Ο πεζογράφος Αλέξης Σταμάτης επιστρέφει με ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Με ήρωα έναν 50χρονο κινηματογραφιστή και μια δράση περισσότερο εσωτερική ο συγγραφέας δίνει ένα βιβλίο στο οποίο η λογοτεχνία συναντά το σινεμά
της Εύης Καρκίτη
- Πως ερμηνεύετε τη φράση του Φόκνερ «σκότωσε ότι αγαπάς»; Τι έχει να κερδίσει από αυτό ο συγγραφέας;
Όπως λέω και στο βιβλίο, «σκότωσε ό,τι αγαπάς», σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν την συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει. Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Killyourdarlings», είναι η μια από τις πιο σοφές συμβουλές στην λογοτεχνία. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Όταν το ακολουθεί, ο συγγραφέας κερδίζει σε επίπεδο στόχευσης, πετάει από πάνω του τα ψιμύθια, τα περιττά.
- Πως σας προέκυψε ο Άρης Μανιάτης; Γιατί η προσωπική και καλλιτεχνική του κρίση κίνησε το συγγραφικό σας ενδιαφέρον;
Όπως όλοι οι χαρακτήρες στα βιβλία μου, ο Άρης Μανιάτης δεν «προέκυψε». «Εξέβαλλε», μ’ έναν δικό του τρόπο, όταν πρωτοσυνέλαβα την ιδέα ενός καλλιτέχνη σε κρίση. Αλλά και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν δημιουργό που αμφισβητεί τον εαυτό του. Ο Μανιάτης πιστεύει ότι με το νέο του έργο έχει ξεπεράσει την πρόσφατη κρίση του. Όμως αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο, ενός καλλιτέχνη που νιώθει ότι έχει περάσει στην «άλλη όχθη» ύστερα από μια κρίση, αλλά ουσιαστικά κρύβεται πίσω από αυτό το «νέο προφίλ» ώστε να καλύψει με άλλο τρόπο εκείνα που διατηρεί θαμμένα, μου ήταν εξαιρετικά γοητευτικό.
- Όπως και σε παλαιότερα μυθιστορήματα σας έτσι και στο «Σκότωσε ότι αγαπάς» είναι διάχυτη μια αίσθηση μυστηρίου. Γιατί αυτή η επιλογή;
Έχω την αίσθηση, ότι, ειδικά σε αυτό το βιβλίο, όλα αυτά τα στοιχεία, όσο κι αν με μια έννοια είναι παρόντα, δεν αναλαμβάνουν τόσο σημαντικό ρόλο. Το παιχνίδι αυτή τη φορά παίζεται αλλού, στο επίπεδο της αφήγησης και των εσωτερικών ανατροπών. Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές αυτού του έργου είναι η ίδια η έννοια της αφήγησης. Εξ ου και η πρόθεση μου ήταν να είναι πιο παιγνιώδες, πιο ειρωνικό και πιο αμφίσημο από τα άλλα μου βιβλία. Πρόκειται για ένα συγγραφικό ρίσκο, αλλα αλλοίμονο στο δημιουργό που εφησυχάζει.
- Διαφοροποιείστε από άλλα βιβλία σας δίνοντας έμφαση σε μια δράση περισσότερο εσωτερική. Σύμπτωση ή έχετε περάσει σε καινούργια συγγραφική φάση;
Καμία σύμπτωση. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, ένιωσα ότι -τουλάχιστον ως προς το ζήτημα της αφήγησης-, έχω κλείσει έναν συγγραφικό κύκλο, και πως πλέον η εξωτερική σκηνογραφία και η εντατική πλοκή δεν μου είναι και τόσο αναγκαία. Η «κάμερα» πλέον εστιάζει στα πρόσωπα, στον εσωτερικό τους κόσμο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Ταυτόχρονα τίποτα δεν είναι δεδομένο, η αφήγηση δεν είναι τόσο «σίγουρη για τον εαυτό της», η σκηνή δεν αφορά πάντοτε «σ’ εκείνο που αφορά η σκηνή». Το παιχνίδι πλέον παίζεται στην ίδια την αφήγηση, η οποία δεν έχει την «ασφάλεια» και την «μαθηματική δομή» άλλων έργων. Ηχρήσητηςειρωνείαςείναιεπίσηςσημαντική. Το σπουδαίο που επιτυγχάνεται μέσω της ειρωνείας, είναι το ότι διαχωρίζει τα πράγματα, ότι είναι σε θέση να «ίπταται» από πάνω τους, έτσι ώστε να διακρίνουμε τα ραγίσματα, την υπόδυση, την προσποίηση και τα μαγικά αλλά και ενίοτε τρομακτικά παιχνίδια που παίζει η ανθρωπινή φύση.
- Στα άρθρα και στις δημόσιες εμφανίσεις σας υπερασπίζεστε πάντα τις δυνατότητες του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος. Θα μπορούσατε ίσως συνοπτικά να αναφέρετε και σε ποια σημεία αυτό πάσχει;
Δεν έχω την αίσθηση ότι πάσχει κάπου. Το νέο ελληνικό μυθιστόρημα ανοίγεται, πειραματίζεται, ρισκάρει. Όταν κάποιος ρισκάρει, πάντα θα υπάρχουν αποτυχίες. Το θέμα είναι να αποτυγχάνεις κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο. Η γενιά αυτή εκφράζει μια «απείθεια» ως προς κάποιες νόρμες, θεματολογικές, υφολογικές και άλλες. Όμως το θέμα είναι η υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων ελλήνων συγγραφέων να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις οικουμενικές συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της, με τον τόπο στον όποιο αναπτύχθηκε. Ως Έλληνες είμαστε Βαλκάνιοι, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Αυτήν τη διπλή καταγωγή θα πρέπει να την επενδύουμε θετικά. Δεν πρέπει να την απομονώνουμε ούτε να τη συμπιέζουμε. Πρέπει να την εμπεριέχουμε.
No comments:
Post a Comment