Friday, July 10, 2009

Χορδή: ένα ποιημα

Αλέξης Σταμάτης
ΧΟΡΔΗ
God has a brown voice, as soft and full as beer.
Anne Sexton

Κι ακούμπησε το τόξο του κάτω.
Ο στόχος ειχε ήδη καταρρεύσει απέναντι.
Μακριά, πολύ μακριά ένα στρογγυλό, δίχως λαιμό, μικρό πουλί. Στο στήθος και μέτωπο ζωηρά πορτοκαλόχρωμο και ελαιοκαστανό το πάνω μέρος
Επαναλαμβάνει ένα λεπτό κλαψιάρικο «τζις».
Έναν ποικίλο μελαγχολικό σκοπό, που αρχίζει με υψηλούς οξείς φθόγγους και ακολουθείται από σύντομα μελωδικά σφυρίγματα και τρίλιες που χαμηλώνουν.
Η μουσική του ταξιδεύει ως τη σπασμένη χορδή.
Και την ταλαντώνει.

Βαβελική ομιλία- κουράζει.
Ας προσέξουμε τις επαναλήψεις, συνιστούν από μονές τους τη λύση.

«Πόσο μακριά;» «Τόσο μακριά».
Μιλάει η χορδή,
Ας έρθει το σπασμένο.
Ας γδυθεί μπροστά μας να δούμε το σώμα του.
Το Αποζητώ.
Γίνεται πρόσωπο κι έχει γένια.
Και γενιά επίσης. Όπως η όμορφη Νοσταλγία.
Όμως πόσες φόρες θα κλάψουν οι έννοιες; Φτάνει, να σιγήσουν.
Και ν’ αποσυρθούν στις χαμηλές περιοχές.
Δεν υπάρχει διορία.
Το σπασμένο έχει απλώς σπάσει.
Κι αυτό είναι το φάντασμά του.

Φάντασμα και είδωλο, αρσενικό-θηλυκό.
Επίκαιρο-μεγάλο.
Με άδεια ελευθέρας.
Κι έρχεται το όριο και στέκει διπλα στο σπασμένο.
Συγκρίνοντας ιαματικά τις επιδόσεις τους.
Πάνω στο πιο παλιό των αισθημάτων
Φόβο

Κι όλα εντός του τάφου αποτυχία
Με νιφάδες φωτός αρχοντικού
Ο καθείς σπασμένος και οριακός διαφθορέας
Κατακαμένος εκεί οπου ανήκει
Στων ματιών του την αγνοία
Ταλαντεύεται.

Αθήνα, 9 Ιουλίου 2009