Αλέξης Σταμάτης
Η φυγή προς τα έξω. Συναίσθημα, ρεαλισμός και ενοχή
Για το «Ημερολόγιο 2012» των εκπαιδευτήριων Δούκα
Ο άνθρωπος είναι οι ιδιότητές του. Και μια από τις πιο σημαντικές είναι η επαγγελματική. Η άγρια οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας την τελευταία διετία, έχει σίγουρα επηρεάσει καθοριστικά κάθε επαγγελματία και έχει δημιουργήσει σημαντικά ερωτήματα – διλλήματα για τους νέους ανθρώπους που ετοιμάζονται να μπουν στον επαγγελματικό στίβο.
Πιστεύω πως το πρωταρχικό στοιχείο που πρέπει να εξετάσει ένας νέος πριν αρχίσει ακαδημαϊκή ή επαγγελματική του σταδιοδρομία στην Ελλάδα ή το εξωτερικό είναι το ποια είναι η αληθινή του κλίση. Να συνειδητοποιήσει τα πραγματικά του ενδιαφέροντα και να προσπαθήσει να μην επηρεαστεί από το πιο είναι πλέον προσοδοφόρο. Να αναζητήσει εκείνο που αγαπάει πραγματικά και αν μπορεί να πειραματιστεί πάνω σ’ αυτό. Στην περίπτωση που δεν καταφέρει ακριβώς αυτό που θέλει, να προσπαθήσει να βρει κάτι παρεμφερές, το οποίο να έχει την δυνατότητα να είναι επαρκώς ευέλικτο όποτε να έχει την ευκαιρία στην πορεία για αλλαγές και προσαρμογές.
Στην επιλογή του αυτή είναι αντιμέτωπος με δυο δομές: Την δομή των προτιμήσεων και την δομή των ευκαιριών. Φυσικά δεν παραγνωρίζω την ανάγκη κάθε ανθρώπου να θέλει να ακολουθήσει σπουδές που να οδηγήσουν σε ένα επάγγελμα το οποίο να του παρέχει ευκαιρίες για μια όσο το δυνατόν καλύτερο ζωή με δεδομένη μάλιστα και την κρίση που ζούμε. Εδώ, ωστόσο, ισχύει το εξής: λεφτά δεν υπάρχουν αλλά λεφτά γεννιούνται. Το μείζον θέμα είναι αυτή σου η μερίμνα για την επιβίωση να συνδυάζεται με κάτι που αγαπάς, γιατί είναι εξαιρετικά πιθανό η συγκεκριμένη επιλογή να σε ακολουθεί σε ολόκληρη τη ζωη σου. Συχνά η ανάγκη για ασφάλεια μας οδηγεί σε συμβιβασμούς. Κι όσο νωρίτερα γίνουν αυτοί, τόσο πιο δύσκολα απεμπλέκεσαι, όταν έρχεται η ώρα του «ψυχικού»» λογαριασμού. Η ασφάλεια μας δεν πρέπει να είναι το απολυτό μάντρα και ασφαλώς δεν είναι το διαβατήριο για την ευτυχία, κάτι που αποδείχτηκε περίτρανα την τελευταία διετία. Σε έναν ρευστό κόσμο οφείλεις δυο φορές να ρισκάρεις.
Επιτρέψτε μου να γίνω λίγο προσωπικός. Στα 36 μου άλλαξα ριζικά (και με μεγάλο ρίσκο) επαγγελματικό προσανατολισμό και δεν το μετάνιωσα στιγμή, μια και ακολούθησα, έστω και αργά, εκείνο που αγαπούσα πιο πολύ στη ζωη μου. Η κρίση μεγεθύνει την κρισιμότητα της όποιας επιλογής, ωστόσο, εκείνος που θα ζυγιάσει τα πράγματα όχι μόνο με τη λογική της αγοράς αλλα και με τη λογική της καρδιάς, όσο κι αν αυτό απαιτεί ισχυρές δόσεις ρίσκου, θα είναι και εκείνος που πιστεύω ότι θα ζήσει μια αν όχι πιο πλούσια, αλλα σίγουρα πιο γεμάτη ζωη.
Τα στοιχεία που επηρεάζουν την απόφαση ενός επαγγελματία να εγκαταλείψει την πατρίδα του είναι σε στενή συνάρτηση με το ποιο είναι το αντικείμενο του. Εννοείται πως ένας εξειδικευμένος αστροφυσικός δεν έχει ιδιαίτερους λόγους να παραμείνει στη χώρα. Επίσης, ο κάθε επαγγελματίας, με δεδομένη την ύφεση, εάν η πατρίδα του δεν του δίνει ευκαιρίες θα τις αναζητήσει αλλού. Αν έχει ευέλικτα προσόντα και καποια ανοιχτή πόρτα έξω, είναι λογικό, εδικά αν υπάρχει και συγκεκριμένη πρόταση να σκεφτεί να φύγει. Όμως το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία όσων Ελλήνων φεύγουν, καποια στιγμή θέλουν να γυρίσουν πίσω. Η επένδυση στη γνώση καποια στιγμή εξελίσσεται σε επένδυση στη ψυχή.
Οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν κάποιον στην απόφασή του να φύγει είναι δυο ειδών: ο ρεαλιστικός και ο συναισθηματικός. Ο ρεαλιστικός είναι ο αυτονόητος. Δεν μπορώ να βρω εδώ εκείνο που θέλω και είμαι αναγκασμένος να φύγω έξω. Υπάρχει βέβαια και η πάγια ανάγκη ενός ανθρώπου να ταξιδέψει, να επηρεαστεί από άλλες κουλτούρες, να αναζητήσει τον εαυτό του μέσα από τον «άλλον». Επίσης το γενικότερο κλίμα μέσα στην κρίση δημιουργεί μια ατμόσφαιρα κατάθλιψης και έλλειψης ελπίδας, γεγονός που συμβάλλει στην απόφαση φυγής, όσο και αν προσωπικά πιστεύω ότι πρέπει να παλέψουμε «εντός έδρας» μέσα από το ίδιο το πρόβλημα. Όποιος πασχίσει μέσα στην κρίση, στο μέλλον θα είναι διπλά νικητής.
Για να επιστρέψουμε στο δίλλημα και τις παραμέτρους που το επηρεάζουν, εκείνο που μοιάζει να παίζει ισχυρό ρόλο στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης (φεύγω ή μένω), είναι το συναίσθημα. Οι συναισθηματικοί φακοί επαφής που θα φοράει ο υποψήφιος να φύγει όταν δεχτεί την όποια πρόταση ή βρει την ευκαιρία. Οι συνεκτικοί δεσμοί που είναι αναπτυγμένοι στην ελληνική κοινωνία ( κυρίως οι οικογενειακοί) παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Η πλειοψηφία των Ελλήνων που μπορούν να εργαστούν έξω θέτουν ένα νοητό πήχη- ερώτημα: πχ: 80.000 και εργασία στη Βοστώνη ή μια σαφώς πιο υποβαθμισμένη ζωή με 20-25.000 στην Ελλάδα; Πρόκειται για έναν δισδιάστατο πήχη χρήματος- ιδιότητας . Η μια διάσταση περιλαμβάνει τις απολαβές και το βιοτικό επίπεδο και η άλλη την Ελλάδα και όσους παράγοντες (ουσιαστικούς, συναισθηματικά υγιείς αλλά και ψυχαναγκαστικούς, εξαρτητικούς ) δένουν τον άνθρωπο με τον τόπο του.
Υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν πως η ιστορία του μεταναστευτικού ρεύματος επαναλαμβάνεται σήμερα με νέα μορφή και νέα δεδομένα. Πιστεύω πως δεν είναι καθόλου έτσι. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν σε ακραία κατάρρευση. Την περίοδο που ζούμε δεν έχουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ταινιών του Ξανθόπουλου, των τραγουδιών του Καζαντζίδη και του «Άχου, Άχου στο σταθμό του Μονάχου». Υπάρχει επίσης και μια διαφορά κοινωνιολογικής διάστασης. Το μεταναστευτικό ρεύμα της περιόδου εκείνης αφορούσε στην κατώτερη τάξη, ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Σήμερα αφορά κυρίως τους γόνους της ελληνικής μεσοαστικής τάξης, οι οποίοι λογω ύφεσης και ανόδου ποσοστού ανεργίας κατευθύνονται στο εξωτερικό αυξάνοντας βραχυπρόθεσμα την τάση φυγής.
Όσο για το αν ο Έλληνας είναι ένας «πολίτης του κόσμου» που εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται χωρίς ενοχή ή αναστολές, πιστεύω ότι αυτός ο τύπος συμπατριώτη μας αποτελεί μια μικρή μειοψηφία. Στη ερώτηση αν η απόφαση του να φύγει κανείς είναι απότοκο μιας αληθινής ανάγκης για εξερεύνηση οριζόντων, απόκτηση εμπειριών και δημιουργίας ευκαιριών ή συγκυριακός εξαναγκασμός και αντίδραση μπροστά σε ένα αδιέξοδο, τείνω να πιστεύω ότι για την μεγάλη πλειοψηφία, η ζυγαριά κλείνει προς τη δεύτερη απάντηση.
Ο Έλληνας είναι βαθιά ενοχικός. Έχει εξαιρετικά στενή σχέση (σε βαθμό εξάρτησης) με την οικογένεια του και η ένταση αυτών των σχέσεων δρα ως τροχοπέδη. Ακόμα και όσοι έφυγαν και έστησαν επιτυχημένες καριέρες στο εξωτερικό κατάφεραν να πάρουν μαζί τους και τις οικογένειές τους. Ο Έλληνας δεν είναι Γερμανός με νοοτροπία «Φέτος στην Σαγκάη, του χρόνου στην Μπραζίλια». Ψυχολογικά η Ελλάδα τον κυνήγα παντού με την μορφή μιας μάνας. Και κάθε μάνα έχει τα καλά της και τα κακά της. Σε αγαπά αλλά και σε καταπιέζει. Ίσως λοιπόν είναι και θέμα ομφάλιου λώρου.