Friday, September 28, 2007

Συνέντευξη στα "(δε)κατα"

Ευτυχία Παναγιώτου: "Εντευκτήριο" / Δεκέμβριος 2006 και «Σκότωσε τα αγαπημένα σου»: ανέκδοτα σπαράγματα από την Αμερικάνικη Φούγκα. Τι σημασία έχουν για έναν αναγνώστη και τι για ένα συγγραφέα;
Α.Σ.: Αυτά τα «ανέκδοτα σπαράγματα» όπως πολύ εύστοχα λέτε, είναι κομμάτια που αγαπούσα, τα οποία όταν τα πρωτοδιάβασα, μου άρεσαν πολύ και τα άφησα στη θέση τους. Όμως σε κάποια επόμενη ανάγνωση – διόρθωση κατάλαβα πως δεν είχαν κανένα λόγο ύπαρξης. Επαναλάμβαναν (έστω και με έναν τρόπο που μου άρεσε πολύ) πράγματα που είχαν ήδη ειπωθεί και καθυστερούσαν το ρυθμό της αφήγησης. Πολλές φορές εκείνο που αγαπάς περισσότερο είναι εκείνο που αποπροσανατολίζει, αναχαιτίζει, παρεκκλίνει. Μια λύση υπάρχει: η «θυσία». «Σκότωσε τα αγαπημένα σου», μια μέθοδος που προσπαθώ να ακολουθώ. Αν και ακούγεται ως ένα είδος αυτοτιμωρίας, συνήθως αποβαίνει υπέρ του συνολικού αποτελέσματος. Ενώ για έναν συγγραφέα η «θυσία» αυτή έχει μεγάλη σημασία, ο αναγνώστης ωστόσο δεν θα την αντιληφθεί ποτέ. Δεν θα μάθει ποτε ότι πίσω από την σελίδα που διαβάζει μπορεί να υπάρχουν πέντε ή δέκα.
Μέσα από την άρνηση φωτίζεται καλύτερα η κατάφαση; «Σκοτώνεις» κάτι μέσα σου για να το αναβιώσεις καλύτερο από τις στάχτες;
Δεν ξερώ αν μέσα από τις στάχτες η φράση – παράγραφος- σελίδα- κεφαλαίο αναβιώνει, ή αναγεννάται ως φοίνικας. Όπως και να ’χει, η θυσία αυτή αναζωογονεί. Το κλάδεμα ενισχύει την ανθοφορία, το ξεχορτάριασμα καθαρίζει τον αγρό. Εκτός όμως από «αποσπάσματα» ο συγγραφεας οφείλει να σκοτώνει κάτι ίσως πολύ πιο σημαντικό. Τις ευκολίες του, τις μανιέρες του, τα άμεσα αντανακλαστικά του, αλλά ποτέ τις εμμονές του. Αυτές, κατά τη γνώμη μου, οφείλει κάθε φορά να τις φωτίζει αλλιώς.
Κάτι μήπως σαν το στίχο του Τομ Γουέιτς: «The things we can’t remember tell the things we can’t forget»… Πόσο χαρακτηρίζει τους ήρωες των μυθιστορημάτων σας αυτό το παιχνίδι λήθης/μνήμης;
Εδώ θα κάνω μια παρέκβαση. Αυτός ο στίχος με οδηγεί συνειρμικά σε μια αγαπημένη παρομοίωση ως προς την παρουσία ή μη του συγγραφέα στο κείμενο (το περίφημο "αχνοφέγγισμα" του δημιουργού). Κάθε βιβλίο είναι ένα "ανάποδο στριπτίζ": αρχίζεις με σένα, κι υστέρα φοράς τόσους μανδύες (ενδύματα) στον ήρωα σου, ώστε κάποια στιγμή έχεις ξεχάσει και το ίδιο σου το σώμα, το οποίο, ωστόσο, για τον προσεκτικό αναγνώστη, "αχνοφέγγει" κάτω από τα "φύλλα του κρεμμυδιού". Το ίδιο, σε ένα άλλο επίπεδο, ισχύει και για τους ήρωες σε κάποια βιβλία μου. Οι απανωτοί μανδύες τους έχουν φέρει σε μια κατάσταση αμνήμονος, ωστόσο είναι ακριβώς αυτά τα επάλληλα επίπεδα που φωτίζουν καθαρότερα εκείνο που ο εκάστοτε ηρωας προσπαθεί να ξεχάσει. Το πώς και γιατί προσπαθείς να απωθήσεις κάτι δείχνει ακριβώς και την αξία που αυτό το κάτι έχει για σένα.
Οι ήρωές σας αναζητούν συχνά την ταυτότητά τους. Τι φτιάχνει μια «ταυτότητα»; Πρόκειται μήπως για μια ψευδαίσθηση, ίσα που να εκπληρώνει την ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου για κάποιο σημείο αναφοράς;
Όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να ορίσει τον εαυτό του μέσα από ένα πλέγμα ιδιοτήτων δεν καταλήγει σε μια ταυτότητα, αλλά σε μια συρραφή χαρακτηριστικών. Η λέξη δεν μου αρέσει. Μου φαίνεται πως η ταυτότητα είναι η κλοπή του εαυτού. Ας την βάλουμε λοιπόν σε εισαγωγικά για να αναληφθεί σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο. Το μαγικό λοιπόν με την «ταυτότητα» υπό αυτή την έννοια, είναι, ότι δεν συνιστά το σύνολο όσων είμαστε, δεν είναι ένας κατάλογος ιδιοτήτων, αλλα κάτι πολύ πιο βαθύ, σχεδόν άρρητο. Εξ άλλου οι εξωτερικές επιρροές που μας καθορίζουν δεν είναι σταθερές αξίες, όλα διυλίζονται μέσα από την εσωτερική τους εγγραφή. Όπως λέει η Αν Σέξτον : Δεν έχει σημασία ποιος ήταν ο πατέρας μου, εκείνο που έχει σημασία είναι ποιος θυμάμαι εγώ ότι ήταν».
Το «Σκότωσε τα αγαπημένα σου» ως σύλληψη μοιάζει με τις αμοντάριστες σκηνές μιας ταινίας, που βλέπουμε τελευταίως στα dvd… Πώς βλέπετε τη σχέση λογοτεχνίας-κινηματογράφου στο μέλλον;
Ίσως λοιπόν κάποτε στα βιβλία θα προσθέτουμε στο τελος τις «κομμένες» σκηνές… Λογοτεχνία και σινεμά είναι πολύ κοντά και πολύ μακριά. Η διαφορά είναι ότι το ένα είδος διηγείται μια ιστορίες με λέξεις και το άλλο με εικόνες. Κάποιες φορές μια εικόνα είναι όντως χίλιες λέξεις, όμως, κάποιες άλλες, χίλιες εικόνες δεν μπορούν να φτιάξουν μια λέξη.
Υπάρχουν και οι αποδομιστικές θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη ενός, αυθεντικού εαυτού, πράγμα που θυμίζει λίγο έναν εαυτό-φούγκα…
Είμαι πολύ επιφυλακτικός με τους «ισμους». Πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε το ποιοι είμαστε πραγματικά είναι να ανακαλέσουμε εκείνη την ειδική ψυχολογική και διανοητική κατάσταση στην οποία νιώσαμε περισσότερο ενεργοί, ζωντανοί κι αληθινοί. Τότε που ακούσαμε μια εσωτερική φωνή να λέει « Αυτός είμαι πραγματικά».
Προτιμάτε την αρχιτεκτονική της πλοκής από την βιωματική γραφή;
Ένα βιβλίο δεν είναι μονό πλοκή. Ούτε είναι μόνο συγγραφικό παραλήρημα. Η αληθινή συγγραφή είναι η διόρθωση του αρχικού "παραληρήματος" και όχι το "παραλήρημα" καθαυτό. Χρειάζεται και Άλγεβρα και Φωτιά. Και νους, στρατηγική, δομή, και έμπνευση, αυθορμησία, πάθος. Να ξέρεις που θα το πας, αλλά όχι απόλυτα. Να αφήνεσαι να σε εκπλήσσει το ίδιο το κείμενο, να μην είναι η αφήγηση πάντα «σίγουρη» για τον εαυτό της.
Η λογοτεχνία πότε γίνεται καταστροφική και πότε ευεργετική;
Η συγγραφή είναι ένα είδος εμφύλιας σύρραξης στον οργανισμό του δημιουργού. Υπάρχουν στιγμές δοξαστικές και στιγμές πόνου. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση είναι αναγκαία για να πυροδοτηθεί η ουσία.
Πόσο «βρόμικη» θα αντέχατε να γίνει;
Δεν υπάρχει βρόμικη λογοτεχνία. Αν εννοείτε σκληρή, τότε οφείλει να γίνει σκληρή όσο της επιβάλλει το θέμα της.
Για ποιο κοινωνικό όραμα θα μπορούσε στις μέρες μας να παλέψει η λογοτεχνία;
Για όσα πάλευε πάντα. Για να εξερευνά μέσα από ιστορίες την φύση του ανθρώπου. Η λογοτεχνία δεν είναι εργαλείο κοινωνικών αγώνων. Έχει χρησιμοποιηθεί ως φορέας οραμάτων, αλλά μόνον εκ των υστέρων. Κανείς σημαντικός συγγραφέας δεν ξεκινάει με προγραμματικές δηλώσεις.
Λογοτέχνες που άφησαν μέσα σας τα ίχνη τους.
Αμέτρητοι. Δεν είμαι εμμονικός φαν ενός συγγραφέα. Άλλη μια μικρή παρέκβαση τώρα. Εκείνο που έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στο να γίνω συγγραφέας ήταν μια «αντιδικία με την πραγματικότητα» που ένιωθα από μικρός. Ο κόσμος, όπως τον ζούσα, δεν μου έφτανε. Ένιωθα την ανάγκη να «επινοήσω» έναν άλλον, εναλλακτικό, όπου ένιωθα πολύ καλύτερα. Ο πραγματικός κόσμος μου ήταν παράξενος, ανοίκειος, ήθελα να τον αντικαταστήσω με κάποιον που κατασκεύαζα στη φαντασία μου. Στην αρχή νόμιζα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Όταν, πολύ αργότερα, κατάλαβα ότι η λύση δεν είναι το διαρκές ονειροπόλημα, αλλά το χιμαιρικό εγχείρημα της γραφής, κατάλαβα ότι, δόξα τω θεώ, υπήρχε τρόπος επιβίωσης…
Παρεμβατικοί επιμελητές. Είστε υπέρ ή κατά;
Απολύτως υπέρ! Το τρίτο μάτι είναι ευλογία για έναν συγγραφέα. Όταν μάλιστα είναι και εκπαιδευμένο, και επεμβαίνει, ακόμα καλυτέρα. Ο Φίλιπ Ροθ, όταν πρόσφατα πέθανε η επί δεκαετίες επιμελήτρια του, δήλωσε αν θυμάμαι καλά, κάτι σαν: «Τώρα αρχίζουν τα προβλήματα…»
Αγαπημένο τραγούδι, αγαπημένο ποίημα, αγαπημένη ταινία, αγαπημένο βιβλίο.
Τραγούδι: «The Weeping Song” του Νικ Κέιβ, ποίημα (συλλογή): «Μια εποχή στην Κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπό, ταινία: «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (στην πραγματικότητα είναι του Μάρλον Μπράντο), βιβλίο: (με τη γενικότερη έννοια» ο «Άμλετ» του Σέξπιρ.

Thursday, September 27, 2007

Βουδαπέστη

Μικρό φωτογραφικό οδοιπορικό από πρόσφατη επίσκεψη
(εχει πάει κανεις;)
















Tuesday, September 18, 2007

Θαλασσοπούλι

15 Οκτωβρίου 2002 , γύρω στις 5.30 το απόγευμα. Kαθόμουν μπροστά στον υπολογιστή μου και έγραφα. Δεν ήταν μια στιγμή πρωτογενούς δημιουργίας, αλλά η κοπιαστική εκείνη ώρα της εκ των υστέρων επεξεργασίας. Ήθελα να τονίσω κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του Στέφανου στο σημείο όπου αμφιταλαντεύεται λίγο πριν την κρίσιμη σκηνή όπου θα πάρει την απόφαση να μπει στην περιπέτεια. Μπορεί ο λόγος για τον οποίο ο Στέφανος έμπαινε σ’ αυτό το εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι να ήταν σαφής - για πρώτη φορά ήταν αληθινά ερωτευμένος - αλλά το αίσθημα όφειλε να ενσταλλαχθεί σταδιακά στον αφηγηματικό ιστό, ο έρωτάς του έπρεπε να ποτίζει ολοένα και περισσότερο τις σελίδες, ώστε όταν θα έπαιρνε την σημαντική απόφαση, ο αναγνώστης να είναι απόλυτα πεισμένος για τη σημασία και την ένταση του κινήτρου. Έκοβα, έραβα, έπλεκα σχεδόν, ώσπου κάποια στιγμή θεώρησα ότι ο εσωτερικός μονόλογος του μπροστά στον καθρέφτη - ένα εγκεφαλικό stream of concioussness με τον ήρωα να αναλύει τα υπέρ και τα κατά της επικείμενης δράσης του - ήταν επιτέλους ικανοποιητικός και το apparent defeat, η μικρή οπισθοχώρηση, ο αρχικός του φόβος μπροστά στην πρόκληση, αποδιδόταν ακριβώς όπως τον είχα σχεδιάσει. Διάβασα ξανά τις τελευταίες σελίδες μπρος πίσω, κάνοντας διαρκή page up - page down, και τέλος πέρασα και τον ορθογράφο. Ξαναδιάβασα το απόσπασμα ολόκληρο. Μ’ άρεσε.
Ο υπολογιστής όμως, όσο βοηθητικό εργαλείο κι αν είναι, έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα. Η άψογη εμφάνιση του κειμένου στην οθόνη, με την στοίχιση των παραγράφων, την κατάλληλη γραμματοσειρά και την τέλεια διάταξη της ηλεκτρονικής σελίδας δίνουν στον συγγραφέα του την απατηλή εντύπωση του τελειωμένου. Έτσι, οι επαναλήψεις χάνονται ανάμεσα στις κατακόρυφες στήλες, οι χασμωδίες απορροφώνται στην άψογη εμφάνιση, οι ατεχνίες καμουφλάρονται πίσω από τις διαδοχικές επικολλήσεις και αντιγραφές. Με τον καιρό είχα ανακαλύψει μια απλή όσο και αποτελεσματική μέθοδο να ελέγχω για το πόσο η φαινομενική καθαρότητα της σελίδας αντανακλούσε και το περιεχόμενο. Η λύση ήταν απλή, στοιχειώδης θα ’λεγα: εκτύπωση. Εντολή print και οι σελίδες ήταν εκεί, θερμές ακόμη από την ακτινοβολία του λέιζερ, έτοιμες να διαβαστούν προσεκτικά και να διορθωθούν με τον τρόπο που θα επεξεργαζόταν κανείς ένα χειρόγραφο.
Αμ’ έπος αμ’ έργον λοιπόν. Ωστόσο, με το που πάτησα print, το πορτοκαλί φωτάκι του εκτυπωτή άρχιζε να αναβοσβήνει προειδοποιώντας με ότι το χαρτί είχε τελειώσει. Άνοιξα το συρτάρι που φυλούσα το πακέτο με τα Α4, δεν υπήρχε σελίδα. Ευτυχώς ήταν Τρίτη και τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά. Σηκώθηκα, φόρεσα τα παπούτσια μου και βγήκα έξω.
Κατέβηκα την κατηφόρα, πέρασα τον φούρνο με την ξύλινη διακόσμηση, πάντα γεμάτο κόσμο, έστριψα δεξιά, χαιρετήθηκα με την ηλικιωμένη κυρία που μένει δίπλα μου - έσερνε το καροτσάκι από τη λαϊκή - περπάτησα λίγα ακόμη μέτρα και μπήκα στο φωτοτυπείο. Ο ιδιοκτήτης, ένας ξερακιανός άντρας μ’ έναν εξαιρετικά μακρύ λαιμό, εξυπηρετούσε μία κοπέλα από την Βακαλό που έβγαζε έγχρωμες φωτοτυπίες κάποιας εργασίας. Σε λίγο έβγαινα στην Ασκληπιού με το καθιερωμένο πεντακοσάρι πακέτο υπό μάλης. Η απόσταση ως το σπίτι ήταν τρία τεσσάρα διεκπαιρεωτικά λεπτά, ένας σχεδόν κενός χρόνος. Ασυναίσθητα έκανα μια μικρή προβολή στο μέλλον. Έβλεπα ήδη σε πρώτο χρόνο τον εαυτό μου να εφοδιάζει τον εκτυπωτή με την χάρτινη τροφή του και σε δεύτερο, στον καναπέ, να διαβάζει τον εσωτερικό μονόλογο του Στέφανου με το στυλό στο χέρι, όταν, ξαφνικά, την είδα.
Δεν αποτελούσε κάποια εξαίρεση στο οπτικό κάδρο ενός τυπικού απογεύματος στη γειτονιά. Ήταν απλά και φυσικά ενταγμένη στην καθημερινή σκηνή. Δεν υπήρχε τίποτα το ιδιαίτερο πάνω της, δεν την ξεχώρισα καν ως φυσιογνωμία. Ήταν μια σχετικά λεπτή, συνηθισμένη κοπέλα. Ό,τι συνέβη, έγινε σε δέκατα, εκατοστά του δευτερολέπτου. Στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου, γύρω στα είκοσι μέτρα μπροστά μου. Η εκ των υστερών περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει το πως απορροφήθηκε αυτό που είδα, το πως η εικόνα της εισέδυσε μέσα μου και αντικαταστάθηκε αυτόματα, ή μάλλον παρέπεμψε αστραπιαία σε μια άλλη. Η κοπέλα είχε μισοσκύψει προς τον δρόμο και με το χέρι της έκανε μία κίνηση. Η όλη σκηνή παρέπεμπε στην χιλιοειδωμένη εικόνα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να καλέσει ένα ταξί. Ωστόσο, το δεξί της χέρι, έτσι όπως ήταν τεντωμένο, αποσπασμένο από το υπόλοιπο κορμό, δεν ήταν στη συνηθισμένη στάση έκτασης, ή έστω δεν σχημάτιζε την χειρονομία εκείνη του επείγοντος, όταν ο καρπός ανεβοκατεβαίνει για να τραβήξει την προσοχή του ταξιτζή. Η γυναίκα έκανε μία εντελώς διαφορετική ενέργεια. Το μπράτσο ήταν σταθερό, ο καρπός έσπαγε με μια ασυνήθιστη χάρι και το χέρι εκτελούσε μία σχεδόν χορευτική, κυματοειδή κίνηση, με την παλάμη και τα δάχτυλα να κολυμπούν, να χαϊδεύουν τον αέρα, σαν... Αν συνέχιζα την παρομοίωση δεν θα μπορούσα να αποδώσω ότι ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Γιατί δεν επρόκειτο για παρομοίωση, ούτε για παραπομπή. Ήταν αντικατάσταση, μεταφορά. Βλέποντας τη γυναίκα εκείνη να κάνει αυτή την αναπάντεχη, θεατρική σχεδόν, κίνηση στην άκρη του δρόμου, στο απειροελάχιστο εκείνο διάστημα που χρειάζεται η εικόνα για να συλληφθεί και να αναλυθεί στον εγκέφαλο, είχα ήδη δει ένα θαλασσοπούλι που μόλις έχει σηκωθεί από τη θάλασσα και προσπαθούσε να πετάξει προς τους ουρανούς. Δεν ήταν σαν θαλασσοπούλι, ήταν θαλασσοπούλι. Σε πείσμα της προφανούς αναντιστοιχίας της με την πραγματικότητα η εικόνα απλώθηκε εντελώς φυσιολογικά μέσα μου. Παρέμεινε για ένα φευγαλέο μερίδιο χρόνου κι ύστερα πέταξε προς τον κάδο ανακυκλώσεων του συνειδητού ανοιγοκλείνοντας με τη σειρά της τα φανταστικά φτερά της.
Η επόμενη ενέργεια ήταν διανοητική. Ήταν σκέψη. Αναλυτικότατη και ακραία ορθολογική. Από την θέση που ήμουν, λίγο πλάγια και στο εσωτερικό μέρος του πεζοδρομίου δεν μπορούσα να διακρίνω τα αυτοκίνητα που έρχονταν από πίσω. Η όλη στάση της κοπέλας, αν εξαιρέσουμε το παράδοξο της κίνησης, έμοιαζε ανθρώπου που θέλει να σταματήσει ένα ταξί. Ήταν δυνατόν όμως να επιλέγει αυτόν τον τρόπο; Είναι δυνατόν κάθε φορά που σταματούσε ένα ταξί να εκτελούσε αυτή τη μίνι - χορογραφία; Κάτι άλλο θα έπρεπε να συμβαίνει. Το θετικό κομμάτι του εγκέφαλου παρέδωσε αστραπιαία το συμπέρασμα. Η κοπέλα απευθύνεται σε κάποιον γνωστό της. Η χειρονομία είναι οικεία, επειδή ακριβώς απευθύνεται σ’ εκείνον. Το επόμενο χρονικό κλάσμα επιβεβαίωσε τις σκέψεις μου. Ένα μπλε Φίατ σταμάτησε μπροστά της, η κοπέλα μπήκε μέσα κι αμέσως αγκάλιασε τον οδηγό. Εκείνος πάτησε γκάζι και περνώντας μπροστά μου μου έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα. Από την στιγμή που την πρωτοπρόσεξα δεν θα είχα προχωρήσει περισσότερο από τρία μέτρα.
Συνέχισα να βαδίζω σχεδόν μηχανικά, ώσπου αρχίζοντας ν’ ανεβαίνω την ανηφόρα, ξαφνικά κάτι άστραψε μέσα μου. Κάτι από καιρό θαμμένο, μια παιδική ανάμνηση, μια αίσθηση διχασμού ανάμεσα σε δυο βιβλιοθήκες, ανάμεσα σε δυο κόσμους, ανάμεσα στο οργανωμένο σχέδιο και τη μουτζούρα στο χαρτί, ανάμεσα στη δομή και την έμπνευση, στο χάος και την επιμέλειά του, ανάμεσα στη διάρκεια και τη στιγμή. Προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω την αλληλουχία των σκέψεων μου από τη στιγμή που την είδα. Οι συνειρμοί ήταν διαδοχικοί. Πρώτα ο αντικειμενικός κόσμος, ύστερα αμέσως το θαλασσοπούλι, η λογική που το σβήνει - όχι, αυτό μπροστά μου είναι μια γυναίκα, μια γυναίκα που προσπαθεί να σταματήσει ένα όχημα, όχι δεν μπορεί να κάνει αυτή την κίνηση κάθε φορά που θέλει να σταματήσει ένα ταξί, άρα η ιδιαιτερότητα της προκαλείται από την οικειότητα του φορέα στον οποίο απευθύνεται, δεν μπορεί λοιπόν να είναι ένας άγνωστος, ένας ταξιτζής, είναι κάποιος γνωστός της.
Η ποίηση σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου είχε αντικατασταθεί από την ορθολογική ανάλυση. Ίσως αυτό να εξηγεί το γεγονός ότι στο σχολείο η μαγεία που μου εξασκούσαν οι γεωμετρικοί τόποι και το περιοδικό σύστημα ήταν καθαρά ποιητικής καταγωγής. Ίσως για αυτό, όταν ξαναγύρισα, στο σπίτι διαβάζοντας το εκτυπωμένο κείμενο, τράβηξα μια κάθετη γραμμή σε κάθε μια απ’ τις σελίδες και το ξανάρχισα από την πρώτη λέξη. Τα πλήκτρα έτρεχαν μόνα τους.

Ο Στέφανος κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη και το μόνο που είδε ήταν ένα χορό αιμοσφαιρίων, κόκκινες ελλειπτικές τροχιές σχεδιασμένες θα λεγες με ένα χρώμα παχύρρευστο, να στάζουν ως κάτω στο νεροχύτη και να μεταφέρουν το γονιδίωμα του μαζί με μ’ εκείνο το παράξενο πλάσμα υδρογόνο δυο οξυγόνο στα άδυτα του δικτύου ύδρευσης.

Δούλεψα πυρετωδώς για τρεις ώρες κι όταν τέλειωσα, ένα θαλασσοπούλι κουνώντας τα μακριά φτερά με αργές ημιτονοειδείς κινήσεις, ήρθε να προσγειωθεί απαλά στον νεροχύτη του ήρωά μου.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια, κι ύστερα χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον σαν δυο παλιοί φίλοι.

Friday, September 7, 2007

Tηλεμαχ(ε)ια


Έξι πολιτικοί σφιγμένοι σ’ έναν στενό κορσέ που απαγόρευε κάθε διάλογο, αποδοθήκαν σε βαρετούς και αμήχανους μετωπικούς μονολόγους. Οι δυο βασικοί αντίπαλοι, υπό το οιδιπόδειο βάρος των κληρονομημένων ονομάτων αναζητούσανν μάταια την λάμψη από πατέρα και θείο, σε αυτα τα κακοσκηνοθετημένα Τηλεμάχεια.
Ο Καραμανλής αγχωμένος, λακωνικός και λιγότερο εξωστρεφής, ο Παπανδρέου στοχοπροσηλωμένα αντιπολιτευτικός και στον πρώτο ενικό, καλυτερος ωστόσο απο το 2004. Οι υπόλοιποι: η Παπαρήγα γοητευτικά ουτοπική, ο Καρατζαφέρης στον λαϊκίστικο κόσμο του, ο Παπαθεμελής παρωχημένος και πληκτικός.
Μόνο ο Αλαβάνος ξεχώρισε, με σταθερές ευρωπαϊκές αριστερές θέσεις, άμεσος, ευρηματικότατος και με προτάσεις.

Όταν όμως δεν υπάρχει αλληλεπίδραση, σύγκρουση, κλιμάκωση, «πολυπρισματικοί χαρακτήρες», μοιραία η «αφήγηση» μπατάρει. Η τυπολατρική, άκαμπτη, αποστειρωμένη διαδικασία εξέθετε τις «ραφές» της δομής της, την έκανε προβλέψιμη, όπως και να το δει κανείς, ακόμα και ως τηλεοπτικό προϊόν…

ΥΓ. Η λέξη "πολιτισμός" δεν αναφέρθηκε ουτε μια φορά...

Thursday, September 6, 2007

Nικος Νικολαιδης


Δυο δεκαετίες και κατι έχουν περασει από τη μερα που βγηκα, μαγεμενος απο μια ελληνική ταινία. Λεγοταν "Γλυκια συμμορία" κι ηταν του Νίκου Νικολαίδη που έφυγε χτες.


Ο μοναχικός καβαλλάρης του ελληνικου σινεμά, ήταν από τους λίγους που ηξεραν να φτιαχνουν ταινίες στην Ελλάδα. Εμμονικός φυσικά, όπως κάθε αληθινος καλλιτέχνης. Και φυσικά μόνο ο "Οργισμένος Βαλκάνιος" φτάνει για θυμόμαστε έναν ολοκληρωμένο συγγραφέα.

Saturday, September 1, 2007

Κριτική Λογοτεχνιας και βιβλιοφιλα μπλογκ

Ένα ενδιαφερον ποστ (Ευχαριστω τον καθηγητή Βασιλη Λαμπρόπουλο από το Πανεπιστημιο του Μίσιγκαν που μου το επισήμανε) που μιλα για την κριτικη λογοτεχνιας και το δίκτυο, εγειροντας σημαντικα ζητηματα, που μπρουν να ανοιξουν ενδιαφερουσες συζητησεις. To κομμάτι που μιλά για τα βιβλιοφιλα μπλογκ ειναι, κατα τη γνώμη μου, εξαιρετικά αυστηρό απέναντί τους.

ΥΓ. Είμαι αναγκασμενος να το ποσταρω στα αγγλικα.

Morris Dickstein on the Critical Landscape Today

OVER THE PAST FEW MONTHS, the erosion of space for book reviews directed at general readers has reached critical proportions[...] This suggests that the publication of book reviews for a general audience is in dire straits, largely because newspapers and magazines themselves are under terrific pressure - from the Internet, where much of the advertising has migrated; from corporate owners, whose shareholders expect a better return on investment; and from editors who feel that books have become a specialized taste and book reviews are a marginal form of journalism, little more than free publicity for publishers. They have no such compunction about reviewing movies, since this pays the bills. Adam Shatz, the literary editor of The Nation, writes to me that “we live in an age where people who used to pay attention to book reviews pay more attention to movie reviews. Books are still read and enjoyed, but the pleasure is had at the expense of analysis and criticism, as if the latter somehow robbed us of the fun instead of adding to it. And doubtless there are commercial considerations as well, with Hollywood buying more ad space.” It’s no surprise that money talks, but could it also be that the action has simply moved on?Literary journalism has always been the bastard child of serious criticism and ‘real’ journalism, the hard stuff, you know, about serial killers and five-alarm fires along with local politicians and U. S. Senators. Book review editors often have difficulty convincing their bosses that the news about books is in the books themselves, not in mega-buck contracts, bestseller chitchat, and profiles of famous authors.

Truly conscientious reviewers are not exactly a beloved breed: authors sensitive to criticism detest them, publishers would love to coopt them, and academics rarely respect those who write for a wider public, not for other scholars. Yet book reviewing is where talented young critics often get their start. It encourages them to be generalists, keeping in touch with contemporary writing. It forces them to write quickly and clearly and to put flesh on their arguments, eschewing the abstract jargon of many professionals. And it contributes to a cultural conversation otherwise dominated by hot TV shows, blockbuster movies, and media-manufactured celebrities.

Without such reviews, we’re left with high profile pseudo-events produced by expensive hype and shrewd marketing.Reviews are even more vital to the assimilation of literary works, which can’t depend on topical interest to attract readers. A handful of literary titles do well because their authors are known quantities, as familiar to their admirers as famous actors. But intelligent reviews - and the word-of-mouth that followed - helped build their renown in the first place. With the decline of book reviewing, who will take the measure of the next generations? The term “standards” may seem old-fashioned in our anti-elitist culture. But critical standards are essential not to impose hierarchy but to celebrate genuine craft, imagination, and human interest, or to show where they fall short, even in the work of talented writers. Useful reviewing comes in many guises: rapturous accounts of thrilling new discoveries, interpretive discussions of complex literary careers, and killer reviews targeting inflated reputations. All can serve a worthwhile purpose.We shouldn’t deceive ourselves into thinking that most reviews do this well. Reviewing, like any form of writing, is a demanding craft. Too many reviews consist of banal plot summaries laced with unsupported judgments or opinions.

Stung by uncomprehending reviews, Henry James described literary journalism in 1891 as “a periodicity of platitude and irrelevance,” adding that “it had nothing in common with the art of criticism.” Yet James himself had written a mountain of periodical reviews, and they form an amazing part of his legacy. Even obtuse reviews help build a conversation around the important new publications. Skeptical editors have a point - they do constitute free publicity - but for books that are more literary than commercial - for midlist fiction, for example, or for poetry - this is the only publicity they’re likely to get, since publishers will scarcely advertise them.Luckily, at the higher end of the cultural spectrum, serious book reviewing is somehow holding its own. [...]

LITERARY BLOGS

Some observers, I’m sure, would look to online blogs as a substitute for printed reviews. They might argue that the Internet, though it has undermined many publications, offers a more accessible venue to prospective writers and Web-surfing readers. As far as I can see, a strong case can be made only for online magazines like Slate and Salon or highly selective portals like Arts & Letters Daily, which most resemble the print journals and literary miscellanies on which they’re modeled. These are edited sites, much like print publications but quite unlike the river of complaint, prejudice, and enthusiasm that makes the Internet so egalitarian. Since everyone has political opinions, political blogs have thrived where literary blogs have faltered. The real site of literary comment on the Web is not the blogs - apart from our own blog, The Valve, and the personal blogs of prolific scholars like Michael Bérubé - but the intriguing customer reviews on Amazon, which differ little from the customer reviews of travel destinations, computer software, and home appliances. It’s nice that the Internet is a talk-back medium, with articles dragging long tails: a buzz of reader reactions, however fatuous. But book reviews, to be of any value, demand a trained sensibility and real critical expertise; they need to furnish more than rough-hewn consumer guidance and the colorful peeves of the man in the street.

Though it is built on reading and writing, the Internet is seen as the enemy of literature, digging the grave of the printed book. But just as the computer lent new fluency to the act of writing, the Internet has revolutionized literary research, allowing instant access to vast bodies of information that would have required arduous labor only yesterday. It has amplified the reach of print publications by becoming a prime carrier of the printed word, creating a simultaneous worldwide audience for publications great and small, local and national. But the economic crisis afflicting newspapers and magazines, which has battered literary journalism, shows how the Internet is eating away at it own foundations, the printed sources of so much of its real content. The blog will not make up the difference, at least in its unedited form as a spontaneous effusion, a personal diary in shorthand. As Adam Kirsch has written: “Bitesized commentary, which is all the blog form allows, is next to useless when it comes to talking about books. Literary criticism is only worth having if it at least strives to be literary in its own right, with a scope, complexity, and authority that no blogger I know even wants to achieve."