευκρινίσεις πως επρόκειτο για θεατρικό έργο. Πως ήσουν στο θέατρο.

Τίποτε από ότι συμβαίνει τις δύο ώρες (δύο λεπτά; ναι τόσο γρήγορα πέρασε τουλάχιστον για εμένα) δεν είναι "ετσιθελικό" ούτε για πλάκα. Κι αυτό το αντιλαμβάνεσαι αργότερα. Όταν και αν τυχόν αναρωτηθείς πώς το ένα ή πώς το άλλο.

Εν κατακλείδι: Δεν είμαι οπαδός του Αλέξη Σταμάτη. (Και δεν γράφω κριτικές... γράφω για ότι με πιάσει και δεν με αφήσει να πάρω ανάσα...) Υπάρχουν βιβλία του που τα έχω αφήσει στη μέση. Την "Αμερικανική Φούγκα", όμως, την ροκάνισα. Και άλλα δύο μου άρεσαν πολύ. Θεατρικό του δεν είχα δει ποτέ. Τα "Δακρυγόνα", όμως, όπως διαβάσατε, τα κατάπια στην κυριολεξία. Εκπληκτικά.

Γιώργος Γλυκοφρύδης

Tuesday, October 26, 2010

Μολότωφ Εσωτερικού Χώρου

Αρθρο της Ι.Κλεφτόγιαννη στην "Ε"


Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΔΑΚΡΥΓΟΝΑ» ΣΤΗ Β' ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Μολότοφ εσωτερικού χώρου

Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξης Σταμάτης φλερτάρει με το... προφανές. Το νέο όμως θεατρικό έργο του, «Δακρυγόνα», που παρουσιάζεται στη Β'Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Τρουπάκη, παρ' ότι εκτυλίσσεται στις γειτονιές των Εξαρχείων και από τον τίτλο του και μόνο παραπέμπει σε βίαια επεισόδια και στην καταστολή τους, «δεν είναι ένα έργο για το Δεκέμβρη, τα ΜΑΤ και τους κουκουλοφόρους», όπως ξεκαθαρίζει.

Η Δανάη Παπουτσή, η νεαρή ζωγράφος, και ο Νίκος Αρβανίτης, ο μεσήλικας μαθηματικός των «Δακρυγόνων» Η Δανάη Παπουτσή, η νεαρή ζωγράφος, και ο Νίκος Αρβανίτης, ο μεσήλικας μαθηματικός των «Δακρυγόνων» Μονολότι η δράση εκτυλίσσεται σε ένα διαμέρισμα των Εξαρχείων, με «φόντο» την εκρηκτική συνύπαρξη δακρυγόνων και μολότοφ, ο Σταμάτης κάνει focus στην εξίσου εκρηκτική συνάντηση ενός μεσήλικα μαθηματικού (Νίκος Αρβανίτης), «ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει εγκλωβισμένος στους τέσσερις τοίχους», και μιας νεαρής ζωγράφου (Δανάη Παπουτσή), «που ζει την εποχή της με όλες τις αντιφάσεις της». Επέλεξε «μέσα από ειδικές συνθήκες» να περιγράψει μια συνάντηση κατά την οποία «το παρελθόν αλλά και ο "έξω κόσμος" εισβάλλουν θραυσματικά ανατρέποντας όλες τις ισορροπίες».

«Τα "Δακρυγόνα" είναι ένα έργο για δύο ανθρώπους που πάσχουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ενα έργο για εκείνο το φοβερό πράγμα, την καθημερινότητα, που κάποια στιγμή εκρήγνυται μπροστά σου σαν... δακρυγόνο κι όλα ξαφνικά αλλάζουν. Εδώ δεν έχει πια πολυτέλειες, δεν έχει κώδικες, έχει μόνο ζωή και αλήθεια» τονίζει με έμφαση ο συγγραφέας.

Δακρυγόνα για τον Αλέξη Σταμάτη είναι «όλα τα γεγονότα που γεννούν δάκρυα». «Μπορεί στην περιοχή των Εξαρχείων να "παίζονται" ή να έχουν παιχτεί "άγρια συμβάντα", ωστόσο εκείνο που ενδιαφέρει εδώ», προσθέτει, «είναι το τι παίζεται στις ψυχές δύο ανθρώπων, που θα μπορούσε να είναι ο καθένας από μας. Με ενδιέφεραν όσα μπορούν να συμβούν μέσα σε τέσσερις τοίχους και πιθανότατα είναι εξίσου "άγρια" με όσα συμβαίνουν και στο δρόμο».

Ο Αλέξης Σταμάτης ξαναδοκιμάζεται στη θεατρική γραφή μέσα από ένα «μη κείμενο», όπως θέλει να χαρακτηρίζει τα «Δακρυγόνα». «Οταν ο συγγραφέας προέρχεται από τη λογοτεχνία, πρέπει να ξεπεράσει πολλά» παραδέχεται. «Να αφήσει στην άκρη ένα σωρό εργαλεία που του είναι εντελώς άχρηστα -να μην πω επικίνδυνα- για τη δημιουργία μιας παράστασης. Το θέατρο είναι πράξεις και συμβάντα, που μέσα από συγκρούσεις αλλάζουν τις συνθήκες και προχωρούν την ιστορία. Δεν μπορείς παρά να γράψεις από "μέσα" προς τα "έξω"».

Εχοντας μετάσχει στην παράσταση από την πρώτη γραφή ώς και την τελική πρόβα σαν απλός εργάτης της σκηνής, ξαναδουλεύοντας μάλιστα μέχρι εξαντλήσεως το κείμενο μαζί με το σκηνοθέτη Αρη Τρουπάκη, ο Αλ. Σταμάτης κατέληξε στο βασικό συμπέρασμα: «Το θεάτρο μας θεραπεύει από τον εαυτό μας. Το θέατρο και η σχέση με τους ανθρώπους του σε βοηθάει στη λήθη του εαυτού σου. Αυτό κι αν είναι στις μέρες μας, περισσότερο από ποτέ, επιτακτικό».
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Πολιτικοι και Facebook Marketing Week (T. 1309)

Το προφίλ ενός χρήστη του Facebook είναι ένας θραυσματικός άυλος πινάκας, ένα δάσος συμβόλων, μια παράσταση in progress, μια «ψηφιακή περφόρμανς» την οποία δημιουργεί ο ίδιος.

Τι συμβαίνει λοιπόν όταν μιλάμε για προφίλ επωνύμων και δη πολιτικών; Οι πολιτικοί από τη στιγμή που κατανόησαν την τεράστια δύναμη των Social Media, έχουν λίγο πολύ όλοι, φτιάξει και το δικό τους προφίλ ώστε να πλησιάσουν και τη νέα γενιά. Στη συντριπτική τους πλειονότητα όμως, οι σελίδες τους είναι έμπλεες από υλικό προβολής των δράσεών τους. Κάποια ομιλία, μια εμφάνιση στην τηλεόραση, ένα άρθρο. Σπανίως απαντούν σε σχόλια, δεν γράφουν σε άλλους τοίχους, δεν μπαίνουν σε συζητήσεις, δεν «ποστάρουν» μη πολιτικό υλικό. Ουσιαστικά τι κάνουν; Χρησιμοποιούν το Facebook ως site και η σελίδα τους καταλήγει να μοιάζει μ’ έναν τοίχο ανακοινώσεων. Όμως το εν λόγω Μέσο δίνει και άλλες δυνατότητες, οι όποιες μένουν αδρανείς.

Όταν ο δημόσιος λειτουργός επιλέγει να μπει στο Facebook, πρέπει να έχει υπόψη του ότι εισέρχεται σε ένα από τα πιο δημοκρατικά και ελεύθερα εργαλεία επικοινωνίας που υπάρχουν. Πρέπει να κατανοήσει πως εδώ είναι η χρυσή του ευκαιρία να δείξει αυτό που δεν δείχνει στην κάμερα, στη βουλή, στη συνέντευξη: τον πραγματικό του εαυτό. Πως έχει την ευκαιρία, έκτος από τις δραστηριότητές του, να επικοινωνήσει και τις μουσικές του επιλογές, τα χόμπι του, τις φωτογραφίες από τις διακοπές του, το ανθρώπινό του πρόσωπο.

Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι σπάνια οι πολιτικοί είναι οι ίδιοι οι διαχειριστές των σελίδων τους. Προφανώς υπάρχουν άνθρωποι του πολιτικού τους γραφείου επιφορτισμένοι με αυτήν την εργασία. Φυσικά δεν μπορούμε να περιμένουμε από έναν βουλευτή ή έναν υπουργό να ξημεροβραδιάζεται στο δίκτυο.

Ας φροντίσουν όμως οι ίδιοι ή οι διαχειριστές των προφίλ τους για τον «εξανθρωπισμό» της σελίδας τους, για περισσότερη αμεσότητα, περισσότερη αλήθεια, ώστε η «photoshop» εικόνα να γίνει όσο το δυνατόν πιο αληθινή. Μόνο να κερδίσουν θα έχουν από κάτι τέτοιο. Εξάλλου όταν κάνεις κλικ σ’ έναν πολιτικό δεν υποτίθεται ότι γίνεσαι οπαδός του, υποτίθεται πως γίνεσαι -έστω και εικονικός- «φίλος» του.

Monday, October 25, 2010

Ο πρωθυπουργικός λόγος, η επανάσταση του αυτονόητου και η καινοτομία

Αλέξης Σταμάτης για το Netweek

Ο ορισμός του λόγου περιέχει το «λεκτικό», εκείνο που μπορεί να ειπωθεί, και το μη-λεκτικό, εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ο γραπτός λόγος είναι άλλο πράγμα. Και ο πολιτικός λόγος ακόμα πιο «αλλούτερο». Δεκάδες φίλτρα μεσολαβούν από το νοούμενο μέχρι εκείνο που εντέλει εκφέρεται.

Η ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ δεν επέτρεψε ακόμη και όσους ξεφλούδισαν τα φίλτρα του κείμενου της να δουν κάτι νέο. Μάλλον επιβεβαίωσε τα όσα ζοφερά ξέραμε. Δύσκολοι καιροί και δύσκολες επιλογές μας περιμένουν.

Ωστοσο υπήρξε και μια αισιόδοξη νότα, όταν ο Γ.Α. Παπανδρέου αφιέρωσε λίγο χρονο σε νέους επιχειρηματίες κάνουν πράξη μοντέλα βιώσιμης ανάπτυξης. Και δεν έμεινε εκεί. Μίλησε για παραδείγματα υγιούς επιχειρηματικότητας που στηρίζονται στην καινοτομία, τις νέες τεχνολογίες, την παράδοση. Και είχε απόλυτο δίκιο. Υπάρχουν εκατοντάδες Έλληνες, που στύβουν το μυαλό τους, προσπαθώντας εν μέσω κρίσης να καινοτομήσουν, να δημιουργήσουν, να «παίξουν μπάλα» με γνώμονα το αύριο.

Ο πρωθυπουργός τους χαρακτήρισε ως «επαναστάτες του αυτονοήτου». Το αυτονόητο ορίζεται ως μια πρόταση της οποίας το νόημα είναι γενικά παραδεκτό πως αναγνωρίζεται χωρίς απόδειξη. Το αυτονόητο συνεπώς, δεν μπορεί να δεχτεί ερμηνείες, δεν μπορεί να δεχτεί επίθετα, δεν μπορεί να είναι «ισχυρό», «ιδεολογικό», «επαναστατικό». Κι αν ακόμα δεχτούμε το «ποιητικόν» της ρήσης, τι συμβαίνει σε μια χώρα όταν η δράση του αυτονόητου θεωρείται επαναστατική;

Είμαι σίγουρος οι επιχειρηματίες που προσπαθούν να καινοτομήσουν, τα νέα παιδια που πασχίζουν να βρουν νέες ιδέες, οι ομάδες που πειραματίζονται με νεα εργαλεία, δεν νιώθουν ούτε αυτονόητοι, ούτε επαναστατικοί. Ακολουθούν την εσωτερική τους «μικρή» φωνή, εκείνη που λέει «πάμε παρακάτω», εκείνη που δεν έχει ανάγκη από ρητορικά σχήματα για να υποστηρίξει την πράξη. Και πράξη, σκέψη, δράση, καινοτομία είναι εκείνο που χρειαζόμαστε σήμερα. Ορθώς λοιπόν ο πρωθυπουργός τους τίμησε. Εκείνο όμως που χρειάζονται δεν είναι μια «επαναστατική» ταμπέλα ως εκφραστές του αυτονόητου, αλλα ενεργή, ρεαλιστική στήριξη από το σύνολο της κοινωνίας -- ή τουλάχιστον από εκείνα τα κομμάτια της που και θέλουν και μπορούν. Την «αυτονόητη» στήριξη της καινοτομίας στη ζωή και στην δημιουργία.
netweek (T. 252)

Monday, October 18, 2010

"Δακρυγόνα" στο Θεατρο της Οδου Κεφαλληνιας

Mανος ο Νίκος Αρβανίτης
Έλλη η Δανάη Παπουτσή

Σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη
Σκηνικά, κοστούμια, φωτισμοί ο Θοδωρης Χρυσικός

κείμενο Αλέξης Σταμάτης


Στο Θεάτρο της Οδού Κεφαλληνιας
Κεφαλληνίας 16 / 210 8838727
22/10-6/1

Wednesday, October 6, 2010

Greece 2010 -- A True Story / article @ Huffington post

Alexis Stamatis
Greece 2010 -- A True Story

Huffington Post, 6 October 2010

Woody Allen once said "Life is divided into the horrible and the miserable. The horrible are the cancer patients and the terminal cases..., the miserable is everyone else. So, be thankful that you're miserable". In Greece these days we hope to be miserable.

