του Αλέξη Σταμάτη
Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω. «Ο κύριος Τ.Μ;». «Ο ίδιος». «Έχω κάτι για σας». «Τι;». «Έναν φάκελo». «Από ποιον;». Μια κυρία μου τηλεφώνησε πριν από τρεις μήνες και μου είπε να σας τον παραδώσω σήμερα, 19 Δεκεμβρίου». «Μα τι μου λέτε τώρα;». Είμαι έτοιμος να το κλείσω.
«Μου είπε να σας το παραδώσω στην οδό Σατωβριάνδου 3, στο ξενοδοχείο Ευρώπη στις 19 Δεκεμβρίου». Πάει να μου πέσει το ακουστικό από τα χέρια. Σε μια ώρα είμαι εκεί. Δεν έχει καμιά σημασία που η περιοχή έχει αλλάξει. Πάει καιρός που δεν μου κάνουν εντύπωση αυτά. Φλούδες είναι που ξεκολλάνε και πέφτουν. Φύλλα που αλλάζουν. Τα ντουβάρια είναι πάντα ντουβάρια. Οι δρόμοι δρόμοι. Κι ο χρόνος χρόνος. Σημασία έχει τι γίνεται μέσα. Τι έχει γίνει μέσα. Η νοσταλγία δεν έχει να κάνει με το «τι φάγαμε τότε», ούτε με «το τι γεύση είχε». Αυτά είναι για τις ρομαντικές εποχές. Τότε που ο κόσμος είχε την πολυτέλεια να θυμάται με όλες τις αισθήσεις. Η ανάκληση αφορά στα ίδια τα γεγονότα κι όχι στα ίχνη τους. Δεν με αφορά ούτε το ξενοδοχείο Ευρώπη, ούτε το Μινιόν, ούτε το Ελληνικόν που ήταν δίπλα. Το Μινιόν κάηκε, το Ελληνικόν δεν είναι το ίδιο. Κανένα «Ελληνικόν» δεν είναι πια το ίδιο. Η νοσταλγία δεν έχει να κάνει με το σκηνικό. Έχει να κάνει με την απώλεια. Το θάνατο, τον έρωτα, ό,τι έφυγε, ό,τι χάθηκε. Έχω περάσει πολλές φορές απ’ έξω, ξέρω. Αλλά να μου δίνει κάποιος ραντεβού 19 Δεκεμβρίου; Εκεί; Μετά από 28 χρόνια; Εκεί, μετά από 52 χρόνια;
Η ημερομηνία της ζωής μου, ο τόπος της ζωής μου. Η ημερομηνία κρυφή – την ξέρουμε μόνο εγώ κι εκείνη, ο τόπος εκεί, να θυμίζει πως υπήρξα πάντοτε ένα ανθρώπινο ον, που βγήκε από μια μήτρα για να μπει σε μια άλλη.
Είμαι απ’ έξω από το Ευρώπη, στις πέντε το απόγευμα, όπως κανονίσαμε. Μες στο σούρουπο νιώθω κάτι εξαιρετικά άγριο, σα να περιμένω να γεννηθώ ή να περιμένω να πεθάνω ή κάτι λιγότερο οριστικό, αλλά πολύ πιο τρομερό κι από τα δυο. Από ένα περίπτερο αγοράζω ένα κουτί Ντεντίν Άις. Χώνω τρεις στο στόμα. Τόσες φορές μ’ έχει φέρει ο δρόμος μου από ‘δω. Ο δρόμος, τα μαγαζιά, η αύρα της περιοχής έχουν αλλάξει. «Δραματικά», όπως λένε. Τόσο απ’ το ’56, όσο κι απ’ το ‘80. Ο τόπος όμως είναι ένα στίγμα στο χρόνο. Άρα πάντοτε τρομακτικός. Άρα πάντοτε ίδιος.
Στις πέντε και πέντε βλέπω μια κοπέλα γύρω στα δεκαοκτώ να πλησιάζει. Το πρόσωπό της είναι χλωμό. Όχι χλωμό. Λευκό. Υπάρχει ένα είδος απαλότητας που το κάνει ένα πρόσωπο απτό, χωρίς καν χρειάζεται να το αγγίξεις. Εκείνο το λευκό και απτό ενός φτερού που το βλέπεις να αιωρείται στον άνεμο καθώς περπατάς σε μια παραλία, και που πέφτοντας, αγγίζει το δέρμα σου σα να σε χαϊδεύει ολόκληρο. Η κοπέλα έχει ένα τέτοιο πρόσωπο.
Μου δίνει ένα φάκελο. Πάω να της μιλήσω, είναι φανερό ότι δεν θέλει να έχουμε οποιαδήποτε άλλη επαφή. Πριν προλάβω να πω κάτι, έχει πάρει την λευκότητά της και έχει εξαφανιστεί. Περίεργος, τον ανοίγω. Περιέχει καμιά σαρανταριά χειρόγραφες σελίδες, γραμμένες σε μιλιμετρέ χαρτί. Διαβάζω την πρώτη. Εκκένωση. Είναι γράμμα της. Γράμμα της του ‘87. Αφού χωρίσαμε. Μόλις στην πρώτη παράγραφο λέει «Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά. Τη βραδιά του εμπρησμού του Μινιόν. Την πρώτη μας βραδιά που περάσαμε εκεί απέναντι, στο ξενοδοχείο Ευρώπη, στον τρίτο όροφο. Εσύ με πήγες. Θυμάμαι την επιμονή σου να πάμε εκεί και να κλείσουμε εκείνο το συγκεκριμένο δωμάτιο. Ποτέ δε μου εξήγησες».
Σταματάω. Δεν μπορώ να διαβάσω άλλο. Αν υπάρχει διάλειμμα στα ανθρώπινα, το θέλω τώρα. Η πόρτα του ξενοδοχείου ανοίγει και περνάει ένας τύπος. Μοιάζει να βιάζεται. Με ύφος σα να ντρέπεται. Κοιτάζω μέσα φευγαλέα. Μια γυναίκα ισιώνει το φόρεμα της. Στο πρόσωπο έχει την κάψα αυτή του δοσίματος. Παράνομο ή όχι, ένα είναι το δόσιμο. Και καίει. Θα φύγει κι αυτή σε λίγο. Ο άστεγος έρωτας έχει βρει τη στέγη του.
Δεν είναι ιδέα. Είναι ανάγκη. Μπαίνω. Οι σκάλες από την είσοδο ως το γραφείο της ρεσεψιόν. Ανατριχιάζω. Να ‘τον ο πούστης ο νόστος, γέρος ελέφαντας. Στη ρεσεψιόν, ένας ναυαγισμένος. Ζητώ το δεξί δωμάτιο στον τρίτο όροφο. Είναι άδειο, ευτυχώς. Πόσο; Δυο ώρες; Όλο το βράδυ. Διακόσια τότε. Εντάξει.
Μπαίνω στο ασανσέρ. Δεν είναι το ίδιο, αλλά με το που βρίσκομαι στο θάλαμο είναι σα να ‘μαι στο σιδερένιο του ‘50 με τις βαριές τροχαλίες που ανεβοκατεβαίνουν. Εκείνος που ανέβαινα πιτσιρίκι, να επισκεφτώ τη μάνα μου που ‘κανε θεραπεία για την κακιά αρρώστια.
Μπαίνω στο δωμάτιο. Η νοσταλγία, όπως διαρροή γκαζιού. Θυμάμαι τη θεία μου στο προσκεφάλι της, να την ταΐζει. Κι εμένα με κοντά παντελονάκια να βγαίνω στο μπαλκόνι, να παρακολουθώ την κίνηση, ενώ η μάνα μου κοιμάται. Ο Δάντης θα ’πρεπε να είχε προσθέσει κι έναν ακόμα κύκλο στην Κόλαση. Τον κύκλο των νοσταλγών. Όλοι οι καταραμένοι κι οι καταδικασμένοι θα υπέφεραν στην αιωνιότητα από τον ίδιο νόστο. Σφίγγω τα δόντια. Έχω να το κάνω χρόνια. Κρύος ιδρώτας. Πάλι τα συμπτώματα. Όχι δεν είναι για το προφανές. Μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα στέρησης και σε κάποιον που είναι εξαρτημένος μόνο από τον εαυτό του.
«Ήταν απίστευτο εκείνο το τράνταγμα στις τρεις το πρωί. Ήσουν μέσα μου και για μια στιγμή ένιωσα πως πεθαίνω. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και είδαμε το κτίριο στις φλόγες. Καλά τους κάνουν, είπες. Μα τόσοι άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους, εγώ. Μετά μπήκαμε μέσα και συνεχίσαμε να κάνουμε έρωτα με τις φλόγες να μας φωτίζουν και τις εκρήξεις να σκεπάζουν τις φωνές μας».
Φυσικά και το θυμάμαι. Φλεγόμενη Βάτος. Κι οι φλόγες για επτά χρόνια συνέχεια, ο έρωτας, ο μεγαλύτερος έρωτας. Συνεχίζω με τα επόμενα. Γράφει κάθε χρόνο στις 19 Δεκεμβρίου από το 1988. Μια σύνοψη της εκάστοτε χρονιάς κυρίως, με συνεχείς αναφορές στη σχέση μας. Δε με κατηγορεί πολύ, είναι πολύ ήπια σχετικά. Σχετικά με το πώς φέρθηκα. Μόνο στο 2002, που χωρίζει κι εκείνη από τον άντρα της, και μένει μόνη μ’ ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, με αποκαλεί απατεώνα. «Με έπαιξες και κέρδισες, αν είχες καταλάβει, θα έβλεπες πως μ’ έπαιξες και με έχασες».
Υστέρα τα γράμματα γίνονται πολύ πιο σκοτεινά, είναι άσχημα, μιλάει για φτώχια, για δύσκολη ζωή και στο προτελευταίο για κάποια αρρώστια. Δεν κατονομάζει. Στο τελευταίο, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 2008, γράφει: «Δεν θα προλάβω το επόμενο. Θα κανονίσω να στα στείλουν όλα. Να ξέρεις. Μόνο εσένα αγάπησα». Να μου τα στείλουν. Το κοριτσάκι; Αυτή ήταν η λευκή κόρη; Ίσως. Μόνο εμένα αγάπησε. Κι εγώ; Κι εγώ.
Ξαφνικά τη βλέπω. Όχι με τα «μάτια της ψυχής μου» καιταλοιπά. Μιλάμε, την βλέπω κανονικά εμπρός μου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, όπως τότε. Είναι εκεί. Ερωτική. Νέα. Ποθητή. Δεν διαρκεί πολύ. Ξάφνου, γίνεται η μάνα μου. Κανονικά πάλι. Σαν να ‘ναι εκεί. Άρρωστη, ετοιμοθάνατη. Αχ, μάνα, λέει κάτι μέσα μου. Τα στίγματα στις παλάμες. Η γωνία του στόματος της. Σπασμοί. Αχ, μάνα. Κάτι σαλεύει μες στο δωμάτιο. Και ξαφνικά με πιάνει μια απελπισία. Συγνώμη, λέω για κάτι που δεν ξέρω, κάτι που είναι όμως ανελέητο. Κι η μάνα μου αλλάζει μορφή, γίνεται οποιαδήποτε γριά ετοιμοθάνατη, οποιαδήποτε μάνα και μπαίνει με μια θύελλα κραυγών στο κεφάλι μου. Ξαφνικά ο νους μου γεμίζει μητέρες. Ένας κατακλυσμός από μάνες. Απορροφώμαι από τη μητρότητα, όπως άλλος από τον χρόνο, τον έρωτα ή το φόβο.
Να αναπνεύσω. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Η κίνηση. Απέναντι ,ένα μαγαζί με κινέζικα είδη στο ίδιο ημιυπόγειο που πριν από τόσα χρόνια υπήρχε ένα κατάστημα κατασκευής βαλιτσών. Πλησιάζω την άκρη, κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα. Ελαφρά ζαλάδα. Όχι, δεν πέφτω. Το μεγάλο «Ε, και» της ψυχής κυλάει στις αρτηρίες. Από κάτω περνάει ένας Κινέζος φορτωμένος εμπορεύματα, αλλά θα μπορούσε και η ετερότητα αυτοπροσώπως. Βγάζω την τσίχλα και την κολλάω στο κάτω μέρος του οριζόντιου σίδερου και για μια στιγμή τις νιώθω και τις δυο τους, εκείνη και τη μάνα μου, από πίσω μου να σφίγγουν την ίδια σκανδάλη και να με πυροβολούν.
No comments:
Post a Comment