Friday, April 27, 2007

Γένεση

Ξύπνησα. Και το ξύπνημα πιό βαρύ από τον ύπνο ήταν. Ανοίγοντας τα μάτια μου, από τα βλέφαρα κατρακύλησαν μαζεμένα τα όνειρα τόσων ημερών κι απλώθηκαν στην ελευθερωμένη κοιλιά μου και σκίρτησα. Εμπρός μου, που κοίταζα, ένας τοίχος κατάλευκος, και γύρω μου μια καινούργια ζωή.
Η ανάσα του έχει φωλιάσει ήδη μέσα μου. Κακώς που λέω φωλιάσει, γιατί σωματικά το αντίθετο έγινε, την απέδωσα. Είναι παράξενο, τον ένιωσα σαν να υψώθηκε κάποια στιγμή. Εκεί που δεν έχει ο χρόνος τίποτα. Δηλαδή ούτε δευτερόλεπτα ούτε λεπτά ούτε στιγμές. Ήταν εκείνο που αισθάνθηκα σαν ανάληψη, ένα αίσθημα που πάνω από τα αισθήματα υπάρχει.
Θέλω να πω πως ήταν κάτι σα δώρο, η κάθε στιγμή αθάνατο μυστήριο. Μιλώ βέβαια δίχως να γνωρίζω ακριβώς, γιατί έτσι όπως είναι τόσο πρόσφατο – μόνο ένα χρόνο έχω που γνώρισα και παρασύρθηκα κι έφτασα ως εδώ - μόνο να το ακουμπήσω μπορώ, και ούτε καν, γιατί φοβάμαι πως αυτή είναι αξία άλλη, αξία διάφορη, που δεν την κατέχω, δεν την δικαιούμαι κι αμφιβάλλω αν θα την γνωρίσω ποτέ.
Αυτός τώρα βρίσκεται ήδη στον κόσμο. Είναι ώρες τώρα που είναι εδώ, μα δεν το ξέρει. Για εκείνον ο πριν κόσμος δεν υφίσταται, ό,τι όλοι μας έχουμε ζήσει ως τώρα, είναι ανύπαρκτο, τίποτα, κενό. Τώρα, πριν λίγες ώρες, άρχισε γι αυτόν το σύμπαν.
Για μένα όμως σαν ένα κομμάτι μου να τέλειωσε, μάλιστα μπορώ να θυμηθώ και την στιγμή. `Ηταν μέσα στο λήθαργο, όταν άκουσα τέσσερις ήχους, έναν από κάθε σημείο του ορίζοντα, και συνέκλιναν οι ήχοι μέσα μου κι οι συχνότητές τους όλες μαζί με τράνταξαν και λύθηκα κι ένιωσα να συσπάται μέσα μου η ζωή.
Τότε κατάλαβα πως τον απέδωσα κι εκείνη ακριβώς την στιγμή μου φάνηκε πως ένα ακαθόριστο αντικείμενο έπεσε από τον ουρανό και βυθίστηκε στη θάλασσα κι απλώθηκε, σαν μια τεράστια κηλίδα. Προσπάθησα να το δω, να το αιχμαλωτίσω με την όραση, αλλά δεν μπόρεσα.
Κάτι τέτοια περνάνε τώρα από το μυαλό μου μετά από ένα τόσο ταραγμένο ύπνο, ύπνο που με πήγε στα έγκατα και με τράνταξε ώσπου με ξέσφιξε και με ανέβασε και να ’μαι τώρα μόνη να κοιτάζω έξω από το παράθυρο τους ευκάλυπτους και νιώθω όλη ετούτη την απόλυτη ησυχία και συνειδητοποιώ ότι όσα μου συμβαίνουν είναι τόσο φτωχά, είναι συρμός, είναι πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο έχουν την εμπειρία, είναι αυτό που λένε πράγματα καθημερινά, που αν συγκριθούν με τα των άλλων, τα δικά μου μπορεί και να ωχριούν, όμως δικά μου είναι, μοναδικά δικά μου βιώματα και μόνο ετούτα έχω. Το μόνο που θέλω είναι κάποτε σε χρόνο πιό αληθινό, σε χρόνο ωριμότερο, τότε θέλω όλα αυτά να εξηγηθούν κι εκεί να κάνω την αποκατάσταση και να πω και να ειπωθώ.
Τέτοια σκέφτομαι, κι είμαι ξαπλωμένη, γιατί να σηκωθώ δεν επιτρέπεται κι αν σηκωνόμουν το μόνο που θα ’θελα θα ήταν να χαθώ να μην ξαναδώ ούτε αυτούς τους ανθρώπους, ούτε τις σκιές που τους κρύβουν και κρύβουν και την ίδια μου την πράξη, αλλά φοβάμαι, και προσεύχομαι και κρατώ ενός λεπτού σιγή. Κι εκεί φεύγει ο νους μου από την πράξη με τους ανθρώπους, το συμβόλαιο, και πάει στην πράξη μ’ εκείνον, που έφυγε με πάταγο.
Η ίδια η πράξη είναι ψυχρή εξ’ ορισμού, πόσο μάλλον εκείνες που προηγήθηκαν με τα σεντόνια και το πάλεμα, όταν ο άντρας είναι τόσο επιβλητικός, το εννοώ απόλυτα αυτό, επιβλητικός, κάτι που είναι αδύνατον να συλλάβεις από πριν, πού να καταλάβεις εκείνη την στιγμή, η ίδια λοιπόν η πράξη, που πράξη όπως την εννοούμε δεν είναι, παρά μοιραία εξέλιξη, πως αυτή ακριβώς η πράξη αυτή είναι ψυχρή εξ ορισμού, γιατί ξέρεις τι κάνεις και το κάνεις επί τούτου κι ύστερα αναπολείς και προτιμάς όπως ήταν πριν, τότε που όλα ήταν τόσο αθώα, μελωδικά, στην υπέροχη προσωρινότητα τους.
Εδώ που βρίσκομαι δεν έχω σχεδόν τίποτα. Μου φαίνεται πως δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο εγώ, ξαπλωμένη με τις σκέψεις και τα ερωτήματά μου. Κοιτάζω προς τα πάνω να δω εποπτεύσω τον περιβάλλοντα χώρο. Βλέπω μόνο το ταβάνι, μια λευκή σαγρέ επιφάνεια κι ένα γυμνό γλόμπο. Πιό κάτω σκέφτομαι , σε έναν άλλο όροφο, θα κοιμάται. Ο μικρός αυτός θεός θα είναι ξαπλωμένος - ποιος ξέρει άραγε τι θα νιώθει. Τι θα νιώθει αυτό το σώμα το άοπλο, στο νέο θύλακα, στο νέο θάλαμο, μέσα σε αυτή τη σιωπή που νομίζει για κόσμο; Που γυρίζει η μικρή του ψυχή, για πρώτη φορά σε ύπνο; Η ψυχή του, που τώρα είναι χωρίς μνήμες, με το φύλλωμά της αμόλυντο, ακόμα πεντακάθαρη και απαστράπτουσα και ύστερα θα δούμε με τη ζωή.
Και τότε ξαφνικά μου έρχεται η διάθεση να σηκωθώ και να πάω στο παράθυρο να δώ ξανά τους ευκάλυπτους, αλλά όχι οριζοντιωμένη, όρθια θέλω να δω τα δέντρα, να νιώσω παράλληλη στον κορμό τους και να αισθανθώ τον πόθο να μαι κι εγώ ποθητή κάπου μέσα στον κόσμο.
Αφού με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώνομαι, πριν ακόμα σηκωθώ όρθια, παρ` όλες τις ενοχές και τα πρέπει - δεν πρέπει, ότι δηλαδή πιθανόν ότι κάτι κακό θα συμβεί, τότε κάτι όντως συμβαίνει, τελείως διαφορετικό κι αναπάντεχο. Εμπρός μου, όχι ακριβώς αντικριστά, μα σε κάποια απόσταση κι αριστερά στον απέναντι τοίχο, είμαι εγώ, με την εικόνα μου, εγώ είμαι που μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κοιτάζομαι, έναν καθρέφτη που με πιάνει τόσο ώστε να με διακρίνω κάτω αριστερά, έναν καθρέφτη που δεν υπήρχε πριν κοιμηθώ, γιατί ο τοίχος ήταν γυμνός, είμαι σίγουρη για αυτό, μόνη μου κοιτάζομαι με μένα και το είδωλό μου και τα μάτια μου ξαναφτιάχνουν την εικόνα μου.
Όμως δεν είμαι αλήθεια μόνη μου, καθώς μου λέει ο καθρέφτης πως, όχι δεν είσαι μόνη σου, δεν είσαι μόνη σου εσύ, και μη νομίζεις πως όλα αυτά είναι καταστάσεις ψυχικές, ψευδείς εννοώ, ή αποκυήματα, σαν αυτές που προκαλούν οι γυναικούλες, κι εγώ ξέρω καλά, ήξερα ήδη από τότε πως δεν είμαι καμιά γυναικούλα, σε καμία περίπτωση, εγώ είμαι ταγμένη για σπουδαία πράγματα, θα δείτε, όμως τώρα είμαι εδώ ανακαθισμένη στο κρεβάτι, να θέλω να σηκωθώ να ξεσκάσω, να δώ τον κήπο, τους ευκάλυπτους, να δω τη πόλη, κι όμως να αυτό που μ’ εμποδίζει, να βλέπω έναν καθρέφτη του οποίου την ύπαρξη πριν αγνοούσα και να κοιτάζομαι και να ’μαι εγώ, να με αναγνωρίζω, να έχω αποδείξεις χειροπιαστές - όσο μπορείς να θεωρήσεις μια αντανάκλαση χειροπιαστή- εν πάση περιπτώσει να ’μαι σίγουρη για αυτή την εμπειρία που ζω, γιατί εγώ είμαι αυτή η εικόνα, διακρίνονται σαφώς τα σημάδια της ταλαιπωρίας και του άγχους, ιδίως στα μάτια κι επιπροσθέτως αναγνωρίζω καθαρά αυτή την γλυκεία κούραση που μου ’λεγαν, αυτόν τον παράξενο συνδυασμό που είσαι μαζί και θεός και άνθρωπος και δημιουργείς.
Κι όλα αυτά καλά, γιατί αν εξαιρέσουμε την αναπάντεχη εμφάνιση του καθρέφτη, ίσως θα ήταν αναμενόμενα, όμως υπάρχει και κάτι άλλο που δεν κλείνει την όλη σκηνή, γιατί όπως είπα και πριν εγώ μόνη μου κοιτάζομαι κι όμως δεν είμαι μόνη.
Δεν κλείνει η σκηνή, γιατί ψηλά εκεί, στο πάνω δεξί μέρος, διακρίνεται πεντακάθαρη η μικρή εικόνα, όχι το σώμα ολόκληρο, μονάχα το πρόσωπο, μονάχα ένα πρόσωπο ακαθόριστο ενός παιδιού όπως αρχικά νόμισα, αλλά τώρα που κοιτάζω προσεκτικά ανατριχιάζω γιατί είναι το είδωλο ενός βρέφους μαζί και ενός ενήλικα, που αμέσως αναγνωρίζω, γιατί φαντάζομαι ποιά θα ήταν η πορεία του στο μέλλον και ποιά η εξέλιξη, και περνάει σαν αστραπή εμπρός μου όλη η μελλοντική ζωή του, και ξέρω πως είναι πράγματι εκείνος, ένα πρόσωπο που το στόμα του κλαίει και γελάει μαζί και τα μάτια μισοκλέινουν, γιατί είναι μάτια που μαζί και σώμα είναι και ψυχή ήταν και να διαλέξουν δε ξέρουν, κι ούτε πρόκειται να μάθουν.

Δεν έχω πιά πολύ χρόνο μόνη μου, σε λίγο θα έρθουν, είναι πολύ φιλικοί και συμπαθητικοί, η επαφή μας ήταν πολύ καλή, παρακολουθήσαν την εγκυμοσύνη από το δεύτερο μήνα, τότε που συντάξαμε τα χαρτιά με το δικηγόρο για την «αλλαγή», και πήρα την επιταγή. Ο άντρας αρχιτέκτονας, η γυναικα αρχαιολόγος. Κι εγώ τίποτα. Καθρέφτης. Και στον καθρέφτη ένα παιδί σαν νεκρό και ζωντανό μαζί κι εγώ που το γέννησα, να μιλώ γι αυτό, μ’ ένα άγριο άλογο να καλπάζει στην καρδιά, ξέροντας, πως οι πιο βαθιές μου συλλαβές χτυπάνε εκεί – στο είδωλο της απουσίας του – κι επιστρέφουν, μαύρα, ανυπόφορα βέλη στην κοιλιά μου.

δημοσιεύτηκε στο "Έθνος" 31.12.06,

7 comments:

scalidi said...

Μείζον ζήτημα κοινωνικό, το προσέγγισες από την ανθρώπινη πλευρά με εμβρίθεια όσον αφορά την ψυχολογία. Πολύ καλό και εύστοχο

Anonymous said...

Θαυμάσιο κείμενο. Κι όμως σκεφτόμουν ότι αν είχε λείψει το τέλος και η πράξη της απόδοσης του παιδιού για υιοθεσία, πάλι το ίδιο δυνατός θα ήταν ο μονόλογος αυτής της γυναίκας, αυτή η ποικιλία των αισθημάτων για το παιδί που γεννήθηκε με τον ίδιο τρόπο θα με συγκινούσε.

scalidi said...

Τώρα, συνειδητοποίησα ότι είναι από τη σειρά με τα διηγήματα... είχα ξεχωρίσει τότε αυτό, του Demetrio και της Λείας. Εδώ αυτόνομο μου αρέσει καλύτερα, οφείλω να ομολογήσω... ;)

ioeu said...

Απόλυτη απογύμνωση, Αλέξη...
Θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως παράδειγμα για όσα έγραψες στο προ-προηγούμενο ποστ. Ή μήπως έτσι είναι?...

ange-ta said...

Ο άκαρδος κόσμος του χρήματος σε όλο το μεγαλείο του.
Από δύο μηνών έλεγχαν το εμπόρευμα.
Δεν μπορώ σα γυναίκα που είμαι να φανταστώ να εγκυμονώ 9 μήνες, με τη γνώση ότι εγκυμονώ απλώς το χρήμα.
Πολύ ευαίσθητο κείμενο. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη προσέγγιση αυτού του τόσο ελεεινού γεγονότος. Βέβαια υπάρχουν και χειρότερα για τα παιδιά, να βγαίνουν στο φως και μετά από λίγο να τυφλώνονται από την έλλειψη τροφής.

Εαρινή Συμφωνία said...

Συναρπαστικό κείμενο Αλέξη. Αχ!

Alexis Stamatis said...

Θανκς σταυρουλα! δορατσιρκα επισης, ισως μαλιστα εχεις και δικιο οτι η "επεξηγηση" θα μπορουσε να λειπει.
Γιαννη μου καπως έτσι είναι...
αντζετα ευχαριστω πολυ.
εαρινη συμφωνία μου επισης.