Friday, December 30, 2011

Η φυγή προς τα έξω. Συναίσθημα, ρεαλισμός και ενοχή

Αλέξης Σταμάτης

Η φυγή προς τα έξω. Συναίσθημα, ρεαλισμός και ενοχή

Για το «Ημερολόγιο 2012» των εκπαιδευτήριων Δούκα

Ο άνθρωπος είναι οι ιδιότητές του. Και μια από τις πιο σημαντικές είναι η επαγγελματική. Η άγρια οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας την τελευταία διετία, έχει σίγουρα επηρεάσει καθοριστικά κάθε επαγγελματία και έχει δημιουργήσει σημαντικά ερωτήματα – διλλήματα για τους νέους ανθρώπους που ετοιμάζονται να μπουν στον επαγγελματικό στίβο.

Πιστεύω πως το πρωταρχικό στοιχείο που πρέπει να εξετάσει ένας νέος πριν αρχίσει ακαδημαϊκή ή επαγγελματική του σταδιοδρομία στην Ελλάδα ή το εξωτερικό είναι το ποια είναι η αληθινή του κλίση. Να συνειδητοποιήσει τα πραγματικά του ενδιαφέροντα και να προσπαθήσει να μην επηρεαστεί από το πιο είναι πλέον προσοδοφόρο. Να αναζητήσει εκείνο που αγαπάει πραγματικά και αν μπορεί να πειραματιστεί πάνω σ’ αυτό. Στην περίπτωση που δεν καταφέρει ακριβώς αυτό που θέλει, να προσπαθήσει να βρει κάτι παρεμφερές, το οποίο να έχει την δυνατότητα να είναι επαρκώς ευέλικτο όποτε να έχει την ευκαιρία στην πορεία για αλλαγές και προσαρμογές.

Στην επιλογή του αυτή είναι αντιμέτωπος με δυο δομές: Την δομή των προτιμήσεων και την δομή των ευκαιριών. Φυσικά δεν παραγνωρίζω την ανάγκη κάθε ανθρώπου να θέλει να ακολουθήσει σπουδές που να οδηγήσουν σε ένα επάγγελμα το οποίο να του παρέχει ευκαιρίες για μια όσο το δυνατόν καλύτερο ζωή με δεδομένη μάλιστα και την κρίση που ζούμε. Εδώ, ωστόσο, ισχύει το εξής: λεφτά δεν υπάρχουν αλλά λεφτά γεννιούνται. Το μείζον θέμα είναι αυτή σου η μερίμνα για την επιβίωση να συνδυάζεται με κάτι που αγαπάς, γιατί είναι εξαιρετικά πιθανό η συγκεκριμένη επιλογή να σε ακολουθεί σε ολόκληρη τη ζωη σου. Συχνά η ανάγκη για ασφάλεια μας οδηγεί σε συμβιβασμούς. Κι όσο νωρίτερα γίνουν αυτοί, τόσο πιο δύσκολα απεμπλέκεσαι, όταν έρχεται η ώρα του «ψυχικού»» λογαριασμού. Η ασφάλεια μας δεν πρέπει να είναι το απολυτό μάντρα και ασφαλώς δεν είναι το διαβατήριο για την ευτυχία, κάτι που αποδείχτηκε περίτρανα την τελευταία διετία. Σε έναν ρευστό κόσμο οφείλεις δυο φορές να ρισκάρεις.

Επιτρέψτε μου να γίνω λίγο προσωπικός. Στα 36 μου άλλαξα ριζικά (και με μεγάλο ρίσκο) επαγγελματικό προσανατολισμό και δεν το μετάνιωσα στιγμή, μια και ακολούθησα, έστω και αργά, εκείνο που αγαπούσα πιο πολύ στη ζωη μου. Η κρίση μεγεθύνει την κρισιμότητα της όποιας επιλογής, ωστόσο, εκείνος που θα ζυγιάσει τα πράγματα όχι μόνο με τη λογική της αγοράς αλλα και με τη λογική της καρδιάς, όσο κι αν αυτό απαιτεί ισχυρές δόσεις ρίσκου, θα είναι και εκείνος που πιστεύω ότι θα ζήσει μια αν όχι πιο πλούσια, αλλα σίγουρα πιο γεμάτη ζωη.

