Το να ρίχνει κανείς, κρυμμένος μέσα στο πλήθος, ένα μπουκάλι στη σκηνή, είναι μια πράξη θρασύδειλη. Το να το ρίχνει εν έτει 2008 εναντίον του πενηντάρη Τζονι Ρότεν των Σεξ Πίστολς είναι ίσως και γραφική… Όλα αυτά σε ένα σχεδόν άδειο Στάδιο Καραϊσκάκη που είχε κάπου 2500 άτομα, - πιο λίγα κι από φιλικό του Ολυμπιακού…
Θλιβερό για το συγκρότημα θρύλος που ξεκίνησε το πανκ στη Βρετάνια, που το καθιέρωσε ως μόδα και που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. Το συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1975 και ουσιαστικά διαλύθηκε το 1978 με την αποχώρηση του Τζόνι Ρότεν,
Με την εκκωφαντική είσοδο τους στη ροκ σκηνή, οι Πίστολς κατάφεραν να εκφράσουν την κυνική, ανυπότακτη φύση της βρετανική νεολαίας, αλλά και κάτι σπουδαιότερο: ν’ αποκαταστήσουν την αίσθηση του κινδύνου που ενείχε εκ φύσεως η ροκ μουσική. Κι αυτό, βέβαια, για πολύ λίγο. Όμως σήμερα οι Πιστολς, χωρίς φυσικά τον μακαρίτη Σιντ Βίσιους, τι είναι; Καρικατούρες του παλιού εαυτού τους, ή μάχιμοι ρόκερ;
Τριάντα χρόνια μετά την πανκ βόμβα, οι μικροσυμπλοκές στο Καραϊσκάκη και το εκτοξευμένο μπουκάλι, αντανακλούν την καρικατούρα του κίνδυνου, μια σχεδόν συμβολική υπόμνηση για μια εποχή, όπου για άλλη μια φορά συνέβη ότι γίνεται σε κάθε πρωτοπορία. Το ανατρεπτικό φλόγισε για λίγο μέχρι να πέσει πάνω του η αγορά και να το αναγάγει σε μόδα, ακυρώνοντας το.
Οι σημερινοί Σεξ Πίστολς είναι μια ζωντανή απόδειξη της ακύρωσης αυτής. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι ροκ μύθοι έμειναν στην ιστορία, είναι μύθοι νεκρών.
δημοσιευτηκε στο Εθνος
Sunday, July 27, 2008
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Πριν από λίγες βδομαδες διεξήχθη με εξαιρετική επιτυχία στο Μέγαρο Μουσικής το Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών. Σχεδόν πενήντα καθηγητές Νεοελληνικών Σπουδών από όλες της γωνιές του πλανήτη, από το Σίντνει μέχρι το Κίεβο και από το Μόντρεαλ μέχρι την Τενερίφη, συγκεντρώθηκαν και αντάλλαξαν απόψεις. Σε μια περίοδο όπου οι κλασσικές σπουδές διέρχονται κρίση και η πληροφορική και η τεχνολογία περνούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, το θέμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο και ενδιαφέρον. Αν αναλογιστούμε κιόλας πως ο κόσμος πλέον κινείται πλέον γύρω από τις γλώσσες εργασίας, ποιο άραγε θα είναι το μέλλον της νέας ελληνικής;
Σταδιακά, το σημερινό Πανεπιστήμιο γίνεται παγκόσμιο (φοιτητές από πολλές χώρες του κόσμου), ανοιχτό, ψηφιακό, αποκαλωδιοποιημένο, αποεδαφοποιημένο (οι φοιτητές το «παίρνουν» μαζί τους μέσω του λαπ τοπ), και σε κάποια χρόνια οτιδήποτε διδάσκεται θα έχει συγκριτικό χαρακτήρα. Σε αυτό το νέο τοπίο οι νεοελληνικές σπουδές χρειάζονται αναζωογόνηση σε όλους τους τομείς.
Μερικά από τα προφανή θέματα που τέθηκαν ήταν η ανάγκη για ντόπιους νεοελληνιστές, για ενίσχυση από την Ελληνική Πολιτεία και για ανάπτυξη μέσα στις σύγχρονες δομές μετάδοσης της γνώσης. Ως Έλληνες έχουμε την τύχη να κουβαλάμε μια μοναδική γλώσσα και έναν μοναδικό πολιτισμό. Σ’ έναν κόσμο που διαρκώς μετεξελίσσεται, το θέμα δεν είναι μόνο το πώς θα τον προφυλάξουμε και θα τον διαφυλάξουμε, αλλά και πως θα προσαρμόσουμε τη μάθηση του στα σύγχρονα δεδομένα, ως μια συμπλοκή και πολύσημη ενότητα που είναι.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι Νεοελληνικές σπουδές παίζουν και θα παίξουν πρωτεύοντα ρόλο.
δημοσιευτηκε στο Εθνος
Σταδιακά, το σημερινό Πανεπιστήμιο γίνεται παγκόσμιο (φοιτητές από πολλές χώρες του κόσμου), ανοιχτό, ψηφιακό, αποκαλωδιοποιημένο, αποεδαφοποιημένο (οι φοιτητές το «παίρνουν» μαζί τους μέσω του λαπ τοπ), και σε κάποια χρόνια οτιδήποτε διδάσκεται θα έχει συγκριτικό χαρακτήρα. Σε αυτό το νέο τοπίο οι νεοελληνικές σπουδές χρειάζονται αναζωογόνηση σε όλους τους τομείς.
Μερικά από τα προφανή θέματα που τέθηκαν ήταν η ανάγκη για ντόπιους νεοελληνιστές, για ενίσχυση από την Ελληνική Πολιτεία και για ανάπτυξη μέσα στις σύγχρονες δομές μετάδοσης της γνώσης. Ως Έλληνες έχουμε την τύχη να κουβαλάμε μια μοναδική γλώσσα και έναν μοναδικό πολιτισμό. Σ’ έναν κόσμο που διαρκώς μετεξελίσσεται, το θέμα δεν είναι μόνο το πώς θα τον προφυλάξουμε και θα τον διαφυλάξουμε, αλλά και πως θα προσαρμόσουμε τη μάθηση του στα σύγχρονα δεδομένα, ως μια συμπλοκή και πολύσημη ενότητα που είναι.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι Νεοελληνικές σπουδές παίζουν και θα παίξουν πρωτεύοντα ρόλο.
δημοσιευτηκε στο Εθνος
Friday, July 4, 2008
Bίλα Κομπρέ: Συνέντευξη στο "Διαβάζω"
Παρακάτω η συνεντευξη που μου πήρε η Ελένη Γκίκα για το τρέχον τευχος του περιοδικού "Διαβαζω".
Ας μου επιτραπεί ν’ αρχίσω από μια φράση- μότο, μια φράση – κλειδί που επαναλαμβάνεται: «Τίποτε από μένα δεν φαίνεται», που όλα δείχνουν ότι είναι και του ήρωα η εμμονή. Εξάλλου το έχετε ομολογήσει, από μια εμμονή ξεκίνησε αυτό το βιβλίο, από μια εμμονή που σας έβγαλε… αλλού;
Το βιβλίο αυτό άρχισε κάπως περίεργα. Από μια εμμονή… για κάτι άλλο. Η εμμονή μου είχε να κανει με το θέμα της εκδίκησης. Όχι δεν είμαι ούτε εκδικητικός τύπος, ούτε κάποιος μου χει κάνει τόσο κακό ώστε να θέλω να ανταποδώσω. Ανεξήγητα, όπως αναδύονται κάποια θέματα στη λογοτεχνία, η ιδέα αυτή με κατέκλυσε. Μέσα από την ανάγκη μου λοιπόν να γράψω κάτι για την εκδίκηση, ξαναδιαβάζοντας το εμβληματικό κείμενο επί του θέματος, τον “Άμλετ” στην συγκλονιστική μετάφραση – απόδοση του Γιώργου Χειμωνά, έπεσα πανω στη φραση «Τίποτα από μενα δε φαίνεται». Τρομερή φραση, περισσότερο κατασκευασμένη από τον Γ.Χ. παρά από τον Σαίξπηρ. Από τότε άρχισε να συμβαίνει κάτι παράξενο. Το θέμα της εκδίκησης σταδιακά να σβήνει και μέσα από τη φράση να αναδύεται ένας χαρακτήρας. Ο χαρακτήρας αυτός εξελίχθηκε και «ανέλαβε» το βιβλίο: λέγεται Θάνος και είναι ο ήρωας της Βίλας Κομπρε. Το κοινό που εχει με τον Άμλετ; Ο Θάνος, είναι ένας άνθρωπος που όπως ο Άμλετ κάνει delay στην εκδίκηση, εκείνος κάνει delay στη ζωή.