This 4th of October marked the first anniversary since our last parliamentary elections. Within this year, we Greeks experienced the narrative of our lifetimes. Plot twists, staccato rhythm, powerful but flawed heroes, vast changes in everyday life, falling masks, power games, blood, intrigue, crimes -- but, alas, very little punishment, boisterous montage, hand held camera shots, jump cut. To employ a motion picture analogy, it feels as if the producer went berserk and decided to pack ten films into one.

At the core of this narrative lies one crucial event: the financial crisis. There are many persons in our social circle whose professional, personal or social life has been turned upside down. In Argentina, during the peak of the crisis, Barrio Freud -- a "shrink ghetto"-- was established, where a handful of specialists spent all day trying to heal tormented souls. Each culture has its own specificities of course. Us Greeks -- being extrovert Mediterraneans -- like to talk. Not necessarily on couches but in tavernas, coffee shops or the balconies of our friends. We talk and we listen. And listening is what's new now.

But how was this narrative structured?

Calling a snap election, the former PM announces that there is a problem with the economy: "I am unable to fix it without passing austerity measures", he claims. The upcoming PM -- by then certain of his victory -- is also aware of the problem. He also knows that the cancer exists. What he perhaps doesn't know is the extent of its spread. But, in any case, you never throw the patient all the bad news at once. You go step by step, surgically. The first plot step is: "If I don't announce the whole extent of the bad news, I can be elected with a larger number of MPs, so I will have a clean majority and I will be more able to pass the measures which I consider the only solution". Don't forget, truth is not the number one concern in politics; what matters most is effectiveness and the restoration of hope.

In every election, the goal of each opposing campaign is to fence its opponents within its own narrative, to bring them to its preferred turf. In politics when you control the question you frame the debate. By achieving this, your narrative can become cohesive, with minimal leaks. Nonetheless, a strong political narrative is neither a just another slogan nor a "unique selling point", a niche. A successful campaign has to tell a story and to explain it in simple terms.

At this point, the narrative cries out for a Bad Guy, somewhat of a Deus Ex Machina for a political message. In our case, call me the International Monetary Fund. So the narrative line develops like this: "I thought that money did exist, but when I took office I found out that the state was in shambles from mismanagement and corruption caused by the previous administration. Our priority can only be to save Greece from default and the only one that can help is -- alas -- the bad guy. Thus, the austerity measures are not the product of my policies or values; they are imposed by the bad guy, the IMF".

It is brilliant that the Ministers who sit on the table with the representatives of the "bad guy" can then appear on talk shows feeling for the old ladies whose pensions have been slashed. It is a classic case of a "double message", but the narrative can find a way to encapsulate it, because one of its key points is expectation management: you lower the bar so much so that you can be sure to pass it.

This is not to necessarily imply that the motives of the administration are faulty. The right question to ask is "what else could they do?" How do you obtain social legitimacy to pass the most severe austerity measures of a lifetime without the narrative of a lifetime?

Nonetheless, this year's narrative has left so many subplots untouched, that the upcoming year will need a narrative maestro, a genius script doctor to unbind all the Gordian knots -- and not necessarily by cutting them. We all heard about some spoilers, but rumors are always rumors, and not too many people have access to the production office, despite our perennial national taste for gossip and exaggeration. The past has only been the introduction. Greece 2011 awaits.

Saturday, October 2, 2010

E books: Συνεντευξη στο Netweek

Ένα νέο πεδίο πειραματισμού
Γράφει η Ισαβέλλα Ζαμπετάκη

Ο Αλέξης Σταμάτης, Συγγραφέας και Δημοσιογράφος, θίγει το θέμα των ηλεκτρονικών βιβλίων από την προοπτική του συγγραφέα.

NetWeek: Αποτελούν τα e-books μια νέα ευκαιρία για τους συγγραφείς, ή «υποβαθμίζουν» το έργο τους;

Αλέξης Σταμάτης: Είναι ακόμη νωρίς για να μιλήσουμε στην Ελλάδα για τον συγγραφέα και τα e-books. Περιμένουμε να γίνει κάποια νομοθετική πλατφόρμα, ή κάποια συλλογική σύμβαση, για να καταλάβουμε κι εμείς πόσο θα μας επηρεάσει η εξέλιξη αυτή που είναι βέβαιο ότι θα πάρει σύντομα πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Η ουσία είναι ότι το έργο του συγγραφέα καλό είναι να μεταφέρεται με οποιοδήποτε μέσον, αλλά ταυτόχρονα και ο ίδιος να νιώθει την πνευματική του περιουσία προστατευμένη και, ειδικά στις μέρες μας, τα συγγραφικά του δικαιώματα άθικτα.

Εάν κάποιος είναι εξοικειωμένος με το να διαβάζει ένα βιβλίο ηλεκτρονικά, προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα, όσο κι αν το «παραδοσιακό» βιβλίο μου είναι πιο οικείο. Ακόμα και αν η σχέση μου με την τεχνολογία είναι πάρα πολύ καλή, η ανάγνωση ενός κείμενου άνω των 6-7 σελίδων ηλεκτρονικά μου είναι κουραστική.

Φυσικά, οι νεότερες εκδόσεις των εργαλείων ανάγνωσης δημιουργούν ένα πολύ φιλικότερο περιβάλλον. Αυτό που κατά τη γνώμη μου έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι το πεδίο που ανοίγει η εξέλιξη αυτή για νέους πειραματισμούς στην αφήγηση. Το ηλεκτρονικό βιβλίο μπορεί να βρει «ένα γήπεδο να παίξει» δημιουργικά και καινοτόμα, όταν οι αφηγήσεις που θα προκύψουν θα σχετίζονται και με την ίδια την τεχνολογία που τις φιλοξενεί. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει νέες φόρμες και τρόπους έκφρασης.

NetWeek: Πώς αξιολογείτε τις διευρυμένες δυνατότητες για ψηφιακό self-publishing μέσα από πλατφόρμες όπως το Smashwords. Πρόκειται για μια «δημοκρατία» της ελεύθερης έκφρασης ή για μια συνθήκη που θα δυσκολέψει τη διαδικασία εντοπισμού των πραγματικά καλών έργων;

Αλέξης Σταμάτης: Στη σύγχρονη εποχή της επικοινωνίας, δεν μπορεί να υπάρχουν φίλτρα η μηχανισμοί αξιολόγησης για το τι θα βγει προς τα έξω και τι όχι. Αυτή είναι και η δημοκρατία του internet. Ο καθένας πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκφράζεται. Ο πληθωρισμός είναι αναπόφευκτος, αλλά ένα καλό έργο θα βρει πάντα τον τρόπο να ξεχωρίσει.

Monday, September 27, 2010

Alexis Stamatis @ Huffington Post: :The Greek Mirror

"Greece is like a mirror. It makes you suffer. Then you learn."

"To live alone?"

"To live. With what you are."

The above quote is taken from The Magus by John Fowles, an eminent British author who half a century ago spent some years in Greece. Today, as the economic crisis is shaking our country to its foundations, his words seem more fitting than ever. In these dismal times, when each new austerity measure feels like a black curtain over the sky, the main actors on our political and cultural stage are the IMF, the EU and their economic "support" mechanism, along with the now famous credit rating agencies. Greece does indeed make us suffer.

In our brief adventure on this planet, nothing is a given. And yet we are creatures of habit. We enter a flow, we establish a routine, and we think that what we live is meant to last forever. Even as we grow older, we still take that routine for granted. Until, one fine day, life provides us with a gentle--or not-so-gentle--reminder. Everything suddenly becomes more fluid, more fragile. And we begin, belatedly, begrudgingly, to learn new things, inching closer to our true selves. The question, as Fowles implied, is how many of us will manage to live with what we - really - are.

Since, for decades, the mirror seemed to be reflecting something different, this sudden revelation has come as a shock. Young people find themselves owning vacation homes in the country while holding jobs that pay 600 Euros per month, i.e., their monthly expenses for drinks, gas, and cigarettes. Largely simplifying things, the core of the problem lies in the fact that these vacation homes were built by their parents, using the same EU funds that were meant to create productive jobs for them (while the state looked the other way - winking guiltily prior to every election). "There is a silver lining, however. The vacation home has a DSL line. If you have something original to contribute --music, words, code-- you can now do it with a view of the Aegean. There are no excuses for inaction," says, with a touch of irony, Dimitris Achlioptas, a Computer Science professor at the University of Athens.

To take Fowles' thought one step further, at this point some of us will try to smash the mirror, some will look away or stare at the frame, while others will be taken aback by this new image and will try to find out where the "good-old one" went. We are meant to pass through all the stages of grief: to learn to live with it, accept it and, inevitably, start to act. For those who won't become lost in the glass and manage to face the world around them, there will be new roles, unimaginable just a short while ago. Roles for which the "I"--the ego, in Greek--will not be quite so central anymore.

It is becoming obvious that we are starting to think differently. Collectively. The first realization is that we are not alone. That this is not happening only to us. Many are in a much more difficult state. Almost every single one of our friends or acquaintances is going through the crucible.

A strange new thing is beginning to take shape, a new sense of "togetherness" - a unity of purpose that did not exist previously. We 're beginning to go out more, to visit friends, to listen, to propose new ideas. Kyriakos Pierrakakis, Chairman of Greece's Institute for Youth, encapsulates the feeling: "The times are truly difficult - but without diminishing the vast social costs of decreasing wages, increasing unemployment and lagging growth - a crisis is perhaps the best opportunity for my generation to summon a new spirit: to identify with solutions instead of problems, with action instead of complaints, with purpose instead of compromise."

It's central that this sense of togetherness does not remain merely a psychological state. It needs to be transmuted into collective action. Whatever it may produce - a performance, an event, an internet initiative, a business idea or just a friendly collaboration - will act as an antidote to this new order of things with which we must learn to live.

During the economic crisis in Argentina, theatrical groups and performances proliferated. For us, Greeks, the demand of these times for common effort and trust in each other will perhaps be the one good thing to come out of this - not exactly unforeseeable - adventure that we've entered upon. Crisis is a group journey.

We should not waste energy pondering on who created the mirror at the first place. Easy answers are abundant. The important thing is that the mirror does exist - and there's nothing like a smooth, pitiless glass that can really tell the whole truth.

Wednesday, September 22, 2010

Η τραγωδία του αέρα

Δεκαεπτά Απριλίου
δοκιμάζω το εύρος της αναπνοής μου

Εισπνέω
και για μια στιγμή
μπαίνει μέσα μου ολόκληρος ο κόσμος

Εκπνέω
και τοποθετούμαι εντός του
με τον ελάχιστο ήχο που μου επιτρέπεται

Απλόχωρη διείσδυση και διστακτική έξοδος
η τραγωδία του αέρα

Ετσι.
σαν κάθε τι εδώ πάνω
έτσι κι η αναπνοή
παλεύει να υπάρξει

Saturday, September 11, 2010

Inception: η κατασκευή του ονείρου και η κατασκευή της πραγματικότητας (απο την Καθημερινη 11.9)

Inception: η κατασκευή του ονείρου και η κατασκευή της πραγματικότητας

Του Αλεξη Σταματη*

Το Inception, αν ξεπεράσει κανείς την μπλόκμπαστερ επικάλυψη και την επιλογή της αισθητικής ως βασικού κινηματογραφικού λεξιλογίου, είναι μια συναρπαστική πολυεπίπεδη αφήγηση, μια εκρηκτική ρώσικη κούκλα, μια ταινία που αγγίζει ένα θέμα που απασχολεί την τέχνη από καταβολής. Η φαντασία (το όνειρο), η πραγματικότητα και τα όριά τους. Η χολιγουντιανή ροή σε τραβάει από το μανίκι σ’ έναν στροβιλισμό διαρκείας ταυτίζοντας ουσιαστικά την «κατασκευή» του φιλμ με την ανακατασκευή της θέασής του. Ετσι η «εκούσια αναστολή της δυσπιστίας», απαραίτητο συστατικό για να αποδεχτείς ό,τι βλέπεις σε μια σκοτεινή αίθουσα επί δυόμισι ώρες, λειτουργεί πολλαπλά: και ως προς το θέαμα και ως προς το επαλλήλως εγκιβωτιζόμενο περιεχόμενό του. Το φινάλε του φιλμ, με τη σβούρα που στριφογυρίζει, συνοψίζει την ιστορία κάνοντάς την μάλιστα απρόσβλητη στα spoilers.

Ο Νόλαν χρησιμοποιεί ως όχημα (με μια μπορχεσιανής βάσης σύλληψη που ωστόσο υποβαθμίζεται από την ανάγκη «to make it big») την κατασκευή, αλλά και τον έλεγχο των ονείρων, υπενθυμίζοντάς μας και την άλλη όψη του νομίσματος που έχει να κάνει με το σήμερα. Τον έλεγχο της πραγματικότητας. Σε μια εποχή που η ζωή όλο και περισσότερο βιώνεται ως «πρότζεκτ» -ως μια προσεκτικά οργανωμένη συλλογική δραστηριότητα με ένα συγκεκριμένο στόχο-, λειτουργούν διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί που μας αποσπούν από την προσωπική μας «ιστορία» και μας παρασύρουν σε παραπληρωματικές. Και δεν μιλώ μόνο για τους προφανείς, (τηλεόραση, μίντια, διαφήμιση κλπ.), αλλά για έναν συλλογικό «ρυθμό», μια παράλληλη μαζική αφήγηση, η οποία, επεμβαίνοντας στη φυσική «μελωδία» αλλά και στον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας, σε χωνεύει, θες δε θες, στον δικό της εικονικό βηματισμό. Η κατασκευή των ονείρων αποδομείται τόσο αναλυτικά στο φιλμ, που σε κάνει να σκεφτείς σε τι διαφέρει με την κατασκευή της πραγματικότητας. Πολυεπίπεδες φαντασιώσεις, έντεχνα φιλοτεχνημένες προσδοκίες και εθιστικές μικροαφηγήσεις εμφυτεύονται καθημερινά στο υποσυνείδητό μας. Μια virtual αρχιτεκτονική εν εξελίξει, τόσο προχωρημένη, που ο ανθρώπινος νους την θεωρεί δεδομένη. Ομως, πόσα από τα συστατικά της μας ανήκουν πραγματικά; Το υποσυνείδητο είναι ένα άγριο ζώο που σε ενύπνια κατάσταση παίζει ακόμα και με τον Μορφέα. Οταν όμως ο Μορφέας αποσύρεται, αναλαμβάνουν άλλοι θεοί να ταΐσουν αντικατοπτρισμούς την πραγματικότητα. Μήπως, σαν τον Ντι Κάπριο, χρειαζόμαστε κι εμείς ένα προσωπικό τοτέμ, μια σβούρα που θα μας υπενθυμίζει κάθε φορά σε ποιον κόσμο βρισκόμαστε;

Wednesday, September 8, 2010

Holly Strike

Πριν από κάποια χρόνια ήμουν στο Σικάγο. Με δυο φίλους αποφασίσαμε να πάμε για μπόουλινγκ. Η μόνη μου επαφή με το άθλημα ήταν καμία είκοσι πεντάρια χρόνια πριν, όταν είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι πετούσα σταθερά την μπάλα στο αυλάκι, ενώ οι φίλοι μου πήγαιναν από στράικ σε στράικ. Αργότερα κάπου είχα διαβάσει ότι είχαν βρει «πρωτόγονες» μπάλες μπόουλινγκ και κορίνες στον τάφο ενός Αιγύπτιου βασιλιά που πέθανε το 5.200 πχ. Η κατάρα του Φαραώ είχα πει. Στο άρθρο ανέφερε επίσης ότι ο σερ Φρανσις Ντρέικ πριν από κάθε μάχη με την ισπανική Αρμάδα έπαιζε μπόουλινγκ. Κάτι θα ’ξερε ο άνθρωπος που εγώ αγνοούσα.
Μπαίνοντας στην αίθουσα είχαμε μια δυσάρεστη έκπληξη. Όλοι οι διάδρομοι ήταν πιασμένοι. Κι όμως δεν υπήρχε κανείς στο χώρο. Διαμαρτυρήθηκα στον υπάλληλο, ο οποίος χαμογελώντας κούνησε το κεφάλι του, λέγοντας «είναι το τέταρτο του Τεντ. Περιμένετε λίγο κι ύστερα θα παίξετε» είπε στωικά. «Ποιος είναι ο Τεντ;» ρώτησα. «Θα δεις».
Ξαφνικά μια πλάγια πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο πιο αλλόκοτος τύπος που έχω δει στη ζωή μου. Κατσαρά μαλλιά αφάνα σαν τους μαύρους της δεκαετίας του 70, δεκάδες χαϊμαλιά στο λαιμό, ντυμένος με χακί στρατιωτική στολή κι από πάνω κόκκινες τιράντες! Αντι για παπούτσια μπόουλινγκ φορούσε μπότες με σπιρούνια και στα χέρια του κρατούσε δυο μπάλες. Σταμάτησε στον κεντρικό διάδρομο και προσπάθησε κάνει τζάγκλινγκ με τις μπάλες, που φυσικά του έπεσαν αμέσως κάτω από το βάρος. Ύστερα περπάτησε στο διάδρομο, έφτασε στις κορίνες, γονάτισε και προσευχήθηκε με κατάνυξη. Όταν τελειωσε, πέρασε πίσω από τις κορίνες κι άρχισε να κοιτάζει τον κοσμο τραγουδώντας: «Είμαι ο Φωτεινός Πολεμιστής, είμαι ο Φωτεινός Πολεμιστής. Ο Ιησούς Σώζει». Αφού τελειωσε αυτό το περίεργο τελετουργικό κατευθύνθηκε στη θέση των παικτών όπου υπήρχε ένα μικρόφωνο. Το πήρε και πέρασε σ’ ένα ακατάσχετο λογύδριο εναντίον της «υψηλής τεχνολογίας» που χρησιμοποιείται στο μπόουλινγκ. «Ο Θεός μας έφτιαξε από πηλό, πρέπει να τιμάμε τα βασικά. Κάθε κορίνα είναι και μια εντολή, πρέπει να της πετυχαίνουμε όλες». Όταν τέλειωσε, πήρε το σακ βουαγιάζ που κουβαλούσε μαζί του κατευθύνθηκε και πάλι προς τον διάδρομο, έφτασε κάπου στη μέση, έβγαλε ένα δίσκο στον οποίο υπήρχε άμμος κι έστησε πάνω τις δέκα κεριά με την ίδια ακριβώς πυραμιδοειδή διάταξη που έχουν οι μπάλες του μπόουλινγκ. Τα άναψε και πήγε ξανά στη βάση. Ο τύπος γύρισε προς το κοινό που τον επευφημούσε. Έκανε μια θεατρική υπόκλιση, έβγαλε ένα μακρύ κυλινδρικό σωλήνα από το σακ βουαγιάζ και ξάπλωσε στην άκρη του διαδρόμου. Έβαλε το σωλήνα μπροστά στο στόμα του, έκλεισε τα μάτια και σήκωσε το χέρι. από τα μεγάφωνα της αίθουσας άρχισε να ακούγεται ο «Μεσσίας» του Χέντελ. Μετά από ένα λεπτό ξανασήκωσε το χέρι, η μουσική σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και φύσηξε με όλη του τη δύναμη. Τα δέκα κεριά έσβησαν με τη μια. Στην οθόνη του διαδρόμου άναψε μια νέον επιγραφή: «Holly Strike». Η μουσική ξανάρχισε κι ο Τέντ σηκώθηκε κι άρχισε να μοιράζει φυλλάδια στον κόσμο. Όταν έφυγε, μάθαμε πως είναι η «μασκότ» του κέντρου, ένας βετεράνος του πρώτου πολέμου του Κόλπου που κηρύσσει το λόγο του Θεού, μέσα από το… μπόουλινγκ.
Όταν επιτέλους αρχίσαμε το παιχνίδι, τα χρόνια απραξίας φάνηκαν. Ήρθα τρίτος και καταϊδρωμένος παρ’ όλες τις α λα Τεντ προσευχές μου για Holly Strike….

Tuesday, September 7, 2010

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Oμιλια στο Μουσείο Σπύρου Βασιλείου

«Η αρχιτεκτονική είναι το μεγάλο βιβλίο της ανθρωπότητας, η πρωταρχική έκφραση του ανθρώπου στα διαφορετικά στάδια ανάπτυξης του, τόσο ως δυναμική, όσο και ως διάνοια» Βικτορ Ουγκό.
Πρόκειται για μια φράση στην οποία συνδέονται οι έννοιες αρχιτεκτονική και βιβλίο. Αν αντικαταστήσουμε την λέξη «αρχιτεκτονική» με τη λέξη «λογοτεχνία» και τη λέξη «βιβλίο» με τη λέξη «οικοδόμημα», η φράση διαθέτει το ίδιο ακριβώς ειδικό βάρος, αποδεικνύοντας την αλληλοδιείσδυση και την εκλεκτική συγγένεια που έχουν οι δυο αυτές δημιουργικές πρακτικές.
«Η λογοτεχνία είναι το μεγάλο οικοδόμημα της ανθρωπότητας, η πρωταρχική έκφραση του ανθρώπου στα διαφορετικά στάδια ανάπτυξης του, τόσο ως δυναμική, όσο και ως διάνοια».
Από τον Άγιο Αυγουστίνο ως τον Ίταλο Καλβίνο και τον Ζορζ Περέκ, αρχιτεκτονική και λογοτεχνία έχουν διασταυρωθεί πολλές φορές, στην κοινή τους επιδίωξη να αφηγηθούν, να δημιουργήσουν, να αναδημιουργήσουν και να εκφράσουν το χώρο. Στην λογοτεχνία εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι – πόλεις, γειτονιές, δρόμοι, κτίρια και δωμάτια – εμφανίζονται ως τοποθεσίες όπου εξελίσσεται η εμπειρία της ζωής, αλλά και ως τόποι που φέρουν ορατά τα ίχνη του περάσματος του χρόνου, τόποι στους οποίους προβάλλουμε τις προσωπικές μας εμπειρίες και αναμνήσεις. Η αρχιτεκτονική και η λογοτεχνία μοιράζονται όμοιες αρχές αισθητικής και δομής. Συχνά δε, χρησιμοποιείται η ίδια ορολογία για να περιγράφουν τόσο οι κειμενικοί όσο και οι αρχιτεκτονικοί τόποι.
Έχοντας ο ίδιος σπουδάσει αρχιτεκτονική, πριν καταλήξω να αφιερωθώ αποκλειστικά στη συγγραφή, είμαι στην ευχάριστη θέση να καταθέσω την ευγνωμοσύνη μου για αυτό το μεγάλο σχολείο που με βοήθησε αφάνταστα στην εργασία μου ως μυθιστοριογράφου. Οι αρχιτεκτονικές σπουδές είναι ένα πραγματικό Παν-επιστήμιο. Περιλαμβάνουν ένα πανόραμα γνώσης: εικαστικά, φιλοσοφία, κοινωνιολογία, σύνθεση, μαθηματικά, στατική… Αποφοίτησα έχοντας στη φαρέτρα μου μια ποικιλία εφοδίων που αργότερα μου φάνηκαν κάτι παραπάνω από χρήσιμα στο νέο μου δρόμο.
Κυρίως όμως, οι σπουδές μου στην αρχιτεκτονική με βοήθησαν στο να σκέφτομαι κατασκευαστικά: να είμαι σε θέση να κάνω μια αφηρημένη ιδέα, πράξη. Ένα αποφασιστικό εργαλείο εξαιρετικά χρήσιμο στην σύλληψη, χάραξη, δομή και επεξεργασία των βιβλίων μου.

Οι σκέψεις αυτές έχουν κατατεθεί μερικά στο δεύτερό μου μυθιστόρημα «Μπαρ Φλωμπέρ». Παραθέτω ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο. Μιλούν ένας πατερας, καταξιωμένος λογοτέχνης και ο γιος του.









ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΡ ΦΛΩΜΠΕΡ

«Ήρωες; Δεν υπάρχουν ήρωες, μόνο άνθρωποι υπάρχουν. Άνθρωποι, χαρακτήρες που με επισκέπτονται. Είναι κάτι σαν συμβίωση. Όταν γράφω, τους αισθάνομαι να κυκλοφορούν μέσα μου, να ζουν ό,τι κι εγώ κατά τη διάρκεια της μέρας».
«Κι όταν τελειώνεις το κείμενο, αποσύρονται. Κοιμούνται...» σχολίασα.
«Όταν τελειώνει το κείμενο, εκείνοι πια ανήκουν στους αναγνώστες. Εγώ είμαι που κοιμάμαι!», είπε γελώντας ο πατέρας.
«Ψέματα, τι κοιμάμαι...», συνέχισε. «Αφού βάλω και την τελευταία τελεία, περνάω μια περίοδο πολύ εσωτερική, σχεδόν διαλογισμού με το κείμενο».
Δεν τον ρώτησα τι εννοούσε. Δεν χρειαζόταν.
«Κάθομαι και το παρατηρώ. Σαν να κοιτάζω ένα πίνακα. Προσέχω τις ισορροπίες, τους όγκους, τις αναλογίες. Θέλω το τελικό κείμενο ν’ αναπνέει με κοφτές ανάσες, να ραγίζει δίχως ν’ αποκαλύπτει τα χάσματά του. Κι εκεί στα ραγίσματα προσπαθώ να παρασύρω τον αναγνώστη, να καμουφλάρω την τρύπα, κι αυτός, ανυποψίαστος, να πέσει μέσα. Όμως πρόσεχε! Εννοώ μια ανατροπή που οφείλει απαραίτητα να δικαιολογείται από το ειδικό βάρος των χαρακτήρων κι από τις συγκρούσεις. Όλα, όλα πρέπει να δικαιολογούνται Γιάννη στο μυθιστόρημα! Οφείλει να είναι μια τέλεια, μια αψεγάδιαστη κατασκευή, να ’ναι όπως ένα κτίριο, να ’χει τον φέροντα οργανισμό, τα φερόμενα στοιχεία, τα ανοίγματα, ακόμα και τον αρμό διαστολής! Ο αναγνώστης μπορεί να τα βλέπει όλα λεία, σοβατισμένα, απαστράπτοντα, παρόλο που μέσα, γίνεται κοσμογονία: κονιάματα, πέτρες, τούβλα, μπετόν, δοκάρια... Τα εντόσθια του κειμένου πρέπει να είναι υπολογισμένα στην εντέλεια. Αλλιώς αγόρι μου πέφτει. Πέφτει και διαλύεται στα εξ’ ων συνετέθη».

Πιο κάτω, μερικές επί μέρους σκέψεις, για την συνάφεια των δυο χώρων.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Το μυθιστόρημα, όπως και το κτίριο είναι μια κατασκευή. Δημιουργείται με «υλικά», έχει ένα στάδιο κατασκευής (που πανω κάτω είναι ίδιο χρονικά) διαθέτει εσωτερικούς «νόμους», θεμέλια, σκελετό, στοιχεία πλήρωσης, ανοίγματα και όταν τελειώσει παραδίδεται προς χρήση στους αναγνώστες, όπως το κτίριο στους χρήστες του.
ΕΚΚΙΝΗΣΗ ΣΥΛΛΗΨΗ
Η διαδικασία σύλληψης ενός βιβλίου είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί. Ωστόσο σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε πως όλα στη λογοτεχνία αρχίζουν από ένα χάος στο οποίο ο δημιουργός καλείται να βάλει τάξη. Ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένας επιμελητής χάους. Στήνει έναν ολόκληρο κόσμο από το μηδέν. Αλλά το ίδιο δεν είναι και ο αρχιτέκτονας;
Η αρχή και στις δυο περιπτώσεις είναι το κενό. Ο αρχιτέκτονας εκκινεί από ένα άδειο χώρο, το γιαπί, όπου καλείται να ‘σηκώσει’ μια κατασκευή. Ο συγγραφέας επίσης αρχίζει από ένα κενό (λευκό) χαρτί όπου καλείται να εγείρει μια ιστορία. Βέβαια το χαρτί, ή η οθόνη στις μέρες μας, είναι απλά το όχημα. Το σημείο εκκίνησης του λογοτέχνη είναι το απόλυτο μηδέν, το τίποτα, απ’ όπου σαν ένας μικρός θεός καλείται να στήσει μια αφήγηση, να κατασκευάσει έναν κόσμο. Εν αρχή ην το χάος, αλλά και εν αρχή ην ο λόγος,
Η αρχική ιδεα του συγγραφέα μπορεί να είναι από μια λέξη, ένας χαρακτήρας, ένας μύθος, μια έννοια. Προσωπικά μιλώντας, το τελευταίο μου βιβλίο ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΑΧΤΗ άρχισε από μια λέξη, τη λέξη αυτοανάφλεξη και το δεύτερο το ΜΠΑΡ ΦΛΩΜΠΕΡ από έναν παιχνίδι λέξεων. Η αρχική ιδέα του αρχιτέκτονα μπορεί να είναι μια χάραξη, ένα σχήμα ακόμα και μια έννοια.
Η διπλωματική μου εργασία σο ΕΜΠ ηταν η μετατροπή του γηπέδου του ΠΑΟ σε ένα κτίριο πολλαπλών χρήσεων. Η πρωτη σπίθα για τη λύση, η κεντρική ιδέα ήταν ένας κύκλος: η σέντρα που απλώθηκε τρισδιάστατα κι «παρήγαγε» το κτίριο, με τον ίδιο πάνω κάτω τρόπο που η λέξη αυτοανάφλεξη στην Μητέρα Στάχτη απλώθηκε κι «έφτιαξε» την πλοκή.
Η ιδέα-σχήμα- έννοια αρχίζει και παίρνει σταδιακά μορφή μεσα από διαδικασίες στις οποίες λαμβάνεται υπ’ όψη το περιβάλλον, η κοινωνία, οι πάσης φύσεως αλληλεπιδράσεις, η παράδοση, η ιστορική περίοδος, το στιλ, ο προσανατολισμός. Εδώ, αρχιτεκτονική και λογοτεχνία ακολουθούν σχεδόν παρόμοιες μεθόδους.
ΥΛΙΚΑ
Τα υλικά του αρχιτέκτονα είναι τα υλικά που προσφέρει η φύση. Άμμος, νερό, ασβέστης, χώμα, πέτρα, ξύλο, σίδερο, μάρμαρο. Με αυτά δημιουργεί χώρο, δημιουργεί ζωή. Τα υλικά του συγγραφέα είναι εκείνα που προσφέρει η ζωή: μνήμη, πόνος, ενοχή, εκδίκηση, και κυρίως έρωτας, θάνατος, εξουσία. Με αυτά δημιουργεί αφήγηση, μύθο εξερευνά της ρωγμές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Με τα υλικά του ο αρχιτέκτονας κατασκευάζει τα μέρη του κτιρίου του : δωμάτια, ορόφους, παράθυρα, διαδρόμους ενώ ο συγγραφέας κατασκευάζει χαρακτήρες, σχέσεις, συγκρούσεις.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Ο σχεδιασμός του κτιρίου ξεκινά από χαράξεις, σκελετό, κάνναβο. Υπακούει σε έναν μηχανισμό στηριξης ώστε να μπορεί να η κατασκευή να είναι λειτουργική.
Ο σχεδιασμός της πλειοψηφίας των μυθιστορημάτων ξεκινά επίσης από έναν σκελετό. Μέρη, κεφάλαια, αλληλεπιδράσεις χαρακτήρων, κρίσιμες σκηνές. Η στήριξη των λογοτεχνικών μερών δεν είναι κι αυτή παρά ένα δομικό πλέγμα. Τα μέρη οφείλουν να αλληλοϋποστηρίζονται, η «κατασκευή» να ισορροπεί μέσα από αιτιώδεις σχέσεις μέσα από φορτία αισθημάτων.
ΣΤΙΛ
Ο (καλός) λογοτέχνης όπως και ο (καλός) αρχιτέκτονας διαθέτουν το δικό τους «δακτυλικό αποτύπωμα». Το δικό τους στιλ. Υπάρχουν λογοτέχνες με μνημειώδες στιλ και αρχιτέκτονες με λυρικό. Αρχιτέκτονες με μεταφυσικό στιλ και λογοτέχνες με μπαρόκ. Συχνά χρησιμοποιούμε αρχιτεκτονικούς όρους για να χαρακτηρίσουμε γραπτά και λογοτεχνικούς όρους για να χαρακτηρίσουμε κτίρια. Η καθαρότητα των γραπτών του Σωτήρη Δημητρίου μερικές φορές μου θυμίζει Άρη Κωνσταντινίδη και η ποίηση στα κτίρια του Αντόνιο Γκαουντί, Μπόρχες ή Μαρκές.
Όπως μια πετυχημένη πρόταση έχει εφελκυστική αντοχή – δηλαδή δεν μπορείς να αλλάξεις ούτε μια λέξη, όλα τα συστατικά συνεργάζονται, έτσι και σ’ ένα πετυχημένα σχεδιασμένο αρχιτεκτονικό στοιχείο δεν μπορείς να μετακινήσεις ούτε ένα εκατοστό.
ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Η αλληλεπιδράσεις των κατασκευαστικών στοιχείων, όπως οι αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων, οδηγούν το κτίσμα - ιστορια, σε απρόβλεπτες ενίοτε κατευθύνσεις που εκπλήσσουν πολλές φορές και τον ίδιο τον δημιουργό αρχιτέκτονα - συγγραφέα. Έτσι κατά την πορεία του σχεδιασμού, μπορεί η αρχική ιδεα να εγκαταλειφθεί, οι χαράξεις να τροποποιηθούν, νέοι χώροι να προκύψουν, ή ήδη υπάρχοντες να αφαιρεθούν. Ο συγγραφέας σκίζει σελίδες, ο αρχιτέκτονας σχέδια. Όταν οι χαρακτήρες αναπτύσσονται διαρκώς και παραμένουν ζωντανοί τότε η πλοκή θα φροντίσει από μόνη της. ¨όταν ο σχεδιασμός είναι διαρκώς a work in progress τότε η αρχιτεκτονική πλοκή θα φροντίσει από μόνη της. Η περιπέτεια της αφήγησης ενός κτιρίου προσομοιάζει στην περιπέτεια κατασκευής ενός μυθιστορήματος.
ΛΑΘΗ
Ένας αρχιτέκτονας που θέλει να «φορέσει» ένα κτίριο σε ένα χώρο χωρίς να λάβει υπόψη του τους περιβαντολογικούς, ιστορικούς, κοινωνιολογικούς παράγοντες, ή προσπαθώντας να συνταιριάξει τα αταίριαστα, να παραθέσει χωρίς να αφομοιώσει. είναι ένας κακός αρχιτέκτονας. Μια αρχαΐζουσα κολώνα σε μια γυάλινη πρόσοψη είναι μια τρύπα στο νερό.
Ένας συγγραφέας που επιβάλλει στον αναγνώστη μια προκατ ιστορια δένοντας τους χαρακτήρες με μια προκαθορισμένη πλοκή, χωρίς να αναρωτηθεί για τις αιτίες της συμπεριφοράς τους, χωρίς να μετρήσει τις αντιρρήσεις τους (γιατί και οι χαρακτήρες ενός βιβλίου μπορούν να διαφωνούν με τον συγγραφέα) χωρίς να νοιαστεί για την αλληλεπίδραση τους με την εποχή, είναι ένας κακός συγγραφέας. Ουρανοκατέβατες φράσεις του Τζόις ή του Προυστ, ερριμένες ατάκτως στο σώμα ενός σύγχρονου μυθιστορήματος το καθιστούν παρωδία, είναι αδέξιες πρόζες κεντημένες με βόλους από χρυσάφι.
Η ΚΟΥΡΤΙΝΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Υπάρχουν συγγραφείς που ανοίγουν την «κουρτίνα των εργασιών» του «γιαπιού» τους, και επιτρέπουν στον αναγνώστη να δει μέσα, στην «κουζίνα», να επιθεωρήσει το εργαστήριο τους σε πλήρη ανάπτυξη.
Την ίδια στιγμή υπάρχουν αρχιτέκτονες που εμφανίζουν στην επιδερμίδα των κτιρίων τους τα εντόσθια του έργου, δίνοντας την δυνατότητα στον θεατή η στον χρηστή να έχει μια εποπτεία του εσωτερικού της κατασκευής.
Για να παμε πιο παλιά, ο ορατός φέρον οργανισμός των κτιρίων του Κωνσταντινίδη μπορεί να αντιπαραβληθεί με το έργο ενός συγγραφέα ο οποίος με τον αναλυτικό κατακερματισμό της πλοκής του, επιτρέπει στον αναγνώστη, ταυτόχρονα με την παρακολούθηση της στόρι να διακρίνει αναλυτικά τον κορμό, τον σχεδιασμό, τα φέροντα στοιχεία του βιβλίου.
Από την άλλη παρατηρούμε συγγραφείς που δουλεύουν διακειμενικά, εντάσσοντας στην αφήγηση τους επεξεργασμένες μνήμες, εικόνες, φράσεις, αναφορές σε άλλα παλαιότερα αφηγήματα με τα οποία επιχειρείται ένας διάλογος (όχι απλή παράθεση). Το ίδιο κάνουν, σε μεγαλύτερη μάλιστα συχνότητα – πολλοί αρχιτέκτονες οι οποίοι συνομιλούν με αρχιτεκτονικά στοιχεία άλλων εποχών, σχολιάζοντας τα, (όχι παραθέτοντάς τα) από μορφολογικής, λειτουργικής, αισθητικής αλλά και ιστορικής απόψεως πάνω σε νέα κτίσματα.
ΑΦΗΓΗΣΗ
Κάθε βιβλίο μπορεί να αναλυθεί, να επιπεδομετρηθεί στα θεμέλια – δομή του, στα «δωμάτια» - χώρους του, στις προσπελάσεις – διαφυγές του, στους δευτερεύοντες χώρους – υποπλοκές του.
Κάθε κτίριο εμπεριέχει μια αφήγηση, διαθέτει μια κρυφή πλοκή, σημεία κορύφωσης, συγκρούσεις, αιτιώδεις σχέσεις, αλληλεπιδράσεις των μερών του.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ
Ο χρήστης, ή ο επισκέπτης ενός κτιρίου είναι μέρος μιας χωρικής αφήγησης, εισέρχεται σε μια περιπέτεια αναγνώρισης με τον ίδιο τρόπο που και ο αναγνώστης είναι μέρος μιας λογοτεχνικής αφήγησης μέσα από την οποία περιπλανάται στον μύθο.




ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ως επίλογος, κάποιες γενικές σκέψεις. Η λογοτεχνία, ακολουθώντας θα λέγαμε το λειτουργικό της διάγραμμα, χτίζει «περιπέτειες αισθημάτων». Το επιτυγχάνει πλάθοντας ατμόσφαιρες οι οποίες λειτουργούν ως «περιβάλλοντα» αυτής της περιπέτειας. Η καλή λογοτεχνία δεν ενδιαφέρεται για την ατμόσφαιρα αυτή καθαυτή (σ’ αυτό περιορίζεται η μικρή λογοτεχνία) αλλά και δεν μπορεί να ξεδιπλώσει τις ιστορίες της χωρίς δουλειά πάνω στην ατμόσφαιρα. Μορφή και περιεχόμενο ή (μιλώντας αρχιτεκτονικά) όψη και λειτουργία, την ενδιαφέρουν ταυτόχρονα.
Ίσως λοιπόν θα έπρεπε και η αρχιτεκτονική να συμπεριλάβει λίγο περισσότερο στον προβληματισμό τους ανάλογους «συγκινησιακούς» όρους. Να συλλάβει το χώρο ως μορφή μέσα από ατμόσφαιρες «αισθημάτων», παρά σκέτα μέσα από απαιτήσεις «χρήσεων», όπως την οδήγησε ο φονξιοναλισμός. Να φτιάξει χώρους «συναρπαστικούς», που να συγκινούν και όχι μόνο να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες. Περιπετειώδη σπίτια, περιπετειώδεις πόλεις.
Ίσως τελικά οι αρχιτέκτονές μας θα έπρεπε να διαβάζουν περισσότερο λογοτεχνία…

Sunday, September 5, 2010

Facebook: ένα photoshop ψυχής

Μπήκα στο facebook πριν από τρία χρόνια. Στην αρχή βρήκα κάποιους φίλους που ήταν χαμένοι στην στρατόσφαιρα του χρόνου, ύστερα έπαιξα με περισσότερο η λιγότερο ευφυή στάτους, αργότερα άρχισα να κολλάω με κάποια ολέθρια «απλικέισιονς» -υπήρξαν και μέρες που σπαταλούσα ως και δυο ώρες εκεί μεσα παίζοντας από mafia wars, ως και πέναλτι με ομοιοπαθή συγγραφέα. Ταυτόχρονα ο αριθμός των «φίλων» αύξανε γεωμετρικά. Λίγο καιρό αργότερα, όταν το πανηγύρι του παλιμπαιδισμού καταλάγιασε, άρχισα να καταλαβαίνω πως, τουλάχιστον για μένα, ο μόνος λόγος να συνεχίσω να είμαι στο χώρο αυτό, είναι για επικοινωνώ τη δουλειά μου.

Όσο αύξαναν οι φίλοι, τόσο μειωνόταν η ενασχόληση μου, η οποία πλέον παίρνει κανα δεκάλεπτο ημερησίως. Όμως μην είμαστε και αφοριστικοί. Οφείλω να παραδεχτώ ότι το facebook ως εργαλείο με έχει βοηθήσει εξαιρετικά σε κάποιες επικοινωνίες με το εξωτερικό -δε θα ξεχάσω ότι κανόνισα την έκδοση ενός βιβλίου μου στο Πόρτο μεσα από την fb επαφή με έναν Πορτογάλο συγγραφέα.

Τώρα όμως όταν μπαίνω στον «τοίχο» μου και τον βλέπω τίγκα στις καρδούλες και στα ζωάκια -ενώ το «σπίτι» μου κατακλύζεται από καλέσματα για εκδηλώσεις (από το reunion του Ομίλου Φιλοτελιστών Γυμνασίου της Θεσσαλίας, ως την κοπής πίτας των φαν του ποδόσφαιρου σάλας), και από προτάσεις μέλους σε ασύλληπτης ηλιθιότητας γκρουπ, αναγκάζοντάς με να σβήνω και να σβήνω, και οδηγώντας σε αγκύλωση τον δείκτη του δεξιού χεριού-, αναρωτιέμαι τι άραγε συμβαίνει επί της ουσίας εδώ μέσα.

Δεν χρειάζεται φυσικά εδώ να εξηγήσω το τι είναι το facebook και πώς λειτουργεί. Η πλειονότητα των αναγνωστών είμαι βέβαιος ότι είναι μέλη, όπως και εκατοντάδες εκατομμύρια παγκοσμίως, ο καθένας φυσικά για διαφορετικούς λόγους. Άλλοι το χρησιμοποιούν επαγγελματικά, άλλοι για επαφή, άλλοι για φλερτ, άλλοι από μοναξιά, άλλοι από βαρεμάρα, άλλοι για να βγάζουν απωθημένα. Όλους όμως τους συνδέει ένα στοιχείο. Είναι μέλη μιας εικονικής πραγματικότητας, μιας άυλης αντανάκλασης του εαυτού τους σε μια άλλη μεγαλύτερη άυλη αντανάκλαση. Φυσικά, άνθρωποι το φτιάξαμε κι αυτό κι όπως κάθε ανθρώπινο τεχνούργημα -από το τηλέφωνο μέχρι το αυτοκίνητο-, μπορεί να είναι από χρήσιμο, μέχρι εργαλείο επίδειξης και απύθμενης σάχλας.

Πριν μπω στο facebook η διαδικτυακή μου έκφραση περιοριζόταν σε ένα μπλογκ. Εδώ μιλάμε όμως για έναν άλλο κόσμο. Στο μπλογκ ο χρήστης επιλέγει τις πληροφορίες της σελίδας και η αντίληψη των άλλων γι αυτόν βασίζεται σε εκείνο που ο χρήστης ο ίδιος επιλέγει να αποκαλύψει. Στο facebook, οι «φίλοι» είναι που προσθέτουν πληροφορίες για τον χρήστη του προφίλ και οι αντιλήψεις συνδιαμορφώνονται. Όσο λείπω από το σπιτι μου, η σελίδα μου μπορεί να γεμίσει από υλικό το όποιο δεν θα μπορώ να ελέγξω όσο δεν είμαι στον υπολογιστή, κάτι που σημαίνει ότι, στον υπέροχο αυτό κόσμο, η ταυτότητα σου δεν είναι κάτι που σου «ανήκει» απόλυτα.

Όμως μια σελίδα στο «φεισμπούκι» πότε δεν αθώα. Το στήσιμο ενός προφίλ, αποκαλύπτει πολλά, από ναρκισσισμό (επιλογή φωτογραφίας, επιλογή εικόνας σταρ), μέχρι φοβο (μη επιλογή φωτογραφίας) από επιδειξιμανία (επώνυμοι “φίλοι”, φιγουρατζίδικα info του στιλ ‘δες τι έχω κάνει’), αφέλεια (βλακώδη, επικολυρικά στάτους), απόγνωση, (απελπισμένα στάτους) χαύνωση (απλικέσιον. παιχνιδάκια).. Εάν κάποιος δει το φαινόμενο με μια λοξή ματιά είναι ένας φροϋδικός παράδεισος…αλλα από την ανάποδη, η αντανάκλαση είναι του αποκαλύπτει το ψυχισμό και όχι το ιδιο το πρόσωπο.

Μπροστά στην οθόνη δεν υπάρχουν ρίσκα. Ο χωροχρόνος αλλοιώνεται, η γλώσσα κονιορτοποιείται, η εικόνα μεταλλάσσεται. Το προφίλ ενός χρήστη είναι ένας θραυσματικός άυλος πινάκας, ένα δάσος συμβόλων, μια παράσταση in progress, μια ψηφιακή περφόρμανς από την οποια φυσικά απουσιάζει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, απουσιάζει η γλώσσα του σώματος, το αυθεντικό συναίσθημα. Είναι ένα photoshop ψυχής.

Οι οπαδοί του θα αντιτάξουν ότι το facebook αποτελεί την πιο αντιπροσωπευτική μορφή κοινωνικής δικτύωσης. Ότι ξέρεις με ποιον μιλάς, βλέπεις την φωτογραφία του, ενημερώνεσαι για τα ενδιαφέροντα του, κλπ. Όμως αρκεί αυτό για να δημιουργήσει «σχέση»; Πέραν βέβαια των ψεύτικων η παραπλανητικών προφίλ, ο γιγαντισμός του σάιτ έχει διαλύσει κάθε αίσθηση κοινότητας. Ανοίγοντας το προφίλ σου, είσαι αναγκασμένος να διαβείς μια θάλασσα αχρήστων πληροφοριών, σαν να είσαι υποχρεωμένος, για να μπεις στο σπίτι σου, να διασχίσεις την πλατεία μιας πολύβουης πόλης εν ώρα αιχμής. Και εδώ τίθεται το έξης διπλό ερώτημα: Όσοι έχουν λίγους φίλους (που τους ξέρουν) γιατί δεν επικοινωνούν μαζί τους απ’ ευθείας; Και όσοι έχουν πολλούς, εάν δεν υπάρχει ένας σοβαρός λόγος να επικοινωνήσουν κάτι μαζικό (καλλιτεχνικό, πολιτικό, επιχειρηματικό), γιατί τους διατηρούν; Στο δεύτερο βεβαία η απάντηση αναδύεται μέσα από την εγγενή ματαιοδοξία του ανθρώπινου είδους, εδώ υπάρχουν χώροι που «πουλούν» φίλους σε όσους αποζητούν μια τεχνητή δημοφιλία!

Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν προσπάθειες ο χώρος να ανοίξει σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού. Μέσα όμως στο χάος των εθνικιστικών, σεξιστικών, αντιδραστικών έως και ρατσιστικών σελίδων, οι μικρές αυτές νησίδες καταπίνονται από το κυρίαρχο τσουνάμι σάχλας.

Είναι γνωστο ότι το δίκτυο είναι εν πολλοίς ανεξέλεγκτο. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας ωστόσο η κοινωνική δικτύωση θα πάρει άλλη μορφή. Δεν ξέρω αν κάποτε ο χρήστης ενός προφίλ θα είναι σε θέση (ή θα θέλει) η σελίδα του να αντανακλά πιστά την ταυτότητα του, αλλά, προς το παρόν, η εικόνα είναι μπασταρδεμένη, νοθευμένη με την ίδια τη φιλοσοφία του μέσου να το οδηγεί όλο και περισσότερο σε έναν ωκεανό κοινοτοπίας.

Όπως συμβαίνει με αλκοόλ, αλλά και με κάθε καινούργια τεχνολογική εξέλιξη που δημιουργεί μια νεα ανάγκη, το μυστικό είναι ένα. Να το πίνεις, όχι να σε πίνει.

δημοσιευτηκε στο περιοδικό Votre Beaute

Friday, September 3, 2010

Ένα παλιό ματς: Από τις "Θρυλικές Ιστορίες" (εκδ. Καστανιώτη, 2010)

Ένα παλιό ματς

Άδειο. Άδειο όπως το τέλος. Όπως η αρχή. Άδειο σώμα, άδεια θάλασσα, άδειο σπίτι. Μεσημέρι καλοκαιριού, μιας αδυσώπητης εποχής. Άδειο, άδεια παραλία, άδεια, τετελεσμένη. Μέσα μου ο Αύγουστος τρέχει σαν ποταμός. Κυλάει από τα αγγεία, γλιστράει μέσα από τους πόρους ανελέητος.

Περπατώ προς το σπίτι όπου μεγάλωσα. Πόσα χρόνια πέρασαν; Δεκαεφτά; Δεκαοχτώ; Η φουσκοθαλασσιά απαντάει: Είκοσι. Το ’24 ήταν που φύγαμε. Σεπτέμβριο. Εγώ δεκάξι. Σε πέντε χρόνια ο πατέρας είχε σκοτωθεί. Η μητέρα σε οχτώ. Στην «Ευέλικτη Πένσα». Δεν πρόλαβε να κατέβει στο καταφύγιο. Νεκροί. Ο ένας στην πρώτη σάρωση, η άλλη στο τέλος, δύο μέρες πριν από την τελική υπογραφή. Στην κηδεία της, όταν έφυγαν όλοι, είχα κοιτάξει ψηλά σαν να περίμενα κάποια βοήθεια. Τίποτα. Ο ουρανός ήταν κλειστός. Πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σκιά.

Ύστερα, στο σπίτι, κάποιος είπε να βάλουν το αγαπημένο της τραγούδι. Οι νότες είχαν βουίξει στ’ αυτιά μου, ξεχασμένες, περιφρονημένες, νότες αρχών του αιώνα. Δεν έκλαψα. Η θλίψη που δεν έχει διέξοδο στα δάκρυα κάνει άλλα όργανα να κλαίνε. Περίμενα υπομονετικά να τελειώσει η βραδιά, να φύγει το πλήθος, να κρατήσει λίγο ο χρόνος, να μείνω μόνος με το θάνατο πριν τον πάρουνε τα χώματα. Κι όταν έκλεισε η πόρτα, ξαφνικά, με έπιασε κάτι κι άρχισα να σπάω ότι έβρισκα μπροστά μου. Το σερβίτσιο της, τα βάζα με τα λουλούδια, τα κηροπήγια, οι κούπες του καφέ, χίλια κομμάτια. Δεν υπήρχε πια κανείς. Μόνος, κατάμονος, να περιμένω τη σειρά μου.

Όμως, επέζησα. Ακόμα και σήμερα, στο ζενίθ του «Μεσογειακού Έλικα». Στο «Δεύτερο Μεγάλο Επεισόδιο». Οι δορυφόροι μεταδίδουν: Έμβια υστέρηση: Είκοσι οχτώ τοις εκατό. Ο κύριος όγκος στη Μεσογειακή Λεκάνη. «Έχεις άστρο εσύ. Είσαι παιδί της θάλασσας», έλεγε ο πατέρας.

Είκοσι χρόνια απουσίας. Είμαι εδώ με τριάντα έξι ώρες άδεια. Αυτή είναι η ζωή μου από πολύ καιρό. Δουλειά, μόνο δουλειά. Οι άνθρωποι πια, μόνο στολές. Ένα ποτάμι από στολές που ολοένα λιγοστεύει.

