Tuesday, February 7, 2012

Θέατρο: η τέχνη του «μαζί»

Αλέξης Σταμάτης για το «Αθηνόραμα» (Guest editor)

Εδώ και δεκαέξι χρόνια, από τότε που άρχισα να ασχολούμαι αποκλειστικά με τη συγγραφή, οι δημιουργικές μου ώρες σήμαιναν απομόνωση μπροστά σε μια οθόνη. Ο συγγραφέας δεν συνδιαλέγεται με κανέναν άλλο πάρα με τον εαυτό του. Δεν υπάρχει τρίτο μάτι, δεν υπάρχει ανταλλαγή απόψεων, δεν υπάρχει «μαζί», η δημιουργία του είναι μια γέννα με εγκυμονούντα και μαιευτήρα τον ίδιο.

Το διάστημα αυτό ασχολήθηκα κυρίως με το μυθιστόρημα άλλα και με άλλα είδη λόγου. Σχεδόν όλα, εκτός από ένα. Παρόλο που προέρχομαι από θεατρική οικογένεια, δεν είχα αγγίξει την θεατρική γραφή. Αυτά, ως την στιγμή που ήρθε η κρίση.

Ήταν τότε που ένιωσα μια ανάγκη «εξόδου», μια ανάγκη να μπω σε ένα ευρύτερο «δημιουργικό παιχνίδι». Μια ανάγκη να υπάρξει «άλλος», «άλλοι», επικοινωνία, μοιρασιά. Συνέχισα να ασχολούμαι με την πεζογραφία αλλα ταυτόχρονα άρχισα να γράφω πρώτα μονολόγους κι ύστερα και διαλογικά έργα.

Θεωρώ πως η θεατρική γραφή είναι μακράν το δυσκολότερο είδος. Εδώ δεν υπάρχουν πολυτέλειες ελεύθερων συνειρμών, εσωτερικού μονολόγου, περιγραφών κλπ. Το θέατρο είναι αδίστακτο γιατί συμβαίνει την ίδια στιγμή που το βλέπεις. Συχνά ό,τι παραλείπεται είναι σημαντικότερο από εκείνο που λέγεται. Το χάσμα μεταξύ των φράσεων κρύβει ολοκλήρους κόσμους ενώ ένα «Ναι» στην κατάλληλη θέση μπορεί να ισοδυναμεί με σελίδες πρόζας. Η προτροπή «Σκότωσε ό,τι αγαπάς», πολύτιμη συμβουλή για κάθε γραφιά, βρίσκει την πλήρη δικαίωσή της στο θεατρικό κείμενο.

Στην περίπτωση, ταυτίζεται και με τον τίτλο του έργου μου που παίζεται φέτος στο θέατρο της οδού Κεφαλλήνιας σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη. Στάθηκα τυχερός που συναντήθηκα με τον Άρη, όχι μόνο γιατί είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης άλλα γιατί η συνεργασία μας στη συγγραφή και τη δραματουργική επεξεργασία μου αποκάλυψε τα μυστικά αυτού του ιδιαίτερου κόσμου.

Η έξοδος μου από το γραφείο όμως δεν ήταν μονό συγγραφική. Χωρίς το «μαζί», χωρίς το κοινό βίωμα, δεν γίνεται θέατρο. Παρακολούθησα σχεδόν όλες τις πρόβες, είδα πως γίνονται τα φώτα, πως δουλεύουν οι ηθοποιοί, πως ο σκηνογράφος μας, ο Θοδωρής Χρυσικός, διαμορφώνει έναν άδειο χώρο σε χώρο ζωής και επικοινωνίας.

Το θέατρο είναι μια τέχνη θνησιγενής. Όλα συμβαίνουν στο «τώρα», αφού τελειώσει η παράσταση ζει μόνο στη μνήμη του κοινού. Η στιγμή είναι που γεννάει τα πάντα και οδηγεί στην επόμενη. Η γέννα εδώ είναι συλλογική. Το θέατρο είναι ο χώρος όπου βρίσκεις τον Άλλον και σαν συνεργάτη και σαν θεατή. Χωρίς τον άλλον δεν υπάρχει έργο, δεν υπάρχει παράσταση. Είναι η τέχνη της Πράξης και της επικοινωνίας. Μιας πράξης που μας κάνει να πάμε πέρα από τα επιφαινόμενα, πέρα από τα «λόγια, που μας οδηγεί στο «κάτω κείμενο» των πραγμάτων. Γιατί πίσω από ό,τι λέγεται κρύβεται κάτι πολύ πιο σημαντικό. Εκείνο που πραγματικά θέλουμε να πούμε.

Σε μια τόσο δύσκολη εποχή, η συνεργασία, η ανθρώπινη επαφή, η κοινή περιπέτεια, το συλλογικό ρίσκο, η αμοιβαία ευθύνη και η «δημιουργική ανασφάλεια» του θεάτρου με έκανε πιο «πλούσιο», πιο αισιόδοξο. Το «μαζί», η κοινή προσπάθεια έχει πάντα μια ζεστασιά. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όλα αλλάζουν μαζί με μας και με μας. Χωρίς τον άλλον, δεν είμαστε τίποτα.

Monday, February 6, 2012

Άκης Δήμου: "Σκότωσε ό,τι αγαπάς"

ΜΑΖΙ – Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΛΕΞΗ

Αύριο φεύγουμε.

Τελευταία νύχτα απόψε

Εκείνη απλώς γυρίζει σε οικείο παρελθόν

εγώ επιστρέφω σ’ ένα δύσθυμο μέλλον.

Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατος

Επειδή δεν έζησαν μαζί ούτε νέοι, ο Άρης και η Κατερίνα, το ζευγάρι των ηρώων στο θεατρικό έργο του Αλέξη Σταμάτη «Σκότωσε ό.τι αγαπάς», δε θα γεράσουν μαζί – η μοναδική, ίσως, βεβαιότητα σ’ αυτή την παλιά, ασαφή, πνιγμένη στα ερωτηματικά σχέση, σπαράγματα της οποίας παραδίνει ο συγγραφέας. Θα συναντηθούν μια νύχτα οι δυο τους, στο γραφείο της δεύτερης, στην Αθήνα του 1994, εκείνη δικηγόρος, με μια εκκωφαντική επαγγελματική επιτυχία στο ενεργητικό της, εκείνος κρυμμένος πάντα πίσω απ’ το δάχτυλο μιας βαριά τραυματισμένης παλιάς ηλικίας που επιμένει να τον καταδιώκει. Μια συνάντηση επισφαλής, στο όνομα της τελευταίας σπίθας μιας παλιάς φωτιάς.

Είναι προφανές – και, όσο το έργο προχωράει, μέσα από διαδοχικές ανατροπές και αδιάκοπες διακλαδώσεις, γίνεται προφανέστερο- ότι ο λόγος αυτής της «ξαφνικής» συνάντησης δεν είναι η αναθέρμανση μιας παλιάς αισθηματικής ιστορίας αλλά η κηδεία ενός αισθήματος: κάποια υπόσχεση χαράς έχει πεθάνει προ πολλού, σημαδεμένη από αναχωρήσεις, χωρισμούς και θανάτους οικείων προσώπων, ήττες σε κάθε μάχη της προσωπικής τους ιστορίας, αλλά και της άλλης, εκείνης των κεφαλαίων πρωτοσέλιδων.

Το έργο βγαίνει στη σκηνή μεταμφιεσμένο σε παιχνίδι: χρονολογίες – νούμερα, σαν τα φύλλα μιας αόρατης τράπουλας. Ο Άρης τα ανοίγει ένα ένα, η Κατερίνα τα «εικονογραφεί», αντιστοιχώντας σε καθένα τους κι ένα επεισόδιο της βιογραφίας της, μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας αλλά ίδιου βάρους. Από το παιχνίδι της αρχής στην ερωτική ιστορία ή σε κάτι που μοιάζει ή που θα μπορούσε να είναι η ερωτική τους ιστορία έστω, τα χαρτιά πέφτουν και ξαναπέφτουν: στο τραπέζι, στο πάτωμα, σε κάθε επιφάνεια του δκηγορικού γραφείου της γυναίκας, σε κάθε κόχη της μνήμης. Χωρίς καμιά επανασύνδεση να προμηνύεται. Ίσκιοι μονάχα. Ένα φιλί που πέφτει, βιάζεται να κρυφτεί πίσω από την αμηχανία και την ταραχή που φέρνει πάντα η παρόρμηση, πιο πολύ η κουρασμένη παρόρμηση, εκείνη που μετράει πολύ καιρό πίσω της. Ο έρωτας λείπει, παρόλο που οι δυο τους μοιάζει να συνομολογούν την επιθυμία του ενός για τον άλλο, πιο πολύ να την ψελλίζουν. Τα σώματά τους είναι παρόντα, ίσως πρόθυμα να θυμηθούν, μπορεί και διαθέσιμα αν… Αλλά όχι, δεν. Το παρελθόν εισβάλλει βίαια σ’ ένα παρόν αδικαίωτο, το φάντασμα ενός τρίτου προσώπου – καταλύτη (που έρχεται νωρίς στις κουβέντες τους, όπως από νωρίς έχει μπει στις ζωές τους για να σχηματιστεί ένα ερωτικό τρίγωνο, εξ ορισμού τραυματικό, όπως όλα) είναι εγκατεστημένο για τα καλά ανάμεσά τους, η ομορφιά μακρινή κι οι δυο τους, πάνω στην τραμπάλα του χρόνου, δοκιμάζουν να πουν, λένε με δυσκολία κι όταν όλα ομολογηθούν … «θα τα πούμε». Αλλά δεν έχει μείνει τίποτα να ειπωθεί.

Επί σαρανταέξι σελίδες, ο Άρης και η Κατερίνα του Σταμάτη, ακόμα ωραίοι, ακόμα ζωντανοί (κι αυτή είναι ίσως η μοναδική τους νίκη ανάμεσα σε τόσες και τόσες ήττες), κονταροχτυπιούνται άλλοτε με τις αυταπάτες της ενηλικίωσης κι άλλοτε με τις συγχύσεις της νεότητας. Αγωνιούν χωρίς να ελπίζουν, αναμετριούνται για μια ακόμη φορά με τον Πατέρα, γυρνάνε «στα παλιά» μόνο και μόνο για να συναντήσουν βουρκωμένοι, θυμωμένοι, κάθιδροι, τα καινούργια.

Είναι το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» σημειώσεις για το χρονικό μιας γυναίκας κι ενός άντρα που απελπίστηκαν; Είναι το σκοτάδι που πέφτει πάνω στις σκεπές της ζωής δυο παιδιών χωρίς σημασία, που ξέχασαν το παιχνίδι τους ξεκούρδιστο; Είναι οι τρικλοποδιές ενός μακρινού χειμώνα στην ελπίδα πως ίσως, κάποτε, μια άνοιξη;… Όσο η δράση προχωράει και τα πρόσωπα γίνονται όλο και πιο ανήμερα, ο Αλέξης Σταμάτης πυκνώνει σκόπιμα μέχρι συσκότισης τα κίνητρα και τις προθέσεις των πράξεων και των λόγων τους, αφήνοντάς τους μετέωρους ακριβώς πάνω στο αφύλακτο όριο ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο, στην πραγματική επιθυμία και τις αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις της, σ’ αυτά που ονειρεύτηκαν (μπορεί και να ονειρεύονται κρυφά) και στη διάψευσή τους.

Να συμπεράνω, ύστερα απ’ όλ’ αυτά, ότι έχουμε εδώ ένα απαισιόδοξο θεατρικό έργο; Καλύτερα να μη βιαστώ. Πικρό ναι, μελαγχολικό σίγουρα. Αλλά είναι ακόμα ζωντανοί, το ξανάγραψα. Κι ακόμα ωραίοι, θέλω να φαντάζομαι. Κι όπως και να ‘χει, κάποτε κάθε ιδρώτας στεγνώνει. Ακόμα κι όταν περπατάς χωριστά.


Άκης Δήμου

Ιανουάριος 2012