Ξύπνησα. Και το ξύπνημα πιό βαρύ από τον ύπνο ήταν. Ανοίγοντας τα μάτια μου, από τα βλέφαρα κατρακύλησαν μαζεμένα τα όνειρα τόσων ημερών κι απλώθηκαν στην ελευθερωμένη κοιλιά μου και σκίρτησα. Εμπρός μου, που κοίταζα, ένας τοίχος κατάλευκος, και γύρω μου μια καινούργια ζωή.
Η ανάσα του έχει φωλιάσει ήδη μέσα μου. Κακώς που λέω φωλιάσει, γιατί σωματικά το αντίθετο έγινε, την απέδωσα. Είναι παράξενο, τον ένιωσα σαν να υψώθηκε κάποια στιγμή. Εκεί που δεν έχει ο χρόνος τίποτα. Δηλαδή ούτε δευτερόλεπτα ούτε λεπτά ούτε στιγμές. Ήταν εκείνο που αισθάνθηκα σαν ανάληψη, ένα αίσθημα που πάνω από τα αισθήματα υπάρχει.
Θέλω να πω πως ήταν κάτι σα δώρο, η κάθε στιγμή αθάνατο μυστήριο. Μιλώ βέβαια δίχως να γνωρίζω ακριβώς, γιατί έτσι όπως είναι τόσο πρόσφατο – μόνο ένα χρόνο έχω που γνώρισα και παρασύρθηκα κι έφτασα ως εδώ - μόνο να το ακουμπήσω μπορώ, και ούτε καν, γιατί φοβάμαι πως αυτή είναι αξία άλλη, αξία διάφορη, που δεν την κατέχω, δεν την δικαιούμαι κι αμφιβάλλω αν θα την γνωρίσω ποτέ.
Αυτός τώρα βρίσκεται ήδη στον κόσμο. Είναι ώρες τώρα που είναι εδώ, μα δεν το ξέρει. Για εκείνον ο πριν κόσμος δεν υφίσταται, ό,τι όλοι μας έχουμε ζήσει ως τώρα, είναι ανύπαρκτο, τίποτα, κενό. Τώρα, πριν λίγες ώρες, άρχισε γι αυτόν το σύμπαν.
Για μένα όμως σαν ένα κομμάτι μου να τέλειωσε, μάλιστα μπορώ να θυμηθώ και την στιγμή. `Ηταν μέσα στο λήθαργο, όταν άκουσα τέσσερις ήχους, έναν από κάθε σημείο του ορίζοντα, και συνέκλιναν οι ήχοι μέσα μου κι οι συχνότητές τους όλες μαζί με τράνταξαν και λύθηκα κι ένιωσα να συσπάται μέσα μου η ζωή.
Τότε κατάλαβα πως τον απέδωσα κι εκείνη ακριβώς την στιγμή μου φάνηκε πως ένα ακαθόριστο αντικείμενο έπεσε από τον ουρανό και βυθίστηκε στη θάλασσα κι απλώθηκε, σαν μια τεράστια κηλίδα. Προσπάθησα να το δω, να το αιχμαλωτίσω με την όραση, αλλά δεν μπόρεσα.
Κάτι τέτοια περνάνε τώρα από το μυαλό μου μετά από ένα τόσο ταραγμένο ύπνο, ύπνο που με πήγε στα έγκατα και με τράνταξε ώσπου με ξέσφιξε και με ανέβασε και να ’μαι τώρα μόνη να κοιτάζω έξω από το παράθυρο τους ευκάλυπτους και νιώθω όλη ετούτη την απόλυτη ησυχία και συνειδητοποιώ ότι όσα μου συμβαίνουν είναι τόσο φτωχά, είναι συρμός, είναι πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο έχουν την εμπειρία, είναι αυτό που λένε πράγματα καθημερινά, που αν συγκριθούν με τα των άλλων, τα δικά μου μπορεί και να ωχριούν, όμως δικά μου είναι, μοναδικά δικά μου βιώματα και μόνο ετούτα έχω. Το μόνο που θέλω είναι κάποτε σε χρόνο πιό αληθινό, σε χρόνο ωριμότερο, τότε θέλω όλα αυτά να εξηγηθούν κι εκεί να κάνω την αποκατάσταση και να πω και να ειπωθώ.
Τέτοια σκέφτομαι, κι είμαι ξαπλωμένη, γιατί να σηκωθώ δεν επιτρέπεται κι αν σηκωνόμουν το μόνο που θα ’θελα θα ήταν να χαθώ να μην ξαναδώ ούτε αυτούς τους ανθρώπους, ούτε τις σκιές που τους κρύβουν και κρύβουν και την ίδια μου την πράξη, αλλά φοβάμαι, και προσεύχομαι και κρατώ ενός λεπτού σιγή. Κι εκεί φεύγει ο νους μου από την πράξη με τους ανθρώπους, το συμβόλαιο, και πάει στην πράξη μ’ εκείνον, που έφυγε με πάταγο.
Η ίδια η πράξη είναι ψυχρή εξ’ ορισμού, πόσο μάλλον εκείνες που προηγήθηκαν με τα σεντόνια και το πάλεμα, όταν ο άντρας είναι τόσο επιβλητικός, το εννοώ απόλυτα αυτό, επιβλητικός, κάτι που είναι αδύνατον να συλλάβεις από πριν, πού να καταλάβεις εκείνη την στιγμή, η ίδια λοιπόν η πράξη, που πράξη όπως την εννοούμε δεν είναι, παρά μοιραία εξέλιξη, πως αυτή ακριβώς η πράξη αυτή είναι ψυχρή εξ ορισμού, γιατί ξέρεις τι κάνεις και το κάνεις επί τούτου κι ύστερα αναπολείς και προτιμάς όπως ήταν πριν, τότε που όλα ήταν τόσο αθώα, μελωδικά, στην υπέροχη προσωρινότητα τους.
Εδώ που βρίσκομαι δεν έχω σχεδόν τίποτα. Μου φαίνεται πως δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο εγώ, ξαπλωμένη με τις σκέψεις και τα ερωτήματά μου. Κοιτάζω προς τα πάνω να δω εποπτεύσω τον περιβάλλοντα χώρο. Βλέπω μόνο το ταβάνι, μια λευκή σαγρέ επιφάνεια κι ένα γυμνό γλόμπο. Πιό κάτω σκέφτομαι , σε έναν άλλο όροφο, θα κοιμάται. Ο μικρός αυτός θεός θα είναι ξαπλωμένος - ποιος ξέρει άραγε τι θα νιώθει. Τι θα νιώθει αυτό το σώμα το άοπλο, στο νέο θύλακα, στο νέο θάλαμο, μέσα σε αυτή τη σιωπή που νομίζει για κόσμο; Που γυρίζει η μικρή του ψυχή, για πρώτη φορά σε ύπνο; Η ψυχή του, που τώρα είναι χωρίς μνήμες, με το φύλλωμά της αμόλυντο, ακόμα πεντακάθαρη και απαστράπτουσα και ύστερα θα δούμε με τη ζωή.
Και τότε ξαφνικά μου έρχεται η διάθεση να σηκωθώ και να πάω στο παράθυρο να δώ ξανά τους ευκάλυπτους, αλλά όχι οριζοντιωμένη, όρθια θέλω να δω τα δέντρα, να νιώσω παράλληλη στον κορμό τους και να αισθανθώ τον πόθο να μαι κι εγώ ποθητή κάπου μέσα στον κόσμο.
Αφού με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώνομαι, πριν ακόμα σηκωθώ όρθια, παρ` όλες τις ενοχές και τα πρέπει - δεν πρέπει, ότι δηλαδή πιθανόν ότι κάτι κακό θα συμβεί, τότε κάτι όντως συμβαίνει, τελείως διαφορετικό κι αναπάντεχο. Εμπρός μου, όχι ακριβώς αντικριστά, μα σε κάποια απόσταση κι αριστερά στον απέναντι τοίχο, είμαι εγώ, με την εικόνα μου, εγώ είμαι που μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κοιτάζομαι, έναν καθρέφτη που με πιάνει τόσο ώστε να με διακρίνω κάτω αριστερά, έναν καθρέφτη που δεν υπήρχε πριν κοιμηθώ, γιατί ο τοίχος ήταν γυμνός, είμαι σίγουρη για αυτό, μόνη μου κοιτάζομαι με μένα και το είδωλό μου και τα μάτια μου ξαναφτιάχνουν την εικόνα μου.
Όμως δεν είμαι αλήθεια μόνη μου, καθώς μου λέει ο καθρέφτης πως, όχι δεν είσαι μόνη σου, δεν είσαι μόνη σου εσύ, και μη νομίζεις πως όλα αυτά είναι καταστάσεις ψυχικές, ψευδείς εννοώ, ή αποκυήματα, σαν αυτές που προκαλούν οι γυναικούλες, κι εγώ ξέρω καλά, ήξερα ήδη από τότε πως δεν είμαι καμιά γυναικούλα, σε καμία περίπτωση, εγώ είμαι ταγμένη για σπουδαία πράγματα, θα δείτε, όμως τώρα είμαι εδώ ανακαθισμένη στο κρεβάτι, να θέλω να σηκωθώ να ξεσκάσω, να δώ τον κήπο, τους ευκάλυπτους, να δω τη πόλη, κι όμως να αυτό που μ’ εμποδίζει, να βλέπω έναν καθρέφτη του οποίου την ύπαρξη πριν αγνοούσα και να κοιτάζομαι και να ’μαι εγώ, να με αναγνωρίζω, να έχω αποδείξεις χειροπιαστές - όσο μπορείς να θεωρήσεις μια αντανάκλαση χειροπιαστή- εν πάση περιπτώσει να ’μαι σίγουρη για αυτή την εμπειρία που ζω, γιατί εγώ είμαι αυτή η εικόνα, διακρίνονται σαφώς τα σημάδια της ταλαιπωρίας και του άγχους, ιδίως στα μάτια κι επιπροσθέτως αναγνωρίζω καθαρά αυτή την γλυκεία κούραση που μου ’λεγαν, αυτόν τον παράξενο συνδυασμό που είσαι μαζί και θεός και άνθρωπος και δημιουργείς.
