Γράφει η μεγάλη Βρετανίδα συγγραφέας Τζορτζ Έλιοτ στο αριστούργημά της «Μίντλμαρτς»: «Να ’σαι ο γιος ενός έμπορου στο Μίντλμαρτς και κληρονόμος τίποτα του ιδιαίτερου».
Τραγουδούν οι Σμιθς στο εκπληκτικό «How soon is now»: «Είμαι ο γιος, και κληρονόμος, μιας αιδημοσύνης που ναι εγκληματικά χυδαία. Είμαι ο γιος, και κληρονόμος, τίποτα του ιδιαιτέρου». Οι τέχνες, οι εποχές δεν έχουν σύνορα.
Το κεντρικό πρόσωπο του τραγουδιού των Σμιθς είναι ένας ντροπαλός νέος, που δεν μιλάει, δεν μπορεί να εκφέρει εκείνο που νιώθει, δεν ανοίγεται, δεν ρισκάρει, δεν πράττει και μοιραία δεν μπορεί να βρει την αγάπη, μια αγάπη που χρειάζεται ο καθένας μας, η οποία όμως δεν του χαρίζεται, ούτε θα του ’ρθει εξ ουρανού εφ όσον δεν «ανοίξει» τον εαυτό του, δεν εκχωρήσει κάτι, δεν προκαλέσει.
Ο νεαρός είναι κληρονόμος ενός στίγματος, ενός «χυδαίου, εγκληματικού» στίγματος, κληρονόμος της ντροπής, και εν τέλει κληρονόμος του τίποτα. Υπάρχει ένα κλαμπ, όπου δυνητικά μπορεί να γνωρίσει κάποιον άνθρωπο, να μιλήσει, να επικοινωνήσει, ωστόσο πάει εκεί μόνος του, στέκι σε μια γωνία μόνος του, πίνει το ποτό του μόνος του, φεύγει μόνος του, γυρίζει σπίτι μόνος του και κλαίει και θέλει να πεθάνει.
Θέλει να πεθάνει επειδή θέλει τη ζωή και τη θέλει τώρα. Αλλά, «όταν θέλεις κάτι να συμβεί ‘τώρα’, τι ακριβώς εννοείς;», ρωτούν οι Σμιθς. Όσο δεν πράττεις, τα τώρα και τα τώρα αθροίζονται, χάνουν την εντατική τους αξία κι η ζωή κυλάει μες απ’ τα δάχτυλα σα νερό.
Όταν ακούω αυτό το τραγούδι των Σμιθς εκείνο που σκέφτομαι είναι ο ζωτικός χρόνος, η μύχια εμπειρία της διάρκειας και της στιγμής. Το «τώρα», αυτή η αυτόματη διαδοχή στιγμών δεν είναι παρά μια τεχνητή ρήξη σε μια φυσική συνέχεια. Ανίκανη να ακολουθήσει την ζωτική κίνηση, η διάνοια κινητοποιεί τον χρόνο μέσα σε έναν μονίμως πλαστό παρόν.
Αντίθετα, η πράξη είναι μια στιγμιαία απόφαση που φέρει όλο το φορτίο της πρωταρχικότητας. Σε μια γάτα την ώρα που καραδοκεί, βλέπουμε την στιγμή της εφόρμησης να εγγράφεται στο πραγματικό, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε και την επερχομένη τροχιά του άλματος. Πριν από την περίπλοκη διαδικασία της εφόρμησης όμως, υπάρχει η καίρια στιγμή της απόφασης. Η απόφαση, η πράξη είναι που δημιουργεί ένα «τώρα» ενεργό, ένα τώρα που ορίζει τον δικό του χρόνο. Για τον ντροπαλό ήρωα του τραγουδιού των Σμιθς, το στάδιο αυτό είναι ματαιωμένο, διαρκώς εν αναβολή. Η αδυναμία του να κάνει την κάθετη τομή, τον πνίγει στην αέναη ροή των στιγμών. Βυθίζεται στη διάρκεια. Για εκείνον, ποτέ δεν είναι νωρίς, ποτέ δεν είναι αργά.
Πόσο νωρίς, πώς αργά όμως είναι το οποιοδήποτε τώρα; Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτή την αινιγματική παγίδα που μας στήνει ο χρόνος. Το παρόν δεν «περνάει». Απλά εγκαταλείπουμε μια στιγμή για να βρούμε μιαν άλλη. Ο πραγματικός χρόνος υπάρχει μόνο χάρη στην στιγμή - βρίσκεται ολόκληρος μέσα στον ενεστώτα, μέσα στην πράξη, μέσα στο παρόν.
Ίσως σε κάποιο άλλο τραγούδι ο ήρωας των Σμιθς θα μπορούσε να κάνει την υπέρβαση. Να επέμβει στον δεδομένο, τον κοινόχρηστο χρόνο, δημιουργώντας τη δική του εξίσωση, τις δικές του παραμέτρους. Να αποσυνδέσει τη διάρκεια από κάθε μετρήσιμη έννοια, να αρπάξει το χρόνο από τα κέρατα και να τον τιθασεύει.
Οι Μόρισει - Μάρει ωστόσο, παγώνοντας το χρόνο σε αυτή την αδιέξοδη συνθήκη, μας έδωσαν ένα ατόφιο αριστούργημα, ένα τραγούδι που από την πρώτη του συγχορδία μας ταξιδεύει σε ένα αέναα ματαιωμένο παρόν. «Πόσο νωρίς είναι το τώρα;» - ένας στίχος που γεφυρώνει την Φυσική με την Λογοτεχνία, την Άλγεβρα με τη Φωτιά.
Πρόκειται να δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού ΟΖΟΝ