Monday, January 10, 2011

Αρχαία Αγορά σε «Συνεργείο» Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Απο την Ελευθροτυπία
Αρχαία Αγορά σε «Συνεργείο»
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Πέντε συγγραφείς. Πέντε σκηνοθέτες. Και έξι ηθοποιοί. Το αποτέλεσμα; Η «Εξοδος». Εξοδος... κινδύνου; Θα μπορούσε να είναι τέτοια. Αν και το ακριβέστερο θα ήταν αδι-έξοδος ή, σωστότερα, Αδη-έξοδος.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Αλέξης Σταμάτης, Δημήτρης Γκενεράλης και Μισέλ Φάις, οι τέσσερις από τους πέντε συγγραφείς των θεατρικών κειμένων της «Εξόδου» Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Αλέξης Σταμάτης, Δημήτρης Γκενεράλης και Μισέλ Φάις, οι τέσσερις από τους πέντε συγγραφείς των θεατρικών κειμένων της «Εξόδου» Τελικά, από τον τίτλο του φιλόδοξου συλλογικού θεατρικού εγχειρήματος, που από τις 29 του μήνα θα εκτυλίσσεται στο θέατρο «Συνεργείο», έμεινε «γυμνή» η «Εξοδος».

Πολυσήμαντη ούτως ή άλλως λέξη, που πραγματώνεται χάρη στην «επιστράτευση» των Δημήτρη Γκενεράλη, Βαγγέλη Ραπτόπουλου, Σάκη Σερέφα, Αλέξη Σταμάτη και Μισέλ Φάις. Τα κείμενα που, με αφετηρία την αρχαία τραγωδία, συνέθεσαν ειδικά για το project του «Συνεργείου», τα σκηνοθετούν οι Γιολάντα Μαρκοπούλου, Λίλυ Μελεμέ, Δημήτρης Μπίτος, Ελένη Μποζά και Αρης Τρουπάκης, με τους ηθοποιούς Μαρία Αιγινήτου, Ειρήνη Δράκου, Δέσποινα Κούρτη, Αννα Κουτσαφτίκη, Σπύρο Τσεκούρα και Χάρη Χαραλάμπους.

«Βρισκόμαστε σε ένα περίεργο, τεράστιο αδιέξοδο σήμερα. Αδη-έξοδο. Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται και στα 5 κείμενα που ζητήσαμε να γραφούν. Εμείς με τις παραστάσεις τούς προτείνουμε μια έξοδο», υποστηρίζει η Γ. Μαρκοπούλου.

Παρ' όλο που οι συγγραφείς «στρατολογήθηκαν» για να «ανασύρουν θησαυρούς της αρχαίας τραγωδίας», μέσα από την αντιπαράθεση ιδιωτικού και δημόσιου λόγου, τελικά οι αναφορές στο τραγικό είναι έμμεσες. Οι συγγραφείς παρήγαγαν ένα αιχμηρό μίγμα σύγχρονων δραματικών, ανθρώπινων στιγμών, που μιλάνε ευθέως για τη σημερινή συγκυρία. «Το υλικό που πήραμε στα χέρια μας είναι σύγχρονα ελληνικά έργα», τονίζει η Γ. Μαρκοπούλου. Ωστόσο, ένας σύγχρονος Χορός, η έκφανση της συλλογικότητας και του δημόσιου λόγου-χώρου, διατρέχει και τις πέντε 20λεπτες παραστάσεις (τη μουσική επιμελούνται οι «Παράξενες μέρες»).

Η μιας ώρας και 40 λεπτών «Εξοδος» θα ξεκινά νωρίτερα από την καθαυτή παράσταση. Ηδη από την είσοδο. Οι ηθοποιοί θα παραλαμβάνουν το κοινό για να το καθοδηγήσουν σε ένα λαβύρινθο σχεδιασμένο ειδικά από την Αλεξάνδρα Σιάφκου και τον Αριστοτέλη Καρανάνο. «Με την είσοδο στο "Συνεργείο" οι θεατές θα διαπιστώνουν ότι δεν είναι ένα ακόμα θέατρο», λέει η «ψυχή» του Γιολάντα Μαρκοπούλου.

