Κοσμοπολιτισμός η εντοπιότητα; Τι ρόλο παιζει η παράδοση στα έργα της νέων λογοτεχνών μας; Ένα βιβλίο Έλληνα συγγραφέα που διαδραματίζεται ολόκληρο εκτός Ελλάδος προχωρά την τοπική λογοτεχνία; Ένα παλιό δίλημμα παρελθόντων ετών σημερα φωτίζεται εντελώς διαφορετικά.
Πριν από κάτι μηνες διάβασα σε άρθρο του Δημοσθένη Κουρτοβικ, την άποψη πως οι νέοι Έλληνες συγγραφείς μοιάζουν συνειδητά αποσυνδεμένοι από την παράδοση και τις εμπειρίες των προηγούμενων γενεών. Πιστεύει μάλιστα ότι η χειραφέτησή τους αυτή είναι ακόμα πολύ πρόσφατη για να αποτρέψει τις υπερβολές μιας ελευθερίας που βιώνεται κυρίως σαν άρνηση κάθε μορφής επικαθορισμού και επισημαίνει ένα «κενό πραγματικότητας» στη νεότερη Ελληνική λογοτεχνία και ένα έλλειμμα βάρους και βάθους. Ποιος όμως είναι ο λόγος που οδήγησε την νεότερη γενιά των Ελλήνων συγγραφέων στο να «προσπεράσουν» την παράδοση, και γιατί παρατηρείται αυτή η εγγενής άρνηση της συγκεκριμένης γενιάς να «κατηγοριοποιηθεί»;
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου είπε κάποτε πως οι παλαιότεροι ήταν «πρίγκιπες των μισών πραγμάτων», ενώ, σήμερα, τα νέα παιδιά είναι «πριγκιπόπουλα πολύ μικρότερων κλασμάτων». Η νέα γενιά συγγραφέων έζησε εξ αντανακλάσεως τα τελευταία σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας. Τη δεκαετία του 80, οι νεότατοι εκπρόσωποι της εμφανίστηκαν για πρωτη φορά με έναν νεανικό, άμεσο λόγο μιλώντας για τα πράγματα της γενιάς τους. Οι συγγραφείς αυτοί εξέφρασαν την κόπωση από το βαρύ ιστορικό φορτίο που κληρονόμησαν κι ως ένα σημείο φώτισαν τη μεταιχμιακή συνθήκη της εποχής της εμφάνισης τους.
Η ακόμα νεότερη γενια όμως, είχε το προνόμιο(;) να «ανδρωθεί» μέσα από την τεχνολογική επανάσταση, το άνοιγμα των επικοινωνιών και την παγκοσμιοποίηση. Οι συγγραφείς της ταξίδεψαν, έζησαν στο εξωτερικό, διάβασαν ξένη λογοτεχνία πριν ίσως διαβάσουν ελληνική, πρωτοέγραψαν σε υπολογιστή, πλοηγήθηκαν από πολύ μικροί στο δίκτυο. Συγγραφείς μιας γενιάς η οποία, αντίθετα με την προηγούμενη δεν είχε «ορατό εχθρό» (αν και ο «εχθρός» είναι πλέον πανταχού παρών, αόρατος, και το χειρότερο, ενίοτε γοητευτικός), βρέθηκαν απότομα σ’ ένα νέο γενναίο κόσμο όπου οι «ισμοί» έδιναν τη θέση τους στα «τρία w», την εικόνα και την εικονικότητα.
Ό συγγραφέας όμως είναι ένα πλάσμα που διψάει για έμπνευση. Όταν αίφνης ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται στο γραφείο του, ή όταν έχει τη δυνατότητα να πάει o ίδιος να τον συναντήσει, δεν υπάρχει περίπτωση να αγνοήσει την πρόκληση. Πιστεύω πως η όποια απομάκρυνση των νέων συγγραφέων από την «παράδοση», δεν οφείλεται σε μια ανάγκη πατροκτονίας ή απαξίας του παρελθόντος. Ήταν ίσως, το φυσικό αποτέλεσμα μιας απότομης μεγέθυνσης, μιας γιγάντιας εκτίναξης που διακτίνισε το «οικουμενικό» απ’ ευθείας στο γραφείο προς επεξεργασία.
Δίκιο έχει ο Κούρτοβικ όταν λέει ότι οι ιστορικές συνθήκες βοήθησαν τη νέα γενιά ώστε να κάνει αναίμακτα μια κάθετη τομή. Κάθε ουσιαστική ρήξη προϋποθέτει και αιμάτινο αντίτιμο. Από την αλάνα στο συμπαντικό γήπεδο η απόσταση είναι μεγάλη, και μπορεί ενίοτε ο παικτης να παρασυρθεί νομίζοντας πως αυτόματα θα παίξει μεγαλη «μπάλα».
Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι ζούμε σε μια χώρα, οπου η νοσταλγία για τα παλιά είναι σχεδόν γονιδιακή. Ο καημός του Έλληνα είναι να μιλάει για το παρελθόν του. Σε μια εποχή όπου στις δυτικές κοινωνίες (ειδικά στις προτεσταντικές) ζητούμενο είναι η αυτοπραγμάτωση, η ελληνική, που βασίζεται σε συνεκτικές «μαζικές» δομές - οικογένεια, κόμματα, παρέες, ορθοδοξία - είναι φυσικό να αντιδρά σε μια απότομη, ατομοκεντρική «πτήση προς το άγνωστο». Μια «πτήση» που φυσικά ενέχει και όλα τα προβλήματα που αναφύονται όταν ξαφνικά αποκτάς δωρεάν εισιτήριο σε χώρους που άλλοτε φάνταζαν τόσο μακρινοί.
Η Ελληνική λογοτεχνία κάνει τα πρώτα της βήματα ως μια περιφερειακή ευρωπαϊκή λογοτεχνία με τις ποικίλες φυσικά ιδιαιτερότητες της. Η κατά τη γνώμη μου υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων Ελλήνων συγγραφέων πρέπει πλέον να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις «οικουμενικές» συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της με την ιδιαιτερότητα του τόπου στον οποίο αναπτύχθηκε.
Thursday, October 25, 2007
Wednesday, October 17, 2007
Σωτήρης Δημητρίου: Lettres Europeennes
Ιστορικά, το ελληνικό διήγημα αφού κατέφυγε πρώτα στην επαρχία, όπου μας έδωσε μερικά εξαιρετικά κείμενα, σταδιακά, εδώ και μισό αιώνα άρχισε να επιστρέφει στην Αθήνα. Αρκετοί δε συγγραφείς που ήρθαν στην πρωτεύουσα από επαρχιακές πόλεις και χωριά, ξεχώρισαν από τους συναδέλφους τους του άστεως για την ουσιαστικότερη σχέση που είχαν με τον λόγο αλλά και με την δυνατότητά τους για κατάδυση στο βάθος των πραγμάτων.
Κορυφαίος ανάμεσά τους ο Σωτήρης Δημητρίου, ο οποίος γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας και μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα. Ο συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1987, με τη συλλογή διηγημάτων «Ντιαλίθ’ ιμ Χρηστάκη» και σχεδόν αμέσως κατέκτησε μια εντελώς ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε κάθε του παράγραφο ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την «πραγματική ζωή», σε μια εποχή, κατά την οποία στην Ελλάδα κυριαρχεί ένα μυθιστόρημα που κρυφοκοιτάζει εκτός των συνόρων, βασισμένο σε ευφάνταστες πλοκές και σε ξένες επιρροές. Ο Δημητρίου, μακριά από τα άγχη του συρμού της μαζικής λογοτεχνίας και τους κομφορμισμούς του μοντερνισμού, συνεχίζει την αφήγηση των μεγάλων προπολεμικών ελλήνων πεζογράφων, χωρίς ποτέ να ξεχνά την εποχή του, παράγοντας ένα εντελώς ιδιοσυγκρασιακό έργο της ελληνικής γραμματείας.Γνωστός κυρίως από τις συλλογές διηγημάτων του: «Ντιαλίθ’ ιμ Χρηστάκη» (1987) «Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη» (1989) «Η φλέβα του λαιμού» (1998), «Η βραδυπορία του καλού»(2001) με στάση στο μυθιστόρημα «Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου» (1993) και το αφήγημα «Τους τα λέει ο Θεός» (2002), ο συγγραφέας ξεχωρίζει από τους ομότεχνούς τους για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η λιτή του έκφραση η οποία εδράζεται επιτυχώς σε λέξεις - απόηχους παλιών τόπων και διαλέκτους της υπαίθρου, ενώ είναι πλούσια από ιδιωματισμούς της ιδιαίτερης πατρίδας του. Οι διάλογοι είναι κοφτοί και άμεσοι, η γλώσσα συνειρμική, διάστικτη από λόγιες εκφράσεις. Η άλλη ειδοποιός διαφορά του, είναι η ειδική θεματολογία του, η οποία εστιάζει στους «απόκληρους» της κοινωνίας, στους «μη προνομιούχους» της ζωής σε μια εποχή όπου το αστικό μυθιστόρημα αναλώνεται κυρίως στην λαμπερή πλευρά του φάσματος.
Οι ήρωες του Δημητρίου ζουν και κινούνται κάτω από την επιφάνεια της οργανωμένης αστική ζωής, συνεπώς πολύ εγγύτερα στις τεκτονικές πλάκες της ύπαρξης. Εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες, προσφυγόπουλα, άνθρωποι της οδύνης, μεταναστεύουν κυριολεκτικά και συμβολικά, κρατώντας μυστικό το διαβατήριο της ζωής τους. Ξεριζωμένοι υπάλληλοι του δήμου, ταπεινοί άνθρωποι των σκουπιδιών, ηττημένοι του έρωτα, ανέστιοι, εξόριστοι της στιλπνής καθημερινότητας, περιπλανώμενοι, λοξοί - συνιστούν μια υποφωτισμένη ανθρώπινη πανίδα που απλώνεται στις σελίδες με τις μικρές - μεγάλες ιστορίες της. Ο συγγραφέας παρακολουθεί με τρυφερότητα τα κρυφά, ανομολόγητα πάθη των ηρώων του, χωρίς ποτέ να εκπίπτει στον μελοδραματισμό. Μέσα από την αναμόχλευση του ψυχολογικού βάθους των χαρακτήρων, επιχειρεί να ανασύρει στην επιφάνεια εκείνες τις ανθρώπινες ουσίες που υπερβαίνουν το ιστορικό και κοινωνικό στίγμα των φορέων τους και μετατρέπονται σε ακέραια ανθρώπινα μεγέθη. Η λογοτεχνία του Σωτήρη Δημητρίου τιμά τον πλούτο της φτώχιας, δίχως να υπερβάλλει και δίχως να τον στολίζει με ρητορικά φτιασίδια. Με λιγοστά, απλά μέσα κατορθώνει να ανασκάψει δυσπρόσιτα και δυσερμήνευτα ψυχικά τοπία. Τα διηγήματα του συνήθως είναι εκκρεμή, ανοιχτά στην αμφισημία και δεν καταλήγουν σε μια κλασική κάθαρση, αφήνοντας έτσι στον αναγνώστη την ερμηνεία των πολλαπλών υπαινιγμών που τα διακρίνει. Υπάρχει στον Δημητρίου μια στρατηγική σιωπής, όπου ο συγγραφέας δείχνει χωρίς να λέει, εμπλουτίζοντας τους ακραίους ήρωες του με ένα δραματικό βάθος πρωτόγνωρο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Λίγα στη γραφή του εξαρτώνται από τους διαλόγους. Ο συγγραφέας εστιάζει στις πράξεις: αθόρυβες, υποτονικές, ή υπόγειες, φωτίζουν κομμάτια της ψυχής, μέσα από ένα σοφά επεξεργασμένο συγγραφικό κιαροσκούρο. Στα κείμενα του υπάρχει συνήθως ένας τρόπον τινά «μη ισορροπημένος» ερωτισμός γεμάτος ανομολόγητα πάθη.
Συνολικά το έργο του είναι ένα «work in progress», μια προσπάθεια τοιχογραφίας της «εκτός των τοιχών» κοινωνικής πραγματικότητας, σε μια εποχή που η Αθήνα μετατρέπεται σε πολυπολιτισμική μητρόπολη και η Ελλάδα σε χώρα κλειδί της Νοτιανατολικής Ευρώπης.Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στον Δημητρίου μια έλλειψη μετατόπισης στη θεματολογία του και μια εμμονή στο ίδιο ανθρωπομορφικό φόντο, αν δεν ερχόταν το τελευταίο του «αφήγημα», «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2005) να ανατρέψει αυτή την αίσθηση. Πρόκειται για ένα ξεδίπλωμα αισθημάτων, συλλογισμών και παρατηρήσεων που εγκαινιάζει θα λέγαμε μια πρωτότυπη φόρμα, που δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε διήγημα, αλλά ένα κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας υποδέχεται τον αναγνώστη στο εργαστήριο της γραφής του και μοιράζεται μαζί του μύχιες σκέψεις, διατηρώντας ωστόσο ακέραιο το αφηγηματικό του κύρος.
Κείμενο για τον Σ.Δ που δημοσιευται στην τελευταια εκδοση του "Λογοτεχνικου κανόνα" Lettres Europeennes. Επιμέλεια Α.Σ.
Κορυφαίος ανάμεσά τους ο Σωτήρης Δημητρίου, ο οποίος γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας και μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα. Ο συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1987, με τη συλλογή διηγημάτων «Ντιαλίθ’ ιμ Χρηστάκη» και σχεδόν αμέσως κατέκτησε μια εντελώς ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε κάθε του παράγραφο ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την «πραγματική ζωή», σε μια εποχή, κατά την οποία στην Ελλάδα κυριαρχεί ένα μυθιστόρημα που κρυφοκοιτάζει εκτός των συνόρων, βασισμένο σε ευφάνταστες πλοκές και σε ξένες επιρροές. Ο Δημητρίου, μακριά από τα άγχη του συρμού της μαζικής λογοτεχνίας και τους κομφορμισμούς του μοντερνισμού, συνεχίζει την αφήγηση των μεγάλων προπολεμικών ελλήνων πεζογράφων, χωρίς ποτέ να ξεχνά την εποχή του, παράγοντας ένα εντελώς ιδιοσυγκρασιακό έργο της ελληνικής γραμματείας.Γνωστός κυρίως από τις συλλογές διηγημάτων του: «Ντιαλίθ’ ιμ Χρηστάκη» (1987) «Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη» (1989) «Η φλέβα του λαιμού» (1998), «Η βραδυπορία του καλού»(2001) με στάση στο μυθιστόρημα «Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου» (1993) και το αφήγημα «Τους τα λέει ο Θεός» (2002), ο συγγραφέας ξεχωρίζει από τους ομότεχνούς τους για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η λιτή του έκφραση η οποία εδράζεται επιτυχώς σε λέξεις - απόηχους παλιών τόπων και διαλέκτους της υπαίθρου, ενώ είναι πλούσια από ιδιωματισμούς της ιδιαίτερης πατρίδας του. Οι διάλογοι είναι κοφτοί και άμεσοι, η γλώσσα συνειρμική, διάστικτη από λόγιες εκφράσεις. Η άλλη ειδοποιός διαφορά του, είναι η ειδική θεματολογία του, η οποία εστιάζει στους «απόκληρους» της κοινωνίας, στους «μη προνομιούχους» της ζωής σε μια εποχή όπου το αστικό μυθιστόρημα αναλώνεται κυρίως στην λαμπερή πλευρά του φάσματος.
Οι ήρωες του Δημητρίου ζουν και κινούνται κάτω από την επιφάνεια της οργανωμένης αστική ζωής, συνεπώς πολύ εγγύτερα στις τεκτονικές πλάκες της ύπαρξης. Εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες, προσφυγόπουλα, άνθρωποι της οδύνης, μεταναστεύουν κυριολεκτικά και συμβολικά, κρατώντας μυστικό το διαβατήριο της ζωής τους. Ξεριζωμένοι υπάλληλοι του δήμου, ταπεινοί άνθρωποι των σκουπιδιών, ηττημένοι του έρωτα, ανέστιοι, εξόριστοι της στιλπνής καθημερινότητας, περιπλανώμενοι, λοξοί - συνιστούν μια υποφωτισμένη ανθρώπινη πανίδα που απλώνεται στις σελίδες με τις μικρές - μεγάλες ιστορίες της. Ο συγγραφέας παρακολουθεί με τρυφερότητα τα κρυφά, ανομολόγητα πάθη των ηρώων του, χωρίς ποτέ να εκπίπτει στον μελοδραματισμό. Μέσα από την αναμόχλευση του ψυχολογικού βάθους των χαρακτήρων, επιχειρεί να ανασύρει στην επιφάνεια εκείνες τις ανθρώπινες ουσίες που υπερβαίνουν το ιστορικό και κοινωνικό στίγμα των φορέων τους και μετατρέπονται σε ακέραια ανθρώπινα μεγέθη. Η λογοτεχνία του Σωτήρη Δημητρίου τιμά τον πλούτο της φτώχιας, δίχως να υπερβάλλει και δίχως να τον στολίζει με ρητορικά φτιασίδια. Με λιγοστά, απλά μέσα κατορθώνει να ανασκάψει δυσπρόσιτα και δυσερμήνευτα ψυχικά τοπία. Τα διηγήματα του συνήθως είναι εκκρεμή, ανοιχτά στην αμφισημία και δεν καταλήγουν σε μια κλασική κάθαρση, αφήνοντας έτσι στον αναγνώστη την ερμηνεία των πολλαπλών υπαινιγμών που τα διακρίνει. Υπάρχει στον Δημητρίου μια στρατηγική σιωπής, όπου ο συγγραφέας δείχνει χωρίς να λέει, εμπλουτίζοντας τους ακραίους ήρωες του με ένα δραματικό βάθος πρωτόγνωρο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Λίγα στη γραφή του εξαρτώνται από τους διαλόγους. Ο συγγραφέας εστιάζει στις πράξεις: αθόρυβες, υποτονικές, ή υπόγειες, φωτίζουν κομμάτια της ψυχής, μέσα από ένα σοφά επεξεργασμένο συγγραφικό κιαροσκούρο. Στα κείμενα του υπάρχει συνήθως ένας τρόπον τινά «μη ισορροπημένος» ερωτισμός γεμάτος ανομολόγητα πάθη.
Συνολικά το έργο του είναι ένα «work in progress», μια προσπάθεια τοιχογραφίας της «εκτός των τοιχών» κοινωνικής πραγματικότητας, σε μια εποχή που η Αθήνα μετατρέπεται σε πολυπολιτισμική μητρόπολη και η Ελλάδα σε χώρα κλειδί της Νοτιανατολικής Ευρώπης.Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στον Δημητρίου μια έλλειψη μετατόπισης στη θεματολογία του και μια εμμονή στο ίδιο ανθρωπομορφικό φόντο, αν δεν ερχόταν το τελευταίο του «αφήγημα», «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2005) να ανατρέψει αυτή την αίσθηση. Πρόκειται για ένα ξεδίπλωμα αισθημάτων, συλλογισμών και παρατηρήσεων που εγκαινιάζει θα λέγαμε μια πρωτότυπη φόρμα, που δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε διήγημα, αλλά ένα κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας υποδέχεται τον αναγνώστη στο εργαστήριο της γραφής του και μοιράζεται μαζί του μύχιες σκέψεις, διατηρώντας ωστόσο ακέραιο το αφηγηματικό του κύρος.
Κείμενο για τον Σ.Δ που δημοσιευται στην τελευταια εκδοση του "Λογοτεχνικου κανόνα" Lettres Europeennes. Επιμέλεια Α.Σ.
The rise of the literary blog/ Guardian
Even now it is with reluctance that I would refer to myself as a blogger. The stereotype of an over-opinionated and under-qualified dilettante remains too powerful, even for someone like myself who is less likely to subscribe to it and indeed knows better. However, there is now no denying it as, other than the words you're reading, I've just been outed by a new book on the very subject. Which in itself might seem somewhat ludicrous - a book on litblogs?
I was previously acquainted with Marion Boyars as the Transatlantic publisher of Georges Bataille and Hubert Selby, Jr, as well as a rather haphazard account of "DIY culture" they put out a few years back. But their new Bookaholics' Guide to Book Blogs goes some considerable way towards explaining the rise of this particular field of blogging (books on blogging in general having now reached market saturation point).
Authors Rebecca Gillieron and Catheryn Kilgarriff (who also doubled up as publisher and publicist at Marion Boyars) have assembled a title which is:
"meant to capture this moment ... a book blog keepsake, when book blogs are exploding across the web ... in it we talk about the ones who are good, who should be sought out, communicated with and encouraged."
The book probes the motivation of book bloggers and ponders whether the medium naturally lends itself to the discussion of literature, particularly when compared to the political debate with which the blogosphere has become associated. Given the relatively recent advent of the book blog, it might be deemed somewhat premature to attempt to assess its general impact, and the authors' claims will no doubt be regarded as over-egged by those who remain sceptical of blogging's merits. However, the book serves as a useful and considered defence of book blogging, which has started to influence the marketing plans of most serious publishers today (Penguin has begun to court bloggers quite assiduously of late, for instance, while Snowbooks and Friday Books each have their own blogs).
Book blogging has long been singled out as a vituperative, amateurish activity - for example, Rachel Cooke demanded in The Observer to be spared from "these latter-day Pooters". In doing so, Cooke compared the "measured, rather than spewed out" criticism of Nick Hornby ("a good critic, and an experienced one") to the amateurs she had found online, concluding that paid criticism trumped blogging because critics "can write".
Many readers and writers disagree, however, and one of the most appealing aspects of Gillieron and Kilgariff's book is the amount of space devoted to the rise of British litblogs, as opposed to the more widely publicised book bloggers of the Unites States. Relatively obscure Brutalist blogs get their own sub-chapters, as do the likes of the somewhat grander n+1 (which once attacked blogs thus: "Imagine a grandfather clock that strikes at random intervals. You can't tell time by it and yet you begin to live in constant anticipation of the next random chime"). However, it was Steve Almond's 2005 piece for salon.com, "The blogger who loathed me", that really marked the arrival of litblogs. Denouncing blogging as "a kind of Ponzi scheme in which the object is attention, and the shared illusion is one of relevance", Almond laid in to a number of prominent US litbloggers, countering their emergence with the claim that "Reading them often becomes a legitimized form of scandal mongering. (It's a lot easier to read about Philip Roth's angry ex-wife than it is to read one of his books.)" While I am inclined to sympathise with his argument, however, I couldn't help but smile to note that in 2007, Steve Almond himself joined the blogosphere. Perhaps the lure of the literary blog is simply too hard to resist?
I was previously acquainted with Marion Boyars as the Transatlantic publisher of Georges Bataille and Hubert Selby, Jr, as well as a rather haphazard account of "DIY culture" they put out a few years back. But their new Bookaholics' Guide to Book Blogs goes some considerable way towards explaining the rise of this particular field of blogging (books on blogging in general having now reached market saturation point).
Authors Rebecca Gillieron and Catheryn Kilgarriff (who also doubled up as publisher and publicist at Marion Boyars) have assembled a title which is:
"meant to capture this moment ... a book blog keepsake, when book blogs are exploding across the web ... in it we talk about the ones who are good, who should be sought out, communicated with and encouraged."
The book probes the motivation of book bloggers and ponders whether the medium naturally lends itself to the discussion of literature, particularly when compared to the political debate with which the blogosphere has become associated. Given the relatively recent advent of the book blog, it might be deemed somewhat premature to attempt to assess its general impact, and the authors' claims will no doubt be regarded as over-egged by those who remain sceptical of blogging's merits. However, the book serves as a useful and considered defence of book blogging, which has started to influence the marketing plans of most serious publishers today (Penguin has begun to court bloggers quite assiduously of late, for instance, while Snowbooks and Friday Books each have their own blogs).
Book blogging has long been singled out as a vituperative, amateurish activity - for example, Rachel Cooke demanded in The Observer to be spared from "these latter-day Pooters". In doing so, Cooke compared the "measured, rather than spewed out" criticism of Nick Hornby ("a good critic, and an experienced one") to the amateurs she had found online, concluding that paid criticism trumped blogging because critics "can write".
Many readers and writers disagree, however, and one of the most appealing aspects of Gillieron and Kilgariff's book is the amount of space devoted to the rise of British litblogs, as opposed to the more widely publicised book bloggers of the Unites States. Relatively obscure Brutalist blogs get their own sub-chapters, as do the likes of the somewhat grander n+1 (which once attacked blogs thus: "Imagine a grandfather clock that strikes at random intervals. You can't tell time by it and yet you begin to live in constant anticipation of the next random chime"). However, it was Steve Almond's 2005 piece for salon.com, "The blogger who loathed me", that really marked the arrival of litblogs. Denouncing blogging as "a kind of Ponzi scheme in which the object is attention, and the shared illusion is one of relevance", Almond laid in to a number of prominent US litbloggers, countering their emergence with the claim that "Reading them often becomes a legitimized form of scandal mongering. (It's a lot easier to read about Philip Roth's angry ex-wife than it is to read one of his books.)" While I am inclined to sympathise with his argument, however, I couldn't help but smile to note that in 2007, Steve Almond himself joined the blogosphere. Perhaps the lure of the literary blog is simply too hard to resist?
Thursday, October 11, 2007
Wednesday, October 10, 2007
Πράγα Οκτωβριος 07
Έτσι, ξένος σε μια μεσαιωνική γέφυρα γεμάτη ξένους. Ένας εσμός Γιαπωνέζων πλησιάζει. Οι γυναίκες με αρχαίο φως στο βλέμμα απλώνουν τις παλάμες στο άγαλμα του Αγίου Ιωάννη του Νέπομουκ. Το έχουν πλέον στιλβώσει μια κι αυτό το ευγενές σπορ γίνεται επί αιώνες - οι άνθρωποι τον αγγίζουν για να τους φέρει τύχη. Πίσω στο Τόκιο θα την χρειαστούν.
Εδώ, μουσικοι τζαζ στη γεφυρα του Καρολου
Μη δείτε την Πράγα ρεαλιστικά. θα χάσετε τη μισή μαγεία. Όλο το παιχνίδι εδώ πέρα παίζεται στο βλέμμα, στο «πως» της ματιάς.
Κοιτάζω ψηλά, ο ουρανός συννεφιασμένος. Λέει κάπου ο Κάφκα «Κι όσο για σένα Πλατεία της Παλιάς Πόλης ποτέ δεν υπήρξες αληθινή».
Η Πλατεία της Παλις Πόλης απο το Αστρονομικό ρολόι
Μουσειο του Κομμουνισμού (Δίπλα στο Καζίνο) Τίτλος έκθεσης: ‘Κομμουνισμός: Το Όνειρο, η Πραγματικότητα και ο Εφιάλτης»...
Υγ. ευχαριστω τη citronella που μου ποδειξε να σνυσω τα temp.files
Saturday, October 6, 2007
praga
praga oktobrios 2007, xorevontas me ton frank ghery. To legomeno "fancing building" stis oxthes tou moldava.
Subscribe to:
Posts (Atom)