Της Τιτικας Δημητρουλια
Αλέξης Σταμάτης
Βίλα Κομπρέ
εκδ. Καστανιώτη
Ο Θάνος μεγαλώνει σε ένα χωριό στην ελληνική επαρχία, γιος νεκροθάφτη που απαθανατίζει τους νεκρούς πριν τους θάψει. Πνίγεται. Χάνει τη μητέρα του νωρίς, το σπίτι γεμίζει σιωπή, η ασφυξία επιδεινώνεται, φεύγει για την Αθήνα ρίχνοντας πίσω του μαύρη πέτρα. Πιστεύει ότι έχει ξεμπερδέψει τόσο με τους γεννήτορες όσο και με τη γενέθλια γη. Δουλειές του ποδαριού, δυσκολίες, μοναξιά, πέρασμα από οργανώσεις και γκρουπούσκουλα, εφήμεροι έρωτες, περιθωριοποίηση. Πεθαίνει ο πατέρας του και του αφήνει ένα αίνιγμα προς εξιχνίαση. Τη φωτογραφία μιας νεκρής γυναίκας και ένα μισοκατεστραμμένο σημείωμά της.
Ετσι, αρχίζει να ξετυλίγεται ο «αστυνομικός» μίτος του μυθιστορήματος: ο Θάνος θα ψάξει να βρει ποια είναι αυτή η γυναίκα που τα πολύτιμα κοσμήματά της περιέρχονται στην κατοχή του, τη σχέση της με τον πατέρα του και τον ίδιο - με ένα σχήμα που παραπέμπει στα παραμύθια και στο αντικείμενο το χαρακτηριστικό της αληθινής ταυτότητας. Θα βρεθεί σε μια βίλα της μνήμης, όπως την περιγράφει η πανέμορφη Αλβανή Μιρέλα που έχει γίνει Εσθαλία (εκ του Εστέλα και Οφηλία), τη Βίλα Κομπρέ, τον τόπο όπου ξεκίνησε παλιά, πολύ παλιά, η ιστορία αυτή. Θα φέρει την Εσθαλία πίσω στην αληθινή ζωή, σαν αποσπώντας την από τις σελίδες των «Μεγάλων προσδοκιών», θα μπει σε μπελάδες, θα πιστέψει ότι επιτέλους βρήκε την εξήγηση στο παράδοξο, όπως το θέλει, πεπρωμένο του. Θα φτάσει ώς την Αφρική, αλλά για ένα πουκάμισο αδειανό, με μόνο κέρδος μια ανυπέρβλητη χοϊκή εμπειρία: αναζητώντας τη μήτρα που τον γέννησε, θα γνωρίσει τη μήτρα της Γης, για να επιστρέψει τελικά στις απαρχές: στο αίμα που θάβει το αίμα.
Πειστικοί χαρακτήρες
Αθηναϊκές σκηνές, στη Χαριλάου Τρικούπη με τους αστυνομικούς και την τρομοκρατική επίθεση, στα μπαρ με τους απελπισμένους της εξέγερσης, στα καφενεία με τους μετανάστες· σκηνές της ξεχασμένης ελληνικής επαρχίας, θαμμένης σαν τους νεκρούς που έθαβε ο Πολύβιος, ο πατέρας του Θάνου, πριν ακολουθήσει τη συμβία του στο χώμα, το ίδιο αυτό χώμα που στοιχειώνει τον Θάνο ώς και στην Αφρική· εσωτερικοί μονόλογοι, λιτοί, κοφτοί, για την αναζήτηση ενός κέντρου βάρους, ενός σημείου αναφοράς μέσα στον κόσμο, σε αντιπαράθεση και εντέλει σε συμφωνία με τις αναπόφευκτες ρίζες. Διακειμενικότητα που υπονομεύει διακριτικά τη ρεαλιστική συνθήκη, από τον Ντίκενς ώς τον Προυστ, αλλά και την παράδοση του εξωτισμού.
Χαρακτήρες ψιλοδουλεμένοι και πειστικοί, ακόμα και όταν είναι σχετικά αναληθοφανείς ή απλώς λειτουργούν στο πλαίσιο μιας υπόρρητης αυτοαναφορικότητας ως στοιχεία ποιητικής και διακειμενικής συνομιλίας. Η «Βίλα Κομπρέ» αποτελεί εντέλει μια ευτυχή στιγμή στη συγγραφική διαδρομή του Αλέξη Σταμάτη, μια καμπή. Εχει γράψει ένα ογκώδες μυθιστόρημα που διαβάζεται μονορούφι, γεμάτο σασπένς, αποκαλύπτοντας σταδιακά την πολυπλοκότητά της κατασκευής του, τις πολλαπλές συνιστώσες του. Εχει καταφέρει να υπερνικήσει όλες τις αδυναμίες που υπονόμευαν στα προηγούμενα βιβλία του τη δεδομένη αφηγηματική του δεξιοτεχνία και τη μαεστρία του στη δέση και στη λύση της πλοκής. Εχει πετύχει να φτιάξει ολοζώντανα πρόσωπα που προβάλλουν μέσα από έναν επίσης ολοζώντανο, αληθοφανή, διαφορετικό κάθε φορά χωρόχρονο. Τέλος, το σημαντικότερο, όντας ρεαλιστής, επιτυγχάνει την ψευδαίσθηση που ζητούσε ως ύστατη ποιότητα του ρεαλισμού ο Μοπασάν, μια «τέλεια ψευδαίσθηση του πραγματικού», που συγκινεί και πείθει περισσότερο από το πραγματικό καθαυτό.
Μεγάλες κουβέντες, θα πει κανείς. Και όμως, είναι τέτοια η ισορροπία που επιτυγχάνει ο Σταμάτης στη «Βίλα Κομπρέ», ανάμεσα στην εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, που αποτυπώνεται με φευγαλέα στιγμιότυπα, σαν φωτογραφίες πολαρόιντ, τον εξωτισμό της Αφρικής, την περιπλάνηση και την παραπλάνηση, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του, το εντός και το εκτός, την περιπέτεια και τη μαθητεία, που αξίζει τον κόπο να επισημανθεί με έμφαση - υπογραμμίζοντας και τις δυνατότητες της νεότερης πεζογραφίας, την οποία τόσο συχνά όλοι μεμφόμαστε για πλείστες όσες αδυναμίες. Οσο για τα περί ρεαλισμού, το γεγονός ότι αναπαριστά το πραγματικό χωρίς να το αντιγράφει σχηματικά και απλουστευτικά είναι η καλύτερη διαπίστευση της ωρίμανσής του σε έναν ρεαλισμό που μπορεί να μιλήσει αποτελεσματικά για τον κόσμο και τον άνθρωπο σήμερα.