Αύριο φεύγουμε.
Τελευταία νύχτα απόψε
Εκείνη απλώς γυρίζει σε οικείο παρελθόν
εγώ επιστρέφω σ’ ένα δύσθυμο μέλλον.
Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατοςΕπειδή δεν έζησαν μαζί ούτε νέοι, ο Άρης και η Κατερίνα, το ζευγάρι των ηρώων στο θεατρικό έργο του Αλέξη Σταμάτη «Σκότωσε ό.τι αγαπάς», δε θα γεράσουν μαζί – η μοναδική, ίσως, βεβαιότητα σ’ αυτή την παλιά, ασαφή, πνιγμένη στα ερωτηματικά σχέση, σπαράγματα της οποίας παραδίνει ο συγγραφέας. Θα συναντηθούν μια νύχτα οι δυο τους, στο γραφείο της δεύτερης, στην Αθήνα του 1994, εκείνη δικηγόρος, με μια εκκωφαντική επαγγελματική επιτυχία στο ενεργητικό της, εκείνος κρυμμένος πάντα πίσω απ’ το δάχτυλο μιας βαριά τραυματισμένης παλιάς ηλικίας που επιμένει να τον καταδιώκει. Μια συνάντηση επισφαλής, στο όνομα της τελευταίας σπίθας μιας παλιάς φωτιάς.
Είναι προφανές – και, όσο το έργο προχωράει, μέσα από διαδοχικές ανατροπές και αδιάκοπες διακλαδώσεις, γίνεται προφανέστερο- ότι ο λόγος αυτής της «ξαφνικής» συνάντησης δεν είναι η αναθέρμανση μιας παλιάς αισθηματικής ιστορίας αλλά η κηδεία ενός αισθήματος: κάποια υπόσχεση χαράς έχει πεθάνει προ πολλού, σημαδεμένη από αναχωρήσεις, χωρισμούς και θανάτους οικείων προσώπων, ήττες σε κάθε μάχη της προσωπικής τους ιστορίας, αλλά και της άλλης, εκείνης των κεφαλαίων πρωτοσέλιδων.
Το έργο βγαίνει στη σκηνή μεταμφιεσμένο σε παιχνίδι: χρονολογίες – νούμερα, σαν τα φύλλα μιας αόρατης τράπουλας. Ο Άρης τα ανοίγει ένα ένα, η Κατερίνα τα «εικονογραφεί», αντιστοιχώντας σε καθένα τους κι ένα επεισόδιο της βιογραφίας της, μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας αλλά ίδιου βάρους. Από το παιχνίδι της αρχής στην ερωτική ιστορία ή σε κάτι που μοιάζει ή που θα μπορούσε να είναι η ερωτική τους ιστορία έστω, τα χαρτιά πέφτουν και ξαναπέφτουν: στο τραπέζι, στο πάτωμα, σε κάθε επιφάνεια του δκηγορικού γραφείου της γυναίκας, σε κάθε κόχη της μνήμης. Χωρίς καμιά επανασύνδεση να προμηνύεται. Ίσκιοι μονάχα. Ένα φιλί που πέφτει, βιάζεται να κρυφτεί πίσω από την αμηχανία και την ταραχή που φέρνει πάντα η παρόρμηση, πιο πολύ η κουρασμένη παρόρμηση, εκείνη που μετράει πολύ καιρό πίσω της. Ο έρωτας λείπει, παρόλο που οι δυο τους μοιάζει να συνομολογούν την επιθυμία του ενός για τον άλλο, πιο πολύ να την ψελλίζουν. Τα σώματά τους είναι παρόντα, ίσως πρόθυμα να θυμηθούν, μπορεί και διαθέσιμα αν… Αλλά όχι, δεν. Το παρελθόν εισβάλλει βίαια σ’ ένα παρόν αδικαίωτο, το φάντασμα ενός τρίτου προσώπου – καταλύτη (που έρχεται νωρίς στις κουβέντες τους, όπως από νωρίς έχει μπει στις ζωές τους για να σχηματιστεί ένα ερωτικό τρίγωνο, εξ ορισμού τραυματικό, όπως όλα) είναι εγκατεστημένο για τα καλά ανάμεσά τους, η ομορφιά μακρινή κι οι δυο τους, πάνω στην τραμπάλα του χρόνου, δοκιμάζουν να πουν, λένε με δυσκολία κι όταν όλα ομολογηθούν … «θα τα πούμε». Αλλά δεν έχει μείνει τίποτα να ειπωθεί.
Επί σαρανταέξι σελίδες, ο Άρης και η Κατερίνα του Σταμάτη, ακόμα ωραίοι, ακόμα ζωντανοί (κι αυτή είναι ίσως η μοναδική τους νίκη ανάμεσα σε τόσες και τόσες ήττες), κονταροχτυπιούνται άλλοτε με τις αυταπάτες της ενηλικίωσης κι άλλοτε με τις συγχύσεις της νεότητας. Αγωνιούν χωρίς να ελπίζουν, αναμετριούνται για μια ακόμη φορά με τον Πατέρα, γυρνάνε «στα παλιά» μόνο και μόνο για να συναντήσουν βουρκωμένοι, θυμωμένοι, κάθιδροι, τα καινούργια.
Είναι το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» σημειώσεις για το χρονικό μιας γυναίκας κι ενός άντρα που απελπίστηκαν; Είναι το σκοτάδι που πέφτει πάνω στις σκεπές της ζωής δυο παιδιών χωρίς σημασία, που ξέχασαν το παιχνίδι τους ξεκούρδιστο; Είναι οι τρικλοποδιές ενός μακρινού χειμώνα στην ελπίδα πως ίσως, κάποτε, μια άνοιξη;… Όσο η δράση προχωράει και τα πρόσωπα γίνονται όλο και πιο ανήμερα, ο Αλέξης Σταμάτης πυκνώνει σκόπιμα μέχρι συσκότισης τα κίνητρα και τις προθέσεις των πράξεων και των λόγων τους, αφήνοντάς τους μετέωρους ακριβώς πάνω στο αφύλακτο όριο ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο, στην πραγματική επιθυμία και τις αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις της, σ’ αυτά που ονειρεύτηκαν (μπορεί και να ονειρεύονται κρυφά) και στη διάψευσή τους.
Να συμπεράνω, ύστερα απ’ όλ’ αυτά, ότι έχουμε εδώ ένα απαισιόδοξο θεατρικό έργο; Καλύτερα να μη βιαστώ. Πικρό ναι, μελαγχολικό σίγουρα. Αλλά είναι ακόμα ζωντανοί, το ξανάγραψα. Κι ακόμα ωραίοι, θέλω να φαντάζομαι. Κι όπως και να ‘χει, κάποτε κάθε ιδρώτας στεγνώνει. Ακόμα κι όταν περπατάς χωριστά.
Άκης Δήμου
Ιανουάριος 2012
No comments:
Post a Comment