Τα στοιχεία που επηρεάζουν την απόφαση ενός επαγγελματία να εγκαταλείψει την πατρίδα του είναι σε στενή συνάρτηση με το ποιο είναι το αντικείμενο του. Εννοείται πως ένας εξειδικευμένος αστροφυσικός δεν έχει ιδιαίτερους λόγους να παραμείνει στη χώρα. Επίσης, ο κάθε επαγγελματίας, με δεδομένη την ύφεση, εάν η πατρίδα του δεν του δίνει ευκαιρίες θα τις αναζητήσει αλλού. Αν έχει ευέλικτα προσόντα και καποια ανοιχτή πόρτα έξω, είναι λογικό, εδικά αν υπάρχει και συγκεκριμένη πρόταση να σκεφτεί να φύγει. Όμως το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία όσων Ελλήνων φεύγουν, καποια στιγμή θέλουν να γυρίσουν πίσω. Η επένδυση στη γνώση καποια στιγμή εξελίσσεται σε επένδυση στη ψυχή.

Οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν κάποιον στην απόφασή του να φύγει είναι δυο ειδών: ο ρεαλιστικός και ο συναισθηματικός. Ο ρεαλιστικός είναι ο αυτονόητος. Δεν μπορώ να βρω εδώ εκείνο που θέλω και είμαι αναγκασμένος να φύγω έξω. Υπάρχει βέβαια και η πάγια ανάγκη ενός ανθρώπου να ταξιδέψει, να επηρεαστεί από άλλες κουλτούρες, να αναζητήσει τον εαυτό του μέσα από τον «άλλον». Επίσης το γενικότερο κλίμα μέσα στην κρίση δημιουργεί μια ατμόσφαιρα κατάθλιψης και έλλειψης ελπίδας, γεγονός που συμβάλλει στην απόφαση φυγής, όσο και αν προσωπικά πιστεύω ότι πρέπει να παλέψουμε «εντός έδρας» μέσα από το ίδιο το πρόβλημα. Όποιος πασχίσει μέσα στην κρίση, στο μέλλον θα είναι διπλά νικητής.

Για να επιστρέψουμε στο δίλλημα και τις παραμέτρους που το επηρεάζουν, εκείνο που μοιάζει να παίζει ισχυρό ρόλο στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης (φεύγω ή μένω), είναι το συναίσθημα. Οι συναισθηματικοί φακοί επαφής που θα φοράει ο υποψήφιος να φύγει όταν δεχτεί την όποια πρόταση ή βρει την ευκαιρία. Οι συνεκτικοί δεσμοί που είναι αναπτυγμένοι στην ελληνική κοινωνία ( κυρίως οι οικογενειακοί) παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Η πλειοψηφία των Ελλήνων που μπορούν να εργαστούν έξω θέτουν ένα νοητό πήχη- ερώτημα: πχ: 80.000 και εργασία στη Βοστώνη ή μια σαφώς πιο υποβαθμισμένη ζωή με 20-25.000 στην Ελλάδα; Πρόκειται για έναν δισδιάστατο πήχη χρήματος- ιδιότητας . Η μια διάσταση περιλαμβάνει τις απολαβές και το βιοτικό επίπεδο και η άλλη την Ελλάδα και όσους παράγοντες (ουσιαστικούς, συναισθηματικά υγιείς αλλά και ψυχαναγκαστικούς, εξαρτητικούς ) δένουν τον άνθρωπο με τον τόπο του.

Υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν πως η ιστορία του μεταναστευτικού ρεύματος επαναλαμβάνεται σήμερα με νέα μορφή και νέα δεδομένα. Πιστεύω πως δεν είναι καθόλου έτσι. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν σε ακραία κατάρρευση. Την περίοδο που ζούμε δεν έχουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ταινιών του Ξανθόπουλου, των τραγουδιών του Καζαντζίδη και του «Άχου, Άχου στο σταθμό του Μονάχου». Υπάρχει επίσης και μια διαφορά κοινωνιολογικής διάστασης. Το μεταναστευτικό ρεύμα της περιόδου εκείνης αφορούσε στην κατώτερη τάξη, ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Σήμερα αφορά κυρίως τους γόνους της ελληνικής μεσοαστικής τάξης, οι οποίοι λογω ύφεσης και ανόδου ποσοστού ανεργίας κατευθύνονται στο εξωτερικό αυξάνοντας βραχυπρόθεσμα την τάση φυγής.

Όσο για το αν ο Έλληνας είναι ένας «πολίτης του κόσμου» που εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται χωρίς ενοχή ή αναστολές, πιστεύω ότι αυτός ο τύπος συμπατριώτη μας αποτελεί μια μικρή μειοψηφία. Στη ερώτηση αν η απόφαση του να φύγει κανείς είναι απότοκο μιας αληθινής ανάγκης για εξερεύνηση οριζόντων, απόκτηση εμπειριών και δημιουργίας ευκαιριών ή συγκυριακός εξαναγκασμός και αντίδραση μπροστά σε ένα αδιέξοδο, τείνω να πιστεύω ότι για την μεγάλη πλειοψηφία, η ζυγαριά κλείνει προς τη δεύτερη απάντηση.

Ο Έλληνας είναι βαθιά ενοχικός. Έχει εξαιρετικά στενή σχέση (σε βαθμό εξάρτησης) με την οικογένεια του και η ένταση αυτών των σχέσεων δρα ως τροχοπέδη. Ακόμα και όσοι έφυγαν και έστησαν επιτυχημένες καριέρες στο εξωτερικό κατάφεραν να πάρουν μαζί τους και τις οικογένειές τους. Ο Έλληνας δεν είναι Γερμανός με νοοτροπία «Φέτος στην Σαγκάη, του χρόνου στην Μπραζίλια». Ψυχολογικά η Ελλάδα τον κυνήγα παντού με την μορφή μιας μάνας. Και κάθε μάνα έχει τα καλά της και τα κακά της. Σε αγαπά αλλά και σε καταπιέζει. Ίσως λοιπόν είναι και θέμα ομφάλιου λώρου.

Saturday, December 24, 2011

Ο ΜΟΙΚΑΝΟΣ

Ε, είναι μεγάλη ιστορία το πώς έμπλεξα. Που λες, έκλεινα τα μάτια κι έτρεχα στο μέσα δωμάτιο. Κουκουλωνόμουν με τη κουβέρτα κι έπνιγα το πρόσωπό μου με το μαξιλάρι για να μην ακούω τις φωνές της. Δεν τα κατάφερνα. Οι κραυγές της μάνας μου τρυπούσαν τους τοίχους κι έφταναν στ’ αυτιά μου. Δυο φορές τη βδομάδα, τουλάχιστον. Ερχόταν μεθυσμένος, σέρνοντας τα πόδια, άνοιγε την πόρτα κι άρχιζε να βρίζει. Εκείνη μου ’λεγε, «Πήγαινε μέσα», εγώ όμως στην αρχή έμενα κι όταν την πλησίαζε, έτσι ψηλός, βουνό σκέτο, με τα μάτια κόκκινα, ε, δεν μπορούσα. Φοβόμουν κι έτρεχα στο δωμάτιό μου. Αργότερα, έφευγα αμέσως. Χρόνια αυτό, πολλά.

Παρέα δεν έκανα με τα παιδιά, μ’ είχανε για παλαβό. Δε με πείραζαν όμως. Έτσι ψηλός και γεροδεμένος που μου ’να, με φοβόντουσαν. Ο «σιωπηλός Απάτσι» με λέγανε. Είχα και μακρύ ίσιο μαλλί κι έκανα κάπως σαν Ινδιάνος. Ήταν αυτή η γαμημένη κατάσταση στο σπίτι. Μ’ είχε χτυπήσει άσχημα, μ’ είχε κάνει λύκο μόνο. Εκείνον, το φοβόμουνα, ούτε να τον πλησιάσω. Μέσα στο δωμάτιο, με τα μαξιλάρι στ’ αυτιά.

Μέχρι που γινα δεκατέσσερα. Στάθηκα μπροστά της και του ’πα, «Αν την ξαναχτυπήσεις θα σε σκοτώσω». Μου ’ρίξε μια ανάστροφη, τόσο δυνατή που ’φτασα στον απέναντι τοίχο. Τα ’δα όλα. Ύστερα έπεσε πάνω της κι άρχισε να τη χτυπάει. Δε ξέρω πως έγινε, δε θυμάμαι, όλα κοκκίνισαν. Έφυγα εντελώς λέμε. Φαίνεται πως πήρα ένα μαχαίρι απ’ την κουζίνα και του το κάρφωσα στα πλευρά. Έξι μήνες έμεινε στο νοσοκομείο.

Εμένα κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, πέσανε πάνω μου. Μου ’λεγαν πράγματα που δεν καταλάβαινα, εγώ που το μόνο που ήθελα ήταν να μην ξαναζήσουμε έτσι. Το αναμορφωτήριο στη τρίχα το γλίτωσα, είχε ένα δικηγόρο γνωστό ένας θείος. Φύγαμε, μείναμε με τη μάνα μου κάτω Γκυζη. Εκείνος, όταν συνήλθε την ξανάψαξε, αυτή ούτε να τ’ ακούσει. Μια μέρα τη περίμενε έξω από τη δουλειά και τη σακάτεψε στο ξύλο μέρα μεσημέρι. Έφαγε πέντε χρόνια ο αλήτης αλλά η μάνα μου τέλειωσε. Όχι η ζωή της, η ψύχη της. Σπασμένη. Την κλείσανε στη Σωτηρία, στο ψυχιατρικό. Αυτόν ακόμα μέσα τον έχουνε. Μαχαίρωσε ένα συγκρατούμενο, άλλα πέντε. Ούτε να τον δω ξανά στη ζωή μου.

Έμπλεξα που λες με κάτι παρέες από τα Εξάρχεια. Μιλάγαμε για τη κατάσταση την κολοκοινωνία. Ήταν παιδιά σαν κι εμένα , ο καθένας τους είχε φάει κι από ένα χοντρό πακέτο. Και τα ’χανε με το σύστημα, με την κατάσταση. Κάθισα και σκέφτηκα κι εγώ κι είπα τι εχει κάνει το σύστημα για μενα; Τίποτα. Σκατά στο σπίτι σκατά στη ζωή. Τουλάχιστον εδώ είμαι μαζί με άλλους που χουνε τραβήξει τα ιδία. Διάβασα και κάτι βιβλία, εγώ που ποτέ μου δεν είχα ανοίξει βιβλίο. Μια μέρα μου πάνε να ρθω μαζί στη διαδήλωση. Εγώ όταν είδα την πρώτη μολότοφ έφυγα. Μου τη πέσανε οι φίλοι, κότα μ’ ανέβαζαν κότα με κατεβάζανε. «Δυο μέτρα άντρας», μου ’λεγε ο Ντίνος, ο αρχηγός, «και κανείς σαν κοριτσάκι. Φτου σου ρε χεσμένε». Τα πήρα που λες στο φιλότιμο κι είπα, θα τους δείξω εγώ. Έχει κανείς τους κάνει τον τσαμπουκά που ’κανα στο γέρο μου; Εκεί σας θέλω μάγκες, στο αίμα σου, όχι στο αίμα των άλλων. Και την επόμενη φορά βγήκα πρώτος από τη γραμμή. Απέναντι ήταν στημένοι οι μπάτσοι κι ένας ειδικά έβγαινε από τη γραμμή και μας τα ’χωνε. Θωρηκτό ο μάγκας κι άστραφτε το μάτι του. Λέω μέσα μου, τούτος φίλε είναι ο πατέρας σου. Αυτό ήταν. Τα δα όλα! Πάνω στο ντου που έγινε έπεσα πανω του και του ’δωσα της χρονιάς του! Τι ασπίδες ο μάγκας, τι γκλομπ… Τελατίνι τον έκανα που λες.

Μ’ άλλο μάτι οι τύποι μετά. Κονόμησα και παρατσούκλι. Πάει το «σιωπηλός Ινδιάνος» της πιτσιρικαρίας, τώρα έγινα ο «Μοικανός» με τ’ όνομα (ξέχασα να σου πω πως είχα ξυρίσει το κεφάλι κι είχα αφήσει μια ψηλή τούφα κάθετα – σκέτη αφασία).

Μετά απ’ τη φάση, κόλλησα με τα χίλια. Μπήκα δυναμικά, έσπαγα και τζάμια σε τράπεζες κι αυτοκίνητο με λοστό βάρεσα και ΑΤΜ έσπασα. Μας γάμησαν αυτοί, θα τους γαμήσουμε κι εμείς. Αστική δημοκρατία και πράσινα άλογα – να κονομάει ο καθένας εις βάρος μας. Τι να πιστέψεις φίλε, ποιον; Άμα δε τους φας, θα σε φάνε. Επτά χρονιά η ίδια δουλειά. Και φωτογραφία στις εφημερίδες έχω με μαντήλι, φαίνονται όμως τα μάτια μου κι ας τη λεζάντα να λέει ο γνωστός-άγνωστος. Κορνίζα την έχω κάνει.

Τώρα φίλε; Τώρα το χω κόψει. Μεγάλωσα πια. Τριανταρίζω. Είναι και το Ελενάκι. Ο πατέρας της εχει μια μικρή βιοτεχνία και μ εχει βάλει συνεταίρο. Όχι ότι μπήκα στο σύστημα. Χεσμένους τους έχω όλους. Απλά πρέπει να ζήσω κάπως. Να μην κάνω τις μαλακίες που μου κάνανε. Κρατάω την απόσταση, με καταλαβαίνεις; Να τα χω μετανιώσει; Όχι, με τίποτα. Δεν ήμουνα κι ο Κουφοντίνας άλλωστε, έτσι; Έγκλημα δεν έκανα. Αντέδρασα. Τώρα; Του χρόνου λέμε να βάλουμε μπρος και για μωρό. Το «Απατσάκι»…

Τι θα του πω αν μάθω ότι δεκάξι του τα σπάει; Τι λες φιλάρα, τότε θαναι 2025 και θα ζούμε στη Σελήνη…

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ

«Η κάθε στιγμή είναι μια μελωδία που πρέπει να ξαναρχίσει »

Στεφάν Μαλλαρμέ

Το είπε υπέροχα ο Σεφέρης, ότι αφήνουμε τη ζωή να κυλάει σαν νερό από τα δάχτυλα. Όλα ρευστά και εκκρεμή, όλα αιωρούνται άπιαστα και αποσπασματικά. Κομμάτια και θρύψαλα. Ε, για όλα φταίει ο χρονος. Αυτή η ασσύληπτη, τεχνητή, τερατώδης έννοια.

Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι εκείνο που χρειάζεται είναι απλά να στοχεύουμε στο «ζωτικό χρόνο», εκείνο το θαυμαστό απόσταγμα, τη μύχια εμπειρία της διάρκειας και της στιγμής. Το «τώρα» όμως, τι είναι; Μια αυτόματη διαδοχή στιγμών μια τεχνητή ρήξη σε μια φυσική συνέχεια. Ανίκανη να ακολουθήσει την ζωτική κίνηση, η διάνοια κινητοποιεί τον χρόνο μέσα σε έναν μονίμως πλαστό παρόν. Ποιος αντιλαμβάνεται το «τώρα» της στιγμής ενώ ταυτόχρονα το βιώνει; «Τώρα» δεν είναι και η στιγμή οκνηρίας, «τώρα» και η οριακή ένταση; Πιο «τώρα» είναι πιο αληθινό; Υπάρχει αληθινό «τώρα»; Άλλωστε «τώρα» που γράφω αυτή τη φράση, η ιδία μου η κίνηση εχει ήδη γινει παρελθόν.

Προσπαθώντας να δώσουμε ένα νόημα σε αυτόν τον καθημερινό κατακερματισμό, προσδοκούμε στην διάρκεια τον πλούτο της ζωής. Την διάρκεια που θα μας φέρει το μέλλον την ισορροπία , πιθανόν και την ευτυχία. Για να υπάρξει όμως η διάρκεια πρέπει να προϋπάρξει η δοξαστική εκείνη στιγμή που θα πυροδοτήσει, θα πυρπολήσει την ύπαρξη. Όταν όμως έρχεται, είμαστε έτοιμοι να εκχωρήσουμε τον εαυτό μας; Δύσκολο, μια και για να αδράξεις τη στιγμή πρέπει να είσαι εναργής, ανοιχτός. Πρέπει η δεκτικότητα να γίνει το σπίτι σου, η φυσική σου κατάσταση. Κάτι καθόλου εύκολο, ειδικά με τον τρόπο που ζούμε στις δυτικές παγκοσμιοποιημένες μας κοινωνίες….

Έχω ένα φίλο που εχει ζήσει χρόνια στο Καμερούν αλλα και στην Ευρώπη. Θυμάμαι πως μου λεγε πως η έννοια του χρόνου στην Αφρική είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της Δύσης. Για έναν Δυτικό, ο χρόνος πηγαίνει ευθύγραμμα προς τα μπρος, κάθε γεγονός αποτελεί ένα συστατικό, ένα κομμάτι που πρέπει να το χρησιμοποιήσεις, ειδάλλως περνάει, εξαφανίζεται. Στην Αφρική ωστόσο, ο χρόνος κυλά προς τα πίσω. Έρχεται από το μέλλον και κατευθύνεται καταπάνω σου. Ο χρόνος δεν υπάρχει, «δημιουργείται», δεν περνά, απλά σε περιμένει. Η ζωή για έναν Αφρικανό, είναι ένα σύνολο γεγονότων. Αντί για ώρες και λεπτά, οι άνθρωποι εκεί βασίζονται σε συναισθηματικά σημάδια, το πότε γεννήθηκες, πότε παντρεύτηκες, πότε υπήρχε πόλεμος.

«Και το πιο σημαντικό: η ίδια σου η δραστηριότητα καθορίζει την ποσότητα του χρόνου που περνά. Αν δουλεύεις γρήγορα, χρησιμοποιείς περισσότερο χρόνο, αν ξεκουράζεσαι τον συντηρείς. Όσο για το μέλλον εδώ δεν υπάρχει. Πρέπει πρώτα να φτιαχτεί», μου χε πει ο φίλος.

Τελικά μου φαίνεται πως σ’ αυτή την αινιγματική παγίδα που μας στήνει ο χρόνος απάντηση δεν υφίσταται. Το μέλλον δεν υπάρχει λένε στην Αφρική, το παρόν δεν «περνάει» λέω εγώ από τη μικρή μου εμπειρία. Ποιος άλλωστε βρέθηκε ποτέ αγκυλωμένος σε ένα διαρκές παρόν; Απλά εγκαταλείπουμε μια στιγμή για να βρούμε μιαν άλλη. Ο πραγματικός χρόνος υπάρχει μόνο χάρη στην στιγμή - βρίσκεται ολόκληρος μέσα στον ενεστώτα, μέσα στην πράξη. Κι ανάλογα με την ποιότητα, με την ένταση, με τη θερμοκρασία της πράξης βιώνεται και ανάλογα.

Η πράξη, εδώ είναι όλη η υπόθεση. Για να καταλήξουμε όμως σε κάποια δράση, υπάρχει μια στιγμιαία απόφαση που φέρει όλο το φορτίο της πρωταρχικότητας. Εκεί ο χρόνος από τη μια διαστέλλεται κι από την άλλη κινητοποιείται. Ένα παράδειγμα από τη φύση. Σε μια γάτα την ώρα που καραδοκεί, βλέπουμε την στιγμή της εφόρμησης να εγγράφεται στο πραγματικό, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε και την επερχομένη τροχιά του άλματος. Πριν από την περίπλοκη διαδικασία της εφόρμησης όμως, υπάρχει η καίρια στιγμή της απόφασης. Η απόφαση, η πράξη είναι που δημιουργεί ένα «τώρα» ενεργό, ένα τώρα που ορίζει τον δικό του χρόνο.

Ο χρονος είναι βασικό συστατικό στη δουλειά ενός συγγραφέα. Μπορεί να τον μεγεθύνει , να τον επιβραδύνει, να τον σταματήσει ακόμα και να τον εξαφανίσει. Είναι κι αυτό ένα από τα αγαθά του μετιέ. Ωστόσο στην πραγματική ζωή τα πράγματα είναι αλλιώς. Κάποιες φορές νιώθω τον χρόνο σαν μια «πλατφόρμα». Υπάρχει είναι εκεί, και παίρνει τις διαφορετικές του μορφές ανάλογα με τη χρήση που του επιφυλάσσουμε. Εξ ου και όλα εχουν να κάνουν με την πράξη. Υπάρχουν στιγμές αδρανείας, οκνηρίας όπου η «πλατφόρμα» αυτή δεν κινείται με τίποτα. Κι από την άλλη υπάρχουν στιγμές έντασης, αγωνίας, πάθους, όπου ταλαντεύεται σε τρελές συχνότητες.

Ο χρονος εντέλει, είναι μάλλον ό,τι τον φτιάχνουμε εμείς. Είτε στην Αφρική είτε στην Ευρώπη… Μια ατελής, απλουστευμένη μέθοδος για να οργανώνουμε τις πράξεις και τις ενέργειες της μικρής αυτής αφήγησης που είναι η παρουσία μας σε αυτόν τον πλανήτη.

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ

ΜΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

«Πίστευε ότι κάθε ύπαρξη μπορει να ζήσει πολλές άλλες ζωές»

Αρθούρος Ρεμπό «Μια εποχή στην Κόλαση"

«Εγώ είναι ένας άλλος», λέει ο πιο σπουδαίος ίσως στίχος του Αρθούρου Ρεμπό. Το να γράψεις κανείς την βιογραφία ενός ανθρώπου που ως έφηβος συνελαβε το παραπάνω, δεν είναι απλό εγχείρημα. Κι όμως πέρσι ήταν ακριβώς αυτό το βιβλίο, η τελευταία βιογραφία του Ρεμπό, που με καθήλωσε όσο κανένα άλλο ολόκληρη τη χρονιά.

Όταν λίγο μετα την αποφοίτηση μου από το σχολείο πρωτάρχισα να ασχολούμαι σοβαρά με την ποίηση, ο Αρθούρος Ρεμπό είχε ήδη γράψει όλο του το έργο. Η μετεφηβική (και ταυτόχρονα μεταπολιτευτική) περίοδος ήταν για μένα γεμάτη καταραμένους ήρωες στους οποίους κορυφαία θέση κατείχαν οι μπιτ ο Τζιμ Μόρισον και ο ποιητής από τη Σαρλβίλ, για τον οποίον ξέραμε ότι συνέγραψε όλο του το έργο μεταξύ 16-19 ετών, κι ύστερα, σε μια τρομακτική αλλαγή πλεύσης, έφυγε για τη Αφρική, έγινε έμπορος όπλων και πέθανε μόλις στα 37 από γάγγραινα. Εκείνη την εποχή, πριν την έκρηξη της βιβλιοπαραγωγής και των μεταφράσεων δίχως φυσικά Ίντερνετ, δεν είχαμε και ιδιαίτερη πρόσβαση στη διεθνή βιβλιογραφία. Σ’ ένα παλαιοπωλείο όμως είχα βρει ένα μικρό βιβλιαράκι για τον Ρεμπό, απ όπου είχα αντλήσει τις βασικές πληροφορίες για τον ποιητή. Την ουσία του προσώπου, όσα έλειπαν από τις ημερομηνίες και τα γεγονότα, την είχα κατασκευάσει μόνος στο μυαλό μου. Ο Ρεμπό ήταν τότε για μένα και τα δυο πρόσωπα του Ιανού. Ο απόλυτος καλλιτέχνης που μεταβλήθηκε στο απόλυτα αντίθετο.

Φυσικά τα πράγματα, ακόμα και για μια τέτοια ακραία περσόνα, δεν είναι ποτέ τόσο μανιχαιστικά. Το προηγούμενο καλοκαίρι διαβάζοντας την εξαιρετική βιογραφία του ποιητή από τον Γκράχαμ Ρομπ, η ζωή αυτού του παιδιού - θαύματος παίχτηκε μπροστά μου, σ’ ολόκληρο το συνταρακτικό και δραματικό της μεγαλείο. Δεν υπάρχει επιθετικός προσδιορισμός που να μην έχει χαρακτηρίσει αυτό το νεαρό αγόρι που τάραξε συθέμελα την ποίηση της εποχής του. Συμβολιστής, σουρεαλιστής, μπολσεβίκος, μπουρζουάς, αλήτης, διεστραμμένος, προφήτης, μυστικός, καθολικός, καβαλιστής, αθεϊστής. Ο ποιητής που δημοσίευσε μόλις μια συλλογή όσο ζούσε, την συνταρακτική «Μια εποχή στην κόλαση», είναι ακόμα ένα αταξινόμητο φάντασμα στο χώρο της λογοτεχνίας.

Γόνος μιας μποουρζουάδικης επαρχιακής οικογένειας, μ’ έναν πατέρα εξαφανισμένο και μια μάνα σκληρή και απόμακρη, έδειξε από νωρίς στο σχολείο το ασύλληπτο ταλέντο του στο λόγο, ενώ ταυτόχρονα οι συχνές αποδράσεις του από το σπίτι μαρτυρούσαν μια φύση τυχοδιωκτική δίχως όρια. Φτάνοντας στο Παρίσι, εισέβαλλε στη λογοτεχνική σχολή της πρωτεύουσας ως ταύρος σε υαλοπωλείο, παρασύροντας με τα θέλγητρα του και τον Βερλέν, με τον οποίο έζησε μια σχέση πάθους, που τέλειωσε με έναν πυροβολισμό. Αυτή η μεγαλοφυής παραβατικότητα παρουσιάζεται από τον Ρομπ μ’ έναν έξοχο τρόπο που υπερβαίνει την ρομαντική φαντασιωτική προσέγγιση με την οποία έχουμε συνηθίσει να προσεγγίζουμε τον ποιητή και σκύβει στην αλήθεια των συνταρακτικών μετασχηματισμών της ζωής του.

Στα 19 του ο ποιητής αποκήρυξε τη λογοτεχνία κι άρχισε να ταξιδεύει. Τζακάρτα, Κύπρος, Άντεν, Σομαλία, Χαράρ, ήταν οι τόποι που συνδέθηκαν μ’ αυτή την περιπλανώμενη ψυχή που έβρισκε πλέον την καταφύγιο στην αειφυγία και στον τυχοδιωκτισμό. Οι σελίδες που αφορούν στην διαμονή του στην Αφρική είναι μαγευτικές, ειδικά στο σημείο όπου ο ποιητής επιλέγει μια «τοπική γυναίκα» ως «σύζυγο». Ταυτόχρονα, ο Ρομπ απομυθοποιεί την εξίσωση πρώην παιδί θαύμα- νυν έμπορος οπλών, αποκαλύπτοντας ένα εξερευνητή, ο οποίος αντικαθιστά τον στίχο με τον κόσμο και εκπλήσσει με τις εξαιρετικές διευθυντικές και επιχειρηματικές του ικανότητες. Το 1891 ένα όγκος στο δεξί γόνατο αναγκάζει τον Ρεμπό να γυρίσει στη Γαλλία, όπου του ακρωτηριάζουν το πόδι και σε λίγο καιρό πεθαίνει.

Η συγκεκριμένη βιογραφία θεωρείται η καλύτερη που έχει γραφτεί για τον ποιητή, μια και αντιμετωπίζει τη ζωή και το έργο του ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Ο μποέμ ποιητής του Παρισιού και του Λονδίνου, ο μισθοφόρος της Ιάβα, ο έμπορος και εξερευνητής της ανατολικής Αφρικής, είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Ρομπ μας εξηγεί το γιατί και το πώς, επιτρέποντας στο παιδί - θαύμα να μεγαλώσει και παρακολουθώντας βήμα βήμα τις εντυπωσιακές μεταστροφές του ψυχισμού του.

Διαβάζοντας το βιβλίο επί δυο συνεχείς μέρες κάτω από τον καυτό ήλιο της Σκοπέλου, ξαναθυμήθηκα συγκινήσεις που με πήγαν ένα τέταρτο αιώνα πριν. Όταν τίποτα δεν θεωρείτο δεδομένο, όταν ακόμα το εγώ μου ήταν ένας άλλος, εν διαμορφώσει.

Ρεμπό: μια μυθική φιγούρα, άγιος για τους συμβολιστές, εικόνα για τους αναρχικούς και τους περιθωριακούς, σημαντική επιρροή πολλών καλλιτεχνών από τον Πικάσο μεχρι τον Ντίλαν. Ο Αρθούρος Ρεμπό ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με όλα τα συμφέροντα που υπάρχουν κάτω από τον ουρανό.

Saturday, December 10, 2011

Βιβλιοπροτάσεις: "Μπαρ Φλωμπέρ"


Πριν κάποια χρόνια, στα σεμινάρια που έκανε το ΕΚΕΒΙ για δημιουργική γραφή, καλεσμένος για μια μέρα ήταν ο Αλέξης Σταμάτης. Εγώ δεν τον είχα ακουστά, δεν είχα διαβάσει κανένα του βιβλίο, αν και δεν ήταν πρωτοεμφανιζόμενος. Τότε όταν του ζητήσαμε μια συμβουλή, μας είχε δώσει τις εξής αντιοικολογικές τρεις: print, print, print. Εγώ που δεν εκτύπωνα τίποτε παρά μόνο όταν είχε τελειώσει, ακολούθησα τη συμβουλή του και εντυπωσιάστηκα από τη σοφία της. Η δε ιστορία που είχε να μας πει, «χαίρομαι που δεν έγινα συγγραφέας από την αρχή, μα ακόμα περισσότερο που παράτησα τα σχέδια και τις οικοδομές και έγινα αυτό που ήθελα αφού είχα δοκιμάσει και αυτό που δεν μου ταίριαξε», κολάκεψε τότε τα αυτιά μου πως και για μένα υπήρχε χρόνος. Και φυσικά αυτό που έμεινε από εκείνη του την παρουσία είναι η αγάπη για τα βιβλία του. Τον Αλέξη Σταμάτη δεν το έχω ξαναδεί από τότε, παρά ταύτα παραμένω σταθερή αναγνώστρια και μένω κατάπληκτη γιατί δεν τον ξέρουν περισσότεροι. Πιθανώς γιατί τα βιβλία του σπάνια απευθύνονται σε αυτό που ονομάζουμε ευρύ γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Ίσως πάλι γιατί δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί επαρκώς τη φήμη της μητέρας του. Από την άλλη τον τελευταίο καιρό είναι σχετικά στην επικαιρότητα αλλά για ένα θέμα εντελώς εξωσυγγραφικό.
Το «Μπαρ Φλωμπέρ» παραμένει για μένα το καλύτερό του μυθιστόρημα. Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Λουκάς είναι ένας επίδοξος συγγραφέας που γράφει την αυτοβιογραφία του λογοτέχνη πατέρα του. Όταν αναλαμβάνει να τακτοποιήσει το υπόγειο του πατρικού του, βρίσκει το χειρόγραφο «Μπαρ Φλωμπέρ» από κάποιον Λουκά Ματθαίου, που θα τον ενθουσιάσει. Θα αρχίσει να ψάχνει για το συγγραφέα του κειμένου που τον συνάρπασε και θα βρεθεί στη Βαρκελώνη, στο Βερολίνο, στην ορεινή Αρκαδία. Ο μύθος είναι αριστοτεχνικά πλασμένος, ο γρίφος που προκύπτει αναπάντεχος, η πλοκή σφικτή, δουλεμένη εντατικά και οι χαρακτήρες ζωντανοί, έξοχοι. Πρόκειται για μια καταπληκτική δουλειά, που αξίζει σίγουρα να διαβαστεί. Από κείνα τα μυθιστορήματα που βεβαιώνουν τη ρήση του Τσέχωφ «Αν στην πρώτη σελίδα κάπου στον τοίχο υπάρχει ένα καρφί, στην τελευταία ο ήρωας πρέπει να κρεμαστεί από αυτό».

απο το μπλογκ Διαβαζοντας από την Κατερινα Μαλακατέ