Showing posts with label Το Βήμα. Show all posts
Showing posts with label Το Βήμα. Show all posts

Sunday, July 17, 2011

Ελληνες σε κατάσταση σύγχυσης

Ελληνες σε κατάσταση σύγχυσης
"Το Βήμα" 17.7.2011


Η πρώτη ανάγνωση της πρόσφατης έρευνας για τη διάθεση της κοινής γνώμης την οποία διεξήγαγε η Κάπα Research για «Το Βήμα της Κυριακής» έκανε τους ειδικούς να σηκώσουν τα χέρια ψηλά. Εάν οι αριθμοί λένε την αλήθεια, αντικατοπτρίζει ένα μπερδεμένο κουβάρι συναισθημάτων, στο οποίο συνυφαίνονται ο θυμός, η απαξίωση της πολιτικής, η τάση αμφισβήτησης κάθε εξουσίας, αλλά και ο φόβος και η αβεβαιότητα- ένα μείγμα τάσεων έντονου συντηρητισμού και ακραίας ριζοσπαστικοποίησης. Εν ολίγοις, μια εκκωφαντική αμφιθυμία, ως εάν ο «μέσος πολίτης» να είναι ένα αντιφατικό, συγχυσμένο, μπερδεμένο, ιδεολογικά παραπαίον πλάσμα. Ενα πλάσμα που βιώνει τη ναυτία της πραγματικότητας. Απορώ πού είναι το παράξενο. Πώς είναι δυνατόν να ξενίζει η αποτύπωση της κοινής γνώμης όταν η ρέουσα (ή πρέπει να πούμε η υπερχειλίζουσα) πραγματικότητα είναι ό,τι πιο αμφίθυμο έχουμε ζήσει στην πρόσφατη ιστορία μας. Ζούμε σε μια εποχή με τέτοια συμπύκνωση γεγονότων όσο καμία άλλη στην πρόσφατη (και όχι μόνον) ιστορία. Σχεδόν οτιδήποτε συμβαίνει μέσα σε μια «τυπική» ημέρα, σε άλλες εποχές θα απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα για μήνες. Αυτό το «πυκνό τώρα», που έχει προκαλέσει ναυτία σε κυβέρνηση, πολιτικούς, αλλά και σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ηγεσία (τα «παιδάκια», όπως ανέφερε ο «Μonde»), δεν θα ζαλίσει τον μέσο έλληνα πολίτη ο οποίος το υφίσταται στην καθημερινότητά του;

Ειπώθηκε ότι οι απαντήσεις είναι μαζί συντηρητικές και επαναστατικές. Μα τι άλλο θα συνέβαινε σε μια ξεχαρβαλωμένη, αποϊδεολογικοποιημένη εποχή, όπου μια ωραία ημέρα η πραγματικότητα όπως την ξέραμε κόπηκε στα δύο, με μια σπαθιά σαμουράι. Μια εποχή όπου το κυβερνών κόμμα παίρνει θέσεις αντίθετες προς την ιδεολογία του, όπου η αντιπολίτευση διαφωνεί πεισματικά με θέσεις οι οποίες παραδοσιακά είναι δικές της, όπου το σκοτσέζικο ντους «χρεοκοπία- σωτηρία» παίζεται κάθε τρεις μήνες με θυσιαστικά τρόπαια τις πιο άγριες στερήσεις που γνώρισε ο ελληνικός λαός τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ ταυτόχρονασε άλλα νέα- η ευρωπαϊκή οικονομία καταρρέει και ο Ομπάμα λέει στους Ρεπουμπλικανούς ότι αν δεν συμφωνήσουν ως τις 2 Αυγούστου τότε οι ΗΠΑ θα πρέπει να κηρύξουν στάση πληρωμών; Εάν τα λέγαμε όλα αυτά σε κάποιον πριν από τρία χρόνια θα μας περνούσε για τρελούς. Είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά στο βασίλειο της «Δανειομαρκίας», στην οποία έχει οδηγηθεί η υφήλιος οικονομία. Οπως έλεγε ο Εμερσον, τα πράγματα έχουν ανέβει στη σέλα και ιππεύουν την ανθρωπότητα.

Εάν κάτι είναι σίγουρο για τους έλληνες πολίτες είναι ότι οι απαντήσεις τους καταδεικνύουν ότι τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία έχουν αποχαιρετίσει το μαντρί του παραδοσιακού συστήματος της εξουσίας και των κομμάτων. Εχουν αποχαιρετίσει ακόμα και το σπίτι της υποτιθέμενης κοινής λογικής του ευρύτερου συστήματος. Μιας ψευδολογικής, η οποία επικαλούμενη τα μετανεωτερικά μαθηματικά της αγοράς, τα έχει αναγάγει σε απώτατες αξίες μιας κερδοσκοπικής άλγεβρας, μιας αμείλικτης σειράς αλγορίθμων που ούτε νομπελίστες δεν μπορούν να τιθασεύσουν, με αποτέλεσμα έναν άυλο τρόμο ο οποίος έχει κάνει τις ζωές μας άνω-κάτω. Ο Αλέξανδρος Δουμάς πατήρ έλεγε πως η Ιστορία είναι σαν ένα καρφί στο οποίο μπορούμε να κρεμάσουμε τα πάντα. Τώρα το καρφί έχει μπει βαθιά μέσα στον τοίχο, δεν χωράει ούτε μαντίλι αποχαιρετισμού.

Κάποτε ήξερες ότι «αντίπαλός» σου ήταν η τάδε ιδεολογία, το δείνα σύστημα- οριακά η δικτατορία-, πάντως κάτι συγκεκριμένο. Σήμερα ο «αντίπαλος» είναι ένα φάντασμα το οποίο αυτοαποκαλείται οίκος αξιολόγησης, το οποίο, με μοναδικό όπλο τη γνώμη Του, επικαλείται ατμόσφαιρες, εμπιστοσύνη, «ψυχολογίες» και «ανασφάλειες» αγορών, ένα φροϊδικο-οικονομικό φάντασμα που μοιάζει ισχυρότερο από όλες τις αμφίθυμες, ανασφαλείς, διστακτικές κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Και για να αυξήσει τη μεταμοντέρνα ειρωνεία ονομάζεται ενίοτε και Μoody (κυκλοθυμικός).

Οπως στην τραγωδία του βάρδου στην οποία ο αμφίθυμος Αμλετ διστάζει να πράξει, έτσι και οι αμφίθυμοι ηγέτες, η ανασφαλής ζαλισμένη ελίτ, παραπαίουν, διστάζουν, φοβούνται, οδηγώντας φυσικά το «κοινό» σε μια αντίστοιχη ψυχολογία. Το σαιξπηρικό δράμα φυσικά τελειώνει μέσα σ΄ έναν ποταμό αίματος, με θύματα από έναν άλλον οίκο, τον βασιλικό οίκο της Δανιμαρκίας, αλλά εκεί είναι θέατρο, και στο θέατρο δεν παίζει η άλγεβρα, παίζει η φωτιά.

Ας ελπίσουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση θα επικρατήσει η λογική όχι των οίκων και των αριθμών, αλλά η κυτταρική, η ανθρώπινη. Της εισπνοής, του οξυγόνου, της δράσης και της αντίδρασης, της επιβίωσης. Εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να αντιδράει κλονισμένα όταν τον κλονίζουν, αμφίθυμα όταν τον εμπαίζουν, δημιουργικά όταν τον εμπιστεύονται. Η λογική του οίκου του ανθρώπου, όχι των φασματικών οίκων της αγοράς.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

Ο Paul Celan και η επούλωση των τραυμάτων της γλώσσας.

Ο Paul Celan και η επούλωση των τραυμάτων της γλώσσας.
Ο ποιητής θυμάται, θρηνεί και αναζητεί.
Ασματα
Ασματα



Ο Paul Celan έζησε, ή καλύτερα επιβίωσε, μέσω της ποίησής του. Γεννημένος, θα λέγαμε, σε λάθος τόπο, λάθος χρόνο, ο ποιητής μπορεί να μολύνθηκε από την άτυχη συγκυρία, ποτέ όμως δεν δημιούργησε αντισώματα απέναντί της. Ο Celan καταγόταν από οικογένεια γερμανόφωνων εβραίων από την ανατολική άκρη της αυστριακής αυτοκρατορίας. Ηλθε στη ζωή, το 1920, στο Czernovitz, την πρωτεύουσα της Bukowina, που μόλις είχε περάσει στη ρουμανική κατοχή. Τη ρωσική κατοχή του '40 ακολούθησε η γερμανική το '41, ύστερα τα καταναγκαστικά έργα, η εκτόπιση των γονέων το 1942 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, o θάνατος του πατέρα και η εκτέλεση της μητέρας. Ακολούθησε η επιστροφή των Ρώσων το 1944, χρονιά κατά την οποίαν ο Celan έφυγε για το Βουκουρέστι, και ύστερα για την Βιέννη, με αποτέλεσμα να καταλήξει το 1948 στο Παρίσι. Εκεί έζησε, σπούδασε, δίδαξε, μετάφρασε, παντρεύτηκε και έμεινε πιστός στη μητρική του γλώσσα, γράφοντας ποίηση, ίσως τη μεγαλύτερη που έχει γραφεί στη μεταπολεμική Ευρώπη. Το 1970, αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Σηκουάνα.

Ο Celan στα 800 ποιήματα που έγραψε στα γερμανικά συμπύκνωσε ποικίλες λογοτεχνικές παραδόσεις, θεολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, αλλά και αμιγώς προσωπικά στοιχεία. Υστερα από αυτό που συνέβη στην ανθρωπότητα, αλλά και τη γλώσσα μεταξύ 1933-45, η ποίηση για τον Celan σήμαινε όλο και περισσότερο μια χειρονομία επαφής. Ο ίδιος είπε για τη γλώσσα: « Η γλώσσα, ναι, μόνο αυτή σώθηκε. Αλλά έπρεπε να περάσει μέσα από την ίδια την αδυναμία της, να δώσει απαντήσεις, να περάσει μέσα από τρομερή αφωνία, να περάσει μέσα από τα χιλιάδες σκοτάδια θανατηφόρου λόγου».

Συχνά οι στίχοι του μοιάζουν σαν να μισοβγαίνουν από τη σκιά, σαν να έχουν μόλις αναρρώσει από μια χαμένη γλώσσα και ζητούν επιπλέον μετάφραση ακόμη και για τους ομόγλωσσούς του. Νέες, παράξενες, λέξεις, θραυσματικό συντακτικό, ελλείψεις, αρχαϊκά ιδιώματα, μεταμφιεσμένοι υπαινιγμοί, και αντιφάσεις γεμίζουν το «αληθινά-ψευδό» στόμα του ποιητή. Ενα στόμα που αρνήθηκε τον απλό λόγο, με αποτέλεσμα οι πολέμιοί του να μιλήσουν για «πεισματικό μινιμαλισμό», για την άρνησή του να «αφιερωθεί στην προσβασιμότητα».

Η Αγία Γραφή πάνω απ' όλα κυριαρχεί στην ποίηση του Celan. Βιβλικοί τόποι, ονόματα, λειτουργικές φιγούρες, φανερές και συγκαλυμμένες νύξεις, εβραϊκά γνωμικά και παιχνίδια λέξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο του ποίημα κλείνει με την εβραϊκή λέξη Shulamith από το Ασμα Ασμάτων και το τελευταίο του με τη λέξη Sabbath.

Επίγονος της παράδοσης της γαλλικής καθαρής ποίησης, του γερμανικού μετα-ρομαντισμού και του μεταφυσικού λυρισμού του Χέλντερλιν, o Celan οργανώνει μια εντελώς προσωπική, φαντασμαγορική πρόσληψη του τρόμου και των τραυματισμών της πραγματικότητας. Ο μοντερνισμός του έχει διαλεκτική πρόθεση: όσο «σκοτεινότερη» και επιφανειακά αποκλίνουσα είναι η εικονοποιία τόσο τα κείμενά του μοιάζουν να ανοίγουν ένα διάλογο με την ιστορία.

«Από κατώφλι σε κατώφλι»: Ο τίτλος της συλλογής δεν είναι τυχαίος. Ο Celan σε αυτό το τρίτο βιβλίο συνειδητοποιεί πως εισέρχεται σε έναν άλλο χώρο. Σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές του, γίνεται πιο ερμητικός, η λέξη λιγνεύει. Η σιωπή πλανάται ολούθε στο χαρτί. Εδώ, ο Celan ποιητής θυμάται, θρηνεί και αναζητεί.

Στον «Επιτάφιο για τον Φρανσουά» απευθύνεται στον γιο του που έχασε το ΄53: «Οι δύο πόρτες του κόσμου/ στέκονται ανοιχτές/ από εσένα ανοιγμένες/ στη διχασμένη νύχτα», στην «Ασίζη» αναζητεί τον Αγιο Φραγκίσκο: «Οι νεκροί, ακόμη ζητιανεύουνε, Φραγκίσκε», στο «Μπροστά σ' ένα κερί» πενθεί τη μητέρα του: «Μορφή λεπτόκορμη/ ισχνή σκιά με μάτια αμυγδαλωτά, / στόμα και φύλο/ που τριγύρω τους χορεύουνε ζωύφια του ύπνου», στο «In memoriam Paul Eluard» θρηνεί τον γάλλο σουρεαλιστή: «Βάλε στον τάφο του νεκρού τα λόγια, / που είπε για να ζήσει», στη «Schibboleth» μιλάει για την πολιτική υποταγή: «Με τις πέτρες μου μαζί, / αυτές που κλάματα τις μεγαλώσαν / πίσω από τα κάγκελα, / μ' έσυραν/ στης αγοράς τη μέση/ εκεί/ όπου ξεδιπλώνεται η σημαία, / που δεν της ορκίστηκα όρκο κανένα», και στο «Μίλα και εσύ» στην πρώιμη κριτική του έργου του: «Αλήθειαν ομιλεί αυτός που ίσκιον ομιλεί».

Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής είναι « Οι Αμπελουργοί», μια περίφημη ελεγεία, βασισμένη στις επαναλήψεις, όπως άλλωστε είναι και το opus magnus του «Η φούγκα του Θανάτου» (Todesfuge). Οι «Αμπελουργοί» όμως είναι ταυτόχρονα και ένας διαλογισμός πάνω στην ίδια την ποιητική πράξη: «Σοδειάζουν το κρασί των οφθαλμών τους/ πατούνε σα σταφύλι καθετί κλαμένο, κι αυτό ακόμη.... έτσι που ένα στόμα δίψα να αισθανθεί γι' αυτό, αργότερα- / ένα στόμα όψιμο, όμοιο με το δικό τους». Εκείνοι που σοδειάζουν το κρασί θα μπορούσαν να είναι οι ποιητές, οι οποίοι τρυγούν τον πόνο και τον μετασχηματίζουν, αλλά και τα θύματα του πολέμου που μιλούν «μέσα εκεί στης απαντήσεως τη σιωπή».

Η συλλογή κλείνει με την αριστουργηματική μπαλάντα «Προς τα νησιά», όπου μόνη η ρυθμική βιαιότητα των στίχων μοιάζει να σπρώχνει τους κωπηλάτες στην υπέρβαση: «Ετσι κωπηλατούν οι ελεύθεροι και ξένοι, / οι κύριοι του πάγου και της πέτρας: / τους περιβάλλει ο ήχος από σημαδούρες που βουλιάζουν, / οι υλακές μιας θάλασσας στο μπλε του καρχαρία».

«Με κλειδί που αλλάζει/ το σπίτι ξεκλειδώνεις, όπου/ μαζεύεται το χιόνι των όσων έχουν αποσιωπηθεί» συμβουλεύει ο Celan στο «Με κλειδί που αλλάζει», ποίημα όπου ορίζονται με εξαιρετική διαύγεια οι κανόνες της ποιητικής του. «Αλλάζει το κλειδί σου, αλλάζει η λέξη». Ισως και αυτό ήταν η ίδια η ποίησή του: ένα κλειδί, μια λέξη που αλλάζει, που αλλάζει «κατά το αίμα σου που κυλάει», μια λέξη-κλειδί που αποπειράται να ξεκλειδώσει τον χώρο που συσσώρευσε τον πόνο και τη δυστυχία της τραγικότερης δεκαετίας που έζησε ο εικοστός αιώνας.

Η ποίηση του Celan δημιουργεί αφάνταστες μεταφραστικές δυσκολίες. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να αποξενώσει κανείς μια εκ των συνθηκών ξένη γλώσσα. Ο ποιητής κατέγραψε πεισματικά στα γερμανικά την καταστροφή που είχε γίνει στη Γερμανία. Με τον κόσμο του διαλυμένο, κρατήθηκε γερά από τη μητρική του γλώσσα, δική του, αλλά και των καταστροφέων, η οποία ήταν κυριολεκτικά ό, τι του απέμενε. Στον βαθμό που και η γλώσσα ήταν μια πατρίδα που είχε καταστραφεί, ο στίχος του ίσως βοηθούσε στην αποκατάσταση αυτής της καταστροφής. Στην παρούσα δίγλωσση έκδοση, η Στέλλα Νικολούδη έχει κάνει γενναία προσπάθεια, καταθέτοντας το πρακτικό μιας προσωπικής ανάγνωσης που διαβαίνει από το κατώφλι της μητρικής στο κατώφλι της ξένης. Σαν ένα «όψιμο στόμα» (Spatmund), και εκείνη, αντιμέτωπη με έναν τόσο φορτισμένο λόγο σαν αυτόν του Celan, έχει αποδώσει πίσω στην πηγή κάτι από αυτό που χάθηκε, και αυτό δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο.

Ο χειρόγραφος Χάινριχ Χάινε

Τι βρισκει ακνεις ψαχνοντας στα αρχεια εφημεριδων!
Ενακειμενο μου για τον Χαινε πριν αποι... 13 χρονια στο Βημα

Mια «χειροποίητη» έκδοση ποιημάτων του ρομαντικού ποιητή που έγινε στο Μόναχο το 1913 από τον μαθηματικό Νικόλαο Γεννηματά
Ο χειρόγραφος Χάινριχ Χάινε

Ο χειρόγραφος Χάινριχ Χάινε

Share
εκτύπωση

Σε μια μοναδική «χειροποίητη» έκδοση, οι εκδόσεις Το Ροδακιό παρουσιάζουν τη μετάφραση 36 ποιημάτων του Χάινριχ Χάινε από τον Νικόλαο Γεννηματά (1875 - 1931), έναν διαπρεπή μαθηματικό, ο οποίος ασχολήθηκε εντατικά με τη λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση. Πρόκειται για ποιήματα που κάτω από τον τίτλο «Τραγούδια του Heine» φιλοτέχνησε σε ένα και μοναδικό αντίτυπο ο Γεννηματάς στο Μόναχο μεταξύ 1911-13 για χάρη του φίλου του, ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα. Η έκδοση έγινε με φωτογραφική αναπαραγωγή του πρωτοτύπου προσδίδοντας τη φυσικότητα και τη λεπτότητα μιας ιδιάζουσας μεταφραστικής ευαισθησίας.

Ο Χάινε είναι ένας από τους μεγαλύτερους γερμανούς ρομαντικούς ποιητές, ένας δημιουργός που χαρακτηρίζεται από μια φόρμα και έναν λόγο παραδοσιακό, αν όχι απλό. Η γοητεία των στίχων του προκύπτει από τον τρόπο που η παραδοσιακή αυτή απλότητα επιτυγχάνει να αποδώσει τις εγγενείς αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα της εποχής του. Ο αντίκτυπος ενέχει συγκίνηση αλλά και ενίοτε ­ πράγμα όχι σπάνιο στη λυρική ποίηση ­ άφθονο χιούμορ. Οι δύο δράσεις συχνά επενεργούν ταυτόχρονα, με ακόμη πιο γοητευτικά αποτελέσματα. Ωστόσο ο συγκεκριμένος σαρκασμός δεν είναι ανέξοδος ούτε τυχαίος· διαθέτει βαθιές ρίζες στις δυσαρμονίες και στις διαμάχες της εποχής του ποιητή και μοιραία οδήγησε αργότερα την ποίηση προς πολιτικές ατραπούς.

Ο Χάινε έζησε σε μια περίοδο (1797 - 1856) που τον τοποθέτησε αυτόματα στον πυρήνα δύο ασύμφωνων κόσμων που λειτουργούσαν ταυτόχρονα· αυτόν του φιλολογικού ρομαντισμού και εκείνον της μετεπαναστατικής Ευρώπης. Η ποιητική του ήταν ένα συμπίλημα της ρομαντικής στροφής προς την απλότητα των λαϊκών τραγουδιών και των παραμυθιών αλλά και όσων επιρροών επισώρευε το δυσβάσταχτο βάρος ενός σύμπλοκου γερμανικού μεσαιωνικού παρελθόντος. Την ίδια στιγμή η κοινωνική του συνείδηση είχε μορφοποιηθεί από τις ιστορικές αλλαγές και τις ανατροπές που σχημάτισαν και μετασχημάτισαν την Ευρώπη τα χρόνια μεταξύ 1789 - 1815: της Γαλλικής Επανάστασης, των Ναπολεόντειων Πολέμων, της αποκατάστασης της ευρωπαϊκής τάξης και της καταπίεσης των φιλελεύθερων ιδεών μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ. Στον ασυμβίβαστα σκληρό κόσμο της πολιτικής η ποίηση αντέτασσε έναν άλλον κόσμο, αποπλανητικά γοητευτικό. Οι δύο κόσμοι προσέφεραν μια επιλογή ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη πραγματικό δίχως περιθώρια για συμβιβασμό: υπήρξαν οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενός διλήμματος που θα διαρκούσε τη μισή από τη δημιουργική ζωή του Χάινε: «Πρέπει η ποίηση να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ή να την αποφεύγει;».

Μόνιμο χαρακτηριστικό της σκέψης και του έργου του Χάινε ήταν μια τεταμένη και επαμφοτερίζουσα ένταση ανάμεσα στην «ποιητικότητα» και στην πραγματικότητα. Ο ποιητής διέθετε στέρεη την αίσθηση του ήχου της ρομαντικής ποίησης, δεν ενστερνιζόταν όμως την ελπίδα της για υπέρβαση των αναταραχών, της αλλοτρίωσης και του άγχους της εποχής μέσω της «ποιητικότητας» στη ζωή και στον κόσμο. Ετσι ο Χάινε έγινε ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος της μεταρομαντικής κρίσης στη Γερμανία, σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν τα έργα του Γκαίτε και του Σίλερ, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν η συνείδηση της ανεπάρκειας αυτής της παράδοσης έναντι των καινούργιων πιέσεων του νέου κόσμου.

Στα εν λόγω ποιήματα ο Χάινε διασκεδάζει με τον επιδέξιο χειρισμό της ρομαντικής ρίμας, των ρυθμών, των εικόνων και των κλισέ της ρομαντικής περιόδου· αγάπη, φύση, όνειρα, παρελθόν. Ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη πορεία του ως δημιουργού, ο Χάινε υπήρξε κατ' αρχήν ένας ολοκληρωμένος ρομαντικός ποιητής. Ποιήματα σαν και αυτά που μετέφρασε ο Νικόλαος Γεννηματάς ενέπνευσαν υπέροχες συνθέσεις από τους συνθέτες των λιντ, σαν αυτές του Σούμαν: («Dichterliebe» - «Ο έρωτας ενός ποιητή»).

Πολλά ποιήματα της συλλογής είτε υπερβάλλουν την «αρρώστια» της ρομαντικά στυλιζαρισμένης αγάπης: «Σ' αγάπησα και σ' αγαπώ κι ατελείωτα πονώ / Κι αν γκρεμιστή ο κόσμος κι αν σωριάση / Μέσα από τα χαλάσματα ψηλά ως τον ουρανό / Η φλόγα της αγάπης μου θα φτάση!» είτε υπονομεύουν τα υψηλά αισθήματα σε μία ειρωνική τελευταία στροφή: «Αν ήσουνα γυναίκα μου / θα σε ζηλεύανε εχθροί και φίλοι αγαπημένοι / και μια ζωή θα πέρναγες / Ροδόσπαρτη, χαριτωμένη / Κι αν σ' έπιαναν τα νεύρα σου / Και φώναζες, εγώ μιλιά! και θα περνούσε η μπόρα / Μ' αν έβριζες τους στίχους μου / Σ' εχώριζα την ίδιαν ώρα!».

Τα ρομαντικά όνειρα τελειώνουν με μια ειρωνικά σκληρή αφύπνιση, που μοιάζει να αναδύεται μέσα από ένα «πραγματικό» σκηνικό. Σε μερικές περιπτώσεις ένα είδος «διπλής μπλόφας» φέρνει την ειρωνεία αντιμέτωπη με το ίδιο της το είδωλο και ουσιαστικά την καταργεί. Ο Χάινε σταδιακά έμαθε να μην εμπιστεύεται και ιδιαίτερα τον ρομαντισμό, πιο πολύ για όσα αφήνει αναπάντητα για τη σύγχρονη ζωή. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή που αποδίδεται στον ποιητή στα χρόνια της ωριμότητάς του: «Ο Ρομαντισμός ήταν το σχολείο όπου πέρασα τα πιο ευχάριστα χρόνια της νιότης μου και κατέληξα να δείρω τον διευθυντή!».

Sunday, February 27, 2011

Η μπάλα είναι καθρέφτης.

Το ποδόσφαιρο είναι μια θεσμοθετημένη πάλη· ένα παιχνίδι με αρχές, κανόνες, διαιτητές. Ταυτόχρονα είναι και θέαμα (το «θέαμα», στον διαδραστικό, παγκοσμιοποιημένο 21ο αιώνα, είναι μια πολλαπλά φορτισμένη λέξη). Το επίπεδο στο οποίο παίζεται ανακλά και τον τόπο στον οποίο παίζεται, όπως και την ιστορική συγκυρία. Σε μια χώρα χωρίς κοινωνικά χαρακτηριστικά, αλλά μ΄ ένα διεφθαρμένο, σαθρό κράτος, με τον καθένα ανευθυνοϋπεύθυνο (από οποία θέση κι αν βρισκόταν) να φροντίζει επί δεκαετίες το μικροσυμφέρον του, είναι φυσικό ότι θα είχαμε (και θα έχουμε) το ποδόσφαιρο (το θέαμα) που μας αξίζει. Τα πρόσφατα γεγονότα δεν είναι κάτι ξεχωριστό, είναι ένας κρίκος σε μια ατέλειωτη αλυσίδα. Εδώ συνέβαιναν συλλήβδην στην εποχή της ψευδοευωχίας, δεν θα συμβούν σήμερα; Σε μια περίοδο συσσωρευμένης οργής, όταν κάποιοι τα κάνουν μπάχαλο με την κοινωνία, ακόμα και με την τέχνη, δεν θα τα κάνουν με το ποδόσφαιρο; Αρκεί να βρεθεί κάπου η σπίθα, να υπάρξει η κατάλληλη θερμοκρασία και το σκηνικό είναι έτοιμο. Διερωτούνται- για χιλιοστή φορά - οι αρμόδιοι ποια άραγε είναι η λύση στο θέμα της βίας στα γήπεδα. Εδώ και τριάντα χρόνια ο ίδιος προβληματισμός. Να δούμε το πρόβλημα στη ρίζα, λένε. Φυσικά, το πρόβλημα στη ρίζα κάθε κοινωνικής αναταραχής είναι ο άνθρωπος. Και ξέρουμε πολύ καλά με ποια στοιχεία, με ποια υλικά κατασκευάστηκε ο σύγχρονος νεοέλληνας. Για να λύσεις το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα, θα έρθεις ακαριαία αντιμέτωπος με κάτι πολύ πιο μεγάλο: με το πρόβλημα του Ελληνα.

Ο μέσος Ελληνας ζούσε τόσα χρόνια με το όνειρο ενός οικοπέδου που κάποια μέρα θα γίνει κάτι. Ενα διώροφο, μια μεζονέτα... Κατ΄ επέκταση ζούσε και με το όνειρο και μιας ομά

Οπαδοί του Ολυμπιακού στα κάγκελα του γηπέδου «Γ. Καραϊσκάκης»
δας που κάποια μέρα θα γινόταν κάτι. Από πρωταθλήτρια Ελλάδας μέχρι (στην ονειροφαντασία του) νικήτρια του Τσάμπιονς Λιγκ. Τόσα χρόνια όμως δεν ήμασταν παρά μια ψιμυθιωμένη χωματερή. Αλλά ζούσαμε με την ελπίδα ότι κάποτε θα γινόταν ο παράδεισος. Για την πολιτική φρόντιζαν οι αρμόδιοι ονειροπλάστες, για το ποδόσφαιρο οι αντίστοιχοι. Η χωματερή εσχάτως έχασε και τον τελευταίο της διάκοσμο. Χάσκει αστόλιστη σ΄ ολόκληρό της το μεγαλείο. Πάνε τα λαμπιόνια, τα στρας και οι γρανίτες που έκρυβαν την αλήθεια. Τώρα πλέον ξέρουμε όλοι ότι το παραμυθάκι ήταν ψεύτικο. Ωστόσο, όταν σου κλέψουν τη ζωτική ψευδαίσθηση, τότε είναι που ο ψυχισμός μένει μετέωρος. Και αν επί «φαντασίωσης» αντιδρούσες μια, επί «ψυχικού κενού» θα αντιδράσεις δέκα. Τουλάχιστον βέβαια το ποδόσφαιρο είναι μια «οργανωμένη πάλη» που όσο κι αν βουτάει μέσα στη βία δεν αποτελεί παρά μια μικρογραφία σύγκρουσης. Η αληθινή όμως σύγκρουση, τα ανατριχιαστικά οφσάιντ, τα δυστοπικά πέναλτι, τα τερατώδη διαιτητικά λάθη, οι φοβερές διοικητικές αστοχίες, η ανελέητη, αβυσσαλέα φυσούνα βρίσκεται μπροστά μας. Και εκεί δεν έχει ούτε κόκκινες κάρτες ούτε αποκλεισμό έδρας, έχει αποκλεισμό ζωής.

Η εκπλήρωση της επιθυμίας είναι κάτι σεβαστό. Η εκπλήρωση της επιθυμίας ως αυτοσκοπός είναι κάτι τερατώδες. Ειδικά τώρα, που πλέον ξέρουμε ότι η επιθυμία αυτή ήταν ένα υποκατάστατο, μια ψευδαίσθηση. Και σε αυτόν τον κόσμο της πολλαπλής απομάγευσης, ακόμα κι ένα φαινομενικά αθώο παιχνίδι με είκοσι δύο παίκτες και ένα τόπι, μας δείχνει το ποιοι είμαστε.

Η μπάλα δεν είναι πόρνη, είναι καθρέφτης.

δημοσιευτηκε στο "Βήμα" της Κυριακης, 27.2.2011