Είσαι από τους πλέον πολυγραφότατους συγγραφείς που γνωρίζω. Τι είναι για σένα η γραφή; Ανάγκη ή επαγγελματική ιδιότητα πλέον;
Επαγγελματική ιδιότητα φυσικά και όχι. Είναι αυτό που αγαπώ , το μονό πράγμα που νομίζω ότι κάνω σχετικά καλά. Είναι όντως ένας τρόπος ζωής, μια συνθήκη ζωής, η οποία πλέον μου φαίνεται εντελώς φυσική, είναι προέκταση του εαυτού μου. Γράφω γιατί μπορώ να συμμετέχω στην πραγματική ζωή, μονάχα αλλάζοντάς την. Γιατί ενθουσιάζομαι να μεταμορφώνω όλη την ομορφιά και τον πλούτο του κόσμου σε λέξεις. Γιατί θέλω να δραπετεύσω από το αίσθημα ότι υπάρχει ένας τόπος όπου πρέπει να πάω, αλλά - όπως σε όνειρο - δεν τα καταφέρνω. Εν τέλει γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς
Ποιες είναι οι πιο γόνιμες ώρες για να γράψεις μέσα στη μέρα;
Πάντα το πρωί, δεν έχω γράψει ποτέ μετά από το απόγευμα. Κάποια στιγμή κλείνω τον υπολογιστή και ζω. Αν δεν ζήσεις δεν μπορείς να γράψεις.
Από πού αντλείς την έμπνευση για ένα βιβλίο, από ποια δεξαμενή πληροφοριών και ερεθισμάτων;
Δεν υπάρχει συνταγή.. Το πρώτο μου βιβλίο άρχισε ανακαλώντας προσωπικές εμπειρίες, το δεύτερο σαν μια έρευνα του τι συμβαίνει αν κάποιος «ερωτευτεί» ένα κείμενο, το τρίτο για το πώς μπορείς να «απλώσεις» ένα λεπτό πραγματικής ζωής σε 300 σελίδες, το τέταρτο επειδή είδα έναν χορευτή να βάζει τη μάσκα του Μινώταυρου, το πέμπτο όταν ένα φίλος μου «χάρισε» τη λέξη «αυτοαναφλεξη», το έκτο μετά από ένα ταξίδι μου στην Αμερική, σκεφτόμενος μια ταινία του Αντονιόνι και το τελευταίο, η «Βίλα Κομπρέ», από μια φραση του Άμλετ σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά. Η «δεξαμενή» που λες, είναι η ζωή με όλα τα συμπαρομαρτούντα της.
Μίλησε μας για την ζωή του Θάνου, του νέου σου μυθιστορηματικού ήρωα;
Ο Θάνος, είναι ο γιος του Πολύβιου, του νεκροθάφτη ενός χωριού, ενός αγαθού ανθρώπου με ένα ιδιότυπο «χόμπι»: να απαθανατίζει τους νεκρούς, αφού πρώτα τους έχει “περιποιηθεί” για την κατάκλιση, φωτογραφίζοντας τους με μια παλιά Πολαρόιντ. Ο Θάνος κάποια στιγμή, στα δεκαεπτά του, δεν αντέχει και φεύγει για την Αθήνα με σκοπό να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Να ζήσει αληθινά, να δημιουργήσει, να γινει «κάτι». Στην «χοάνη» όμως την παγκοσμιοποιημένης πρωτεύουσας, ασυμβίβαστος όπως είναι, σπάει τα μούτρα του. Η ιστορία λοιπόν αρχίζει τη στιγμή που ο Θάνος μαθαίνει ότι ο πατέρας του εχει πεθάνει. Αυτό σημαινει ότι πρέπει ύστερα από 11 χρόνια να ξαναπάει στο χωριό για την κηδεία. Εκεί, ανάμεσα στις Πολαρόιντ που είχε βγάλει ο πατέρας του, ανακαλύπτει μια που εικονίζει κάτι πάρα πολύ παράξενο, σχεδόν τρομακτικό, που μοιάζει με ανορθογραφία στην φαινομενικά τακτοποιημένη και προβλέψιμη ζωή του Πολυβίου. Μήπως τελικά ο πατέρας του ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος; Ποια ήταν η αληθινή «κληρονομιά» που περνάει στο γιο του; O Θάνος λοιπόν εμπλέκεται σε μια επώδυνη και απρόβλεπτη αναζήτηση μεσα από την οποία εγείρονται θέματα ταυτότητας, καταγωγής, απόρριψης, συμφιλίωσης, αλλα και σχέσης μας με τον αληθινό μας ευατό. Στην προσπάθεια του να καταλάβει τι συνέβη τελικά με το πατέρα του, ο Θάνος, ερευνώντας για τον «άλλον», ουσιαστικά ερευνά τον εαυτό του.
Πως είναι η Αθήνα μέσα από τα μάτια του ήρωα σου που εγκαταλείπει το χωριό του; Τι τον γοητεύει στον αστικό ιστό της μεγαλούπολης και τι τον φοβίζει;
Είναι μια πολύ ρουφήχτρα. Σκληρή, ανελέητη. Ο Θάνος έχει έρθει προσβλέποντας στις ευκαιρίες που θα του προσφέρει η μεγαλούπολη, αλλα προσγειώνεται ανώμαλα αντιλαμβανόμενος πως τα πραγματα εκεί δεν είναι καθόλου απλά. Εξ άλλου είναι ένα παιδί που δεν κανει συμβιβασμούς. Όποτε μοιραία περιθωριοποιείται και τελικά «Τίποτα από κεινον δεν φαίνεται»…
Τι το ιδιαίτερο συμβαίνει στον κόσμο της «Βίλας Κομπρέ»;
Η «Βίλα Κομπρε» είναι ουσιαστικά το κέντρο του βιβλίου. Στην προσπάθεια του να εξιχνιάσει το αίνιγμα της Πολαρόιντ, ο Θάνος, ακολουθώντας τα ίχνη που ανακαλύπτει, εισδύει στον μικρόκοσμο ενός μισοδιαλυμενου αρχοντικού στα Μελίσσια το οποίο κατοικούν η Άλμα, μια παράξενη εκκεντρική ηλικιωμένη και η Εσθαλία, μια όμορφη εικοσάχρονη. Η Βίλα Κομπρέ κρύβει κάποια φοβερά μυστικά που ανάγονται σε μια γενιά πριν. Είναι ουσιαστικά το «σεντούκι» που βρίσκονται τα μυστικά και τα απωθημένα, ένα «κρυφό κουτί» που λίγο διαθέτει ο καθένας μας. Το θέμα είναι αν και πότε θα το ανοίξει…
Ο αναγνώστης που βρίσκει εσένα μέσα σ’ αυτό το μυθιστόρημα;
Παντού και πουθενά θα έλεγα. Ο συγγραφεας «κατασκευάζει» την αφήγηση έχοντας ως υλικό τον εαυτό του και τον κόσμο. Τον κόσμο όπως τον εισπράττει ο ίδιος φυσικά. Και αυτό δεν είναι πάντα μια ενσυνείδητη διαδικασία. Εκεί στα θραύσματα του εαυτού κρύβεται η αλήθεια, είτε είναι προφανής είτε όχι.
Διάβασες κάτι καλό τελευταία που θα πρότεινες στους αναγνώστες μας; Βρίσκεις χρόνο για ανάγνωση πέρα από τη γραφή;
Από τα τελευταία ελληνικά βιβλία μου άρεσε η «Ραγδαία Επιδείνωση» του Θανάση Χειμωνά, και η συλλογή διηγημάτων «Υποφωτισμένο» της Νίκης Χατζηδημητρίου που κέρδισε και το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω».
Είσαι ικανοποιημένος από την σκηνική τύχη του μονολόγου σου «Η τελευταία Μάρθα»;
Πάρα πολύ! Ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία Ήταν η πρώτη ουσιαστικά φορά που έβλεπα ένα ολοκληρωμένο κείμενο μου να ανεβαίνει επαγγελματικά στη σκηνή και αυτό ήταν από μόνο του κάτι πολύ συγκινητικό… Επίσης η συνεργασία με την σκηνοθέτιδα την μεθοδική και τόσο ταλαντούχα Βίκυ Γεωργιάδου, και τον ηθοποιό, τον εξαιρετικό Χρήστο Στέργιογλου, μου άνοιξε ένα νέο κόσμο. Η ανταπόκριση του κοινού αλλά ης κριτικής ήταν κάτι παραπάνω από θετική. Ομολογώ πως το χάρηκα πολύ.
Θα συνεχίσεις να τροφοδοτείς με κείμενα και την θεατρική σκηνή;
Ναι έχω γράψει αλλα δυο μονόπρακτα που θα ανέβουν κατά πάσα πιθανότητα του χρόνου το Φεβρουάριο στο θέατρο «Χώρα» σε σκηνοθεσία της Αύρας Σιδηροπούλου. Στο ένα θα παίξει ο Άρτο Απαρτιάν, στο δεύτερο αναζητείται η γυναίκα ηθοποιός.
Μετά τη «Βίλα Κομπρέ» τι να περιμένουμε από σένα; Μυθιστορηματικά, εννοώ.
Το συγκεκριμένο βιβλίο κλείνει μια «τετραλογία της αναζήτησης» που άρχισε με το «Μπαρ Φλωμπέρ». Ήδη πλέον έχω οδηγηθεί σε νέους λογοτεχνικούς δρόμους, μέσα από μια διαφορετική διαχείριση αφήγησης. Όλοι οι συγγραφείς έχουμε έμμονες, αλλά κάποια στιγμή νιώθει κανείς την ανάγκη να τις σπάσει ακόμα κι αυτές, να ρισκάρει. Δε γίνεται χωρίς ρίσκο. Όποτε να περιμένετε κάτι εντελώς διαφορετικό…
Δώσε μας το δικό σου TOP-5 για το φετινό καλοκαίρι σε τίτλους βιβλίων.
Χαβιέρ Θέρκας «Η ταχύτητα του φωτός»
Φερντιναντ Σελίν «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»
Ντοστογιέφσκι «Οι δαιμονισμένοι»
Γιώργος Παπασωτηρίου «Homo Americanus»
Δ.Ν. Μαρωνίτης «Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά»
No comments:
Post a Comment