Wednesday, January 23, 2013

Απόσπασμα απο το Μπορεις αν κλαψεις μες στο νερό;



1.                 Ο αρμός διαστολής



Στην οικοδομική, ο αρμός διαστολής είναι ένα μικρό διάκενο μεταξύ των υλικών, το οποίο εξασφαλίζει τη δυνατότητα διαστολής και συστολής των εφαπτόμενων στοιχείων μιας κατασκευής. Το περίεργο στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ότι το τριώροφο κτίριο ήταν στενό και δεν είχε την ανάγκη αυτής της προληπτικής ελαστικότητας. Έτσι ο αρμός, αόρατος φυσικά στα μάτια ενοίκων και περαστικών, δεν είχε κάποια λειτουργικότητα. Απλώς, έτεμνε το κτίριο στα δυο, από το ισόγειο διαμέρισμα του Τάκη, στον μεσαίο όροφο του ζεύγους Νικολαΐδη, ως τον πάνω όροφο της οικογενείας του Ορέστη Πολίτη, δημιουργώντας μια καθετή αρτηρία που διέσχιζε τον κορμό του αιματώνοντάς τον - μια λεπτή ίνα οξυγόνου που υποβοηθούσε τα εντόσθια να αναπνέουν.
Η Μαρίνα, όπως και κάθε ένοικος του κτιρίου, δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτή την κατακόρυφη χαρακιά στο σπίτι της. Τι την ένοιαζε άλλωστε; Εκείνο που την απασχολούσε ήταν η εύρυθμη λειτουργία του. Το ράβε ξήλωνε της καθημερινότητας. Μικρές επιτυχίες, μικρές αποτυχίες. Τα άγρια χρόνια στις γκαρσονιέρες με τα ξύλινα σκοροφαγωμένα πατώματα και τα πατημένα αποτσίγαρα είχαν εξατμιστεί στις ίδιες τους τις αναθυμιάσεις. Hazy days were over long ago. Μπορεί η κατάσταση έξω στη πόλη να ’ταν πνιγερή, μπορεί η χώρα να έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια της, όμως στο φρούριο είναι πάντα αλλιώς. Εδώ, βυθίζεσαι στην καθημερινότητα. Όσο πιο ήσυχα, τόσο πιο καλά. H Μαρίνα. Και να φανταστείς πως για αλλού την προόριζε η ζωή στα νιάτα της.
Έτσι είναι όμως. Κάποια στιγμή μέσα απ’ τη θολούρα κάτι συμβαίνει. Κάτι αναπάντεχο. Ξέρεις ότι δεν μπορείς να το διαχειριστείς. Βλέπεις ένα μικρό σπίτι στο βάθος και καταλαβαίνεις πως εκεί είναι το μέλλον σου. Έχεις κουραστεί να εναποθέτεις τον εαυτό σου στο σαγηνευτικά τυχαίο, έχεις βαρεθεί να νιώθεις δήθεν «ένα με το σύμπαν», έχεις κουραστεί από το υπέροχο φλου της γενικότητας. Βάζεις στόχο λοιπόν το σπίτι και φεύγεις. Αν υπάρχει κάποιος που περιμένει εκεί, πάει να πει ότι έχει σημαντικό λόγο να το κάνει όπως έχεις κι εσύ. Πάει να πει ότι αξίζει να βουτήξεις σ’ αυτή την πρωτόγνωρη για σένα συνθήκη: στο συγκεκριμένο. Και να πας, μαζί του, ως τον πάτο. Ήταν τυχερή που τον βρήκε σχεδόν αμέσως.
Τον έλεγαν Ορέστη∙  ήταν ψηλός, βαρυκόκαλος, άχαρος, διστακτικός, με θλιμμένο πρόσωπο. Το πρώτο πράγμα που της έκανε εντύπωση ήταν τα κατάμαυρα, σχεδόν θηλυκά του τσίνορα. Αργότερα,  το στήθος του. Αραιή τριχοφυΐα με μια χαρακιά στη μέση σαν να σε προκαλούσε να του ανοίξεις το σώμα στα δύο. Το στήθος ενός άντρα είναι το πιο ευάλωτο σημείο του, δεν υπάρχει τίποτα το φαντασμαγορικό πάνω του, ούτε απολήξεις, ούτε εμφανείς μύες, τίποτα. Μια απλή επίπεδη επιφάνεια, που, όμως, καλύπτει τα πράγματα εξαιρετικά.
Ο Ορέστης. Είχαν γνωριστεί το σπίτι του, όταν, κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας της ως δημοσιογράφου, του ’χε πάρει συνέντευξη. Ο Ορέστης είχε κερδίσει ένα βραβείο για μια μελέτη πληροφορικής κι εκείνη έκανε ένα αφιέρωμα σε νέους που διακρίνονται στους χώρους της τέχνης και της επιστήμης. Της είχε κάνει εντύπωση που το σπίτι ήταν γεμάτο καθρέφτες, αφού από την αρχή είχε καταλάβει πως το τελευταίο στοιχείο που χαρακτήριζε τον αδέξιο, σχεδόν ντροπαλό αυτόν άντρα ήταν ο ναρκισσισμός. Όμως, παλιά, οι καθρέφτες και για την Μαρίνα δεν ήταν απλή υπόθεση. Την είχε υπογραμμισμένη τη φράση του Μπόρχες πως καθρέφτες και συνουσία πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ανθρώπων. Δεν ήθελε εικόνες, δεν ήθελε προβολές, δεν ήθελε πληθυντικούς αριθμούς. Ήθελε την ελευθερία της μέσα σ’ ένα σχήμα που θα όριζε η ίδια μέρα τη μέρα. Όχι δεσμεύσεις. Ο κάθε είδους πολλαπλασιασμός της ήταν απεχθής – ήθελε μια ελευθερία που να ορίζεται μέσα από το «ίσος προς ίσον», δεν την ενδιέφεραν οι συλλογικότητες, οι ευθύνες, δεν είχε καν φανταστεί ότι θα μπορούσε κάποτε να κάνει παιδιά. Όμως κάποια στιγμή, κάτι μίλησε μέσα της αλλιώς. Ήρθε μάλιστα καλπάζοντας. Σαν να το μετέφερε μια ορμονική αμαξά που τραβούσαν δέκα γεροδεμένα άλογα. Και τότε τον γνώρισε. Κι άλλαξε. Άρδην. Όχι ως προς τις συλλογικότητες. Αλλά ως προς το μοίρασμα, την καθημερινότητα, τη σκέψη για το μέλλον, το στήσιμο μιας «κανονικής» ζωής. 
Από την αρχή κατάλαβε ότι είχε παντρευτεί έναν άνθρωπο ευφυέστατο που δεν είχε ανάγκη να το επιδεικνύει. Έναν άνθρωπο που έμοιαζε να λειτουργεί κοινωνικά χρησιμοποιώντας ένα ελάχιστο ποσοστό της διανοίας του, έναν άνθρωπο φύσει εσωστρεφή με τις παραξενιές του. Έναν άνθρωπο που κρατούσε κι  έναν δικό του κόσμο, ο όποιος ωστόσο ποτέ δεν της έμπαινε εμπόδιο. Της έδινε όσο χώρο ήθελε.   Ήταν όμως κάτι μικρές λεπτομέρειες που δεν μπορούσε να αγνοήσει.


Από πρώτες μέρες που τον γνώρισε υπέθεσε πως τον βασάνιζε μια κάποια μανία καταδίωξης έτσι όπως τον έβλεπε συχνά να κοιτάζει τριγύρω του σαν να ήθελε να ελέγξει τον χώρο στον οποίο βρισκόταν. Με το καιρό βέβαια κατάλαβε πως ήταν ένα ακόμη κομμάτι της φυσικής αδεξιότητας του. Αργότερα μάλιστα το σύμπτωμα υποχώρησε.
Και τα χρόνια περνούσαν. Ο Ορέστης έλιωνε, όμορφα, σχεδόν με χάρη, μέσα στον έγγαμο βίο.


Terra firma. Οίκος. Δοχείο ζωής. Το φροντίζεις το σκηνικό σου. Αλλιώς, μετά από τόσα χρόνια, όταν δεν μπορείς να ελέγξεις τα εκατόν σαράντα τετραγωνικά σου, δεν είναι εύκολο να μετέχεις μ’ όλη σου ψυχή σε διάλογους του τύπου: «Λοιπόν…» «Πως είσαι…» «Εντάξει;». «Κοιμήθηκες καλά;» «Χμ, όχι και τόσο» «Γιατί;» «Είχα μια ανησυχία». Ειδικά σ’ ένα σπίτι (προσεγμένη διακόσμηση, ξύλο, αλουμίνιο,  καμία καμπύλη, παντού φυτά) όπου τα πάντα είναι λευκά (υψηλή φωτεινότητα-μηδέν απόχρωση, η  διακοσμητική επιβολή της για το φόντο της καθημερινότητας), μεγεθύνοντας το κάθε τι. «Τόσα χρώματα στο ανθοπωλείο, (το ανθοπωλείο ήταν η δουλειά της), στο σπίτι θέλω να ξεκουράζεται το μάτι» -η θεωρητική υποστύλωση.
Ο Ορέστης  βέβαια, τα χρώματα τα ’χε γραμμένα. Μπορεί να 'ξερε τα πάντα για τα επίπεδα διασύνδεσης ενός πρωτοκόλλου δικτύωσης, για τον σχεδιασμό ενός περίπλοκου λογισμικού ή για τον μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων, αλλά εάν το ταβάνι και ο τοίχος ήταν γκρι, μπλε ή πουά του ήταν παγερά αδιάφορο. Η αισθητική ήταν αποκλειστική μέριμνα της Μαρίνας: από την επιλογή των πουκαμίσων του, μέχρι το χρώμα της γραβάτας του, παρότι σπάνια φορούσε. Το μόνο που φρόντιζε ήταν το ξύλινο αντίκα γραφείο του, οικογενειακό κειμήλιο.
Έμεναν σ’ αυτό το διαμέρισμα εδώ περίπου είκοσι χρόνια. Το αγόρασαν δύο χρόνια αφού γεννήθηκε η Άννα (τρία κιλά και τριακόσια πενήντα γραμμάρια), μάλιστα η μέρα που έπεσαν οι υπόγραφες με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, το γιο ενός σπουδαίου βετεράνου ντοκιμαντερίστα, συνέπεσε με την μέρα που ο Ορέστης που πήγε για πρώτη φορά στην νέα του δουλειά – σε μια εταιρία, υπεύθυνος για ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Νέο σπίτι, νέα δουλειά και φρέσκος πατέρας και το μαγαζί της συζύγου στα τριακόσια είκοσι έξι βήματα. Όλα συμμαζεύονταν.

Τη μέρα που έληξαν οι εργασίες ανάπλασης του εσωτερικού, τη μέρα που μπήκαν στο απαστράπτον πάλλευκο σαλόνι,  ο Ορέστης χάρισε στην Μαρίνα ένα συλλεκτικό ασημένιο νόμισμα με το όποιο η Τράπεζα της Ελλάδας γιόρταζε τα δυόμιση χιλιάδες χρόνια της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είχε ονομαστική αξία 500 δραχμές και είχε βγει σε κασετίνα, μαζί με την σειρά Proof 1993. Όχι το πιο ρομαντικό δώρο που θα μπορούσε να διαλέξει, αλλά ο Ορέστης είχε τους λόγους του. Στη μια όψη εικονιζόταν η Αθηνά, η αγαπημένη του θεά από το δωδεκάθεο. Η γαλανομάτα που συμβόλιζε την εξυπνάδα και ξεπήδησε από το κεφάλι του θεού. Η Μαρίνα δεν εισέπραξε τον συμβολισμό αλλά το αποθήκευσε στο βελούδινο κουτί όπου φυλούσε και το μοναδικό κόσμημα που της είχε δώσει η γιαγιά της, που κι εκείνης ήταν δώρο της μάνας της. Το ίδιο βράδυ η Μαρίνα, παρά την ελαφρά επιλόχεια κατάθλιψη, μαγείρεψε πεσκανδρίτσα, ένα από τα μέχρι πρότινος άγνωστα ψάρια που είχαν γίνει δημοφιλή εκείνη την εποχή μαζί με τη δράκαινα, το σκάρο και τους μπαλάδες, αντικαθιστώντας τα παραδοσιακά ψάρια, την τσιπούρα, τη γλώσσα και τα μπαρμπούνια. Ο Ορέστης έφαγε με όρεξη, και, για πρώτη φορά μετά τη γένεση του παιδιού τους, έκαναν έρωτα. Ύστερα, στο μπάνιο, για πρώτη φορά μετά τη γέννα, αντίκρισε το πραγματικό είδωλο της. Κι εκείνο της χαμογέλασε.
Την ίδια στιγμή, στη βάση του αρμού διαστολής μια κατσαρίδα τέντωνε τις κεραίες της. «Άσε είναι επικίνδυνα εδώ», ένιωσε - κι έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, κατευθυνόμενη στον υπόνομο.

No comments: