Sunday, August 10, 2008

Κριτική από την Τιτίκα Δημητρούλια (καθημερινή)

Τέλεια ψευδαίσθηση του πραγματικού
Ο πεζογράφος Αλέξης Σταμάτης χτίζει έναν συναρπαστικό κόσμο

Της Τιτικας Δημητρουλια

Αλέξης Σταμάτης

Βίλα Κομπρέ

εκδ. Καστανιώτη

Ο Θάνος μεγαλώνει σε ένα χωριό στην ελληνική επαρχία, γιος νεκροθάφτη που απαθανατίζει τους νεκρούς πριν τους θάψει. Πνίγεται. Χάνει τη μητέρα του νωρίς, το σπίτι γεμίζει σιωπή, η ασφυξία επιδεινώνεται, φεύγει για την Αθήνα ρίχνοντας πίσω του μαύρη πέτρα. Πιστεύει ότι έχει ξεμπερδέψει τόσο με τους γεννήτορες όσο και με τη γενέθλια γη. Δουλειές του ποδαριού, δυσκολίες, μοναξιά, πέρασμα από οργανώσεις και γκρουπούσκουλα, εφήμεροι έρωτες, περιθωριοποίηση. Πεθαίνει ο πατέρας του και του αφήνει ένα αίνιγμα προς εξιχνίαση. Τη φωτογραφία μιας νεκρής γυναίκας και ένα μισοκατεστραμμένο σημείωμά της.

Ετσι, αρχίζει να ξετυλίγεται ο «αστυνομικός» μίτος του μυθιστορήματος: ο Θάνος θα ψάξει να βρει ποια είναι αυτή η γυναίκα που τα πολύτιμα κοσμήματά της περιέρχονται στην κατοχή του, τη σχέση της με τον πατέρα του και τον ίδιο - με ένα σχήμα που παραπέμπει στα παραμύθια και στο αντικείμενο το χαρακτηριστικό της αληθινής ταυτότητας. Θα βρεθεί σε μια βίλα της μνήμης, όπως την περιγράφει η πανέμορφη Αλβανή Μιρέλα που έχει γίνει Εσθαλία (εκ του Εστέλα και Οφηλία), τη Βίλα Κομπρέ, τον τόπο όπου ξεκίνησε παλιά, πολύ παλιά, η ιστορία αυτή. Θα φέρει την Εσθαλία πίσω στην αληθινή ζωή, σαν αποσπώντας την από τις σελίδες των «Μεγάλων προσδοκιών», θα μπει σε μπελάδες, θα πιστέψει ότι επιτέλους βρήκε την εξήγηση στο παράδοξο, όπως το θέλει, πεπρωμένο του. Θα φτάσει ώς την Αφρική, αλλά για ένα πουκάμισο αδειανό, με μόνο κέρδος μια ανυπέρβλητη χοϊκή εμπειρία: αναζητώντας τη μήτρα που τον γέννησε, θα γνωρίσει τη μήτρα της Γης, για να επιστρέψει τελικά στις απαρχές: στο αίμα που θάβει το αίμα.

Πειστικοί χαρακτήρες

Αθηναϊκές σκηνές, στη Χαριλάου Τρικούπη με τους αστυνομικούς και την τρομοκρατική επίθεση, στα μπαρ με τους απελπισμένους της εξέγερσης, στα καφενεία με τους μετανάστες· σκηνές της ξεχασμένης ελληνικής επαρχίας, θαμμένης σαν τους νεκρούς που έθαβε ο Πολύβιος, ο πατέρας του Θάνου, πριν ακολουθήσει τη συμβία του στο χώμα, το ίδιο αυτό χώμα που στοιχειώνει τον Θάνο ώς και στην Αφρική· εσωτερικοί μονόλογοι, λιτοί, κοφτοί, για την αναζήτηση ενός κέντρου βάρους, ενός σημείου αναφοράς μέσα στον κόσμο, σε αντιπαράθεση και εντέλει σε συμφωνία με τις αναπόφευκτες ρίζες. Διακειμενικότητα που υπονομεύει διακριτικά τη ρεαλιστική συνθήκη, από τον Ντίκενς ώς τον Προυστ, αλλά και την παράδοση του εξωτισμού.

Χαρακτήρες ψιλοδουλεμένοι και πειστικοί, ακόμα και όταν είναι σχετικά αναληθοφανείς ή απλώς λειτουργούν στο πλαίσιο μιας υπόρρητης αυτοαναφορικότητας ως στοιχεία ποιητικής και διακειμενικής συνομιλίας. Η «Βίλα Κομπρέ» αποτελεί εντέλει μια ευτυχή στιγμή στη συγγραφική διαδρομή του Αλέξη Σταμάτη, μια καμπή. Εχει γράψει ένα ογκώδες μυθιστόρημα που διαβάζεται μονορούφι, γεμάτο σασπένς, αποκαλύπτοντας σταδιακά την πολυπλοκότητά της κατασκευής του, τις πολλαπλές συνιστώσες του. Εχει καταφέρει να υπερνικήσει όλες τις αδυναμίες που υπονόμευαν στα προηγούμενα βιβλία του τη δεδομένη αφηγηματική του δεξιοτεχνία και τη μαεστρία του στη δέση και στη λύση της πλοκής. Εχει πετύχει να φτιάξει ολοζώντανα πρόσωπα που προβάλλουν μέσα από έναν επίσης ολοζώντανο, αληθοφανή, διαφορετικό κάθε φορά χωρόχρονο. Τέλος, το σημαντικότερο, όντας ρεαλιστής, επιτυγχάνει την ψευδαίσθηση που ζητούσε ως ύστατη ποιότητα του ρεαλισμού ο Μοπασάν, μια «τέλεια ψευδαίσθηση του πραγματικού», που συγκινεί και πείθει περισσότερο από το πραγματικό καθαυτό.

Μεγάλες κουβέντες, θα πει κανείς. Και όμως, είναι τέτοια η ισορροπία που επιτυγχάνει ο Σταμάτης στη «Βίλα Κομπρέ», ανάμεσα στην εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, που αποτυπώνεται με φευγαλέα στιγμιότυπα, σαν φωτογραφίες πολαρόιντ, τον εξωτισμό της Αφρικής, την περιπλάνηση και την παραπλάνηση, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του, το εντός και το εκτός, την περιπέτεια και τη μαθητεία, που αξίζει τον κόπο να επισημανθεί με έμφαση - υπογραμμίζοντας και τις δυνατότητες της νεότερης πεζογραφίας, την οποία τόσο συχνά όλοι μεμφόμαστε για πλείστες όσες αδυναμίες. Οσο για τα περί ρεαλισμού, το γεγονός ότι αναπαριστά το πραγματικό χωρίς να το αντιγράφει σχηματικά και απλουστευτικά είναι η καλύτερη διαπίστευση της ωρίμανσής του σε έναν ρεαλισμό που μπορεί να μιλήσει αποτελεσματικά για τον κόσμο και τον άνθρωπο σήμερα.

Thursday, August 7, 2008

Bϊλα Κομπρέ : Συνεντευξη στο Downtown

Είσαι από τους πλέον πολυγραφότατους συγγραφείς που γνωρίζω. Τι είναι για σένα η γραφή; Ανάγκη ή επαγγελματική ιδιότητα πλέον;
Επαγγελματική ιδιότητα φυσικά και όχι. Είναι αυτό που αγαπώ , το μονό πράγμα που νομίζω ότι κάνω σχετικά καλά. Είναι όντως ένας τρόπος ζωής, μια συνθήκη ζωής, η οποία πλέον μου φαίνεται εντελώς φυσική, είναι προέκταση του εαυτού μου. Γράφω γιατί μπορώ να συμμετέχω στην πραγματική ζωή, μονάχα αλλάζοντάς την. Γιατί ενθουσιάζομαι να μεταμορφώνω όλη την ομορφιά και τον πλούτο του κόσμου σε λέξεις. Γιατί θέλω να δραπετεύσω από το αίσθημα ότι υπάρχει ένας τόπος όπου πρέπει να πάω, αλλά - όπως σε όνειρο - δεν τα καταφέρνω. Εν τέλει γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς
Ποιες είναι οι πιο γόνιμες ώρες για να γράψεις μέσα στη μέρα;
Πάντα το πρωί, δεν έχω γράψει ποτέ μετά από το απόγευμα. Κάποια στιγμή κλείνω τον υπολογιστή και ζω. Αν δεν ζήσεις δεν μπορείς να γράψεις.
Από πού αντλείς την έμπνευση για ένα βιβλίο, από ποια δεξαμενή πληροφοριών και ερεθισμάτων;
Δεν υπάρχει συνταγή.. Το πρώτο μου βιβλίο άρχισε ανακαλώντας προσωπικές εμπειρίες, το δεύτερο σαν μια έρευνα του τι συμβαίνει αν κάποιος «ερωτευτεί» ένα κείμενο, το τρίτο για το πώς μπορείς να «απλώσεις» ένα λεπτό πραγματικής ζωής σε 300 σελίδες, το τέταρτο επειδή είδα έναν χορευτή να βάζει τη μάσκα του Μινώταυρου, το πέμπτο όταν ένα φίλος μου «χάρισε» τη λέξη «αυτοαναφλεξη», το έκτο μετά από ένα ταξίδι μου στην Αμερική, σκεφτόμενος μια ταινία του Αντονιόνι και το τελευταίο, η «Βίλα Κομπρέ», από μια φραση του Άμλετ σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά. Η «δεξαμενή» που λες, είναι η ζωή με όλα τα συμπαρομαρτούντα της.
Μίλησε μας για την ζωή του Θάνου, του νέου σου μυθιστορηματικού ήρωα;

Ο Θάνος, είναι ο γιος του Πολύβιου, του νεκροθάφτη ενός χωριού, ενός αγαθού ανθρώπου με ένα ιδιότυπο «χόμπι»: να απαθανατίζει τους νεκρούς, αφού πρώτα τους έχει “περιποιηθεί” για την κατάκλιση, φωτογραφίζοντας τους με μια παλιά Πολαρόιντ. Ο Θάνος κάποια στιγμή, στα δεκαεπτά του, δεν αντέχει και φεύγει για την Αθήνα με σκοπό να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Να ζήσει αληθινά, να δημιουργήσει, να γινει «κάτι». Στην «χοάνη» όμως την παγκοσμιοποιημένης πρωτεύουσας, ασυμβίβαστος όπως είναι, σπάει τα μούτρα του. Η ιστορία λοιπόν αρχίζει τη στιγμή που ο Θάνος μαθαίνει ότι ο πατέρας του εχει πεθάνει. Αυτό σημαινει ότι πρέπει ύστερα από 11 χρόνια να ξαναπάει στο χωριό για την κηδεία. Εκεί, ανάμεσα στις Πολαρόιντ που είχε βγάλει ο πατέρας του, ανακαλύπτει μια που εικονίζει κάτι πάρα πολύ παράξενο, σχεδόν τρομακτικό, που μοιάζει με ανορθογραφία στην φαινομενικά τακτοποιημένη και προβλέψιμη ζωή του Πολυβίου. Μήπως τελικά ο πατέρας του ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος; Ποια ήταν η αληθινή «κληρονομιά» που περνάει στο γιο του; O Θάνος λοιπόν εμπλέκεται σε μια επώδυνη και απρόβλεπτη αναζήτηση μεσα από την οποία εγείρονται θέματα ταυτότητας, καταγωγής, απόρριψης, συμφιλίωσης, αλλα και σχέσης μας με τον αληθινό μας ευατό. Στην προσπάθεια του να καταλάβει τι συνέβη τελικά με το πατέρα του, ο Θάνος, ερευνώντας για τον «άλλον», ουσιαστικά ερευνά τον εαυτό του.
Πως είναι η Αθήνα μέσα από τα μάτια του ήρωα σου που εγκαταλείπει το χωριό του; Τι τον γοητεύει στον αστικό ιστό της μεγαλούπολης και τι τον φοβίζει;
Είναι μια πολύ ρουφήχτρα. Σκληρή, ανελέητη. Ο Θάνος έχει έρθει προσβλέποντας στις ευκαιρίες που θα του προσφέρει η μεγαλούπολη, αλλα προσγειώνεται ανώμαλα αντιλαμβανόμενος πως τα πραγματα εκεί δεν είναι καθόλου απλά. Εξ άλλου είναι ένα παιδί που δεν κανει συμβιβασμούς. Όποτε μοιραία περιθωριοποιείται και τελικά «Τίποτα από κεινον δεν φαίνεται»…
Τι το ιδιαίτερο συμβαίνει στον κόσμο της «Βίλας Κομπρέ»;
Η «Βίλα Κομπρε» είναι ουσιαστικά το κέντρο του βιβλίου. Στην προσπάθεια του να εξιχνιάσει το αίνιγμα της Πολαρόιντ, ο Θάνος, ακολουθώντας τα ίχνη που ανακαλύπτει, εισδύει στον μικρόκοσμο ενός μισοδιαλυμενου αρχοντικού στα Μελίσσια το οποίο κατοικούν η Άλμα, μια παράξενη εκκεντρική ηλικιωμένη και η Εσθαλία, μια όμορφη εικοσάχρονη. Η Βίλα Κομπρέ κρύβει κάποια φοβερά μυστικά που ανάγονται σε μια γενιά πριν. Είναι ουσιαστικά το «σεντούκι» που βρίσκονται τα μυστικά και τα απωθημένα, ένα «κρυφό κουτί» που λίγο διαθέτει ο καθένας μας. Το θέμα είναι αν και πότε θα το ανοίξει…
Ο αναγνώστης που βρίσκει εσένα μέσα σ’ αυτό το μυθιστόρημα;
Παντού και πουθενά θα έλεγα. Ο συγγραφεας «κατασκευάζει» την αφήγηση έχοντας ως υλικό τον εαυτό του και τον κόσμο. Τον κόσμο όπως τον εισπράττει ο ίδιος φυσικά. Και αυτό δεν είναι πάντα μια ενσυνείδητη διαδικασία. Εκεί στα θραύσματα του εαυτού κρύβεται η αλήθεια, είτε είναι προφανής είτε όχι.
Διάβασες κάτι καλό τελευταία που θα πρότεινες στους αναγνώστες μας; Βρίσκεις χρόνο για ανάγνωση πέρα από τη γραφή;
Από τα τελευταία ελληνικά βιβλία μου άρεσε η «Ραγδαία Επιδείνωση» του Θανάση Χειμωνά, και η συλλογή διηγημάτων «Υποφωτισμένο» της Νίκης Χατζηδημητρίου που κέρδισε και το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω».
Είσαι ικανοποιημένος από την σκηνική τύχη του μονολόγου σου «Η τελευταία Μάρθα»;
Πάρα πολύ! Ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία Ήταν η πρώτη ουσιαστικά φορά που έβλεπα ένα ολοκληρωμένο κείμενο μου να ανεβαίνει επαγγελματικά στη σκηνή και αυτό ήταν από μόνο του κάτι πολύ συγκινητικό… Επίσης η συνεργασία με την σκηνοθέτιδα την μεθοδική και τόσο ταλαντούχα Βίκυ Γεωργιάδου, και τον ηθοποιό, τον εξαιρετικό Χρήστο Στέργιογλου, μου άνοιξε ένα νέο κόσμο. Η ανταπόκριση του κοινού αλλά ης κριτικής ήταν κάτι παραπάνω από θετική. Ομολογώ πως το χάρηκα πολύ.
Θα συνεχίσεις να τροφοδοτείς με κείμενα και την θεατρική σκηνή;
Ναι έχω γράψει αλλα δυο μονόπρακτα που θα ανέβουν κατά πάσα πιθανότητα του χρόνου το Φεβρουάριο στο θέατρο «Χώρα» σε σκηνοθεσία της Αύρας Σιδηροπούλου. Στο ένα θα παίξει ο Άρτο Απαρτιάν, στο δεύτερο αναζητείται η γυναίκα ηθοποιός.
Μετά τη «Βίλα Κομπρέ» τι να περιμένουμε από σένα; Μυθιστορηματικά, εννοώ.
Το συγκεκριμένο βιβλίο κλείνει μια «τετραλογία της αναζήτησης» που άρχισε με το «Μπαρ Φλωμπέρ». Ήδη πλέον έχω οδηγηθεί σε νέους λογοτεχνικούς δρόμους, μέσα από μια διαφορετική διαχείριση αφήγησης. Όλοι οι συγγραφείς έχουμε έμμονες, αλλά κάποια στιγμή νιώθει κανείς την ανάγκη να τις σπάσει ακόμα κι αυτές, να ρισκάρει. Δε γίνεται χωρίς ρίσκο. Όποτε να περιμένετε κάτι εντελώς διαφορετικό…
Δώσε μας το δικό σου TOP-5 για το φετινό καλοκαίρι σε τίτλους βιβλίων.
Χαβιέρ Θέρκας «Η ταχύτητα του φωτός»
Φερντιναντ Σελίν «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»
Ντοστογιέφσκι «Οι δαιμονισμένοι»
Γιώργος Παπασωτηρίου «Homo Americanus»
Δ.Ν. Μαρωνίτης «Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά»