Καποιες σκεψεις μου για την διαδικασια της συγγραφης (πεζό και ποιηση) ως απαντησεις σε ερευνα φιλης φιλολόγου το 2003.
Αμοντάριστα πλάνα
Όταν λέω ότι το εικονοστάσιο της ποίησης μεγεθύνθηκε εννοώ, ότι η εκκίνηση-φορέας [αλλά και αποτέλεσμα] του ποιητικού λόγου, η στιγμιαία μεταφυσική, κατά την σκέψη του Μπασελαρ, υπέστη μία μεταμόρφωση η οποία εξισώνεται με τη γένεση ενός άλλου - δεν λέω ανεπτυγμένου τόσο, όσο διαφοροποιημένου - λόγου. Οι ψηφίδες που αποτελούν τα κομμάτια της - καθώς κάθε στιγμή, ακόμα και το αστραπιαίο, μπορεί να κατατμηθεί, αλλιώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε την αιωνιότητα - απέκτησαν την αυτονομία τους, «ξεκόλλησαν» από το αυτοτελές πυρηνικό ποιητικό σώμα και εξακοντίσθηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Ακολουθώντας ένα παράδειγμα από την επιστήμη της φυσικής , θα λέγαμε πως ο πυρήνας - ποιητικός λόγος(σκέψη) υπέστη μία σχάση. Ποιο είναι ωστόσο το επακόλουθο; Τα κομμάτια αυτά του υπερακοντισμένου ποιητικού υλικού, χάνονται στο χώρο, χωρίς κατ αρχήν καμία συνδετική δύναμη να τα συγκρατεί. Μιλάμε δηλαδή για ένα δευτερογενές χάος - πρωτογενές είναι το ασύλληπτο» που ήδη κατοικεί στην σκέψη του ποιητή σε με κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με το εγώ του - αποτελούμενο από κατακερματισμένες ψηφίδες μιας «εικονοποιίας» που έχει αρχικά καταστραφεί. Το χάος αυτό ωστόσο δημιουργεί στο μυαλό τους συγγραφέα ξανά ένα είδος συγκίνησης, διαφορετικής υφής από εκείνη που τον οδηγεί στη σύνθεση ενός ποιήματος.
Η στιγμή είναι κρίσιμη. Η «στάμνα» της ποιοτικής έμπνευσης έχει εκραγεί. ¨ότι έχει απομείνει είναι πια δύσκολο να γίνει ποίημα, οι δεσμοί που συγκρατούν αυτό το πολύτιμο σώμα έχουν ήδη διαρραγεί, έχει τρόπον τινά αποκρυσταλλοποιηθεί. Έτσι λοιπόν κομμάτια και θρύψαλα μιας άγνωστης «ασύνδετης» πηγής συγκίνησης αιωρούνται σε ένα τοπίο πέρα από το συνειδητό. Ωστόσο το νερό της σταμνάς δεν κατευθύνεται προς τον ουρανό αλλά χύνεται ενδοστρεφώς προς τη «γη», προς το «καταγωγικό του σώμα», και επιστρέφει στον συγγραφέα. Εκείνος τότε ενισχύεται, φορτίζεται με μία ενέργεια που δεν μοιάζει τόσο με την εκκένωση που προκαλεί ένα ποίημα αλλά με ένα «μούδιασμα». Πρέπει αν ανταποκριθεί. Η πρόκληση είναι εδώ, διασπασμένη αλλά υπαρκτή.
Έτσι περνάει στη δεύτερη φάση στην οποία τα αιωρούμενα σωματίδια ποιητικής συγκίνησης αρχίζουν και αποκτούν μία ελάχιστη, κατά αρχήν,. τιμή χημικής συγγένειας. Είναι το σημείο όπου ο συγγραφέας , υποσυνείδητα, συνειρμικά , μαγικά σχεδόν, δημιουργεί τις εκλεκτικές συγγένειες του χαοτικού υλικού του. Αντιφατικά ζεύγη εμφανίζονται και παρασύρουν στο διάβα τους ουρές από μνήμες, ξεχασμένα επεισόδια και πάσης φύσεως υλικό που αντλεί ο δημιουργός από το εσωτερικό του οπλοστάσιο. Είναι λοιπόν ακριβώς αυτό το νερό της σταμνάς το οποίο έρχεται και κυλά παράλληλα με το «νερό της δημιουργίας» το αίμα , τις μνήμες που προϋπάρχουν. Αυτό το νερό, που έχει εκλυθεί από την «ποιητική» του φύση θα αποτελέσει την συγκολλητική ουσία που θα ενώσει τα θραύσματα , έτσι ώστε να αρχίζει να δημιουργείται η ανάγκη μίας τάξης σε αυτό το φαινομενικό χάος. Κάθε φορά που ένα εξακοντισμένο μόριο, πλησιάζει «φλερτάρει» με ένα άλλο η συγκολλητική ουσία, - αυτή η αλοιφή που είναι κατασκευασμένη από μνήμες, εγρήγορση (αφάνταστα σημαντικό - ο ρυθμός της συγκόλλησης πρέπει να ανταποκρίνεται στην ταχύτητα των ποιητικών θραυσμάτων)και συγκίνηση, τρέχει σαν αντίσωμα και περικυκλώνει τα δυο τμήματα, με τελικό στόχο την συγκόλληση τους. Έτσι οδηγούμαστε σε μία αλυσιδωτή αντίδραση , η οποία σταδιακά επιφέρει την ανασυγκόλληση του διασπασμένου ποιητικού τοπίου, μια ανασυγκόλληση σε εντελώς διαφορετική διάσταση, σε εντελώς διαφορετικά μεγέθη (όχι μεγαλύτερα η μικρότερα- διαφορετικά) και σε εντελώς διαφορετική «υφή», η οποία καταλήγει σε μία συνεκτική σύνθεση, σε ένα νέο τόπο, σε ένα νέο σώμα. Η έκρηξη της ποιητικής στιγμής απλώνεται μεσώ του κατακερματισμού σε διάρκεια, η έκκριση της ενέργειας της δημιουργεί στον «τόπο της δημιουργίας» [βλέπε: στο νου του συγγραφέα] μια νέα χλωρίδα με αποτέλεσμα κάποια τμήματα του ποιητικού υλικού που πίπτουν εκεί να βλασταίνουν και να καλλιεργούνται σταδιακά σε αυτό το νέο υπέδαφος, ενώ ταυτόχρονα εκείνα που αιωρούνται συγκολλούνται και δημιουργούν ένα νέο σώμα, που σταδιακά βρίσκει την τροχιά του και κινείται γύρω από την πηγή που το δημιούργησε. Η πορεία του νέου αυτού σώματος είναι η αφήγηση, η χλωρίδα είναι το εργαστήριο, ο τόπος συγκίνησης του συγγραφέα [που διαρκώς μπολιάζεται με νέα πίπτοντα θραύσματα] και το σύστημα και των δυο είναι η σημείο εκκινήσεις του είδους αυτού που προσωπικά θεωρώ μυθιστόρημα.
Η συνθετικη διαδικασία και η πράξη της γραφης
Η συνθετική διαδικασία που ακολουθώ προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι μπορεί να συγκροτηθεί ως ένα ενιαίο σχέδιο, ένα πλάνο, τουλάχιστον στην φάση της σύλληψης. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία η οποία εκκινεί όπως είναι φυσικό με το ερέθισμα. Το ερέθισμα όπως εξήγησα και παραπάνω συνήθως είναι ποιητικής καταγωγής, με την έννοια μιας λοξής διαφορετικής ματιάς πάνω σε εάν θέμα που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει κλειστό και περιχαρακωμένο. Για να γίνω πιο κατανοητός θα μιλήσω ξεχωριστά για ποίηση και πεζό. Στην ποίηση σε πρώτη φάση το ερέθισμα είναι ένα σύνθετο μάγμα που αποτελείται από εικόνα, λόγο και νόημα. Τα τρία είναι συνεκτικά δεμένα μεταξύ τους ώστε να μην διαχωρίζονται. Για να καταλήξει αυτό το ερέθισμα σε λόγια στο χαρτί, ακολουθείται μία - ασυνείδητη σε πρώτη φάση - προσπάθεια αποκόλλησης. Η πρώτη φάσης της είναι ο διαχωρισμός του ζεύγους εικόνα - λόγος νόημα με τα δυο τελευταία να λειτουργούν ακόμα συζευκτικά. κατ αυτό τον τρόπο υπάρχει ένα εντός και ένα έναντι. Έναντι είναι η εικόνα και εντός ο ουσιώδης λόγος , ο καίριος, ο ανερμήνευτος λόγος, που είναι ακόμα γαζωμένος γερά στο νόημα. Ένας λόγος που φύεται από την καρδιά του νοήματος θα λέγαμε. ταυτόχρονα αυτό το ζεύγος λόγος νόημα υπακούει σε έναν ιδιόρρυθμο βιολογικό χρόνο, που δεν είναι ο δικό μου, του συγγραφέα, αλλά του ίδιου του μάγματος. Η δεύτερη , και πιο δύσκολη φάση είναι η προσπάθεια να αποκολληθεί από το ζεύγος λόγος νόημα, ο ποιητικός λόγος. Αυτή είναι μια πιο ενσυνείδητη - αν κι αυτή όχι απόλυτα - διαδικασία. υπάρχουν φορές που ο λόγος είναι τόσο στέρεα συγκολλημένος με το νόημα που αρνείται να το εγκαταλείψει και να αφεθεί να στάξει στο χαρτί. Εκείνες φυσικά είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες, και όταν επιτυγχάνονται, τότε, κατά την γνώμη μου, προκύπτει η αληθινή ποίηση. Η πράξη της ποιητική γραφής είναι μία διαρκής ταλάντευση , μία σχοινοβασία στις παρυφές του νοήματος προσπαθώντας ο ποιητής αν αποκολλήσει την εξωτερική του φλούδα που είναι ο λόγος. Γι αυτό κι όταν τελειώνει ένα ποίημα νιώθω μία αίσθηση φρεσκάδας σαν να έχει ξεφλουδίσει από πάνω μια στρώση δέρματος γεμάτη χρόνο, πείρα και κούραση, για να δώσει τη θέση της σε μια νέα που με τη σειρά της θα συσσωρεύσει κι αυτή έναν όγκο χρόνου μέχρι να περάσει στην φάση αποκόλλησης με τον φόβο να ακουστεί αστείο, η ποίηση για μένα είναι ένα είδος ψυχικού peeling.
Tώρα στο μυθιστόρημα τα πράγματα είναι κάπως αλλιώς. Εκεί έχουμε να κάνουμε με μία διαρκή γυμναστική του πνεύματος, με μία συμβίωση με το πρόβλημα, μια και παρεμβάλλεται αυτό που λέμε ιστορία και οι φορείς της, ο κινητοποιός μηχανισμός της, οι ήρωες. Το θέμα που με απασχολεί στην πράξη της μυθιστορηματικής γραφής είναι η προφορικότητα του κειμένου., ξέρω ότι ένα κείμενο είναι τελειωμένο από τη στιγμή που μιλιέται, από τη στιγμή που το διαβάζω και «κάθεται». Στο μυθιστόρημα έχω μέσα μου μια ιστορεί που πρέπει να ειπωθεί. Υπάρχει μια δομή, υπάρχουν κανόνες, μερικές φορές και πολλοί αυστηροί. Συνειδητά τα πεζά μου κείμενα υπακούουν σε ένα πλέγμα κανόνων, αρκετοί από τους οποίους είναι αόρατοι. Για να το πως καλύτερα η πρόθεση είναι τα κείμενα να είναι παλίμψηστα, να διαβάζονται σαν ρωσικές κούκλες. Υπάρχει το πρώτο επίπεδο, η πλοκή και οι εμφανείς τις κώδικες, κι από κάτω αρχίζουν και εξυφαίνονται εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ προσώπων μερών κειμένου, υπο ιστοριών , που δημιουργούν ένα πλέγμα το οποίο κάποια στιγμή χάνεται κάτω από το έδαφος της ανάγνωσης. Εκεί περιμένω τον αναγνώστη που θα μπει στο κόπο να εξορύξει το στρώμα αυτό, θα πάει πέρα από την επιχωμάτωση και θα ανακαλύψει τις τυχόν διαπλοκές και σχέσεις που δημιουργούνται υπόγεια. Πολλοί δεν θα το κάνουν, ωστόσο το κείμενο οφείλει να μεριμνά για την περίπτωση που το κάνουν. Έτσι νιώθω ότι η ιστορία δένεται, αποκτά βαθύτερες ρίζες και μπορεί να λειτουργήσει σε περισσότερα του ενός επίπεδα.
Monday, February 18, 2008
Σημειώσεις για τη γραφή
Sunday, February 17, 2008
Wednesday, February 6, 2008
I m not there
Πολύ καιρό είχα να βγω από το σινεμά με την αίσθηση που είχα πριν από είκοσι χρόνια ύστερα από μια ταινία του Γκονταρ, του Aντονιόνι ή του Φελίνι. Μου συνέβη στην αβαν πρεμιέρ του I am not there, της ταινίας του Todd Haynes για τον Μπομπ Ντίλαν.
Πρόκειται για ένα έργο που θα διχάσει ακόμα και τους φαν του μεγάλου τραγουδιστή. Ένα φιλμ το οποίο δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό και το οποίο ισως δημιουργήσει προβλήματα κατανόησης σε κάποιον που δεν γνωρίζει εν λεπτομέρεια τη ζωή και το έργο του Ντίλαν. Για κάποιον όμως που εχει μεγαλώσει ΜΕ τον Ντίλαν, με την γαλλική νουβελ βαγκ και με τους μεγάλους Ιταλούς σκηνοθέτες, το φιλμ είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι, η με διαφορά καλύτερη ταινία της χρονιάς μαζί με εκείνη των αδελφών Κοεν που επίσης έχω δει και θαυμάσει.
Ο υπότιτλος θα έπρεπε να έχει είναι Bringing it all back home μια και το έργο τελειώνει με τον «Ντίλαν» και τις έξι περσόνες του συμπυκνωμενες να αντιμετωπίζουν τους δαίμονες τους (του).
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο μουσικός ενέκρινε το σενάριο. Φυσικά δεν εχει καμιά σχέση με τις κινηματογραφικές βιογραφίες γνωστών θρύλων όπως του Τζονι Κας η του Τσαρλι Παρκερ.
Ο λάτρης του Ντιλαν αλλα και του σινεμα θα βρει σε κάθε καρέ δεκάδες αναφορές στη ζωή του μουσικού συνυφασμένες μ ένα μοναδικό τρόπο. Το φιλμ εχει πολλά σουρεαλιστικά στοιχειά αλλα και μία εσωτερική λογική που σπάει κοκάλα. Η αγαπημένη φράση «ΚΑΙ Άλγεβρα ΚΑΙ Φωτιά» βρίσκει εδώ το κινηματογραφικό της αντίστοιχο. Μια ταινία ωστόσο που προϋποθέτει συμμετοχή και προσοχή, ο θεατής, για να απολαύσει πρέπει να αποποηθεί τον τιτλο he has to be constantly there, να είναι διαρκώς ΕΚΕΙ.
Όσο για τις έξι περσόνες που ζητούν κινηματογραφιστή, εδώ βρίσκεται όλη η μαγεία του Haynes. Πήρε ένα τεράστιο ρίσκο και βρήκε νικητής και τροπαιούχος. Το ένα πρόσωπο χωνεύεται αριστουργηματικά στο άλλο, με την μικρή ισως εξαιρεση του Αρθουρ.
Μια ταινία που μοιάζει με το καλύτερο τραγούδι του Ντιλαν. Ποιο είναι; Διαλέγετε και παίρνετε.
ΥΓ Η «αλα 8 ½» σκηνή με την Κειτ Μπλανσετ στον κήπο είναι ένα από τα ομορφότερα πραγματα πού έχω δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά.
Subscribe to:
Posts (Atom)