Εσωτερικός κόσμος, σκοτεινός
Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης
ΝΕΑ 19.12.09
ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΘΗΚΕ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΤΗ ΡΕΥΣΤΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ- ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ
Στο καινούργιο του μεταιχμιακό μυθιστόρημα ο Αλέξης Σταμάτης πραγματεύεται τη σχέση της πραγματικής ζωής με την τέχνη, την αναζήτηση της ταυτότητας του συνειδησιακά πολυδιασπασμένου υποκειμένου στον σύγχρονο κόσμο, την ανατομία της μεταπολίτευσης Με τις εναλλασσόμενες όψεις της πολυσύνθετης συγγραφικής ταυτότητάς του (ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός), ο Αλέξης Σταμάτης, εδώ και σχεδόν μία εικοσαετία (εμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1992), έχει κερδίσει το ενδιαφέρον τόσο του αναγνωστικού κοινού όσο και της κριτικής. Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του, Σκότωσε ό,τι αγαπάς, χωρίς να αποκλίνει από τη βασική γραμμή των προηγούμενων πεζογραφημάτων του (τη γραμμή της αναζήτησης ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου, σε στιγμές κρίσης, μέσα σε μια χαοτική πραγματικότητα), πιθανόν να λειτουργεί ως σημείο μετάβασης σε μια άλλη φάση του έργου του.
Τον μεταιχμιακό χαρακτήρα του μυθιστορήματος ίσως υποδεικνύουν τα αυτοαναφορικά στοιχεία που υποβάλλονται στην ιστορία του. Ο Άρης Μανιάτης, πενηντάχρονος καταξιωμένος σκηνοθέτης, διανύει περίοδο κρίσης που σημαδεύεται από την αίσθηση της καλλιτεχνικής του κάμψης και της καθολικής προσωπικής του αποτυχίας (χωρισμένος, μόνος, χωρίς πραγματικούς φίλους, χωρίς ουσιαστική σχέση με την εικοσιτετράχρονη κόρη του). Κατόρθωσε, ωστόσο, να ολοκληρώσει επιτυχώς το καθαρά αυτοβιογραφικό σενάριο της προγραμματιζόμενης όγδοης ταινίας του, αυτής που ο ίδιος ελπίζει ότι θα σηματοδοτήσει τη νέα καλλιτεχνική αρχή και θα επιφέρει την προσωπική του λύτρωση. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, στο τέλος της βραδιάς που διάβασε το σενάριό του στους συντελεστές της ταινίας, πέφτει θύμα τροχαίου σε ερημικό ορεινό δρόμο. Καταφεύγει για βοήθεια σε ένα απομονωμένο αρχοντικό, όπου κατοικούν μια πανέμορφη τριαντάχρονη γυναίκα, η Δάφνη, και ένας ηλικιωμένος τυφλός γιατρός. Η σχεδόν μία εβδομάδα που ο Μανιάτης θα φιλοξενηθεί εκεί θα αποδειχθεί καταλυτική για τον ίδιο και το σενάριό του. Ερωτεύεται τη Δάφνη, κυρίως όμως αναπτύσσει έναν ιδιότυπο δεσμό με τον γιατρό και εντέλει αποδέχεται τη σκληρή αλήθεια που εκείν ος τού φανερώνει: είναι ένας απελπισμένος που στο σενάριό του συγκαλύπτει την αλήθεια που θέλησε να αποκαλύψει.
Η αλήθεια
Ο σκηνοθέτης, με τη μεσολάβηση του γιατρού, καταδύεται στην απωθημένη μνήμη του, υπερνικά τις φοβίες του, αναζητά τις βαθύτερες αιτίες του παλαιότερου πολυετούς αλκοολισμού του, διερευνά τις ρίζες της αποτυχίας όλων των προσωπικών σχέσεών του. Αρχίζει λοιπόν να ξαναγράφει το σενάριό του, αποκαλύπτοντας αυτή τη φορά την αλήθεια. Στο βαθιά κρυμμένο κέντρο αυτής της αποκάλυψης βρίσκεται το μεγαλύτερο τραύμα της ζωής του Μανιάτη: στις 16 Νοεμβρίου 1980, στην τότε τραγική διαδήλωση πριν από την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, εγκατέλειψε τον καλύτερό φίλο του που δολοφονήθηκε άγρια από άνδρες των ΜΑΤ.
Για το τέλος του μυθιστορήματος ο συγγραφέας κράτησε τη μεγαλύτερη ανατροπή: ο Μανιάτης υπέστη ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο τη βραδιά που επρόκειτο να διαβάσει το σενάριο στους συντελεστές της ταινίας του, χειρουργήθηκε και παρέμεινε επί μία εβδομάδα σε καταστολή. Όλη λοιπόν η ιστορία διαδραματίστηκε στον εσωτερικό του σκοτεινό κόσμο, μπροστά στο κατώφλι του θανάτου. Όταν ο σκηνοθέτης επανέρχεται στον πραγματικό κόσμο, αναγνωρίζει τη Δάφνη και τον γιατρό του αρχοντικού - καταφυγίου στα πρόσωπα μιας νοσοκόμας της Εντατικής και του χειρουργού του. Σύμφωνα με το κατα ληκτικό σημείωμα του Μανιάτη, τα σενάρια είναι πλέον δύο: το αρχικό και αυτό που διαβάσαμε, το σενάριο - μυθιστόρημα, γραμμένο μέσα σε ενάμιση μήνα, αμέσως μετά την περιπέτεια στο νοσοκομείο.
Εξελισσόμενη πλοκή
Το Σκότωσε ό,τι αγαπάς διαθέτει αδιαμφισβήτητες αρετές, όπως η πυκνή και απροσδόκητα εξελισσόμενη πλοκή, που διατηρεί αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη μέχρι το ανατρεπτικό τέλος της ιστορίας, η οικονομία στην αφήγηση και η ενδιαφέρουσα πολύτροπη υφολογική σύνθεση από ευφάνταστους διάλογους, πολλές σχολιαστικές παρεκβάσεις του αφηγητή, τις εγκιβωτισμένες επιστολές του γιατρού, τις επίσης εγκιβωτισμένες και ολοένα ποιητικότερες απαντήσεις του Μανιάτη στον γιατρό.
Επίσης, η ευρεία αναφορά σε κινηματογραφικούς όρους, στη σχετική θεωρία και σε ταινίες υποστηρίζει ένα αφήγημα με μεικτό ειδολογικό χαρακτήρα ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το σενάριο. Η ενσωμάτωση, επίσης, πολλών ακόμη, ως επί το πλείστον φανερών, αναφορών σε ποικίλης φύσης άλλα κείμενα (αρχής γενομένης ήδη από τον τίτλο, μετάφραση του Κill your darlings, υπόδειξης του Faulkner προς τους συγγραφείς) υφαίνει το δίχτυ ενός πυκνού, στοχαστικού αφηγήματος που κεντρώνεται γύρω από θέματα όπως η σχέση της πραγματικής ζωής με την τέχνη, η αναζήτηση της ταυτότητας του συνειδησιακά πολυδιασπασμένου υποκειμένου στον σύγχρονο κόσμο, η ανατομία της ελληνικής μεταπολίτευσης.
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Σ τις αρετές του μυθιστορήματος του Αλέξη Σταμάτη κρύβεται και η πηγή των αδυναμιών του. Αυτές εστιάζονται στην εντύπωσή μου ότι ο Σταμάτης δεν απέφυγε τον σκόπελο ενός υπερφιλόδοξου μυθιστορήματος, με πιο ορατά σημεία του σκοπέλου τα ευφυή αλλά και εξεζητημένα τεχνάσματα, όπως η λύση του τέλους. Επίσης, ολόκληρη η αφήγηση γίνεται από τη σκοπιά του αυτοδιηγητικού και ομοδιηγητικού αφηγητή- βασικού χαρακτήρα, του Άρη Μανιάτη, με την εξαίρεση των εγκιβωτισμένων επιστολών του γιατρού, που όμως και αυτές αποδεικνύονται εν τέλει γεννήματα του εσωτερικού κόσμου του αφηγητή. Έτσι, όμως, όλα τα άλλα πρόσωπα υποβαθμίζονται σε φιγούρες ενός διακοσμητικού θιάσου, στο κέντρο του οποίου απομένει ολομόναχος ο απόλυτος πρωταγωνιστής, ο πολυδιασπασμένος μεσήλικας καλλιτέχνης. Αυτός ο μοναδικός «ολοκληρωμένος» χαρακτήρας διαγράφει στο βιβλίο μια δραματική πορεία λύτρωσης- αποκάλυψης των κρυμμένων τραυμάτων του, χωρίς όμως αυτή η λύτρωση να επέρχεται. Έχω, εν τέλει, την αίσθηση ότι όπως και ο μοναδικός χαρακτήρας του έτσι και το ίδιο το μυθιστόρημα εξελίσσεται σπειροειδώς, συστρέφεται συνέχεια στον εαυτό του, αναζητώντας τα κλειδιά της «αλήθειας» του στην ενδοχώρα του
Saturday, December 19, 2009
Monday, December 14, 2009
Συνέντευξη στον Αγγελιοφόρο της Θεσσαλονίκης
Ο πεζογράφος Αλέξης Σταμάτης επιστρέφει με ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Με ήρωα έναν 50χρονο κινηματογραφιστή και μια δράση περισσότερο εσωτερική ο συγγραφέας δίνει ένα βιβλίο στο οποίο η λογοτεχνία συναντά το σινεμά
της Εύης Καρκίτη
- Πως ερμηνεύετε τη φράση του Φόκνερ «σκότωσε ότι αγαπάς»; Τι έχει να κερδίσει από αυτό ο συγγραφέας;
Όπως λέω και στο βιβλίο, «σκότωσε ό,τι αγαπάς», σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν την συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει. Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Killyourdarlings», είναι η μια από τις πιο σοφές συμβουλές στην λογοτεχνία. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Όταν το ακολουθεί, ο συγγραφέας κερδίζει σε επίπεδο στόχευσης, πετάει από πάνω του τα ψιμύθια, τα περιττά.
- Πως σας προέκυψε ο Άρης Μανιάτης; Γιατί η προσωπική και καλλιτεχνική του κρίση κίνησε το συγγραφικό σας ενδιαφέρον;
Όπως όλοι οι χαρακτήρες στα βιβλία μου, ο Άρης Μανιάτης δεν «προέκυψε». «Εξέβαλλε», μ’ έναν δικό του τρόπο, όταν πρωτοσυνέλαβα την ιδέα ενός καλλιτέχνη σε κρίση. Αλλά και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν δημιουργό που αμφισβητεί τον εαυτό του. Ο Μανιάτης πιστεύει ότι με το νέο του έργο έχει ξεπεράσει την πρόσφατη κρίση του. Όμως αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο, ενός καλλιτέχνη που νιώθει ότι έχει περάσει στην «άλλη όχθη» ύστερα από μια κρίση, αλλά ουσιαστικά κρύβεται πίσω από αυτό το «νέο προφίλ» ώστε να καλύψει με άλλο τρόπο εκείνα που διατηρεί θαμμένα, μου ήταν εξαιρετικά γοητευτικό.
- Όπως και σε παλαιότερα μυθιστορήματα σας έτσι και στο «Σκότωσε ότι αγαπάς» είναι διάχυτη μια αίσθηση μυστηρίου. Γιατί αυτή η επιλογή;
Έχω την αίσθηση, ότι, ειδικά σε αυτό το βιβλίο, όλα αυτά τα στοιχεία, όσο κι αν με μια έννοια είναι παρόντα, δεν αναλαμβάνουν τόσο σημαντικό ρόλο. Το παιχνίδι αυτή τη φορά παίζεται αλλού, στο επίπεδο της αφήγησης και των εσωτερικών ανατροπών. Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές αυτού του έργου είναι η ίδια η έννοια της αφήγησης. Εξ ου και η πρόθεση μου ήταν να είναι πιο παιγνιώδες, πιο ειρωνικό και πιο αμφίσημο από τα άλλα μου βιβλία. Πρόκειται για ένα συγγραφικό ρίσκο, αλλα αλλοίμονο στο δημιουργό που εφησυχάζει.
- Διαφοροποιείστε από άλλα βιβλία σας δίνοντας έμφαση σε μια δράση περισσότερο εσωτερική. Σύμπτωση ή έχετε περάσει σε καινούργια συγγραφική φάση;
Καμία σύμπτωση. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, ένιωσα ότι -τουλάχιστον ως προς το ζήτημα της αφήγησης-, έχω κλείσει έναν συγγραφικό κύκλο, και πως πλέον η εξωτερική σκηνογραφία και η εντατική πλοκή δεν μου είναι και τόσο αναγκαία. Η «κάμερα» πλέον εστιάζει στα πρόσωπα, στον εσωτερικό τους κόσμο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Ταυτόχρονα τίποτα δεν είναι δεδομένο, η αφήγηση δεν είναι τόσο «σίγουρη για τον εαυτό της», η σκηνή δεν αφορά πάντοτε «σ’ εκείνο που αφορά η σκηνή». Το παιχνίδι πλέον παίζεται στην ίδια την αφήγηση, η οποία δεν έχει την «ασφάλεια» και την «μαθηματική δομή» άλλων έργων. Ηχρήσητηςειρωνείαςείναιεπίσηςσημαντική. Το σπουδαίο που επιτυγχάνεται μέσω της ειρωνείας, είναι το ότι διαχωρίζει τα πράγματα, ότι είναι σε θέση να «ίπταται» από πάνω τους, έτσι ώστε να διακρίνουμε τα ραγίσματα, την υπόδυση, την προσποίηση και τα μαγικά αλλά και ενίοτε τρομακτικά παιχνίδια που παίζει η ανθρωπινή φύση.
- Στα άρθρα και στις δημόσιες εμφανίσεις σας υπερασπίζεστε πάντα τις δυνατότητες του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος. Θα μπορούσατε ίσως συνοπτικά να αναφέρετε και σε ποια σημεία αυτό πάσχει;
Δεν έχω την αίσθηση ότι πάσχει κάπου. Το νέο ελληνικό μυθιστόρημα ανοίγεται, πειραματίζεται, ρισκάρει. Όταν κάποιος ρισκάρει, πάντα θα υπάρχουν αποτυχίες. Το θέμα είναι να αποτυγχάνεις κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο. Η γενιά αυτή εκφράζει μια «απείθεια» ως προς κάποιες νόρμες, θεματολογικές, υφολογικές και άλλες. Όμως το θέμα είναι η υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων ελλήνων συγγραφέων να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις οικουμενικές συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της, με τον τόπο στον όποιο αναπτύχθηκε. Ως Έλληνες είμαστε Βαλκάνιοι, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Αυτήν τη διπλή καταγωγή θα πρέπει να την επενδύουμε θετικά. Δεν πρέπει να την απομονώνουμε ούτε να τη συμπιέζουμε. Πρέπει να την εμπεριέχουμε.
της Εύης Καρκίτη
- Πως ερμηνεύετε τη φράση του Φόκνερ «σκότωσε ότι αγαπάς»; Τι έχει να κερδίσει από αυτό ο συγγραφέας;
Όπως λέω και στο βιβλίο, «σκότωσε ό,τι αγαπάς», σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν την συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει. Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Killyourdarlings», είναι η μια από τις πιο σοφές συμβουλές στην λογοτεχνία. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Όταν το ακολουθεί, ο συγγραφέας κερδίζει σε επίπεδο στόχευσης, πετάει από πάνω του τα ψιμύθια, τα περιττά.
- Πως σας προέκυψε ο Άρης Μανιάτης; Γιατί η προσωπική και καλλιτεχνική του κρίση κίνησε το συγγραφικό σας ενδιαφέρον;
Όπως όλοι οι χαρακτήρες στα βιβλία μου, ο Άρης Μανιάτης δεν «προέκυψε». «Εξέβαλλε», μ’ έναν δικό του τρόπο, όταν πρωτοσυνέλαβα την ιδέα ενός καλλιτέχνη σε κρίση. Αλλά και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν δημιουργό που αμφισβητεί τον εαυτό του. Ο Μανιάτης πιστεύει ότι με το νέο του έργο έχει ξεπεράσει την πρόσφατη κρίση του. Όμως αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο, ενός καλλιτέχνη που νιώθει ότι έχει περάσει στην «άλλη όχθη» ύστερα από μια κρίση, αλλά ουσιαστικά κρύβεται πίσω από αυτό το «νέο προφίλ» ώστε να καλύψει με άλλο τρόπο εκείνα που διατηρεί θαμμένα, μου ήταν εξαιρετικά γοητευτικό.
- Όπως και σε παλαιότερα μυθιστορήματα σας έτσι και στο «Σκότωσε ότι αγαπάς» είναι διάχυτη μια αίσθηση μυστηρίου. Γιατί αυτή η επιλογή;
Έχω την αίσθηση, ότι, ειδικά σε αυτό το βιβλίο, όλα αυτά τα στοιχεία, όσο κι αν με μια έννοια είναι παρόντα, δεν αναλαμβάνουν τόσο σημαντικό ρόλο. Το παιχνίδι αυτή τη φορά παίζεται αλλού, στο επίπεδο της αφήγησης και των εσωτερικών ανατροπών. Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές αυτού του έργου είναι η ίδια η έννοια της αφήγησης. Εξ ου και η πρόθεση μου ήταν να είναι πιο παιγνιώδες, πιο ειρωνικό και πιο αμφίσημο από τα άλλα μου βιβλία. Πρόκειται για ένα συγγραφικό ρίσκο, αλλα αλλοίμονο στο δημιουργό που εφησυχάζει.
- Διαφοροποιείστε από άλλα βιβλία σας δίνοντας έμφαση σε μια δράση περισσότερο εσωτερική. Σύμπτωση ή έχετε περάσει σε καινούργια συγγραφική φάση;
Καμία σύμπτωση. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, ένιωσα ότι -τουλάχιστον ως προς το ζήτημα της αφήγησης-, έχω κλείσει έναν συγγραφικό κύκλο, και πως πλέον η εξωτερική σκηνογραφία και η εντατική πλοκή δεν μου είναι και τόσο αναγκαία. Η «κάμερα» πλέον εστιάζει στα πρόσωπα, στον εσωτερικό τους κόσμο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Ταυτόχρονα τίποτα δεν είναι δεδομένο, η αφήγηση δεν είναι τόσο «σίγουρη για τον εαυτό της», η σκηνή δεν αφορά πάντοτε «σ’ εκείνο που αφορά η σκηνή». Το παιχνίδι πλέον παίζεται στην ίδια την αφήγηση, η οποία δεν έχει την «ασφάλεια» και την «μαθηματική δομή» άλλων έργων. Ηχρήσητηςειρωνείαςείναιεπίσηςσημαντική. Το σπουδαίο που επιτυγχάνεται μέσω της ειρωνείας, είναι το ότι διαχωρίζει τα πράγματα, ότι είναι σε θέση να «ίπταται» από πάνω τους, έτσι ώστε να διακρίνουμε τα ραγίσματα, την υπόδυση, την προσποίηση και τα μαγικά αλλά και ενίοτε τρομακτικά παιχνίδια που παίζει η ανθρωπινή φύση.
- Στα άρθρα και στις δημόσιες εμφανίσεις σας υπερασπίζεστε πάντα τις δυνατότητες του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος. Θα μπορούσατε ίσως συνοπτικά να αναφέρετε και σε ποια σημεία αυτό πάσχει;
Δεν έχω την αίσθηση ότι πάσχει κάπου. Το νέο ελληνικό μυθιστόρημα ανοίγεται, πειραματίζεται, ρισκάρει. Όταν κάποιος ρισκάρει, πάντα θα υπάρχουν αποτυχίες. Το θέμα είναι να αποτυγχάνεις κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο. Η γενιά αυτή εκφράζει μια «απείθεια» ως προς κάποιες νόρμες, θεματολογικές, υφολογικές και άλλες. Όμως το θέμα είναι η υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων ελλήνων συγγραφέων να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις οικουμενικές συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της, με τον τόπο στον όποιο αναπτύχθηκε. Ως Έλληνες είμαστε Βαλκάνιοι, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Αυτήν τη διπλή καταγωγή θα πρέπει να την επενδύουμε θετικά. Δεν πρέπει να την απομονώνουμε ούτε να τη συμπιέζουμε. Πρέπει να την εμπεριέχουμε.
Ετικέτες
literature,
Αλέξης Σταμάτης,
σκότωσε ότι αγαπάς
Subscribe to:
Posts (Atom)