Friday, July 6, 2012


Αλεξης Σταμάτης
Τα μάτια της Μαριλένας
If we make it we can all sit back
and laugh.
But I fear tomorrow I'll be crying,
Yes I fear tomorrow I'll be crying.
King Crimson : “Epitaph” (1969)


            Το προπορευόμενο αυτοκίνητο, ένα Χόντα Σιβίκ φρενάρισε απότομα. Φρέναρα κι εγώ, αλλά δεν απέφυγα την σύγκρουση. Το μπαμ ακούστηκε εκκωφαντικό, τραντάχτηκα ολόκληρος. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχα πάθει κάτι, βγήκα έξω έξαλλος, έτοιμος για καβγά. Πλησιάζοντας είδα στη θέση του οδηγού μια γυναικεία πλάτη. Ξανθό μαλλί κομμωτηρίου, στην τρίχα. Πρόσεξα ένα χρυσό Εσταυρωμένο, πακτωμένο πάνω από το σιντί του αυτοκινήτου. «Μα δε βλέπεις κυρία μου που πας», άρχισα να λέω έντονα. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ήταν γύρω στα εξήντα, σχετικά εύσωμη, πολύ κομψή με το παλ ταγιέρ, τις μαύρες γόβες και το Ερμές φουλάρι της. Παρόλο τον εκνευρισμό μου δεν μπόρεσα να μην προσέξω τα μάτια της. Αμυγδαλωτά, με μεγάλες βλεφαρίδες και βαριά σκιά. Υπήρχε μια αριστοκρατική θλίψη στο βλέμμα, που δεν έμοιαζε να ταιριάζει με το συντηρητικό συνολάκι. «Λυπάμαι αγαπητέ μου, ο μπροστινός φταίει» είπε με ψύχραιμη φωνή, δείχνοντας τον έρημο δρόμο μπροστά. «Ποιος μπροστινός κυρία μου; Εδώ έχω ζημιά κανά επτακοσάρι ευρώ» κραύγασα σχεδόν, δείχνοντας το μπροστινό καπό. «Ηρεμήστε κύριέ μου, υπάρχουν λύσεις» απάντησε κοφτά. Ανταλλάξαμε τις ασφάλειες μας, ήμουν πολύ θυμωμένος για να κοιτάξω τις λεπτομέρειες στην κάρτα. Ήθελα να τη βρίσω, ωστόσο η γυναίκα ήταν τόσο ευγενική που δεν μπόρεσα να αποφορτιστώ, παρά μόνο κανά μισάωρο αργότερα, όταν έφτασα στο σπίτι μου. Όλη εκείνη την ώρα όμως σκεφτόμουν ότι κάπου την είχα ξαναδεί. Αυτά τα μάτια… Έβαλα ένα ουίσκι κι έριξα μια ματιά στα στοιχεία της. Μαριλένα Βασιλείου -Λάσκαρη, διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων. Ξαφνικά, έμεινα με το ποτήρι στο χέρι. Μαριλένα Βασιλείου. Η Μαριλένα. Απίστευτο…Σαν αστραπή, το μυαλό μου ταξίδεψε εικοσιέξι χρόνια πίσω.

            Την εποχή των θεών στο στέκι ενός προδότη Βρούτος. Βουλγαροκτόνου. Εξάρχεια. Παλιά, όταν ο εχθρός ήταν ακόμα ορατός. Μπάτσους τους λέγαμε τότε, δεξιά, όπως θέλετε πέστε το. Ήμουν με μια φοιτητοπαρέα, άντρες όλοι, γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι. Καθόμουν σε μια καρέκλα με ατρακτοειδή πλάτη απέναντι από ένα πόστερ της «Καρκαλούς», ταινίας του μακαρίτη πλέον εδώ και πολλά χρόνια, Σταυρού Τορνέ. Μια μελαχρινή γυναίκα με ινδιάνικα χαρακτηριστικά και κοίταζε το φακό μέσα από τα βάθη της ίριδας. Μιλούσαμε για σινεμά και λογοτεχνία, με την έπαρση όσων η αισθηματική αγωγή περνούσε σχεδόν αποκλειστικά από τις σελίδες και τα εικοσιτέσσερα καρέ το δευτερόλεπτο που υποτίθεται πως απεκάλυπταν την αλήθεια. Ήμασταν ερωτευμένοι με την τέχνη, τον προθάλαμο του έρωτα. Απέναντι μου καθόταν ένας μελαχρινός με κατσαρά μαλλιά αφάνα, γιος ενός από τους ιστορικούς ηγέτες της ανανεωτικής αριστεράς. Μετά τον Γκοντάρ και τον Αλτουσέρ, με μια αριστοτεχνική ντρίπλα, μετέφερε την κουβέντα στις γυναίκες. Ακούμπησα το σωληνωτό ποτήρι μου στην κόγχη του τραπεζιού – μ’ άρεσε να το βλέπω στο όριο - και πήρα την πάσα.
            Δεκαοκτώ χρόνων, πρωτοετής, δεν ήξερα που πήγαιναν τα τέσσερα. Τέσσερα, όσες οι σχέσεις μου με κοπέλες, με ρεκόρ μονιμότητας τους δυο μήνες. Αμήχανες συνευρέσεις, στο μισοσκόταδο, με την ραχοκοκαλιά να λάμπει και τα χείλη να ενώνονται σε ένα σφράγισμα που τότε ονομάζαμε φιλί. Όμως σχέσεις. Ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος. Οι ρυθμοί καταιγιστικοί. Μέθη της θέας, μέθη του αγγίγματος, μέθη της επαφής κι ύστερα, κεραυνοβόλα νηφαλιότης. Οι πόθοι υψηλοί. Φρόντιζαν τα βιβλία να συντηρούν τη δίψα για την απόλυτη ένωση. Μια πείνα που την βαφτίζαμε έρωτα, την διαβάζαμε ποίηση και την λαχταρούσαμε βιολογία. ‘Μα τι να πω μ’ αυτές τις κοπέλες;’, αναρωτιόμουν δραματικά, μεταθέτοντας την απειρία σε απογοήτευση. ‘Θέλω μια πραγματική γυναίκα. Να ’χουμε αληθινή επαφή’.
            Ήθελα τη «βλάβη», το θαύμα. Ήθελα να αναμετρηθώ με το φίδι του παραδείσου, να πιω απ’ το πλεόνασμα, να αποκαλύψω και να αποκαλυφθώ. Να αποδεχθώ το κάλεσμα της ομορφιάς, να καθίσω στα γόνατά της, να ζήσω ένοχα αθώος, αθώα ένοχος. Αχ, αυτός ο βερμπαλισμός της εποχής, ο βερμπαλισμός της νιότης… Στην ουσία, εκείνο που λαχταρούσε ο εαυτός μου πίσω από τα δανεικά λόγια για υπέρβαση προς τον άλλον, πίσω από την επίκληση για μια «διαφορετική κοπέλα» και μια «αληθινή επαφή», ήταν να κάνω πραγματικά έρωτα. Η λαχτάρα χτυπούσε μέσα μου σαν δεύτερη καρδιά. Ορμή ζωής, ένας κρυφός οίστρος που μπέρδευε τρυφερότητα, ερεθισμό, περιέργεια, ακόμα κι ενοχή.
            Το βράδυ έληξε με το λεξιλάγνο μου λογύδριο, το οποίο επαναλάμβανα σε κάθε παρέα, ακόμα και στη μάνα μου, με την οποία αισθανόμουν και φίλος εκτός από γιος. Η παρέα νύσταζε, είχε πάει μια το πρωί και μια κι ήμασταν στο Βρούτο απ’ τις οκτώ, το διαλύσαμε. Πήρα μόνος το δρόμο προς την Ιπποκράτους - έμενα σε μια γκαρσονιέρα στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας. Στο δρόμο σκεφτόμουν εκείνα τα κλάσματα των στιγμών όταν είχα νιώσει τη μαγική ένωση, αυτά τα δοξαστικά δευτερόλεπτα αθανασίας που είχαν κυλήσει μέσα μου σαν γάργαρο νερό. ‘Το ’χω δει;’ αναρωτήθηκα. ‘Αυτό είναι;’. Η απάντηση ήταν όχι. Είχα αγγίξει το σχήμα, είχα θωπεύσει το άγαλμα, αλλά δεν είχα ματώσει, δεν είχα χαθεί, δεν είχα καταλάβει. Πότε άραγε θα βαφτιζόμουν σ’ εκείνο το μυθικό νερό που είχα εκ των πρότερων φανταστεί, το είχα μυρίσει, μέχρι και περιγράψει (με τον υπερχειλίζοντα συναισθηματικό μου τρόπο) στα «ποιήματα μου» όπως ονόμαζα τις καλειδοσκοπικές, σχοινοτενείς φράσεις τις οποίες συνώστιζα συνήθως στα περιθώρια των βιβλίων της Μαθηματικής σχολής, ανάμεσα στη Διαφορική Γεωμετρία και τον Απειροστικό Λογισμό.
            Μπήκα στο μικρό μου διαμέρισμα, όπου με περίμενε ένα ακατάσχετο συνονθύλευμα από ντάνες βιβλία, πεταμένα πιάτα, μαχαιροπήρουνα, τενεκεδάκια μπύρας και χαρτιά. Κρεμασμένοι στους τοίχους, στα κορνιζαρισμένα πόστερ τους, οι ήρωες μου, ο Τζιμ Μορισον και ο Αρθούρος Ρεμπό, αντίκριζαν το κουλτουριάρικο αχούρι πίσω από το σαρκαστικό μειδίαμα της καταραμένης τους αίγλης. Έκανα ένα γρήγορο ντους και πριν πέσω στα τσαλακωμένα υφάσματα, έβαλα στο πικάπ το Epitaph των King Crimson. H ωδή στη σύγχυση θα ήταν ο αρμόζον επιτάφιος μιας ακόμα ερωτικά ατελέσφορης μέρας. Σε λίγη ώρα η μουσική με περνούσε στον ύπνο κι ο θεός Ορφέας με παρέδιδε στην αγκαλιά του σχεδόν ειρωνικά ομόηχου του Μορφέως.
            Ξαφνικά, την μυστική σιωπή κάποιου έντονου REM, διέκοψε ένας καμπανιστός ήχος. Το τηλέφωνο. Μες στο λήθαργό μου το σήκωσα αναρωτώμενος ποιος θα μπορούσε να είναι 2.39 το πρωί. Από την άλλη πλευρά του σύρματος, όπως λέγαμε τότε, ακούστηκε μια θηλυκή, ζεστή, μελωδική φωνή. Δεν ήταν η φωνή ενός κοριτσιού. Ήταν μιας γυναίκας.
            «Ο Μιχάλης;»
            «Ναι».
            «Γεια σου, με λένε Μαριλένα. Δεν με ξέρεις αλλά θα ’θελα να ακούσεις για λίγο αυτά που έχω να σου πω».
            Μες στη νύστα μου, πήγα να ψελλίσω κάτι, αλλά η φωνή ήταν καθηλωτική.
            «Ξέρω τι ψάχνεις. Μη με ρωτήσεις πως, αλλά ξέρω. Και θέλω πολύ να στο δώσω».
            Παραλίγο να μου πέσει το ακουστικό από το χέρι. Πριν προλάβω να πω παρά ένα αμήχανο: ‘Μα που βρήκες το τηλέφωνό μου;’ η γυναίκα άρχισε να μιλάει. Ο μονόλογος της κράτησε περίπου ένα τέταρτο με μικρέ μου παρεμβάσεις – κάτι: ‘Που το ξέρεις;’, ‘Μα πως με…’ κλπ. Ήταν σαν να μου είχαν χώσει μια βελόνα στο κεφάλι και να βυθομετρούσαν το εσωτερικό μου, με στάσεις στα κρίσιμα ύψη όπου υπήρχαν οι φοβερές ζώνες: γυναίκα, έρωτας, σεξ. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Μαγεία, μαγγανεία, ψυχική αλχημεία, τι ήταν αυτό; Ή μήπως ήταν απλά μια πλάκα; Ότι και να ’ταν, άκουγα μαγεμένος τη φωνή να με ταξιδέψει σε μονοπάτια που είχα φαντασιώσει, ονειρευτεί, λαχταρήσει. Έβλεπα μπροστά μου μια θάλασσα, τόσο διάφανη ώστε να μπορώ να διακρίνω τα κοχύλια και τα φύκια στον πυθμένα, ενώ η υδρόβια πλάση αντηχούσε ένα ήχο καθηλωτικό, μια μελωδία που με προέτρεπε: ‘Μπες, Μπες’…Κάποια στιγμή η γυναίκα μου είπε:
            «Θέλω να σε δώ».
            «Κι εγώ» απάντησα «Πότε να πούμε;»
            «Τώρα» είπε κοφτά.
            Έμεινα για μια στιγμή σιωπηλός. Ένιωθα παράξενα. Γοητευμένος, περίεργος αλλά και φοβισμένος. Άκουσα τον εαυτό μου να της δίνει τη διεύθυνση. Έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας ‘Σε μισή ωρα θα είμαι εκεί’.
            Σηκώθηκα αμέσως. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δω το ρολόι: 2.59. Ύστερα άνοιξα το ντουλαπάκι όπου υπήρχε μια μπουκάλα ουίσκι κι ήπια μονορούφι τρία γεμάτα ποτήρια. Μετά πήγα στο μπάνιο και κοίταξα στον καθρέφτη. Είδα ένα φοβισμένο παιδί. Υπήρχε όμως κι ένα κομμάτι του εαυτού μου αποσπασμένο, που αντίκριζε μαζί μου αυτό το είδωλο. Ένας διπλός κατοπτρισμός, μια διάθλαση που άρπαζε την νεανική εικόνα και τη κομμάτιαζε. Ένιωθα σαν κάθε ένα από αυτά τα κομμάτια να είχε τη δική του ζωή, εκατοντάδες μικροί Μιχάληδες που τραγουδούσαν μαζί ένα χορωδιακό κομμάτι πίστης σε κάτι που δεν ήταν θρησκεία, κάτι όμως μεγάλο στην σκοτεινή αθωότητά του, κάτι κοσμικό και άρρητο. Οι ιριδισμοί έσκαγαν σαν μπαλόνια, στραφταλιστοί και αφηνιασμένοι. Το αλκοόλ είχε ποτίσει τον οργανισμό μου κι όλα είχαν αρχίσει να μπερδεύονται σε μια παράξενη δίνη.
            Δεν ξέρω πόσο κάθισα σε αυτή τη θέση στο μπάνιο. Όσο και να ταν όμως εκείνο που διέκοψε αυτόν το ιλιγγιώδη αυτοκατακερματισμό, ήταν ένας ακόμα ήχος: κουδουνιού αυτή τη φορά.
            Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα καθηλωμένος. Ύστερα έκανα δυο ασυναίσθητες κινήσεις. Πρώτον έβγαλα τα γυαλιά μου – έχω πέντε βαθμούς μυωπία και τότε δεν φορούσα ακόμα φακούς επαφής - κι υστερα έκλεισα όλα τα φώτα του σπιτιού. Από το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού – υπνοδωμάτιο και σαλόνι ήταν ένας ενιαίος χώρος που χωρίζονταν με μια συρόμενη πόρτα - το λιγοστό φως της Ιπποκράτους περιέγραφε τα λιγοστά έπιπλα. Πήγα στο κουζινάκι και πάτησα το κουμπί του θυροτηλεφώνου. Περίμενα όρθιος μέσα στο μισοσκόταδο κι ήπια μονορούφι άλλες δυο δαχτυλιές ουίσκι μέχρι ν’ ακούσω το τρίτο κουδούνι: αυτό της εξώπορτας. Το έργο άρχιζε.
            Όταν άνοιξα βρέθηκα μπροστά σε μια αδύνατη γυναικεία σιλουέτα. Το φως του διαδρόμου ήταν κλειστό, ενώ το ουίσκι και η μυωπία είχαν οδηγήσει την όραση μου σε τεθλασμένα μονοπάτια, γεμάτα παράξενα σχήματα, μυστικές εικόνες, φαντασιώσεις. Έβλεπα όπως κάποιος σε θέατρο σκιών. Η γυναίκα έκανε ένα μικρό βήμα και είπε ‘Γεια σου’. Ανταπόδωσα και παραμέρισα για να περάσει.
            Όσα συνέβησαν τις επόμενες ώρες ήταν σαν έναν όνειρο. Είχαν τη δύναμη της ενύπνιας εικόνας και ταυτόχρονα το άπιαστο της ανάκλησης. Αν συνυπολογίσουμε τα χρόνια που έχουν περάσει και την τόσο ειδική ψυχολογική μου κατάσταση, είναι πραγματικό θαύμα που ακόμα θυμάμαι κάποιες λεπτομέρειες. Σκοτάδι μνήμης καλύπτει το διάστημα που κάναμε να βρεθούμε από τον διάδρομο στο κρεβάτι. Μαύρο, τις κουβέντες – που πρέπει να ’ταν ελάχιστες – που ανταλλάξαμε πριν βρεθούμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Πλήρες κενό για το ποιος έκανε την πρώτη κίνηση – αν και είμαι σίγουρος πως θα ήταν εκείνη – ποιος έγδυσε ποιον, αν υπήρξε αμηχανία δευτερολέπτων κι όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που λογικά κάνουν τα προκαταρκτικά μιας τόσο ειδικής συνεύρεσης να καρφώνονται στη μνήμη. Η ουσία είναι ότι άρχισε μια ερωτική νύχτα που όμοιά της δεν είχα φανταστεί στη ζωή μου. Κι αυτό που ανακαλώ είναι η πεμπτουσία της.
            Πτώση και ανάσταση, ίλιγγος και αμοιβαιότητα, αστραπή και ανταρσία. Είχα στα χέρια μου ένα σώμα γυμνό, λείο, φιδίσιο - ‘καλοκαιρινό’ μες στη χειμωνιάτικη νύχτα - που κουλουριάζονταν, τανύζονταν, οδηγούσε (ναι, κυρίως οδηγούσε) και κρυβόταν, παράγοντας μια μυστική μουσική, μια απεριόριστης ελευθερίας μελωδία των αισθήσεων. Ψηλαφούσα, χανόμουν, εγκιβωτιζόμουν κι απελευθερωνόμουν απαντώντας σε μια σωματική κλήση, ένα κάλεσμα των αισθήσεων, που ήταν πλήρωση και κένωση μαζί.
            Είπα οδηγούσε. Καλπάζοντας. Κι εγώ ακολουθούσα σε μονοπάτια ανεξερεύνητα, σε στάσεις και πορείες άγνωστες. Ως για πρώτη φορά, στην αυτοεγκατάλειψη. Ως για πρώτη φορά στη γνώση του σώματος. Του δικού μου και του Άλλου. Όλα φως στο μισοσκόταδο. Όπως οι σούστες του κρεβατιού, έτριξαν μέσα μου τα αινίγματα της ηλικίας. Σώμα, μέθεξη κι επιθυμία. Δίψα. Δίψα και ξεδίψασμα.
            Όμως ήταν κι η φωνή, τρέμουλο και μέταλλο, ζεστασιά και απαίτηση. Κι ας μη θυμάμαι πια ούτε μια λέξη που ανταλλάξαμε. Είχα χαθεί μέσα σε κάτι αδηφάγο είχα κατέβει σε ένα πεδίο με πολλαπλές διαστάσεις, σ’ ένα χωροχρόνο άλλης τάξεως. Κάποια στιγμή αυτό το μυστήριο με κατάπιε και με οδήγησε σ’ έναν ύπνο βαθύ, δίχως όνειρα, στην αγκαλιά της άγνωστής μου Δέσποινας.

            Όταν ξύπνησα είχε ξημερώσει. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό. Για ένα διάστημα ωστόσο δεν καταλάβαινα που ήμουν. Μου πήρε αρκετό χρόνο μέχρι να επαναπροσδιορίσω τις συντεταγμένες μου. Το κεφάλι μου βούιζε από το χτεσινό αλκοόλ, ωστόσο ένιωθα σαν κάποιος να πήρε την καρδιά μου, να μου την έβγαλε, να μου την έδειξε κι ύστερα την ξαναέβαλε στη θέση της, λέγοντας μου ‘εντάξει, όλα καλά’. Τα σκεπάσματα ήταν στο πάτωμα, τα ίχνη της κλινοπάλης διάστικτα στο δωμάτιο, όμως δίπλα μου δεν υπήρχε κανείς. Η Μαριλένα είχε φύγει.
            Μετά από τρεις σκέτους καφέδες και ένα γερό σκοτσέζικο ντους, βγήκα έξω και κατευθύνθηκα προς τη Σχολή που τότε στεγάζονταν στη Σόλωνος, στο κτίριο της Νομικής. Ένας φίλος, που με είχε δει τυχαία από το λεωφορείο, όταν τον συνάντησα δυο μέρες αργότερα, μου είπε ότι περπατούσα σαν φάντασμα, έμοιαζα εντελώς τόπου και χρόνου. Άντεξα μόλις δυο ώρες στο αμφιθέατρο. Ούτως ή άλλως το μεσημέρι είχα κανονίσει να φάω στο σπίτι της γιαγιάς μου μαζί με τη μάνα μου. ¨όμως τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Πήγα σ’ ένα ψιλικατζίδικο να την πάρω τηλέφωνο να το αναβάλουμε. Δεν μπορούσα καλά καλά να μιλήσω. Ακούγοντάς με έτσι περίεργο, η μάνα μου ανησύχησε και επέμενε να βρεθούμε. Τελικά ήρθε εκείνη σπίτι μου. Μετά από δυο ακόμα σκέτους νες, μια και δεν είχα κανένα λόγο να της το κρύψω, της αφηγήθηκα μέσες άκρες την ιστορία, τα γεγονότα μόνον. Ξαφνικά η μάνα μου άρχισε να γελάει. Γέλιο τρανταχτό, για ώρα.
            «Μαριλένα τη λένε; Μη μου πεις ότι είναι γύρω στα τριάντα, μελαχρινή, με έντονα χείλη και λίγο πλακουτσή μύτη;».
            Της απάντησα ότι δεν μπόρεσα να διακρίνω ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά, ούτε και θυμόμουν πολλά στην κατάσταση που ήμουν. «Γιατί γελάς όμως;»
            Μόλις συνήλθε, μου διηγήθηκε μια απίθανη ιστορία. Πριν δύο μέρες την είχε καλέσει σπίτι του ο Μανόλης, ένας φίλος της από τα εφηβικά χρόνια. Ο Μανόλης τότε ασχολιόταν με την ζωγραφική και αρχές της δεκαετίας του 60 πήγε στο Λονδίνο για σπουδές, απ’ όπου γύρισε κανονικός χίπης. Όταν λέμε χίπης, μιλάμε ορίτζιναλ, με μακρύ μαλλί, μούσι αλά Μαχαρίσι, χαϊμαλιά, ροκ, ινδουιστική φιλοσοφία και πάρτι με Τζεφ Μπεκ και Τζιν Σρίμπτον. Δεν υπήρχαν τότε πολλοί αυθεντικοί χίπηδες στην Ελλάδα, μόνο κάτι ιμιτασιόν που μαϊμούδιζαν με λίγο ροκ, επαναλήψεις του Γούντστοκ και κανένα τρίφυλλο.
            Ο Μανόλης λοιπόν έμενε σε μια εγκαταλειμμένη μονοκατοικία στο Χαλάνδρι όπου είχε στήσει  ένα κοινόβιο με δυο φίλες του κι ένα νεαρό ζευγάρι με ένα παιδί. Κάποια στιγμή λοιπόν, ενώ η παρέα είχε πιει τα ποτηράκια της, έπιασαν να μιλάνε για παιδιά κι η μάνα μου χαριτολογώντας άρχισε να λέει για τον νεαρό γιο της, ο οποίος ήταν ‘απογοητευμένος ‘ από τα κορίτσια της ηλικίας του κι έψαχνε να βρει τον ‘πραγματικό’ έρωτα. Μια σύνοψη του ρομαντικού λογυδρίου που μετέφερα παντού, σε κάθε ευκαιρία. Φεύγοντας, μια γυναίκα – εκείνη με το παιδί – της είπε: ‘Δε μου δίνεις το τηλέφωνο του γιου σου να του εξηγήσω μερικά πράγματα;’. Της το ’δωσε – για πλάκα, όμως μου ’πε - κι ύστερα το ξέχασε.
            «Φυσικά την έλεγαν Μαριλένα» είπα.
            «Ναι», απάντησε η μάνα μου, «και τώρα τι θα κανείς; Θα τα φτιάξεις με μια χίπισσα παντρεμένη με παιδί;»
            Αυτό ήταν ακριβώς εκείνο που έκανα. Η Μαριλένα με πήρε το ίδιο απόγευμα και ξαναβρεθήκαμε το βράδυ. Βλέποντάς την στο φως, θαμπώθηκα ακόμα περισσότερο. Ήταν σαν να είχε βγει μέσα ένα φιλμ της Νουβέλ βαγκ. Κατι σαν Άννα Καρίνα στο πιο μεσογειακό. Το βράδυ το περάσαμε στο κρεβάτι, συνεχίζοντας τα χτεσινά μαθήματα. Όπως και το επόμενο και το μεθεπόμενο. Τα αθηναϊκά μου βράδια σήμαιναν Μαριλένα για δυο ολόκληρους μήνες. Αν ο Μανόλης ήταν μια φορά ‘χίπης’ η Μαριλένα ήταν δέκα. Ολόκληρη η μυθολογία των σίξτις, όλη η ‘ροκ’, ‘νταρκ’, ‘ποιητική’ φαντασίωση, με είχε επισκεφθεί με σάρκα και οστά. Τι για πρώτη φορά έκανα τζόιντ, τι ακυκλοφόρητα του Ντίλαν που δεν είχα διανοηθεί ότι υπήρχαν άκουσα, τι εναλλακτικό σινεμά είδαμε, τι τρέλες κάναμε στους δρόμους με την Μαριλένα να βγάζει τη μπλούζα της δημόσια, τι σε σπίτια με βικτοριανή διακόσμηση και τοίχους ζωγραφισμένους από τον Τσαρούχη πήγαμε - ήταν δυο μήνες μυθιστορηματικοί γεμάτη ποίηση, τέχνη, αλλά κυρίως, έρωτα. Έναν έρωτα που ούτε είχα διανοηθεί πως υπήρχε. Έπινα από το ανείπωτο, έτρωγα από το άρρητο.
            Όσο για τον άντρα της - κανένα πρόβλημα. Η σχέση τους ήταν ανοιχτή, ελεύθερη, μια φορά μάλιστα τον είδαμε τυχαία στον δρόμο – ήταν ένας ωραίος τριανταπεντάρης με λουκ Ρότζερ Ντάρτλει – και μας έκανε ο ίδιος πλάκα.
            Κάποια στιγμή όμως, είτε φοβήθηκα, είτε ένιωσα ένα αδιέξοδο. Η μαγεία είχε ημερομηνία λήξεως. Κάτι μέσα μου μου λεγε πως η ουρανοκατέβατη επίσκεψη σκοπό είχε την μαθητεία, και πως όσα έζησα, όσο γνώρισα, έπρεπε να τα μεταλαμπαδεύσω στη δική μου ‘κανονική’ ζωή, τη ζωή ενός δεκαοκτάχρονου φοιτητή στην Αθήνα του 1978. Η σχέση σταμάτησε μαχαίρι. Στα επόμενά μας ραντεβού στον Βρούτο, εγώ πια ήμουν εκείνος που άκουγε με συγκατάβαση τα βερμπαλιστικά περί έρωτος παραληρήματα των φίλων. Πλέον ήξερα. Είχα δει.
            Με τη Μαριλένα δεν ξαναμιλήσαμε από τότε. Δυο χρόνια αργότερα την είδα σ’ ένα μπαρ στο Μετς όπου δούλευε. Όμορφη, σαν ξωτικό. Μου σέρβιρε το ουίσκι, αμίλητη.

            Έψαξα στα συρτάρια μου και βρήκα την μια και μοναδική φωτογραφία που είχαμε βγάλει μαζί. Γυμνοί στο κρεβάτι. Την σκάναρα και τη πέρασα στο Photoshop. Έκανα ζουμ στα μάτια. Ήταν τα ίδια που με κοίταζαν επί δύο μήνες, εικοσιέξι χρόνια πριν, μείον τις πρόσθετες βλεφαρίδες και την έντονη σκιά. Σήκωσα το τηλέφωνο και πληκτρολόγησα τον αριθμό της. ‘Η Μαριλένα;’ ‘Ναι’ ‘Γεια σου, είμαι ο Μιχάλης’. ‘Ποιος Μιχάλης;’. Για μια στιγμή πήγα να πω ‘1978. Χειμώνας, θυμάσαι;’, αλλά τελικά μου βγήκε ‘Μιχάλης Γρηγοριάδης, που τρακάραμε πριν από’. ‘Έχει κανονιστεί’ με διέκοψε. ‘Θα σας τηλεφωνήσουν από την ασφάλεια το απόγευμα’ είπε η κυρία Βασιλείου και κάπου εκεί το κλείσαμε. Κοίταξα γύρω στο σαλόνι. Στον τοίχο, το πορτρέτο του προπάππου μου με κοίταζε βλοσυρά. Πήγα στον υπολογιστή και κατέβασα το Epitaph από το Kazaa.