Σε λίγο φεύγω για Μαύρη Θάλασσα. Από το υποβρύχιο απευθείας στο μητροπολιτικό σταθμό. Τελευταία μεγάλη αποστολή: Διεκπεραιωτής παράπλευρου σχεδιασμού. Θέση υψηλή, μισθός εξαιρετικός, προοπτικές για τομεάρχης ανασυγκρότησης. Εφόσον, τελικά, υπάρξουν προοπτικές. Σε κάθε περίπτωση, από την αρχή της σύρραξης, στο μητρώο μου αναγράφεται ευκρινώς: Προσδόκιμο επιβίωσης υψηλό. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά είμαστε με τους επικρατούντες.

Απέξω το σπίτι φαίνεται γερό. Η στέγη μόνο, γερμένη απειλή. Θαύμα πώς γλύτωσε. Η παραλία, σαν να ’χει εξατμιστεί. Πώς να ορίσω την ομίχλη παραθαλάσσια; Το μάτι καταγράφει, ακόμα κι όταν η πραγματικότητα αποσύρεται. Οσφραίνομαι τη γαλάζια φλόγα, τις εκρήξεις, το κύμα του θανάτου. Συμπαρασύρονται οσμές από άλλες ηλικίες, περασμένες, αιωρούνται χαμηλά, στις κάτω ζώνες. Επικάλυψη. Η φυσική πορεία. Πυρήνας, άτομο, κύτταρο, έλικας, αίμα, δέρμα, πόροι – ξάφνου, φως, φως που σ’ αγκαλιάζει, κι ύστερα σ’ αφήνει και πάλι στο σκοτάδι – έτη φωτός σκοταδιού.

Ο ήλιος, σακατεμένος. Δεν μπορώ να το πω αυτό καλοκαίρι. Υψηλό θερμοκρασιακό περιβάλλον, ίσως. Κι αυτά τα έντομα, δεν τα ’χω ξαναδεί. Τέτοιο σχήμα, ποτέ. Έλυτρα από θειάφι. Λιλιπούτεια βομβαρδιστικά. Η φύση αντιγράφει τη φρίκη, σε μικρογραφία.

Βαδίζω προς τη θάλασσα. Βγάζω τα παπούτσια. Μια μάζα βρόμικη ο πυθμένας, δεν είναι φύκια αυτά. Δεξαμενή γεμάτη φίδια νομίζω. Το νερό, φαιό, ανεξάντλητο, σκιά ενός χρόνου πυκνού που ακόμα αντιστέκεται.

Να κολυμπώ με τον πατέρα, εγώ κρόουλ, εκείνος πρόσθιο. Οι πατούσες του σαν του ψαριού. Τον θυμάμαι να γλιστράει στα κύματα, στο χρόνο. Αγκαλιαζόμαστε – οι μύες της πλάτης. Τα μάτια του. Κοιταζόμαστε. Τα σώματα μας δίπλα. Το νερό μάς χωρίζει, μας ενώνει. Παίζουμε σαν φίλοι, ήμασταν φίλοι – τι είναι είκοσι οχτώ χρόνια διαφορά; Παίζαμε μπάλα, βλέπαμε παρέα τον Ολυμπιακό. Σήμερα θα ’ταν εξήντα τεσσάρων. Μόλις εξήντα τεσσάρων.

Περπατώ στη μαύρη άμμο. Ζιγκ ζαγκ, ν’ αποφύγω τα σιδερένια θραύσματα. Μοιάζουν με παλιά κουτιά μπίρας – δεν είναι. Σκύβω, στη λαμαρίνα διακρίνονται μισοκαμένοι οι κωδικοί. Το ατσάλι μυρίζει ακόμα. Η ημερομηνία, Gothic γραμματοσειρά. Series 2040. Made in... Οι δυο μονομάχοι: η στρατιά του θριαμβεύοντος αίματος, η στρατιά του ηττημένου αίματος, η βαθύτερη κοινωνία του αίματος. Είκοσι χρόνια. Γιατί τώρα; Δεν ξέρω. Το παρόν, μικρό διάφανο αγκάθι.

Περπατώ προς το σκοτεινό παρελθόν. Το σπίτι. Το ’χα κλείσει τότε. Το ’χα σφραγίσει. Το ’χα ξεχάσει. Αν γυρίσω –αν γυρίσω ποτέ–, θα το ξαναφτιάξω, όπως ήταν. Και θα μείνω εδώ, για πάντα. Περνάω το φράχτη, εκεί που ήταν ο φράχτης. Η εξώπορτα. Σπρώχνω το σπασμένο μαδέρι – μια αχνή γραμμή γλιστράει πίσω μου, κοσκινισμένα χρόνια. Το σαλόνι, άφωνη κραυγή. Δεν υπάρχει τρόπος να μετρηθεί τέτοια ακινησία.

Μια βόλτα στα δωμάτια. Μια πεταλίδα αγκιστρωμένη στο πλακάκι της κουζίνας. Σφουγγίζει τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Στο υπνοδωμάτιο, το πάτωμα έχει βουλιάξει. Ούτε μύγες ούτε κατσαρίδες. Μόνο αυτά τα έντομα να με τρυπούν με τις κουκκίδες-μάτια τους. Από την τρύπα εξέχει η γωνία μιας κορνίζας: μισολειωμένο ένα τοπίο του Πηλίου. Δική της ελαιογραφία. Καμιά ευθεία, μόνο καμπύλες, σαν τον Μουνχ. Τον αγαπούσε τον Μουνχ, τους πίνακές του με τα πρόσωπα στα φιόρδ. Την θυμάμαι στο στούντιο να ζωγραφίζει. Μουσαμάδες στρωμένοι, μπογιές παντού. Η μικρή ουλή πάνω από το χείλος. Η μυρωδιά της μουσκεμένης ανάσας. Τα μάτια της. Το σχήμα της, αγαπημένο.

Τελευταίο το δικό του. Θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα του δωματίου του, να δω. Δεν προλαβαίνω να την ακουμπήσω – διαλύεται σαν χαρτί. Μόνο το σκυρόδεμα άντεξε. Το γραφείο γονατισμένο, θαλάσσιο τέρας που ψυχορραγεί. Εδώ έγραφε. Τη διατριβή πρώτα, αργότερα τα θεατρικά. Το τελευταίο, Άλφα και Ωμέγα, στο «Περιφερειακό» Δυτικής Μακεδονίας. Δυο χρονιές. Κριτικές διθυραμβικές, τις έχω κρατήσει στο «lifebook». Στη διευρυμένη μνήμη.

Ανοίγω το πρώτο συρτάρι: σπασμένα γυαλιά, ξεραμένο μελάνι, ένα καμένο βιβλίο. Στο δεύτερο, ένα σιδερένιο κουτί. Γερό μέταλλο, άντεξε. Μέσα ένα σιντί, παμπάλαια τεχνολογία, αρχών του αιώνα. Κειμήλιο πια. Τότε δεν υπήρχε «lifebook». Πρόοδος ίσον σμίκρυνση. Στην ετικέτα, μια επιγραφή με μπλε στυλό: «osfp». Τα γράμματά του. Βιαστικά, να προλάβει.

Πλησιάζω την παλάμη, το «lifebook». Το ’χω τρία χρόνια, ενδοφλέβιο, γεμίζει με τον ήλιο. Σκανάρω το σιντί. Τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται αμέσως: «Τεχνολογία: Πεπαλαιωμένη, Ημερομηνία : 04.12.07, Συντάκτης: Παύλος Πλ., osfp.doc.».

Παύλος, ο πατέρας. Νοέμβριος 2007, καλοκαίρι, εννιά μήνες πριν γεννηθώ. Διαβάζω, όπως μήνυμα πεταμένο σε μπουκάλι στη θάλασσα:

13/12/07

Σήμερα μάζεψα τους φίλους να δούμε το ματς Ολυμπιακός – Βέρντερ Βρέμης. Έπειτα από χρόνια, έχουμε την πιθανότητα να προκριθούμε στους δεκάξι του «Τσάμπιονς Λιγκ». Ακούγεται ίσως αστείο, αλλά αυτό είναι το μόνο που μου λείπει για να συμπληρωθεί η ευτυχία μου. Η δουλειά πάει υπέροχα, με τη Μαρίνα αγαπιόμαστε όσο δε γίνεται…

14/12/ 07

Προκρίθηκε!

Τι άλλο μένει; Να πάει ο Ολυμπιακός στον τελικό του «Τσάμπιονς Λιγκ» και η Μαρίνα να μείνει έγκυος…

3/2/08

Η Μαρίνα είναι έγκυος! Ο Ολυμπιακός παίζει απόψε στους δεκάξι με την Τσέλσι…

Σιωπή. Μέσα μου, έξω μου, παντού. Φόρος σιωπής. Δεν το αποθηκεύω στη μνήμη. Δεν αντέχω. Δε το θέλω στο μέλλον φυτεμένο μέσα μου. Το μέλλον, κείμενο σβησμένο. Στο στήθος τσιμπιές, στον καρπό ένας θύσανος πόνου. Οι ρίζες στα έγκατα. Ατσάλινες.

Ζεσταίνομαι. Άγριες και μαζί γλυκές εικόνες τρυπούν το κρανίο. Το σχέδιο των νεκρών, πάντα τέλειο. Βγαίνω έξω, στον αέρα. Το χνώτο του τόπου, αφόρητο. Περπατώ στη μαύρη άμμο, προς τη θάλασσα. Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος των προηγούμενων ωρών. Ο κόσμος έπαψε να είναι εκκωφαντικός. Το άναυδο δεν έχει αντίλαλο.

Προσπερνώ τις λαμαρίνες, τα καμένα ξύλα. Μπροστά μου η ραχοκοκκαλιά ενός μεγάλου ψαριού. Πεντάγραμμο για το χαλασμένο χρόνο. Δεν μπορεί, κάποιος παίζει μαζί μας. Με τη γεωμετρία, με το χρόνο, με τη μνήμη, με το ποδόσφαιρο. Κάποιος παίζει.

Μπαίνω στη θάλασσα. Στα χέρια μου ο μικρός μεταλλικός δίσκος. Τον πετάω μέσα, μακριά, όσο μπορώ, να χαθεί, να βυθιστεί στο νερό. Να μη βλέπω. Εξαφανίζεται ο χρόνος, βυθίζεται, χάνεται για πάντα.

Η θάλασσα σκοτεινιάζει. Το υποβρύχιο με περιμένει. Χαμηλά. Μέσα. Βαθιά. Εκεί που δεν υπάρχει ποδόσφαιρο, δεν υπάρχουν ομάδες, δεν υπάρχει Ολυμπιακός, δεν υπάρχει τελικός κι εγώ δεν είμαι ένα έμβρυο στην κοιλιά της μάνας μου, αλλά ένας πολεμιστής, διαρκώς μελλοθάνατος.

Tuesday, August 31, 2010

Το ψυχολογικό πέρασμα από το «νιώθω» στο «πράττω»

Το ψυχολογικό πέρασμα από το «νιώθω» στο «πράττω»

Του Αλεξη Σταματη για την Καθημερινη (28.8)

Τι νιώθει ο ήρωας; Η πιο κοινότοπη, η πιο μπανάλ και εντέλει η πιο άχρηστη ερώτηση που κάνει ο θεατής-αναγνώστης. Ομως, ας μην ξεγελιόμαστε. Την κάνει συχνά και ο συγγραφέας-δημιουργός, όταν παρασύρεται σε «ψυχολογικές προσεγγίσεις», χτίζοντας ένα χαρακτήρα. Μια ερώτηση ολωσδιόλου περιττή. Ως θεατή, τι με νοιάζει η ψυχολογία όταν «βλέπω» την πράξη; «Show not tell» -«δείχνε, μην εξηγείς»- είναι μια παλιά, καλή συμβουλή για κάθε πεζογράφο, κάθε θεατρικό συγγραφέα. Δραματοποίησε, δείξε, κάνε πράξη εκείνο που συμβαίνει. Αυτό έχει σημασία. Η Πράξη. H μεταβολή της τύχης ενός μέσου ήρωα, ενός ηθικά ομοίου μας. Η πράξη: το όχημα που οδηγεί τον μύθο, που εξελίσσει την ιστορία, που δημιουργεί μια νέα συνθήκη.

Η «ψυχολογία» έχει καταστρέψει παραστάσεις, σκηνοθεσίες, βιβλία, ακόμη και ζωές. Κάτι ήξεραν η αρχαίοι: Πράξη. Οταν τίθεται το δίλημμα, όταν παρεμβαίνει το εμπόδιο, πράττεις. Με δυο λόγια: στα δύσκολα ή ωριμάζεις ή χάνεσαι.

Ερχονται στιγμές, έρχονται περίοδοι στη ζωή όπου αυτή η δραματουργική συμβουλή είναι θησαυρός. Φερ’ ειπείν σε εποχές κρίσης, όταν η τύχη σχεδόν όλων μας μεταβάλλεται.

Στιγμές όπου η πρώτη αντίδραση, βασισμένη στο παλιό μοντέλο, είναι να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να στροβιλίζεσαι ανάμεσα σε ευμετάβλητα «νιώθω» και νεφελώδη «αισθάνομαι», παραδέρνοντας ανάμεσα στην αυτολύπηση και τον αυτιστικό θρήνο. Και να που εκείνη την ωραία ημέρα ο καθρέφτης δεν παράγει απαντήσεις, δεν παρηγορεί, δεν ταΐζει φαντασιώσεις.

