το Θέατρο στην οδό Κεφαλληνίας αργήσαμε να φτάσουμε γύρω στα 9 λεπτά. Πρώτον γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς κι ακόμη παραπάνω, και δεύτερον γιατί τους γύρους στην Κυψέλη δεν τους αποφύγαμε. Ευτυχώς υπάρχει parking σχεδόν δίπλα οπότε ξενοιάζεις. Μπήκαμε τελευταίοι σ' ένα θέατρο κατάμεστο εκεί που νομίζαμε ότι το κοινό με τέτοια νεροποντή θα ήμασταν μόνο οι δυο μας.
Η παράσταση ξεκίνησε ένα λεπτό μετά που καθίσαμε.
Από εκείνη τη στιγμή μέχρι που έβγαλα το μπουφάν μου, δηλαδή αρκετά μετά το πρώτο σβήσιμο των φώτων για "αλλαγή σκηνικού", πρέπει να είχε περάσει ένα μισάωρο και βάλε. Εκεί πρόλαβα να σκεφτώ ότι βλέπω ένα σοβαρότατο page turner όπως θα λέγαμε αν ήταν βιβλίο. Ένα breath taking movie αν ήταν κινηματογραφική ταινία. Ένα "αν του πέσει η παντόφλα του θεατή να μην σκύψει να την σηκώσει" αν ήταν τηλεταινία. Αλλά ήταν θεατρική παράσταση με μόνο δύο ηθοποιούς όπου μέχρι στιγμής το έργο εξελισσόταν στο σαλόνι ενός μικρού σπιτιού στα Εξάρχεια. Χωρίς καθόλου effect. Χωρίς άλλους φωτισμούς πέραν των φωτιστικών του ίδιου του σκηνικού. Δηλαδή του σπιτιού. Τρία πορτατίφ. Όχι σκοτάδια όμως. Φως κανονικό. Πιθανόν να υπήρχαν προβολείς. Εγώ δεν τους κατάλαβα είτε γιατί δεν τους είδα είτε γιατί το ίδιο το έργο μου τράβαγε την προσοχή από το οτιδήποτε άλλο. Χωρίς καθόλου μουσική ως επένδυση. Μόνο το mp3 του κινητού της Έλλης (Δανάη Παπουτσή) που την καλούσε η μητέρα της ακουγόταν αλλά αυτό μουσική επένδυση δεν είναι. Είναι δραματουργικό εργαλείο του έργου.
Αυτά τα παραπάνω από μόνα τους αρκούν για να καταλάβεις ότι βλέπεις κάτι τόσο δουλεμένο που σε αφοπλίζει.
Δεν θα σας πω την "υπόθεση". Η "υπόθεση" θα ξετυλιχτεί μόνη της κι επειδή έχει σημαντικά στοιχεία αγωνίας συν κάποιες ανατροπές δεν θέλω να σας την πω. Θα πω μόνο κάποια καταπληκτικά:
Η Δανάη είναι στο 100% η 25χρονη Έλλη που ερμηνεύει και είναι τόσο καλή που το θέατρο χάνεται. Δεν είναι ηθοποιός εκεί που παίζει λέγοντας τα λόγια του. Είναι η Έλλη (πιθανόν φοιτήτρια) που η ζωγραφική είναι η τέχνη της και που τρέχει σε διαδηλώσεις από το πρωί ως το βράδυ και που την πρήζει η μάνα της και που της έσκασε, (της έσκασε; δεν θα σας πω την "υπόθεση" είπα), ένας απίστευτος μεσήλικας, ο Μάνος (Νίκος Αρβανίτης), που έχει αρχίσει να την συνταράζει βαθύτατα.
Ο Μάνος, κυρίως στο "πρώτο" μέρος του έργου, τακτοποιεί το σπίτι του αδιάκοπα "αλλάζοντας" ταυτόχρονα το σκηνικό προσπαθώντας να τακτοποιήσει και την ζωή του. Ανεβοκατεβαίνει σκάλες μεταφέροντας πράγματα από εδώ κι από 'κει, (κυρίως ντάνες βιβλίων), και πηγαινοέρχεται ακόμη και ανάμεσα στο κοινό για να βάλει μια τάξη σε ότι του συμβαίνει. Για να βάλει μια τάξη ακόμη και στον χωροχρόνο. Και είναι τόσο απασχολημένος με αυτό, που η Έλλη, με την απαράμιλλη εφηβεία της και την μοναδική γυναικεία ομορφιά της, το μόνο που έχει καταφέρει είναι να προσθέσει μία γιγάντια αμηχανία στην ήδη χαοτική συμπεριφορά του. (Αλλά βέβαια ο λόγος δεν είναι μόνον αυτός.) Για τον Νίκο τον Αρβανίτη θέλω να πω μόνο πως η ερμηνεία που είδα ήταν εκπληκτική. Με το βάρος που έπρεπε να έχει.
