Friday, April 25, 2008

Βίλα Κομπρέ


Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΙΛΑ ΚΟΜΠΡΕ

Το βιβλίο αυτό άρχισε κάπως περίεργα. Από μια εμμονή… για κάτι άλλο. Η εμμονή μου είχε να κανει με το θέμα της εκδίκησης. Όχι δεν είμαι ούτε εκδικητικός τύπος, ούτε κάποιος μου χει κάνει τόσο κακό ώστε να θέλω να ανταποδώσω. Ανεξήγητα, όπως αναδύονται κάποια θέματα στη λογοτεχνία, η ιδέα αυτή με κατέκλυσε. Μέσα από την ανάγκη μου λοιπόν να γράψω κάτι για την εκδίκηση, ξαναδιαβάζοντας το εμβληματικό κείμενο επί του θέματος, τον “Άμλετ” στην συγκλονιστική μετάφραση – απόδοση του Γιώργου Χειμωνά, έπεσα πανω στη φραση «Τίποτα από μενα δε φαίνεται». Τρομερή φραση, περισσότερο κατασκευασμένη από τον Γ.Χ. παρά από τον Σαίξπηρ. Από τότε άρχισε να συμβαίνει κάτι παράξενο. Το θέμα της εκδίκησης σταδιακά να σβήνει και μέσα από τη φράση να αναδύεται ένας χαρακτήρας. Ο χαρακτήρας αυτός εξελίχθηκε και ανέλαβε το βιβλίο: λέγεται Θάνος και είναι ο ήρωας της Βίλας Κομπρε. Το κοινό που εχει με τον Άμλετ; Ο Θάνος, είναι ένας άνθρωπος που όπως ο Άμλετ κάνει delay στην εκδίκηση, αυτός κανει delay στη ζωή.
Όμως εχει σοβαρές αιτίες για αυτό. Ο Θάνος είναι ο γιος του Πολύβιου, του νεκροθάφτη ενός χωριού, ενός αγαθού ανθρώπου με ένα ιδιότυπο «χόμπι». Να απαθανατίζει τους νεκρούς, αφού πρώτα τους έχει περιποιηθεί για την κατάκλιση, φωτογραφίζοντας τους με μια παλιά Πολαροιντ. Το ότι ο Θάνος είναι γιος νεκροθάφτη, ίσως, δεν είμαι σίγουρος, να οφείλεται και πάλι στον «Άμλετ», μέσα από την περίφημη σκηνή του νεκροταφείου με το κρανίο του Γιόρικ.
Ο Θάνος λοιπόν, έχοντας ζήσει καθημερινά με το θάνατο λόγω της ιδιότητας του πατέρα του - ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να τον μυήσει στο επάγγελμα-, κάποια στιγμή, στα δεκαεπτά του, δεν αντέχει και φεύγει για την Αθήνα με σκοπό να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Να ζήσει αληθινά, να δημιουργήσει, να γινει «κάτι». Στην «χοάνη» όμως την παγκοσμιοποιημένης πρωτεύουσας, ασυμβίβαστος όπως είναι, σπάει τα μούτρα του. Οι ρυθμοί της πόλης, η αποξένωση, το κάλπικο των πάσης φύσεως συναλλαγών τον απομονώνουν, αρχίζει να ζει σχεδόν λαθραία, περίπου κρυμμένος... Χωρίς σταθερή δουλειά, χαμένος σε εφήμερες σχέσεις του ενός μηνός, μένει σε ένα άθλιο υπόγειο στη Χαριλάου Τρικούπη με μόνο φίλο ένα γείτονα του Ρουμάνο. Ουσιαστικά «τίποτα από εκείνον δεν φαίνεται»…
Αυτό όμως είναι απλά το backround. Η ιστορία λοιπόν αρχίζει τη στιγμή που ο Θάνος μαθαίνει ότι ο πατέρας του εχει πεθάνει. Αυτό σημαινει ότι πρέπει ύστερα από 11 χρόνια να ξαναπάει στο χωριό του για την κηδεία. Πράγμα που κανει, με όλες τις ζοφερές αναμνήσεις να τον κατακλύζουν. Όμως ταυτόχρονα δεν μπορεί να πενθήσει. Νιώθει τόσο αποξενωμένος από τον πατέρα του και από τον τόπο καταγωγής του, τόσο «έξω από το παρελθόν του», που ακόμα και η απώλεια αυτή δεν είναι ικανή να κινητοποιήσει κάτι μέσα του.
Και τότε συμβαίνει το απροσδόκητο. Εκεί, ανάμεσα στις Πολαρόιντ που είχε βγάλει ο πατέρας του, ανακαλύπτει μια που εικονίζει κάτι πάρα πολύ παράξενο σχεδόν τρομακτικό, που μοιάζει με ανορθογραφία στην φαινομενικά τακτοποιημένη και προβλέψιμη ζωή του Πολυβίου. Μήπως τελικά ο πατέρας του ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος; Ποια ήταν η αληθινή «κληρονομιά» που περνάει στο γιο του; Ποια είναι αληθινή ιστορία του πατέρα; Το σκηνικό εχει στηθεί για τον Θάνο μια αγρία κατάδυση μεσα του αλλα και σε νέους παράξενου κόσμους….
Τι σημαινει όμως ο τίτλος; Η «Βίλα Κομπρε» είναι ουσιαστικά το κέντρο του βιβλίου. Στην προσπάθεια του να εξιχνιάσει το αίνιγμα της Πολαρόιντ, ο Θάνος ακολουθώντας τα ίχνη που εχει, εισδύει στον μικρόκοσμο ενός μισοδιαλυμενου αρχοντικού στα Μελίσσια το οποίο κατοικούν η Άλμα, μια παράξενη εκκεντρική ηλικιωμένη και η Εσθαλία, μια όμορφη εικοσάχρονη.
Η Βίλα Κομπρέ κρύβει μερικά φοβερά μυστικά που ανάγονται σε μια γενιά πριν. Στην προσπάθεια του να καταλάβει τι συνέβη τελικά με το πατέρα του, ο Θάνος, ερευνώντας για τον άλλον ουσιαστικά ερευνά τον εαυτό του. Η αναζήτηση αυτή θα τον οδηγήσει σε έναν ακόμα αναπάντεχο προορισμό όπου τελικά θα παιχτεί όλο το παιχνίδι…
.
Ωστόσο με το βιβλίο αυτό αισθάνομαι ότι ουσιαστικά κλείνει ένας κύκλος. Μια «τετραλογία» που άρχισε με το «Μπαρ Φλωμπέρ» και φτάνει ως εδώ. Μπορώ να πω ότι είναι μια σειρά βιβλίων οπού ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει ένα κοινό ζητούμενο, εκείνο της αναζήτησης του εαυτού στον κεντρικό ηρωα. Όπως θα διαπιστώσουν και οι αναγνώστες της Βίλας Κομπρε, αυτός ο κύκλος φτάνει σε ένα τέλος. Το επόμενο βιβλίο μου που γράφω τώρα είναι εντελώς διαφορετικό. Ένα ρίσκο. Αλλά πάντα θα θυμάμαι τη «Βίλα Κομπρέ» γιατί η συγγραφή αυτού ακριβώς του βιβλίου με οδήγησε εκεί…

