Μέσα από την κρίση φωτίζεται η αλήθεια
Της Έλενας Πάρπα
Ο Έλληνας συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μιλά για το καινούργιο του μυθιστόρημα «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» Της Έλενας Πάρπα Τεν έτυχε ποτέ να συναντηθούμε από κοντά. Τον «γνώρισα» μόνο μέσα απ’ τα μυθιστορήματά του πρώτα απ’ το «Μπαρ Φλωμπέρ», έπειτα απ’ το «Αμερικανική Φούγκα»- αλλά και μέσα απ’ την καθημερινή (σχεδόν) ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων όταν συνεργαζόμασταν για το Υστερόγραφο. Μου είχε κάνει εντύπωση η ταχύτητά του στο γράψιμο, η ετοιμότητά του να πλάσει μια ιστορία από το τίποτα. «Απλά έχω καταφέρει να έχω χρόνο για γράψιμο», μου λέει όταν τον ρωτώ σχετικά. Ρίχνοντας όμως μια ματιά στο τι έχει κάνει τα τελευταία δυο χρόνια -ένα παιδικό μυθιστόρημα, τρεις θεατρικούς μονόλογους, ένα σενάριοαντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό που υποκινεί τα πράγματα στην περίπτωσή του είναι κάτι περισσότερο από «χρόνος για γράψιμο». Κι ότι τελικά αυτό που τον κάνει να επιστρέφει καθημερινά μπροστά στον υπολογιστή, στο ίδιο γραφείο με θέα ένα μπαλκόνι που μέσα απ’ τα χρόνια έγινε, όπως λέει, πιο όμορφο, ίσως να έχει σχέση μ’ αυτό που σημειώνει ο ήρωάς του στο καινούργιο του μυθιστόρημα, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» (εκδόσεις Καστανιώτη): με την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να διηγείται ιστορίες. «Κάθε μέρα στα παιδικά δωμάτια ακούγονται -παραλλαγμένες ή μη- οι ίδιες αρχέτυπες ιστορίες, οι ίδιοι πρωταρχικοί μύθοι και θρύλοι», γράφει ο συγγραφέας. «Στα μπαρ και στα καφέ άνθρωποι αφηγούνται περιστατικά για οικείους και ξένους, ταξιτζήδες λένε ανέκδοτα σε πελάτες, μπαμπάδες κομπάζουν σε γιους, παππούδες ανακαλούν, έφηβοι κατασκευάζουν, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο παίζονται αμέτρητες κωμωδίες και δράματα, στο Ίντερνετ χρήστες απ’ όλο τον κόσμο ανταλλάσσουν πάσης φύσεως πληροφορίες, αναγνώστες διαβάζουν εκατομμύρια μυθιστορήματα, νουβέλες, αφηγήματα, ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή αναπαραγωγής ιστοριών που αρδεύουν από την ίδια δεξαμενή: την ανθρώπινη φύση και τις εμπειρίες της».
Διαβάζοντας το καινούργιο του βιβλίο υπογράμμισα κι άλλα σημεία. Όπως τι σημαίνει ακριβώς να σκοτώνει κάποιος ό,τι αγαπά όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στο γράψιμο. Η συζήτησή μας όμως είχε άλλη αφετηρία. Ξεκίνησε από ένα ερώτημα, αριστοτελικό, το οποίο ο ίδιος θέτει σε κάποια στιγμή στον ήρωά του: Πώς πρέπει ο άνθρωπος να ζει τη ζωή του;
Εσείς βρήκατε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα;
Ο Αριστοτέλης έθεσε ένα ερώτημα, δεν πρότεινε μιαν απάντηση. Μιλάμε για μια αναζήτηση. Κι αυτό το ψάξιμο είναι που κάνει τη ζωή άξια να βιωθεί. Εάν με ρωτήσει κάποιος γιατί ήρθα σε αυτόν τον κόσμο θα απαντήσω «για να καταλάβω». Και φυσικά ξέρω ότι αυτό είναι κάτι το όποιο δεν θα συμβεί ποτέ.
Είναι εφικτό πιστεύετε να «ξαναγράψει» κάποιος την αφήγηση της ζωής του;
Η αφήγηση της ζωής μας δεν είναι ποτέ μια. Αλλάζει, ανάλογα με την περίοδο που διανύουμε, ανάλογα με την ψυχική μας κατάσταση. Ουσιαστικά αυτό ακριβώς επαναλαμβάνουμε: «ξαναγράφουμε την αφήγηση της ζωής μας». Όπως και η ίδια η «Ιστορία» με γιώτα κεφαλαίο, έτσι και η ιστορία του κάθε ανθρώπου δεν είναι μονοδιάστατη.
Αλλά επιδέχεται πολλών ερμηνειών; Ακριβώς έτσι. Επανερμηνεύεται, επαναδιαπραγματεύεται, αναδιατυπώνεται. Ωστόσο υπάρχουν μερικά πράγματα στον πυρήνα αυτής της εν εξελίξει και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιστορίας, πράγματα στον πυρήνα του εαυτού μας που είναι σταθερά.
Και γιατί παραμένουν αμετακίνητα;
Επειδή προέρχονται από ένα απώτατο παρελθόν, από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής μας (άρα είναι ασυνείδητα), είτε επειδή είναι τόσο σκληρά, τόσο επίπονα, όποτε έχουν απωθηθεί. Αυτά τα «θαμμένα» είναι και τα πιο δύσκολα να ανασυρθούν -πόσο μάλλον να «ειπωθούν»και γι’ αυτό συνήθως ντύνουμε την αφήγησή μας με παραπλανητικά πέπλα, τα οποία εάν είμαστε τυχεροί και ειλικρινείς κάποια στιγμή τα απεκδυόμαστε.
Με ποιο τρόπο;
Υπάρχει η περίπτωση ανθρώπων, που ας πούμε «καρμικά», ήταν «ταγμένοι» θες από τις συνθήκες, θες από τη μοίρα, να ζήσουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και, μέσα από την προσωπική τους δύναμη, βρήκαν το κουράγιο να αλλάξουν, στρέφοντας την «αφήγηση της ζωής τους» προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Από μια άποψη είμαστε όλοι συγγραφείς της προσωπικής μας αφήγησης. Εν δυνάμει, τουλάχιστον.
Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» πώς γεννήθηκε σαν ιστορία;
Γεννήθηκε σχεδόν αυτόματα, μέσα σε ένα βράδυ. Από μια χαοτική εικόνα ξεπήδησε ο ήρωας και ύστερα τα δυο πλάσματα με τα οποία συνδέεται μέσα στο βιβλίο, ο γιατρός και η Δάφνη. Στη συνέχεια φυσικά πήρα κάποιες αποφάσεις.
Σαν ποιες;
Κάποιες από τις σημαντικές ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο να γραφεί σε πρώτο πρόσωπο και να είναι πολύ πιο μικρό σε έκταση από οποιοδήποτε άλλο έχω γράψει. Μικρό, αλλά και ταυτόχρονα «συμπιεσμένο» σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικό, δραματικό, μυθολογικό, μελοδραματικό κ.λπ.). Ένα βιβλίο επίσης στο οποίο η πλοκή να είναι άλλης έντασης από τα προηγούμενα. Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί το μυθιστόρημα περιέχει σημαντικές ανατροπές που δεν θα ήθελα να προδώσω. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι το βιβλίο θα χρειαστεί και μια «δεύτερη ανάγνωση» από πλευράς του αποδέκτη. Ο στόχος ήταν να υπάρχουν επάλληλα επίπεδα, να υπάρχουν εγκιβωτισμοί, να είναι κάτι σαν ρωσική κούκλα. Είναι μια στροφή ίσως αυτό το βιβλίο για μένα, πήρα αρκετά ρίσκα, ελπίζω να βγήκαν…
Κάποια στιγμή γράφετε πως ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή παραγωγής ιστοριών. Από πού προκύπτει άραγε αυτή η ανάγκη μας να λέμε και ν’ ακούμε ιστορίες;
Νομίζω ότι η ανάγκη αυτή είναι αρχέγονη. Από τον άνθρωπο των σπηλαίων. Και είναι μια ανάγκη πέραν του επιπέδου μόρφωσης, κοινωνικών τάξεων κ.λπ. Από τα παραμύθια στα παιδιά, το καφενείο και το ταξί μέχρι τον Τζόις, ο πυρήνας είναι ο ίδιος. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να δει τα πάθη του αναπαριστώμενα από άλλους, ενίοτε να ταυτιστεί, ενίοτε να μεταθέσει και μέσα από αυτή τη διαδικασία να ανακουφιστεί. Η αφήγηση είναι ένας απίστευτος μηχανισμός αναδιπλασιασμού, στοχασμού και κάθαρσης.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να βάζετε τους ήρωές σας πάντα σε μια κατάσταση κρίσης, αντιμέτωπους με τον εαυτό τους, τις επιλογές και τη ζωή τους;
Μα εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση σύγκρουσης. Εκεί τεστάρεται ο χαρακτήρας, μέσα από εμπόδια και προβλήματα αναδύεται η αλήθεια του. Ο άνθρωπος σε κατάσταση κρίσης είναι πολύ πιο κοντά στην αληθινή του φύση. Τότε ξεπηδούν οι αλήθειες του και εκεί είναι περισσότερο ο εαυτός του με τα καλά και τα κακά του. Τι νόημα θα είχε να διηγηθείς μια ιστορία δύο ανθρώπων που γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν κι έζησαν καλά μες στην ευτυχία και την ηρεμία (αν υπάρχει κάτι τέτοιο βέβαια…) Η κρίση φωτίζει την αλήθεια. Πρόσφατα είχε μια δυσκολία στη ζωή μου που κράτησε 18 ώρες. Μέσα από αυτήν αναδύθηκαν ζητήματα που υπέβοσκαν επί χρόνια.
Απ’ όλες τις ιστορίες και τους χαρακτήρες που έχετε κατά καιρούς στο μυαλό σας πώς ξεχωρίζετε αυτή που αξίζει να γίνει βιβλίο;
Ειλικρινά μιλώντας, σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δηλαδή στο κεφάλι μου κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες, εκείνη που θα «πάθει πλοκή», εκείνη που θα καταλήξει σε βιβλίο προωθείται από μόνη της, διαγκωνίζοντας τις άλλες και περνώντας μπροστά. Εκείνη «ξέρει». Εκείνη «εκβάλλει» και επιβάλλεται.
Σας έχει τύχει να κάτσετε ώρες πάνω από μια σελίδα; Παιδευτήκατε, εξαντληθήκατε ποτέ από το γράψιμο;
Φυσικά. Πολύ συχνά παιδεύομαι και αρκετές φορές εξαντλούμαι, όπως μου συνέβη πρόσφατα. Εκείνο που ευτυχώς δεν έχω πάθει ποτέ κι ελπίζω να μη μου συμβεί είναι «το σύνδρομο της λευκής σελίδας». Το δύσκολο στη λογοτεχνία δεν είναι να γράψεις, αλλά να γράψεις εκείνο που επιθυμείς. Ακούγεται απλό, δεν είναι; Είναι όμως αφάνταστα επίπονο. Πιστέψτε με εδώ είναι όλο το ζουμί. Να βγει η πρόθεση του συγγραφέα.
Νιώσατε ποτέ ευάλωτος ως προς αυτή την πρόθεση;
Ευάλωτος νιώθω ως προς όλα τα πράγματα. Είναι μια λέξη που μου αρέσει άλλωστε. Χωρίς να είμαι ειδικός, εικάζω ότι ετυμολογικά προέρχεται από το «ευ» και «άλως». Δηλαδή το «καλό φωτοστέφανο». Μαγική λέξη. Όπως μαγική είναι η δυνατότητα να επιτρέπεις στον εαυτό σου να επηρεάζεται από τα ερεθίσματα. Στη ζωή λοιπόν, κάτι τέτοιο μου συμβαίνει, ίσως και υπερβολικά. Και ίσως στη συγγραφή βρίσκει την απόλυτη τιμή της.
Και πώς ανακτά κάποιος την εμπιστοσύνη του απέναντι σ’ αυτό που κάνει;
Δεν ξέρω, δεν έχω λύσεις, ο κάθε άνθρωπος είναι και διαφορετικός. Μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλήσω. Όταν την έχανα την ξανάβρισκα -αν την ξανάβρισκα- εξωθώντας την κατάσταση στο όριο. Δεν το συνιστώ ωστόσο καθόλου. Don’t trythisathome, που λένε.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι το γράψιμο είναι εγωιστική ενασχόληση.
Όχι δεν νομίζω. Ίσα ισα είναι μια πολύ επίπονη και εξαιρετικά μοναχική διαδικασία. Γράφεις μόνος σου, ο αναγνώστης σε διαβάζει μόνος του. Δεν υπάρχει άμεσα «ανταλλαγή», ωστόσο αυτό δεν έχει να κάνει με εγωισμό, έχει να κάνει με τη φύση της συγγραφικής εργασίας. Παράγεις νόημα, ιστορία, συναίσθημα χωρίς να έχεις κάποιον «άμεσο συμπαίκτη», έναν άλλο ηθοποιό ας πούμε, ή έναν άλλο μουσικό. Είσαι ο άνθρωπος ορχήστρα, σκηνοθετείς, παίζεις, κάνεις τα σκηνικά, τους φωτισμούς, το μοντάζ… Αβοήθητος και μόνος, αλλά όχι εγωιστής, γιατί εκείνο που κάνεις είναι εντέλει μια πράξη που οδηγεί σε μια βαθύτατη επικοινωνία.
Τι σημαίνει «σκοτώνω ό,τι αγαπώ» στη συγγραφή ενός βιβλίου;
Σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν τη συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει.
Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Κillyour darlings», είναι η πιο σοφή συμβουλή των επαγγελματιών γραφιάδων όλου του κόσμου. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Αν ξανάγραφα πχ το «Μπαρ Φλωμπέρ» σήμερα, θα έκοβα καμιά δεκαριά σελίδες τουλάχιστον.
Στη ζωή σας έχει τύχει να «σκοτώσετε» αυτό που αγαπάτε;
Ευτυχώς όχι. Στη ζωή φροντίζω για ακριβώς το αντίθετο.
Πώς μπορεί να «ξεφορτωθεί» κάποιος τα περιττά και να φτάσει στα εντελώς απαραίτητα;
Στη συγγραφή σας το εξήγησα. Στη ζωή επίσης ισχύει αυτό. Μεγαλώνοντας κάποιος «πετάει» από πάνω του πράγματα: ψεύτικες ανάγκες, περιφερειακές, τυπικές συναναστροφές, υποχρεώσεις-βαρίδια, άχρηστες πληροφορίες. Μια ζαριά την έχουμε και πιστεύω ότι οφείλουμε να την προστατεύουμε, να την καλλιεργούμε και να την εξαντλούμε.
Με την καλή έννοια του όρου φαντάζομαι.
Πάντα! Μόνο τον άνθρωπό σου να εξερευνήσεις ουσιαστικά θες μια ζωή, κι άλλη μια να μεγαλώσεις το παιδί σου. Αν είσαι και καλλιτέχνης από πάνω, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Από μια ηλικία και μετά δεν υπάρχει καιρός για σπατάλη. Εξ άλλου είμαστε οι επιλογές μας. Ξεφόρτωμα λοιπόν. Και αυτό δεν γίνεται μέσα από συσσώρευση, αλλά μέσα από ξεδιάλεγμα. Η ουσιαστική λιτότητα είναι ο μέγας πλούτος.
«Το βιβλίο δεν θα πεθάνει ποτέ»
Σε τι διαφέρει η ζωή των βιβλίων από την κανονική ζωή που ζούμε;
Αν εννοείτε τη ζωή μέσα στα βιβλία, είναι η ίδια με την έξω, απλά φωτισμένη αλλιώς. Αλλά, κάποιες φορές, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο καλλιτέχνης βλέπει τη ζωή αλλιώς, με άλλο βλέμμα.
Εξακολουθείτε να διαβάζετε όπως παλιά;
Φυσικά και ναι. Τα βιβλία είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο ζω καθημερινά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η ανάγνωση, ως συνήθεια, περνάει κρίση. Σπάνια βλέπω ανθρώπους να διαβάζουν πια. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα πρόβλημα με το θέμα, ακόμα δεν έχουμε αποκτήσει την αναγνωστική συνείδηση που υπάρχει σε άλλες χώρες. Αλλά όπως είπα, νομίζω ότι τα πράγματα θα εξελιχτούν προς το καλύτερο. Αρκεί και η νέα γενιά να μην ξεφύγει με την αναμασημένη μαζική αφήγηση. Νομίζω ότι έχει την ευφυΐα να το κάνει.
Πιστεύετε, δηλαδή, ότι θα συνεχίσουν να έχουν θέση τα βιβλία στη ζωή μας;
Φυσικά, και όσο εξελίσσεται η κοινωνία στους ρυθμούς που έχει, θα αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξία. Είμαι πολύ αισιόδοξος όσον αφόρα το βιβλίο. Δεν θα πεθάνει ποτέ.
Έχετε καταλήξει σε τι μας βοηθάει η λογοτεχνία;
Στο να βλέπουμε τα μέσα μας πιο αληθινά. Η λογοτεχνία προσθέτει στην πραγματικότητα, δεν την αντιγράφει, τη σμιλεύει προς την κατεύθυνση του στόχου της. Δεν είναι μια «απόδραση» από τη ζωή, είναι μια απόδραση προς τη ζωή. Είναι η δύναμη που κάνει τα οικεία πράγματα καινούργια και τα καινούργια πράγματα οικεία. Όπως λέει και ο Έζρα Πάουντ η λογοτεχνία είναι γλώσσα που έχει φορτιστεί στο μέγιστο βαθμό με νόημα.
«Δεν γράφω βιβλία σχεδιασμένα ν’ αρέσουν»
Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει ένα συγγραφέα να γίνει γνωστός σε περισσότερο κόσμο, σε μεγαλύτερο κοινό;
Στη σύγχρονη εποχή πολλά. Και αρκετά από αυτά δυστυχώς δεν έχουν να κάνουν με την ουσία. Από τη στιγμή που το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως προϊόν θα εμφιλοχωρήσουν μοιραία και οι νόμοι της αγοράς. Υπάρχουν πολλοί γνωστοί συγγραφείς που δεν έχουν τίποτα να πουν. Αλλά δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος πραγματικά μεγάλος συγγραφέας που θα μείνει άγνωστος.
Σκέφτεστε καθόλου τον αναγνώστη όταν γράφετε;
Για να είμαι ειλικρινής όχι. Δεν μπορώ να γράψω ποτέ κάτι «έτσι ώστε». Δεν μπορώ να γράψω ένα βιβλίο «σχεδιασμένο» για να αρέσει. Όταν τελειώσει όμως, το βιβλίο ανήκει εξ ολοκλήρου σχεδόν στον αναγνώστη, να το κάνει ό,τι θέλει, να το ξαναγράψει στο μυαλό του, να το φωτίσει κατά το δοκούν.
Σας απασχολεί καθόλου το «μέλλον» των βιβλίων σας;
Το βιβλίο όταν φύγει από τον συγγραφέα ζει τη δική του ζωή. Ό,τι και να κάνω εγώ δεν μπορώ να την επηρεάσω. Κινούνται ελευθέρα. Και αυτό είναι μαγικό. Πρόκειται για μια βαθύτατη επικοινωνία συγγραφέα-αναγνώστη η οποία διεξάγεται κατά μόνας μέσα από ένα μαγικό συμφωνημένο κώδικα: το βιβλίο.
«Σκότωσε ό,τι αγαπάς»
Ο Αλέξης Σταμάτης επιλέγει ένα επεισόδιο απ’ το βιβλίο του με αρκετή, όπως λέει, δόση αυτοαναφορικότητας:
«Ήμουν στο Λονδίνο, αρχές ογδόντα. Σε μια παμπ, έξω στα τραπεζάκια την ώρα που έδυε ο ήλιος, μόνος, με μια μπίρα στο χέρι. Όχι πιωμένος, η άγρια κάθοδος δεν είχε ακόμα αρχίσει. Κοίταζα μπροστά μου. Θα ’λεγε κάνεις ένα τυχαίο κάδρο. Ένα κάδρο που αποτελούταν από διάσπαρτες ψηφίδες της καθημερινότητας. Ένα δρόμο, ένα πεζοδρόμιο, μερικά δέντρα, κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ένα δυο σπίτια, έναν τηλεφωνικό θάλαμο, ένα κουλουριασμένο σκυλί, κάποιους περαστικούς, μια λιμνούλα ύδατος. Και ξαφνικά, μια επιφάνεια. Από τις στιγμές εκείνες στη ζωή που κάτι κρυφό, εσώκλειστο, λανθάνον, γίνεται πασίδηλο, ολοφάνερο, κατάφωρο. Μια βαθιά συνειδητοποίηση. Όλα είναι εδώ, είπα. Όλα, ερωτήσεις απαντήσεις, ιδέες, έννοιες, αισθήματα, συναισθήματα βρίσκονται εδώ, εγκιβωτισμένα σ’ αυτή την τυχαία εικόνα, σ’ αυτό το τυχαίο, καθημερινό πλάνο, σ’ αυτή τη συνηθισμένη μερίδα ζωής. Αρκεί να την κοιτάξεις με άλλα μάτια.
Ήταν μια ολιστική σύλληψη, από τις στιγμές που νιώθεις πως το σύνολο είναι μεγαλύτερο από τα συστατικά του. Για μια στιγμή τραντάχτηκα. Στην κυριολεξία, κάτι μέσα μου μετακινήθηκε, βίαια. Ύστερα προσπάθησα να εκλογικεύσω αυτό το συναίσθημα. Να το ελέγξω σε σχέση με την πραγματικότητα. Ένα αυθόρμητο πείραμα. Σκεφτόμουν έννοιες και τις αντιπαρέβαλλα με την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Πένθος. Υπήρχε πένθος σ’ αυτή την εικόνα; Φυσικά, απαντούσα μέσα μου αναγνωρίζοντας το πένθος σε μια μικρή ψηφίδα της ψηφίδας. Όχι μόνον υπήρχε, αλλά βρισκόταν εκεί μπροστά μου, σε όλη του την ένταση, πεντακάθαρο.
Υπήρχε ιστορία, πολιτική, νοσταλγία, πόνος, ματαιοδοξία, ζηλοφθονία, αγάπη; Ναι διότι, σε αυτό το σημείο μπροστά μου συνέβαινε εκείνο… στο άλλο εκείνο… Συνέχισα την αντιπαραβολή. Ένα πλήθος εννοιών εισέδυαν στο τυχαίο κάδρο κι έβρισκαν τη θέση τους σχεδόν αμέσως. Οτιδήποτε μπορούσα να σκεφτώ ενσαρκωνόταν μέσα στον καθημερινό αυτό καμβά. Η αποκωδικοποίηση γινόταν αυτόματα. Λες και η ψυχή του κάθε αντικείμενου, της κάθε κατάστασης, ερχόταν και κούμπωνε αυτόματα με την εκάστοτε ερώτηση.
Εκείνη τη μέρα είπα πως αυτό, αυτή μου τη δυνατότητα κάτι έπρεπε να την κάνω. Και την επόμενη μέρα εγκατέλειψα τα οικονομικά.
Της Έλενας Πάρπα
"Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ" Κυριακή, 15 Νοεμβρίου 2009
Σελίδα: 44
No comments:
Post a Comment