Η ώρα περνά και το έργο εξελίσσεται και οι διάλογοι και η δράση (ναι η δράση) μεταξύ δύο ανθρώπων σε ένα (ένα!) δωμάτιο είναι τόσο πυκνά, που πρώτον εγώ εδώ τώρα πασχίζω να μην μιλήσω για την "υπόθεση", και δεύτερον αν κάποια στιγμή μετακινήσεις τυχαία κάποιο μέλος του σώματός σου διαπιστώνεις πως είναι πιασμένο και μουδιασμένο από την ακινησία. Τέτοια thrilling συμπτώματα έχω να ζήσω από παλιές καλές αμερικανικές (κυρίως) κινηματογραφικές παραγωγές σε σκηνοθεσία Carpenter ας πούμε.
Οι τρεις σημαντικότερες αρετές στη δραματουργία, στην αφήγηση, και στην ερμηνεία, έχουν επιτευχθεί στο 100%: Ο σκηνοθέτης δεν φαίνεται, ο συγγραφέας δεν φαίνεται, οι ηθοποιοί δεν φαίνονται. Βγαίνεις από το θέατρο, κι αν τυχαία σε πάρει κάποιος φίλος τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή, μπορείς κάλλιστα να ξεκινήσεις να του αφηγείσαι ένα θεατρικό έργο λέγοντας "Καλά... δε φαντάζεσαι τι συνέβη σε μια τύπισσα..." Αργότερα, προχωρώντας την αφήγησή σου, στον λόγο επάνω, στην λεκτική εξωτερίκευση να το πω με όρους ανάλυσης, αρχίζεις και βαθαίνεις. Όχι γιατί θες να βαθύνεις και να αναλύσεις, αλλά γιατί αλλιώς δεν θα μπορείς να περιγράψεις γιατί το ένα και γιατί το άλλο όσων αφηγείσαι. Αρχίζεις και αναλύεις τις συμπεριφορές, τα ξεσπάσματα, την εκπληκτική σχέση, κι ακόμη πιο κάτω. Αυτό είναι σημαντικότατο για ένα έργο. Το να είναι σαν μπάμπουσκες οι ήρωες. Όσο βγάζεις τόσο φτάνεις στην ψυχή. Κι είσαι ελεύθερος να βγάλεις όσο θέλεις εσύ. Μέχρι όσο σου αρέσει. Αλλά αυτή την δυνατότητα στην έχει δώσει ο συγγραφέας. Μαεστρία θέλει αυτό, και βέβαια... πάρα πολύ δουλειά. Που στο τέλος ανταμείβεται. Στο τέλος, πιθανόν να διευκρινίσεις πως επρόκειτο για θεατρικό έργο. Πως ήσουν στο θέατρο.
Τίποτε από ότι συμβαίνει τις δύο ώρες (δύο λεπτά; ναι τόσο γρήγορα πέρασε τουλάχιστον για εμένα) δεν είναι "ετσιθελικό" ούτε για πλάκα. Κι αυτό το αντιλαμβάνεσαι αργότερα. Όταν και αν τυχόν αναρωτηθείς πώς το ένα ή πώς το άλλο.
Εν κατακλείδι: Δεν είμαι οπαδός του Αλέξη Σταμάτη. (Και δεν γράφω κριτικές... γράφω για ότι με πιάσει και δεν με αφήσει να πάρω ανάσα...) Υπάρχουν βιβλία του που τα έχω αφήσει στη μέση. Την "Αμερικανική Φούγκα", όμως, την ροκάνισα. Και άλλα δύο μου άρεσαν πολύ. Θεατρικό του δεν είχα δει ποτέ. Τα "Δακρυγόνα", όμως, όπως διαβάσατε, τα κατάπια στην κυριολεξία. Εκπληκτικά.
Γιώργος Γλυκοφρύδης
No comments:
Post a Comment