Μια ιστορία είναι ζωντανή ιστορία; Όπου θέλει μας πάει; Και πώς ακριβώς συνέβη αυτό με την «Βίλα Κομπρέ»;
Η λογοτεχνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Ρέει, ανασαίνει. Εν αρχή βεβαία ην το χάος το οποίο ο συγγραφέας καλείται να βάλει σε τάξη. Από τη στιγμή που αναδύθηκε αυτός ο χαρακτήρας και στήθηκε η κεντρική ίντριγκα με το θέμα της αινιγματικής Πολαροιντ, που βρίσκει μετά το θάνατο του πατέρα του, η περιπέτεια του βιβλίου ταυτίστηκε με την περιπέτεια της συγγραφής,
Δεδομένου και του τίτλου «Βίλα Κομπρέ» αλλά και ανατρέχοντας κάποιος σε όλα σας τα βιβλία, υπάρχει μια εμμονή στον… τόπο (ο παράξενος πύργος στο «Μπαρ Φλωμπέρ», η παράδοξη υπόγεια λαβυρινθώδης κατασκευή στο «Οδός Θησέως», το ξενοδοχείο στο «Μητέρα Στάχτη»…) θεωρείτε τον τόπο, επί τω προκειμένω το κτίσμα, καθοριστικό για την εξέλιξη μιας ιστορίας; Εξάλλου η Άλμα σας δεν θα μπορούσε να μένει παρά στη «Βίλα Κομπρέ».
Τώρα που το λέτε, υπαρχουν όντως αρκετά «κτίσματα» στα βιβλία μου. Μάλλον θα είμαι επηρεασμένος από τις σπουδές μου στην αρχιτεκτονική… Αρχιτεκτονική και Λογοτεχνία εχουν πολλές διασυνδέσεις. Λόγου χάρη ο σχεδιασμός ενός κτιρίου ξεκινά από τη χάραξη, το σκελετό, τον κάνναβο. Το οικοδόμημα υπακούει σε έναν μηχανισμό στήριξης, ώστε η κατασκευή να είναι στατικά ασφαλής. Ο σχεδιασμός της πλειοψηφίας των μυθιστορημάτων ξεκινά επίσης από έναν σκελετό, ένα «δομικό πλέγμα». Μέρη, κεφάλαια, αλληλεπιδράσεις χαρακτήρων, κρίσιμες σκηνές. Τα μέρη οφείλουν να αλληλοϋποστηρίζονται, η «κατασκευή» να ισορροπεί μέσα από αιτιώδεις σχέσεις, μέσα από αλληλοεπιδρώντα φορτία αισθημάτων. Το μυθιστόρημα, όπως και το κτήριο είναι μια «κατασκευή». Δομείται με «υλικά», έχει ένα στάδιο εργασιών, θεμέλια, σκελετό, στοιχεία πλήρωσης. Ένα εμβληματικό για την πλοκή κτίριο λοιπόν είναι per se ένα μικρό μυθιστόρημα εγκιβωτισμό μεσα στο «κανονικό». Πόσο μάλλον η Βιλα Κομπρέ, η οποία είναι «κατασκευασμένη» από μνήμες, ενοχές, έρωτες, απωθήσεις, μέχρι και αίμα.
Γνωρίζατε από την αρχή το τέλος της; Είχατε αποφασίσει ευθύς εξαρχής ο Θάνος σας να φτάσει στην… πατρική αποδοχή;
Όχι, από τη στιγμή που μπήκα μαζί με το Θάνο στην περιπέτεια το βιβλίο κυλούσε μόνο του…
Υπάρχει μια εμμονή στην αναζήτηση… πατρός σε αρκετά βιβλία σας, θα θέλατε να τη συζητήσουμε; Και πώς αλλάζει στο καινούργιο βιβλίο η αναζήτησή σας αυτή;
Θα σας απαντήσω εμμέσως, με μια παράγραφο από το ίδιο το βιβλίο.
«Ο άνθρωπος αληθεύει από τη στιγμή που έχει να μεταβιβάσει ένα μήνυμα σ’ εκείνον που έρχεται μετά από αυτόν. Ένας πατέρας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στο γιο του. Τόσα χρόνια νόμιζε πως η ιστορία που είχε να του πει ο Πολύβιος είχε τελειώσει πολύ πριν τη κηδεία του. Άλλωστε, ακόμα κι όταν την είχε στα χέρια του δεν είχε ποτέ τη διάθεση να τη ξεφυλλίσει. Ασάλευτη η ζωή, ασάλευτος κι ο μύθος. Κι όμως, αν και πεθαμένος, ο πατέρας είχε προσθέσει, το τελευταίο αποκαλυπτικό κεφάλαιο. Το κείμενο είχε αναστηθεί και τώρα σπαρταρούσε στα χέρια του μοναδικού του αναγνώστη. Η ιστορία του Πολύβιου του ως σύνολο μπορεί να ήταν κοινότοπη, δίχως ραχοκοκαλιά, αδέξια, αλλά ήταν αληθινή. Συν τοις άλλοις ήταν και η μοναδική που θα μπορούσε να πει. Την είχε πια ολόκληρη, δεμένη κι έτοιμη. Το έργο τέλειωνε εδώ και πλέον η πένα μεταφερόταν στα δικά του χέρια. Αν του χρωστούσε κάτι, ήταν να γίνει καλύτερος συγγραφέας από εκείνον».
Αναζήτηση κάποιου «χαμένου» ή επί της ουσίας αγνώστου «πατέρα» και η αναζήτηση ταυτότητας, εαυτού (και στην «Αμερικάνικη φούγκα»), άλλη συγγραφική εμμονή που μας διαφεύγει;
O ήρωας στη Βίλα Κομπρέ ταξιδεύει «εξωτερικά» και «εσωτερικά». Ταξιδεύει επικίνδυνα, επώδυνα και βασανιστικά για να βρει, ή για να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του, πάντως σίγουρα όχι για να ξεχάσει. Το αντίθετο μάλιστα, ταξιδεύει για να ανασύρει, να παλέψει και να αντιμετωπίσει τα απωθημένα φαντάσματα και να επανατοποθετήσει τα κομμάτια του παζλ της ζωής του και ψυχής του. Επομένως η αναζήτηση γίνεται για τη «φύση του ιδίου», μετερχόμενος βέβαια διαφόρων μέσων, είτε μέσω άλλων ανθρώπων, είτε μέσω ακραίων, οριακών καταστάσεων. Όπως και να' χει όμως, ο ήρωας σίγουρα αλλάζει, δεν είναι δυνατόν τέτοιες διεργασίες να μας επιστρέφουν έναν ήρωα ίδιο μ' εκείνον που ξεκίνησε... Η «καθολική επιστροφή» του Θάνου είναι ένα είδος «μεταμόρφωσης» που οφείλεται στις εμπειρίες του «ταξιδιού». Ξέρετε, μερικές φορές «μεταμόρφωση» μπορεί και να σημαινει την επιστροφή στον βαθύ, αυθεντικό, αληθινό εαυτό, ο οποίος για χρόνια υπήρξε εν υπνώσει, υπήρξε ένας άγνωστος. Προσωπικά είχα πολύ παλιότερα μια παρόμοια εμπειρία. Όσον αφορά το Θάνο, νομίζω ότι τη τελική του πορεία στο καλντερίμι προς το νεκροταφείο, τα λέει όλα.
Η «Βίλα Κομπρέ» είναι ένα διπλό ταξίδι; Στη Ζούγκλα και στην έσω ζούγκλα του εαυτού;
Ταξίδι είναι. Και αν δεχτούμε ότι ο μεσα εαυτός είναι μια ζούγκλα, τότε ίσως είναι η πορεία προς το θηρίο που κατοικεί στο κέντρο της, το οποίο είναι μαζί το φόβητρο αλλά και η βαθύτατη ουσία μας. Το ότι το θηρίο κατοικεί μεσα μας είναι δεδομένο. Το αν το αποδεχόμαστε και σε επέκταση το πώς του φερόμαστε, λέει πολλά για μας.
Ζούμε ψευδαισθησιακά, κύριε Σταμάτη; Ο,τι θέλουμε βλέπουμε; Με τον Θάνο σας, τουλάχιστον…
Έχω ξαναπεί ότι έγινα συγγραφέας λόγω μιας «αντιδικίας με την πραγματικότητα» που αισθανόμουν από παιδάκι. Η πραγματικότητα όπως τη βίωνα δε μου έφτανε. Ήθελα να την αλλάξω, να της προδώσω μιαν άλλη διασταση. Έτσι και ο Θάνος. Βουτάει μες στο περιβάλλον της Βίλας πεινασμένος για αλήθεια. Και είναι τόσο ανοιχτός που ουσιαστικά ενδύεται τον κόσμο της. Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις που η περιπλάνηση οδηγεί σε παραπλάνηση…
Πόσο σημαντική θεωρείτε την δομή σε ένα μυθιστόρημα; Οι δομές σας είναι πάντοτε θα λέγαμε σχεδόν… επιστημονικές!
Η αλήθεια είναι ότι εκεί με εχει βοηθήσει η αρχιτεκτονική. Οι σπουδές μου μου κληροδοτήσαν την αίσθηση μιας «εγγενούς δομής» κι έτσι χωρίς δεν είμαι αναγκασμένος να καταστρώνω προσχέδια, τόξα χαρακτήρων και προγράμματα το κείμενο από μόνο του οδηγείται σε μια εσωτερική οργάνωση. Ωστόσο σταδιακά οδηγούμαι προς άλλες αφηγήσεις, πιο ελεύθερες. Όχι ότι δεν θα υπάρχει κάπου είδους δομή, αλλά θα είναι όσο το δυνατόν αθέατη.
Ο θάνατος και στη «Βίλα Κομπρέ» παίζει κυρίαρχο ρόλο (και στο «Μητέρα Στάχτη» και στην «Αμερικάνικη Φούγκα») αλλά εδώ όλα αρχίζουν από ένα θάνατο, του… δηλωμένου πατέρα ο οποίος τυγχάνει και νεκροθάφτης, φαντάζομαι καθόλου τυχαίο αυτό, ένας θάνατος μας βοηθά στο να κατανοήσουμε τη ζωή καλύτερα;
Ο θάνατος στο βιβλίο είναι η αρχή. Από εκεί και πέρα το θέμα είναι το τι θα γίνει με τη ζωή. Το βιβλίο αρχίζει με ένα θανατικό για να βουτήξει ως το κεφάλι στη ζωή, όσο κι αν η σκιά των πεθαμένων είναι βαριά. Υπάρχει το πένθος και οι διαφορές φάσεις του. Αλλά κυρίως υπάρχει η μνήμη , η «κληρονομιά» η «ιστορία» που αφήνει πίσω του ο νεκρός. Λένε πως οι νεκροί ζουν στην μνήμη των ζωντανών. Μπορεί, όμως, να συμβαίνει και το αντίθετο.
Και στη «Βίλα Κομπρέ» ο ήρωας είναι θα λέγαμε, δημιουργός, καλλιτέχνης, δηλαδή φωτογράφος. Στο «Σαν τον κλέφτη μεσ’ τη νύχτα» η Λήδα σας ήταν ηθοποιός, στην «Αμερικάνικη Φούγκα» συγγραφέας, η δημιουργία μας φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια, στην αναζήτηση, στον Θεό, στον εαυτό μας;
Δεν θα λεγα πως εκείνο που καθορίζει τόσο το Θάνο είναι η τέχνη. Στα αλλα βιβλία μου που αναφέρατε, η καλλιτεχνική ιδιότητα του ηρωα παιζει πολύ πιο καθοριστικό ρόλο. Εκείνο που θα μάθει ο Θάνος είναι η τέχνη του ζειν.
Όλα σας τα βιβλία εμπεριέχουν μυστήριο και μια νότα μεταφυσική, το σημαντικό πιστεύετε, παραμένει άφατο κι άδηλο;
Όλα είναι άρρητα και όλα μπορούν να ειπωθούν. Μπορείς να μιλήσεις διεξοδικά για εξαιρετικά δύσκολα πραγματα και να μην μπορείς να εξηγήσεις το πιο απλό συναίσθημα που σε κατακλύζει. Όλο το ζήτημα είναι το «πώς». Η «Μεταφυσική» για μενα είναι ένας αμήχανος προσδιορισμός, απλά ισχύει εκείνο που λέει ο Ηράκλειτος «τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός», ρήση που διάβασα με χαρά και στην συνέντευξη του Ανδρέα Μήτσου στο περιοδικό σας.
Η ποίηση σε οδηγεί πιο κοντά σ’ αυτό;
Στην ποίηση σε πρώτη φάση το ερέθισμα είναι ένα σύνθετο μάγμα που αποτελείται από εικόνα, λόγο και νόημα. Τα τρία είναι συνεκτικά δεμένα μεταξύ τους ώστε να μην διαχωρίζονται. Για να καταλήξει αυτό το ερέθισμα σε λόγια στο χαρτί, ακολουθείται μία - ασυνείδητη σε πρώτη φάση - προσπάθεια αποκόλλησης. Η πράξη της ποιητική γραφής είναι μία διαρκής ταλάντευση , μία σχοινοβασία στις παρυφές του νοήματος προσπαθώντας ο ποιητής να αποκολλήσει την εξωτερική του φλούδα που είναι ο λόγος. Γι αυτό κι όταν τελειώνει ένα ποίημα νιώθω μία αίσθηση φρεσκάδας σαν να έχει ξεφλουδίσει από πάνω μου μια στρώση δέρματος γεμάτη χρόνο, σκέψη και συναίσθημα, για να δώσει τη θέση της σε μια νέα που με τη σειρά της θα συσσώρευση κι εκείνη έναν όγκο χρόνου μέχρι να περάσει στην φάση αποκόλλησης. Με τον φόβο να ακουστεί παράξενο, η ποίηση για μένα είναι ένα είδος ψυχικού peeling.
Εξακολουθείτε να γράφετε ποίηση;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω γράψει εδώ και τρία χρόνια. Όμως εσχάτως κάτι συνέβη κι άρχισα ξανά.
Πολλοί ήρωές σας στην «Βίλα Κομπρέ» δεν είναι ό,τι δηλώνουν: η Εσθαλία είναι Μιρέλα τελικά, ο γιος του Πλακιά δεν είναι γιος, ο Ντριλ δεν είναι ούτε Βασίλι αλλά Κωστής, ακόμα και ο Θάνος δεν είναι αυτό που νομίζει, θα πρέπει να διατρέξουμε πολλά χιλιόμετρα για γίνουμε αυτό που όντως είμαστε και να ξεφύγουμε από αυτά τα… νομίσματα, τελικά;
Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Είναι πολλά μαζί , όσο κι αν σε κάποιες φάσεις της ζωής του επικρατεί το μεν η το δε. Πολλοί άνθρωποι φοβούνται αυτή την εγγενή πολυσημία τους και φροντίζουν από νωρίς να χωθούν μεσα σε μια ταυτότητα ώστε να είναι αναγνωρίσιμοι να μπορούν να συναλλάσσονται μέσω εμφανών ιδιοτήτων με τον κόσμο. Εξαιρετικά πληκτικό. Οι ταμπέλες είτε αφορούν εξωτερική είτε την εσωτερική ταυτότητα είναι καταστροφικές και στη ζωή και στην τέχνη. Το βλέπω και στο χώρο μας πως επικρατεί αυτό το «άγχος της κατηγοριοποίησης». Γράφεις κάτι για το εξωτερικό και βαπτίζεσαι αυτόματα «κοσμοπολίτης συγγραφέας». Κι αν το επόμενο βιβλίο σου εκτυλίσσεται αποκλειστικά στο κέντρο της Αθήνας, μεταμορφώνεσαι αυτόματα στον «χρονικογράφο των Αθηνών»; Είναι πολύ πιο σύνθετα τα πραγματα στην τέχνη. Η έμπνευση δεν εχει χωροταξία. Όσο για το βιβλίο, με ενδιέφεραν πολύ αυτές οι αποκρύψεις. Τελικά ο άνθρωπος είναι όλα απ όσα είναι φτιαγμένος.