Οι τελευταίοι μήνες εκφράζουν ανάγλυφα αυτό το πέρασμα από το «νιώθω» στο «πράττω». Από μια «ψευδοευαισθησία», απότοκο μιας περιόδου τεχνητής ευμάρειας όπου ακόμα και οι ελάχιστες μετακινήσεις του θυμικού αποτελούσαν θέμα, σε μια πιο μασίφ, σε πιο ηρωική αν θέλετε στάση ζωής, όπου κάθε άτομο, κάθε οικογένεια, κάθε κοινότητα, ακόμη και κάθε κυβέρνηση, είναι αναγκασμένη να στύψει το μυαλό της, να δράσει ώστε να βρει τρόπους να ξεπεράσει τη θεόρατη κοτρώνα που, διόλου τυχαία, έπεσε στον δρόμο της.

Υστερα από μια χρόνια καθίζηση στη μελοδραματική επικράτεια του «άκου πώς αισθάνομαι» και των εξεζητημένων επιταγών του τύπου να «περνάμε καλά», μεταφερθήκαμε σχεδόν ακαριαία σε μια πολύ πιο συνεκτική συλλογική αφήγηση. Μια σκληρή αφήγηση γεμάτη συγκρούσεις, εμπόδια -πολύ πιο καθαρή μέσα στην τραγικότητά της- η οποία απαιτεί δράση, πράξη, λιγότερο ή περισσότερο επώδυνη για τον καθένα.

Wednesday, August 25, 2010

Μηλιες, Πηλιο

Λένε πως ο Θεός έφτιαξε την εξοχή και ο άνθρωπος την πόλη. Μια και ο «Mεγάλος» είναι στην πιάτσα εδώ και πολύ καιρό, κάτι θα ξέρει…Μιλάω ως κάποιος που δεν γαλουχήθηκε ανάμεσα σε βελάσματα, κοάσματα, και τιτιβίσματα περιτριγυρισμένος από υακίνθους, πεύκα και καστανιές, αλλά ως γέννημα θρέμμα του σκυροδέματος και του κλάξον, ως ένας μασίφ, «γκάγκαρος» Αθηναίος. Κάποιος εμβαπτισμένος έως μυελού οστέων στο βάλτο της μεγαλούπολης με τις πρώιμες εικόνες που σφράγισαν τα διαφορά στάδια εξέλιξης του να μην χαρακτηρίζονται από κελαηδίσματα πουλιών, μεταξένια χλόη και γάργαρα νερά, αλλά από μποτιλιαρισμένους δρόμους, νέφος και ατμοσφαιρική ρύπανση.



ΟΙ ΜΗΛΙΕΣ

Αλλά για να πάρουμε λίγο τα πράματα από την αρχή. Οι Μηλιές Πηλίου είναι ένα αγροτικό χωριό που εκτείνεται σε υψόμετρο 200-300 μέτρων. Σε χάρτη της Μαγνησίας του 17ου αιώνα βρίσκεται σημειωμένο στη σημερινή θέση του. Οι Μηλιές, όπως όλα τα χωριά του Πηλίου γνώρισαν τον 18ο αιώνα εξαιρετική οικονομική άνθιση λόγω του δικαιώματος της αυτοδιοίκησης από τον σουλτάνο. Το χωριό είχε μάλιστα μια εντελώς ιδιαίτερη πολιτιστική συγκέντρωση ιδίως μετά την ίδρυση της Μηλιώτικης Σχολής από τον Γεώργιο Κωνσταντά και τον Άνθιμο Γαζή. Μετά την απελευθέρωση οι Μηλιές έγιναν δήμος, εκείνη μάλιστα την εποχή επεκτάθηκε κι η σιδηροδρομική γραμμή Βόλου-Λεχωνιών ώστε να τις συμπεριλάβει. Το τρένο έδωσε μια νέα ζωή στο χωριό , ωστόσο οι συνέπειες του πολέμου του 40 υπήρξαν καταστροφικές. Οι Γερμανοί έκαψαν τα σημαντικότερα αρχοντικά για να συμπληρωθεί το ζοφερό σκηνικό με τους σεισμούς της Μαγνησίας του 1955. Μετά την καταστροφή κτίστηκαν οικιστικοί πυρήνες με κρατική επιχορήγηση, ενώ φως και τηλέφωνο μπήκαν το 1965. Από τη δεκαετία του 70, το χωριό γνώρισε και πάλι καλές μέρες, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι ένα από τα ωραιότερα μέρη του Πηλίου, στο οποίο μάλιστα έχουν χτίσει σπίτια αρκετοί γνωστοί καλλιτέχνες.

Το χωριό είναι κτισμένο σε μια πλαγιά με θέα στον Παγασητικό κόλπο. Από ψηλά κατεβαίνουν τέσσερα μεγάλα ρέματα τα οποία διασχίζουν τον οικισμό. Το φυσικό περιβάλλον καθορίζει σημαντικά τη μορφή του, όσον αφορά τον προσανατολισμό, την χωροθέτηση και τη συσχέτιση των κτισμάτων μεταξύ τους. Τα επιβλητικά αρχοντικά και οι νεοκλασικές επιρροές που βλέπουμε στα κτίσματα οφείλονται στα αποτελέσματα της κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής άνθισης του οικισμού κατά τον 19ο αιώνα. Την εποχή αυτή στις Μηλιές έχτισαν σπίτια οικογένειες από την Αίγυπτο οι οποίες μετέφεραν νεοκλασικά στοιχεία που με την πρόσμιξη τους με τα τοπικά πηλιορείτικα χαρακτηριστικά έδωσαν μια ενδιαφέρουσα σύζευξη.

Κόμβος του οικισμού είναι η κεντρική πλατεία που βρίσκεται πάνω στην κεντρική οδική αρτηρία. Η πλατεία συγκεντρώνει όλες τις κοινοτικές υπηρεσίες, όπως ειρηνοδικείο, κοινοτικό γραφείο, αστυνομία, ιατρεία αλλά κυρίως δυο σημαντικά κτίσματα – σημεία αναφοράς: Πρώτα την εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών, μια τρίκλητη βασιλική με σαμαρωτή στέγη και δυο Άγιες Τράπεζες. Το εκπληκτικό ξυλόγλυπτο τέμπλο φτιάχτηκε από ηπειρώτες τεχνίτες και μεταφέρθηκε πάνω σε μουλάρια μέχρι το χωριό. Όσο για τις τοιχογραφίες του ναού είναι πραγματικά μοναδικές. Τα δυο κλίτη του κυρίως ναού αποτελούν μια σπανιότατη πινακοθήκη με μορφές αγίων. Η δε ακουστική είναι μοναδική και οφείλεται στα 5 πηγάδια που υπάρχουν στις θεμελιώσεις τα οποία επικοινωνούν σε σχήμα Χ, ενισχύοντας τα μπάσα.

Δεύτερο σημείο αναφοράς είναι η Κοινοτική Βιβλιοθήκη, ένα πολύ ενδιαφέρον κτίσμα όπου φυλάσσονται τα κειμήλια της Μηλιώτικης Σχολής, η σημαία που ύψωσε ο Άνθιμος Γαζής και το γραφείο –κρεβάτι του Γεωργίου Κωνσταντά. Στο προαύλιο υπάρχει προτομή του Γαζή. Τα δέκα χιλιάδες βιβλία που είχε συγκεντρώσει, καθώς και χάρτες, όργανα φυσικής και χημείας, μεταφέρθηκαν το 1815 νύχτα, στα κρυφά και πάλι με μουλάρια. Σήμερα μπορεί να δει κανείς στη Βιβλιοθήκη εκπληκτικής σπανιότητας εκδόσεις όπως την εγκυκλοπαίδεια του Diderot σε 39 τόμους, Το Νέο Ατλάντα του Brouckner, τυπωμένο στη Χάγη το 1759, τεύχη του περιοδικού «Ερμής ο Λόγιος» που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1820, την μετάφραση στα ελληνικά της Επίτομης Αστρονομίας του Lalande από τον Δανιήλ Φιλιππίδη κα. Η περιοχή του σταθμού είναι επίσης ένα από τα χάιλαιτς των Μηλεών αλλά και ολόκληρου του Πηλίου, με το παραδοσιακό ξενώνα, τον ίδιο τον σταθμό όπου σταματά το τρενάκι (ο παλιός ‘μουντζούρης’) που ανακαινίστηκε και ξανάρχισε να κάνει την διαδρομή, αλλά και με τη περίφημη γέφυρα που σχεδίασε ο πατέρας του περίφημου υπερρεαλιστή ζωγράφου Ντε Κίρικο. Πρόκειται για μια πανέμορφη σιδερένια γέφυρα που ενώνει δυο πλαγιές του βουνού με εκπληκτική θέα ως την θάλασσα. Κάποια μέτρα πιο κάτω βρίσκεται και ένας τοίχος αντιστήριξης πρανών, σχεδιασμένος και πάλι από τον πατέρα ντε Κίρικο στη μορφολογία του οποίου φαίνονται ξεκάθαρα οι επιρροές που άντλησε ο γιος του όσον αφορά τα γεωμετρικά σχήματα και τις καμάρες.

Όσον αφορά τον μορφολογικό χαρακτήρα του οικισμού, η παραδοσιακή αυτοτέλεια που είχε το χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα ανατράπηκε από τις δυο μεγάλες καταστροφές (κάψιμο, σεισμούς) Σήμερα παρατηρούμε δυο κυρίως τύπους. Το πηλιορείτικο «Μηλιώτικο» σπίτι με σαχνισί, (δλδ. μπροστινή προεξοχή του δευτέρου ορόφου), ή χωρίς, και το Πηλιορείτικο με νεοκλασικές επιρροές. Το «Μηλιώτικο» σπίτι είναι συνήθως διώροφο και η κατακόρυφη επικοινωνία γίνεται με εξωτερική σκάλα. Παλαιότερο το ισόγειο αναλάμβανε τη λειτουργία της αποθήκης. Το «Μηλιώτικο» με σαχνισί έχει τρία επίπεδα – το ισόγειο παλιά χρησιμοποιούταν ως στάβλος, ο (χαμηλοτάβανος) όροφος για χειμερινή και ο δεύτερος όροφος για θερινή κατοικία. Στον όροφο υπάρχουν και ψευτοπαράθυρα ιδίως στα αρχοντικά, καθαρά για λόγους διακόσμησης. Η χρήση της πέτρας αυξάνει το μονολιθικό χαρακτήρα των κτισμάτων και ενισχύει τον φρουριακό τους χαρακτήρα. Έτσι η μορφή προκύπτει πιο στερεή, περισσότερο συμπαγής και ακόμα πιο επιβλητική. Οι στέγες είναι συνήθως τετράριχτες κατασκευασμένες από σχιστόπλακες.

Το οδικό δίκτυο του χωριού αποτελείται από τα καλντερίμια, λιθόστρωτα δρομάκια, στα οποία παράλληλα ρέει και η ‘άστρέχα’ ένα μικρό ρυάκι για τα όμβρια ύδατα. Στις διευρύνσεις των καλντεριμιών συναντάμε συνήθως τις περίφημες πηλιορείτικες βρύσες, με τις λιθόγλυπτες χούφτες και την ωραία διακόσμηση. Πολλές έχουν και στέγες με ξυλοδεσιές και πλάκες Πηλίου κι ελάχιστες έχουν ενσωματωμένα και νεοκλασικά στοιχεία.

Το χωριό σήμερα βρίσκεται σε μεγάλη ακμή. Οι νέες οικοδομές που κατασκευάζονται ευτυχώς διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικισμού, όσο κι αν ο σκελετός πλέον είναι από σκυρόδεμα.



Ο ΡΥΘΜΟΣ



Μ’ αρέσουν πολύ Μηλιές. Είναι το «ησυχαστήριο» μου. Ωστόσο δεν πάω για να απομονωθώ, πάω και για να ανανεώσω τις σχέσεις μου με τον άνθρωπο, σχέσεις που οι ρυθμοί της πόλης έχουν κατακερματίσει, σχεδόν εκμηδενίσει. Στις Μηλιές, όπως και στην Αθήνα, συναντώ ανθρώπους, πηγαίνω έξω για φαγητό, ψωνίζω.

Όμως εδώ οι ρυθμοί είναι αλλιώτικοι. Βουνίσιοι. Σχεδόν χαίρομαι όταν ο μανάβης κάνει πέντε λεπτά να μου κανει το λογαριασμό, ζυγίζοντας τα αχλάδια σε μια παλιά ζυγαριά, ενώ ταυτόχρονα μου μιλάει για την οικογένειά του. Πόσο διαφορετικό από τις δυο αγχωμένες, κοφτές ατάκες που ανταλλάσσω με τον ψιλικατζή της γειτονιάς, όταν, περικυκλωμένος από πελάτες μου δίνει εφημερίδα και τσίχλες.

Χαίρομαι όταν μπαίνω στην κουζίνα της κυρίας Μαρίας, του Τυφεκιόγλου, του Βούλγαρη, ή της Αίγλης για να δω τι έχει μαγειρέψει σήμερα, ή όταν o Nίκοςτου υπέροχου καφενείου «Άννα , να ένα Μήλο» (διάσημο και εκτός Μαγνησίας, με μια απίθανη εσωτερική διακόσμηση) μου εξηγεί πως ακριβώς φτιάχνει την «θεϊκή» μους ο σοκολά του. Ή ακόμα να στέκομαι στο βεραντάκι του μικρού μαγαζιού του Νικηφόρου Νανέρη, απ’ όπου περνάει σχεδόν όλο το αθηναϊκό θέατρο. Μπορώ να περάσω ώρες με τον Μιχάλη τον Παππά, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την ξενάγηση στην εκκλησία των «Αγίων Ταξιαρχών», συζητώντας για τον ευφάνταστο τρόπο με τον οποίο ο ανώνυμος αρχιτέκτονας μηχανεύτηκε την τέλεια ακουστική του χώρου.

Είναι ακόμα και οι παρέες. Έχω φίλους που έρχονται εδώ και τριάντα χρόνια, ενώ πολλοί καλλιτέχνες έχουν χτίσει σπίτια στις Μηλιές. Πρώτη υπήρξε η Ξένια Καλογερόπουλου και ακολούθησαν ο Νικηφόρος Νανέρης, η Τάνια Τσανακλίδου, η Άλκη Ζέη, και άλλοι πολλοί. Ωστόσο η «εισβολή» αυτή δεν επέδρασε αρνητικά στο χωριό. Ίσα ίσα η ανάπτυξη του είναι ομαλή, τα νέα κτίρια χτίζονται σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του τοπίου και πολιτιστικά είναι ένας τόπος ανθηρός.

Στις Μηλιές βρίσκω απαντήσεις που η πόλη δεν μου προσφέρει. Το «γιατί» των πραγμάτων είναι τόσο πιο κοντά σου, αρκεί να το δεις, να το μυρίσεις, να το αναπνεύσεις, να το αγγίξεις, να το ακούσεις. Οι αισθήσεις «ανοίγουν», ο ύπνος είναι και πάλι ένα ταξίδι στη νύχτα, τα όνειρα επανέρχονται καθαρά, περιβρεγμένα στο μαγικό νερό των ενύπνιων συνειρμών. Το σώμα, ζώντας ξανά στις συνθήκες για τις οποίες είναι φτιαγμένο, ηρεμεί, το πνεύμα καθαρίζει…

Monday, August 23, 2010

Ο Μαχαιροβγάλτης» του Γιάννη Οικονομίδη

Είχα την ευκαιρία να δω μια ελληνική ταινία πολύ πριν βγει στις αίθουσες, σε μια ειδική προβολή, πριν ακόμη και το τελικό μοντάζ. Πρόκειται για το τρίτο φιλμ του Γιάννη Οικονομίδη με τίτλο «Ο Μαχαιροβγάλτης».
Βγήκα από την προβολή ενθουσιασμένος, έχοντας πιστοποιήσει για άλλη μια φορά τη σημαντική δυναμική που φέρει ο νέος ελληνικός κινηματογράφος. Ο Οικονομίδης χωρίς να εγκαταλείπει την αξονική τομογραφία της ελληνικής λούμπεν -μικροαστικής τάξης, εδώ κάνει άλματα. Με βάση ένα άψογο σεναριο που έγραψε μαζί με τον Δώρη Αυγερινόπουλο, το οποίο πατάει πάνω σε μια αρχέτυπο ερωτικό τρίγωνο, ο Οικονομίδης κάνει μια μαυρόασπρη ταινία, γεμάτη λιτά γεωμετρημένα πλάνα, χωρίς ίχνος σκηνοθετικού ναρκισσισμού.

Η αφήγηση προχώρα μελετημένα με εξαιρετικό ρυθμό, με τον σκηνοθέτη να έχει πλήρη έλεγχο του υλικού του και να μην εκβιάζει σε κανένα σημείο το θεατή. Η Ελλάδα που βλέπουμε, φωτογραφημένη με σπάνια διεισδυτικότητα από τον Δημήτρη Κατσαίτη, όσο κι αν απέχει από το αθηναϊκό μελίσσι, είναι μια Ελλάδα πραγματική, με τις καθηλώσεις της, με τα πάθη και τα αδιέξοδα της, αλλα κυρίως με τους καθημερινούς ανθρώπους που όσο και απλοϊκοί κι αν μοιάζουν ανάγονται εντέλει σε αρχετυπικούς ήρωες. Μια ταινία (παράγωγη «Αργοναύτες) που στέκει με υψηλές αξιώσεις σε οποιοδήποτε μεγάλο φεστιβάλ του εξωτερικού.

Η διεύθυνση των ηθοποιών είναι ένα από τα μεγάλα ατού του φιλμ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Οικονομίδης κάνει πολύμηνες πρόβες. Πραγματική έκπληξη ο Στάθης Σταμουλακάτος, εξαιρετική η Μαρία Καλλιμάνη ενώ ο Γιάννης Μουρίκης επιβεβαιώνει το γεγονός ότι είναι ίσως ο καλύτερος κινηματογραφικός ηθοποιός που διαθέτουμε.

Sunday, August 22, 2010

Κώστας Καρυωτάκης (από το "Δέντρο")

Ο λυσσαλέος περίπατος ενός ποιητή

Η επαφή μου με το ιδιαίτερο έργο του Κώστα Καρυωτάκη άρχισε από την τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών, όταν ο καθηγητής Νέων Ελληνικών μου στο σχολείο, ο λογοτέχνης και κριτικός Γιάννη Δάλλας, μας έβαλε ως θέμα στην έκθεση τον στίχο του ποιητή «Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο μες στα γραφεία». Από περιέργεια διάβασα και το υπόλοιπο ποίημα.

(Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
Αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.

Από τη στιγμή εκείνη αποφάσισα αφενός ότι δεν θα γίνω ποτέ υπάλληλος στη ζωή μου (αν και ένιωθα και θα ένιωθα μέχρι την αποφοίτησή μου όχι ως μαθητής, αλλά ως υπάλληλος ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος), και αφετέρου ότι η ποίηση θα είναι ένας δρόμος να μεταφέρω της γνώσεις που παρέχονταν καθημερινά 8 με 3 στα δικά μου μέτρα. Και, φυσικά, ξεκοκάλισα όλα τα έργα του ποιητή.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε την ίδια μέρα (30 Οκτωβρίου) 75 χρονιά αργότερα από τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ένα άλλον ποιητή των καταφρονεμένων. Έζησε σε μια ψιμυθιωμένη εποχή γεμάτη μεγάλα λόγια και μεγάλες ιδέες. Βίωσε ως μαθητής την εθνική εξόρμηση του 1912-1913, ως φοιτητής τον εθνικό διχασμό, συμμετείχε στη φοιτητική φάλαγγα το 1916 υποστηρίζοντας τον βασιλιά Κωνσταντίνο, γοητεύτηκε από τον μεγαλοϊδεατισμό του '20 και έζησε τη συντριβή του '22 -παραλλήλως όμως με τη δική του, μέσα από τη διάγνωση της αρρώστιας του, αλλά και το τέλος της βραχύβιας και έντονης σχέσης του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Έζησε επίσης την επανάσταση του Πλαστήρα, την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας, τη δράση των «δημοκρατικών ταγμάτων», τις δικτατορίες του Πάγκαλου και Κονδύλη κι έβαλε τέρμα στη ζωή του λίγο πριν την επανεκλογή του Βενιζέλου. Τι σκηνικό για ένα βίο μόλις τριάντα δυο ετών.
Ο Καρυωτάκης είναι ένα μύθος. Ακόμη και σήμερα το μυθικό πέπλο πάνω απ’ το έργο και τη ζωή του καθίστα δυσδιάκριτο το μέγεθος του. Ποίηση ζοφερή, ωστόσο γεμάτη χιούμορ, ανελέητο αυτοσαρκασμό και ειρωνεία, δεν έχει χάσει τίποτα από την οξύτητα της. Μια ποίηση που γράφτηκε σε μια εποχή μεταρομαντισμού, όταν όλα ήταν πλουμισμένα με σπουδαιοφανείς κοινοτυπίες και υψηλόφρονα κλισέ. Ένα έργο αποσταγματικό και αποσπασματικό, με εγγενή συμμετρία και οξύτητα, έχει ακόμη μια ασαφή θέση στο σώμα της νεοελληνικής γραμματείας. Ένα μοναχικό έργο το οποία ήρθε η εκκωφαντική πιστολιά της αυτοκτονίας να σφραγίσει δια παντός. Κι εδώ και δεκαετίες, όλη η συζήτηση γύρω από τον ποιητή, γίνεται γύρω από το πτώμα ενός αυτόχειρα.
Λένε ότι η ποίηση του είναι πεισιθάνατη, προσωπικά πιστεύω ότι ο χαρακτηρισμός είναι συμβατικός και εύκολος. Έχω την αίσθηση ότι ο Καρυωτάκης έκανε πράξη ένα στίχο ενός μεταγενεστέρου του ποιητή, του Νίκου Καρούζου: «αντάλλασε πυρά με το θάνατο». Ήταν δε και ουσιαστικά πολιτικός, επαναστατημένος απέναντι στα πάντα. «..Κανάγιες! Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει…» Αυτομαστιγώμενος, περιφρονώντας τον κόσμο και ειρωνικά αποστασιοποιημένος, είναι μια έρημη νησίδα στο χώρο της λογοτεχνίας μας.
Κανένας δημιουργός δεν είναι φυσικά αυτόφωτος. Κι ο Καρυωτάκης, αν από κάπου κατάγεται, είναι από τους καταραμένους ποιητές, από την γενιά «των Πόε των δυστυχισμένων και των Μπωντλέρ που ζήσανε νεκροί»
Ελεγεία του άγνωστου, του καταφρονημένου, από έναν άνθρωπο μορφωμένο, που ήξερε ξένες γλώσσες, που μετέφρασε Βερλέν, Μπωντλέρ, Βιγιόν, Κοντές ντε Νοαγί, που είχε ταξιδέψει, που έμεινε για ένα διάστημα στο Παρίσι. Ενός ανθρώπου ανάμεσα στο «χοϊκό και πραγματικό», ο οποίος βυθισμένος στον γραφειοκρατικό ρεαλισμό της ζωής του, βρήκε μια διέξοδο σε μια υψηλής στόχευσης σάτιρα, επικρίνοντας την άθλια πραγματικότητα της εποχής του και τη «δηθενιά» των λογίων του λογοτεχνικού χώρου.
Σάτιρα βέβαια σημαίνει και αυτοσαρκασμός (στην περίπτωση έως και αυτοπεριφρόνηση). Μιλάμε για έναν άνθρωπο που γράφει στο ερωτικό αντικείμενο τα έξης:

«Δεσποινίς ,
Είναι μια εβδομάδα που βρίσκομαι εδώ, και δεν έχω τίποτε άξιο λόγου για να σας πληροφορήσω […] Περιμένω λοιπόν να έλθει το μεσημέρι. Αφού γευθώ τον επιούσιον στο μοναδικό εστιατόριο της πόλεως, θα κοιμηθώ, έπειτα θα ξαναέλθω εδώ στο δημόσιο άσυλο, θα κάνω ένα λυσσαλέο περίπατο στην προκυμαία και τέλος θα έχω τη σπάνια τύχη να φάγω για δεύτερη φορά. Έτσι θα περάσει κατά τον ενδοξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες.

Όταν μετά από ρήξη με τον προϊστάμενο του Υπουργό έλαβε τη μετάθεση για Πρέβεζα, σήμανε η αρχή του τέλους. Η αυτοκτονία του είναι ιεροτελεστική και σχεδόν «εκδικητική». Τελέστηκε δε σε δυο πράξεις. Η πρώτη πράξη «παίζεται» στις 20 Ιουλίου 1928, όταν παλεύει μάταια 10 ώρες με τα κύματα προσπαθώντας να αυτοκτονήσει δια θαλάσσης. Την επόμενη φροντίζει ώστε ποτέ να μην του δοθεί ποτέ η ευκαιρία να γράψει τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου, όπως ειρωνικά αναφέρει στο περίφημο σημείωμα της αυτοκτονίας του.
21 Ιουλίου 1928, στις 5 το απόγευμα ο δευτερότοκος του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, από τη Συκιά Κορινθίας και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη, αφού τελειώνει τον καφέ του που έπινε καπνίζοντας ακατάπαυστα, πηγαίνει σε μια παραλιακή τοποθεσία και τραβάει την σκανδάλη με το αριστερό χέρι.
Αν ο Καρυωτάκης ήταν αμερικανός (ένας ετεροφυλόφιλος Χαρτ Κρειν ας πούμε) το biopic του θα είχε γίνει μπλοκμπάστερ . Η ζωή του περιέχει τα πάντα. Τραγικό έρωτα, ποίηση, αρρώστια, αυτοκτονία. Τον νεκρό της Πρεβέζης θα τον έπαιζε ένας σοφά επιλεγμένος σταρ (ένας νεότερος Σον Πεν, Έντουαρντ Νόρτον η Ίθαν Χοκ) και την Πολυδούρη μια ηθοποιός τύπου Κέιτ Γουίνσλετ η Κίρα Νάιτλι.
Η ταινία θα τέλειωνε εκεί, με τον πυροβολισμό, ενώ μαζί με τους τίτλους τέλους θα έπεφταν και οι στίχοι της «Υστεροφημίας».

"...Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός".