Wednesday, April 14, 2010

"Βύθισμα αυτογνωσίας" Κριτική της Μάρης Θεοδοσοπουλου για το "Σκότωσε ό,τι αγαπάς" από τη Βιβλιοθήκη

Αλέξης Σταμάτης
Σκότωσε ό,τι αγαπάς


Ο τίτλος του καινούριου μυθιστορήματος του Αλέξη Σταμάτη, σε συνδυασμό με το γκρο πλαν του εξωφύλλου σε δύο γυναικεία μάτια, καλλιεργεί προσδοκίες για ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Πράγματι, το άρωμα γυναίκας δεν λείπει. Ωστόσο, όπως και στα εφτά προηγούμενα μυθιστορήματά του, ο έρωτας δεν αποτελεί το κυρίως θέμα. Οσο σημαντικός κι αν είναι αυτός για έναν συγγραφέα, τα ενδιαφέροντα του Σταμάτη παραμένουν, πρωτίστως, κεντρωμένα στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Ενάμιση μόλις χρόνο μετά το προηγούμενο μυθιστόρημά του, Βίλα Κόμπρε, καταπιάνεται και πάλι με ένα ταξίδι αυτογνωσίας, στο οποίο, για ακόμη μια φορά, δίνει αίσιο τέλος, υιοθετώντας χωρίς τον παραμικρό σκεπτικισμό την παραμυθία της ψυχανάλυσης. Δηλαδή, την αισιόδοξη θέση ότι η ανάκληση απωθημένων γεγονότων καταλήγει στην απελευθέρωση από τις όποιες ενοχές.
Από το 1998, που ο Σταμάτης έκανε το ντεμπούτο του στην πεζογραφία, παραμένει προσκολλημένος στο ίδιο θέμα. Κατορθώνει, ωστόσο, να δημιουργεί, κάθε φορά, την εντύπωση ενός ολοσχερώς καινούριου βιβλίου. Κι αυτό, χάρη στον ευρηματικό και πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της μυθιστοριογραφίας του. Εφευρίσκει, συνεχώς, νέους μύθους, κινούμενους σε διαφορετικούς καλλιτεχνικούς και επιστημονικούς χώρους. Αλλάζει τον κεντρικό χαρακτήρα, που είναι, σε όλα τα βιβλία του, το κυρίαρχο πρόσωπο στον χορό των υπόλοιπων ηρώων. Τοποθετεί την υπόθεση σε διαφορετικά μέρη. Ενώ, αντιθέτως, επιλέγει πάντοτε ως χρόνο δράσης το παρόν, με αναδρομές προς συγκεκριμένη, κάθε φορά, παρελθοντική περίοδο. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, μετά τους συγγραφείς και ηθοποιούς των πρώτων μυθιστορημάτων του, σειρά έχει ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από μια άποψη, χάρη σε αυτήν την επιλογή, το μυθιστόρημα εμφανίζεται ως συνέχεια του προηγούμενου. Σε εκείνο, το ένδον ταξίδι ξεκινά από μια φωτογραφία, σε αυτό, από το βιζέρ ή, εξελληνισμένα, από το προσοφθάλμιο της κινηματογραφικής μηχανής.
Εδώ, ο συγγραφέας απαρνείται τους εξωτικούς τόπους των πρόσφατων βιβλίων του και επιστρέφει, από την Αγρια Δύση και την Αφρική, στην Ελλάδα. Οχι, όμως, σε έναν από τους τόπους των παλαιότερων μυθιστορημάτων του, όπως τα βόρεια προάστια των Αθηνών ή τα Κυκλαδονήσια, αλλά σε ένα ορεινό τοπίο, που δεν κατονομάζει. Υποδηλώνεται, όμως, σαφώς το Πήλιο. Ωστόσο, στα ταξίδια αυτογνωσίας του Σταμάτη δεν ενδιαφέρουν τόσο οι τόποι όσο οι προεκτάσεις τους στον χώρο του φανταστικού. Σε αυτές στηρίζεται, για ακόμη μια φορά, το σασπένς του μυθιστορήματος, το οποίο ο συγγραφέας οικοδομεί με ιδιαίτερη επιμέλεια, αρχής γενομένης από τον τίτλο.
Οπως σπεύδει να εξηγήσει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο σκηνοθέτης-ήρωας, ο τίτλος προέρχεται από την αγγλική φράση «Kill your darlings». Για τη δημιουργία σασπένς, η ελληνική απόδοση φροντίζει το γένος να μένει απροσδιόριστο, όπως στην ελλιπή, από αυτήν την άποψη, αγγλική. Ο ήρωας διαβεβαιώνει πως δεν αναφέρεται σε ζώντα πλάσματα, αλλά στις προσφιλείς εκφράσεις ενός συγγραφέα, με τις οποίες έχει την τάση να παραγεμίζει τις αφηγήσεις του. Οπως, όμως, θα αποκαλυφθεί στο τέλος, ο τίτλος μπορεί να έχει και διαφορετική σημασία. Από την άλλη, θα πρέπει κάποιος να είναι μεγάλος μάστορας της γραφής, όπως, λ.χ., ο Ουίλιαμ Φόκνερ, στον οποίο και αποδίδεται η φράση, για να τη χρησιμοποιήσει ως τίτλο βιβλίου του. Διακινδυνεύει, δηλαδή, να του έρθει κατακέφαλα η λαϊκή ρήση «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». Οπως και να έχει, ο σκηνοθέτης του μυθιστορήματος, που γράφει και τα σενάρια των ταινιών του, διατείνεται πως την ακολουθεί πιστά. Ισως, το ίδιο να πιστεύει και ο συγγραφέας, αφού πλάθει πάντοτε τους ήρωές του ως δικά του alter ego.
Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, παρακολουθώντας εαυτόν, αντικαθιστά τον νεαρό άντρα, αυτόν που συναντάμε σε προηγούμενα μυθιστορήματά του, με έναν πενηντάρη. Κι αυτός, όπως ο συγγραφέας, έχει κάνει στο Λονδίνο αρχικά σπουδές θετικής κατεύθυνσης και μετά κινηματογράφου. Η περιγραφή των οκτώ ταινιών που έχει γυρίσει, θα μπορούσε να αναφέρεται, τηρουμένων των αναλογιών, και στα οκτώ μυθιστορήματα του Σταμάτη. Το πρόσφατο αρχίζει με την ανάγνωση του σεναρίου της ένατης ταινίας του ήρωα στους συνεργάτες του. Οπου δεν αποκλείεται, με τον ρυθμό που γράφει ο Σταμάτης, να έχει κι αυτός ήδη έτοιμο τουλάχιστον το προσχέδιο του ένατου μυθιστορήματός του. Πάντως, στο όγδοο, ο ήρωας δεν είναι εγκλωβισμένος, όπως στα εφτά προηγούμενα, στο οικογενειακό κέλυφος. Εδώ εμπλέκονται μόνο μια πρώην σύζυγος και μια εικοσάχρονη κόρη. Οχι, όμως, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά σαν φιγούρες από το παρελθόν, καθόλου εφιαλτικές, αφού άλλες αποκαλύπτονται ότι είναι οι Ερινύες του.
Το ενδιαφέρον στοιχείο του καινούριου μυθιστορήματος είναι το άνοιγμα που, για πρώτη φορά, κάνει ο Σταμάτης προς την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ανακαλεί όσα συνέβησαν κατά την καθιερωμένη πορεία του Πολυτεχνείου, την Κυριακή της 16ης Νοεμβρίου 1980, όταν ο ίδιος ήταν δευτεροετής φοιτητής της Αρχιτεκτονικής. Μια, κατ' εξαίρεση, απαγορευμένη πορεία, που κατέληξε με δύο νεκρούς. Ευρηματική η μυθοπλαστική παραλλαγή του Σταμάτη, προσθέτει έναν τρίτο νεκρό. Ετσι, δίπλα στον Κύπριο φοιτητή Ιάκωβο Κουμή και την εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου πέφτει ημιθανής και αιμόφυρτος από τα χτυπήματα και ένας αθηναίος φοιτητής. Ωστόσο, δεν είναι ο οποιοσδήποτε νεολαίος, αλλά ένας της νεολαίας του ΕΚΚΕ, με πατέρα, μέλος της τότε κυβέρνησης Γεωργίου Ράλλη και επιστήθιο φίλο τού Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Κατά τα άλλα, ήδη από το 2005 και το μυθιστόρημα Μητέρα Στάχτη, ο Σταμάτης έχει δείξει την έλξη που του ασκεί η παραεπιστημονική φιλολογία. Αυτή τη φορά, δεν εκμεταλλεύεται ένα υπερφυσικό φαινόμενο, όπως εκείνο της αυτανάφλεξης, που παλαιότερα είχε θορυβήσει τους Αμερικανούς, αλλά τις προθανάτιες εμπειρίες, για τις οποίες, τα τελευταία χρόνια, πληθαίνουν οι μαρτυρίες σε περιπτώσεις απώλειας της συνείδησης, λόγω καρδιακής ανακοπής ή και κατά τη διάρκεια σοβαρής χειρουργικής επέμβασης. Αρκετές αμερικανικές ταινίες έχουν στηθεί με βάση αυτές. Πρώτα πέφτουν οι τίτλοι πάνω στο ακίνητο σώμα του ήρωα και ζουμάροντας μετά στα μάτια του, αρχίζει να ξεδιπλώνεται αναδρομικά η περιπέτεια της ζωής του. Οι συμβάσεις, όμως, της κινηματογραφικής αφήγησης διαφέρουν ριζικά από αυτές της μυθιστοριογραφίας. Μένει ζητούμενο κατά πόσο πάνω σε παρόμοιες υπερβατικές εμπειρίες μπορεί να στηθεί ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, όπου, κατά την ανάκληση της προηγούμενης ζωής, να παρεμβάλλονται στην αφήγηση μέχρι επιστολές ή ηλεκτρονικά μηνύματα. Πολύ αμφιβάλλουμε αν η επίκληση, λ.χ., των στοιχειωδών σωματιδίων, των κουάρκ ή όποιων άλλων προσφέρει επίφαση αληθοφάνειας.
Από την άλλη, αυτό το, κατά κάποιον τρόπο, εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα, χωρίς το ορθολογικό στρογγύλεμα του μυθοπλαστικού πλαισίου, κάλλιστα αυτονομείται και διαβάζεται σαν μια ψυχαναλυτικού χαρακτήρα βύθιση ενός ζώντος. Και μάλιστα, αρκετά ιδιότυπη, καθώς ο σκηνοθέτης ήρωας, για να συναρμολογήσει τις ψηφίδες της ζωής του, επιστρατεύει σκηνές από τις αγαπημένες του ταινίες, ευφυώς μονταρισμένες, ανάκατα με θέσφατα λογοτεχνών και στοχαστών. Το πλήθος, ωστόσο, των δάνειων στοιχείων δείχνει υπερβολικό. Στο προηγούμενο βιβλίο του Σταμάτη η διακειμενικότητα είχε προκαλέσει κάποιες αντιπαραθέσεις, όχι για την έκτασή της, αλλά για τα δυσδιάκριτα όριά της με τη λογοκλοπή. Το αποτέλεσμα εδώ δεν ήταν ο μετριασμός της, αλλά ένα πλήθος από υποσελίδιες σημειώσεις με τις πηγές των δανείων. Κατά τ' άλλα, αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας του ήρωα γίνεται συναρπαστικό χάρη στα δύο μυστηριώδη πρόσωπα, έναν γιατρό και μια γοητευτική γυναίκα, που τον καθοδηγούν. Το δίδυμο θυμίζει τον ψυχοπομπό στο τρίτο μυθιστόρημά του, Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα. Τέλος, πιστεύουμε πως η κατά κόρον αναφορά στον Αλλο λειτουργεί σε βάρος του όποιου στοχαστικού φορτίου αυτής της έννοιας. Γενικότερα, στην πρόσφατη πεζογραφία ο Αλλος μάλλον ανήκει στα «darlings» που θέλουν λίγο σκότωμα.