Mαρία Μήτσορα, "Με λένε Λέξη"

Μια διαδρομή με τρένο προσφέρεται ιδιαιτέρα για ανάγνωση. Τα τοπία αλλάζουν διαρκώς, ο χρόνος αποκτά μιαν άλλη διάσταση. Πόσο μάλλον όταν εκείνο που διαβάζεις είναι μια αυτοβιογραφία. Και πόσο μάλλον αν είναι η αυτοβιογραφία μιας συγγραφέα. «Μασκαρεμένη» φυσικά με τη μαγική χρήση των λέξεων και των εικόνων που από το «Άννα να ένα άλλο» του 1978, χαρίζει στους αναγνώστες της η Μαρία Μήτσορα. Το βιβλίο της «Με λένε Λέξη» το τελείωσα λίγο πριν το τρένο φτάσει στη Λάρισα. Και μέχρι το Βόλο οι εικόνες από τα ταξίδια της, τους έρωτες της και τις ιστορίες της με ακολουθούσαν σαν ένα ατελείωτο τραβελινγκ -διπλοτυπία στο τοπίο.
«Τα όρια του κόσμου είναι τα όρια της γλώσσας μου», αναφέρει η Μήτσορα και φροντίζει να το πιστοποιεί σε κάθε σελίδα, σε κάθε παράγραφο. Οι λέξεις, τα πρόσωπα και τα πράγματα χορεύουν μαγικά μέσα σε μια κατάθεση ζωής που απέχει μίλια από την παραδοσιακή αυτοβιογραφία, διατηρώντας την μέθεξη της εν τω βάθει αληθείας της, διεγείροντας και εξεγείροντας την ουσία του υλικού της. Ένα ρευστό μάγμα, το οποίο ωστόσο διαθέτει μια τέτοια εσωτερική αρμονία, σαν ένας κινούμενος πίνακας που ταξιδεύει στα εμβληματικά μέρη της Μήτσορα, από την Καλλιθέα ως τις Ινδίες, αλλάζοντας χρώματα, περιγράμματα ακόμα και διάσταση.
Τέλος είναι και οι φωτογραφίες. Το σμιλεμένο πρόσωπο της συγγραφέα με το εξαίσια εκφραστικό στόμα και τα ψηλά ζυγωματικά, ενταγμένες στο βιβλίο ώστε να «γειώσουν» την αιρετική της εξιστόρηση, τελικά πετυχαίνουν το αντίθετο. Απογειώνουν το πρόσωπο μέσα στην ίδια του τη μυθοπλασία.

Εθνος, 28.4.08

Friday, April 18, 2008

Βιλα Κομπρε: Η συγγραφη, ο τιτλος

Βιλα Κομπρέ. Οταν ανακοίνωσα στους φιλους μου τον τίτλο ενα μεγαλο ποσοστό εμεινε με την απορία. Τι σημαινει; Η «Βίλα Κομπρε» είναι ουσιαστικά το κέντρο του βιβλίου. Στην προσπάθεια του να εξιχνιάσει ένα κληρονομημένο αίνιγμα, ο ήρωας του βιβλίου, ο Θάνος ακολουθώντας τα ίχνη που εχει, εισδύει στον μικρόκοσμο ενός μισοδιαλυμενου αρχοντικού στα Μελίσσια το οποίο κατοικούν η Άλμα, μια παράξενη εκκεντρική ηλικιωμένη και η Εσθαλία, μια όμορφη εικοσάχρονη. Η Βίλα Κομπρέ ελκει την ονοματοποιία της από τον τόπο που διεξαγεται το εμβληματικό βιβλιο του Μαρσελ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Το Combray. Μια πρωτη νυξη για τη διακειμενικότητα που υπαρχει στο βιβλιο. Η Βίλα κρύβει μερικά φοβερά μυστικά που ανάγονται σε μια γενιά πριν. Στην προσπάθεια του να καταλάβει τι συνέβη τελικά στην οικογενειά του, ο Θάνος, ερευνώντας για τον άλλον ουσιαστικά ερευνά τον εαυτό του. Η αναζήτηση αυτή θα τον οδηγήσει σε έναν ακόμα αναπάντεχο προορισμό όπου τελικά θα παιχτεί όλο το παιχνίδι…

To βιβλίο όπως προδιαθέτει και ο τίτλος έχει διακειμενικές αναφορές. Σημαντικότερη είναι ο Άμλετ, αλλά υπάρχουν και αναφορές σε άλλα δυο σπουδαία κείμενα όπως οι «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς και η «Καρδιά του Σκότους» του Τζότζεφ Κοναρντ. Αυτές οι αναφορές είναι φυσικά εκουσιες και δηλώνονται με «κλειδιά» εγκατεσπαρμένα στην αφήγηση. Επίσης σε ένα σημείο υπάρχει και μια μικρή αναφορά σε ένα πρόσφατο βιβλίο που αγάπησα, την «Ελίζαμπεθ Κοστελο» του Κούτσι.
Η διακειμενικότητα, ως αφηγηματικό εργαλείο, είναι ένα σύνηθες χαρακτηριστικό των βιβλίων μου και θα λεγα πως εκτείνεται και πέραν της λογοτεχνίας και στο χώρο του σινεμά όπως με την αναφορά στο «Μπλόου απ» του Ανονιονι. (Να θυμίσω ότι στην "Αμερικάνικη Φούγκα" υπήρχε αναφορά στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ)
Ονοματοποία, φράσεις κλειδιά αλλά και διασκευασμένες καταστάσεις από τα τρια αυτα βιβλια (Εσθαλία - που προκύπτει από το Εστέλλα [Μεγάλες Προσδοκίες], Οφηλια [Άμλετ], Πιπ [το καναρίνι του ήρωα], φράσεις από τον Άμλετ [τίποτα από μένα δε φαίνεται], η πορεία στην Αφρική - αναφορά στον Κόνραντ) δίνουν το κλειδί όχι μόνον στον ειδικό, αλλά και στον αναγνώστη για να κάνει τη σύνδεση. (Μάλιστα υπάρχει μια συγκεκριμένη σκηνή που περιμένω η σύνδεση να συζητηθεί γιατί ερμηνεύει μια εμβληματική σκηνή του Άμλετ σε ένα εντελώς διαφορετικό context) Η διακειμενικότητα με ενδιέφερε πολύ αυτό σε αυτό το μυθιστόρημα. Ελπίζω να φώτισα κάποια πράγματα με ενδιαφέροντα τρόπο.

Thursday, April 17, 2008

ΒΑΛΣ ΣΕΝΤΙΜΕΝΤΑΛ

«Ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ζουν με το τίποτα. Που δεν πιστεύουν σε τίποτα. Που δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξει η ζωή τους και δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα. Μια σχέση όπου τίποτα δεν συμβαίνει, που κανείς δεν λέει τίποτα, δεν κάνει τίποτα, και που όλα αλλάζουν χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα».
Αντιγράφω από το δελτίο τύπου του «Vals Sentimental» της Κωνσταντίνας Βούλγαρη που επιτέλους παίζεται, αλλά δυστυχώς σε... μια και μόνη αίθουσα, το Μικρόκοσμο Prince Filmcenter. Πρόκειται για μια ταινία που έχει σκίσει στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποσπώντας το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και το πρώτο βραβείο ερμηνείας για την εξαιρετική πρωταγωνίστρια Λουκία Μιχαλόπουλου.
Αφού τονίσουμε το απαράδεκτο του γεγονότος μια από τις πιο ελπιδοφόρες ταινίες του Νέου Ελληνικού σινεμά να παλεύει να κανει κάποια εισιτήρια ώστε να συνεχιστεί, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως αυτό το «τίποτα» της Βούλγαρη είναι παραπλανητικό. Είναι ένα «τίποτα» γεμάτο νόημα. Γεμάτο σήμερα, γεμάτο αισθήματα, (έστω και απωθημένα) γεμάτο αλήθεια. Μια οξυδερκής, έντιμη καταγραφή της «νέο-καταραμένης» γενιάς και των αδιεξόδων της, η οποία δεν κανει κανενα συμβιβασμό, δεν «κλείνει το μάτι» πουθενά, απλά καταδεικνύει, απογυμνώνει, αποφλοιώνει.
Αν το «show not tell» (δείξε, μην εξηγείς) είναι από τα βασικά μάντρα ενός πετυχημένου σεναρίου και κατ’ επέκταση μιας πετυχημένης ταινίας, τότε η Βούλγαρη έχει χτυπήσει κέντρο. Μια ταινία την οποία οι πραγματικοί σινεφιλ, εκείνοι που δεν πάνε κινηματογράφο κουβαλώντας τον .. τηλεοπτικό καναπέ τους, αξίζει να στηρίξουν.

Δημοσιεύτηκε στο "Εθνος"

Thursday, April 3, 2008

"Βίλα Κομπρέ" : Συνέντευξη στην Athens Voice


Η συνεντευξη δόθηκε στην Αγγελικη Μπιρμπίλη και δημοσιευεται στο τρεχον τεύχος της Athens Voice. Αφορα στο νεο βιβλιο "Βίλα Κομπρέ" που κυκλοφορεί στις 14 Απριλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Τι σε οδήγησε σε αυτή την ιστορία;
Η αρχική σκέψη ήταν να γράψω μια ιστορία εκδίκησης. Αυτό με οδήγησε στον Άμλετ, στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Από εκεί κράτησα τη φράση «Τίποτα από μένα δε φαίνεται». Μετά είδα μια έκθεση με θέμα τη Μελαγχολία στο Βερολίνο. Το μότο της εκδίκησης άρχισε να υποχωρεί και να αναδύεται ένας νέος άνθρωπος γεμάτος αναπάντητα ερωτηματικά, ένας άνθρωπος που έχει όμως κι ένα άλλο κοινό με τον Άμλετ. Όπως ο πρίγκιπας της Δανιμαρκίας καθυστερεί την εκδίκησή του - το περίφημο αμλετικό delay-, ο ήρωας μου κάνει delay στη ζωή. Και όπως ο Άμλετ είναι μελαγχολικός με την έννοια που χρησιμοποιείτο ο όρος τους προηγουμένους αιώνες. Μέχρι που θα αποφασίσει να πάρει κι εκείνος τα πράγματα στα χέρια του…

Τι είναι για σένα η συγγραφή;
Για μένα η συγγραφή είναι επιμέλεια χάους. Αρχίζεις με ένα αδιαμόρφωτο υλικό, ένα μάγμα που περιφέρεται επί ένα διάστημα... Κάποια στιγμή αρχίζει να διαμορφώνεται η συνθήκη, να αναδύονται τα πρόσωπα, το σκηνικό... Επίσης η συγγραφή, όπως εχει πει και ο Λιόσα, είναι κάτι σαν ανάποδο στριπτίζ. Αρχίζεις με τον εαυτό σου γυμνό και μετά ντύνεις τους χαρακτήρες με τόσα πολλά επίπεδα- ενδύματα που στο τέλος έχεις ξεχάσει από πού ξεκίνησες.

Στα βιβλία σου παίζει ένα εσωτερικό δράμα, οι ήρωες σου αναζητούν την ταυτότητά τους, παρά το εκ πρώτης όψεως περιπετειώδες της ιστορίας…
Όντως στα βιβλία μου θα βρει κανείς ορισμένα κοινά στοιχεία με κυριότερο την ανάγκη του ήρωα να βρει ποιος πραγματικά είναι. Συνήθως ερευνώντας για κάτι άλλο, στην ουσία ερευνά τον εαυτό του. Το συγκεκριμένο βιβλίο κλείνει μια «τετραλογία της αναζήτησης» που άρχισε με το «Μπαρ Φλωμπέρ». Ήδη πλέον έχω οδηγηθεί σε εντελώς διαφορετικούς λογοτεχνικούς δρόμους, μέσα από μια διαφορετική διαχείριση αφήγησης. Όλοι οι συγγραφείς έχουμε έμμονες, αλλά κάποια στιγμή νιώθει κανείς την ανάγκη να τις σπάσει ακόμα κι αυτές, να ρισκάρει. Δε γίνεται χωρίς ρίσκο.

Θα έλεγα επιπλέον ότι οι ήρωές σου προσπαθούν να ξεφύγουν από τους δαίμονές τους - οδυνηρές εμπειρίες, παλιά τραύματα, ενοχές, μυστικά. Υπάρχει κάτι το αυτοβιογραφικό εδώ;
Σίγουρα υπάρχει. Έχω ζήσει μια πολύ περιπετειώδη και κυρίως αντιφατική ζωή, γεμάτη «διπλά μυνήματα», της οποίας οι μνήμες και οι εντάσεις φαίνεται πώς μου εξέβαλλαν σε αρκετά βιβλία.

Ο ήρωάς σου έχει ένα θέμα με τον πατέρα του. Αρνείται να αποδεχθεί την καταγωγή του. Μήπως αυτό είναι μια μετάθεση σε κάποια δική σου προσωπική άρνηση να αποδεχθείς κάτι άλλο;
Η προσωπική μου άρνηση στα πράγματα υπήρξε ακόμα πιο καθολική. Δεν είχε να κάνει τόσο με πρόσωπα. Κατά πάσα πιθανότητα έγινα συγγραφέας επειδή από τότε που με θυμάμαι είχα μια «αντιδικία με την πραγματικότητα». Εκείνα που ζούσα δεν «μου έφταναν», δε τα θεωρούσα επαρκή. Με το παιδικό μου μυαλό τα απέρριπτα και προσπαθούσα να βρω διαφορετικά πεδία, διαφορετικές «συνθήκες». Κάπου εκεί ήρθαν τα βιβλία, η ανάγνωση. Η «Αισθηματική μου Αγωγή» συντελέστηκε μέσα από το διάβασμα. Κι επειδή η πραγματικότητα δεν μου ήταν αρκετή, κατασκεύαζα «εναλλακτικούς κόσμους» οι οποίοι μου φαίνονταν πολύ πιο αληθινοί από εκείνο που ζούσα.

Γι αυτό «κατασκευάζεις» και μεγάλους έρωτες στα βιβλία σου;
Θες να πεις ότι μυθοποιώ τις σχέσεις; Μα αυτό είναι νομίζω κάτι που όλοι κάνουμε. Και είναι και το μεγαλύτερο λάθος στο ερωτικό πάρε-δωσε. Γιατί το θέμα είναι να ερωτεύεσαι τον άλλον, και όχι την προβολή του πάνω σου. Όμως γηράσκω αεί διδασκόμενος…

Όμως ο ήρωάς σου θέλει να αλλάξει την ζωή της Εσθαλίας, της κοπέλας που ερωτεύεται, της αλλάζει ακόμα και το όνομα…
Επειδή ακριβώς είναι το πρώτο πλάσμα που τον συγκινεί αληθινά, μάλλον υποσυνείδητα θέλει να την επαναφέρει στην πραγματικότητά της - η κοπέλα είναι Αλβανίδα αλλά έχει απωθήσει την καταγωγή της- έτσι ώστε η σχέση τους να είναι ισότιμη. Ώστε να είναι πλέον οι δύο τους αληθινοί, ενώπιος ενωπίω…

Ναι, στο βιβλίο υπάρχουν αρκετοί μετανάστες. Είναι πια αυτό μια πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε….

Φυσικά και είναι πραγματικότητα και σε ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται στην σύγχρονη Αθήνα, ο φτωχός νέος που ζει στο πρώτο υπόγειο μιας πολυκατοικίας έχει πολλές πιθανότητες να έχει γείτονα έναν Ρουμάνο ή έναν Νιγηριανό.

Το προηγούμενο σου βιβλίο εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στην Αμερική. Τώρα στη «Βίλα Κομπρέ» -που ναι μεν είναι τοποθετημένο κατά βάση στην Αθήνα, πρόκειται δηλαδή για ένα Ελληνικό βιβλίο- υπάρχει πάλι μια ανατροπή… Γίνεται μια κριτική για τους Έλληνες συγγραφείς που ξετυλίγουν τις ιστορίες τους εκτός συνόρων. Πρόκειται για μόδα;
Για την «Αμερικάνικη Φούγκα» άκουσα μια κριτική που εστίαζε στο γεγονός ότι οι νέοι Έλληνες συγγραφείς στέλνουν τους ήρωες στα πέρατα του κόσμου και δεν ασχολούνται μετά του οίκου τους. Την θεωρώ άστοχη. Ο συγγραφεας δεν εχει εθνικά κριτήρια έμπνευσης… Η έμπνευση δεν είναι προκατ. Σε κάποια φάση μπορεί να εμπνευστεί από ένα υπερατλαντικό ταξίδι και στο επόμενο βιβλίο να εστιάσει σε ένα ορεινό ελληνικό χωρίο και στην γενέθλια πόλη του. Σ εμένα πχ αυτό συνέβη με τα τελευταία δυο βιβλία. Το θέμα είναι αν το βιβλίο εχει κάτι να πει ή όχι. Ζούμε σε μια εποχή όπου ολόκληρος ο κόσμος εισβάλλει στην οθόνη μας και δεν μπορούμε να τον αγνοήσουμε, τουλάχιστον όχι εγώ. Το δίλημμα «κοσμοπολιτισμός ή εντοπιότητα» πιστεύω ότι είναι εντελώς παρωχημένο στις μέρες μας.

Ο συγγραφέας πρέπει να έχει ζήσει οριακές καταστάσεις ή να έχει ταξιδέψει για να εμπνευστεί;
Υπάρχουν συγγραφείς των «4 τοίχων» που μπορούν να γράψουν εξαιρετική περιπέτεια ή επιστημονική φαντασία και συγγραφείς που ζουν με μια βαλίτσα στο χέρι που μπορούν να γράψουν ένα εξαιρετικό δράμα δωματίου…

Εσύ που ανήκεις;
Εγώ ανήκω και στους δύο άλλα και πουθενά. Γενικώς δεν νιώθω να «ανήκω» κάπου…

Ο ήρωάς έρχεται «στην μαγική χοάνη που είναι η Αθήνα». Εσύ έχεις γεννηθεί εδώ. Η Αθήνα είναι μαγική για σένα; Σε εντυπωσιάζει ακόμα;
Η Αθήνα είναι μια τόσο αντιφατική πόλη που διατηρεί ακόμα μαγικά χαρακτηριστικά. Περπατάς σε ένα δρόμο νιώθοντας κοσμοπολίτης και στρίβεις σε μια γωνία και βρίσκεσαι στον «Τρίτο κόσμο». Εξαιρετικά ερεθιστικό υλικό για έναν συγγραφέα.

Αλέξη, θα μου πεις το αγαπημένο σου τραγούδι:
Το Good Night Moon των Shivaree. (αλλα και το Junior Queen των Snob) Το αγαπημένο σου ποίημα: «Η φούγκα του θανάτου» του Πωλ Τσέλαν. Αγαπημένη ταινία: Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι. Αγαπημένος συγγραφέας, Έλληνας και ξένος: Διονύσιος Σολωμός και Τζέιμς Τζόις. Και αγαπημένο μέρος στην πόλη: η περιοχή μου κάτω από τον Λυκαβηττό.

Τελείωσες μόλις ένα βιβλίο. Τι άλλο ετοιμάζεις;
Χτες μόλις, στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, άρχισαν να παίζονται οι «Κρυψώνες», δύο ελληνικά μονόπρακτα σε μια κοινή παράσταση σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου - το δικό μου, «Η τελευταία Μάρθα» με το Χρήστο Στέργιογλου και «Το πράσινό μου το φουστανάκι» της Λένας Κιτσοπούλου με τη Μαρία Σκουλά. Είναι ιστορίες για δυο ανθρώπους, οι οποίοι, στην προσπάθεια τους να καταλάβουν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους, μπλέκουν πραγματικότητα και φαντασία με επώδυνο τρόπο. Η «αναζήτηση ταυτότητας» που λέγαμε…

Η χρονιά όμως έχει και ταξίδι…
Ναι, το φθινόπωρο πηγαίνω μια μεγάλη περιοδεία στη Αμερική παρουσιάζοντας την Αμερικανική έκδοση της «Αμερικάνικης Φούγκας». Θα ταξιδέψω από τη Νέα Υόρκη ως το Λος Άντζελες με στάσεις στο Χάρβαρντ, στο Γέιλ, στην Άοιβα.

Tuesday, April 1, 2008

Στέφανος Δάνδολος: "Το αγόρι στην αποβάθρα"

Συνέντευξη στον Αλέξη Σταμάτη για το "Διαβάζω"

O Στέφανος Δάνδολος έχει ένα νέο βιβλίο. Ο τίτλος είναι «Το αγόρι στην αποβάθρα» και το περιεχόμενο θα εκπλήξει τους φίλους του συγγραφέα που θα περίμεναν κάτι σχετικό με τα δυο τελευταία ογκώδη του μυθιστορήματα, τον «Νέρωνα» και τους «Νάρκισσους και Κανίβαλους». Ο Δάνδολος υιοθετεί εδώ τη φωνή ενός δεκατριάχρονου παιδιού που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ταραχώδους εποχής σε έναν ταραχώδη τόπο. Η γνωριμία του με τον κύριο Άκερμαν, τον παράξενο ένοικο του εβδόμου ορόφου της πολυκατοικίας του, θα του αποκαλύψει πράγματα που ποτέ του δεν θα μπορούσε να φανατιστεί. Αν και το βιβλίο είναι σχεδόν μισής έκτασης από τα προηγούμενα του, ο συγγραφέας «παιδεύτηκε» πολύ. Γνωρίζοντας τον, ξέρω ότι ήταν ένα σημαντικό στοίχημα για εκείνον να δοκιμάσει κάτι εντελώς καινούργιο. Φρονώ ότι το πέτυχε.


Στέφανε πες μου δυο λόγια για το κεντρικό θέμα του βιβλίου σου;
Είναι η πορεία του Γιούρι, ενός σημερινού δεκατριάχρονου προς τη λύτρωση, την κάθαρση. Το έργο διαδραματίζεται σε ένα προάστιο μεταναστών που φλέγεται, χωρίς να κατονομάζεται. Παραπέμπει στο Παρίσι, ωστόσο θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Μέσα από τη γνωριμία του με έναν παράξενο ένοικο, τον κύριο Άκερμαν που μένει στην πολυκατοικία του, ο Γιούρι θα ανακαλύψει ότι η σπουδαιότερη επανάσταση είναι η τρυφερότητα.
Δηλαδή πρόκειται για ένα πολιτικό βιβλίο;
Στη βάση του ναι. Δεν είναι όμως καταγγελτικό. Είναι ένα βιβλίο άθεο, ανθρωποκεντρικό, μέσα στο περιθώριο και στη μοναξιά.
Το σκηνικό παραπέμπει άμεσα στα σύγχρονα γκέτο των μεγαλουπόλεων. Προφανώς ενυπάρχει το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης.
Φυσικά και ναι. Επέλεξα ως σκηνικό ένα τέτοιο γκέτο επειδή ήθελα να δείξω ότι το καλό ριζώνει εκεί όπου οι περισσότεροι έχουν χάσει κάθε ελπίδα.
Ο φορέας αυτού του «καλού» είναι ο πιτσιρίκος;
Είναι, αλλά όχι μόνο αυτός. Το πρόσωπο κλειδί είναι ο κύριος Άκερμαν, ο ένοικος του εβδόμου ορόφου ο οποίος κρύβει ένα φοβερό μυστικό. Όταν ο Ακερμαν θα το αποκαλύψει στον Γιούρι, ο αναγνώστης θα βρεθεί σε μια γέφυρα που ενώνει το εικοστό με τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Διαβάζοντας το βιβλίο σου είχα την αίσθηση ότι ο κάθε ένας χαρακτήρας κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπεί και τον δικό του αιώνα.
Ο κύριος Άκερμαν εκπροσωπεί τον αιώνα του Άουσβιτς και της εποχής της ναζιστικής αγριότητας. Ο Γιούρι, το παιδί του γκετο, έναν αιώνα διαφορετικών παθών, που όμως ριζώνουν στην ίδια αιτία: τη μοναξιά και την αποξένωση.
Πιστεύεις δηλαδή ότι οι αγριότητες του Β παγκόσμιου πολέμου είχαν σαν αιτία και την αποξένωση;
Έχουν σχέση με την όρια της ανθρώπινης ψυχής, με όσα ο απομονωμένος απελπισμένος άνθρωπος μπορεί να κάνει όταν παρασυρθεί από το κακό. Αντίστοιχα παραδείγματα βλέπουμε και σήμερα, μόνο που είναι πιο συγκαλυμμένα και politically correct..
Σαν να λεμέ τότε ο «εχθρός» τότε είχε πρόσωπο, ήταν ορατός, ενώ τώρα είναι διάφανος, αόρατος, είναι παντού…
Ακριβώς. Αυτός ο εχθρός είναι σήμερα ο εαυτός μας. Στο βιβλίο αυτόν ακριβώς τον εχθρό προσπαθούν να δαμάσουν τόσο ο Γιούρι όσο και ο κύριος Άκερμαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ο καθένας από την πλευρά του επιχειρεί να ξορκίσει τους δαίμονες του, σε μια διαδικασία που στο κείμενο την ονομάζω «ξεχιόνισμα».
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, από την πλευρά του παιδιού. Μάλιστα έχεις υιοθετήσει έναν λόγο συγχρόνου έφηβου, με την σχετική αργκό κλπ. Ποσό εύκολο σου ήταν να μπεις στο πετσί ενός τέτοιου χαρακτήρα;
Το πιο δύσκολο συγγραφικό εγχείρημα που έχω βιώσει ποτέ. Μου πήρε πολύ καιρό για να καταφέρω να βρω τη «φωνή». Φαντάσου το προηγούμενο μου μυθιστόρημα, τον «Νέρωνα», τον έγραψα σε πολύ μικρότερο διάστημα και μιλάμε για ένα βιβλίο λυρικό, με μεγάλες προτάσεις και έκταση 500 σελίδων.
Πραγματικά παρατηρώ έναν εντελώς διαφορετικό χειρισμό του υλικού σου – σε συνθετικό και γλωσσικό επίπεδο - σε σχέση με τον «Νέρωνα» αλλά και με τους «Νάρκισσους και Κανίβαλους». Ήταν μια αλλαγή πλεύσης για σένα;
Ναι, ήταν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Να προσπαθήσω να εκφραστώ πιο λιτά, σε μικρότερη έκταση, πιο ουσιαστικά. Και ταυτόχρονα να μπορέσω να υπηρετήσω περισσότερο τη δομή, κάτι που ήταν απαραίτητο γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο έχει κάποιες ιδιομορφίες, διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο του μέρος σε κλειστό χώρο, σε σύντομο χρονικό διάστημα και διαθέτει λίγα πρόσωπα. Επομένως έπρεπε να διαχειριστώ το υλικό μου με μεγαλύτερη λεπτότητα με ρίσκο αλλά και με θυσίες.
Δηλαδή «σκότωσες τα αγαπημένα» σου που λένε;
Έφτασα και σ’ αυτό το σημείο. Το βιβλίο αυτό κάποια στιγμή μου έγινε σχεδόν… εφιάλτης. Το έχω ξεκινήσει 3 φορές με διαφορετικό τρόπο. Την πρώτη φορά διαδραματιζόταν στο Ισραήλ, τη δεύτερη φορά ήταν σε τρίτο πρόσωπο, ώσπου έφτασα να πατήσω delete σε δουλειά έξι μηνών, δηλαδή πέταξα κάπου 30.000 λέξεις…
Δηλαδή μιλάμε όχι για δολοφονία, αλλά για «μαζική εκτέλεση αγαπημένων»! Κάτι άλλο: Ο τίτλος – το αγόρι στην αποβάθρα – που αναφέρεται;
Αναφέρεται σε μια σημαντική ανατροπή στο τέλος του βιβλίου, για ένα αγόρι στην αποβάθρα του Άουσβιτς που κάνει μια κίνηση ανθρωπιάς απέναντι στον δυνάστη του.
Όντως στο κείμενο μιλάς αρκετά για το δίπολο θύμα – θύτης.
Είναι ένα από τα βασικά ζητήματα που τίθενται στο βιβλίο. Αλλά μέσα από μια συνθήκη ακραία, κάτι που αρχικά το φοβόμουν. Πιστεύω όμως ότι υπήρξαν ίχνη ανθρωπιάς ακόμα και στα πιο βάρβαρα καθεστώτα. Ανάμεσα στα θύματα και στους θύτες αναπτύχθηκαν απροσδόκητες σχέσεις. Υπάρχουν πλείστα όσα σχετικά παραδείγματα στην ιστορία.
Στο βιβλίο υπάρχουν ιδιαιτέρα έντονα σχόλια για σχεδόν όλες τις θρησκείες. Σε προβληματίζει η πιθανή αντίδραση κάποιων αναγνωστών;
Όχι. Για μένα οι θρησκείες – οι κατεστημένες θρησκείες- είναι οργανωμένες εταιρίες κηρυγμάτων. Προσοχή, δεν μιλώ εδώ για τη πίστη. Σέβομαι την πίστη του καθενός. Όμως αυτό που λέω ουσιαστικά στο βιβλίο είναι ότι τον Θεό τον αναζητούμε σε λάθος μέρος. Δεν είναι εκεί ψηλά. Μπορεί να είναι ανάμεσα μας στο πρόσωπο ενός ανθρώπου.
Όλο και περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς, κυρίως νέοι, στρέφουν την «κάμερα» προς το μεγάλα παγκόσμια γεγονότα. Αυτό έχει δημιουργήσει κάποια αρνητικά σχόλια, ότι δηλαδή δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τα «του οίκου τους». Τι πιστεύεις;
Δεν πιστεύω ότι κλείνουμε τα μάτια σε όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Το αντίθετο. Απλώς προσπαθούμε να τα δούμε μέσα από μια πιο σφαιρική οπτική. Εξ άλλου είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε η γενιά της παγκοσμιοποίησης. Ο κόσμος υπάρχει διαρκώς δίπλα μας, παντού. Δεν μπορείς να τον αγνοήσεις. Εξ άλλου η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει χορτάσει ομφαλοσκόπηση νομίζω…

Το βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτης.