Αερολογίες
Ο αέρας πουλιόταν. Εννοώ: ο αέρας για πανωσήκωμα, που, επί δεκαετίες, ένα άτυπο κίνημα σώγαμπρων τον διεκδίκησε, άκτιστον σαν το ορθόδοξο φως... Ο αέρας πουλιέται. Εννοώ: ο κοπανιστός αέρας, που φουσκώνει την τσέπη όσων ενοικιάζουν καταστήματα σε εμπορικά κέντρα... Ο αέρας θα πουλιέται. Εννοώ: ο καθαρός αέρας, που επιτρέπει ν' ανασάνουμε. Αν ξαναδείτε την «Ολική επαναφορά», οι στρόφιγγες που κλείνουν, κόβοντας την παροχή αέρα στις γειτονιές των μεταλλαγμένων, θα σας φανούν προϊόν φτωχής επιστημονικής φαντασίας: το νέο, υπό ανέγερσιν, Mall στον Ελαιώνα μάς εγγυάται πιο προχωρημένο σενάριο... Ομως τα πράγματα σφίγγουν όταν πουλιέται ο αέρας χωρίς ιδιότητες. Εννοώ: ο αέρας γύρω μου, διά του οποίου μεταδίδεται ο ήχος· ο κοινός αέρας που έφερνε στ' αυτιά μου τις συγχορδίες της πόλης... Κρότοι, μελωδίες, γέλια, πωλητές, φρεναρίσματα, η βροχή, διαμαρτυρίες, τιτιβίσματα, χριστοπαναγίες, στεντόρειες συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, γαβγίσματα κόπρων, οιμωγές - αυτή ήταν η απόλυτη μουσική του δημόσιου χώρου. Και πνίγηκε, γιατί ο αέρας που παλλόταν για ν' ακουστεί ιδιωτικοποιήθηκε.
Η μάστιγα της υποχρεωτικής ακρόασης μουσικής ή διαφημίσεων ενώ πίνεις τον καφέ σου σήμαινε ήδη πως από τον δημόσιο χώρο εξαιρέθηκαν οι ναοί του: τα καφενεία. Εντάξει, ό,τι θέλει ο ιδιοκτήτης κάνει, είπαμε - μολονότι το περιβάλλον μάς εξευτέλιζε, εφόσον προϋπέθετε πως δεν έχουμε τι να πούμε ο ένας στον άλλον. Στα σουπερμάρκετ (αλλά όχι στη λαϊκή), στα ταξί (αλλά όχι ακόμα στα λεωφορεία) πλέουμε σε ιδιόκτητο αέρα: εξοικειωθήκαμε μ' αυτήν τη διαστολή της ιδιοκτησίας σιγά σιγά... Ομως ο αέρας του ελεύθερου, άφραχτου χώρου - αυτός τίνος ιδιοκτησία είναι, ποιος μπορεί να τον πουλάει; Σ' όλους σχεδόν τους σταθμούς του Ηλεκτρικού τοποθετήθηκαν μεγάφωνα: ο αέρας γύρω μου αγοράστηκε από ραδιοφωνικό σταθμό, που μου αδειάζει τα σκουπίδια του στο κεφάλι. Η αναμονή μου μετατράπηκε σε ομηρία - και, μαζί με τους ήχους της κοινωνίας, υφαρπάζεται το προνόμιο καθενός που περιμένει σε σταθμό τρένου: να συλλογίζεται αφομοιώνοντας την ποικιλία των ήχων γύρω του, δηλαδή να συλλογάται καλά.
Ψιλά γράμματα, αερολογίες... Ομως η κατάρρευση της ίδιας της έννοιας «δημόσιος χώρος» πρωτοδιατυπώνεται στα ψιλά. Και η βαθύτερη, ουσιώδης συναίνεση είναι αόρατη σαν αέρας που πουλιέται. Η εκποίηση του διαθέσιμου χρόνου μου δίχως την άδειά μου είναι πρόβα τζενεράλε, παιγμένη στην αφανή πλευρά της συνείδησης. Και η ασήμαντη σύγχυση ανάμεσα στον σταθμό του ραδιοφώνου, που μπορώ να τον αλλάξω, και στον σταθμό του τρένου, όπου στέκομαι υποχρεωτικά, συνοψίζει τις προϋποθέσεις άλωσης του δημόσιου πεδίου...
Βέβαια, η λινάτσα μονοδιάστατου βόμβου, που κατακαλύπτει τους ποικίλους ήχους της κοινωνίας και τις σκέψεις μου, μπορεί να θυμίζει εμβατήρια πραξικοπημάτων - αλλά απ' τη λινάτσα κρέμεται η τιμή και, σε περιπτώσεις άλωσης του δημόσιου χώρου, καταλαμβανόταν το κτήριο των τηλεπικοινωνιών αντί για το 51% των μετοχών του. Πότε πειστήκαμε πως τα περιθώρια της αυτονόητης, στοιχειώδους ελευθερίας καθενός (που η τομή τους ονομάζεται ακριβώς «δημόσιος χώρος») είναι ρευστά - και κανείς δεν τα εγγυάται, αν τα συμπιέσει αρκετό χρήμα;
Θα μου πείτε: τι δουλειά έχουν αυτές οι παρατηρήσεις σε μια στήλη που (θα έπρεπε να) ασχολείται με «λογοτεχνικά ζητήματα»; Θεωρώ, απλούστατα, πως άπτονται των προϋποθέσεων...
Ενας σχεδόν μη μεταφράσιμος στίχος του Cavalcanti είναι ο εξής: «che fa tremar di chiaritate l' are». Η καθαρότητα, η διαύγεια, η αγνότητα -όλα μαζί- του αέρα, που τρέμει, δονείται, πάλλεται -όλα μαζί-, είναι εικόνα (και ιδιότητα) που θεωρείται αυτονόητη: έτσι είναι στ' αλήθεια ο αέρας. Ισως ιδεωδώς, ίσως στην Τοσκάνη - αλλά έτσι. Οχι ο άνεμος, εννοείται, αλλά ο αέρας που ανασαίνουμε. Ομως η ίδια εικόνα έχει, κατ' ανάγκην (πρώτα πρώτα επειδή πρόκειται για ποίημα) και μια ακουστική, ας την πούμε, διάσταση: για να πάλλεται ο αέρας σαν χορδή, πρέπει προηγουμένως να τον φανταστούμε (σωστότερα: να τον έχουμε φανταστεί και να έχουμε αποταμιεύσει αυτήν την εικόνα) ακίνητο και άηχο. Και κάτι ακόμη: πρέπει αυτή η προϋπόθεση να είναι κοινό κτήμα - και σαν τον υπολειπόμενο αέρα, πρέπει και τούτον εδώ να τον έχουμε εισπνεύσει και να τον έχουμε δει τουλάχιστον άπαξ...
Κάποια στιγμή που δεν θα έχω κάτι καλύτερο να κάνω, λέω να εξετάσω μία προς μία τέτοιας λογής προϋποθέσεις. Η λογοτεχνική τους ζωή συνεχίζεται, ακόμη κι όταν στην πραγματικότητα έχουν εξαερωθεί. Συνεχίζεται - αλλά ώς πότε; Πότε θα πάψει ν' αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε αποταμιευμένη στη μνήμη πραγματικότητα η λέξη «χιόνι»; Ισως όταν εξαερωθεί και η παρατεταμένη, ψευδαισθητική λογοτεχνική ζωή της... Δεν απέχουμε και πολύ: είναι απλώς το τελευταίο δικαίωμα που θ' απεμπολήσουμε.
Από την "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας (24.1.09)