Saturday, July 31, 2010
Δημητρης Αχλιόπτας: περι τεχνολογιας και ποιησης
Το «Μεγάλο» Ελληνικό Μυθιστόρημα
Όταν κατασταλάξει το παραξενισμα που δημιούργησε αυτός ο νέος πολυεπιπεδος αλλά και θραυσματικός κόσμος, θα υπάρξει και ο χώρος για έναν ενιαίο λόγο που θα μιλήσει για αυτό το μεταίχμιο. Το δύσκολο είναι να βρεθεί η αφήγηση που θα μιλήσει για την αποδομημένη πραγματικότητα. Δεν αρκεί να είναι «μεταμοντέρνα», σαρκαστική και παιγνιώδης. Θα πρέπει να είναι μια αφήγηση που –για να υπερβάλλω λίγο-, θα οφείλει να υπερβαίνει σχεδόν τον ιδιο της τον ορισμό. Μια αφήγηση ικανή να διηγηθεί, να αναδημιουργήσει και να σχολιάσει μια πραγματικότητα που βιώνεται σχολιασμένη ήδη, se real time.
Θέλω να πιστεύω ότι μια τέτοια αφήγηση επωάζεται και ότι στο μέλλον θα δούμε έλληνες συγγράφεις να παίρνουν τα ρίσκα που απαιτούνται για κάτι τέτοιο.
Friday, July 30, 2010
ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Το ΑΝΤ1 αφιερώνει στον πολιτισμό ποσοστό 2,2%, το ΜEGA 0,6%, ο Alpha 0,3%, το Star 0,2% και το Alter 0,1%. Πρωταθλητής των «πολιτισμένων» ιδιωτικών καναλιών ο ΣΚΑΙ με 9,2%. Στη δημόσια τηλεόραση τα πράγματα μοιάζουν στατιστικά κάπως καλύτερα, αλλά επί της ουσίας είναι επίσης εξαιρετικά δυσοίωνα. Η ΕΤ-1 προηγείται με 12,6%, κι ακολουθούν η ΝΕΤ με 4,8% η ΕΤ-3 με 2,4 %.
Ο μέσος όρος χρόνου τον οποίον τα εννιά κανάλια αφιερώνουν σε θέματα τέχνης είναι 3,6%...
Στην ίδια έρευνα πληροφορούμαστε πως οι γυναίκες πχ 45-64 ετών περνούν μπροστά στην τηλεόραση... 334 λεπτά τη μέρα (5,5 ώρες!, δηλαδή το 34,3% της ζωης τους εκτός ύπνου!). Να περνάς το 1/3 της ζωης σου μπροστά σε ένα κουτί… Ερεθιστική προοπτική επιβίωσης…
Άντρες και γυναίκες 15-24 κάθονται μπροστά στην τηλεόραση 149 λεπτά... Οι πρώτες λοιπόν έχουν 12 λεπτά τη μέρα «πολιτισμένο» χρόνο, ενώ οι δεύτεροι μόλις… 5,3 λεπτά.
Στο κομμάτι του πληθυσμού στο όποιο επενδύουμε για το μέλλον η τηλεόραση παρέχει χρόνο ίσο με ένα βιντεοκλίπ τη μέρα όσον αφορά τα πολιτιστικά του. Τον θέλει με λίγα λόγια… στόκο.
Kαι με την κριση, παμε για χειροτερα...
HOW SOON IS NOW?
Τραγουδούν οι Σμιθς στο εκπληκτικό «How soon is now»: «"I am the son, and the heir, of a shyness that is criminally vulgar / I am the son and heir, of nothing in particula"
Το κεντρικό πρόσωπο του τραγουδιού των Σμιθς είναι ένας ντροπαλός νέος, που δεν μιλάει, δεν μπορεί να εκφέρει εκείνο που νιώθει, δεν ανοίγεται, δεν ρισκάρει, δεν πράττει και μοιραία δεν μπορεί να βρει την αγάπη, μια αγάπη που χρειάζεται ο καθένας μας, η οποία όμως δεν του χαρίζεται, ούτε θα του ’ρθει εξ ουρανού εφ όσον δεν «ανοίξει» τον εαυτό του, δεν εκχωρήσει κάτι, δεν προκαλέσει.
Ο νεαρός είναι κληρονόμος ενός στίγματος, ενός «χυδαίου, εγκληματικού» στίγματος, κληρονόμος της ντροπής, και εν τέλει κληρονόμος του τίποτα. Υπάρχει ένα κλαμπ, όπου δυνητικά μπορεί να γνωρίσει κάποιον άνθρωπο, να μιλήσει, να επικοινωνήσει, ωστόσο πάει εκεί μόνος του, στέκι σε μια γωνία μόνος του, πίνει το ποτό του μόνος του, φεύγει μόνος του, γυρίζει σπίτι μόνος του και κλαίει και θέλει να πεθάνει.
Θέλει να πεθάνει επειδή θέλει τη ζωή και τη θέλει τώρα. Αλλά, «όταν θέλεις κάτι να συμβεί ‘τώρα’, τι ακριβώς εννοείς;», ρωτούν οι Σμιθς. Όσο δεν πράττεις, τα τώρα και τα τώρα αθροίζονται, χάνουν την εντατική τους αξία κι η ζωή κυλάει μες απ’ τα δάχτυλα σα νερό.
Όταν ακούω αυτό το τραγούδι των Σμιθς εκείνο που σκέφτομαι είναι ο ζωτικός χρόνος, η μύχια εμπειρία της διάρκειας και της στιγμής. Το «τώρα», αυτή η αυτόματη διαδοχή στιγμών δεν είναι παρά μια τεχνητή ρήξη σε μια φυσική συνέχεια. Ανίκανη να ακολουθήσει την ζωτική κίνηση, η διάνοια κινητοποιεί τον χρόνο μέσα σε έναν μονίμως πλαστό παρόν.
Αντίθετα, η πράξη είναι μια στιγμιαία απόφαση που φέρει όλο το φορτίο της πρωταρχικότητας. Σε μια γάτα την ώρα που καραδοκεί, βλέπουμε την στιγμή της εφόρμησης να εγγράφεται στο πραγματικό, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε και την επερχομένη τροχιά του άλματος. Πριν από την περίπλοκη διαδικασία της εφόρμησης όμως, υπάρχει η καίρια στιγμή της απόφασης. Η απόφαση, η πράξη είναι που δημιουργεί ένα «τώρα» ενεργό, ένα τώρα που ορίζει τον δικό του χρόνο. Για τον ντροπαλό ήρωα του τραγουδιού των Σμιθς, το στάδιο αυτό είναι ματαιωμένο, διαρκώς εν αναβολή. Η αδυναμία του να κάνει την κάθετη τομή, τον πνίγει στην αέναη ροή των στιγμών. Βυθίζεται στη διάρκεια. Για εκείνον, ποτέ δεν είναι νωρίς, ποτέ δεν είναι αργά.
Πόσο νωρίς, πώς αργά όμως είναι το οποιοδήποτε τώρα; Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτή την αινιγματική παγίδα που μας στήνει ο χρόνος. Το παρόν δεν «περνάει». Απλά εγκαταλείπουμε μια στιγμή για να βρούμε μιαν άλλη. Ο πραγματικός χρόνος υπάρχει μόνο χάρη στην στιγμή - βρίσκεται ολόκληρος μέσα στον ενεστώτα, μέσα στην πράξη, μέσα στο παρόν.
Ίσως σε κάποιο άλλο τραγούδι ο ήρωας των Σμιθς θα μπορούσε να κάνει την υπέρβαση. Να επέμβει στον δεδομένο, τον κοινόχρηστο χρόνο, δημιουργώντας τη δική του εξίσωση, τις δικές του παραμέτρους. Να αποσυνδέσει τη διάρκεια από κάθε μετρήσιμη έννοια, να αρπάξει το χρόνο από τα κέρατα και να τον τιθασεύει.
Οι Μόρισει - Μάρει ωστόσο, παγώνοντας το χρόνο σε αυτή την αδιέξοδη συνθήκη, μας έδωσαν ένα ατόφιο αριστούργημα, ένα τραγούδι που από την πρώτη του συγχορδία μας ταξιδεύει σε ένα αέναα ματαιωμένο παρόν. «Πόσο νωρίς είναι το τώρα;» - ένας στίχος που γεφυρώνει την Φυσική με την Λογοτεχνία, την Άλγεβρα με τη Φωτια.
How soon is now? Μια ρωτηση αμειλικτα επικαιρη.
Thursday, July 29, 2010
Σύγχρονο Ελληνικό μυθιστόρημα
Η σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία διαθέτει έντονη ποικιλία όσον αφόρα την θεματική διαπραγμάτευση, το στιλ και την κατεύθυνση. Το χαρακτηριστικό της νέας γενιάς των δημιουργών είναι η έντονη αντίσταση της στην κατηγοριοποίηση. Ταυτόχρονα οι νέοι έλληνες συγγραφείς έχουν αρχίσει και ανοίγουν ένα παράθυρο στον κόσμο.
Η γενιά αυτή υπήρξε ίσως εξ πρώτη που έσπασε τα εθνικά σύνορα και παρήγαγε έργα που είναι τοποθετημένα μερικώς η ολικώς έξω από την Ελλάδα. Έχοντας μεγαλώσει σε ένα κλίμα παγκοσμιοποίησης με την έκρηξη των μίντια , της τεχνολογίας και του Ίντερνετ, η νεα αυτή λογοτεχνική γενιά ένιωσε την ανάγκη να εξερευνήσει την ταυτότητα της όχι μόνον εντος των εθνικών συνόρων αλλά και έξω από αυτά. Ο δημιουργός πλέον δεν συνομιλεί αποκλειστικά με την τοπική του παράδοση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την αγνοεί η την προσπερνά). Ανοίγεται, γίνεται «πολίτης του κόσμου» (η ουσιαστική έννοια του παρεξηγημένου όρου «κοσμοπολίτης»). Και αυτό δημιουργεί ορισμένα προβλήματα.
Μια μερίδα της ελληνικής κριτικής λογοτεχνίας παρατήρησε πρόσφατα πως οι νέοι έλληνες συγγραφείς που εμφανίστηκαν στη λογοτεχνία μετά το 1980, εμφανίζονται συνειδητά αποσυνδεμένοι από την παράδοσή της και τις εμπειρίες των προηγούμενων γενεών. Πιστεύει ότι η χειραφέτησή τους αυτή είναι ακόμα πολύ πρόσφατη για να κάνει την ιστορική μνήμη θετική αξία αλλά και να αποτρέψει τις υπερβολές μιας ελευθερίας που βιώνεται κυρίως σαν άρνηση κάθε μορφής επικαθορισμού. Θεωρεί ότι υπάρχει ένα «κενό πραγματικότητας» στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία και ένα έλλειμμα βάρους και βάθους στις εμπειρίες που κατατίθενται σ' αυτήν.
Χωρίς να διαφωνώ σ’ αυτήν τη γενική σκιαγράφηση, πιστεύω πως εκείνο που έχει σημασία είναι ο λόγος που οδήγησε την νεότερη γενιά των ελλήνων συγγραφέων στο να «προσπεράσουν» την παράδοση, αλλά και στη εγγενή άρνηση της συγκεκριμένης γενιάς να «κατηγοριοποιηθεί»
Κάποτε, ένας σπουδαίος έλληνας σκηνοθέτης είπε πως οι παλαιότεροι ήταν «πρίγκιπες των μισών πραγμάτων, ενώ σήμερα τα νέα παιδιά είναι «πριγκιπόπουλα πολύ μικρότερων κλασμάτων». Η νέα γενιά συγγραφέων, σε γενικές γραμμές όσοι γεννήθηκαν από το 1960 και εντεύθεν, έζησε εξ αντανακλάσεως τα τελευταία σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας. Τη δεκαετία του 80, οι νεότατοι εκπρόσωποί της εμφανίστηκαν για πρώτη φορά με έναν νεανικό, άμεσο λόγο μιλώντας για τα πράγματα της γενιάς τους. Οι συγγραφείς αυτοί εξέφραζαν την κόπωση από το βαρύ ιστορικό φορτίο που κληρονόμησαν.
Η ακόμα νεότερη γενιά όμως, είχε το προνόμιο(;) να «ανδρωθεί» μέσα από την τεχνολογική επανάσταση, το άνοιγμα των επικοινωνιών και την παγκοσμιοποίηση. Οι συγγραφείς της ταξίδεψαν, έζησαν στο εξωτερικό, διάβασαν ξένη λογοτεχνία πριν ίσως διαβάσουν και ελληνική, πρωτοέγραψαν σε υπολογιστή, πλοηγήθηκαν από πολύ μικροί στο δίκτυο. Συγγραφείς μιας γενιάς που, αντίθετα με την προηγούμενη δεν είχε «ορατό εχθρό» (αν και βέβαια ο «εχθρός» είναι πλέον πανταχού παρόν, αόρατος και, το χειρότερο, ενίοτε γοητευτικός), βρέθηκαν απότομα σ’ ένα νέο γενναίο κόσμο όπου οι «ισμοί» έδιναν τη θέση τους στα τρία w.
Ό συγγραφέας είναι ένα πλάσμα που διψάει για έμπνευση. Όταν ξαφνικά ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται στο γραφείο του, ή όταν έχει τη δυνατότητα o ίδιος να τον συναντήσει, δεν υπάρχει περίπτωση να αγνοήσει την πρόκληση. Πιστεύω πως η όποια απομάκρυνση των νέων συγγραφέων από την «παράδοση» δεν οφείλεται σε μια ανάγκη πατροκτονίας ή απαξίας του παρελθόντος. Ήταν ίσως, το φυσικό αποτέλεσμα μιας απότομης μεγέθυνσης. Από την αλάνα στο συμπαντικό γήπεδο η απόσταση είναι μεγάλη, κι ίσως σε κάνει μερικές φορές να ξεχνάς ότι το παιχνίδι έχει πάντοτε τους ίδιους κανόνες.
Δίκιο έχει η κριτική όταν λέει ότι οι ιστορικές συνθήκες βοήθησαν τη νέα γενιά ώστε να κάνει αναίμακτα μια κάθετη τομή. Κάθε ουσιαστική ρήξη προϋποθέτει κι ένα αιμάτινο αντίτιμο. Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι ζούμε σε μια χώρα, όπου η νοσταλγία για τα παλιά είναι σχεδόν γονιδιακή. Ο καημός του Έλληνα είναι να μιλάει για το παρελθόν του. Σε μια εποχή όπου οι δυτικές κοινωνίες (ειδικά οι προτεσταντικές) ζητούμενο είναι η αυτοπραγμάτωση, η ελληνική, που βασίζεται σε συνεκτικές «μαζικές» δομές - οικογένεια, κόμματα, παρέες, ορθοδοξία - είναι φυσικό να αντιδρά σε μια απότομη, ατομοκεντρική «πτήση προς το άγνωστο». Μια «πτήση» που φυσικά ενέχει και όλα τα προβλήματα που αναφύονται όταν ξαφνικά αποκτάς δωρεάν εισιτήριο σε χώρους που άλλοτε φάνταζαν τόσο μακρινοί.
Ταυτόχρονα οι αλλαγές αυτές συνέπεσαν με την εμπορευματοποίηση του βιβλίου και την πρωτόγνωρη πίεση της αγοράς, που δεν άφησε φυσικά ανεπηρέαστο το χώρο. Η ελληνική λογοτεχνία κάνει τα πρώτα της βήματα ως μια περιφερειακή ευρωπαϊκή λογοτεχνία με τις ποικίλες φυσικά ιδιαιτερότητες της. Η κατά τη γνώμη μου υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων ελλήνων συγγραφέων πρέπει πλέον να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις οικουμενικές συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της με τον τόπο στον όποιο αναπτύχθηκε.
Ως Έλληνες είμαστε Βαλκάνιοι, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Αυτήν τη διπλή καταγωγή θα πρέπει να την επενδύουμε θετικά. Δεν πρέπει να την απομονώνουμε ούτε να τη συμπιέζουμε. Πρέπει να την εμπεριέχουμε. Πρέπει να περιέχουμε την καταγωγή μας χωρίς αυτή να μας χαρακτηρίζει. Να' μαστε πολίτες του κόσμου έχοντας ενσωματώσει κάθε μας καταγωγή, κάθε μας προέλευση. Προσωπικά, ως συγγραφέας το ταξίδι μου ανανεώνει την εικονοποιία, μου γυμνάζει το βλέμμα, με θέλγει. Ο Καζαντζάκης έλεγε πολύ εύστοχα: "Το ταξίδι είναι η δέκατη Μούσα…"
Είναι αρκετός καιρός που έπειτα από μια μεγάλη περίοδο εσωστρέφειας το ελληνικό μυθιστόρημα φαίνεται να απλώνει τα φτερά του σε αυτό που θα αποκαλούσαμε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Στο επίκεντρο αυτής της νέας (σ)τάσης δεν είναι πια (και μόνο) ο ιστορικός περίγυρος, ο Ελληνισμός της διασποράς ή ο πρόσφατος Εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την ναζιστική κατοχή. H «χαμένη άνοιξη» μεταναστεύει από τα στέκια της καθ' ημών Ανατολής και ξεδιπλώνεται σε μια νέα ευρύτερη γεωγραφία, προσδοκώντας να αναγορεύσει το τοπικό σε οικουμενικό, αλλα και να εξερευνήσει το οικουμενικό μέσα από τη δική της (τοπική) μάτια.
ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ: Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Αλέξης Σταμάτης
ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ: Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
Το τελευταίο βιβλίο του Πολ Όστερ που διάβασα, με τίτλο «Travels in the Scriptorium», μια μικρή έκδοση 130 σελίδων, είναι ίσως η επιτομή της έως τώρα δημιουργίας του συγγραφέα από το Μπρούκλιν. Μια σύνοψη ολόκληρης της δουλειάς του, διαποτισμένη στον Κάφκα και τον Μπέκετ. Ένα απίθανο πείραμα με την αφήγηση, ένα βιβλίο πανέξυπνο και συγκινητικό που είναι μια καλή αφορμή για να ξεκινήσω αυτό το άρθρο.
Ένας άνθρωπος, ο κύριος Μπλανκ, κάθεται σε ένα δωμάτιο. Δεν έχει καμία ανάμνηση από την προηγούμενη μέρα και δεν ξέρει πως βρέθηκε εκεί. Υπάρχει μια κάμερα στην οροφή που καταγράφει την κάθε του κίνηση. Σε ένα γραφείο υπάρχουν φωτογραφίες και σωροί χαρτιά. Τα αντικείμενα – όπως η ΛΑΜΠΑ, η ΚΑΡΕΚΛΑ, έχουν πάνω τους μια επιγραφή που αναφέρει το τι είναι το καθένα. Διάφοροι άνθρωποι επισκέπτονται τον κύριο Μπλανκ, ενώ εκείνος διαβάζει μια αποσπασματική ιστορία, για την οποία του ζητείται να βρει ένα τέλος.
Φυσικά, τα πράγματα, όπως πάντοτε στον Οστερ, ενέχουν κι άλλα, επάλληλα επίπεδα. Η νοσοκόμα που τον επισκέπτεται λέγεται Άννα Μπλουμ. Ήταν κάποτε παντρεμένη με κάποιον Ντέιβιντ Τζίμερ, που έχει πεθάνει. Ιδού αμέσως δυο χαρακτήρες από το «In the Country of Last Things» και από το «The Book of Illusions», αλλά μην νομίζετε πως οι διακειμενικές επισκέψεις τελειώνουν εδώ... Υπάρχουν αρκετοί ακόμα ήρωες του συγγραφέα που θα εμπλακούν στην ιστορία. Ολόκληρος σχεδόν ο Οστερ συγκεντρώνεται σε ένα δωμάτιο, μεγεθύνεται, συμπυκνώνεται κι απλώνει σε ένα αφηγηματικό ταξίδι, στο οποίο ο συγγραφέας παιζει με τη φωτιά και την τιθασεύει.
Ένα βιβλίο, πραγματικό δώρο για τους φαν του Όστερ, αλλά και εξαιρετικά χρήσιμο για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα για αυτό το μυστηριώδες παιχνίδι που λέγεται συγγραφή μια και ο δημιουργός δεν κάτι τίποτα άλλο παρά να ανακατεύει τα «κουζινικά» του.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Όπως είχα γράψει και παλαιοτέρα σε ένα τεύχος του Διαβάζω, είχα την τύχη το 2004 να γνωρίσω προσωπικά τον Πολ Όστερ και να γίνουμε φίλοι. Συναντηθήκαμε κάποιες φορές και κάναμε τουλάχιστον δυο μεγάλες κουβέντες, η μια εκ των οποίων θυμάμαι κράτησε... πέντε ώρες.
Είναι γνωστό ότι τα θέματα του Οστερ έχουν να κάνουν πολύ με το ζήτημα της μοίρας. Το πώς τα γεγονότα καθορίζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, τι τα γέννησε, πως θα μπορούσε κάποιος να εχει πάρει έναν άλλο δρόμο και, κυρίως, τι σημασία εχει η τύχη σε όλη αυτή τη διαδρομή. Στα βιβλία του επίσης μπορεί κανείς να βρει και κάποιες εμμονές στο στόρι. Ιδιωτικοί ντετέκτιβ που προσπαθούν να λύσουν αινιγματικούς γρίφους και χαρακτήρες που εξαφανίζονται αλλάζοντας το όνομα τους είναι από τα βασικά μοτίβα το, αλλά και πρωταρχικά εργαλεία για την εξερεύνηση του μείζονος θέματος που τον απασχολεί: εκείνο της ταυτότητας. Ο καλός του φίλος Σάλμαν Ρουσντί, παρατηρεί εύστοχα: «Σίγουρα υπάρχουν επαναλήψεις στα βιβλία του Οστερ , όπως το ζήτημα της εξάρθρωσης του εγώ και της εισβολής του αγνώστου. Τα βιβλία του αποτελούν μια επίμονη εξερεύνηση για το πως μια ζωή μπορεί να στραφεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις και, έτσι, ανεξάρτητα της τεχνικής επεξεργασίας τους, συγγενεύουν όλα μεταξύ τους».
Ο Όστερ (όπως ισχυρίζεται και ο συγγραφεας Γκάραν Χόλκομπ) κάπου μοιάζει με τον Μπέκετ (τον οποίον μάλιστα ο Όστερ συνάντησε στα 24 του) υπό την έννοια ακριβώς της εμμονής με το θέμα της ταυτότητας. Τον απασχολεί, σχεδόν εξαντλητικά, από τι εξαρτάται, το πώς «κατασκευάζεται» η ταυτότητα ενός ανθρώπου. Οι ήρωες του είναι ακούραστοι εξερευνητές, που θέτουν διαρκώς ερωτήματα για το νόημα της ζωής, ταξιδεύοντας ακαταπαυστα, συνήθως μόνοι τους, στις αχανείς εκτάσεις της γενέτειρας ηπείρου τους, στο κατόπι καταστάσεων οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις δεν τους είναι οικείες.
Στην περίπτωση που οι χαρακτήρες δεν εχουν πάρει τους δρόμους, τότε το ταξίδι είναι εσωτερικό, όπως συμβαίνει στην ακραία περίπτωση του ήρωα του «Scriptorium», όπου όλα συμβαίνουν σε ένα μικρό δωμάτιο. Εδώ μάλλον ο Όστερ παίζει με την περίφημη φραση του Πασκάλ: «Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου απορρέουν απ' την ανικανότητά του να καθίσει σ' ένα δωμάτιο μόνος και σιωπηλός». Όπως και να χει, η ανθρώπινη Οδύσσεια, εσωτερική ή εξωτερική, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του. Τελικά, φαίνεται να λέει ο Όστερ, μόνο μεσα από την «κατασκευή της πραγματικότητας» μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει την πραγματική του φύση. Κι εκεί ο συγγραφέας παιζει με τα όριο της αλήθειας και της μυθοπλασίας ακροβατώντας στη λεπτή γραμμή που τα χωρίζει, θολώνοντας τα νερά μεταξύ της παραγράφου που εχει βιωθεί και εκείνης που εχει γραφτεί.
Το αποτέλεσμα είναι αφηγήσεις παλίμψηστα, σαν ρωσικές κούκλες, με ιστορίες ενσωματωμένες μέσα σε άλλες ιστορίες. Συχνά οι πολλαπλές αφηγήσεις διακλαδώνονται με αναπάντεχους τρόπους, σαν μια περιπλοκή συγχορδία που ίσως είναι κατανοητή μονό σε μυημένα ώτα. Η κάθε φωνή ανταγωνίζεται μια άλλη, ο ένας χαρακτήρας τον άλλο σε ένα αέναο σπιράλ.
Σε αυτόν τον πολυπρισματικό κόσμο δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους κεντρικούς ήρωες του Οστερ είναι συγγραφείς. Συγγραφείς, οι οποίοι ύστερα από μια προσωπική τραγωδία προσπαθούν να ανασυνθέσουν τη ζωή τους. Η αφορμή συνήθως ερχεται από ένα εξωτερικό γεγονός που οδηγεί τον συγγραφεα -ήρωα σε μια δαιδαλώδη αναζήτηση. Στην ουσία όμως ερευνώντας για τον άλλο (ή το άλλο) ερευνά τον εαυτό του. Πρόκειται για ιστορίες που μιλούν για την ιδία τη συγγραφή και τον συγγραφέα, για την απουσία και την παρουσία, για την αλήθεια και την επινόηση, εντέλει για το ίδιο το ζήτημα της μυθοπλασίας.
ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ
Οι συμπτώσεις παίζουν καίριο ρόλο στο σύμπαν του Όστερ με τη μοίρα να ρίχνει παντού βαριά της σκιά της. Χαρακτήρες που ξαναβρίσκουν τυχαία τους χαμένους γονείς τους, τυχαίες συναντήσεις που καταλήγουν σε κοσμογονικές αλλαγές ζωής, η ζωή τυλιγμένη στην μπίλια της ρουλέτας…
Θυμάμαι, κάποια στιγμή του διηγήθηκα μια απίστευτη ιστορία που μου συνέβη κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου μου «Μπαρ Φλωμπέρ», ενός βιβλίου που μιλά ουσιαστικά για την αναζήτηση του πατέρα, όταν, εντελώς τυχαία, μέσω της προτροπής ενός αγνώστου, τοποθέτησα την τελική σκηνή - όπου ο κεντρικός ήρωας επιτέλους λύνει τα της καταγωγής του και βρίσκει τον βιολογικό αλλά και πνευματικό του πατέρα - στα Λαγκάδια Αρκαδίας. Τα Λαγκάδια εντέλει αποδείχτηκε πως ήταν ο τόπος της δικής μου καταγωγής, κάτι που έμαθα συγκλονισμένος αφού είχα γράψει το βιβλίο… Την «δύναμη» αυτή την ονόμασα, κάπως ρομαντικά, «ο Άγγελος της Αφήγησης». Όμως ο Όστερ με διόρθωσε: «Δεν είναι συμπτώσεις αυτά, είναι η ‘Μηχανική της Πραγματικότητας’, έτσι δουλεύει ο κόσμος».
Με μια φραση η συμπύκνωση της πεζογραφίας του.
Wednesday, July 28, 2010
Monday, July 26, 2010
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΟΥ, ΛΟΓΩ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ, ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ.
«Η Ελλάδα είναι σαν ένας καθρέφτης. Σε κάνει να υποφέρεις. Μετά μαθαίνεις» «Να ζεις μόνος σου;» « Να ζεις. Με αυτό που είσαι».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Ο Μάγος» του Τζον Φόουλς, ενός μεγάλου Βρετανού συγγραφέα που πέρασε για ένα μεγάλο διάστημα στη χώρα μας πριν από μισό αιώνα.
Σήμερα ακούγεται πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ο ελληνικός καθρέφτης που αντανακλούσε τα υπαρξιακά αυτά ερωτήματα στον ξένο δημιουργό έχει στραφεί πια προς το μέρος των ίδιων των κάτοικων της χώρας και τους δείχνει, ανεξαιρέτως, όπως ακριβώς είναι.
Και ναι, πρώτα υποφέρεις. Υστερα οργίζεσαι, μετά μαθαίνεις, προσαρμόζεσαι, ζεις, με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο.
Το θέμα είναι πόσοι θα καταφέρουν «να ζήσουν με αυτό που είναι». Γιατί, όταν επί χρόνια ο καθρέφτης έδειχνε κάτι άλλο, η ξαφνική αποκάλυψη έρχεται σαν σοκ.
Κάποιοι θα σπάσουν τον καθρέφτη, κάποιοι θα κοιτούν την κορνίζα, κάποιοι θα αιφνιδιαστούν από τη νέα εικόνα και θα ψάχνουν να βρουν πού πήγε η παλιά. Νέοι ρόλοι για όλους, ρόλοι που ούτε που θα τους είχαν φανταστεί πριν από μόλις λίγο καιρό.
Οπως και να ‘χει, καθένας πλέον θα έχει κάπου μέσα του, κάπου του γύρω του, την αληθινή του αντανάκλαση.
Το πώς θα τη διαχειριστεί είναι δικό του θέμα. Το ανακουφιστικό είναι πως ισχύει για όλους, ισότιμα.
Οσο για εκείνους που αναρωτιούνται για το ποιος κατασκεύασε αυτόν τον καθρέφτη, υπάρχουν ένα σωρό εύκολες απαντήσεις που τον κάνουν να μοιάζει άλλοτε θολός, άλλοτε παραμορφωτικός, άλλοτε γεμάτος χαραματιές.
Η ουσία είναι ότι ο καθρέφτης υπάρχει, κι αυτήν τη φορά δεν είναι παρά είναι ένα λείο, αμείλικτο γυαλί.
Aλ. Σταμάτης
Θρυλικες Ιστορίες: Κριτικη απο Ελευθεροτυπία (Β.Χατζηβασιλειου)
Ολα για την μπάλα
Ενα συνοπτικό ψυχογράφημα της κοινωνίας του ποδοσφαίρου, όπου επάγγελμα, καριέρες και έρωτες ποδοπατιούνται για την καθημερινή ιδεολογία της φανέλας. Αλέξης Σταμάτης, «Θρυλικές ιστορίες».
Η σχέση της λογοτεχνίας με το ποδόσφαιρο είναι μακρά και ο Αλέξης Σταμάτης αποφασίζει να την τιμήσει δεόντως στην καινούργια συλλογή διηγημάτων του, που κυκλοφορεί με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Θρυλικές ιστορίες» από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Οι ιστορίες του Σταμάτη είναι ιστορίες για τον Θρύλο του Ολυμπιακού και οιοδήποτε πνεύμα ψυχραιμίας ή νηφαλιότητας έχει αποδράσει εκ των προτέρων από τη δράση τους. Στην μπάλα δεν υπάρχουν αντικειμενικοί παρατηρητές ή δίκαιοι κριτές. Ο αγώνας στο γήπεδο δεν εκφράζει την άμιλλα και την προσήλωση σε κάποια αφηρημένα ιδανικά, ούτε αποτελεί ένα υψηλής αφαίρεσης πεδίο στο οποίο ο καθένας μετράει τις επιδόσεις των δικών του σε σχέση με τις ικανότητες και την κατάρτιση των άλλων.
Η κάθοδος της ομάδας στο τερέν της αναμέτρησης είναι μια επέλαση με σκοπό την κατάκτηση του θριάμβου και ο άλλος προσέρχεται στη σύγκρουση μόνο για να κατατροπωθεί. Η μπάλα επιζητεί την απόλυτη εκμηδένιση του εγώ υπέρ ενός εμείς το οποίο υπερβαίνει κάθε ατομική παράμετρο για να κλείσει μέσα στη σιδερένια γροθιά του όλες τις προσωπικές έγνοιες, που διοχετεύονται από ένα σημείο και μετά σε μία και μοναδική αγωνία: την αγωνία της εξόντωσης του ανταγωνιστή.
Ο υπερθερμασμένος αυτός κόσμος, με τους ανθρώπους να είναι μονίμως στην τσίτα και να αφιερώνουν στην μπάλα το ζωτικότερο κομμάτι του εαυτού τους, παραμερίζοντας συχνά επάγγελμα, καριέρα και έρωτες, βγαίνει ολοζώντανος από τα διηγήματα του Σταμάτη και συγκινεί με την αδρότητα και τη βαθιά θρησκευτική του πίστη: από τα είδωλα και τις ηρωικές μορφές των παικτών, που κάνουν τον κόσμο να παραληρεί από ενθουσιασμό, μέχρι τη μετατροπή της φανέλας σε καθημερινή ιδεολογία, που μπορεί από τη μια μεριά να ρίξει σε βαριά κατάθλιψη, να θρέψει άγριες φαντασιώσεις και να προκαλέσει μέχρι και το θάνατο, και από την άλλη να συντροφέψει μια ολόκληρη ζωή, να διαμορφώσει χαρακτήρες και να σφυρηλατήσει τους πιο παράξενους, όπως και τους πιο ακατάλυτους, δεσμούς.
Δοκιμάζοντας ένα συνοπτικό ψυχογράφημα της κοινωνίας του ποδοσφαίρου, ο Σταμάτης παίζει με την αυτοβιογραφία, το πολιτικό και το μαθηματικό μυθιστόρημα, αλλά και με το μυθιστόρημα μαθητείας ή με το αισθηματικό ρομάντζο και κατορθώνει να διατηρήσει στις περισσότερες σελίδες του ένα υποδόριο πλην άκρως δραστικό χιούμορ. Ετσι, αποφεύγει ως εξ ορισμού να πέσει στην απολογία και την αγιογραφία, πετυχαίνοντας να δώσει στα καλύτερα κομμάτια του («Ο Θρύλος στο μυαλό», «Αναμνήσεις ενός γενικού αρχηγού» και «Προδημοσίευση») όχι μόνο μια ειδική εσωτερική θερμοκρασία, αλλά και έναν γνήσια υπαρξιακό τόνο.
Saturday, July 24, 2010
Αρχιτεκτονική και λογοτεχνίαΗ αφήγηση του κτηρίου, η κατασκευή του μυθιστορήματος
Αλέξης Σταμάτης
Από τον Αγιο Αυγουστίνο ως τον Ιταλο Καλβίνο και τον Ζορζ Περέκ, αρχιτεκτονική και λογοτεχνία έχουν διασταυρωθεί πολλές φορές, στην κοινή τους επιδίωξη να αφηγηθούν, να δημιουργήσουν, να αναδημιουργήσουν και να εκφράσουν τον χώρο. Στη λογοτεχνία εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροιπόλεις, γειτονιές, δρόμοι, κτήρια και δωμάτια- εμφανίζονται ως τοποθεσίες όπου εξελίσσεται η εμπειρία της ζωής, αλλά και ως τόποι που φέρουν ορατά τα ίχνη του περάσματος του χρόνου, τόποι στους οποίους προβάλλουμε τις προσωπικές μας εμπειρίες και αναμνήσεις.
Εχοντας ο ίδιος σπουδάσει αρχιτεκτονική, πριν καταλήξω να αφιερωθώ αποκλειστικά στη συγγραφή, καταθέτω την ευγνωμοσύνη μου για αυτό το μεγάλο σχολείο που με βοήθησε αφάνταστα στην εργασία μου ως μυθιστοριογράφου. Οι αρχιτεκτονικές σπουδές είναι ένα πραγματικό Παν- επιστήμιο. Περιλαμβάνουν ένα πανόραμα γνώσης: Εικαστικά, Φιλοσοφία, Κοινωνιολογία, Σύνθεση, Μαθηματικά, Δομική, και όχι μόνον. Αποφοίτησα έχοντας στη φαρέτρα μου μια ποικιλία εφοδίων που αργότερα μου φάνηκαν κάτι παραπάνω από χρήσιμα στον νέο μου δρόμο. Ιδού λοιπόν μια μικρή αναφορά σε κάποιες κοινές αρχές σύνθεσης, αισθητικής και δομής.
εκκινηση- συλληψη Ολα στη λογοτεχνία αρχίζουν από ένα χάος στο οποίο ο δημιουργός καλείται να βάλει τάξη. Ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένας επιμελητής χάους. Στήνει έναν ολόκληρο κόσμο, εγείρει μια ιστορία από το μηδέν, από ένα κενό (λευκό) χαρτί. Το ίδιο όμως και ο αρχιτέκτονας, ο οποίος εκκινεί από έναν άδειο χώρο, ένα οικόπεδο, όπου καλείται να «σηκώσει» μια κατασκευή. Η αρχική ιδέα του συγγραφέα μπορεί να είναι μια λέξη, ένας χαρακτήρας, μια κατάσταση. Η αρχική ιδέα του αρχιτέκτονα μπορεί να είναι μια χάραξη, ένα σχήμα, ακόμα και μια χειρονομία στον χώρο.
υλικα Τα υλικά του αρχιτέκτονα τα προσφέρει η φύση. Αμμος, νερό, ασβέστης, χώμα, πέτρα, ξύλο, σίδερο, μάρμαρο. Με αυτά κατασκευάζει τα μέρη του κτηρίου του: δωμάτια, ορόφους, παράθυρα, σκάλες, δημιουργώντας χώρο, δημιουργώντας ζωή. Τα υλικά του συγγραφέα τα προσφέρει η ζωή: μνήμη, πόνος, ενοχή, εκδίκηση και, κυρίως, έρωτας, θάνατος, εξουσία. Με αυτά κατασκευάζει χαρακτήρες, συγκρούσεις,
σχέσεις, δημιουργώντας αφήγηση, δημιουργώντας μύθο.
σχεδιασμοσ- κατασκευη Ο σχεδιασμός του κτηρίου ξεκινά από τη χάραξη, τον σκελετό, τον κάνναβο. Το οικοδόμημα υπακούει σε έναν μηχανισμό στήριξης ώστε η κατασκευή να είναι στατικά ασφαλής. Ο σχεδιασμός των περισσότερων μυθιστορημάτων ξεκινά επίσης από έναν σκελετό, ένα «δομικό πλέγμα». Μέρη, κεφάλαια, αλληλεπιδράσεις χαρακτήρων, κρίσιμες σκηνές. Τα μέρη οφείλουν να αλληλοϋποστηρίζονται, η «κατασκευή» να ισορροπεί μέσα από αιτιώδεις σχέσεις, μέσα από αλληλεπιδρώντα φορτία αισθημάτων. Το μυθιστόρημα, όπως και το κτήριο, είναι μια «κατασκευή». Δομείται με «υλικά», έχει ένα στάδιο εργασιών, θεμέλια, σκελετό, στοιχεία πλήρωσης.
συνθετικη περιπετεια Η περιπέτεια της σύνθεσης ενός κτηρίου προσομοιάζει με εκείνη ενός μυθιστορήματος. Οι αλληλεπιδράσεις των κατασκευαστικών στοιχείων, όπως οι αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων, οδηγούν το κτίσμα-ιστορία σε απρόβλεπτες ενίοτε κατευθύνσεις που εκπλήσσουν πολλές φορές και τον ίδιο τον αρχιτέκτονα-συγγραφέα. Ετσι, κατά την πορεία του σχεδιασμού, μπορεί η αρχική ιδέα να εγκαταλειφθεί, οι χαράξεις να τροποποιηθούν, να ανακύψουν νέοι χώροι ή ήδη υπάρχοντες να καταργηθούν. Ο συγγραφέας σκίζει σελίδες, ο αρχιτέκτονας σχέδια. Οταν οι χαρακτήρες αναπτύσσονται διαρκώς και παραμένουν ζωντανοί, τότε η πλοκή θα φροντίσει από μόνη της. Οταν ο σχεδιασμός είναι «a work in progress»,
τότε η «αρχιτεκτονική πλοκή» θα οδηγήσει τη σύνθεση.
στυλ Ο (καλός) λογοτέχνης και ο (καλός) αρχιτέκτονας διαθέτουν το δικό τους «δακτυλικό αποτύπωμα». Το δικό τους στυλ. Υπάρχουν λογοτέχνες με μνημειώδες στυλ και αρχιτέκτονες με λυρικό. Αρχιτέκτονες με «μεταφυσικό» στυλ και λογοτέχνες με μπαρόκ. Συχνά χρησιμοποιούμε αρχιτεκτονικούς όρους για να χαρακτηρίσουμε γραπτά και λογοτεχνικούς όρους για να χαρακτηρίσουμε κτήρια. Η καθαρότητα των γραπτών του Σωτήρη Δημητρίου μερικές φορές μού θυμίζει Αρη Κωνσταντινίδη και η ποίηση στα κτήρια του Αντόνιο Γκαουντί Μπόρχες. Οπως μια επιτυχημένη πρόταση έχει εφελκυστική αντοχή (δεν μπορείς να αλλάξεις ούτε μία λέξη, όλα τα συστατικά συνεργάζονται στην εντέλεια), έτσι και σε ένα επιτυχημένα σχεδιασμένο αρχιτεκτονικό στοιχείο δεν μπορείς να μετακινήσεις ούτε ένα εκατοστό.
η κουρτινα των εργασιων Υπάρχουν συγγραφείς που ανοίγουν την «κουρτίνα των εργασιών» του «γιαπιού» τους και επιτρέπουν στον αναγνώστη να επιθεωρήσει το εργαστήριό τους σε πλήρη ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή υπάρχουν αρχιτέκτονες που εμφανίζουν στην επιδερμίδα των κτιρίων τους τα δομικά στοιχεία του έργου, δίνοντας τη δυνατότητα στον επισκέπτη ή τον χρήστη να έχει τη συνολική εποπτεία της κατασκευής. Ο ορατός φέρων οργανισμός των κτηρίων του Κωνσταντινίδη μπορεί να αντιπαραβληθεί με το έργο ενός συγγραφέα ο οποίος επιτρέπει στον αναγνώστη,
ταυτόχρονα με την παρακολούθηση της ιστορίας, να διακρίνει αναλυτικά τον κορμό, τον σχεδιασμό, τα «φέροντα στοιχεία» του βιβλίου. Από την άλλη, παρατηρούμε συγγραφείς που δουλεύουν διακειμενικά, εντάσσοντας στην αφήγησή τους επεξεργασμένες μνήμες, εικόνες, φράσεις, αναφορές σε άλλα παλαιότερα αφηγήματα με τα οποία επιχειρείται ένας διάλογος. Το ίδιο κάνουν πολλοί αρχιτέκτονες οι οποίοι συνομιλούν με αρχιτεκτονικά στοιχεία άλλων εποχών, σχολιάζοντάς τα από μορφολογικής, λειτουργικής και αισθητικής άποψης μέσα από νέα κτίσματα.
αφηγηματικα μερη Κάθε (καλό) βιβλίο μπορεί να αναλυθεί, να επιπεδομετρηθεί στα θεμέλια-δομή του, στα «δωμάτια»-χώρους του, στις προσπελάσειςδιαφυγές του, στους δευτερεύοντες χώρους-υποπλοκές του. Κάθε (καλό) κτήριο εμπεριέχει μια χωρική αφήγηση, διαθέτει μια κρυφή πλοκή, σημεία κορύφωσης, συγκρούσεις, αιτιώδεις σχέσεις, αλληλεπιδράσεις των μερών του.
αναγνωστησ-χρηστησ Ο χρήστης ή ο επισκέπτης ενός κτηρίου εισδύει σε μια χωρική αφήγηση, εισέρχεται σε μια περιπέτεια αναγνώρισης με τον ίδιο τρόπο που και ο αναγνώστης εισχωρεί σε μια λογοτεχνική αφήγηση μέσα από την οποία περιπλανάται στον μύθο.
Η λογοτεχνία εκφράζεται μέσα από «περιπέτειες αισθημάτων». Το επιτυγχάνει πλάθοντας ατμόσφαιρες οι οποίες λειτουργούν ως «περιβάλλοντα» της εκάστοτε ιστορίας. Η καλή λογοτεχνία δεν ενδιαφέρεται για την ατμόσφαιρα αυτή καθαυτή- σε αυτό περιορίζεται η μικρή λογοτεχνία-, αλλά και δεν μπορεί να ξεδιπλώσει τις αφηγήσεις της χωρίς δουλειά πάνω στην ατμόσφαιρα. Μορφή και περιεχόμενο ή, μιλώντας αρχιτεκτονικά, όψη και λειτουργικότητα την ενδιαφέρουν ταυτόχρονα.
Ισως λοιπόν θα έπρεπε και η αρχιτεκτονική να συμπεριλάβει περισσότερο στο «οπλοστάσιό» της ανάλογους «συγκινησιακούς» όρους. Να συλλάβει τον χώρο ως μορφή μέσα από ατμόσφαιρες «αισθημάτων» και όχι αποκλειστικά μέσα από απαιτήσεις «χρήσεων», δρόμο στον οποίο την οδήγησε ο φονξιοναλισμός. Να κατασκευάσει χώρους «συναρπαστικούς», που να συγκινούν και όχι μόνο να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες. Περιπετειώδη σπίτια, περιπετειώδεις πόλεις. Ισως τελικά οι αρχιτέκτονές μας θα έπρεπε να διαβάζουν περισσότερο λογοτεχνία... *
Saturday, July 3, 2010
Η οντισιόν
Η ΟΝΤΙΣΙΟΝ
Η απόσταση δεν είναι μεγάλη αλλά η καταρρακτώδης βροχή την κάνει ακόμη μεγαλύτερη. Χρειάζεται δέκα λεπτά για να φτάσει στο ψηλό κτίριο, ένα μεγαθήριο με γρανίτες και γυαλί. Όλα: ρούχα, κόμμωση, στιλ έχουν συντριβεί. Η τελευταία του ελπίδα, το γυαλί. Μπας και βγάλει κανα φράγκο. Αλλά η νεροποντή τον έχει τσακίσει.
Πατάει το κουμπί του ασανσέρ. Στον πρώτο, ο θάλαμος σταματάει. Μπαίνει μια καθαρίστρια, γύρω στα πενήντα, με τα σύνεργα της δουλειάς. Κοιτάζονται. Καθαρά μάτια, πρόσχαρα.
«Η βροχή…» λέει, λες και οφείλει να της δικαιολογηθεί.
Η γυναίκα κουνάει το κεφάλι. Γλυκιά κούραση.
«Χάλια, ε;» συνεχίζει απολογητικά.
«Εντάξει αγόρι μου, λίγο φτιάσιμο θες… για πάνω;»
«Ναι».
Γρήγορα, να προλάβει, να μη τον δουν. Πριν την είσοδο, ευτυχώς, υπάρχει τουαλέτα. Τυχερός στην ατυχία του. Είναι ατομική με νιπτήρα και λεκάνη. Μπαίνει μέσα γρήγορα, κλειδώνει. Η εικόνα του είναι απερίγραπτη. Το πρόσωπο του σαν να συσπάται από κάποιον αδιόρατο κυματισμό. Όλα πάνω του νερό. Υγρά, υδάτινα.
Η απόσταση μέχρι το τζάμι είναι ένα φράγμα. Κι αν δεν ήταν γυαλί κι αν ήταν νερό που πάνω του καθρεφτιζόταν; Τότε το είδωλο του θα έρεε, θα εμβαθυνόταν, θα αντιγραφόταν φυσιολογικά. Το νερό, αυτό ξέρει.
Συναλλάσσεται πια με την ουσιαστική επιφάνεια, εκείνη που αντανακλά το αυθεντικό. Το τζάμι μπροστά του έγινε νερό και το νερό ένα μεγάλο μάτι μέσα από το οποίο ο κόσμος κοιτάζει τον βρεγμένο Πέτρο κι ο Πέτρος τον εαυτό του. Κι ιδού η αφυπνιστική δύναμη, που λες κι έρχεται από χίλιες πηγές, που τον οδηγεί σε μια πράξη εκ πρώτης όψεως αντιφατική. Περνάει τα δάχτυλα στα μαλλιά του και τα μπερδεύει, τα κάνει ακόμα πιο ανάκατα. Σκύβει και τρίβει στο παντελόνι του το λασπωμένο λεκέ απ’ τη βροχή για να γίνει ακόμα πιο έντονος. Ένα κουμπί απ’ το πουκάμισο του που ταλαντευόταν, έτοιμο να φύγει, απελευθερώνεται –το πετάει. Ανεβάζει τα μανίκια, βγάζει το δαχτυλίδι που φορούσε στον δεξί παράμεσο και κατεβάζει ένα τσουλούφι να πέφτει ακόμα πιο αδέξια στο μέτωπο. Κάνει ό,τι μπορεί για να καταστρέψει την εικόνα του. Κόντρα, εντελώς.
Μπαίνει στην αίθουσα αναμονής. Καμιά πενηντάρια άτομα, αγόρια και κορίτσια, ντυμένα άλλα εκκεντρικά, άλλα σέξι, άλλα επιτηδευμένα ατημέλητα. Ένας πολύχρωμος θίασος, νεαρά παγώνια όλων των ειδών και των ποιοτήτων με τα φτερά διακοσμημένα, με ψεύτικες ουρές και τρομαγμένα μάτια, (ποιος θα φάει ποιον) κυματίζουν αμήχανα στον πάλλευκο χώρο. Κι όμως, όταν κάνει λίγα μέτρα προς το κέντρο, το παράξενο κοπάδι είναι εκείνο που στρέφεται προς το μέρος του.
Το βλέμμα του πιάνει μια άδεια θέση σ’ ένα πάγκο. Πριν φτάσει τον σταματάει μια αδύνατη, ξανθιά, βαμμένη όσο δεν παίρνει -προφανώς η υπεύθυνη της οντισιόν.
«Είσαι ο…»
«Πέτρος Βασιλείου».
Τσεκάρει και βρίσκει το όνομα. Του δίνει ένα χαρτάκι μ’ ένα νούμερο. Ύστερα υψώνει το βλέμμα πάνω του, του χαμογελάει, πλαστικά.
«Ρίχνει καρέκλες έξω ε; …Να φέρουμε τη στάιλιστ;»
«Δεν χρειάζεται».
«Σοβαρολογείς;» Για κάποιο λόγο ανοιγοκλείνει συνέχεια τα μάτια, οι πρόσθετες βλεφαρίδες ανεμίζουν πάνω κάτω. Σαν καθαριστήρες στο παρμπρίζ, σκέφτεται ασυναίσθητα.
«Ναι».
Η κοπέλα κάνει μια κίνηση με τους ώμους.
«It’s your game…»
It’s my game. Absolutely. Ο άνθρωπος που είμαι. Γίνομαι ο άνθρωπος που είμαι. Δηλαδή, ο καταμουσκεμένος, ο ορφανός, ο χωρίς μια, ο που προσπαθεί να βρει δουλειά οκτώ μήνες, ο «κάποιος με μέλλον που του ανήκει», μέλλον που υποτίθεται θα επιλέξει, που θα παλέψει γι αυτό. Προς το παρόν, εκείνος που συνειδητοποιεί το δικαίωμά του να βρίσκεται σε απόσταση από τον κόσμο, αν και εντός του. Ο βροχή τον ξύπνησε. Χέστους. Χέστους όλους.
Κάθεται στον πάγκο. Κάποια κορίτσια τον κοιτάνε. Ανταποδίδει το βλέμμα, ήρεμα, κουνώντας το κεφάλι από τον έναν στόχο στον άλλο. Τα αντίπαλα κεφάλια χαμηλώνουν ένα-ένα. Μπουμ, σε σκότωσα.
«Βασιλείου… Πέτρος», οι πρόσθετες βλεφαρίδες.
«Μάλιστα».
«Σειρά σου».
Σηκώνεται, διασχίζει τα λίγα μέτρα ως τη βαριά πόρτα του στούντιο. Οι «συναγωνιστές» του τον καρφώνουν με βλέμματα που δείχνουν μια ολόκληρη γκάμα συναισθημάτων, εκτός από αλληλεγγύη.
Βρίσκεται σ’ ένα ψηλοτάβανο χώρο που μυρίζει ανοξείδωτο μέταλλο. Απέναντι του, τρία άτομα καθισμένα πίσω από ένα ημικυκλικό γυάλινο γραφείο.
Ένας καλοστεκούμενος σαρανταπεντάρης με έντονα μπλε μάτια που φέρνει λίγο προς Πολ Νιούμαν, μια λίγο νεότερη ξανθιά στολισμένη σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο κι ένας τύπος γύρω στα τριάντα πέντε με άσαρκο πρόσωπο με τονισμένα ζυγωματικά, φιλήδονο στόμα, μακριά ολόισια μαλλιά, και μαύρο μολύβι στα μάτια, ο οποίος, πριν ακόμα ο Πέτρος (με τα ρούχα βρεγμένα και τα μαλλιά ανάκατα) σταθεί στο προκαθορισμένο σημείο, σχολιάζει, σέρνοντας τα φωνήεντα με μια ένρινη φωνή, με τόνο λες και μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι.
«Καλώς τη Βουλιαγμένη…»
Δεν απαντά. Φτάνει στη γραμμή και στέκεται. Ο Πολ Νιούμαν ρωτάει:
«Πως σε λένε, αγόρι μου;»
«Πέτρο».
«Από πού είσαι;» ο βαμμένα μάτια.
«Απ’ τα Δολιανά».
«Απ’ τα Δολιανά; Κι εγώ νόμιζα πως είσαι απ’ την Λίμνη Πλαστήρα…» Ο τύπος γελάει, οι άλλοι δύο χαμογελούν –ωραίο το αστείο σου, χρυσή μου. Εκείνος τους κοιτάζει, κάνει ένα σκέρτσο με το στόμα και συνεχίζει.
«Πολύ wet look βρε παιδί μου…» Η ομήγυρη αλληλοκοιτάζεται και πάλι. Όλα καλά. Συμπαθητική εισαγωγή. Είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Χαλαροί. Διασκεδάζουμε, ακτινοβολώντας.
«Τι θα μας δείξεις σήμερα Πέτρο;» -το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Χαμόγελο. Τέλεια οδοντοστοιχία. Εξαμηνιαία λεύκανση.
Ο Πέτρος την κοιτάζει ίσια στα μάτια. Κουνάει το κεφάλι αμυδρά, απλώς για να περάσει το μήνυμα.
Ο βαμμένα μάτια καγχάζει:
«Τίποτα, είπε τίποτα; Είπες τίποτα;»
«Άσε το παιδί να μας πει τι έχει ετοιμάσει». Ο Πολ Νιούμαν. Μάτι στολίδι. Φιλάρεσκη προβολή της μοναδικότητας.
«Λοιπόν;»
Ο Πέτρος δεν απαντά, στέκεται όρθιος στη θέση του.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο κοιτάει τα χαρτιά της.
«Εδώ λέει, δικής σου εμπνεύσεως ραπ…»
Ο Πέτρος στέκεται ακίνητος, δεν απαντά. Ο ένας οπερατέρ κοιτάζει τον άλλον. Ο βαμμένα μάτια στρέφεται στην ξανθιά. Άλλο βλέμμα τώρα. Αμηχανία. Ο βαμμένα μάτια όμως είναι εναλλακτικός. Θα το γυρίσει υπέρ του, που θα πάει.
«Ε, ναι χρυσό μου, είναι η ραπ της σιωπής…» Η ξανθιά χαμογελάει, συναινεί.
Ο Πέτρος ακίνητος. Αναπνέει βαθιά. Δώδεκα δευτερόλεπτα σιωπής. Αιώνας για τηλεοπτικό χρόνο. Ο Πολ Νιούμαν συμπεραίνει.
«Νομίζω ότι αυτό ήταν, ε;»
Οι τρεις κοιτάζονται μεταξύ τους αμήχανοι. Ξαφνικά ο βαμμένα μάτια σκάει στα γέλια.
«Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ το γουστάρω τρελά αυτό! Θεός αγόρι μου!» Συνοδεύεται με ρυθμική κίνηση του καρπού σαν να κάνει αέρα.
Ο Πέτρος τον κοιτάζει σχεδόν με μίσος. Ο Πολ Νιούμαν αναλαμβάνει να λύσει τον γόρδιο δεσμό.
«Πέτρο, σ’ ευχαριστούμε».
Εκείνος δεν κουνιέται.
Ο βαμμένα μάτια έχει τεντωθεί μπροστά, ασκαρδαμυκτί, δεν χάνει έκφραση.
«Θεός σου λέω! Μπρεχτ σκέτος Μπρεχτ…»
«Βρεχτ, εννοείς», επεμβαίνει η χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Σκάνε ξανά στα γέλια. Στιγμιαία εκτόνωση.
«Καλέ αυτό είναι η “Όπερα της Αντάρας”», ο βαμμένα μάτια. «Αγοράζω, αγοράζω με τρέλα!» Γέλια, γέλια, γέλια. Ο Πέτρος, στο μεταξύ, ακίνητος.
Ο Πολ Νιούμαν, ο σοβαρός του κάστινγκ, επί των διαδικαστικών. Υπάρχουν και κανόνες.
«Σ’ ευχαριστούμε, τελειώσαμε. Απ’ ότι καταλαβαίνεις, αφού δεν έκανες τίποτα, δεν μπορούμε να σε περάσουμε στην επόμενη φάση,».
Ο Πέτρος δεν κουνιέται.
«Σ’ ευχαριστούμε», η χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τίποτα, καμία κίνηση. Οι τρεις κοιτάζονται. Η τελετή αιμορραγεί. Κάθε δευτερόλεπτο, ένας θρόμβος τηλεοπτικό αίμα. Ο βαμμένα μάτια σουφρώνει το στόμα:
«Τι θα κάνουμε τώρα, θα φωνάξουμε τα σεκιούριτι; Τους βατραχανθρώπους;»
Πέτρος: βλέμμα ακίνητο, ρυθμική αναπνοή. Αινιγματικός και ηγεμονικός. Νικητής εντός του.
Πέντε λεπτά αργότερα μεταφέρεται εκτός κτιρίου από δυο χειροδύναμους τύπους που τον αδειάζουν σαν σακί στη βροχή. Όλο αυτό το διάστημα δεν έχει πει κουβέντα. Μόνο σιωπή. Τώρα, στο προαύλιο του κτιρίου με το νερό να πέφτει τουλούμι. Σηκώνει το κεφάλι, κλείνει τα μάτια και αφήνει τη βροχή να ραντίζει το πρόσωπό του, σχεδόν με ευχαρίστηση.
Αρχίζει να βαδίζει μέσα στη βροχή με βήμα σταθερό. Η Κηφισίας μοιάζει με λίμνη. Θα περπατήσει ως το μετρό, να πάει σπίτι. Να σκεφτεί τι θα κάνει από δω και μπρος. Κρίση, ξεκριση, κάτι έγινε. Κάποιος που θα τον δει να περπατάει μέσα σ’ αυτό τον κατακλυσμό θα νιώσει ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής του, σε μια εσωτερική ανάταση, σαν, ξαφνικά, μέσα στο σώμα του να φύσηξε καθαρό αεράκι.
Θα δημοσιευτει στην εφηεμριδα "Veto"