Κι όλα αυτά καλά, γιατί αν εξαιρέσουμε την αναπάντεχη εμφάνιση του καθρέφτη, ίσως θα ήταν αναμενόμενα, όμως υπάρχει και κάτι άλλο που δεν κλείνει την όλη σκηνή, γιατί όπως είπα και πριν εγώ μόνη μου κοιτάζομαι κι όμως δεν είμαι μόνη.
Δεν κλείνει η σκηνή, γιατί ψηλά εκεί, στο πάνω δεξί μέρος, διακρίνεται πεντακάθαρη η μικρή εικόνα, όχι το σώμα ολόκληρο, μονάχα το πρόσωπο, μονάχα ένα πρόσωπο ακαθόριστο ενός παιδιού όπως αρχικά νόμισα, αλλά τώρα που κοιτάζω προσεκτικά ανατριχιάζω γιατί είναι το είδωλο ενός βρέφους μαζί και ενός ενήλικα, που αμέσως αναγνωρίζω, γιατί φαντάζομαι ποιά θα ήταν η πορεία του στο μέλλον και ποιά η εξέλιξη, και περνάει σαν αστραπή εμπρός μου όλη η μελλοντική ζωή του, και ξέρω πως είναι πράγματι εκείνος, ένα πρόσωπο που το στόμα του κλαίει και γελάει μαζί και τα μάτια μισοκλέινουν, γιατί είναι μάτια που μαζί και σώμα είναι και ψυχή ήταν και να διαλέξουν δε ξέρουν, κι ούτε πρόκειται να μάθουν.
Δεν έχω πιά πολύ χρόνο μόνη μου, σε λίγο θα έρθουν, είναι πολύ φιλικοί και συμπαθητικοί, η επαφή μας ήταν πολύ καλή, παρακολουθήσαν την εγκυμοσύνη από το δεύτερο μήνα, τότε που συντάξαμε τα χαρτιά με το δικηγόρο για την «αλλαγή», και πήρα την επιταγή. Ο άντρας αρχιτέκτονας, η γυναικα αρχαιολόγος. Κι εγώ τίποτα. Καθρέφτης. Και στον καθρέφτη ένα παιδί σαν νεκρό και ζωντανό μαζί κι εγώ που το γέννησα, να μιλώ γι αυτό, μ’ ένα άγριο άλογο να καλπάζει στην καρδιά, ξέροντας, πως οι πιο βαθιές μου συλλαβές χτυπάνε εκεί – στο είδωλο της απουσίας του – κι επιστρέφουν, μαύρα, ανυπόφορα βέλη στην κοιλιά μου.
δημοσιεύτηκε στο "Έθνος" 31.12.06,
Friday, April 27, 2007
Thursday, April 26, 2007
Miss Lonelyhearts
Για όσους δεν το έχουν διαβάσει, υπαρχει ένα εκπληκτικό βιβλίο του Ναθάνιελ Γουέστ με τίτλο: "Ο δεσποινίς Λόνλιχαρτς" Ο Γουέστ που πέθανε νεότατος σε αυτοκινητιστικό ατύχημα πηγαίνοντας στην κηδεία του Φιτζέραλντ (!) είναι ένα πραγματικός μάστορας της πικρόχολης παρωδίας. Το έγραψε μόλις 30 ετών.
Στο βιβλίο αυτό, ο δεύτερος κεντρικός ήρωας ονομάζεται Σράικ και είναι ένα είδος Αμερικάνου Σατανά, που διακατέχεται από μια θρησκευτική υστερία, από μια απόγνωση, η οποία πηγάζει από τη νοσταλγία του Σωτήρα. Σε μια σκηνή, σε ενα "παράνομο" μπαρ της εποχής της ποταπαγόρευσης μιλάει στον "Δεσποινίς Λόνλιχαρτς", τον κεντρικό ήρωα (ένα άντρα που γράφει μια στήλη 'αγωνιάς" σε μία νεουρκέζικη εφημερίδα του 30, κάτι σαν το πες μου Ερμιόνη μου' που θα μπορούσε να υπαρχει σε οιοδήποτε σημερινό φρι πρες), ενώ ταυτόχρονα χαμουρεύει μια θαυμάστρια του.
Προσέξτε πρόζα που λάμπει και εικονοποιία που σπάει κόκαλα:
"Είμαι και πολυ άγιος" φώναζε ο Σράικ. "Το 'ήλθε προς αυτούς ο Σράικ περιπατων επί της θαλάσσης', το ξέρετε φυσικά. Όσο για τα Σεπτά μου Πάθη στο Αναψυκτήριο και τον Τελευταίο μου Πειρασμό στην Καφετέρια, είναι πλέον, πασίγνωστα. Τώρα, όμως, ας παρομοιάσουμε τις ανοιχτές πληγές στο Σώμα του Κυρίου μ' ένα ανοιχτό πορτοφόλι όπου ρίχνουμε τις αμαρτίες μας όπως ρίχνουμε τα κέρματα. Με τις τρύπες όμως που χάσκουν στο δικό μας σώμα, τι γίνεται; Τι κρύβεται πίσω από τις δικές μας πληγές; Κάτω από τη σάρκα μας απλώνεται μια θαυμαστή ζούγκλα από παλλόμενες φλέβες που σαν τροπική βλάστηση περιβάλλει τα υπερώριμα όργανα και τα έντερα σφύζουν σαν μια μάζα από κόκκινα και κίτρινα χέλια. Σ' αυτη τη ζούγκλα , ζει ένα φτερωτό πλάσμα - είναι η Ψυχή που πετάει από δω κι από κει, από όργανο σε όργανο. Το πουλί αυτό ο καθολικός θέλει να το παγιδέψει με 'άρτον και οίνον', ο Εβραίος με το χρυσό κανόνα, ο Προτεστάντης με βαριά καρδιά και βαριά βήματα, ο Βουδιστής με χειρονομίες και ο Μαύρος με αίμα. Τους φτύνω όλους! Φτού! Τους περιφρονώ όλους! Φτού! Εσείς βαλσαμώνετε πουλιά; Το 'ταριχέυειν' δεν είναι θρησκεία. Όχι, χίλιες φορές, όχι, Καλύτερα ένα ζωντανό πουλί στη ζούγκλα του σώματος, παρά δυο βαλσαμωμένα να καμαρώνουν πάνω σε κάποιο γραφείο".
Τη χάιδευε όλη αυτη την ώρα σε ρυθμό θρησκευτικής έξαψης και όταν τελειωσε, βύθισε το τριγωνικό του πρόσωπο μέσα στο λαιμό της σαν τσεκούρι.
Αυτό είναι στιλ, αυτό ειναι αστραφτερή, δαιμόνια πρόζα, που ανοίγει με όλο της το ειρωνικό μεγαλείο την πόρτα για την άβυσσο που έχει προετοιμάσει η αμερικανική θρησκεία για την αμερικανική ψυχή.
Στο βιβλίο αυτό, ο δεύτερος κεντρικός ήρωας ονομάζεται Σράικ και είναι ένα είδος Αμερικάνου Σατανά, που διακατέχεται από μια θρησκευτική υστερία, από μια απόγνωση, η οποία πηγάζει από τη νοσταλγία του Σωτήρα. Σε μια σκηνή, σε ενα "παράνομο" μπαρ της εποχής της ποταπαγόρευσης μιλάει στον "Δεσποινίς Λόνλιχαρτς", τον κεντρικό ήρωα (ένα άντρα που γράφει μια στήλη 'αγωνιάς" σε μία νεουρκέζικη εφημερίδα του 30, κάτι σαν το πες μου Ερμιόνη μου' που θα μπορούσε να υπαρχει σε οιοδήποτε σημερινό φρι πρες), ενώ ταυτόχρονα χαμουρεύει μια θαυμάστρια του.
Προσέξτε πρόζα που λάμπει και εικονοποιία που σπάει κόκαλα:
"Είμαι και πολυ άγιος" φώναζε ο Σράικ. "Το 'ήλθε προς αυτούς ο Σράικ περιπατων επί της θαλάσσης', το ξέρετε φυσικά. Όσο για τα Σεπτά μου Πάθη στο Αναψυκτήριο και τον Τελευταίο μου Πειρασμό στην Καφετέρια, είναι πλέον, πασίγνωστα. Τώρα, όμως, ας παρομοιάσουμε τις ανοιχτές πληγές στο Σώμα του Κυρίου μ' ένα ανοιχτό πορτοφόλι όπου ρίχνουμε τις αμαρτίες μας όπως ρίχνουμε τα κέρματα. Με τις τρύπες όμως που χάσκουν στο δικό μας σώμα, τι γίνεται; Τι κρύβεται πίσω από τις δικές μας πληγές; Κάτω από τη σάρκα μας απλώνεται μια θαυμαστή ζούγκλα από παλλόμενες φλέβες που σαν τροπική βλάστηση περιβάλλει τα υπερώριμα όργανα και τα έντερα σφύζουν σαν μια μάζα από κόκκινα και κίτρινα χέλια. Σ' αυτη τη ζούγκλα , ζει ένα φτερωτό πλάσμα - είναι η Ψυχή που πετάει από δω κι από κει, από όργανο σε όργανο. Το πουλί αυτό ο καθολικός θέλει να το παγιδέψει με 'άρτον και οίνον', ο Εβραίος με το χρυσό κανόνα, ο Προτεστάντης με βαριά καρδιά και βαριά βήματα, ο Βουδιστής με χειρονομίες και ο Μαύρος με αίμα. Τους φτύνω όλους! Φτού! Τους περιφρονώ όλους! Φτού! Εσείς βαλσαμώνετε πουλιά; Το 'ταριχέυειν' δεν είναι θρησκεία. Όχι, χίλιες φορές, όχι, Καλύτερα ένα ζωντανό πουλί στη ζούγκλα του σώματος, παρά δυο βαλσαμωμένα να καμαρώνουν πάνω σε κάποιο γραφείο".
Τη χάιδευε όλη αυτη την ώρα σε ρυθμό θρησκευτικής έξαψης και όταν τελειωσε, βύθισε το τριγωνικό του πρόσωπο μέσα στο λαιμό της σαν τσεκούρι.
Αυτό είναι στιλ, αυτό ειναι αστραφτερή, δαιμόνια πρόζα, που ανοίγει με όλο της το ειρωνικό μεγαλείο την πόρτα για την άβυσσο που έχει προετοιμάσει η αμερικανική θρησκεία για την αμερικανική ψυχή.
Tuesday, April 24, 2007
Το μυθιστόρημα το προερμηνευμένο και η λυρική χρυσαλλίδα
Λέει κάπου ο Ερνέστο Σάμπατο:
"Στον σύγχρονο κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει η φιλοσοφία, που τον έχουν κατακερματίσει οι εκατοντάδες επιστημονικές εξειδικεύσεις, μας έμεινε το μυθιστόρημα ως έσχατο παρατηρητήριο απ' όπου μπορείς να αγκαλιάσεις την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο".
Από το ασήμαντο, την αιφνίδια πυκνότητα των στιγμών, ως το οικουμενικό που αναδύεται από το τοπικό, το μυθιστόρημα ανοίγει την κουρτίνα του σκηνικού των εργασιών της ζωής και μέσα από νεες ανακαλύψεις προχωρά σε ενα κληροδοτημένο από τους μεγάλους συγγραφείς δρόμο . Ούτε τα "how to write" , ούτε οι -ισμοί, ούτε τα e-books δεν θα το αγγίξουν. Σε μια εποχή που όλα είναι προ-ερμηνευμένα, εκεινο που θα ξεχωρίσει είναι εκεινο που θα μιλήσει για τον κόσμο αντι-λυρικά, αντι-στρατεύμενα, αντι"μοντερνα" (και αντι-μεταμοντέρνα"). Εκείνο που θα μιλησει για τον κόσμο, όχι για την ερμηνεία του.
Εκείνο που εννοώ λέγοντας για αντιλυρικό μυθιστόρημα, έχει να κάνει με την προσέγγιση του Κούντερα όταν μιλάει για την "λυρική" ηλικία, την ηλικία που το άτομο μένει συγκεντρωμένο σχεδόν αποκλειστικά στον εαυτό του και δεν κρίνει καθαρά το τι γίνεται γύρω του.
Αν ξεκινήσουμε, λέει ο Κουντερα, από αυτη την υπόθεση, η μετάβαση από την ανωριμότητα στην ωριμότητα, είναι η υπέρβαση της λυρικής στάσης. Μιλώντας για το μυθιστόρημα, συνεχίζει, η γένεση μιας υποδειγματικής αφήγησης εμφανίζεται σαν η ιστορία μιας μεταστροφής: ο μυθιστοριογράφος γεννιέται από τα ερείπια του λυρικού του κόσμου.
Πρόκειται για άποψη που προσωπικά την βρίσκω κρυστάλλινη στην σαφήνεια της και την έχω ζήσει - βασανιστικά - στο πετσί μου. Προερχόμενος από την ποίηση - την οποία ουδέποτε εγκατέλειψα, - έφερα σε ένα ειδικά μυθιστόρημα μια αύρα "ποιητική", "λυρική", απότοκο μιας περιόδου όπου ο ευατός ήταν ο αποκλειστικός (άρα και υποκειμενικός) κριτής. Καποια στιγμή, και με την συνδρομη μιας αρνητικης κριτικής του Δ. Κουρτοβικ που τόσο με βοήθησε, κατάλαβα ότι ήμουν σε λάθος δρόμο.
Η αντιλυρική μεταστροφή, λέει πάλι ο Κουντερα, αποτελεί θεμελιώδη εμπειρία στο βιογραφικό ενός μυθιστοριογράφου. Μόλις απομακρυνθεί λίγο από τον εαυτό του και τον δει από απόσταση, μένει κατάπληκτος που δεν είναι εκείνος που νόμιζε ότι είναι. Ύστερα από αυτη την εμπειρία ξέρει πλέον ότι κανείς μας δεν είναι εκείνος που νομίζει ότι είναι και είναι έτοιμος να μιλήσει για την "καρδιά των πραγμάτων".
Όταν ο Φλωμπερ έγραφε στα 27 του τον "Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου" και τον διάβαζε στους φίλους του - ένα βιβλίο, όπου όπως έλεγε τότε, είχε βάλει όλη του την ψυχή, όλη του την "μεγάλη σκέψη" - εκείνοι τον παρότρυναν να απαλλαγεί από τις "ρομαντικές εξάρσεις" του και τις "μεγάλες λυρικές χειρονομίες". Ο Φλωμπέρ (σοφά ποιών) τους άκουσε και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να γράφει την "Μαντάμ Μποβαρί". Ένα βιβλιο με ένα θέμα κοινότοπο, που άλλαξε την ιστορία του πεζού λόγου. Ηταν 30 ετών, κατάλληλη ηλικία για να σκίσει την "λυρική χρυσαλλίδα" του...
ΥΓ. Υπ όψη, όσα αναφέρονται πιο πάνω αφορούν αποκλειστικά στο μυθιστόρημα. Στην ποίηση, ο λυρισμός είναι άλλη (υπέροχη) ιστορία.
"Στον σύγχρονο κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει η φιλοσοφία, που τον έχουν κατακερματίσει οι εκατοντάδες επιστημονικές εξειδικεύσεις, μας έμεινε το μυθιστόρημα ως έσχατο παρατηρητήριο απ' όπου μπορείς να αγκαλιάσεις την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο".
Από το ασήμαντο, την αιφνίδια πυκνότητα των στιγμών, ως το οικουμενικό που αναδύεται από το τοπικό, το μυθιστόρημα ανοίγει την κουρτίνα του σκηνικού των εργασιών της ζωής και μέσα από νεες ανακαλύψεις προχωρά σε ενα κληροδοτημένο από τους μεγάλους συγγραφείς δρόμο . Ούτε τα "how to write" , ούτε οι -ισμοί, ούτε τα e-books δεν θα το αγγίξουν. Σε μια εποχή που όλα είναι προ-ερμηνευμένα, εκεινο που θα ξεχωρίσει είναι εκεινο που θα μιλήσει για τον κόσμο αντι-λυρικά, αντι-στρατεύμενα, αντι"μοντερνα" (και αντι-μεταμοντέρνα"). Εκείνο που θα μιλησει για τον κόσμο, όχι για την ερμηνεία του.
Εκείνο που εννοώ λέγοντας για αντιλυρικό μυθιστόρημα, έχει να κάνει με την προσέγγιση του Κούντερα όταν μιλάει για την "λυρική" ηλικία, την ηλικία που το άτομο μένει συγκεντρωμένο σχεδόν αποκλειστικά στον εαυτό του και δεν κρίνει καθαρά το τι γίνεται γύρω του.
Αν ξεκινήσουμε, λέει ο Κουντερα, από αυτη την υπόθεση, η μετάβαση από την ανωριμότητα στην ωριμότητα, είναι η υπέρβαση της λυρικής στάσης. Μιλώντας για το μυθιστόρημα, συνεχίζει, η γένεση μιας υποδειγματικής αφήγησης εμφανίζεται σαν η ιστορία μιας μεταστροφής: ο μυθιστοριογράφος γεννιέται από τα ερείπια του λυρικού του κόσμου.
Πρόκειται για άποψη που προσωπικά την βρίσκω κρυστάλλινη στην σαφήνεια της και την έχω ζήσει - βασανιστικά - στο πετσί μου. Προερχόμενος από την ποίηση - την οποία ουδέποτε εγκατέλειψα, - έφερα σε ένα ειδικά μυθιστόρημα μια αύρα "ποιητική", "λυρική", απότοκο μιας περιόδου όπου ο ευατός ήταν ο αποκλειστικός (άρα και υποκειμενικός) κριτής. Καποια στιγμή, και με την συνδρομη μιας αρνητικης κριτικής του Δ. Κουρτοβικ που τόσο με βοήθησε, κατάλαβα ότι ήμουν σε λάθος δρόμο.
Η αντιλυρική μεταστροφή, λέει πάλι ο Κουντερα, αποτελεί θεμελιώδη εμπειρία στο βιογραφικό ενός μυθιστοριογράφου. Μόλις απομακρυνθεί λίγο από τον εαυτό του και τον δει από απόσταση, μένει κατάπληκτος που δεν είναι εκείνος που νόμιζε ότι είναι. Ύστερα από αυτη την εμπειρία ξέρει πλέον ότι κανείς μας δεν είναι εκείνος που νομίζει ότι είναι και είναι έτοιμος να μιλήσει για την "καρδιά των πραγμάτων".
Όταν ο Φλωμπερ έγραφε στα 27 του τον "Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου" και τον διάβαζε στους φίλους του - ένα βιβλίο, όπου όπως έλεγε τότε, είχε βάλει όλη του την ψυχή, όλη του την "μεγάλη σκέψη" - εκείνοι τον παρότρυναν να απαλλαγεί από τις "ρομαντικές εξάρσεις" του και τις "μεγάλες λυρικές χειρονομίες". Ο Φλωμπέρ (σοφά ποιών) τους άκουσε και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να γράφει την "Μαντάμ Μποβαρί". Ένα βιβλιο με ένα θέμα κοινότοπο, που άλλαξε την ιστορία του πεζού λόγου. Ηταν 30 ετών, κατάλληλη ηλικία για να σκίσει την "λυρική χρυσαλλίδα" του...
ΥΓ. Υπ όψη, όσα αναφέρονται πιο πάνω αφορούν αποκλειστικά στο μυθιστόρημα. Στην ποίηση, ο λυρισμός είναι άλλη (υπέροχη) ιστορία.
Thursday, April 19, 2007
Τα Δικαιώματα του Αναγνώστη
Tο 1992, ο Γάλλος συγγραφέας Ντανιέλ Πενάκ προτεινε εναν δεκάλογο για τα "Δικαιωμάτα του Αναγνώστη".
Είναι ο εξής:
1. Το δικαίωμα να μη διαβάζεις
2. Το δικαίωμα να προσπερνάς σελίδες
3. Το δικαίωμα να μην τελειώνεις το βιβλίο
4. Το δικαίωμα να ξαναδιαβάζεις το βιβλίο
5. Το δικαίωμα να διαβάζεις οτιδήποτε
6. Το δικαίωμα να δραπετεύεις από το βιβλίο
7. Το δικαίωμα να διαβάζεις οπουδήποτε
8. Το δικαίωμα να ξεφυλλίζεις
9. Το δικαίωμα να διαβάζεις δυνατά
10. Το δικαίωμα να μην υπερασπίζεσαι τα αναγνωστικά σου γούστα
Πολλοί θα συμφωνήσουν πολλοι θα διαφωνησουν.
Προσωπικα θα τα εβαζα στην εξής σειρά προτίμησης:
4,5,7,2,8, 3,9, 6, 10,1
Wednesday, April 18, 2007
Ο Άγγελος της Αφήγησης
Στην καθημερινότητα ενός συγγραφέα - κι όχι μόνο την "επαγγελματική" - φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται συχνά με ένα πολλές φορές αναπάντεχο τρόπο. «Όλα τα μυθιστορήματα είναι μεταφορές της πραγματικότητας» είχε πει ο Τζον Φόουλς. Προσωπικά πιστεύω ότι το να γράφεις βιβλία δεν ειναι μια απόδραση από την πραγματικότητα, αλλα μια βουτιά στο κέντρο της. Αληθινό δεν είναι μόνο εκείνο που συμβαίνει, αλλά και εκείνο που «μπορεί» να συμβεί. Είτε στην ζωή είτε στο μυαλό. Και πολλές φορές εκείνα που συμβαίνουν στο νου μπορεί να αποδειχθούν ακόμα πιο ερεθιστικά και πολύ πιο διδακτικά από όσα συμβαίνουν στη ζωή.Το γεγονός συνέβη την εποχή που έγραφα το δεύτερο μου μυθιστόρημα το οποίο είχε τίτλο «Μπαρ Φλωμπερ».
Εκείνο που πρέπει να συγκρατήστε στην συγκεκριμένη διήγηση είναι ότι η ουσία του βιβλίου, ο κινητήριος μοχλός της δράσης, είναι η αναζήτηση του πατέρα. Ο ήρωας, ο σαραντάχρονος Γιάννης Λουκας, μετεωρίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορηματος, ανάμεσα σε δυο πατρικές φιγούρες προσπαθώντας να βρει ουσιαστικά από πού «κατάγεται» - βιολογικά αλλα και πνευματικά. Πατέρας λοιπόν και καταγωγή είναι οι δυο θεμέλιοι λίθοι του βιβλίου. Ιδου λοιπόν τι συνέβη, ειπωμένο ολίγον… κινηματογραφικά.
ΣΚΗΝΗ 1
Kυριακή απόγευμα, 26 Απριλίου 1998. Σ’ ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου στην Δεινοκράτους. Η Ελευθερία, καλή φίλη, έχει γενέθλια. Κλείνει τα 27 και κάνει μία μικρή συγκέντρωση στο σπίτι της. Είμαστε καμιά δεκαριά άτομα, όλοι γνωστοί μου, εκτός από έναν. Έχω περάσει μόνο για ένα μισάωρο να της δώσω ένα δωράκι, να πω δυο κουβέντες και να φύγω - έχω μία ανειλημμένη υποχρέωση. Ακούω την παρέα να συζητά. Το μυαλό μου όμως περί άλλων τυρβάζει. Εκείνη την εποχή έχω τελειώσει τα τέσσερα από τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου μου, του «Μπαρ Φλωμπέρ». Εχω φτάσει στην τελική, σημαντική σκηνή. Πρέπει να βρω ένα τόπο, ένα συγκεκριμένο μέρος, με ειδικά χαρακτηριστικά για αυτή την καίρια σκηνή. Κι έχω κολλήσει εδώ και καιρό. Το πρώτο ντραφτ του μυθιστορήματος δεν προχωρά με τίποτα.
Τα λόγια μου βγαίνουν από μόνα τους.. Η ομήγυρη στρέφει το βλέμμα πάνω μου. «Εδώ και δυο βδομάδες ψάχνω ένα μέρος. Ένα ορεινό χωριό στην Ελλάδα, έναν τόπο που πρέπει να είναι έτσι κι έτσι. Πρέπει να το βρω οπωσδήποτε, το βιβλίο μου πρέπει να τελειώσει σε αυτό το χωριό, εκεί όπου ο ήρωας ξεκαθαρίζει τα της καταγωγής του….»
Ακούω διάφορες προτάσεις για γνωστές τοποθεσίες. Καμία δεν μου κάνει κλικ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας ο μοναδικός άνθρωπος που δεν ξέρω από την παρέα κάθεται στην άκρη δεξιά του σαλονιού, αμίλητος. Είναι ένας χλωμός νεαρός με μακρύ πρόσωπο και ρωμαϊκή κατατομή που φοράει ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα γκρι παντελόνι, ο οποίος αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ήταν φίλος φίλου. Η Ελευθερία που το συζητήσαμε αργότερα δεν θυμόταν καν το όνομα του. Μόλις τέλειωσα τον παθιασμένο μου μονόλογο, ο νεαρός είπε αποφασιστικά. ‘Ξέρω πιο είναι το μέρος που ψάχνεις. Λέγεται Λαγκάδια και είναι στην Ορεινή Αρκαδία’ και μου το περιγράφει. Ένα φως αστράφτει μέσα μου ξαφνικά, η περιγραφή είναι σαν ένα διαφημιστικό τρέιλερ του τόπου που έψαχνα...
ΣΚΗΝΗ 1
Kυριακή απόγευμα, 26 Απριλίου 1998. Σ’ ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου στην Δεινοκράτους. Η Ελευθερία, καλή φίλη, έχει γενέθλια. Κλείνει τα 27 και κάνει μία μικρή συγκέντρωση στο σπίτι της. Είμαστε καμιά δεκαριά άτομα, όλοι γνωστοί μου, εκτός από έναν. Έχω περάσει μόνο για ένα μισάωρο να της δώσω ένα δωράκι, να πω δυο κουβέντες και να φύγω - έχω μία ανειλημμένη υποχρέωση. Ακούω την παρέα να συζητά. Το μυαλό μου όμως περί άλλων τυρβάζει. Εκείνη την εποχή έχω τελειώσει τα τέσσερα από τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου μου, του «Μπαρ Φλωμπέρ». Εχω φτάσει στην τελική, σημαντική σκηνή. Πρέπει να βρω ένα τόπο, ένα συγκεκριμένο μέρος, με ειδικά χαρακτηριστικά για αυτή την καίρια σκηνή. Κι έχω κολλήσει εδώ και καιρό. Το πρώτο ντραφτ του μυθιστορήματος δεν προχωρά με τίποτα.
Τα λόγια μου βγαίνουν από μόνα τους.. Η ομήγυρη στρέφει το βλέμμα πάνω μου. «Εδώ και δυο βδομάδες ψάχνω ένα μέρος. Ένα ορεινό χωριό στην Ελλάδα, έναν τόπο που πρέπει να είναι έτσι κι έτσι. Πρέπει να το βρω οπωσδήποτε, το βιβλίο μου πρέπει να τελειώσει σε αυτό το χωριό, εκεί όπου ο ήρωας ξεκαθαρίζει τα της καταγωγής του….»
Ακούω διάφορες προτάσεις για γνωστές τοποθεσίες. Καμία δεν μου κάνει κλικ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας ο μοναδικός άνθρωπος που δεν ξέρω από την παρέα κάθεται στην άκρη δεξιά του σαλονιού, αμίλητος. Είναι ένας χλωμός νεαρός με μακρύ πρόσωπο και ρωμαϊκή κατατομή που φοράει ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα γκρι παντελόνι, ο οποίος αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ήταν φίλος φίλου. Η Ελευθερία που το συζητήσαμε αργότερα δεν θυμόταν καν το όνομα του. Μόλις τέλειωσα τον παθιασμένο μου μονόλογο, ο νεαρός είπε αποφασιστικά. ‘Ξέρω πιο είναι το μέρος που ψάχνεις. Λέγεται Λαγκάδια και είναι στην Ορεινή Αρκαδία’ και μου το περιγράφει. Ένα φως αστράφτει μέσα μου ξαφνικά, η περιγραφή είναι σαν ένα διαφημιστικό τρέιλερ του τόπου που έψαχνα...
Τις επόμενες μέρες διαβάζω για τα Λαγκάδια και την Ορεινή Αρκαδία, κατεβάζω σελίδες από το Ίντερνετ, βλέπω φωτογραφίες, ρωτάω ανθρώπους που τα έχουν επισκεφθεί και τελικά πείθομαι απόλυτα πως αυτός πρέπει να είναι ο τόπος στον οποίο θα τελειώσω το βιβλίο. Ο τόπος όπου θα γίνει η συνάντηση του ήρωα με τον πατερα του. Ο τόπος όπου θα λυθεί οριστικά το θέμα της «καταγωγής» του. Η επιλογή ήταν αποτέλεσμα μιας τυχαίας συνάντησης. Ε, και ! Όλα τα ωραία στη ζωή τυχαία δε γίνονται;
Τέλη Αυγούστου του 98 λοιπόν, το αποφασίζω. Παίρνω το λαπ τοπ και φεύγω προς Ορεινή Αρκαδία περνώντας διαδοχικά από τα χώρια Στεμνίτσα, Καρύταινα , Δημητσάνα μέχρι στο τέλος να φτάσω στα Λαγκάδια. Ταυτόχρονα γράφω. Το βιβλίο τελειώνει με την σκηνή που ήθελα ακριβώς. Τα Λαγκαδιά αποδεικνύονται το ιδανικό σκηνικό για την τελική αναμέτρηση πατέρα - γιου. Κι όχι μόνον. Σε μια βιβλιοθήκη της περιοχής, συγκεκριμένα στη Δημητσάνα, βρίσκω ένα κείμενο που μου λύνει ένα τεράστιο πρόβλημα της αφήγησης, συνδέοντας οργανικά το φινάλε με τον κορμό του έργου. Ένα κείμενο - κλειδί που εμφανίζεται ως μάννα εξ ουρανού. Τελειώνω λοιπόν βιβλίο, χαρούμενος, πλήρως ικανοποιημένος με το φινάλε του, μακαρίζοντας τον άγνωστο νεαρό που έτυχε να συναντήσω. Κι ως εδώ θα έλεγε κανείς ότι στο σπίτι της Ελευθερίας είχα απλά μια τυχερή συνάντηση.
ΣΚΗΝΗ 2
Μέσα Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς πίνουμε καφέ με τον πατέρα μου στο σαλόνι μου. Έχω την μελαγχολία του τέλους εποχής, μαζί με τη εγρήγορση της συγγραφής. Συζητάμε τα του καλοκαιριού. Του λέω πως πήγα στην Λευκάδα, στην καθιερωμένη Πάρο και στον τόπο που τελειώνει το βιβλίο: τα Λαγκάδια.
Εδώ μια παρένθεση για κάποιες πληροφορίες: Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, κι εκείνη την εποχή έπαιρνε την σύνταξή του. Είχε ανέκαθεν μία έμμονη να ανακαλύψει τον επακριβή τόπο της καταγωγής μας. Με πληροφορεί λοιπόν με καμάρι, πως το καλοκαίρι είχε μισθώσει έναν ειδικό, ένα είδος ανθρωπογεωγράφου - ερευνητή, για να αναδιφήσει στα αρχεία και να ανακαλύψει από πιο μέρος καταγόταν ο πρεσβύτερος πρόγονός μας, ο Σταμάτης Χρήστου ή Παπασταματόπουλος. Πράγμα που έγινε. ‘Ξέρεις ποιο ήταν αυτό το μέρος Αλέξη; Το Λαγκάδια.’ μου λέει γελώντας.
Εκείνη την στιγμή ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο. Μια δύναμη πέρα κι από την οικειότητα. Μια ευλογία και μια κατακύρωση. Κι ένα άγνωστο χέρι να υπογράφει το βιβλίο. Τον άγνωστο αυτό, την δύναμη αυτή, την ονόμασα «Άγγελο της Αφήγησης». Εκείνη την εποχή, η φράση αυτή μου φαινόταν ότι απέδιδε ακριβώς αυτό που ένιωθα. Αυτός όμως τελικά δεν ήταν ίσως και ο πιο σωστός ορισμός.
ΣΚΗΝΗ 3
Έξι χρόνια αργότερα, βρέθηκα καλεσμένος στο σπίτι ενός μεγάλου αμερικανού συγγραφέα, του Πολ Οστερ. Έχοντας διαβάσει αυτοβιογραφικά του κείμενα ήξερα ότι αντίστοιχα γεγονότα είχαν συμβεί και στη δική του ζωή. Κάποια στιγμή λοιπόν του διηγήθηκα τη δική μου μικρή ιστορία περί του Μπαρ Φλωμπέρ και την ονομασία που έδωσα σε αυτή τη δύναμη. Ο Πολ με κοίταξε μισοχαμογελώντας και μου είπε : «Ωραία φράση ο ‘Άγγελος της αφήγησης’, αλλα δεν νομίζω ότι είναι αυτό. Αυτό που ονομάζεις έτσι εγώ το λέω ‘η Μηχανική της Ζωής’.(The Mechanics of Life)».
Είχε απόλυτο δίκιο. Γιατί; Γιατί εδώ δεν μιλάμε για μια θεια παρέμβαση αλλα για μια δύναμη, μια ενέργεια που προκαλούμε, μια δύναμη δεν μας παρακολουθεί από κάποιο ύψος, αλλα που υπάρχει εδώ δίπλα μας στη γη. Μια δύναμη που την αφυπνίζουμε όταν πιστεύουμε σε αυτό που κάνουμε, κι όταν ακολουθούμε το ένστικτό μας.
Γιόζεφ Μπρόντσκι: ένας σπουδαίος ποιητής
«Αν θέλουμε να παίξουμε έναν μεγαλύτερο ρόλο, το ρόλο του ελεύθερου ανθρώπου, τότε θα πρέπει να είμαστε ικανοί να αποδεχθούμε - ή το λιγότερο να μιμηθούμε, τον τρόπο με τον οποίο ένας ελεύθερος άνθρωπος αποτυγχάνει. Ένας ελεύθερος άνθρωπος, όταν αποτυγχάνει δεν μέμφεται κανένα.» λέει ο Joseph Brodsky, ένας ποιητής που προφήτευσε την ίδια του την εξορία εισάγοντας από τους νεανικούς του ήδη στίχους την έννοια της « ουδέτερης πατρίδας» και προβάροντας το ένδυμα του κατ’ εξοχήν εξόριστου ποιητή, του Οβίδιου, που πέθανε ανάμεσα στους βαρβάρους της Μαύρης Θάλασσας.. Η οπτική γωνία του Brodsky στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ως ενός Ρώσου εμιγκρέ που ζούσε στην Νέα Υόρκη τον οδήγησε σε θέσεις που συνδύαζαν τον συναισθηματισμό της Ρώσικης καρδιάς με τη κοσμοπολίτικη θέαση μιας σκληραγωγημένης φιλοσοφίας. Ο ίδιος ο ποιητής αρεσκόταν στο να παρομοιάζει τη θέση του με αυτήν ενός παρατηρητή που κάθεται στην κορυφή ενός βουνού ατενίζοντας και τις δυο πλαγιές.
Ο Νομπελίστας ποιητής Joseph Brodsky ήταν ένας από τις σημαντικότερες φωνές του αιώνα, κι όχι μόνον μέσα από τους στίχους του. Έζησε μια ζωή επική. Στα νιάτα του κέρδιζε το ψωμί του σαν χειριστής αλεστικής μηχανής και τεμαχιστής πτωμάτων σε νεκροτομείο ως την σύλληψή του από τις Σοβιετικές το 1964 με την κατηγορία του κοινωνικού παρασιτισμού. Ύστερα από μια ‘καφκικού’ τύπου δίκη. καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, σαν «ένας πυγμαίος με κοτλέ παντελόνια, ο οποίος σκάρωνε στίχους στους οποίους εναλλάσσονταν ασυναρτησίες και κλάψες γεμάτες πεσιμισμό και πορνογραφία».
Ο Brodsky εξέτισε τους δεκαοκτώ μήνες της ποινής του σε μια κρατική φάρμα στη Σιβηρία μέχρι να αφεθεί ελεύθερος ύστερα από παγκόσμια κατακραυγή στην οποία πρωτοστάτησαν ο Jean Paul Sartre και ο Dmitri Shostakovich. Ο ποιητής απελάθηκε από την Σοβιετική Ένωση το 1972 και κατέφυγε στην Αμερική. Το 1980 μετακόμισε στο Greenwich Village και το 1987 του απενεμήθη το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σαν χαρακτήρας ήταν κλειστός και μυστικοπαθής, διαρκώς αυτοελεγχόμενος, με σκοτεινό, δηκτικό χιούμορ ίδιον των ανθρώπων που έχουν ζήσει στο πετσί τους αυτά για το οποία γράφουν και μιλάνε.
Το παράδοξο με τον Brodsky είναι η λογοτεχνική του μεταφύτευση. Ως συγγραφέας πρωτοκαθιέρωσε το πεζογραφικό του στιλ στα Αγγλικά. Σταδιακά ανέπτυξε ένα αξέχαστο, ιδιοσυγκρασιακό και μάχιμο Αγγλικό στιλ πρόζας για την οποία αισθανόταν ιδιαίτερα περήφανος. Ο Brodsky έγραψε και ποιήματα απ’ ευθείας στα Αγγλικά, γεγονός που τον τοποθετεί στους ελάχιστους ποιητές που έγραψαν και σε ξένη γλώσσα.
Υπήρξε επίσης ένας δημιουργός ο οποίος μαστόρευε διαρκώς το έργο του. Η απέχθεια του στο να βλέπει το έργο του σαν τελειωμένο προϊόν (παράδειγμα της εγγενούς του ανάγκης για ανοιχτό διάλογο) ήταν παροιμιώδης.
Ο Νομπελίστας ποιητής Joseph Brodsky ήταν ένας από τις σημαντικότερες φωνές του αιώνα, κι όχι μόνον μέσα από τους στίχους του. Έζησε μια ζωή επική. Στα νιάτα του κέρδιζε το ψωμί του σαν χειριστής αλεστικής μηχανής και τεμαχιστής πτωμάτων σε νεκροτομείο ως την σύλληψή του από τις Σοβιετικές το 1964 με την κατηγορία του κοινωνικού παρασιτισμού. Ύστερα από μια ‘καφκικού’ τύπου δίκη. καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, σαν «ένας πυγμαίος με κοτλέ παντελόνια, ο οποίος σκάρωνε στίχους στους οποίους εναλλάσσονταν ασυναρτησίες και κλάψες γεμάτες πεσιμισμό και πορνογραφία».
Ο Brodsky εξέτισε τους δεκαοκτώ μήνες της ποινής του σε μια κρατική φάρμα στη Σιβηρία μέχρι να αφεθεί ελεύθερος ύστερα από παγκόσμια κατακραυγή στην οποία πρωτοστάτησαν ο Jean Paul Sartre και ο Dmitri Shostakovich. Ο ποιητής απελάθηκε από την Σοβιετική Ένωση το 1972 και κατέφυγε στην Αμερική. Το 1980 μετακόμισε στο Greenwich Village και το 1987 του απενεμήθη το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σαν χαρακτήρας ήταν κλειστός και μυστικοπαθής, διαρκώς αυτοελεγχόμενος, με σκοτεινό, δηκτικό χιούμορ ίδιον των ανθρώπων που έχουν ζήσει στο πετσί τους αυτά για το οποία γράφουν και μιλάνε.
Το παράδοξο με τον Brodsky είναι η λογοτεχνική του μεταφύτευση. Ως συγγραφέας πρωτοκαθιέρωσε το πεζογραφικό του στιλ στα Αγγλικά. Σταδιακά ανέπτυξε ένα αξέχαστο, ιδιοσυγκρασιακό και μάχιμο Αγγλικό στιλ πρόζας για την οποία αισθανόταν ιδιαίτερα περήφανος. Ο Brodsky έγραψε και ποιήματα απ’ ευθείας στα Αγγλικά, γεγονός που τον τοποθετεί στους ελάχιστους ποιητές που έγραψαν και σε ξένη γλώσσα.
Υπήρξε επίσης ένας δημιουργός ο οποίος μαστόρευε διαρκώς το έργο του. Η απέχθεια του στο να βλέπει το έργο του σαν τελειωμένο προϊόν (παράδειγμα της εγγενούς του ανάγκης για ανοιχτό διάλογο) ήταν παροιμιώδης.
Tuesday, April 17, 2007
Αναγέννηση, αναγκαία, προφητικόν!
Πριν από κάτι μέρες, είχα ανεβασει, για άλλους λόγους ενα ποστ με την ως άνω φωτογραφία και μόνον δυο λέξεις: Αναγέννηση αναγκαια. Δεν περιμενα πως η φραση θα λαμβανε το κυριολεκτικο της νόημα όταν ξαφμικα, πρωτον δεν μπορουσα να μπω στο μπλογκ μου και δευτερον, οταν, φτιαχνοντας το παρον, το αρχικό μου μπλογκ εξαφανίστηκε!
Ολα αρχισαν ως εξης. Περνωντας στο νεο blogger ως google account ειχα το μειλ μου (bm-sruome@otenet.gr) . Χτες καποια στιγμη θελησα να φτιαξω ενα gmail account, μετα αλλαξα γνωμη και το εσβησα. Ομως κατα λάθος φαινεται εσβησα και τη συνδεση του google account μου με τον Blogger. Αποτελεσμα , δεν μπορουσα να μπω στο μπλογκ μου να το επεξεργαστω.
Στη συνεχεια εφταξια ενα μπλογκ με παραπλησια ονομασια, alexistamatis2.blogspot.com, και με τον ίδιο τιτλο. Alexis Stamatis. Πλεον δεν μπορω να δω ουτε το παλιο μπλογκ!
Μπορει καποιος φιλος με γνωσεις να με βοηθησει; Υπαρχει περιπτωση να ξαναβρω το πλαιο (χαμενο) μπλογκ;
Στην χειροτερη περιπτωση τα ποστ μπορω να τα βρω από το google με αναζητηση να επιλεγω προσωρινή αποθήκευση και σταδιακα να τα περναω στο παρον μπλογκ
Είπαμε όμως: Αναγέννηση, αναγκαία!
Monday, April 16, 2007
ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ!
ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΚ....
Για τεχνικους λόγους που δεν μου δινουν τη δυνατοτητα να μπω στο προηγουμενο μπλογκ, το ιστολογιο μεταφερεται εδω. Το προηγουμενο θα λειτουργει ως αρχείο. Μην αφηνετε σχολια στο προηγουμενο διοτι δεν μπορω να μπω να τα απαντησω.
Αντε κι αλλη φορα να μαθω να παιζω με τα κουμπια!
Για τεχνικους λόγους που δεν μου δινουν τη δυνατοτητα να μπω στο προηγουμενο μπλογκ, το ιστολογιο μεταφερεται εδω. Το προηγουμενο θα λειτουργει ως αρχείο. Μην αφηνετε σχολια στο προηγουμενο διοτι δεν μπορω να μπω να τα απαντησω.
Αντε κι αλλη φορα να μαθω να παιζω με τα κουμπια!
Sunday, April 15, 2007
Bookcrossing στην Αθήνα!
Ας ξεφύγουμε από τα δυσάρεστα των ημερών με κάτι πραγματικά παρεμβατικό, αισιόδοξο και υγιές.Χτες έζησα μια υπέροχη εμπειρία συμμετέχοντας στο Δεύτερο Συνέδριο Book crossing που έγινε στην Αθήνα. Μια ζεστή παρέα ανθρώπων που αγαπάνε πραγματικά το βιβλίο! Είχαν έρθει μέλη απ όλη την Ελλάδα, ακόμα κι ένα ζευγάρι από την Αγγλία! Στο στέκι «Κρατήρας» παρευρέθηκαν επίσης συγγραφείς όπως ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, η Λητώ Σειζάνη, η Έρση Σωτηροπούλου, ο Λένος Χρηστίδης, ο Χρήστος Χρυσόπουλος και μια παρέα από ανθρώπους των εκδόσεων Καστανιώτη, κατι που δειχνει πω η κινσηη όχι μονο δεν πρέπει αν θεωρείται ναταγνωστική ως προς την εμπορική διακίνηση των βιβλιων αλλα ένας διαφορετικός, παιγνιώδης τρόπος να κυκλοφορούν τα βιβλια και να συζητιούνται περισσότερο.Ήταν μια ξεχωριστή εναλλακτική βραδιά γεμάτη λογοτεχνία!ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ BOOKCROSSINGΗ βιβλιοθήκη ενός ανθρώπου που πραγματικά αγαπά τα βιβλία και το διάβασμα, με το πέρασμα των χρόνων αντί να γεμίζει, θα πρέπει να αδειάζει. Και ό,τι φεύγει από μία βιβλιοθήκη, όχι ως περιττό αλλά ως πλεονάζον, αξίζει να «μοιράζεται» σαν δώρο.Κάτι τέτοιο μας προτρέπει το BookCrossing, το οποίο στη γλώσσα μας θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «σταυροδρόμι βιβλίων». Πρόκειται για μία σχετικά νέα πρωτοβουλία στην Ελλάδα και έχει ως χαρακτηριστικό της την πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο, για να το βρει και να το διαβάσει κάποιος άλλος που στη συνέχεια θα κάνει το ίδιο.Μία αλυσιδωτή -φαντασιακή- απέραντη, ανοικτή, παγκόσμια βιβλιοθήκη όπου αντί οι αναγνώστες να ψάχνουν τα βιβλία, συμβαίνει το αντίστροφο. Το BookCrossing ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2001 χάρη σε μία ιδέα που είχε ο Ρον Χορνμπέικερ, ο οποίος ίδρυσε και τον σχετικό δικτυακό τόπο http://www.bookcrossing.com/ με σήμα ένα κίτρινο βιβλίο που τρέχει.Τον Μάρτιο του 2002 η πρωτοβουλία αυτή έγινε ευρύτερα γνωστή χάρη σε ένα μεγάλο ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Book με αποτέλεσμα να εγγράφονται κάθε μέρα 200 νέα μέλη. Τώρα πια, πάνω από 130 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν υιοθετήσει την ιδέα αυτή και υπάρχουν, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, περισσότεροι από 470.000 «βιβλιοαπελευθερωτές» σε όλο τον κόσμο. Τα βιβλία που έχουν «απελευθερωθεί» ξεπερνούν τα 3.000.000 ενώ το ταξίδι καθενός από αυτά μπορεί να παρακολουθηθεί μέσα από την ιστοσελίδα www.bookcrossing.com. Αυτή η πρωτοβουλία θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι συνδυάζει την περιπέτεια, την ανιδιοτέλεια και την αγάπη για τη λογοτεχνία, αναπληρώνοντας ταυτόχρονα το κενό «αναγνωστικής κουλτούρας» μέσω των δανειστικών βιβλιοθηκών που έχουμε στην Ελλάδα, οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπολειτουργούν.
Οι «βιβλιοαπελευθερωτές» έχουν ως βασικό τους μότο τα τρία ρήματα, που στα αγγλικά ξεκινούν με το γράμμα R: «Read - Register - Release», που σημαίνουν: «διάβασε - καταχώρισε - απελευθέρωσε».Σύμφωνα με την πρακτική του BookCrossing τα βιβλία μπορούν να «απελευθερωθούν» σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο ή σε συγκεκριμένες «ζώνες». Στην Αθήνα γνωστά στέκια «ΒookCrossers» είναι το καφέ Cafeina, στο στενάκι της Κιάφας (Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής, η κάβα Οίνων, Τριπόδων 31 και Θέσπιδος στην Πλάκα, και το καφέ Dragonphoenix, Σπινθάρου 32 στον Νέο Κόσμο.Περισσότερα στοιχεία για τη φετινή συνάντηση μπορείτε να βρείτε στο site: http://www.greekbc.gr/
Με μασκότ τον «Σούπερ-Σωκράτη», δεκάδες «BookCrossers» από όλη τη χώρα αυτη τη βδομάδα περιπλανήθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, σπέρνοντας βιβλία για να φυτρώσουν νέοι αναγνώστες.Να στε καλα φίλοι μου!
Οι «βιβλιοαπελευθερωτές» έχουν ως βασικό τους μότο τα τρία ρήματα, που στα αγγλικά ξεκινούν με το γράμμα R: «Read - Register - Release», που σημαίνουν: «διάβασε - καταχώρισε - απελευθέρωσε».Σύμφωνα με την πρακτική του BookCrossing τα βιβλία μπορούν να «απελευθερωθούν» σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο ή σε συγκεκριμένες «ζώνες». Στην Αθήνα γνωστά στέκια «ΒookCrossers» είναι το καφέ Cafeina, στο στενάκι της Κιάφας (Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής, η κάβα Οίνων, Τριπόδων 31 και Θέσπιδος στην Πλάκα, και το καφέ Dragonphoenix, Σπινθάρου 32 στον Νέο Κόσμο.Περισσότερα στοιχεία για τη φετινή συνάντηση μπορείτε να βρείτε στο site: http://www.greekbc.gr/
Με μασκότ τον «Σούπερ-Σωκράτη», δεκάδες «BookCrossers» από όλη τη χώρα αυτη τη βδομάδα περιπλανήθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, σπέρνοντας βιβλία για να φυτρώσουν νέοι αναγνώστες.Να στε καλα φίλοι μου!
Thursday, April 12, 2007
ΣΕΝΑΡΙΑ, ΣΕΝΑΡΙΑ
Μια ματιά στις ελληνικές ταινίες που έκοψαν τα περισσότερα εισιτήρια της σαιζόν μας λέει πως οι τρεις πρώτες, τα «Straight Story», «Πέντε λεπτά ακόμα» και «Μια μέλισσα των Αύγουστο» - που έκοψαν 395.000, 340.000 και 297.000 εισιτήρια αντίστοιχα - είναι και οι τρεις κωμωδίες, με ηθοποιούς από το χώρο της τηλεόρασης και του ελαφρού θεάτρου.
Οι τρεις αυτές ταινίες έκοψαν περίπου το 80% των συνολικών εισητηρίων της σαιζόν! Στον αντίποδα, ταινίες «καλλιτεχνικής» στόχευσης όπως «Η ψυχή στο στόμα», το «Ροζ», οι Ώρες κοινής ησυχίας», κ.α., δεν ξεπέρασαν στην καλύτερη περίπτωση τα 10.000.Τι άραγε να σημαίνει αυτό; Πως ο Έλληνας πάει στον κινηματογράφο για να περάσει μόνον δυο ευχάριστες ώρες; Στην Ελλάδα όπως πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο, οι ταινίες χρηματοδοτούνται από παραγωγούς μόνον όταν τα φέρνουν στο ταμείο.Πως άραγε θα καταφέρει μια ταινία καλλιτεχνικών προδιαγραφών να βρει χρηματοδότη κατ’ αρχήν και το δρόμο προς το ταμείο στη συνέχεια; Ίσως το δίδαγμα να έρχεται από την μεγαλη επιτυχία της χρονιάς στο χώρο του ξένου σινεμά, το φιλμ «Οι ζωές των άλλων». Χωρίς σταρ, με απλή κινηματογραφική αφήγηση, δίχως σκηνοθετικά τερτίπια, υπηρέτησε ένα στρωτό σενάριο υψηλοτάτης πνοής.
Μια ταινία που θα μπορούσε να είχε άνετα γυριστεί - από πλευράς μπάτζετ και παραγωγής - στην Ελλάδα.Αν λοιπόν απέναντι στο «τηλεοπτικό σινεμά» έχουμε ως όχημα μια δυο γερές ταινίες που έχουν να διηγηθούν μια σημαντική ιστορία, ίσως κάποτε το κοινό θα επανέλθει στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, τιμώντας ταυτόχρονα τους νέους μας «εναλλακτικούς» σκηνοθέτες τύπου Οικονομίδη και Α. Βούλγαρη όσο τους αξίζει. Σενάριο λοιπόν και πάλι σενάριο
Οι τρεις αυτές ταινίες έκοψαν περίπου το 80% των συνολικών εισητηρίων της σαιζόν! Στον αντίποδα, ταινίες «καλλιτεχνικής» στόχευσης όπως «Η ψυχή στο στόμα», το «Ροζ», οι Ώρες κοινής ησυχίας», κ.α., δεν ξεπέρασαν στην καλύτερη περίπτωση τα 10.000.Τι άραγε να σημαίνει αυτό; Πως ο Έλληνας πάει στον κινηματογράφο για να περάσει μόνον δυο ευχάριστες ώρες; Στην Ελλάδα όπως πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο, οι ταινίες χρηματοδοτούνται από παραγωγούς μόνον όταν τα φέρνουν στο ταμείο.Πως άραγε θα καταφέρει μια ταινία καλλιτεχνικών προδιαγραφών να βρει χρηματοδότη κατ’ αρχήν και το δρόμο προς το ταμείο στη συνέχεια; Ίσως το δίδαγμα να έρχεται από την μεγαλη επιτυχία της χρονιάς στο χώρο του ξένου σινεμά, το φιλμ «Οι ζωές των άλλων». Χωρίς σταρ, με απλή κινηματογραφική αφήγηση, δίχως σκηνοθετικά τερτίπια, υπηρέτησε ένα στρωτό σενάριο υψηλοτάτης πνοής.
Μια ταινία που θα μπορούσε να είχε άνετα γυριστεί - από πλευράς μπάτζετ και παραγωγής - στην Ελλάδα.Αν λοιπόν απέναντι στο «τηλεοπτικό σινεμά» έχουμε ως όχημα μια δυο γερές ταινίες που έχουν να διηγηθούν μια σημαντική ιστορία, ίσως κάποτε το κοινό θα επανέλθει στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, τιμώντας ταυτόχρονα τους νέους μας «εναλλακτικούς» σκηνοθέτες τύπου Οικονομίδη και Α. Βούλγαρη όσο τους αξίζει. Σενάριο λοιπόν και πάλι σενάριο
Sunday, April 1, 2007
Βιβλιοφιλικά μπλογκ
Ο ψηφιακός πολιτισμός όπως ήταν φυσικό δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω και το βιβλίο. Εδώ και ένα περίπου χρόνο έχουν εμφανιστεί στο δίκτυο αρκετά βιβλιοφιλικά μπλογκ, μέσα από τα οποια, όπως με χιούμορ δηλώνει ένας από τους πλέον γνωστούς, ο reader diggest, συντελείται «η εκδίκηση του αναγνώστη».
Η ενεργοποίηση του αναγνώστη μέσα από το βήμα των μπλογκς ως σχολιαστή, κριτικού, ή απλά ως βιβλιόφιλου, δημιουργεί μια νέα σημαντική δυναμική στο χώρο. Η σχέση συγγραφέα-βιβλίου-αναγνώστη-κριτικού είναι από τις πιο «παγιωμένες», από τις πιο «μπετόν αρμέ» σχέσεις που μπορούν να αναπτυχθούν. Ο συγγραφέας γράφει το βιβλίο μόνος του, ο κριτικός το διαβάζει, γράφει επίσης μόνος του, αναγνώστης και συγγραφέας διαβάζουν βιβλίο και κριτική επίσης κατά μόνας. Κανείς ωστόσο δεν επικοινωνεί με τον άλλο. Διαδραστικότης μηδέν.
Στη σχέση αυτή, το δίκτυο έρχεται να ανοίξει μια δίοδο, η οποια πλέον έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά ουσιαστική, για να μην πω υγιώς ανταγωνιστική με την έντυπη βιβλιοφιλία. Το πιο θετικό είναι ότι οι βιβλιόφιλοι μπλογκερς είναι άτομα έξω από το λογοτεχνικό «σινάφι», έξω από οποιαδήποτε συμφέροντα, με αποτέλεσμα μια φρέσκια, εξόχως δημιουργική παρέμβαση. Τα μπλογκς κατά τη γνώμη μου ανήκουν στους «ανώνυμους» ιστολόγους, οι οποίοι, τουλάχιστον στο χώρο του βιβλίου κάνουν τη διαφορά, σπάζοντας την προαναφερόμενη αλυσίδα και ανοίγοντας το πεδίο για μια νέα αδιαμεσολάβητη επικοινωνία.
Υπάρχουν βέβαια ένα δυο ιστολογία, όπου, κυρίως λόγω των σχολίων που ανεβαινουν (πιθανόν και για άλλους λόγους που έχουν να κάνουν με την «ανωνυμία») δημιουργείται μια «παραβιβλιοφιλική» ατμόσφαιρα, η οποια αναπαράγει ολόκληρη την γνωστή παθολογία την οποια εξ ορισμού παρακάμπτει η ελεύθερη διάδραση, ωστόσο κάθε νέος χώρος φέρει κάπου και το ροζ κορδελάκι στον ιστό. Τroll ουτως η άλλως υπάρχουν παντου στο δίκτυο, χωρίς φυσικά τη γοητεία των σκανδιναβικών τους προγόνων.Η συντριπτική πλειοψηφία όμως είναι άνθρωποι των οποίων η σχέση με το βιβλίο είναι σχέση ζωής και μέσα από αυτή την ενασχόληση δημιουργουν σταδιακά έναν νέο γόνιμο περιβάλλον, όπου ο αναγνώστης είναι ο βασιλιάς, και οι υπολοιποι παράγοντες του βιβλίου έχουν την ευκαιρία να δουν τα πράγματα όπως αναπτύσσονται εκτός του συνεκτικού τους κελύφους.Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον κάποια στιγμή, πιθανόν με τη συνεργασία όλων των βιβλιόφιλων μπλογκ αρχίσει και μια ουσιαστική συζήτηση για την ελληνική λογοτεχνία, ει δυνατόν με την συμμετοχή όλων των φορέων του χώρου.Μια πρώτη μορφή του παρόντος δημοσιευτηκε στο Έθνος, 26.3.07.
Υγ Το γραφω επειδή εμμεσως συνδεεται με αυτα που προηγουνται. Σε πολυ καλο βιβλιοφιλο μπλογκ μια σχολιαστης γραφει οτι μια και εχω μπλογκ μπορω να απανταω απο εδω σε "παραβιβλιοφιλικα" σχολια. Δεν προκειται, ουτε με ενδιαφερει. Δεν "έπαιξα" ουτε θα "παιξω" σ αυτο το παιχνίδι. Τελεία. Η λογοτεχνια για οσους ξερουν ειναι εντελως , μα εντελως αλλου απ΄ολα αυτα. Εδω μιλαμε για βιβλια και οχι για το που ηπιε ο καθενας στον καφε του. Απλα απορω πλεον με τα απωθημενα και με οσους σπαταλανε ενεργεια για να μετατρεψουν ενα χωρο τεχνης σε χωρο κουτσομπολιου. Είναι πλεον αστεία αυτη η κατασταση, και δυστυχως παρατηρείται μονον στο χωρο του βιβλίου - γιατι αραγε;. Τουλαχιστον στα μεσημεριανάδικα οι σχολιαστες μιλουν επωνύμως. Αυτα και δεν θα επανέλθω.
Η ενεργοποίηση του αναγνώστη μέσα από το βήμα των μπλογκς ως σχολιαστή, κριτικού, ή απλά ως βιβλιόφιλου, δημιουργεί μια νέα σημαντική δυναμική στο χώρο. Η σχέση συγγραφέα-βιβλίου-αναγνώστη-κριτικού είναι από τις πιο «παγιωμένες», από τις πιο «μπετόν αρμέ» σχέσεις που μπορούν να αναπτυχθούν. Ο συγγραφέας γράφει το βιβλίο μόνος του, ο κριτικός το διαβάζει, γράφει επίσης μόνος του, αναγνώστης και συγγραφέας διαβάζουν βιβλίο και κριτική επίσης κατά μόνας. Κανείς ωστόσο δεν επικοινωνεί με τον άλλο. Διαδραστικότης μηδέν.
Στη σχέση αυτή, το δίκτυο έρχεται να ανοίξει μια δίοδο, η οποια πλέον έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά ουσιαστική, για να μην πω υγιώς ανταγωνιστική με την έντυπη βιβλιοφιλία. Το πιο θετικό είναι ότι οι βιβλιόφιλοι μπλογκερς είναι άτομα έξω από το λογοτεχνικό «σινάφι», έξω από οποιαδήποτε συμφέροντα, με αποτέλεσμα μια φρέσκια, εξόχως δημιουργική παρέμβαση. Τα μπλογκς κατά τη γνώμη μου ανήκουν στους «ανώνυμους» ιστολόγους, οι οποίοι, τουλάχιστον στο χώρο του βιβλίου κάνουν τη διαφορά, σπάζοντας την προαναφερόμενη αλυσίδα και ανοίγοντας το πεδίο για μια νέα αδιαμεσολάβητη επικοινωνία.
Υπάρχουν βέβαια ένα δυο ιστολογία, όπου, κυρίως λόγω των σχολίων που ανεβαινουν (πιθανόν και για άλλους λόγους που έχουν να κάνουν με την «ανωνυμία») δημιουργείται μια «παραβιβλιοφιλική» ατμόσφαιρα, η οποια αναπαράγει ολόκληρη την γνωστή παθολογία την οποια εξ ορισμού παρακάμπτει η ελεύθερη διάδραση, ωστόσο κάθε νέος χώρος φέρει κάπου και το ροζ κορδελάκι στον ιστό. Τroll ουτως η άλλως υπάρχουν παντου στο δίκτυο, χωρίς φυσικά τη γοητεία των σκανδιναβικών τους προγόνων.Η συντριπτική πλειοψηφία όμως είναι άνθρωποι των οποίων η σχέση με το βιβλίο είναι σχέση ζωής και μέσα από αυτή την ενασχόληση δημιουργουν σταδιακά έναν νέο γόνιμο περιβάλλον, όπου ο αναγνώστης είναι ο βασιλιάς, και οι υπολοιποι παράγοντες του βιβλίου έχουν την ευκαιρία να δουν τα πράγματα όπως αναπτύσσονται εκτός του συνεκτικού τους κελύφους.Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον κάποια στιγμή, πιθανόν με τη συνεργασία όλων των βιβλιόφιλων μπλογκ αρχίσει και μια ουσιαστική συζήτηση για την ελληνική λογοτεχνία, ει δυνατόν με την συμμετοχή όλων των φορέων του χώρου.Μια πρώτη μορφή του παρόντος δημοσιευτηκε στο Έθνος, 26.3.07.
Υγ Το γραφω επειδή εμμεσως συνδεεται με αυτα που προηγουνται. Σε πολυ καλο βιβλιοφιλο μπλογκ μια σχολιαστης γραφει οτι μια και εχω μπλογκ μπορω να απανταω απο εδω σε "παραβιβλιοφιλικα" σχολια. Δεν προκειται, ουτε με ενδιαφερει. Δεν "έπαιξα" ουτε θα "παιξω" σ αυτο το παιχνίδι. Τελεία. Η λογοτεχνια για οσους ξερουν ειναι εντελως , μα εντελως αλλου απ΄ολα αυτα. Εδω μιλαμε για βιβλια και οχι για το που ηπιε ο καθενας στον καφε του. Απλα απορω πλεον με τα απωθημενα και με οσους σπαταλανε ενεργεια για να μετατρεψουν ενα χωρο τεχνης σε χωρο κουτσομπολιου. Είναι πλεον αστεία αυτη η κατασταση, και δυστυχως παρατηρείται μονον στο χωρο του βιβλίου - γιατι αραγε;. Τουλαχιστον στα μεσημεριανάδικα οι σχολιαστες μιλουν επωνύμως. Αυτα και δεν θα επανέλθω.
Subscribe to:
Posts (Atom)