Τα πέντε κείμενα, εκτός από τον κοινό τίτλο, ως προς το περιεχόμενο «δεν έχουν καμία σχέση», παραδέχεται η σκηνοθέτιδα. «Καλούμαστε παρ' όλ' αυτά να τα παρουσιάσουμε ως μια κοινή παράσταση. Αυτή είναι η πρόκληση». Το αβαντάζ είναι ότι οι περισσότεροι από τους σκηνοθέτες είχαν συνεργαστεί ξανά ομαδικά πέρσι στο σπονδυλωτό «Κόντρα στην Πρόοδο» του Σολέρ.

Ερινύες και πατροκτονίες

- Στο «Θάλαμο» του Αλέξη Σταμάτη, που ανέλαβε να σκηνοθετήσει η Γιολάντα Μαρκοπούλου, με τη Δέσποινα Κούρτη, τη Μαρία Αιγινήτου και τον Χάρη Χαραλάμπους, εφαλτήριο στάθηκε η διάκριση δύο κόσμων, που τελικά «οδήγησε σε μια κίνηση καθοδική, αναφορά σε ένα επέκεινα που δεν κατονομάζεται», όπως εξηγεί ο συγγραφέας. Τον κινούμενο θάλαμο χειρίζεται ένας επαγγελματίας οδηγός που «θα μπορούσε να είναι και ο ψυχοπομπός που καταβυθίζει ένα ζευγάρι σε έναν άγνωστο βυθό, που δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον Αδη». Η σύζυγος εμφανίζεται ως ηθοποιός. Ο σύζυγος είναι ένα λούμπεν στοιχείο. «Επιδίδονται σε ένα παιχνίδι μεταμορφώσεων, όπου κανείς δεν είναι αυτό που... είναι. Το έργο εν τέλει είναι ένα σχόλιο πάνω στο υποδύεσθαι».

- Το μονόπρακτο του Σάκη Σερέφα «Ερινύα με τανάλια», που σκηνοθετεί ο Αρης Τρουπάκης, εκτυλίσεται σε ένα οδοντιατρείο με πρωταγωνιστές την οδοντίατρο (Μ. Αιγινήτου) και τον ασθενή της (Σπ. Τσεκούρα). Η πρώτη αντιπροσωπεύει την Ερινύα και ο πελάτης έναν κοινό θνητό, ο οποίος, όπως «όλοι μας είτε επινοεί Ερινύες είτε τις βρίσκει κατάφατσα». Το στόρι είναι απλό. Ενας άνθρωπος προσπαθεί να κερδίσει χρόνο πριν από την επώδυνη εξαγωγή του φρονιμίτη του, αφηγούμενος στην οδοντίατρό του μια ιστορία. «Η αφήγηση παραδόξως την εξοργίζει και αντιδρά εκδικητικά. Γίνεται, δηλαδή, Ερινύα. Στο σημείο αυτό αρχίζει ένα σαρκοβόρο παιχνίδι που θυμίζει τις "Ευμενίδες" του Αισχύλου», υποστηρίζει ο Σερέφας. Σε αντίθεση με τις «Ευμενίδες», δεν υπάρχουν εδώ αξίες σταθερές, «όλα είναι διαπραγματεύσιμα». Κάθαρση δεν υπάρχει. Υπάρχει ένα τεράστιο ερωτηματικό, όπως αυτό «με το οποίο λειτουργούν οι κοινωνίες σήμερα που οι αξίες τους είναι ρευστές».

- «Μυρμήγκια». Ο τίτλος του κειμένου του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Αινιγματικός; Κι ωστόσο συνομιλεί με την τραγωδία -παρ' όλο που ο συγγραφέας δηλώνει ξεκάθαρα «τραγωδία σήμερα δεν υφίσταται. Αναγκαστικά ζούμε δράματα». Τα εξόχως άγρια ζητήματα που θίγει είναι η αιμομιξία και η πατροκτονία. Πρόκειται για το μονόλογο μιας δασκάλας (Ειρήνη Δράκου), που ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια. Τότε που ο πατέρας της τη βίαζε κι εκείνη τελικά τον σκοτώνει. Το φόνο τον προβάρει σε... μυρμήγκια.

Η ιστορία, που τη σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μπίτος, βασίζεται σε ένα γνωστό διήγημα του συγγραφέα από τη συλλογή «Βαθύς και λυπημένος», που σύντομα ξανακυκλοφορεί. «Φυσικά έκανα μια αρκετά δραστική διασκευή. Η ηρωίδα στο διήγημα είναι κοριτσάκι στην εφηβεία. Στο θεατρικό είναι πια μεγάλη και αναμηρυκάζει όσα συνέβησαν», διευκρινίζει ο Ραπτόπουλος.

Στο κοίλον της TV

- Ο Δημήτρης Γκενεράλης στο μονόλογό του «Κυριακή πρωί» επιτυγχάνει τη σύνδεση με την τραγωδία μέσω του οιδιπόδειου συνδρόμου του πρωταγωνιστή του, ενός «σαλού κλοσάρ» (Σπύρος Τσεκούρας). Το κείμενο, που η σχέση του με την αρχαία τραγωδία σύμφωνα με το συγγραφέα είναι «ψυχαναλυτικά έμμεση», ανέλαβε η Ελένη Μποζά.

- Το μονόπρακτο του Μισέλ Φάις «Μετά τις τελευταίες μας λέξεις» αφορά «τον αέναο, τυφλό και ωμοφαγικό τσακωμό ενός ζευγαριού» σ' ένα τηλεοπτικό στούντιο. Η γυναίκα (Αννα Κουτσαφτίκη) δουλεύει περιστασιακά ως γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο άντρας (Χάρης Χαραλάμπους) φτιάχνει σταυρόλεξα. Ο χώρος της τηλεόρασης στο μονόπρακτο, που σκηνοθετεί η Λίλυ Μελεμέ, γίνεται ο χώρος μιας «άρρωστης» Αρχαίας Αγοράς, όπου «το ιδιωτικό και το δημόσιο αλληλοϋπονομεύονται και εναλλάσσονται σαν το παιχνίδι με τις μάσκες που συμβαίνει συνεχώς επί σκηνής». Κάποια στιγμή, στο πλαίσιο του τηλεοπτικού show, προβάλλεται ένα home video από πρώην ευτυχισμένα στιγμιότυπα του ζευγαριού, όπου ενσωματώνονται αρχαία θραύσματα από κείμενα σπαραγμού και φιλονικίας. Ολα καταλήγουν στην... έξοδο από το «κοίλο» της τηλεόρασης, μέσα από την «έφοδο της ζέουσας πραγματικότητας που κυκλώνει αμετάκλητα πρωταγωνιστές και θεατές».

Info «Συνεργείο»: Κολωνού 31, Μεταξουργείο. Ημέρες παραστάσεων: Πέμπτη - Κυριακή. Πληροφορίες - κρατήσεις: 6981-802544.

O Σκορπιος στη Σκουφα

Ο ΣΚΟΡΠΙΟΣ ΣΤΗ ΣΚΟΥΦΑ

(δημοσιευτηκε στο pontiki.gr)

Το να είσαι ποιητής σημαίνει να είσαι δύο άνθρωποι. Να ζεις, να αναπνέεις, να δημιουργείς σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον και ταυτόχρονα να το παρατηρείς, να του απομυζάς τους χυμούς, να συντονίζεσαι χαμηλά και ψηλά μαζί, στη μυστική αξία των πραγμάτων.

Σήμερα, όμως, γύρω σου ο εικοστός πρώτος αιώνας τρέχει με τα χίλια, ενώ η Ιστορία συνεχίζει τον ειρωνικό της βηματισμό, ενώ τα γεγονότα (που είναι σαν τα σακιά, μόνα τους δεν στέκουν αν δεν γεμίσουν με αισθήματα και αιτίες) αλληλοδιαδέχονται ιλιγγιωδώς το ένα το άλλο σ’ ένα άφιλτρο βιντεοκλίπ, στην αποθέωση του διαρκώς επικαιρικού. «Η απούσα αληθινή ζωή», που έλεγε ο Ρεμπώ, δεν πιθανολογείται πλέον ούτε σαν ουτοπία, έχει δραπετεύσει οριστικά, τόσο σε επίπεδο κοσμοθεωρίας όσο και σε επίπεδο ανάσας, ψυχής.

Η γη δεν έχει πια μυστικά, το χώμα, το νερό, ο αέρας είναι πολλαπλά επεξεργασμένα, ό,τι πολύτιμο: ορυκτό, υγρό, σωματίδιο έχει ήδη εξορυχθεί, ανελκυστεί, συλλεγεί, απομονωθεί και φυλάσσεται σε χώρους-μουσεία-μαυσωλεία-σκληρούς δίσκους, συμβάλλοντας σε αυτή τη γιγαντιαία επιχείρηση αποθήκευσης στοιχείων, πληροφοριών, εικόνων, λέξεων, αισθημάτων. Τα πράγματα είναι πια σαφή, η τεχνολογία υπερίσχυσε της ποιήσεως, η Άλγεβρα της Φωτιάς, κατά το δίδυμο του Μπόρχες.

Το 2003 μιλούσα σε ένα καφέ στη Σκουφά με τον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Την προηγουμένη είχα ξεκοκαλίσει σχεδόν όλη του την εργογραφία. Κάποτε, φαίνεται να λέει ο Λεοντάρης, μέσα από την τεχνολογία, τους αλγόριθμους και τους γεωμετρικούς τόπους έσταζε μια μικρή σταγόνα ρίγους που διέβρωνε γλυκά το ολοκλήρωμα, ηχούσε ένα θρόισμα που ταλάντευε το πίξελ, τα σύμβολα ήσαν κι αυτά λέξεις, δηλαδή ανθρώπινη λαλιά, δηλαδή πιθανότητα.

Διαβάζοντάς τον, ένιωθες την κρισιμότητα. Τα γεγονότα είχαν βιωθεί, με πίστη ποιητική, χωρίς την εύλογη απόσταση από την πληγή, αλλά εντός του χαίνοντος - κενού ή τραύματος - δεν έχει σημασία, εντός της καταραμένης και ευλογημένης ταυτόχρονα νησίδας, εκεί όπου τα όρια του μέσα και του έξω είναι δυσδιάκριτα κι ακόμα μαγικά. Εκεί όπου παραμονεύει η τρομερή αλήθεια, για να δικαιώσει ή μη αυτό που σε όλη την πορεία μας διαφεύγει. Την βολή αυτής της ζωής που μπορεί να είναι και άκυρη, σαν άλμα που από την ορμή της φοράς αγγίζει την πλαστελίνη.

Μπροστά σε αυτή την άγρια μοίρα οι αισθήσεις είναι άδειες. Όπως και το ποίημα είναι άδειο μπροστά στην ομορφιά του έξω κόσμου, του άπιαστου, του μη απτού, αυτού του άχρονου κόσμου που διαφεύγει αφήνοντας το τοπίο ελεύθερο για εκείνο που ονομάζουμε πραγματικότητα, τον τόπο όπου ο ποιητής θεωρεί εαυτόν άγνωστο και απαρνημένο. «Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος / θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία, ωραία / τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία... / Και δεν με ξέρω πια και δεν με θέλω».

Και ο λόγος αυτής της «απόσυρσης»; Μια γιγαντιαία περίληψη όσων αρθρώθηκαν, μία βλάστηση πιθανοτήτων που σταδιακά ξεραίνεται, για να βρει τη μόνη της μεταμόρφωση ως ένας θύσανος ετοιμοθάνατων λέξεων, που φτιάχνουν ένα καταφύγιο για μιαν άλλη «απούσα» ζωή.

Σε αυτόν τον συλλογικό και προσωπικό ορυμαγδό, μέσα από την ανελέητη συμπύκνωση του επίκαιρου, την απουσία του Μεγάλου, το ναυάγιο της μέθεξης, την αποδελτίωση του ρίγους, ο ποιητής αποστάζει την απόλυτη σιωπή. Αυτό που μένει να βιώσει υπάρχει πέρα από τα ονόματα, πέρα από τις επινοημένες μορφές: ένας τόπος αρχέτυπος που κατοικείται από νοήματα τόσο πυκνά και συγκεκριμένα που στεριώνουν ένα αδιανόητο για την σύγχρονη κατάσταση παρόν, έστω και ως ερείπιο. Έναν τόπο αναχώρησης ίσως και επιστροφής, μία γη βάλσαμο όπως το αλάτι της θάλασσας στο τραύμα. «Κι έτσι πηγαίναμε και βουή κι ανθόσκονη σήκωναν οι μιλιές μας και μας τύλιγαν / ώσπου κέκλινεν η μέρα / κι εκεί ανάμεσα σε Φιλοθέη και Χαλάνδρι μ’ έπνιξαν τα δάκρυα και χωρίσαμε / διέστην απ’ αυτών / ο δρόμος μου έστριβε για το Amager».

Η κουβέντα μας διήρκησε πολλές ώρες και κάποια στιγμή στράφηκε προς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας εποχής, που όλα έμοιαζαν χαλαρά, ειρηνικά και ήρεμα, αλλά κάπου εντός τους, ένιωθες την αρρώστια. Μιας εποχής που κάτι πήγαινε να συλλαβιστεί, αλλά έμενε μετέωρο. Πού να φανταζόταν κανείς τη συνέχεια.

Ύστερα, λοιπόν, γύρισα σπίτι κι έγραψα ένα ποίημα. Που ίσως ταιριάζει περισσότερο με τη σημερινή εποχή παρά με την εποχή στην όποια γράφτηκε.

Ο σκορπιός στη Σκουφά
(από μια συζήτηση με τον Βύρωνα Λεοντάρη)

Τρομερό μεσημέρι λοιπόν
ένας σκορπιός ανεβαίνει αργά την Σκουφά
να μαζέψει δηλητήριο

Γύρω το σαλόνι απλώνεται στο δρόμο
- επερατώθησαν οι εργασίες ενοποίησης των νεωτερικών χώρων -
κι η Αθήνα λάμπει χαλαρή και γρανιτένια

Εχθρός κανείς τριγύρω
ούτε ελεύθεροι σκοπευτές στον Άγιο Διονύση
ούτε μπαταριές απ’ τον Λυκαβηττό
ούτε άρματα μάχης να κατεβαίνουν τη Βουκουρεστίου

Λίγη εγρήγορση ζητώ
όμως ούτε σπίθα απ’ τους κατεβασμένους καβάλους
κανένα πλεόνασμα
καμία άφιξη ή προορισμός
μόνο κάτι ασυναίσθητοι σπασμοί στα χείλη
απ’ το τσιγάρο ή απ’ την πλήξη

Ο αφελής ήλπισα για μια στιγμή συμπάγειας
- πήγα να πω πάθους -
μα όχι
εδώ μιλάει το επίκαιρο
η απόσβεση της στιγμής πάνω στη στιγμή
τ’ άδειο σακί του Πιραντέλο

Ξαφνικά ένα βλέμμα αδέσποτο
κάτι υπόσχεται
δεν προφταίνει καν να γίνει εικόνα
την κοιτάζω - πρόσωπο αργοκίνητο
ούτε στοχασμός ούτε σκέψη
εντατενίζεται σ’ έναν άξονα οικείο
ξανθή και ανέφελη
πρώην νεότης που ακόμα νεότης είναι

Από την Δημοκρίτου εμφανίζεται ο Ιβάν Κ.
δραπέτης τυφλός δαιμονισμένος
περπατά αργά σαν να δεξιώνεται την άσφαλτο
με βήματα μικρά κι απόκρυφα
γλείφοντας με τη γλώσσα του έναν ασάλευτο αέρα

Κάποιος τον περνά για εξαρτημένο και του αφήνει ένα ευρώ
εκείνος - δίχως μπαστούνι δίχως σκύλο -
καρφώνει τις διάφανες κόρες του εμπρός
σαν να μαστιγώνει ένα άλογο στα μάτια

Ένα λέιζερ αρχαίο
ταράζει την ομίχλη του ελεήμονα
εκείνο που αυτός νομίζει πραγματικότητα
και για μια στιγμή...
άσε δεν είναι για την τσέπη του αυτά

Πιο κει
με την απόγνωση που δημιουργεί το θέρος
ένας θαμώνας μιας άλλης τρυφερής εποχής
μονάχα εκείνος καταλαβαίνει

Πριν προλάβει όμως να πει ή να δείξει
κατεβαίνει από τον ουρανό μια τέτοια γύμνια
που όμοια της ποτέ δεν είχε αισθανθεί
σαν παλτό τον κουκουλώνει
και πριν λαλήσει άπαξ
όλα επανέρχονται
απαθή κι ατμώδη

Ευτυχώς που ο πλανήτης έχει ακόμα πολύ κεντρομόλο
- θα ’λεγε αν κατάφερνε να μιλήσει -
αλλά το στόμα είναι δίχτυ
τρύπες που συγκρατεί ένα σκοινί
και σιωπά για ό,τι ν’ αρθρώσει δεν μπορεί

Δεν το πιστεύω!
ακούγεται από δίπλα τσιριχτή ναζιάρα φωνή
σαν άλλος ύμνος της χαράς απλώνεται στο χώρο
καθώς ο Ιβάν Κ.
τυφλός ανεκδίκητος
σέρνεται κατά το Σύνταγμα ηττημένος
με το εισιτήριο να του κρέμεται απ’ την κολότσεπη
ανεξαγόραστο για πάντα

Απάθεια
όχι, απείθεια

κάντε την αυθεντική
είναι η μόνη ευκαιρία
γρήγορα, γιατί όπου να ’ναι
ο σκορπιός θα φτάσει στην πλατεία