Sunday, January 28, 2007

Αρθούρος Ρεμπώ

«Πίστευε ότι κάθε ύπαρξη μπορει να ζήσει πολλές άλλες ζωές»
Αρθούρος Ρεμπό «Μια εποχή στην Κόλαση»


«Εγώ είναι ένας άλλος», λέει ο πιο σπουδαίος ίσως στίχος του Αρθούρου Ρεμπό. Το να γράψεις κανείς την βιογραφία ενός ανθρώπου που ως έφηβος συνελαβε το παραπάνω, δεν είναι απλό εγχείρημα. Κι όμως πέρσι ήταν ακριβώς αυτό το βιβλίο, η τελευταία βιογραφία του Ρεμπό, από τον Γκράχαμ Ρομπ, που με καθήλωσε όσο ίσως κανένα άλλο ολόκληρη τη περσινή χρονιά.
Η μετεφηβική (και ταυτόχρονα μεταπολιτευτική) περίοδος ήταν για μένα έμπλεη από καταραμένους ήρωες, στους οποίους κορυφαία θέση κατείχαν οι μπιτ, ο Τζιμ Μόρισον και ο ποιητής από τη Σαρλβίλ, για τον οποίον ξέραμε ότι συνέγραψε όλο του το έργο μεταξύ 16-19 ετών, κι ύστερα, σε μια τρομακτική αλλαγή πλεύσης, έφυγε για τη Αφρική, έγινε έμπορος όπλων και πέθανε μόλις στα 37 από γάγγραινα.
Εκείνη την εποχή, πριν την έκρηξη της βιβλιοπαραγωγής και των μεταφράσεων δίχως φυσικά Ίντερνετ, δεν είχαμε και ιδιαίτερη πρόσβαση στη διεθνή βιβλιογραφία. Σ’ ένα παλαιοπωλείο όμως είχα βρει ένα μικρό βιβλιαράκι για τον Ρεμπό, απ όπου είχα αντλήσει τις βασικές πληροφορίες για τον ποιητή. Την ουσία του προσώπου, όσα έλειπαν από τις ημερομηνίες και τα γεγονότα, την είχα κατασκευάσει στο μυαλό μου. Ο Ρεμπό ήταν τότε για μένα και τα δυο πρόσωπα του Ιανού. Ο απόλυτος καλλιτέχνης που μεταβλήθηκε στο απόλυτα αντίθετο.
Φυσικά τα πράγματα, ακόμα και για μια τέτοια ακραία περσόνα, δεν είναι ποτέ τόσο μανιχαιστικά. Το προηγούμενο καλοκαίρι διαβάζοντας την εξαιρετική βιογραφία του ποιητή από τον Γκράχαμ Ρομπ, η ζωή αυτού του παιδιού - θαύματος παίχτηκε μπροστά μου, σ’ ολόκληρο το συνταρακτικό και δραματικό της μεγαλείο. Δεν υπάρχει επιθετικός προσδιορισμός που να μην έχει χαρακτηρίσει αυτό το νεαρό αγόρι που τάραξε συθέμελα την ποίηση της εποχής του. Συμβολιστής, σουρεαλιστής, μπολσεβίκος, μπουρζουάς, αλήτης, διεστραμμένος, προφήτης, μυστικός, καθολικός, καβαλιστής, αθεϊστής. Ο ποιητής που δημοσίευσε μόλις μια συλλογή όσο ζούσε, την συνταρακτική «Μια εποχή στην κόλαση», είναι ακόμα ένα αταξινόμητο φάντασμα στο χώρο της λογοτεχνίας.
Γόνος μιας μποουρζουάδικης επαρχιακής οικογένειας, μ’ έναν πατέρα εξαφανισμένο και μια μάνα σκληρή και απόμακρη, έδειξε από νωρίς στο σχολείο το ασύλληπτο ταλέντο του στο λόγο, ενώ ταυτόχρονα οι συχνές αποδράσεις του από το σπίτι μαρτυρούσαν μια φύση τυχοδιωκτική δίχως όρια. Φτάνοντας στο Παρίσι, εισέβαλλε στη λογοτεχνική σχολή της πρωτεύουσας ως ταύρος σε υαλοπωλείο, παρασύροντας με τα θέλγητρα του και τον Βερλέν, με τον οποίο έζησε μια σχέση πάθους, που τέλειωσε με έναν πυροβολισμό. Αυτή η μεγαλοφυής παραβατικότητα παρουσιάζεται από τον Ρομπ μ’ έναν έξοχο τρόπο που υπερβαίνει την ρομαντική φαντασιωτική προσέγγιση με την οποία έχουμε συνηθίσει να προσεγγίζουμε τον ποιητή και σκύβει στην αλήθεια των συνταρακτικών μετασχηματισμών της ζωής του.
Στα 19 του ο ποιητής αποκήρυξε τη λογοτεχνία κι άρχισε να ταξιδεύει. Τζακάρτα, Κύπρος, Άντεν, Σομαλία, Χαράρ, ήταν οι τόποι που συνδέθηκαν μ’ αυτή την περιπλανώμενη ψυχή που έβρισκε πλέον την καταφύγιο στην αειφυγία και στον τυχοδιωκτισμό. Οι σελίδες που αφορούν στην διαμονή του στην Αφρική είναι μαγευτικές, ειδικά στο σημείο όπου ο ποιητής επιλέγει μια «τοπική γυναίκα» ως «σύζυγο». Ταυτόχρονα, ο Ρομπ απομυθοποιεί την εξίσωση πρώην παιδί θαύμα- νυν έμπορος οπλών, αποκαλύπτοντας ένα εξερευνητή, ο οποίος αντικαθιστά τον στίχο με τον κόσμο και εκπλήσσει με τις εξαιρετικές διευθυντικές και επιχειρηματικές του ικανότητες. Το 1891 ένα όγκος στο δεξί γόνατο αναγκάζει τον Ρεμπό να γυρίσει στη Γαλλία, όπου του ακρωτηριάζουν το πόδι και σε λίγο καιρό πεθαίνει.




Η συγκεκριμένη βιογραφία θεωρείται η καλύτερη που έχει γραφτεί για τον ποιητή, μια και αντιμετωπίζει τη ζωή και το έργο του ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Ο μποέμ ποιητής του Παρισιού και του Λονδίνου, ο μισθοφόρος της Ιάβα, ο έμπορος και εξερευνητής της ανατολικής Αφρικής, είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Ρομπ μας εξηγεί το γιατί και το πώς, επιτρέποντας στο παιδί - θαύμα να μεγαλώσει και παρακολουθώντας βήμα βήμα τις εντυπωσιακές μεταστροφές του ψυχισμού του.
Διαβάζοντας το βιβλίο επί δυο συνεχείς μέρες κάτω από τον καυτό ήλιο της Σκοπέλου, ξαναθυμήθηκα συγκινήσεις που με πήγαν ένα τέταρτο αιώνα πριν. Όταν τίποτα δεν ήταν δεδομένο, όταν ακόμα το εγώ ήταν όντως ένας, εν διαμορφώσει, άλλος.
Μια μυθική φιγούρα, άγιος για τους συμβολιστές, εικόνα για τους αναρχικούς και τους περιθωριακούς, σημαντική επιρροή πολλών καλλιτεχνών από τον Πικάσο μεχρι τον Ντίλαν.

Ο Αρθούρος Ρεμπό ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με όλα τα συμφέροντα που υπάρχουν κάτω από τον ουρανό.


Δημοσιεύτηκε στο ΥΓ του «Φιλελεύθερου» της Κύπρου 28.1.07

http://www.phileleftheros.com/

Thursday, January 25, 2007

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης


Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές διακρίσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσφατα, η μεγαλη βρετανική εφημερίδα Ιντιπέντεντ ανακοίνωσε την ευρεία λίστα για το Foreign Fiction Award 2007, δηλαδή τα είκοσι καλύτερα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν από βρετανικούς εκδοτικούς οίκους την προηγούμενη χρονιά. Ανάμεσα σε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Ισμαήλ Κανταρέ και ο Νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου, βρέθηκε κι εκείνο ενός νέου Έλληνα. Του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, ο οποίος με το εξαιρετικό βιβλίο του «Τέσσερις Τοίχοι», που εξεδόθη από «το Ροδακιό», έναν ξεχωριστής ποιότητας εκδοτικό οίκο, κατάφερε κάτι σπουδαίο, που ανεβάζει τον πήχη των γραμμάτων μας. Είναι η πιο μεγάλη διεθνής επιτυχία νέου έλληνα λογοτέχνη.
Η νέα γενιά των ελλήνων συγγραφέων συγκροτεί μια ομάδα που αρνείται πεισματικά την ταυτοποίηση και την κατηγοριοποίηση της. Έχοντας ανδρωθεί στην «εποχή της πρόσβασης», είναι ανοιχτή στα τεκταινόμενα σε ολόκληρο τον κοσμο κι απλώνεται σε μια ποικιλία θεμάτων. Ο Χατζηγιαννίδης, σημαντικό μέλος της «άτυπης» αυτή ομάδας, δείχνει με τη διάκριση του τη δυναμική της γενιάς του.
Αναπόφευκτα βέβαια σκέφτομαι για την τυχη των ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό. Θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη. Κομβικό ζήτημα για την εκτός των τοιχών μας προβολή αποτελεί φυσικά η μεταφραση, και είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι το ΥΠΠΟ εδώ και χρόνια έχει παγώσει το πρόγραμμα επιδότησης μεταφράσεων για βιβλία που έχουν ήδη δεχτεί εκδοτικοί οίκοι στο εξωτερικό. Όπως και να ’χει οι Έλληνες συγγραφείς (νεότεροι και πρεσβύτεροι) το «παλεύουν» από μόνοι τους και φαίνεται, πως, πλέον, παρά τις αντιξοότητες, αρχίζουν να έρχονται και αποτελέσματα.
Ελπίζουμε το βιβλίο του Χατζηγιαννίδη να περάσει και στη «βραχεία λίστα», κι από κει και μετά, κανείς δεν ξέρει! Ευγε!

Δημοσιεύεται αύριο στο «Έθνος»

Tuesday, January 23, 2007

Ταξίδι και τουρισμός

Θεωρούσα ανέκαθεν τον εαυτό μου ταξιδιώτη και όχι τουρίστα. Με την έννοια ότι ο ταξιδιώτης βλέπει εκείνο που υπάρχει μπροστά του, ενώ ο τουρίστας εκείνο που έχει έρθει να δει. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω ταξιδέψει πάρα πολύ. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως ήμουν με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και το λαπ τοπ στο άλλο. Από ΗΠΑ, Καναδά και Τζαμάικα, ως Αυστραλία, Μαυρίκιο και Ισραήλ και όχι μόνο.
Κάνοντας ένα διάλειμμα και γυρνώντας μια σελίδα στη ζωή μου, αναρωτιέμαι το γιατί.

(Πάντως όχι για να χαρώ «αποδράσεις». Η απόδραση, είναι μια χιλοχρησιμοποιημένη λέξη, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί «κολλάει» σαν γραμματόσημο όποτε μιλάμε για ταξίδι. Λες κι ο τόπος που ζούμε είναι μια εκούσια φυλακή από την οποία οφείλουμε να το σκάσουμε για να ξαναγυρίσουμε σιδηροδέσμιοι μετά από τις περιπλανήσεις μας στα ξένα.
Για μένα το ταξίδι υπήρξε ανέκαθεν μια μένα αμφίδρομη διαδικασία. Από τη μια υπήρχε η χαρά της εξερεύνησης κι από την άλλη η μαγεία της διαρκούς επιστροφής. Μια αφορμή να «μαζέψω» νέες εικόνες που θα τις μεταφέρω οίκαδε για να τις επεξεργαστώ και μέσα από αυτές να βρω, εδώ, στον τόπο μου, το ποιος είμαι. Μετά από σκέψη, κατέληξα ότι τελικά ταξιδεύουμε για να ψάξουμε αυτό που μας λείπει, εκείνο που έχουμε ανάγκη και γυρνάμε πίσω για να το βρούμε.
Όπως όλοι οι ταξιδιώτες, είδα περισσότερα απ’ όσα θυμάμαι, και θυμάμαι περισσότερα από όσα έχω δει. Εκείνα που μου έμειναν δεν ήταν τα μουσεία, οι εξωτικές παραλίες, η έρημος, ή οι μητροπόλεις, αλλα κάποιες θρυμματισμένες εικόνες, κάποιες γεύσεις, κάποιοι άνθρωποι. Αυτή η απερίγραπτη αύρα, το ανείπωτο, το άρρητο που αναδύει το «ξένο». Το «ταξιδεύειν» όπως και το ταλέντο είναι εγγενή, δεν κατασκευάζονται. Υπάρχουν χιλιάδες μικρά πράγματα – αόρατα τα περισσότερα - που προσδιορίζουν και πολύ λίγα από αυτά είναι καθορισμένα από τη θέλησή μας. Ίσως κάποιοι από μας διαθέτουν κάποιο «ταξιδιωτικό» γονίδιο, που κάποτε – ελπίζω ποτέ - θα αποκωδικοποιηθεί, μαζί με όλα τα θαυμαστά και ανατριχιαστικά που μας περιμένουν στο βιοτεχνολογικό μας μέλλον.
Σίγουρα ισχύει εκείνο που έχει πει ο Άγιος Αυγουστίνος, ότι ο κόσμος είναι ένα βιβλίο κι εκείνος που δεν ταξιδεύει έχει διαβάσει μόνο μια σελίδα. Εξ άλλου και η λογοτεχνία, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μεγάλος ταξιδιωτικός οδηγός από εικόνες που διαβάζονται. Όμως το να είσαι παντού, είναι να είσαι και πουθενά.
Φυσικά είμαι βέβαιος ότι τα ταξίδια μου θα συνεχιστούν. Το σαράκι υπάρχει. Τελικά ίσως είναι πιο απλό. Ταξιδεύω για τη χαρά του ταξιδιού. Για την κίνηση. Άλλωστε η τάση της ύλης του κόσμου, από τα αιμοσφαίρια μέχρι τους πλανήτες είναι η περιφορά, η αέναη περιπλάνηση γύρω από ένα κέντρο. Έτσι και του πνεύματος.
Το μεγάλο ζήτημα είναι να κινείσαι. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα κι ένα ταξίδι εκατοντάδων χιλιάδων χιλιομέτρων αρχίζει από ένα και μοναδικό βήμα.

Wednesday, January 17, 2007

Νίκος Βαλσαμάκης


«Τα σπίτια είναι δοχεία ζωής», είπε κάποτε ο μεγάλος αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης. Ένας ορισμός που περιγράφει στην εντέλεια τις κατοικίες που σχεδίασε ο Νίκος Βαλσαμάκης, το έτερο από τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, στον οποίον είναι αφιερωμένη μεγαλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς. Τελειομανής, παθιασμένος, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Βαλσαμάκης έχει είναι από τις εμβληματικές φιγούρες του αρχιτεκτονικού χώρου στην Ελλάδα.
Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, την δεκαετία του 50, τα έργα του ξεχώρισαν αμέσως με την «φυσική» τους απλότητα, η οποία ωστόσο κουβαλούσε από κάτω ένα αξιοπρόσεκτο γνωστικό φορτίο και πολύ και κοπιαστική μελέτη. Ο Βαλσαμάκης ήταν από εκείνους που προσπάθησαν να βγάλουν την αρχιτεκτονική του 50 από την τοπική εσωστρέφειά της και τα κατάφερε. Στο έργο του υπάρχουν μεν γόνιμες, επεξεργασμένες επιρροές από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ελλάδος, ως τις νεώτερες εξελίξεις των διεθνών κινημάτων, ωστόσο ο αρχιτέκτονας διαθέτει ένα δικό του δακτυλικό αποτύπωμα, ένα προσωπικό λεξιλόγιο, το οποίο αντικατοπτρίζεται κυρίως στις διάσημες πλέον επαύλεις του με τις λεπτές πλάκες μπετόν και τους εκτεταμένους προβόλους. Στον κατάλογο με τα έργα του, μπορεί να βρει κανείς μερικά από τα θρυλικά σπίτια της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, όπως τις δυο βίλες της Αναβύσσου, από τα λαμπρότερα παραδείγματα της ελληνική πρωτοπορίας σο χώρο.
Ο ίδιος, στα 82 του, εξακολουθεί είναι ένας «ιδιωτικός» άνθρωπος που ουδέποτε δίδαξε σε σχολή και εξακολουθεί να ενημερώνεται για ότι νεότερο συμβαίνει στο χώρο του