Το γράψιμο βοηθά κάποιον στο να αξιωθεί να δει αυτό που είναι κάτω απ’ τη μύτη μας, το οποίο ωστόσο είναι κρυμμένο;
Μα έτσι συνειδητοποίησα ότι ήθελα να γίνω συγγραφεας. Κοιτώντας – με άλλα μάτια φυσικά -εκείνο που ήταν...κάτω από τη μύτη μου. Πριν πολλά χρόνια ήμουν στο Λονδίνο, καθόμουν σε μία pub πίνοντας μια μπύρα κοιτάζοντας το τυχαίο κάδρο απέναντί μου, το οποίο περιείχε συνηθισμένα πραγματα: δέντρα, αυτοκίνητα, περαστικούς, ένα σκυλί…. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι εκεί μεσα, εγκιβωτισμένα σ΄ αυτήν την τυχαία, κοινότοπη σκηνή, υπήρχαν όλα. Άρχισα λοιπόν να «τεστάρω» το «κάδρο» σε σχέση με οποιαδήποτε έννοια μου ερχόταν στο μυαλό. Υπάρχει πένθος; Υπάρχει νοσταλγία; Υπάρχει μίσος; Βρήκα μια απάντηση για το κάθε τι. Κι είπα, κάτι συμβαίνει εδώ, κάτι πρέπει να κάνω με αυτή την ιστορία. Ο συγγραφέας για μένα είναι ένας αρχαιολόγος, ένας ανασκαφέας της τυχαίας εικόνας της πραγματικότητας. Απ’ αυτήν εξορύσσει τα κρυμμένα υλικά και θαύματα.
Γράψατε στο μπλογκ σας ότι με την «Βίλα Κομπρέ» ολοκληρώθηκε μια τετραλογία με την «αναζήτηση του εαυτού». Και το επόμενο βήμα θα είναι ένα ρίσκο. Μπορούμε λίγο, λιγάκι, να αναφερθούμε στο ρίσκο αυτό;
Ναι με το βιβλίο αυτό αισθάνομαι ότι ουσιαστικά κλείνει ένας κύκλος. Μια «τετραλογία» που άρχισε με το «Μπαρ Φλωμπέρ» και φτάνει ως εδώ. Μπορώ να πω ότι είναι μια σειρά βιβλίων στα οποία ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει ένα κοινό ζητούμενο, εκείνο της αναζήτησης του εαυτού στον κεντρικό ήρωα. Όπως θα διαπιστώσουν και οι αναγνώστες της Βίλας Κομπρε, αυτός ο κύκλος φτάνει σε ένα τέλος. Το επόμενο βιβλίο μου που γράφω τώρα είναι εντελώς διαφορετικό. Μια πολυφωνική αφήγηση, που δεν είναι «σίγουρη για τον εαυτό της», όπου η όποια «δομή» είναι αθέατη. Το κείμενο είναι «ρευστό», απροσδόκητο. Το «θέμα» μη προφανές. Αλλά πάντα θα θυμάμαι τη «Βίλα Κομπρέ» γιατί η συγγραφή αυτού ακριβώς του βιβλίου με οδήγησε εκεί…
Πώς βγήκατε τελειώνοντας την «Βίλα Κομπρέ»;
Ανανεωμένος και συμφιλιωμένος. Και κυρίως, έτοιμος για μια μεγάλη αλλαγή και για ρίσκο.
Subscribe to:
Posts (Atom)