Αλέξης Σταμάτης: Συνεντευξη στην Παυλίνα Φελβοτομά για την διαδυκτική εκοπομπή Dromologa.tv
Συνέντευξη Μέρος Α
Συνέντευξη Μέρος Β
Tuesday, November 24, 2009
Sunday, November 15, 2009
Σκότωσε ό,τι αγαπάς: Συνέντευξη στον Φιλελεύθερο της Κύπρου
Μέσα από την κρίση φωτίζεται η αλήθεια
Της Έλενας Πάρπα
Ο Έλληνας συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μιλά για το καινούργιο του μυθιστόρημα «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» Της Έλενας Πάρπα Τεν έτυχε ποτέ να συναντηθούμε από κοντά. Τον «γνώρισα» μόνο μέσα απ’ τα μυθιστορήματά του πρώτα απ’ το «Μπαρ Φλωμπέρ», έπειτα απ’ το «Αμερικανική Φούγκα»- αλλά και μέσα απ’ την καθημερινή (σχεδόν) ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων όταν συνεργαζόμασταν για το Υστερόγραφο. Μου είχε κάνει εντύπωση η ταχύτητά του στο γράψιμο, η ετοιμότητά του να πλάσει μια ιστορία από το τίποτα. «Απλά έχω καταφέρει να έχω χρόνο για γράψιμο», μου λέει όταν τον ρωτώ σχετικά. Ρίχνοντας όμως μια ματιά στο τι έχει κάνει τα τελευταία δυο χρόνια -ένα παιδικό μυθιστόρημα, τρεις θεατρικούς μονόλογους, ένα σενάριοαντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό που υποκινεί τα πράγματα στην περίπτωσή του είναι κάτι περισσότερο από «χρόνος για γράψιμο». Κι ότι τελικά αυτό που τον κάνει να επιστρέφει καθημερινά μπροστά στον υπολογιστή, στο ίδιο γραφείο με θέα ένα μπαλκόνι που μέσα απ’ τα χρόνια έγινε, όπως λέει, πιο όμορφο, ίσως να έχει σχέση μ’ αυτό που σημειώνει ο ήρωάς του στο καινούργιο του μυθιστόρημα, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» (εκδόσεις Καστανιώτη): με την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να διηγείται ιστορίες. «Κάθε μέρα στα παιδικά δωμάτια ακούγονται -παραλλαγμένες ή μη- οι ίδιες αρχέτυπες ιστορίες, οι ίδιοι πρωταρχικοί μύθοι και θρύλοι», γράφει ο συγγραφέας. «Στα μπαρ και στα καφέ άνθρωποι αφηγούνται περιστατικά για οικείους και ξένους, ταξιτζήδες λένε ανέκδοτα σε πελάτες, μπαμπάδες κομπάζουν σε γιους, παππούδες ανακαλούν, έφηβοι κατασκευάζουν, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο παίζονται αμέτρητες κωμωδίες και δράματα, στο Ίντερνετ χρήστες απ’ όλο τον κόσμο ανταλλάσσουν πάσης φύσεως πληροφορίες, αναγνώστες διαβάζουν εκατομμύρια μυθιστορήματα, νουβέλες, αφηγήματα, ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή αναπαραγωγής ιστοριών που αρδεύουν από την ίδια δεξαμενή: την ανθρώπινη φύση και τις εμπειρίες της».
Διαβάζοντας το καινούργιο του βιβλίο υπογράμμισα κι άλλα σημεία. Όπως τι σημαίνει ακριβώς να σκοτώνει κάποιος ό,τι αγαπά όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στο γράψιμο. Η συζήτησή μας όμως είχε άλλη αφετηρία. Ξεκίνησε από ένα ερώτημα, αριστοτελικό, το οποίο ο ίδιος θέτει σε κάποια στιγμή στον ήρωά του: Πώς πρέπει ο άνθρωπος να ζει τη ζωή του;
Εσείς βρήκατε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα;
Ο Αριστοτέλης έθεσε ένα ερώτημα, δεν πρότεινε μιαν απάντηση. Μιλάμε για μια αναζήτηση. Κι αυτό το ψάξιμο είναι που κάνει τη ζωή άξια να βιωθεί. Εάν με ρωτήσει κάποιος γιατί ήρθα σε αυτόν τον κόσμο θα απαντήσω «για να καταλάβω». Και φυσικά ξέρω ότι αυτό είναι κάτι το όποιο δεν θα συμβεί ποτέ.
Είναι εφικτό πιστεύετε να «ξαναγράψει» κάποιος την αφήγηση της ζωής του;
Η αφήγηση της ζωής μας δεν είναι ποτέ μια. Αλλάζει, ανάλογα με την περίοδο που διανύουμε, ανάλογα με την ψυχική μας κατάσταση. Ουσιαστικά αυτό ακριβώς επαναλαμβάνουμε: «ξαναγράφουμε την αφήγηση της ζωής μας». Όπως και η ίδια η «Ιστορία» με γιώτα κεφαλαίο, έτσι και η ιστορία του κάθε ανθρώπου δεν είναι μονοδιάστατη.
Αλλά επιδέχεται πολλών ερμηνειών; Ακριβώς έτσι. Επανερμηνεύεται, επαναδιαπραγματεύεται, αναδιατυπώνεται. Ωστόσο υπάρχουν μερικά πράγματα στον πυρήνα αυτής της εν εξελίξει και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιστορίας, πράγματα στον πυρήνα του εαυτού μας που είναι σταθερά.
Και γιατί παραμένουν αμετακίνητα;
Επειδή προέρχονται από ένα απώτατο παρελθόν, από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής μας (άρα είναι ασυνείδητα), είτε επειδή είναι τόσο σκληρά, τόσο επίπονα, όποτε έχουν απωθηθεί. Αυτά τα «θαμμένα» είναι και τα πιο δύσκολα να ανασυρθούν -πόσο μάλλον να «ειπωθούν»και γι’ αυτό συνήθως ντύνουμε την αφήγησή μας με παραπλανητικά πέπλα, τα οποία εάν είμαστε τυχεροί και ειλικρινείς κάποια στιγμή τα απεκδυόμαστε.
Με ποιο τρόπο;
Υπάρχει η περίπτωση ανθρώπων, που ας πούμε «καρμικά», ήταν «ταγμένοι» θες από τις συνθήκες, θες από τη μοίρα, να ζήσουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και, μέσα από την προσωπική τους δύναμη, βρήκαν το κουράγιο να αλλάξουν, στρέφοντας την «αφήγηση της ζωής τους» προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Από μια άποψη είμαστε όλοι συγγραφείς της προσωπικής μας αφήγησης. Εν δυνάμει, τουλάχιστον.
Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» πώς γεννήθηκε σαν ιστορία;
Γεννήθηκε σχεδόν αυτόματα, μέσα σε ένα βράδυ. Από μια χαοτική εικόνα ξεπήδησε ο ήρωας και ύστερα τα δυο πλάσματα με τα οποία συνδέεται μέσα στο βιβλίο, ο γιατρός και η Δάφνη. Στη συνέχεια φυσικά πήρα κάποιες αποφάσεις.
Σαν ποιες;
Κάποιες από τις σημαντικές ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο να γραφεί σε πρώτο πρόσωπο και να είναι πολύ πιο μικρό σε έκταση από οποιοδήποτε άλλο έχω γράψει. Μικρό, αλλά και ταυτόχρονα «συμπιεσμένο» σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικό, δραματικό, μυθολογικό, μελοδραματικό κ.λπ.). Ένα βιβλίο επίσης στο οποίο η πλοκή να είναι άλλης έντασης από τα προηγούμενα. Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί το μυθιστόρημα περιέχει σημαντικές ανατροπές που δεν θα ήθελα να προδώσω. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι το βιβλίο θα χρειαστεί και μια «δεύτερη ανάγνωση» από πλευράς του αποδέκτη. Ο στόχος ήταν να υπάρχουν επάλληλα επίπεδα, να υπάρχουν εγκιβωτισμοί, να είναι κάτι σαν ρωσική κούκλα. Είναι μια στροφή ίσως αυτό το βιβλίο για μένα, πήρα αρκετά ρίσκα, ελπίζω να βγήκαν…
Κάποια στιγμή γράφετε πως ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή παραγωγής ιστοριών. Από πού προκύπτει άραγε αυτή η ανάγκη μας να λέμε και ν’ ακούμε ιστορίες;
Νομίζω ότι η ανάγκη αυτή είναι αρχέγονη. Από τον άνθρωπο των σπηλαίων. Και είναι μια ανάγκη πέραν του επιπέδου μόρφωσης, κοινωνικών τάξεων κ.λπ. Από τα παραμύθια στα παιδιά, το καφενείο και το ταξί μέχρι τον Τζόις, ο πυρήνας είναι ο ίδιος. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να δει τα πάθη του αναπαριστώμενα από άλλους, ενίοτε να ταυτιστεί, ενίοτε να μεταθέσει και μέσα από αυτή τη διαδικασία να ανακουφιστεί. Η αφήγηση είναι ένας απίστευτος μηχανισμός αναδιπλασιασμού, στοχασμού και κάθαρσης.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να βάζετε τους ήρωές σας πάντα σε μια κατάσταση κρίσης, αντιμέτωπους με τον εαυτό τους, τις επιλογές και τη ζωή τους;
Μα εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση σύγκρουσης. Εκεί τεστάρεται ο χαρακτήρας, μέσα από εμπόδια και προβλήματα αναδύεται η αλήθεια του. Ο άνθρωπος σε κατάσταση κρίσης είναι πολύ πιο κοντά στην αληθινή του φύση. Τότε ξεπηδούν οι αλήθειες του και εκεί είναι περισσότερο ο εαυτός του με τα καλά και τα κακά του. Τι νόημα θα είχε να διηγηθείς μια ιστορία δύο ανθρώπων που γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν κι έζησαν καλά μες στην ευτυχία και την ηρεμία (αν υπάρχει κάτι τέτοιο βέβαια…) Η κρίση φωτίζει την αλήθεια. Πρόσφατα είχε μια δυσκολία στη ζωή μου που κράτησε 18 ώρες. Μέσα από αυτήν αναδύθηκαν ζητήματα που υπέβοσκαν επί χρόνια.
Απ’ όλες τις ιστορίες και τους χαρακτήρες που έχετε κατά καιρούς στο μυαλό σας πώς ξεχωρίζετε αυτή που αξίζει να γίνει βιβλίο;
Ειλικρινά μιλώντας, σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δηλαδή στο κεφάλι μου κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες, εκείνη που θα «πάθει πλοκή», εκείνη που θα καταλήξει σε βιβλίο προωθείται από μόνη της, διαγκωνίζοντας τις άλλες και περνώντας μπροστά. Εκείνη «ξέρει». Εκείνη «εκβάλλει» και επιβάλλεται.
Σας έχει τύχει να κάτσετε ώρες πάνω από μια σελίδα; Παιδευτήκατε, εξαντληθήκατε ποτέ από το γράψιμο;
Φυσικά. Πολύ συχνά παιδεύομαι και αρκετές φορές εξαντλούμαι, όπως μου συνέβη πρόσφατα. Εκείνο που ευτυχώς δεν έχω πάθει ποτέ κι ελπίζω να μη μου συμβεί είναι «το σύνδρομο της λευκής σελίδας». Το δύσκολο στη λογοτεχνία δεν είναι να γράψεις, αλλά να γράψεις εκείνο που επιθυμείς. Ακούγεται απλό, δεν είναι; Είναι όμως αφάνταστα επίπονο. Πιστέψτε με εδώ είναι όλο το ζουμί. Να βγει η πρόθεση του συγγραφέα.
Νιώσατε ποτέ ευάλωτος ως προς αυτή την πρόθεση;
Ευάλωτος νιώθω ως προς όλα τα πράγματα. Είναι μια λέξη που μου αρέσει άλλωστε. Χωρίς να είμαι ειδικός, εικάζω ότι ετυμολογικά προέρχεται από το «ευ» και «άλως». Δηλαδή το «καλό φωτοστέφανο». Μαγική λέξη. Όπως μαγική είναι η δυνατότητα να επιτρέπεις στον εαυτό σου να επηρεάζεται από τα ερεθίσματα. Στη ζωή λοιπόν, κάτι τέτοιο μου συμβαίνει, ίσως και υπερβολικά. Και ίσως στη συγγραφή βρίσκει την απόλυτη τιμή της.
Και πώς ανακτά κάποιος την εμπιστοσύνη του απέναντι σ’ αυτό που κάνει;
Δεν ξέρω, δεν έχω λύσεις, ο κάθε άνθρωπος είναι και διαφορετικός. Μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλήσω. Όταν την έχανα την ξανάβρισκα -αν την ξανάβρισκα- εξωθώντας την κατάσταση στο όριο. Δεν το συνιστώ ωστόσο καθόλου. Don’t trythisathome, που λένε.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι το γράψιμο είναι εγωιστική ενασχόληση.
Όχι δεν νομίζω. Ίσα ισα είναι μια πολύ επίπονη και εξαιρετικά μοναχική διαδικασία. Γράφεις μόνος σου, ο αναγνώστης σε διαβάζει μόνος του. Δεν υπάρχει άμεσα «ανταλλαγή», ωστόσο αυτό δεν έχει να κάνει με εγωισμό, έχει να κάνει με τη φύση της συγγραφικής εργασίας. Παράγεις νόημα, ιστορία, συναίσθημα χωρίς να έχεις κάποιον «άμεσο συμπαίκτη», έναν άλλο ηθοποιό ας πούμε, ή έναν άλλο μουσικό. Είσαι ο άνθρωπος ορχήστρα, σκηνοθετείς, παίζεις, κάνεις τα σκηνικά, τους φωτισμούς, το μοντάζ… Αβοήθητος και μόνος, αλλά όχι εγωιστής, γιατί εκείνο που κάνεις είναι εντέλει μια πράξη που οδηγεί σε μια βαθύτατη επικοινωνία.
Τι σημαίνει «σκοτώνω ό,τι αγαπώ» στη συγγραφή ενός βιβλίου;
Σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν τη συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει.
Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Κillyour darlings», είναι η πιο σοφή συμβουλή των επαγγελματιών γραφιάδων όλου του κόσμου. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Αν ξανάγραφα πχ το «Μπαρ Φλωμπέρ» σήμερα, θα έκοβα καμιά δεκαριά σελίδες τουλάχιστον.
Στη ζωή σας έχει τύχει να «σκοτώσετε» αυτό που αγαπάτε;
Ευτυχώς όχι. Στη ζωή φροντίζω για ακριβώς το αντίθετο.
Πώς μπορεί να «ξεφορτωθεί» κάποιος τα περιττά και να φτάσει στα εντελώς απαραίτητα;
Στη συγγραφή σας το εξήγησα. Στη ζωή επίσης ισχύει αυτό. Μεγαλώνοντας κάποιος «πετάει» από πάνω του πράγματα: ψεύτικες ανάγκες, περιφερειακές, τυπικές συναναστροφές, υποχρεώσεις-βαρίδια, άχρηστες πληροφορίες. Μια ζαριά την έχουμε και πιστεύω ότι οφείλουμε να την προστατεύουμε, να την καλλιεργούμε και να την εξαντλούμε.
Με την καλή έννοια του όρου φαντάζομαι.
Πάντα! Μόνο τον άνθρωπό σου να εξερευνήσεις ουσιαστικά θες μια ζωή, κι άλλη μια να μεγαλώσεις το παιδί σου. Αν είσαι και καλλιτέχνης από πάνω, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Από μια ηλικία και μετά δεν υπάρχει καιρός για σπατάλη. Εξ άλλου είμαστε οι επιλογές μας. Ξεφόρτωμα λοιπόν. Και αυτό δεν γίνεται μέσα από συσσώρευση, αλλά μέσα από ξεδιάλεγμα. Η ουσιαστική λιτότητα είναι ο μέγας πλούτος.
«Το βιβλίο δεν θα πεθάνει ποτέ»
Σε τι διαφέρει η ζωή των βιβλίων από την κανονική ζωή που ζούμε;
Αν εννοείτε τη ζωή μέσα στα βιβλία, είναι η ίδια με την έξω, απλά φωτισμένη αλλιώς. Αλλά, κάποιες φορές, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο καλλιτέχνης βλέπει τη ζωή αλλιώς, με άλλο βλέμμα.
Εξακολουθείτε να διαβάζετε όπως παλιά;
Φυσικά και ναι. Τα βιβλία είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο ζω καθημερινά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η ανάγνωση, ως συνήθεια, περνάει κρίση. Σπάνια βλέπω ανθρώπους να διαβάζουν πια. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα πρόβλημα με το θέμα, ακόμα δεν έχουμε αποκτήσει την αναγνωστική συνείδηση που υπάρχει σε άλλες χώρες. Αλλά όπως είπα, νομίζω ότι τα πράγματα θα εξελιχτούν προς το καλύτερο. Αρκεί και η νέα γενιά να μην ξεφύγει με την αναμασημένη μαζική αφήγηση. Νομίζω ότι έχει την ευφυΐα να το κάνει.
Πιστεύετε, δηλαδή, ότι θα συνεχίσουν να έχουν θέση τα βιβλία στη ζωή μας;
Φυσικά, και όσο εξελίσσεται η κοινωνία στους ρυθμούς που έχει, θα αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξία. Είμαι πολύ αισιόδοξος όσον αφόρα το βιβλίο. Δεν θα πεθάνει ποτέ.
Έχετε καταλήξει σε τι μας βοηθάει η λογοτεχνία;
Στο να βλέπουμε τα μέσα μας πιο αληθινά. Η λογοτεχνία προσθέτει στην πραγματικότητα, δεν την αντιγράφει, τη σμιλεύει προς την κατεύθυνση του στόχου της. Δεν είναι μια «απόδραση» από τη ζωή, είναι μια απόδραση προς τη ζωή. Είναι η δύναμη που κάνει τα οικεία πράγματα καινούργια και τα καινούργια πράγματα οικεία. Όπως λέει και ο Έζρα Πάουντ η λογοτεχνία είναι γλώσσα που έχει φορτιστεί στο μέγιστο βαθμό με νόημα.
«Δεν γράφω βιβλία σχεδιασμένα ν’ αρέσουν»
Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει ένα συγγραφέα να γίνει γνωστός σε περισσότερο κόσμο, σε μεγαλύτερο κοινό;
Στη σύγχρονη εποχή πολλά. Και αρκετά από αυτά δυστυχώς δεν έχουν να κάνουν με την ουσία. Από τη στιγμή που το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως προϊόν θα εμφιλοχωρήσουν μοιραία και οι νόμοι της αγοράς. Υπάρχουν πολλοί γνωστοί συγγραφείς που δεν έχουν τίποτα να πουν. Αλλά δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος πραγματικά μεγάλος συγγραφέας που θα μείνει άγνωστος.
Σκέφτεστε καθόλου τον αναγνώστη όταν γράφετε;
Για να είμαι ειλικρινής όχι. Δεν μπορώ να γράψω ποτέ κάτι «έτσι ώστε». Δεν μπορώ να γράψω ένα βιβλίο «σχεδιασμένο» για να αρέσει. Όταν τελειώσει όμως, το βιβλίο ανήκει εξ ολοκλήρου σχεδόν στον αναγνώστη, να το κάνει ό,τι θέλει, να το ξαναγράψει στο μυαλό του, να το φωτίσει κατά το δοκούν.
Σας απασχολεί καθόλου το «μέλλον» των βιβλίων σας;
Το βιβλίο όταν φύγει από τον συγγραφέα ζει τη δική του ζωή. Ό,τι και να κάνω εγώ δεν μπορώ να την επηρεάσω. Κινούνται ελευθέρα. Και αυτό είναι μαγικό. Πρόκειται για μια βαθύτατη επικοινωνία συγγραφέα-αναγνώστη η οποία διεξάγεται κατά μόνας μέσα από ένα μαγικό συμφωνημένο κώδικα: το βιβλίο.
«Σκότωσε ό,τι αγαπάς»
Ο Αλέξης Σταμάτης επιλέγει ένα επεισόδιο απ’ το βιβλίο του με αρκετή, όπως λέει, δόση αυτοαναφορικότητας:
«Ήμουν στο Λονδίνο, αρχές ογδόντα. Σε μια παμπ, έξω στα τραπεζάκια την ώρα που έδυε ο ήλιος, μόνος, με μια μπίρα στο χέρι. Όχι πιωμένος, η άγρια κάθοδος δεν είχε ακόμα αρχίσει. Κοίταζα μπροστά μου. Θα ’λεγε κάνεις ένα τυχαίο κάδρο. Ένα κάδρο που αποτελούταν από διάσπαρτες ψηφίδες της καθημερινότητας. Ένα δρόμο, ένα πεζοδρόμιο, μερικά δέντρα, κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ένα δυο σπίτια, έναν τηλεφωνικό θάλαμο, ένα κουλουριασμένο σκυλί, κάποιους περαστικούς, μια λιμνούλα ύδατος. Και ξαφνικά, μια επιφάνεια. Από τις στιγμές εκείνες στη ζωή που κάτι κρυφό, εσώκλειστο, λανθάνον, γίνεται πασίδηλο, ολοφάνερο, κατάφωρο. Μια βαθιά συνειδητοποίηση. Όλα είναι εδώ, είπα. Όλα, ερωτήσεις απαντήσεις, ιδέες, έννοιες, αισθήματα, συναισθήματα βρίσκονται εδώ, εγκιβωτισμένα σ’ αυτή την τυχαία εικόνα, σ’ αυτό το τυχαίο, καθημερινό πλάνο, σ’ αυτή τη συνηθισμένη μερίδα ζωής. Αρκεί να την κοιτάξεις με άλλα μάτια.
Ήταν μια ολιστική σύλληψη, από τις στιγμές που νιώθεις πως το σύνολο είναι μεγαλύτερο από τα συστατικά του. Για μια στιγμή τραντάχτηκα. Στην κυριολεξία, κάτι μέσα μου μετακινήθηκε, βίαια. Ύστερα προσπάθησα να εκλογικεύσω αυτό το συναίσθημα. Να το ελέγξω σε σχέση με την πραγματικότητα. Ένα αυθόρμητο πείραμα. Σκεφτόμουν έννοιες και τις αντιπαρέβαλλα με την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Πένθος. Υπήρχε πένθος σ’ αυτή την εικόνα; Φυσικά, απαντούσα μέσα μου αναγνωρίζοντας το πένθος σε μια μικρή ψηφίδα της ψηφίδας. Όχι μόνον υπήρχε, αλλά βρισκόταν εκεί μπροστά μου, σε όλη του την ένταση, πεντακάθαρο.
Υπήρχε ιστορία, πολιτική, νοσταλγία, πόνος, ματαιοδοξία, ζηλοφθονία, αγάπη; Ναι διότι, σε αυτό το σημείο μπροστά μου συνέβαινε εκείνο… στο άλλο εκείνο… Συνέχισα την αντιπαραβολή. Ένα πλήθος εννοιών εισέδυαν στο τυχαίο κάδρο κι έβρισκαν τη θέση τους σχεδόν αμέσως. Οτιδήποτε μπορούσα να σκεφτώ ενσαρκωνόταν μέσα στον καθημερινό αυτό καμβά. Η αποκωδικοποίηση γινόταν αυτόματα. Λες και η ψυχή του κάθε αντικείμενου, της κάθε κατάστασης, ερχόταν και κούμπωνε αυτόματα με την εκάστοτε ερώτηση.
Εκείνη τη μέρα είπα πως αυτό, αυτή μου τη δυνατότητα κάτι έπρεπε να την κάνω. Και την επόμενη μέρα εγκατέλειψα τα οικονομικά.
Της Έλενας Πάρπα
"Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ" Κυριακή, 15 Νοεμβρίου 2009
Σελίδα: 44
Της Έλενας Πάρπα
Ο Έλληνας συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μιλά για το καινούργιο του μυθιστόρημα «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» Της Έλενας Πάρπα Τεν έτυχε ποτέ να συναντηθούμε από κοντά. Τον «γνώρισα» μόνο μέσα απ’ τα μυθιστορήματά του πρώτα απ’ το «Μπαρ Φλωμπέρ», έπειτα απ’ το «Αμερικανική Φούγκα»- αλλά και μέσα απ’ την καθημερινή (σχεδόν) ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων όταν συνεργαζόμασταν για το Υστερόγραφο. Μου είχε κάνει εντύπωση η ταχύτητά του στο γράψιμο, η ετοιμότητά του να πλάσει μια ιστορία από το τίποτα. «Απλά έχω καταφέρει να έχω χρόνο για γράψιμο», μου λέει όταν τον ρωτώ σχετικά. Ρίχνοντας όμως μια ματιά στο τι έχει κάνει τα τελευταία δυο χρόνια -ένα παιδικό μυθιστόρημα, τρεις θεατρικούς μονόλογους, ένα σενάριοαντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό που υποκινεί τα πράγματα στην περίπτωσή του είναι κάτι περισσότερο από «χρόνος για γράψιμο». Κι ότι τελικά αυτό που τον κάνει να επιστρέφει καθημερινά μπροστά στον υπολογιστή, στο ίδιο γραφείο με θέα ένα μπαλκόνι που μέσα απ’ τα χρόνια έγινε, όπως λέει, πιο όμορφο, ίσως να έχει σχέση μ’ αυτό που σημειώνει ο ήρωάς του στο καινούργιο του μυθιστόρημα, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» (εκδόσεις Καστανιώτη): με την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να διηγείται ιστορίες. «Κάθε μέρα στα παιδικά δωμάτια ακούγονται -παραλλαγμένες ή μη- οι ίδιες αρχέτυπες ιστορίες, οι ίδιοι πρωταρχικοί μύθοι και θρύλοι», γράφει ο συγγραφέας. «Στα μπαρ και στα καφέ άνθρωποι αφηγούνται περιστατικά για οικείους και ξένους, ταξιτζήδες λένε ανέκδοτα σε πελάτες, μπαμπάδες κομπάζουν σε γιους, παππούδες ανακαλούν, έφηβοι κατασκευάζουν, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο παίζονται αμέτρητες κωμωδίες και δράματα, στο Ίντερνετ χρήστες απ’ όλο τον κόσμο ανταλλάσσουν πάσης φύσεως πληροφορίες, αναγνώστες διαβάζουν εκατομμύρια μυθιστορήματα, νουβέλες, αφηγήματα, ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή αναπαραγωγής ιστοριών που αρδεύουν από την ίδια δεξαμενή: την ανθρώπινη φύση και τις εμπειρίες της».
Διαβάζοντας το καινούργιο του βιβλίο υπογράμμισα κι άλλα σημεία. Όπως τι σημαίνει ακριβώς να σκοτώνει κάποιος ό,τι αγαπά όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στο γράψιμο. Η συζήτησή μας όμως είχε άλλη αφετηρία. Ξεκίνησε από ένα ερώτημα, αριστοτελικό, το οποίο ο ίδιος θέτει σε κάποια στιγμή στον ήρωά του: Πώς πρέπει ο άνθρωπος να ζει τη ζωή του;
Εσείς βρήκατε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα;
Ο Αριστοτέλης έθεσε ένα ερώτημα, δεν πρότεινε μιαν απάντηση. Μιλάμε για μια αναζήτηση. Κι αυτό το ψάξιμο είναι που κάνει τη ζωή άξια να βιωθεί. Εάν με ρωτήσει κάποιος γιατί ήρθα σε αυτόν τον κόσμο θα απαντήσω «για να καταλάβω». Και φυσικά ξέρω ότι αυτό είναι κάτι το όποιο δεν θα συμβεί ποτέ.
Είναι εφικτό πιστεύετε να «ξαναγράψει» κάποιος την αφήγηση της ζωής του;
Η αφήγηση της ζωής μας δεν είναι ποτέ μια. Αλλάζει, ανάλογα με την περίοδο που διανύουμε, ανάλογα με την ψυχική μας κατάσταση. Ουσιαστικά αυτό ακριβώς επαναλαμβάνουμε: «ξαναγράφουμε την αφήγηση της ζωής μας». Όπως και η ίδια η «Ιστορία» με γιώτα κεφαλαίο, έτσι και η ιστορία του κάθε ανθρώπου δεν είναι μονοδιάστατη.
Αλλά επιδέχεται πολλών ερμηνειών; Ακριβώς έτσι. Επανερμηνεύεται, επαναδιαπραγματεύεται, αναδιατυπώνεται. Ωστόσο υπάρχουν μερικά πράγματα στον πυρήνα αυτής της εν εξελίξει και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιστορίας, πράγματα στον πυρήνα του εαυτού μας που είναι σταθερά.
Και γιατί παραμένουν αμετακίνητα;
Επειδή προέρχονται από ένα απώτατο παρελθόν, από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής μας (άρα είναι ασυνείδητα), είτε επειδή είναι τόσο σκληρά, τόσο επίπονα, όποτε έχουν απωθηθεί. Αυτά τα «θαμμένα» είναι και τα πιο δύσκολα να ανασυρθούν -πόσο μάλλον να «ειπωθούν»και γι’ αυτό συνήθως ντύνουμε την αφήγησή μας με παραπλανητικά πέπλα, τα οποία εάν είμαστε τυχεροί και ειλικρινείς κάποια στιγμή τα απεκδυόμαστε.
Με ποιο τρόπο;
Υπάρχει η περίπτωση ανθρώπων, που ας πούμε «καρμικά», ήταν «ταγμένοι» θες από τις συνθήκες, θες από τη μοίρα, να ζήσουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και, μέσα από την προσωπική τους δύναμη, βρήκαν το κουράγιο να αλλάξουν, στρέφοντας την «αφήγηση της ζωής τους» προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Από μια άποψη είμαστε όλοι συγγραφείς της προσωπικής μας αφήγησης. Εν δυνάμει, τουλάχιστον.
Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» πώς γεννήθηκε σαν ιστορία;
Γεννήθηκε σχεδόν αυτόματα, μέσα σε ένα βράδυ. Από μια χαοτική εικόνα ξεπήδησε ο ήρωας και ύστερα τα δυο πλάσματα με τα οποία συνδέεται μέσα στο βιβλίο, ο γιατρός και η Δάφνη. Στη συνέχεια φυσικά πήρα κάποιες αποφάσεις.
Σαν ποιες;
Κάποιες από τις σημαντικές ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο να γραφεί σε πρώτο πρόσωπο και να είναι πολύ πιο μικρό σε έκταση από οποιοδήποτε άλλο έχω γράψει. Μικρό, αλλά και ταυτόχρονα «συμπιεσμένο» σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικό, δραματικό, μυθολογικό, μελοδραματικό κ.λπ.). Ένα βιβλίο επίσης στο οποίο η πλοκή να είναι άλλης έντασης από τα προηγούμενα. Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί το μυθιστόρημα περιέχει σημαντικές ανατροπές που δεν θα ήθελα να προδώσω. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι το βιβλίο θα χρειαστεί και μια «δεύτερη ανάγνωση» από πλευράς του αποδέκτη. Ο στόχος ήταν να υπάρχουν επάλληλα επίπεδα, να υπάρχουν εγκιβωτισμοί, να είναι κάτι σαν ρωσική κούκλα. Είναι μια στροφή ίσως αυτό το βιβλίο για μένα, πήρα αρκετά ρίσκα, ελπίζω να βγήκαν…
Κάποια στιγμή γράφετε πως ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή παραγωγής ιστοριών. Από πού προκύπτει άραγε αυτή η ανάγκη μας να λέμε και ν’ ακούμε ιστορίες;
Νομίζω ότι η ανάγκη αυτή είναι αρχέγονη. Από τον άνθρωπο των σπηλαίων. Και είναι μια ανάγκη πέραν του επιπέδου μόρφωσης, κοινωνικών τάξεων κ.λπ. Από τα παραμύθια στα παιδιά, το καφενείο και το ταξί μέχρι τον Τζόις, ο πυρήνας είναι ο ίδιος. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να δει τα πάθη του αναπαριστώμενα από άλλους, ενίοτε να ταυτιστεί, ενίοτε να μεταθέσει και μέσα από αυτή τη διαδικασία να ανακουφιστεί. Η αφήγηση είναι ένας απίστευτος μηχανισμός αναδιπλασιασμού, στοχασμού και κάθαρσης.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να βάζετε τους ήρωές σας πάντα σε μια κατάσταση κρίσης, αντιμέτωπους με τον εαυτό τους, τις επιλογές και τη ζωή τους;
Μα εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση σύγκρουσης. Εκεί τεστάρεται ο χαρακτήρας, μέσα από εμπόδια και προβλήματα αναδύεται η αλήθεια του. Ο άνθρωπος σε κατάσταση κρίσης είναι πολύ πιο κοντά στην αληθινή του φύση. Τότε ξεπηδούν οι αλήθειες του και εκεί είναι περισσότερο ο εαυτός του με τα καλά και τα κακά του. Τι νόημα θα είχε να διηγηθείς μια ιστορία δύο ανθρώπων που γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν κι έζησαν καλά μες στην ευτυχία και την ηρεμία (αν υπάρχει κάτι τέτοιο βέβαια…) Η κρίση φωτίζει την αλήθεια. Πρόσφατα είχε μια δυσκολία στη ζωή μου που κράτησε 18 ώρες. Μέσα από αυτήν αναδύθηκαν ζητήματα που υπέβοσκαν επί χρόνια.
Απ’ όλες τις ιστορίες και τους χαρακτήρες που έχετε κατά καιρούς στο μυαλό σας πώς ξεχωρίζετε αυτή που αξίζει να γίνει βιβλίο;
Ειλικρινά μιλώντας, σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δηλαδή στο κεφάλι μου κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες, εκείνη που θα «πάθει πλοκή», εκείνη που θα καταλήξει σε βιβλίο προωθείται από μόνη της, διαγκωνίζοντας τις άλλες και περνώντας μπροστά. Εκείνη «ξέρει». Εκείνη «εκβάλλει» και επιβάλλεται.
Σας έχει τύχει να κάτσετε ώρες πάνω από μια σελίδα; Παιδευτήκατε, εξαντληθήκατε ποτέ από το γράψιμο;
Φυσικά. Πολύ συχνά παιδεύομαι και αρκετές φορές εξαντλούμαι, όπως μου συνέβη πρόσφατα. Εκείνο που ευτυχώς δεν έχω πάθει ποτέ κι ελπίζω να μη μου συμβεί είναι «το σύνδρομο της λευκής σελίδας». Το δύσκολο στη λογοτεχνία δεν είναι να γράψεις, αλλά να γράψεις εκείνο που επιθυμείς. Ακούγεται απλό, δεν είναι; Είναι όμως αφάνταστα επίπονο. Πιστέψτε με εδώ είναι όλο το ζουμί. Να βγει η πρόθεση του συγγραφέα.
Νιώσατε ποτέ ευάλωτος ως προς αυτή την πρόθεση;
Ευάλωτος νιώθω ως προς όλα τα πράγματα. Είναι μια λέξη που μου αρέσει άλλωστε. Χωρίς να είμαι ειδικός, εικάζω ότι ετυμολογικά προέρχεται από το «ευ» και «άλως». Δηλαδή το «καλό φωτοστέφανο». Μαγική λέξη. Όπως μαγική είναι η δυνατότητα να επιτρέπεις στον εαυτό σου να επηρεάζεται από τα ερεθίσματα. Στη ζωή λοιπόν, κάτι τέτοιο μου συμβαίνει, ίσως και υπερβολικά. Και ίσως στη συγγραφή βρίσκει την απόλυτη τιμή της.
Και πώς ανακτά κάποιος την εμπιστοσύνη του απέναντι σ’ αυτό που κάνει;
Δεν ξέρω, δεν έχω λύσεις, ο κάθε άνθρωπος είναι και διαφορετικός. Μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλήσω. Όταν την έχανα την ξανάβρισκα -αν την ξανάβρισκα- εξωθώντας την κατάσταση στο όριο. Δεν το συνιστώ ωστόσο καθόλου. Don’t trythisathome, που λένε.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι το γράψιμο είναι εγωιστική ενασχόληση.
Όχι δεν νομίζω. Ίσα ισα είναι μια πολύ επίπονη και εξαιρετικά μοναχική διαδικασία. Γράφεις μόνος σου, ο αναγνώστης σε διαβάζει μόνος του. Δεν υπάρχει άμεσα «ανταλλαγή», ωστόσο αυτό δεν έχει να κάνει με εγωισμό, έχει να κάνει με τη φύση της συγγραφικής εργασίας. Παράγεις νόημα, ιστορία, συναίσθημα χωρίς να έχεις κάποιον «άμεσο συμπαίκτη», έναν άλλο ηθοποιό ας πούμε, ή έναν άλλο μουσικό. Είσαι ο άνθρωπος ορχήστρα, σκηνοθετείς, παίζεις, κάνεις τα σκηνικά, τους φωτισμούς, το μοντάζ… Αβοήθητος και μόνος, αλλά όχι εγωιστής, γιατί εκείνο που κάνεις είναι εντέλει μια πράξη που οδηγεί σε μια βαθύτατη επικοινωνία.
Τι σημαίνει «σκοτώνω ό,τι αγαπώ» στη συγγραφή ενός βιβλίου;
Σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν τη συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει.
Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Κillyour darlings», είναι η πιο σοφή συμβουλή των επαγγελματιών γραφιάδων όλου του κόσμου. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Αν ξανάγραφα πχ το «Μπαρ Φλωμπέρ» σήμερα, θα έκοβα καμιά δεκαριά σελίδες τουλάχιστον.
Στη ζωή σας έχει τύχει να «σκοτώσετε» αυτό που αγαπάτε;
Ευτυχώς όχι. Στη ζωή φροντίζω για ακριβώς το αντίθετο.
Πώς μπορεί να «ξεφορτωθεί» κάποιος τα περιττά και να φτάσει στα εντελώς απαραίτητα;
Στη συγγραφή σας το εξήγησα. Στη ζωή επίσης ισχύει αυτό. Μεγαλώνοντας κάποιος «πετάει» από πάνω του πράγματα: ψεύτικες ανάγκες, περιφερειακές, τυπικές συναναστροφές, υποχρεώσεις-βαρίδια, άχρηστες πληροφορίες. Μια ζαριά την έχουμε και πιστεύω ότι οφείλουμε να την προστατεύουμε, να την καλλιεργούμε και να την εξαντλούμε.
Με την καλή έννοια του όρου φαντάζομαι.
Πάντα! Μόνο τον άνθρωπό σου να εξερευνήσεις ουσιαστικά θες μια ζωή, κι άλλη μια να μεγαλώσεις το παιδί σου. Αν είσαι και καλλιτέχνης από πάνω, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Από μια ηλικία και μετά δεν υπάρχει καιρός για σπατάλη. Εξ άλλου είμαστε οι επιλογές μας. Ξεφόρτωμα λοιπόν. Και αυτό δεν γίνεται μέσα από συσσώρευση, αλλά μέσα από ξεδιάλεγμα. Η ουσιαστική λιτότητα είναι ο μέγας πλούτος.
«Το βιβλίο δεν θα πεθάνει ποτέ»
Σε τι διαφέρει η ζωή των βιβλίων από την κανονική ζωή που ζούμε;
Αν εννοείτε τη ζωή μέσα στα βιβλία, είναι η ίδια με την έξω, απλά φωτισμένη αλλιώς. Αλλά, κάποιες φορές, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο καλλιτέχνης βλέπει τη ζωή αλλιώς, με άλλο βλέμμα.
Εξακολουθείτε να διαβάζετε όπως παλιά;
Φυσικά και ναι. Τα βιβλία είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο ζω καθημερινά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η ανάγνωση, ως συνήθεια, περνάει κρίση. Σπάνια βλέπω ανθρώπους να διαβάζουν πια. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα πρόβλημα με το θέμα, ακόμα δεν έχουμε αποκτήσει την αναγνωστική συνείδηση που υπάρχει σε άλλες χώρες. Αλλά όπως είπα, νομίζω ότι τα πράγματα θα εξελιχτούν προς το καλύτερο. Αρκεί και η νέα γενιά να μην ξεφύγει με την αναμασημένη μαζική αφήγηση. Νομίζω ότι έχει την ευφυΐα να το κάνει.
Πιστεύετε, δηλαδή, ότι θα συνεχίσουν να έχουν θέση τα βιβλία στη ζωή μας;
Φυσικά, και όσο εξελίσσεται η κοινωνία στους ρυθμούς που έχει, θα αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξία. Είμαι πολύ αισιόδοξος όσον αφόρα το βιβλίο. Δεν θα πεθάνει ποτέ.
Έχετε καταλήξει σε τι μας βοηθάει η λογοτεχνία;
Στο να βλέπουμε τα μέσα μας πιο αληθινά. Η λογοτεχνία προσθέτει στην πραγματικότητα, δεν την αντιγράφει, τη σμιλεύει προς την κατεύθυνση του στόχου της. Δεν είναι μια «απόδραση» από τη ζωή, είναι μια απόδραση προς τη ζωή. Είναι η δύναμη που κάνει τα οικεία πράγματα καινούργια και τα καινούργια πράγματα οικεία. Όπως λέει και ο Έζρα Πάουντ η λογοτεχνία είναι γλώσσα που έχει φορτιστεί στο μέγιστο βαθμό με νόημα.
«Δεν γράφω βιβλία σχεδιασμένα ν’ αρέσουν»
Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει ένα συγγραφέα να γίνει γνωστός σε περισσότερο κόσμο, σε μεγαλύτερο κοινό;
Στη σύγχρονη εποχή πολλά. Και αρκετά από αυτά δυστυχώς δεν έχουν να κάνουν με την ουσία. Από τη στιγμή που το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως προϊόν θα εμφιλοχωρήσουν μοιραία και οι νόμοι της αγοράς. Υπάρχουν πολλοί γνωστοί συγγραφείς που δεν έχουν τίποτα να πουν. Αλλά δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος πραγματικά μεγάλος συγγραφέας που θα μείνει άγνωστος.
Σκέφτεστε καθόλου τον αναγνώστη όταν γράφετε;
Για να είμαι ειλικρινής όχι. Δεν μπορώ να γράψω ποτέ κάτι «έτσι ώστε». Δεν μπορώ να γράψω ένα βιβλίο «σχεδιασμένο» για να αρέσει. Όταν τελειώσει όμως, το βιβλίο ανήκει εξ ολοκλήρου σχεδόν στον αναγνώστη, να το κάνει ό,τι θέλει, να το ξαναγράψει στο μυαλό του, να το φωτίσει κατά το δοκούν.
Σας απασχολεί καθόλου το «μέλλον» των βιβλίων σας;
Το βιβλίο όταν φύγει από τον συγγραφέα ζει τη δική του ζωή. Ό,τι και να κάνω εγώ δεν μπορώ να την επηρεάσω. Κινούνται ελευθέρα. Και αυτό είναι μαγικό. Πρόκειται για μια βαθύτατη επικοινωνία συγγραφέα-αναγνώστη η οποία διεξάγεται κατά μόνας μέσα από ένα μαγικό συμφωνημένο κώδικα: το βιβλίο.
«Σκότωσε ό,τι αγαπάς»
Ο Αλέξης Σταμάτης επιλέγει ένα επεισόδιο απ’ το βιβλίο του με αρκετή, όπως λέει, δόση αυτοαναφορικότητας:
«Ήμουν στο Λονδίνο, αρχές ογδόντα. Σε μια παμπ, έξω στα τραπεζάκια την ώρα που έδυε ο ήλιος, μόνος, με μια μπίρα στο χέρι. Όχι πιωμένος, η άγρια κάθοδος δεν είχε ακόμα αρχίσει. Κοίταζα μπροστά μου. Θα ’λεγε κάνεις ένα τυχαίο κάδρο. Ένα κάδρο που αποτελούταν από διάσπαρτες ψηφίδες της καθημερινότητας. Ένα δρόμο, ένα πεζοδρόμιο, μερικά δέντρα, κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ένα δυο σπίτια, έναν τηλεφωνικό θάλαμο, ένα κουλουριασμένο σκυλί, κάποιους περαστικούς, μια λιμνούλα ύδατος. Και ξαφνικά, μια επιφάνεια. Από τις στιγμές εκείνες στη ζωή που κάτι κρυφό, εσώκλειστο, λανθάνον, γίνεται πασίδηλο, ολοφάνερο, κατάφωρο. Μια βαθιά συνειδητοποίηση. Όλα είναι εδώ, είπα. Όλα, ερωτήσεις απαντήσεις, ιδέες, έννοιες, αισθήματα, συναισθήματα βρίσκονται εδώ, εγκιβωτισμένα σ’ αυτή την τυχαία εικόνα, σ’ αυτό το τυχαίο, καθημερινό πλάνο, σ’ αυτή τη συνηθισμένη μερίδα ζωής. Αρκεί να την κοιτάξεις με άλλα μάτια.
Ήταν μια ολιστική σύλληψη, από τις στιγμές που νιώθεις πως το σύνολο είναι μεγαλύτερο από τα συστατικά του. Για μια στιγμή τραντάχτηκα. Στην κυριολεξία, κάτι μέσα μου μετακινήθηκε, βίαια. Ύστερα προσπάθησα να εκλογικεύσω αυτό το συναίσθημα. Να το ελέγξω σε σχέση με την πραγματικότητα. Ένα αυθόρμητο πείραμα. Σκεφτόμουν έννοιες και τις αντιπαρέβαλλα με την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Πένθος. Υπήρχε πένθος σ’ αυτή την εικόνα; Φυσικά, απαντούσα μέσα μου αναγνωρίζοντας το πένθος σε μια μικρή ψηφίδα της ψηφίδας. Όχι μόνον υπήρχε, αλλά βρισκόταν εκεί μπροστά μου, σε όλη του την ένταση, πεντακάθαρο.
Υπήρχε ιστορία, πολιτική, νοσταλγία, πόνος, ματαιοδοξία, ζηλοφθονία, αγάπη; Ναι διότι, σε αυτό το σημείο μπροστά μου συνέβαινε εκείνο… στο άλλο εκείνο… Συνέχισα την αντιπαραβολή. Ένα πλήθος εννοιών εισέδυαν στο τυχαίο κάδρο κι έβρισκαν τη θέση τους σχεδόν αμέσως. Οτιδήποτε μπορούσα να σκεφτώ ενσαρκωνόταν μέσα στον καθημερινό αυτό καμβά. Η αποκωδικοποίηση γινόταν αυτόματα. Λες και η ψυχή του κάθε αντικείμενου, της κάθε κατάστασης, ερχόταν και κούμπωνε αυτόματα με την εκάστοτε ερώτηση.
Εκείνη τη μέρα είπα πως αυτό, αυτή μου τη δυνατότητα κάτι έπρεπε να την κάνω. Και την επόμενη μέρα εγκατέλειψα τα οικονομικά.
Της Έλενας Πάρπα
"Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ" Κυριακή, 15 Νοεμβρίου 2009
Σελίδα: 44
Ετικέτες
Αλέξης Σταμάτης,
σκότωσε ότι αγαπάς,
Φιλελεύθερος
Ρίτσα Μασούρα: Για την παρουσιαση του "Σκότωσε ό,τι αγαπάς"
Της Pιτσας Mασουρα απο την Καθημερινή 15.11.09
Βρείτε τον χρόνο και ξεχυθείτε στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Πάρτε στα χέρια σας τους καταλόγους με τις παρουσιάσεις βιβλίων. Δείτε τα χάπενινγκ που συνήθως τα συνοδεύουν. Πάρτε δυο τρεις καλούς σας φίλους και αφεθείτε στο επιτηδευμένο πλασάρισμα του νέου βιβλίου, απολαύστε τον τρόπο που οι εκδοτικοί οίκοι επιλέγουν να φέρουν σε μια πρώτη, εν θερμώ, επαφή συγγραφέα και αναγνωστικό κοινό. Κι αν το κάνετε, είτε με ανάλαφρη διάθεση είτε στη λογική, «ας πάμε, βρε αδελφέ, θα ’χει και καφεδάκι», είτε με μια κάποια υπευθυνότητα, σκεφθείτε πώς θα ’ταν να καταφεύγατε εξαρχής στην ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου, χωρίς να ’χετε την τύχη ή τη χαρά να δείτε από κοντά τον συγγραφέα και τους ομοτράπεζούς του, αλλά και να αγγίξετε με τα χέρια το βιβλίο. Το βιβλίο που με τον καιρό αποκτά διττή μορφή: γίνεται μέρος της μοναχικότητας του ατόμου, αλλά και κομμάτι της κοινωνικότητάς του.
Βρίσκομαι συχνά σε τέτοιες παρουσιάσεις. Το βράδυ της Δευτέρας πέρασα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ηταν εκεί ο διαδικτυακός φίλος Αλέξης Σταμάτης που παρουσίαζε το τελευταίο βιβλίο του, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς». Στο μικρό, αμφιθεατρικής λογικής, χώρο παρουσίασης των βιβλίων του εκδοτικού οίκου αναμείχθηκα με το πολυποίκιλο κοινό (νέοι και μεγαλύτεροι στην ηλικία, «γιάπηδες» και «αντιεξουσιαστές» μαζί, άνθρωποι όλων των πολιτικών αποχρώσεων, αν κρίνω από τις μετέπειτα μικροσυζητήσεις...) που σε συνθήκες απόλυτης σιγής παρακολουθούσε τους καλεσμένους ομιλητές να τοποθετούνται, να στριμώχνουν τον συγγραφέα, να αναμειγνύουν τσιτάτα του Ζίζεκ ή του Φώκνερ, να ξεγυμνώνουν τον δημιουργό, με την ελπίδα όχι της αποκάλυψης, αλλά της επιείκειας του ίδιου και του κοινού. Κι εκεί στο πάνελ δεν ήταν άνθρωποι φτασμένοι, γκριζομάλληδες, με ρυτίδες και παλιομοδίτικο στυλ. Ηταν νέοι, πολύ νέοι, οι οποίοι διέθεταν γνώσεις –νομίζω ότι έκρυβαν γνώσεις– κι άφησαν στον κόσμο την αίσθηση ότι το βιβλίο ή η λογοτεχνία δεν είναι υπόθεση των μεγάλων, είναι υπόθεση όλων μας. Κι όταν αναφερόμαστε στο βιβλίο, εννοούμε το τυπωμένο βιβλίο.
Τη δουλειά του Αλέξη Σταμάτη θα επιχειρήσω μια άλλη φορά να προσεγγίσω, παρ’ ότι το βιβλίο αποκτά επικαιρότητα γιατί τελειώνει με εικόνες από έναν πολυτεχνειακό Νοέμβρη (Κυριακή, 16 Nοεμβρίου 1980, κυβέρνηση Ν.Δ., ο πατέρας του Μιχάλη υφυπουργός, η μεγάλη αντινατοϊκή πορεία, η απόφαση να πάμε ώς την αμερικανική πρεσβεία, η απαγόρευση της κυβέρνησης, τα ΜΑΤ παρατεταγμένα έξω από τη Βουλή... άγριο ξύλο, δακρυγόνα, τα κλομπ στα χέρια, η οδός Ρώμα, σαν σκηνή από ταινία...). Να διευκρινίσω, βεβαίως, ότι αντικείμενο του δεν είναι το Πολυτεχνείο, αλλά η ανίχνευση του τρόπου που φτερουγίζει μια ψυχή κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ομως, η παρουσίαση της καινούργιας δουλειάς του συγγραφέα έγινε ευκαιρία επιστροφής στον Ουμπέρτο Εκο (φωτ.) και στην άποψή του για το βιβλίο, τη ζωή και τον θάνατό του – αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει θάνατος. Αυτές τις μέρες, ο Εκο βρίσκεται στο Λούβρο και παρουσιάζει πρόγραμμα, με εξήντα τρεις αναγνώσεις, τρία κονσέρτα, μια έκθεση, οκτώ ντοκιμαντέρ, 300 ταινίες μικρού μήκους και, φυσικά, αλλεπάλληλες live συζητήσεις για το μέλλον του έντυπου βιβλίου.
Σε συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό «Εξπρές» μαζί με τον πρόεδρο της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, Μπρούνο Ρασίντ, ο Εκο διατείνεται ότι το τυπωμένο βιβλίο έχει μπροστά τους πολλές και όμορφες στιγμές. «Είναι ένα εργαλείο που μπορείς να διαβάσεις και σε περίπτωση μπλακ άουτ, στη βάση ενός δένδρου, μέσα στη μπανιέρα ή κάνοντας έρωτα, χωρίς να χρειάζεσαι τον ηλεκτρισμό», λέει ο Εκο, ο οποίος παραδέχεται ότι σε είκοσι χρόνια οι νέες γενιές θα είναι πλήρως προσκολλημένες στην οθόνη του υπολογιστή (ήδη είναι), αλλά εκείνος δεν θα ζει, οπότε δεν τον πολυνοιάζει! Ο Εκο δεν κρύβεται πίσω από την πολυπραγμοσύνη του. Αποδέχεται την εξέλιξη και μαζί τα οφέλη. Δεν παλεύει με το google. Μαζί του είναι, το χρησιμοποιεί. Δεν έχει κανένα πρόβλημα με τα πνευματικά δικαιώματα και μάλιστα λέει ότι είναι όπως Κάστρο, υπέρ της ελεύθερης διακίνησης ιδεών! Ομως, στη «Σιωπή των Βιβλίων» ο Τζορτζ Στάινερ γράφει: Μπορούμε ήδη να οδηγηθούμε σε κάποια διαπίστωση από την παράδοξη εντύπωση εξωτισμού που προξενεί η σιωπηλή πράξη της ανάγνωσης και την κατάπληξη κάποιου να μείνει μέρες και νύχτες κλεισμένος για να γράψει. Ο,τι πιο αδιανόητο σήμερα είναι το θέαμα ενός αγοριού που τρέχει να βρει καταφύγιο στη σκιά ενός υπόστεγου με το βιβλίο του...
Friday, November 13, 2009
Στέφανος Δάνδολος: "Σκότωσε ό,τι αγαπάς" του Αλέξη Σταμάτη: Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε ώριμη ηλικία
Συνήθως όταν ένας μυθιστοριογράφος αισθάνεται την ανάγκη να διερευνήσει το είδωλο του δημιουργού στον καθρέφτη της Τέχνης, επιλέγει ως ήρωά του έναν συγγραφέα.
Είναι η πλέον προσφιλής επιλογή, όχι μόνο επειδή, ως αυτό-αναφορικό εύρημα, του παρέχει την δυνατότητα να σκάψει απλώς μεθοδικά, αλλά ακόμα περισσότερο, επειδή του δίνει την ευκαιρία να πλάσει ένα alter ego που, εάν πετύχει στη κατασκευή, μπορεί να πάει το σκάψιμο πολύ-πολύ βαθιά. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Αλέξης Σταμάτης κατάφερε το δεύτερο, απορρίπτοντας την προοπτική της δημιουργίας ενός δικού του προσωπικού Νέιθαν Ζούκερμαν και επιλέγοντας ως ήρωα, όχι κάποιον φανταστικό συγγραφέα αλλά έναν σκηνοθέτη του σινεμά, έναν ghost writer του σκοταδιού. Ο Άρης Μανιάτης γίνεται εδώ το alter ego του Σταμάτη μέσα από μια παραπομπή άκρως συμβολική: καλή η λογοτεχνία, ωραία τα βιβλία, αλλά σε τελευταία ανάλυση μόνο ο κινηματογράφος, ως παράθεση εικόνων, μπορεί να λειτουργήσει αλληγορικά με την ίδια την ζωή. Και κάπως έτσι ξεκινάει η κατάδυση στο «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» [Εκδόσεις Καστανιώτη]. Σαν αργό, νωχελικό βύθισμα σε μια οθόνη των θαυμάτων, μέσα από την οποία ο ήρωας όχι μόνο προσπαθεί να διακρίνει το πραγματικό πρόσωπό του, αυτό που έχασε στο αντίκρισμα της εμπορικής επιτυχίας, αλλά σταδιακά επιχειρεί να ξαναγράψει και την απόκρυφη ιστορία του ειδώλου του στον καθρέφτη της Τέχνης.
Το story είναι απλό. Μεσήλικας σκηνοθέτης σε κρίση προσωπικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας πέφτει θύμα τροχαίου σε μιαν ορεινή ερημιά και, έχοντας το τελευταίο του σενάριο μαζί [το οποίο έχει μόλις αναγνώσει σε μια παρέα στενών φίλων] βρίσκει καταφύγιο σε ένα απόμερο, γοτθικού τύπου, αρχοντικό, στο οποίο κατοικούν μια παράξενη κοπέλα και ένας ερημίτης γιατρός. Η σύμπλευσή του με αυτούς τους ανθρώπους θα σταθεί μοιραία: στην αρχή τα ερωτηματικά είναι πολλά και το εκατέρωθεν πλησίασμα μοιάζει μάλλον επιφυλακτικό. Στην πορεία, όμως, ο σκηνοθέτης θα αντιληφθεί ότι η «παρεμβολή» των δύο αυτών πλασμάτων είναι η τελευταία του ευκαιρία να συμβιβαστεί με την «βαθιά» αλήθεια μέσα του, την ίδια εκείνη αλήθεια που υποτίθεται ότι πραγματεύεται στο τελευταίο του αυτοβιογραφικό σενάριο. Το κείμενο ξαναγράφεται από την αρχή, χωρίς στρογγυλεύσεις, και η μνήμη παίρνει το πάνω χέρι, δίχως φόβο, δίχως άλλες υπεκφυγές. Και η μεγάλη ανατροπή στο φινάλε, την οποία φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε, σφραγίζει τον κύκλο της αλληγορίας, προκειμένου να ανοίξει τον κύκλο του διαλόγου. Πού αρχίζει και πού τελειώνει ο καλλιτέχνης μέσα στην ψυχή του δημιουργού; Η ζωή επηρεάζει την δημιουργία ή η δημιουργία την ζωή; Πόσο αληθινός είσαι όταν λειτουργείς αυτοβιογραφικά σε ένα έργο τέχνης; Και άλλα πολλά.
Στο «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» ο Αλέξης Σταμάτης επιχειρεί να διαφοροποιηθεί από τα προηγούμενα βιβλία του, υιοθετώντας μια γραφή ελλειπτική και εσωτερική, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον Σταμάτη της ακατάπαυστης πλοκής και των αλλεπάλληλων ευρημάτων. Το αποτέλεσμα είναι ένα σκληρό μυθιστόρημα αυτογνωσίας, που μέσα από την ειλικρίνειά του καταφέρνει να μιλήσει καίρια για την τραγική σημασία του να είναι κανείς αυθεντικός καλλιτέχνης σήμερα
Tuesday, November 10, 2009
Λευτέρης Καλοσπύρος: Σκότωσε ό,τι αγαπάς
Λευτέρης Καλοσπύρος
Σκότωσε ό,τι αγαπάς
Όπως φάνηκε κι από την ανάλυση του Κυριάκου, το μυθιστόρημα του Αλέξη πραγματεύεται μια σειρά ζητημάτων και έτσι είναι αναπόφευκτα είναι ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες. Θα ήθελα να σταθώ περισσότερο σε δυο συγκεκριμένες διαστάσεις του κειμένου που μου έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση: την αυτοαναφορική και την πειραματική-εγκεφαλική. Αντιλαμβάνομαι πως οι συγκεκριμένοι όροι είναι παρεξηγημένοι στην εγχώρια λογοτεχνία, καθώς παραπέμπουν συνήθως στα φορμαλιστικά έργα της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (Μπαρθ, Μπαρθέλμι, Ρομπ-Γκριγιέ), έργα στα οποία η ακραία αυτοαναφορικότητα στηλιτεύεται από τους επικριτές ως κακοχωνεμένος υπαρξισμός, και η «εγκεφαλικότητα» με την προσπάθεια των συγγραφέων να υποστηρίξουν και δικαιώσουν μέσα από τα λογοτεχνικά τους έργα κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφική ιδέα ή θεωρία της εποχής.
Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» αποφεύγει επιτυχώς τους παραπάνω σκοπέλους, μολονότι είναι έκδηλο το αυτοαναφορικό στοιχείο και το έργο στο σύνολό του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εγκεφαλικό. Κατ αρχήν, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον Αλέξη Σταμάτη και τον τυπικό μεταμοντέρνο συγγραφέα. Οι ήρωες σε αυτά τα μεταμοντέρνα μυθιστορήματα εμπλέκονται σε δαιδαλώδεις αναζητήσεις και παιγνιώδεις περιπέτειες μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν στο τέλος πως η αλήθεια και η πλάνη είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου, συνήθως κάλπικου, νομίσματος. Στα έργα του Αλέξη, η αναζήτηση της αλήθειας, η πορεία προς την αυτογνωσία, προς τον απωθημένο εαυτό που μόνο κάτω από έντονες δραματικές συνθήκες μπορεί να ανακαλυφθεί, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να υποβιβαστεί σε ένα απλό θεωρητικό παιχνίδι. Τα μεταμοντέρνα τεχνάσματα ενορχηστρώνουν την πλοκή, εντείνουν τις δραματικές κορυφώσεις, αλλά δεν αλλοιώνουν στον σκληρό πυρήνα του μύθου.
Ο Άρης Μανιάτης, ένας κινηματογραφιστής που δεν βιώνει απλά την κρίση της μέσης ηλικίας, αλλά ουσιαστικά η τελευταία δεκαετία της ζωής του είναι μια διαρκής κρίση μέσης ηλικίας, εμπλέκεται σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, βρίσκει καταφύγιο σε ένα σπίτι με παράλογη μυστηριακή ατμόσφαιρα, έρχεται σε επαφή με δυο πρόσωπα, το γιατρό και τη Δάφνη, που τον υποχρεώνουν να ξαναγράψει το αυτοβιογραφικό σενάριο που τον ταλαιπωρεί χρόνια, αναγκάζεται να επανεξετάσει τις επιλογές που τον έφεραν στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Από τη στιγμή που συμβαίνει το ατύχημα και μετά όμως, ο Άρης Μανιάτης δεν είναι ο μόνος που σχεδιάζει μεθοδικά τις δολοφονίες των αγαπημένων του ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης ακολουθεί μια παράλληλη πορεία που εφάπτεται με εκείνη του ήρωά του. Την ίδια στιγμή που ο ¨Αρης Μανιάτης είναι υποχρεωμένος να σκοτώσει όλα αυτά που αγαπάει και έχει συμπεριλάβει στο σενάριό του, ο Αλέξης Σταμάτης μεθοδεύει το τελικό ξεκαθάρισμα με τις επιρροές που τον καθόρισαν σαν καλλιτέχνη και τις αγαπημένες συγγραφικές τακτικές του, τουλάχιστον ως σήμερα: την ποιητική διάθεση στα πρώτα έργα του, την περιπέτεια και το σκληρό ρεαλισμό των ύστερων έργων, ίσως ακόμη και τους τύπους ηρώων που πρωταγωνίστησαν στα κείμενά του. Ο Άρης Μανιάτης δεν είναι το τυπικό alter ego του συγγραφέα, ο πρόθυμος εντολοδόχος ή το βολικό φερέφωνο των ιδεών του, αλλά μια αυθύπαρκτη, έστω στα όρια της μυθοπλαστικής σύμβασης, οντότητα. Ο κινηματογραφιστής και ο συγγραφέας είναι πολύ απασχολημένοι με τις προσωπικές εμμονές τους για να αναμειχθούν ο ένας στις υποθέσεις του άλλου.
Αυτό που μοιάζει να είναι το πιο αυτοαναφορικό έργο του δεν είναι κατ ανάγκη και το πιο προσωπικό. Ας δούμε λίγο τι συμβαίνει στη βιογραφία και ειδικότερα στην αυτοβιογραφία. Ο Ντισραέλι είχε πει κάποτε πως «Η Βιογραφία είναι η Ζωή δίχως τη θεωρία». Φυσικά, η ανάγκη για αισθητική τελειότητα στην διατύπωση μιας αποστροφής, δεν επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη της αλήθειας που αυτή κρύβει. Θα προσέθετα λοιπόν πως η «Η βιογραφία θα έπρεπε να είναι η ζωή χωρίς τη θεωρία», έχοντας αμφιβολίες αν αυτό μπορεί να είναι εφικτό. Ειδικότερα όταν κάποιος ξεκινάει να γράψει την αυτοβιογραφία του, στην ουσία είναι αδύνατο να καθαρίσει τη ζωή του από τις θεωρητικές προσμείξεις. Η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου είναι η επανεξέταση της προσωπικής του ζωής ο άνθρωπος προσπαθεί πρώτιστα να κατανοήσει πως κατέληξε να είναι αυτός που είναι και πριν γράψει την ιστορία της ζωής του, είναι υποχρεωμένος να επανεξετάσει, σε θεωρητικό πλαίσιο τις επιλογές που ΔΕΝ έκανε, τις κατευθύνσεις που δεν ακολούθησε όταν χρειάστηκε να πάρει τις οριακές αποφάσεις στη ζωή του. Όσο αφηγείται την ιστορία του, και προκειμένου να καταλάβει καλύτερα ποιος είναι, είναι αναγκασμένος να βάλει τον εαυτό του στη θέση του ατόμου που θα μπορούσε να είναι σήμερα. Σε ένα έργο με έκδηλο το αυτοαναφορικό στοιχείο, ο συγγραφέας λειτουργεί περίπου όπως ο αυτοβιογραφούμενος, με τη διαφορά πως όσο εξελίσσεται ο μύθος, η αρχική συγγραφική περσόνα διαιρείται σε πολυάριθμα επιμέρους είδωλα χωρίς να είναι πλέον αναγνωρίσιμη η αληθινή περσόνα του συγγραφέα, χωρις άλλωστε και να υπάρχει η ανάγκη γι’ αυτό. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα να εντοπίσω αναλογίες ανάμεσα στον Άρη Μανιάτη και τον Αλέξη Σταμάτη, τόσο περισσότερο ένιωθα να απομακρύνεται ο ένας από τον άλλο και όσο ξεδιπλωνόταν η πλοκή, τόσο λιγότερο με ενδιέφερε. Και όπως φαίνεται από την ανατροπή στο τέλος, ο μύθος είναι αυτός που έχει τελική μεγαλύτερη αξία, σημασία από κάθε τι.
Το παραπάνω κείμενο αποτελει την εισήγηση του κριτικού λογοτεχνίας Λευτέρη Καλοσπύρου κατα την παρουσιαση του βιβλιου ΣΚΟΤΩΣΕ Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΑΣ του Αλέξη Σταμάτη, στο "104" των εκδόσεων Καστανιώτη , την Δευτερα, 9 Νοεμβρίου.
Ετικέτες
104,
literature,
Αλέξης Σταμάτης,
Καστανιώτης,
Λευτέρης Καλοσπύρος,
σκότωσε ό,
τι αγαπάς
Κυριάκος Πιερρακάκης: Σκότωσε ό,τι αγαπάς
Κυριακος Πιερρακάκης
Σκότωσε ό,τι αγαπάς
Χαίρομαι πολύ που έχω απόψε την ευκαιρία να μιλήσω για το έργο του Αλέξη Σταμάτη και συγκεκριμένα για το καινούργιο του μυθιστόρημα «Σκότωσε ότι αγαπάς».
Η ειρωνεία της παρουσίασης μυθιστορημάτων κρύβεται στο χάσμα ανάμεσα σε παρουσιαστή και κοινό. Κατά κανόνα, αυτός που παρουσιάζει το βιβλίο το έχει διαβάσει (αν και υπάρχουν και εξαιρέσεις....), και γνωρίζει καλά την πλοκή, την υπόθεση. Στις περισσότερες περιπτώσεις το κοινό δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Έτσι, ο παρουσιαστής βρίσκεται στην περίεργη θέση να πρέπει να μιλήσει για το βιβλίο χωρίς να «μιλήσει» για το βιβλίο. Να δώσει το άρωμα του βιβλίου, χωρίς να προδώσει τα συστατικά του.
Κάτι το οποίο με συναρπάζει στο σύνολο του έργου του Αλέξη είναι η συνειρμική του δυνατότητα. Χτίζει μια εικόνα πάνω στο επίπεδο συνειρμών με σκηνές από ταινίες, στίχους από τραγούδια, χρώματα και υλικά από πίνακες – δομώντας ένα μωσαϊκό το οποίο ο αναγνώστης εισπράττει σαν να το συνέλαβε ο ίδιος. Κάτι το επίσης προφανές είναι ότι ο Αλέξης διαβάζει πολύ – ψυχολογία, φιλοσοφία, λογοτεχνία. Ειδικά τα δυο πρώτα είναι προφανή στο σκότωσε ότι αγαπάς.
Ο πρωταγωνιστής λέγεται Άρης Μανιάτης, κινηματογραφιστής. Βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας, η οποία έρχεται στην επιφάνεια με αφορμή τη βραδιά των πεντηκοστών γενεθλίων του, την οποία περνά μαζί με φίλους κάπου στην επαρχία. Εκεί, τους παρουσιάζει το τελευταίο του – αυτοβιογραφικό – σενάριο, το οποίο έχει ακριβώς τον ίδιο τίτλο «Σκότωσε ότι αγαπάς». Ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της επιστροφής αφήνει τον Άρη Μανιάτη χωρίς αυτοκίνητο και ο δρόμος τον φέρνει σε ένα απομονωμένο παλιό αρχοντικό. Εκεί θα συναντήσει δυο πρόσωπα. Μια κοπέλα και έναν ηλικιωμένο γιατρό. Η επαφή με αυτά τα πρόσωπα φέρνει πίσω εικόνες και σκέψεις τις οποίες ο πρωταγωνιστής είχε προσπαθήσει προ πολλού να αφήσει πίσω του, να «σκοτώσει».
Αλέξη συγκράτησα το γεγονός ότι στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου αναφέρεις ότι ο πρωταγωνιστής διαβάζει Βιτγκενστάιν, Καντ, Ζίζεκ. Θα σταθώ στον τελευταίο. Ο Σλάβοι Ζίζεκ είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή φιλοσόφους/ψυχολόγους, από τη σχολή του Ζακ Λακάν. Η σκέψη του Ζίζεκ είναι διάχυτη στο έργο του Αλέξη – ξεκινώντας από τον ίδιο τον τίτλο: «Σκότωσε ότι αγαπάς» - τη διάσημη φράση «Kill your darlings» του Faulkner. Το νόημα της φράση σε πρώτο επίπεδο αφορά την αφαίρεση – δηλαδή αφαιρείς από το κείμενο όλα τα περιττά - ότι δεν υπηρετεί τη δομή και το σκοπό του.
Κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα ως προς αυτό είναι το λογοτεχνικό εύρημα του Αλέξη να συμπεριλάβει τις φράσεις που ο πρωταγωνιστής σταδιακά αφαιρεί/σβήνει από το αυτοβιογραφικό σενάριο – με μια μαύρη γραμμή. Η προτροπή «σκότωσε ότι αγαπάς» δρα σε δυο παράλληλες διαστάσεις για τον πρωταγωνιστή: το αυτοβιογραφικό σενάριο που γράφει, και η πραγματικότητα της ζωής του. Είναι όμως μια προτροπή την οποία, σε αρχικό στάδιο, ο πρωταγωνιστής φαίνεται να έχει υιοθετήσει πολύ κυριολεκτικά. Γράφει ο Αλέξης Σταμάτης:
«Ίσως τελικά από μια σελίδα μείνει μια φράση, μια εικόνα, ένα πλάνο, έτσι, ως ανάμνηση αλλά και ως μεδούλι της θυσιασμένης σύνθεσης. Όμως εδώ, στο ριράιτινγκ, κανένα έλεος, δεν είχε μείνει τίποτα. Η όποια λυρική, μελοδραματική, επική μου χρυσαλίδα είχε πνιγεί στο ίδιο της το αίμα.
Μα τελικά αυτό δεν έκανα στη ζωή μου; Kill your darlings. Φίλα το όπλο, δάγκωσε τις σφαίρες. Ήμουν καλός σε αυτή τη θυσία. Το κρεβάτι του Προκρούστη ήταν ανηλεές.»
Ό Άρης Μανιάτης φαίνεται να έχει θυσιάσει τη ζωή, με σκοπό την εξυπηρέτηση της δομής. Η δομή όμως αυτή, γίνεται μετέπειτα η ίδια του η πραγματικότητα, ωσάν η προτροπή του Faulkner να γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία για τον πρωταγωνιστή.
Είναι όμως σωστή η ανάγνωση του πρωταγωνιστή στη φράση του Faulkner; Ότι, δηλαδή, η εξυπηρέτηση της δομής πρέπει να γίνει με κάθε κόστος – ακόμα και αν θυσιάσεις την πραγματικότητα;
Εδώ είναι χρήσιμο να επιστρέψουμε στο Ζίζεκ. Ο Ζίζεκ ισχυρίζεται ότι ένας λειτουργικός τρόπος κατηγοριοποίησης της αντίληψης είναι ο εξής:
1) Υπάρχουν πράγματα τα οποία γνωρίζουμε ότι τα γνωρίζουμε
2) Πράγματα τα οποία γνωρίζουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε.
3) Πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε.
4) Συμμετρικά, υπάρχει όμως και μια τελευταία, μακράν πιο ενδιαφέρουσα κατηγορία – σίγουρα για την ψυχολογία, αλλά και για τη λογοτεχνία. Αυτά τα οποία δεν γνωρίζουμε ότι τα γνωρίζουμε.
Με την τέταρτη αυτή κατηγορία επιλέγει να καταπιαστεί ο Αλέξης. Ο πρωταγωνιστής Άρης Μανιάτης έχει επιλέξει να τοποθετήσει ένα μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος του – ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητάς του κάτω από ένα νοητό χαλί, πάνω στο οποίο έχει στήσει μια άλλη, μια επίπλαστη πραγματικότητα. Το πνεύμα του Ζίζεκ – το οποίο υπηρετεί η πλοκή που στήνει ο Αλέξης Σταμάτης, καλεί τον πρωταγωνιστή, μέσα από καταλυτικά γεγονότα, αλλαγές, μεταβολές, να τραβήξει αυτό το νοητό χαλί, να δει τον εαυτό του γυμνό στην καθρέφτη, να αποδομήσει αυτή την επίπλαστη πραγματικότητα.
Το «σκότωσε ότι αγαπάς» μπορεί πράγματι να εξυπηρετεί τη δομή, ιδιαίτερα όταν είναι δύσκολο σε ένα υποκείμενο να κάνει επιλογές ανάμεσα σε πολλά ενδεχόμενα. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, πολύ πιο πραγματική ανάγνωση. Ότι το «σκότωσε ότι αγαπάς» οφείλει πρωτίστως να εξυπηρετεί την ίδια τη ζωή – ότι όσο και αν αγαπάς, όσο και αν σε βολεύουν οι επίπλαστες πραγματικότητες, οφείλεις να τις αποδομήσεις, να αφαιρέσεις πρώτα αυτές – και στη θέση τους να αναδυθείς εσύ, όπως πραγματικά είσαι.
Αυτή αισθάνθηκα πως είναι η προτροπή του συγγραφέα τόσο προς τον πρωταγωνιστή όσο και προς τον αναγνώστη.
Το παραπάνω κείμενο αποτελει την εισήγηση του πολιτικου επιστημονα Κυριακου Πιερρακάκη κατα την παρουσιαση του βιβλιου ΣΚΟΤΩΣΕ Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΑΣ του Αλέξη Σταμάτη, στο "104" των εκδόσεων Καστανιώτη , την Δευτερα, 9 Νοεμβρίου.
Subscribe to:
Posts (Atom)