Saturday, December 19, 2009

Σκότωσε ό,τι αγαπάς: Κριτικη του Ευριπίδη Γαραντούδη απο τα ΝΕΑ

Εσωτερικός κόσμος, σκοτεινός

Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης
ΝΕΑ 19.12.09

ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΘΗΚΕ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΤΗ ΡΕΥΣΤΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ- ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ


Στο καινούργιο του μεταιχμιακό μυθιστόρημα ο Αλέξης Σταμάτης πραγματεύεται τη σχέση της πραγματικής ζωής με την τέχνη, την αναζήτηση της ταυτότητας του συνειδησιακά πολυδιασπασμένου υποκειμένου στον σύγχρονο κόσμο, την ανατομία της μεταπολίτευσης Με τις εναλλασσόμενες όψεις της πολυσύνθετης συγγραφικής ταυτότητάς του (ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός), ο Αλέξης Σταμάτης, εδώ και σχεδόν μία εικοσαετία (εμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1992), έχει κερδίσει το ενδιαφέρον τόσο του αναγνωστικού κοινού όσο και της κριτικής. Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του, Σκότωσε ό,τι αγαπάς, χωρίς να αποκλίνει από τη βασική γραμμή των προηγούμενων πεζογραφημάτων του (τη γραμμή της αναζήτησης ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου, σε στιγμές κρίσης, μέσα σε μια χαοτική πραγματικότητα), πιθανόν να λειτουργεί ως σημείο μετάβασης σε μια άλλη φάση του έργου του.

Τον μεταιχμιακό χαρακτήρα του μυθιστορήματος ίσως υποδεικνύουν τα αυτοαναφορικά στοιχεία που υποβάλλονται στην ιστορία του. Ο Άρης Μανιάτης, πενηντάχρονος καταξιωμένος σκηνοθέτης, διανύει περίοδο κρίσης που σημαδεύεται από την αίσθηση της καλλιτεχνικής του κάμψης και της καθολικής προσωπικής του αποτυχίας (χωρισμένος, μόνος, χωρίς πραγματικούς φίλους, χωρίς ουσιαστική σχέση με την εικοσιτετράχρονη κόρη του). Κατόρθωσε, ωστόσο, να ολοκληρώσει επιτυχώς το καθαρά αυτοβιογραφικό σενάριο της προγραμματιζόμενης όγδοης ταινίας του, αυτής που ο ίδιος ελπίζει ότι θα σηματοδοτήσει τη νέα καλλιτεχνική αρχή και θα επιφέρει την προσωπική του λύτρωση. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, στο τέλος της βραδιάς που διάβασε το σενάριό του στους συντελεστές της ταινίας, πέφτει θύμα τροχαίου σε ερημικό ορεινό δρόμο. Καταφεύγει για βοήθεια σε ένα απομονωμένο αρχοντικό, όπου κατοικούν μια πανέμορφη τριαντάχρονη γυναίκα, η Δάφνη, και ένας ηλικιωμένος τυφλός γιατρός. Η σχεδόν μία εβδομάδα που ο Μανιάτης θα φιλοξενηθεί εκεί θα αποδειχθεί καταλυτική για τον ίδιο και το σενάριό του. Ερωτεύεται τη Δάφνη, κυρίως όμως αναπτύσσει έναν ιδιότυπο δεσμό με τον γιατρό και εντέλει αποδέχεται τη σκληρή αλήθεια που εκείν ος τού φανερώνει: είναι ένας απελπισμένος που στο σενάριό του συγκαλύπτει την αλήθεια που θέλησε να αποκαλύψει.

Η αλήθεια
Ο σκηνοθέτης, με τη μεσολάβηση του γιατρού, καταδύεται στην απωθημένη μνήμη του, υπερνικά τις φοβίες του, αναζητά τις βαθύτερες αιτίες του παλαιότερου πολυετούς αλκοολισμού του, διερευνά τις ρίζες της αποτυχίας όλων των προσωπικών σχέσεών του. Αρχίζει λοιπόν να ξαναγράφει το σενάριό του, αποκαλύπτοντας αυτή τη φορά την αλήθεια. Στο βαθιά κρυμμένο κέντρο αυτής της αποκάλυψης βρίσκεται το μεγαλύτερο τραύμα της ζωής του Μανιάτη: στις 16 Νοεμβρίου 1980, στην τότε τραγική διαδήλωση πριν από την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, εγκατέλειψε τον καλύτερό φίλο του που δολοφονήθηκε άγρια από άνδρες των ΜΑΤ.

Για το τέλος του μυθιστορήματος ο συγγραφέας κράτησε τη μεγαλύτερη ανατροπή: ο Μανιάτης υπέστη ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο τη βραδιά που επρόκειτο να διαβάσει το σενάριο στους συντελεστές της ταινίας του, χειρουργήθηκε και παρέμεινε επί μία εβδομάδα σε καταστολή. Όλη λοιπόν η ιστορία διαδραματίστηκε στον εσωτερικό του σκοτεινό κόσμο, μπροστά στο κατώφλι του θανάτου. Όταν ο σκηνοθέτης επανέρχεται στον πραγματικό κόσμο, αναγνωρίζει τη Δάφνη και τον γιατρό του αρχοντικού - καταφυγίου στα πρόσωπα μιας νοσοκόμας της Εντατικής και του χειρουργού του. Σύμφωνα με το κατα ληκτικό σημείωμα του Μανιάτη, τα σενάρια είναι πλέον δύο: το αρχικό και αυτό που διαβάσαμε, το σενάριο - μυθιστόρημα, γραμμένο μέσα σε ενάμιση μήνα, αμέσως μετά την περιπέτεια στο νοσοκομείο.

Εξελισσόμενη πλοκή
Το Σκότωσε ό,τι αγαπάς διαθέτει αδιαμφισβήτητες αρετές, όπως η πυκνή και απροσδόκητα εξελισσόμενη πλοκή, που διατηρεί αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη μέχρι το ανατρεπτικό τέλος της ιστορίας, η οικονομία στην αφήγηση και η ενδιαφέρουσα πολύτροπη υφολογική σύνθεση από ευφάνταστους διάλογους, πολλές σχολιαστικές παρεκβάσεις του αφηγητή, τις εγκιβωτισμένες επιστολές του γιατρού, τις επίσης εγκιβωτισμένες και ολοένα ποιητικότερες απαντήσεις του Μανιάτη στον γιατρό.

Επίσης, η ευρεία αναφορά σε κινηματογραφικούς όρους, στη σχετική θεωρία και σε ταινίες υποστηρίζει ένα αφήγημα με μεικτό ειδολογικό χαρακτήρα ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το σενάριο. Η ενσωμάτωση, επίσης, πολλών ακόμη, ως επί το πλείστον φανερών, αναφορών σε ποικίλης φύσης άλλα κείμενα (αρχής γενομένης ήδη από τον τίτλο, μετάφραση του Κill your darlings, υπόδειξης του Faulkner προς τους συγγραφείς) υφαίνει το δίχτυ ενός πυκνού, στοχαστικού αφηγήματος που κεντρώνεται γύρω από θέματα όπως η σχέση της πραγματικής ζωής με την τέχνη, η αναζήτηση της ταυτότητας του συνειδησιακά πολυδιασπασμένου υποκειμένου στον σύγχρονο κόσμο, η ανατομία της ελληνικής μεταπολίτευσης.

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Σ τις αρετές του μυθιστορήματος του Αλέξη Σταμάτη κρύβεται και η πηγή των αδυναμιών του. Αυτές εστιάζονται στην εντύπωσή μου ότι ο Σταμάτης δεν απέφυγε τον σκόπελο ενός υπερφιλόδοξου μυθιστορήματος, με πιο ορατά σημεία του σκοπέλου τα ευφυή αλλά και εξεζητημένα τεχνάσματα, όπως η λύση του τέλους. Επίσης, ολόκληρη η αφήγηση γίνεται από τη σκοπιά του αυτοδιηγητικού και ομοδιηγητικού αφηγητή- βασικού χαρακτήρα, του Άρη Μανιάτη, με την εξαίρεση των εγκιβωτισμένων επιστολών του γιατρού, που όμως και αυτές αποδεικνύονται εν τέλει γεννήματα του εσωτερικού κόσμου του αφηγητή. Έτσι, όμως, όλα τα άλλα πρόσωπα υποβαθμίζονται σε φιγούρες ενός διακοσμητικού θιάσου, στο κέντρο του οποίου απομένει ολομόναχος ο απόλυτος πρωταγωνιστής, ο πολυδιασπασμένος μεσήλικας καλλιτέχνης. Αυτός ο μοναδικός «ολοκληρωμένος» χαρακτήρας διαγράφει στο βιβλίο μια δραματική πορεία λύτρωσης- αποκάλυψης των κρυμμένων τραυμάτων του, χωρίς όμως αυτή η λύτρωση να επέρχεται. Έχω, εν τέλει, την αίσθηση ότι όπως και ο μοναδικός χαρακτήρας του έτσι και το ίδιο το μυθιστόρημα εξελίσσεται σπειροειδώς, συστρέφεται συνέχεια στον εαυτό του, αναζητώντας τα κλειδιά της «αλήθειας» του στην ενδοχώρα του

Monday, December 14, 2009

Συνέντευξη στον Αγγελιοφόρο της Θεσσαλονίκης

Ο πεζογράφος Αλέξης Σταμάτης επιστρέφει με ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Με ήρωα έναν 50χρονο κινηματογραφιστή και μια δράση περισσότερο εσωτερική ο συγγραφέας δίνει ένα βιβλίο στο οποίο η λογοτεχνία συναντά το σινεμά

της Εύης Καρκίτη

- Πως ερμηνεύετε τη φράση του Φόκνερ «σκότωσε ότι αγαπάς»; Τι έχει να κερδίσει από αυτό ο συγγραφέας;
Όπως λέω και στο βιβλίο, «σκότωσε ό,τι αγαπάς», σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν την συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει. Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Killyourdarlings», είναι η μια από τις πιο σοφές συμβουλές στην λογοτεχνία. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Όταν το ακολουθεί, ο συγγραφέας κερδίζει σε επίπεδο στόχευσης, πετάει από πάνω του τα ψιμύθια, τα περιττά.

- Πως σας προέκυψε ο Άρης Μανιάτης; Γιατί η προσωπική και καλλιτεχνική του κρίση κίνησε το συγγραφικό σας ενδιαφέρον;

Όπως όλοι οι χαρακτήρες στα βιβλία μου, ο Άρης Μανιάτης δεν «προέκυψε». «Εξέβαλλε», μ’ έναν δικό του τρόπο, όταν πρωτοσυνέλαβα την ιδέα ενός καλλιτέχνη σε κρίση. Αλλά και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν δημιουργό που αμφισβητεί τον εαυτό του. Ο Μανιάτης πιστεύει ότι με το νέο του έργο έχει ξεπεράσει την πρόσφατη κρίση του. Όμως αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο, ενός καλλιτέχνη που νιώθει ότι έχει περάσει στην «άλλη όχθη» ύστερα από μια κρίση, αλλά ουσιαστικά κρύβεται πίσω από αυτό το «νέο προφίλ» ώστε να καλύψει με άλλο τρόπο εκείνα που διατηρεί θαμμένα, μου ήταν εξαιρετικά γοητευτικό.

- Όπως και σε παλαιότερα μυθιστορήματα σας έτσι και στο «Σκότωσε ότι αγαπάς» είναι διάχυτη μια αίσθηση μυστηρίου. Γιατί αυτή η επιλογή;

Έχω την αίσθηση, ότι, ειδικά σε αυτό το βιβλίο, όλα αυτά τα στοιχεία, όσο κι αν με μια έννοια είναι παρόντα, δεν αναλαμβάνουν τόσο σημαντικό ρόλο. Το παιχνίδι αυτή τη φορά παίζεται αλλού, στο επίπεδο της αφήγησης και των εσωτερικών ανατροπών. Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές αυτού του έργου είναι η ίδια η έννοια της αφήγησης. Εξ ου και η πρόθεση μου ήταν να είναι πιο παιγνιώδες, πιο ειρωνικό και πιο αμφίσημο από τα άλλα μου βιβλία. Πρόκειται για ένα συγγραφικό ρίσκο, αλλα αλλοίμονο στο δημιουργό που εφησυχάζει.

- Διαφοροποιείστε από άλλα βιβλία σας δίνοντας έμφαση σε μια δράση περισσότερο εσωτερική. Σύμπτωση ή έχετε περάσει σε καινούργια συγγραφική φάση;

Καμία σύμπτωση. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, ένιωσα ότι -τουλάχιστον ως προς το ζήτημα της αφήγησης-, έχω κλείσει έναν συγγραφικό κύκλο, και πως πλέον η εξωτερική σκηνογραφία και η εντατική πλοκή δεν μου είναι και τόσο αναγκαία. Η «κάμερα» πλέον εστιάζει στα πρόσωπα, στον εσωτερικό τους κόσμο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Ταυτόχρονα τίποτα δεν είναι δεδομένο, η αφήγηση δεν είναι τόσο «σίγουρη για τον εαυτό της», η σκηνή δεν αφορά πάντοτε «σ’ εκείνο που αφορά η σκηνή». Το παιχνίδι πλέον παίζεται στην ίδια την αφήγηση, η οποία δεν έχει την «ασφάλεια» και την «μαθηματική δομή» άλλων έργων. Ηχρήσητηςειρωνείαςείναιεπίσηςσημαντική. Το σπουδαίο που επιτυγχάνεται μέσω της ειρωνείας, είναι το ότι διαχωρίζει τα πράγματα, ότι είναι σε θέση να «ίπταται» από πάνω τους, έτσι ώστε να διακρίνουμε τα ραγίσματα, την υπόδυση, την προσποίηση και τα μαγικά αλλά και ενίοτε τρομακτικά παιχνίδια που παίζει η ανθρωπινή φύση.

- Στα άρθρα και στις δημόσιες εμφανίσεις σας υπερασπίζεστε πάντα τις δυνατότητες του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος. Θα μπορούσατε ίσως συνοπτικά να αναφέρετε και σε ποια σημεία αυτό πάσχει;

Δεν έχω την αίσθηση ότι πάσχει κάπου. Το νέο ελληνικό μυθιστόρημα ανοίγεται, πειραματίζεται, ρισκάρει. Όταν κάποιος ρισκάρει, πάντα θα υπάρχουν αποτυχίες. Το θέμα είναι να αποτυγχάνεις κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο. Η γενιά αυτή εκφράζει μια «απείθεια» ως προς κάποιες νόρμες, θεματολογικές, υφολογικές και άλλες. Όμως το θέμα είναι η υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων ελλήνων συγγραφέων να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις οικουμενικές συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της, με τον τόπο στον όποιο αναπτύχθηκε. Ως Έλληνες είμαστε Βαλκάνιοι, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Αυτήν τη διπλή καταγωγή θα πρέπει να την επενδύουμε θετικά. Δεν πρέπει να την απομονώνουμε ούτε να τη συμπιέζουμε. Πρέπει να την εμπεριέχουμε.

Tuesday, November 24, 2009

Συνέντευξη στο Dromologa.tv

Αλέξης Σταμάτης: Συνεντευξη στην Παυλίνα Φελβοτομά για την διαδυκτική εκοπομπή Dromologa.tv

Συνέντευξη Μέρος Α

Συνέντευξη Μέρος Β

Sunday, November 15, 2009

Σκότωσε ό,τι αγαπάς: Συνέντευξη στον Φιλελεύθερο της Κύπρου

Μέσα από την κρίση φωτίζεται η αλήθεια
Της Έλενας Πάρπα

Ο Έλληνας συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μιλά για το καινούργιο του μυθιστόρημα «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» Της Έλενας Πάρπα Τεν έτυχε ποτέ να συναντηθούμε από κοντά. Τον «γνώρισα» μόνο μέσα απ’ τα μυθιστορήματά του πρώτα απ’ το «Μπαρ Φλωμπέρ», έπειτα απ’ το «Αμερικανική Φούγκα»- αλλά και μέσα απ’ την καθημερινή (σχεδόν) ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων όταν συνεργαζόμασταν για το Υστερόγραφο. Μου είχε κάνει εντύπωση η ταχύτητά του στο γράψιμο, η ετοιμότητά του να πλάσει μια ιστορία από το τίποτα. «Απλά έχω καταφέρει να έχω χρόνο για γράψιμο», μου λέει όταν τον ρωτώ σχετικά. Ρίχνοντας όμως μια ματιά στο τι έχει κάνει τα τελευταία δυο χρόνια -ένα παιδικό μυθιστόρημα, τρεις θεατρικούς μονόλογους, ένα σενάριοαντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό που υποκινεί τα πράγματα στην περίπτωσή του είναι κάτι περισσότερο από «χρόνος για γράψιμο». Κι ότι τελικά αυτό που τον κάνει να επιστρέφει καθημερινά μπροστά στον υπολογιστή, στο ίδιο γραφείο με θέα ένα μπαλκόνι που μέσα απ’ τα χρόνια έγινε, όπως λέει, πιο όμορφο, ίσως να έχει σχέση μ’ αυτό που σημειώνει ο ήρωάς του στο καινούργιο του μυθιστόρημα, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» (εκδόσεις Καστανιώτη): με την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να διηγείται ιστορίες. «Κάθε μέρα στα παιδικά δωμάτια ακούγονται -παραλλαγμένες ή μη- οι ίδιες αρχέτυπες ιστορίες, οι ίδιοι πρωταρχικοί μύθοι και θρύλοι», γράφει ο συγγραφέας. «Στα μπαρ και στα καφέ άνθρωποι αφηγούνται περιστατικά για οικείους και ξένους, ταξιτζήδες λένε ανέκδοτα σε πελάτες, μπαμπάδες κομπάζουν σε γιους, παππούδες ανακαλούν, έφηβοι κατασκευάζουν, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο παίζονται αμέτρητες κωμωδίες και δράματα, στο Ίντερνετ χρήστες απ’ όλο τον κόσμο ανταλλάσσουν πάσης φύσεως πληροφορίες, αναγνώστες διαβάζουν εκατομμύρια μυθιστορήματα, νουβέλες, αφηγήματα, ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή αναπαραγωγής ιστοριών που αρδεύουν από την ίδια δεξαμενή: την ανθρώπινη φύση και τις εμπειρίες της».

Διαβάζοντας το καινούργιο του βιβλίο υπογράμμισα κι άλλα σημεία. Όπως τι σημαίνει ακριβώς να σκοτώνει κάποιος ό,τι αγαπά όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στο γράψιμο. Η συζήτησή μας όμως είχε άλλη αφετηρία. Ξεκίνησε από ένα ερώτημα, αριστοτελικό, το οποίο ο ίδιος θέτει σε κάποια στιγμή στον ήρωά του: Πώς πρέπει ο άνθρωπος να ζει τη ζωή του;
Εσείς βρήκατε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα;
Ο Αριστοτέλης έθεσε ένα ερώτημα, δεν πρότεινε μιαν απάντηση. Μιλάμε για μια αναζήτηση. Κι αυτό το ψάξιμο είναι που κάνει τη ζωή άξια να βιωθεί. Εάν με ρωτήσει κάποιος γιατί ήρθα σε αυτόν τον κόσμο θα απαντήσω «για να καταλάβω». Και φυσικά ξέρω ότι αυτό είναι κάτι το όποιο δεν θα συμβεί ποτέ.
Είναι εφικτό πιστεύετε να «ξαναγράψει» κάποιος την αφήγηση της ζωής του;
Η αφήγηση της ζωής μας δεν είναι ποτέ μια. Αλλάζει, ανάλογα με την περίοδο που διανύουμε, ανάλογα με την ψυχική μας κατάσταση. Ουσιαστικά αυτό ακριβώς επαναλαμβάνουμε: «ξαναγράφουμε την αφήγηση της ζωής μας». Όπως και η ίδια η «Ιστορία» με γιώτα κεφαλαίο, έτσι και η ιστορία του κάθε ανθρώπου δεν είναι μονοδιάστατη.
Αλλά επιδέχεται πολλών ερμηνειών; Ακριβώς έτσι. Επανερμηνεύεται, επαναδιαπραγματεύεται, αναδιατυπώνεται. Ωστόσο υπάρχουν μερικά πράγματα στον πυρήνα αυτής της εν εξελίξει και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιστορίας, πράγματα στον πυρήνα του εαυτού μας που είναι σταθερά.
Και γιατί παραμένουν αμετακίνητα;
Επειδή προέρχονται από ένα απώτατο παρελθόν, από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής μας (άρα είναι ασυνείδητα), είτε επειδή είναι τόσο σκληρά, τόσο επίπονα, όποτε έχουν απωθηθεί. Αυτά τα «θαμμένα» είναι και τα πιο δύσκολα να ανασυρθούν -πόσο μάλλον να «ειπωθούν»και γι’ αυτό συνήθως ντύνουμε την αφήγησή μας με παραπλανητικά πέπλα, τα οποία εάν είμαστε τυχεροί και ειλικρινείς κάποια στιγμή τα απεκδυόμαστε.
Με ποιο τρόπο;
Υπάρχει η περίπτωση ανθρώπων, που ας πούμε «καρμικά», ήταν «ταγμένοι» θες από τις συνθήκες, θες από τη μοίρα, να ζήσουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και, μέσα από την προσωπική τους δύναμη, βρήκαν το κουράγιο να αλλάξουν, στρέφοντας την «αφήγηση της ζωής τους» προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Από μια άποψη είμαστε όλοι συγγραφείς της προσωπικής μας αφήγησης. Εν δυνάμει, τουλάχιστον.
Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» πώς γεννήθηκε σαν ιστορία;
Γεννήθηκε σχεδόν αυτόματα, μέσα σε ένα βράδυ. Από μια χαοτική εικόνα ξεπήδησε ο ήρωας και ύστερα τα δυο πλάσματα με τα οποία συνδέεται μέσα στο βιβλίο, ο γιατρός και η Δάφνη. Στη συνέχεια φυσικά πήρα κάποιες αποφάσεις.
Σαν ποιες;
Κάποιες από τις σημαντικές ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο να γραφεί σε πρώτο πρόσωπο και να είναι πολύ πιο μικρό σε έκταση από οποιοδήποτε άλλο έχω γράψει. Μικρό, αλλά και ταυτόχρονα «συμπιεσμένο» σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικό, δραματικό, μυθολογικό, μελοδραματικό κ.λπ.). Ένα βιβλίο επίσης στο οποίο η πλοκή να είναι άλλης έντασης από τα προηγούμενα. Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί το μυθιστόρημα περιέχει σημαντικές ανατροπές που δεν θα ήθελα να προδώσω. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι το βιβλίο θα χρειαστεί και μια «δεύτερη ανάγνωση» από πλευράς του αποδέκτη. Ο στόχος ήταν να υπάρχουν επάλληλα επίπεδα, να υπάρχουν εγκιβωτισμοί, να είναι κάτι σαν ρωσική κούκλα. Είναι μια στροφή ίσως αυτό το βιβλίο για μένα, πήρα αρκετά ρίσκα, ελπίζω να βγήκαν…
Κάποια στιγμή γράφετε πως ο κόσμος ολόκληρος είναι μια ατελεύτητη μηχανή παραγωγής ιστοριών. Από πού προκύπτει άραγε αυτή η ανάγκη μας να λέμε και ν’ ακούμε ιστορίες;
Νομίζω ότι η ανάγκη αυτή είναι αρχέγονη. Από τον άνθρωπο των σπηλαίων. Και είναι μια ανάγκη πέραν του επιπέδου μόρφωσης, κοινωνικών τάξεων κ.λπ. Από τα παραμύθια στα παιδιά, το καφενείο και το ταξί μέχρι τον Τζόις, ο πυρήνας είναι ο ίδιος. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να δει τα πάθη του αναπαριστώμενα από άλλους, ενίοτε να ταυτιστεί, ενίοτε να μεταθέσει και μέσα από αυτή τη διαδικασία να ανακουφιστεί. Η αφήγηση είναι ένας απίστευτος μηχανισμός αναδιπλασιασμού, στοχασμού και κάθαρσης.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να βάζετε τους ήρωές σας πάντα σε μια κατάσταση κρίσης, αντιμέτωπους με τον εαυτό τους, τις επιλογές και τη ζωή τους;
Μα εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση σύγκρουσης. Εκεί τεστάρεται ο χαρακτήρας, μέσα από εμπόδια και προβλήματα αναδύεται η αλήθεια του. Ο άνθρωπος σε κατάσταση κρίσης είναι πολύ πιο κοντά στην αληθινή του φύση. Τότε ξεπηδούν οι αλήθειες του και εκεί είναι περισσότερο ο εαυτός του με τα καλά και τα κακά του. Τι νόημα θα είχε να διηγηθείς μια ιστορία δύο ανθρώπων που γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν κι έζησαν καλά μες στην ευτυχία και την ηρεμία (αν υπάρχει κάτι τέτοιο βέβαια…) Η κρίση φωτίζει την αλήθεια. Πρόσφατα είχε μια δυσκολία στη ζωή μου που κράτησε 18 ώρες. Μέσα από αυτήν αναδύθηκαν ζητήματα που υπέβοσκαν επί χρόνια.
Απ’ όλες τις ιστορίες και τους χαρακτήρες που έχετε κατά καιρούς στο μυαλό σας πώς ξεχωρίζετε αυτή που αξίζει να γίνει βιβλίο;
Ειλικρινά μιλώντας, σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δηλαδή στο κεφάλι μου κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες, εκείνη που θα «πάθει πλοκή», εκείνη που θα καταλήξει σε βιβλίο προωθείται από μόνη της, διαγκωνίζοντας τις άλλες και περνώντας μπροστά. Εκείνη «ξέρει». Εκείνη «εκβάλλει» και επιβάλλεται.
Σας έχει τύχει να κάτσετε ώρες πάνω από μια σελίδα; Παιδευτήκατε, εξαντληθήκατε ποτέ από το γράψιμο;
Φυσικά. Πολύ συχνά παιδεύομαι και αρκετές φορές εξαντλούμαι, όπως μου συνέβη πρόσφατα. Εκείνο που ευτυχώς δεν έχω πάθει ποτέ κι ελπίζω να μη μου συμβεί είναι «το σύνδρομο της λευκής σελίδας». Το δύσκολο στη λογοτεχνία δεν είναι να γράψεις, αλλά να γράψεις εκείνο που επιθυμείς. Ακούγεται απλό, δεν είναι; Είναι όμως αφάνταστα επίπονο. Πιστέψτε με εδώ είναι όλο το ζουμί. Να βγει η πρόθεση του συγγραφέα.
Νιώσατε ποτέ ευάλωτος ως προς αυτή την πρόθεση;
Ευάλωτος νιώθω ως προς όλα τα πράγματα. Είναι μια λέξη που μου αρέσει άλλωστε. Χωρίς να είμαι ειδικός, εικάζω ότι ετυμολογικά προέρχεται από το «ευ» και «άλως». Δηλαδή το «καλό φωτοστέφανο». Μαγική λέξη. Όπως μαγική είναι η δυνατότητα να επιτρέπεις στον εαυτό σου να επηρεάζεται από τα ερεθίσματα. Στη ζωή λοιπόν, κάτι τέτοιο μου συμβαίνει, ίσως και υπερβολικά. Και ίσως στη συγγραφή βρίσκει την απόλυτη τιμή της.
Και πώς ανακτά κάποιος την εμπιστοσύνη του απέναντι σ’ αυτό που κάνει;
Δεν ξέρω, δεν έχω λύσεις, ο κάθε άνθρωπος είναι και διαφορετικός. Μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλήσω. Όταν την έχανα την ξανάβρισκα -αν την ξανάβρισκα- εξωθώντας την κατάσταση στο όριο. Δεν το συνιστώ ωστόσο καθόλου. Don’t trythisathome, που λένε.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι το γράψιμο είναι εγωιστική ενασχόληση.
Όχι δεν νομίζω. Ίσα ισα είναι μια πολύ επίπονη και εξαιρετικά μοναχική διαδικασία. Γράφεις μόνος σου, ο αναγνώστης σε διαβάζει μόνος του. Δεν υπάρχει άμεσα «ανταλλαγή», ωστόσο αυτό δεν έχει να κάνει με εγωισμό, έχει να κάνει με τη φύση της συγγραφικής εργασίας. Παράγεις νόημα, ιστορία, συναίσθημα χωρίς να έχεις κάποιον «άμεσο συμπαίκτη», έναν άλλο ηθοποιό ας πούμε, ή έναν άλλο μουσικό. Είσαι ο άνθρωπος ορχήστρα, σκηνοθετείς, παίζεις, κάνεις τα σκηνικά, τους φωτισμούς, το μοντάζ… Αβοήθητος και μόνος, αλλά όχι εγωιστής, γιατί εκείνο που κάνεις είναι εντέλει μια πράξη που οδηγεί σε μια βαθύτατη επικοινωνία.
Τι σημαίνει «σκοτώνω ό,τι αγαπώ» στη συγγραφή ενός βιβλίου;
Σημαίνει ότι πρέπει να ξεφορτώνεσαι εκείνα τα στοιχεία, τις φράσεις, τις σκηνές του σεναρίου, που, όσο και να τα αγαπάς, όσο κι αν αυτοτελώς σου αρέσουν, δεν προσθέτουν κάτι στο όλον, αλλά αντιθέτως το αδυνατίζουν, του διασπούν τη συνοχή. Πρέπει να το παλεύεις το κείμενο, να μην του χαρίζεσαι, να μην το αφήνεις να συνεπαίρνει, να σε κολακεύει.
Ακόμα και κάτι παλιό γίνεται νέο άμα αφαιρέσεις όσα το περιτριγυρίζουν. Διαρκής, επίπονη αφαίρεση. Μόνο το εξαντλητικό είναι το αληθινά ενδιαφέρον. «Κillyour darlings», είναι η πιο σοφή συμβουλή των επαγγελματιών γραφιάδων όλου του κόσμου. Όσο για το πώς γίνεται, εκεί είναι που θέλει μια συγγραφική ωριμότητα και εποπτεία του υλικού. Αν ξανάγραφα πχ το «Μπαρ Φλωμπέρ» σήμερα, θα έκοβα καμιά δεκαριά σελίδες τουλάχιστον.
Στη ζωή σας έχει τύχει να «σκοτώσετε» αυτό που αγαπάτε;
Ευτυχώς όχι. Στη ζωή φροντίζω για ακριβώς το αντίθετο.
Πώς μπορεί να «ξεφορτωθεί» κάποιος τα περιττά και να φτάσει στα εντελώς απαραίτητα;
Στη συγγραφή σας το εξήγησα. Στη ζωή επίσης ισχύει αυτό. Μεγαλώνοντας κάποιος «πετάει» από πάνω του πράγματα: ψεύτικες ανάγκες, περιφερειακές, τυπικές συναναστροφές, υποχρεώσεις-βαρίδια, άχρηστες πληροφορίες. Μια ζαριά την έχουμε και πιστεύω ότι οφείλουμε να την προστατεύουμε, να την καλλιεργούμε και να την εξαντλούμε.
Με την καλή έννοια του όρου φαντάζομαι.
Πάντα! Μόνο τον άνθρωπό σου να εξερευνήσεις ουσιαστικά θες μια ζωή, κι άλλη μια να μεγαλώσεις το παιδί σου. Αν είσαι και καλλιτέχνης από πάνω, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Από μια ηλικία και μετά δεν υπάρχει καιρός για σπατάλη. Εξ άλλου είμαστε οι επιλογές μας. Ξεφόρτωμα λοιπόν. Και αυτό δεν γίνεται μέσα από συσσώρευση, αλλά μέσα από ξεδιάλεγμα. Η ουσιαστική λιτότητα είναι ο μέγας πλούτος.

«Το βιβλίο δεν θα πεθάνει ποτέ»

Σε τι διαφέρει η ζωή των βιβλίων από την κανονική ζωή που ζούμε;
Αν εννοείτε τη ζωή μέσα στα βιβλία, είναι η ίδια με την έξω, απλά φωτισμένη αλλιώς. Αλλά, κάποιες φορές, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο καλλιτέχνης βλέπει τη ζωή αλλιώς, με άλλο βλέμμα.
Εξακολουθείτε να διαβάζετε όπως παλιά;
Φυσικά και ναι. Τα βιβλία είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο ζω καθημερινά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η ανάγνωση, ως συνήθεια, περνάει κρίση. Σπάνια βλέπω ανθρώπους να διαβάζουν πια. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα πρόβλημα με το θέμα, ακόμα δεν έχουμε αποκτήσει την αναγνωστική συνείδηση που υπάρχει σε άλλες χώρες. Αλλά όπως είπα, νομίζω ότι τα πράγματα θα εξελιχτούν προς το καλύτερο. Αρκεί και η νέα γενιά να μην ξεφύγει με την αναμασημένη μαζική αφήγηση. Νομίζω ότι έχει την ευφυΐα να το κάνει.
Πιστεύετε, δηλαδή, ότι θα συνεχίσουν να έχουν θέση τα βιβλία στη ζωή μας;
Φυσικά, και όσο εξελίσσεται η κοινωνία στους ρυθμούς που έχει, θα αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξία. Είμαι πολύ αισιόδοξος όσον αφόρα το βιβλίο. Δεν θα πεθάνει ποτέ.
Έχετε καταλήξει σε τι μας βοηθάει η λογοτεχνία;
Στο να βλέπουμε τα μέσα μας πιο αληθινά. Η λογοτεχνία προσθέτει στην πραγματικότητα, δεν την αντιγράφει, τη σμιλεύει προς την κατεύθυνση του στόχου της. Δεν είναι μια «απόδραση» από τη ζωή, είναι μια απόδραση προς τη ζωή. Είναι η δύναμη που κάνει τα οικεία πράγματα καινούργια και τα καινούργια πράγματα οικεία. Όπως λέει και ο Έζρα Πάουντ η λογοτεχνία είναι γλώσσα που έχει φορτιστεί στο μέγιστο βαθμό με νόημα.

«Δεν γράφω βιβλία σχεδιασμένα ν’ αρέσουν»

Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει ένα συγγραφέα να γίνει γνωστός σε περισσότερο κόσμο, σε μεγαλύτερο κοινό;
Στη σύγχρονη εποχή πολλά. Και αρκετά από αυτά δυστυχώς δεν έχουν να κάνουν με την ουσία. Από τη στιγμή που το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως προϊόν θα εμφιλοχωρήσουν μοιραία και οι νόμοι της αγοράς. Υπάρχουν πολλοί γνωστοί συγγραφείς που δεν έχουν τίποτα να πουν. Αλλά δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος πραγματικά μεγάλος συγγραφέας που θα μείνει άγνωστος.
Σκέφτεστε καθόλου τον αναγνώστη όταν γράφετε;
Για να είμαι ειλικρινής όχι. Δεν μπορώ να γράψω ποτέ κάτι «έτσι ώστε». Δεν μπορώ να γράψω ένα βιβλίο «σχεδιασμένο» για να αρέσει. Όταν τελειώσει όμως, το βιβλίο ανήκει εξ ολοκλήρου σχεδόν στον αναγνώστη, να το κάνει ό,τι θέλει, να το ξαναγράψει στο μυαλό του, να το φωτίσει κατά το δοκούν.
Σας απασχολεί καθόλου το «μέλλον» των βιβλίων σας;
Το βιβλίο όταν φύγει από τον συγγραφέα ζει τη δική του ζωή. Ό,τι και να κάνω εγώ δεν μπορώ να την επηρεάσω. Κινούνται ελευθέρα. Και αυτό είναι μαγικό. Πρόκειται για μια βαθύτατη επικοινωνία συγγραφέα-αναγνώστη η οποία διεξάγεται κατά μόνας μέσα από ένα μαγικό συμφωνημένο κώδικα: το βιβλίο.

«Σκότωσε ό,τι αγαπάς»

Ο Αλέξης Σταμάτης επιλέγει ένα επεισόδιο απ’ το βιβλίο του με αρκετή, όπως λέει, δόση αυτοαναφορικότητας:

«Ήμουν στο Λονδίνο, αρχές ογδόντα. Σε μια παμπ, έξω στα τραπεζάκια την ώρα που έδυε ο ήλιος, μόνος, με μια μπίρα στο χέρι. Όχι πιωμένος, η άγρια κάθοδος δεν είχε ακόμα αρχίσει. Κοίταζα μπροστά μου. Θα ’λεγε κάνεις ένα τυχαίο κάδρο. Ένα κάδρο που αποτελούταν από διάσπαρτες ψηφίδες της καθημερινότητας. Ένα δρόμο, ένα πεζοδρόμιο, μερικά δέντρα, κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ένα δυο σπίτια, έναν τηλεφωνικό θάλαμο, ένα κουλουριασμένο σκυλί, κάποιους περαστικούς, μια λιμνούλα ύδατος. Και ξαφνικά, μια επιφάνεια. Από τις στιγμές εκείνες στη ζωή που κάτι κρυφό, εσώκλειστο, λανθάνον, γίνεται πασίδηλο, ολοφάνερο, κατάφωρο. Μια βαθιά συνειδητοποίηση. Όλα είναι εδώ, είπα. Όλα, ερωτήσεις απαντήσεις, ιδέες, έννοιες, αισθήματα, συναισθήματα βρίσκονται εδώ, εγκιβωτισμένα σ’ αυτή την τυχαία εικόνα, σ’ αυτό το τυχαίο, καθημερινό πλάνο, σ’ αυτή τη συνηθισμένη μερίδα ζωής. Αρκεί να την κοιτάξεις με άλλα μάτια.
Ήταν μια ολιστική σύλληψη, από τις στιγμές που νιώθεις πως το σύνολο είναι μεγαλύτερο από τα συστατικά του. Για μια στιγμή τραντάχτηκα. Στην κυριολεξία, κάτι μέσα μου μετακινήθηκε, βίαια. Ύστερα προσπάθησα να εκλογικεύσω αυτό το συναίσθημα. Να το ελέγξω σε σχέση με την πραγματικότητα. Ένα αυθόρμητο πείραμα. Σκεφτόμουν έννοιες και τις αντιπαρέβαλλα με την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Πένθος. Υπήρχε πένθος σ’ αυτή την εικόνα; Φυσικά, απαντούσα μέσα μου αναγνωρίζοντας το πένθος σε μια μικρή ψηφίδα της ψηφίδας. Όχι μόνον υπήρχε, αλλά βρισκόταν εκεί μπροστά μου, σε όλη του την ένταση, πεντακάθαρο.
Υπήρχε ιστορία, πολιτική, νοσταλγία, πόνος, ματαιοδοξία, ζηλοφθονία, αγάπη; Ναι διότι, σε αυτό το σημείο μπροστά μου συνέβαινε εκείνο… στο άλλο εκείνο… Συνέχισα την αντιπαραβολή. Ένα πλήθος εννοιών εισέδυαν στο τυχαίο κάδρο κι έβρισκαν τη θέση τους σχεδόν αμέσως. Οτιδήποτε μπορούσα να σκεφτώ ενσαρκωνόταν μέσα στον καθημερινό αυτό καμβά. Η αποκωδικοποίηση γινόταν αυτόματα. Λες και η ψυχή του κάθε αντικείμενου, της κάθε κατάστασης, ερχόταν και κούμπωνε αυτόματα με την εκάστοτε ερώτηση.
Εκείνη τη μέρα είπα πως αυτό, αυτή μου τη δυνατότητα κάτι έπρεπε να την κάνω. Και την επόμενη μέρα εγκατέλειψα τα οικονομικά.

Της Έλενας Πάρπα

"Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ" Κυριακή, 15 Νοεμβρίου 2009
Σελίδα: 44

Ρίτσα Μασούρα: Για την παρουσιαση του "Σκότωσε ό,τι αγαπάς"


Της Pιτσας Mασουρα απο την Καθημερινή 15.11.09

Βρείτε τον χρόνο και ξεχυθείτε στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Πάρτε στα χέρια σας τους καταλόγους με τις παρουσιάσεις βιβλίων. Δείτε τα χάπενινγκ που συνήθως τα συνοδεύουν. Πάρτε δυο τρεις καλούς σας φίλους και αφεθείτε στο επιτηδευμένο πλασάρισμα του νέου βιβλίου, απολαύστε τον τρόπο που οι εκδοτικοί οίκοι επιλέγουν να φέρουν σε μια πρώτη, εν θερμώ, επαφή συγγραφέα και αναγνωστικό κοινό. Κι αν το κάνετε, είτε με ανάλαφρη διάθεση είτε στη λογική, «ας πάμε, βρε αδελφέ, θα ’χει και καφεδάκι», είτε με μια κάποια υπευθυνότητα, σκεφθείτε πώς θα ’ταν να καταφεύγατε εξαρχής στην ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου, χωρίς να ’χετε την τύχη ή τη χαρά να δείτε από κοντά τον συγγραφέα και τους ομοτράπεζούς του, αλλά και να αγγίξετε με τα χέρια το βιβλίο. Το βιβλίο που με τον καιρό αποκτά διττή μορφή: γίνεται μέρος της μοναχικότητας του ατόμου, αλλά και κομμάτι της κοινωνικότητάς του.

Βρίσκομαι συχνά σε τέτοιες παρουσιάσεις. Το βράδυ της Δευτέρας πέρασα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ηταν εκεί ο διαδικτυακός φίλος Αλέξης Σταμάτης που παρουσίαζε το τελευταίο βιβλίο του, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς». Στο μικρό, αμφιθεατρικής λογικής, χώρο παρουσίασης των βιβλίων του εκδοτικού οίκου αναμείχθηκα με το πολυποίκιλο κοινό (νέοι και μεγαλύτεροι στην ηλικία, «γιάπηδες» και «αντιεξουσιαστές» μαζί, άνθρωποι όλων των πολιτικών αποχρώσεων, αν κρίνω από τις μετέπειτα μικροσυζητήσεις...) που σε συνθήκες απόλυτης σιγής παρακολουθούσε τους καλεσμένους ομιλητές να τοποθετούνται, να στριμώχνουν τον συγγραφέα, να αναμειγνύουν τσιτάτα του Ζίζεκ ή του Φώκνερ, να ξεγυμνώνουν τον δημιουργό, με την ελπίδα όχι της αποκάλυψης, αλλά της επιείκειας του ίδιου και του κοινού. Κι εκεί στο πάνελ δεν ήταν άνθρωποι φτασμένοι, γκριζομάλληδες, με ρυτίδες και παλιομοδίτικο στυλ. Ηταν νέοι, πολύ νέοι, οι οποίοι διέθεταν γνώσεις –νομίζω ότι έκρυβαν γνώσεις– κι άφησαν στον κόσμο την αίσθηση ότι το βιβλίο ή η λογοτεχνία δεν είναι υπόθεση των μεγάλων, είναι υπόθεση όλων μας. Κι όταν αναφερόμαστε στο βιβλίο, εννοούμε το τυπωμένο βιβλίο.

Τη δουλειά του Αλέξη Σταμάτη θα επιχειρήσω μια άλλη φορά να προσεγγίσω, παρ’ ότι το βιβλίο αποκτά επικαιρότητα γιατί τελειώνει με εικόνες από έναν πολυτεχνειακό Νοέμβρη (Κυριακή, 16 Nοεμβρίου 1980, κυβέρνηση Ν.Δ., ο πατέρας του Μιχάλη υφυπουργός, η μεγάλη αντινατοϊκή πορεία, η απόφαση να πάμε ώς την αμερικανική πρεσβεία, η απαγόρευση της κυβέρνησης, τα ΜΑΤ παρατεταγμένα έξω από τη Βουλή... άγριο ξύλο, δακρυγόνα, τα κλομπ στα χέρια, η οδός Ρώμα, σαν σκηνή από ταινία...). Να διευκρινίσω, βεβαίως, ότι αντικείμενο του δεν είναι το Πολυτεχνείο, αλλά η ανίχνευση του τρόπου που φτερουγίζει μια ψυχή κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ομως, η παρουσίαση της καινούργιας δουλειάς του συγγραφέα έγινε ευκαιρία επιστροφής στον Ουμπέρτο Εκο (φωτ.) και στην άποψή του για το βιβλίο, τη ζωή και τον θάνατό του – αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει θάνατος. Αυτές τις μέρες, ο Εκο βρίσκεται στο Λούβρο και παρουσιάζει πρόγραμμα, με εξήντα τρεις αναγνώσεις, τρία κονσέρτα, μια έκθεση, οκτώ ντοκιμαντέρ, 300 ταινίες μικρού μήκους και, φυσικά, αλλεπάλληλες live συζητήσεις για το μέλλον του έντυπου βιβλίου.

Σε συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό «Εξπρές» μαζί με τον πρόεδρο της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, Μπρούνο Ρασίντ, ο Εκο διατείνεται ότι το τυπωμένο βιβλίο έχει μπροστά τους πολλές και όμορφες στιγμές. «Είναι ένα εργαλείο που μπορείς να διαβάσεις και σε περίπτωση μπλακ άουτ, στη βάση ενός δένδρου, μέσα στη μπανιέρα ή κάνοντας έρωτα, χωρίς να χρειάζεσαι τον ηλεκτρισμό», λέει ο Εκο, ο οποίος παραδέχεται ότι σε είκοσι χρόνια οι νέες γενιές θα είναι πλήρως προσκολλημένες στην οθόνη του υπολογιστή (ήδη είναι), αλλά εκείνος δεν θα ζει, οπότε δεν τον πολυνοιάζει! Ο Εκο δεν κρύβεται πίσω από την πολυπραγμοσύνη του. Αποδέχεται την εξέλιξη και μαζί τα οφέλη. Δεν παλεύει με το google. Μαζί του είναι, το χρησιμοποιεί. Δεν έχει κανένα πρόβλημα με τα πνευματικά δικαιώματα και μάλιστα λέει ότι είναι όπως Κάστρο, υπέρ της ελεύθερης διακίνησης ιδεών! Ομως, στη «Σιωπή των Βιβλίων» ο Τζορτζ Στάινερ γράφει: Μπορούμε ήδη να οδηγηθούμε σε κάποια διαπίστωση από την παράδοξη εντύπωση εξωτισμού που προξενεί η σιωπηλή πράξη της ανάγνωσης και την κατάπληξη κάποιου να μείνει μέρες και νύχτες κλεισμένος για να γράψει. Ο,τι πιο αδιανόητο σήμερα είναι το θέαμα ενός αγοριού που τρέχει να βρει καταφύγιο στη σκιά ενός υπόστεγου με το βιβλίο του...

Friday, November 13, 2009

Στέφανος Δάνδολος: "Σκότωσε ό,τι αγαπάς" του Αλέξη Σταμάτη: Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε ώριμη ηλικία


Συνήθως όταν ένας μυθιστοριογράφος αισθάνεται την ανάγκη να διερευνήσει το είδωλο του δημιουργού στον καθρέφτη της Τέχνης, επιλέγει ως ήρωά του έναν συγγραφέα.

Είναι η πλέον προσφιλής επιλογή, όχι μόνο επειδή, ως αυτό-αναφορικό εύρημα, του παρέχει την δυνατότητα να σκάψει απλώς μεθοδικά, αλλά ακόμα περισσότερο, επειδή του δίνει την ευκαιρία να πλάσει ένα alter ego που, εάν πετύχει στη κατασκευή, μπορεί να πάει το σκάψιμο πολύ-πολύ βαθιά. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Αλέξης Σταμάτης κατάφερε το δεύτερο, απορρίπτοντας την προοπτική της δημιουργίας ενός δικού του προσωπικού Νέιθαν Ζούκερμαν και επιλέγοντας ως ήρωα, όχι κάποιον φανταστικό συγγραφέα αλλά έναν σκηνοθέτη του σινεμά, έναν ghost writer του σκοταδιού. Ο Άρης Μανιάτης γίνεται εδώ το alter ego του Σταμάτη μέσα από μια παραπομπή άκρως συμβολική: καλή η λογοτεχνία, ωραία τα βιβλία, αλλά σε τελευταία ανάλυση μόνο ο κινηματογράφος, ως παράθεση εικόνων, μπορεί να λειτουργήσει αλληγορικά με την ίδια την ζωή. Και κάπως έτσι ξεκινάει η κατάδυση στο «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» [Εκδόσεις Καστανιώτη]. Σαν αργό, νωχελικό βύθισμα σε μια οθόνη των θαυμάτων, μέσα από την οποία ο ήρωας όχι μόνο προσπαθεί να διακρίνει το πραγματικό πρόσωπό του, αυτό που έχασε στο αντίκρισμα της εμπορικής επιτυχίας, αλλά σταδιακά επιχειρεί να ξαναγράψει και την απόκρυφη ιστορία του ειδώλου του στον καθρέφτη της Τέχνης.
Το story είναι απλό. Μεσήλικας σκηνοθέτης σε κρίση προσωπικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας πέφτει θύμα τροχαίου σε μιαν ορεινή ερημιά και, έχοντας το τελευταίο του σενάριο μαζί [το οποίο έχει μόλις αναγνώσει σε μια παρέα στενών φίλων] βρίσκει καταφύγιο σε ένα απόμερο, γοτθικού τύπου, αρχοντικό, στο οποίο κατοικούν μια παράξενη κοπέλα και ένας ερημίτης γιατρός. Η σύμπλευσή του με αυτούς τους ανθρώπους θα σταθεί μοιραία: στην αρχή τα ερωτηματικά είναι πολλά και το εκατέρωθεν πλησίασμα μοιάζει μάλλον επιφυλακτικό. Στην πορεία, όμως, ο σκηνοθέτης θα αντιληφθεί ότι η «παρεμβολή» των δύο αυτών πλασμάτων είναι η τελευταία του ευκαιρία να συμβιβαστεί με την «βαθιά» αλήθεια μέσα του, την ίδια εκείνη αλήθεια που υποτίθεται ότι πραγματεύεται στο τελευταίο του αυτοβιογραφικό σενάριο. Το κείμενο ξαναγράφεται από την αρχή, χωρίς στρογγυλεύσεις, και η μνήμη παίρνει το πάνω χέρι, δίχως φόβο, δίχως άλλες υπεκφυγές. Και η μεγάλη ανατροπή στο φινάλε, την οποία φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε, σφραγίζει τον κύκλο της αλληγορίας, προκειμένου να ανοίξει τον κύκλο του διαλόγου. Πού αρχίζει και πού τελειώνει ο καλλιτέχνης μέσα στην ψυχή του δημιουργού; Η ζωή επηρεάζει την δημιουργία ή η δημιουργία την ζωή; Πόσο αληθινός είσαι όταν λειτουργείς αυτοβιογραφικά σε ένα έργο τέχνης; Και άλλα πολλά.
Στο «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» ο Αλέξης Σταμάτης επιχειρεί να διαφοροποιηθεί από τα προηγούμενα βιβλία του, υιοθετώντας μια γραφή ελλειπτική και εσωτερική, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον Σταμάτη της ακατάπαυστης πλοκής και των αλλεπάλληλων ευρημάτων. Το αποτέλεσμα είναι ένα σκληρό μυθιστόρημα αυτογνωσίας, που μέσα από την ειλικρίνειά του καταφέρνει να μιλήσει καίρια για την τραγική σημασία του να είναι κανείς αυθεντικός καλλιτέχνης σήμερα

Tuesday, November 10, 2009

Λευτέρης Καλοσπύρος: Σκότωσε ό,τι αγαπάς


Λευτέρης Καλοσπύρος
Σκότωσε ό,τι αγαπάς

Όπως φάνηκε κι από την ανάλυση του Κυριάκου, το μυθιστόρημα του Αλέξη πραγματεύεται μια σειρά ζητημάτων και έτσι είναι αναπόφευκτα είναι ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες. Θα ήθελα να σταθώ περισσότερο σε δυο συγκεκριμένες διαστάσεις του κειμένου που μου έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση: την αυτοαναφορική και την πειραματική-εγκεφαλική. Αντιλαμβάνομαι πως οι συγκεκριμένοι όροι είναι παρεξηγημένοι στην εγχώρια λογοτεχνία, καθώς παραπέμπουν συνήθως στα φορμαλιστικά έργα της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (Μπαρθ, Μπαρθέλμι, Ρομπ-Γκριγιέ), έργα στα οποία η ακραία αυτοαναφορικότητα στηλιτεύεται από τους επικριτές ως κακοχωνεμένος υπαρξισμός, και η «εγκεφαλικότητα» με την προσπάθεια των συγγραφέων να υποστηρίξουν και δικαιώσουν μέσα από τα λογοτεχνικά τους έργα κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφική ιδέα ή θεωρία της εποχής.

Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» αποφεύγει επιτυχώς τους παραπάνω σκοπέλους, μολονότι είναι έκδηλο το αυτοαναφορικό στοιχείο και το έργο στο σύνολό του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εγκεφαλικό. Κατ αρχήν, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον Αλέξη Σταμάτη και τον τυπικό μεταμοντέρνο συγγραφέα. Οι ήρωες σε αυτά τα μεταμοντέρνα μυθιστορήματα εμπλέκονται σε δαιδαλώδεις αναζητήσεις και παιγνιώδεις περιπέτειες μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν στο τέλος πως η αλήθεια και η πλάνη είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου, συνήθως κάλπικου, νομίσματος. Στα έργα του Αλέξη, η αναζήτηση της αλήθειας, η πορεία προς την αυτογνωσία, προς τον απωθημένο εαυτό που μόνο κάτω από έντονες δραματικές συνθήκες μπορεί να ανακαλυφθεί, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να υποβιβαστεί σε ένα απλό θεωρητικό παιχνίδι. Τα μεταμοντέρνα τεχνάσματα ενορχηστρώνουν την πλοκή, εντείνουν τις δραματικές κορυφώσεις, αλλά δεν αλλοιώνουν στον σκληρό πυρήνα του μύθου.

Ο Άρης Μανιάτης, ένας κινηματογραφιστής που δεν βιώνει απλά την κρίση της μέσης ηλικίας, αλλά ουσιαστικά η τελευταία δεκαετία της ζωής του είναι μια διαρκής κρίση μέσης ηλικίας, εμπλέκεται σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, βρίσκει καταφύγιο σε ένα σπίτι με παράλογη μυστηριακή ατμόσφαιρα, έρχεται σε επαφή με δυο πρόσωπα, το γιατρό και τη Δάφνη, που τον υποχρεώνουν να ξαναγράψει το αυτοβιογραφικό σενάριο που τον ταλαιπωρεί χρόνια, αναγκάζεται να επανεξετάσει τις επιλογές που τον έφεραν στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Από τη στιγμή που συμβαίνει το ατύχημα και μετά όμως, ο Άρης Μανιάτης δεν είναι ο μόνος που σχεδιάζει μεθοδικά τις δολοφονίες των αγαπημένων του ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης ακολουθεί μια παράλληλη πορεία που εφάπτεται με εκείνη του ήρωά του. Την ίδια στιγμή που ο ¨Αρης Μανιάτης είναι υποχρεωμένος να σκοτώσει όλα αυτά που αγαπάει και έχει συμπεριλάβει στο σενάριό του, ο Αλέξης Σταμάτης μεθοδεύει το τελικό ξεκαθάρισμα με τις επιρροές που τον καθόρισαν σαν καλλιτέχνη και τις αγαπημένες συγγραφικές τακτικές του, τουλάχιστον ως σήμερα: την ποιητική διάθεση στα πρώτα έργα του, την περιπέτεια και το σκληρό ρεαλισμό των ύστερων έργων, ίσως ακόμη και τους τύπους ηρώων που πρωταγωνίστησαν στα κείμενά του. Ο Άρης Μανιάτης δεν είναι το τυπικό alter ego του συγγραφέα, ο πρόθυμος εντολοδόχος ή το βολικό φερέφωνο των ιδεών του, αλλά μια αυθύπαρκτη, έστω στα όρια της μυθοπλαστικής σύμβασης, οντότητα. Ο κινηματογραφιστής και ο συγγραφέας είναι πολύ απασχολημένοι με τις προσωπικές εμμονές τους για να αναμειχθούν ο ένας στις υποθέσεις του άλλου.


Αυτό που μοιάζει να είναι το πιο αυτοαναφορικό έργο του δεν είναι κατ ανάγκη και το πιο προσωπικό. Ας δούμε λίγο τι συμβαίνει στη βιογραφία και ειδικότερα στην αυτοβιογραφία. Ο Ντισραέλι είχε πει κάποτε πως «Η Βιογραφία είναι η Ζωή δίχως τη θεωρία». Φυσικά, η ανάγκη για αισθητική τελειότητα στην διατύπωση μιας αποστροφής, δεν επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη της αλήθειας που αυτή κρύβει. Θα προσέθετα λοιπόν πως η «Η βιογραφία θα έπρεπε να είναι η ζωή χωρίς τη θεωρία», έχοντας αμφιβολίες αν αυτό μπορεί να είναι εφικτό. Ειδικότερα όταν κάποιος ξεκινάει να γράψει την αυτοβιογραφία του, στην ουσία είναι αδύνατο να καθαρίσει τη ζωή του από τις θεωρητικές προσμείξεις. Η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου είναι η επανεξέταση της προσωπικής του ζωής ο άνθρωπος προσπαθεί πρώτιστα να κατανοήσει πως κατέληξε να είναι αυτός που είναι και πριν γράψει την ιστορία της ζωής του, είναι υποχρεωμένος να επανεξετάσει, σε θεωρητικό πλαίσιο τις επιλογές που ΔΕΝ έκανε, τις κατευθύνσεις που δεν ακολούθησε όταν χρειάστηκε να πάρει τις οριακές αποφάσεις στη ζωή του. Όσο αφηγείται την ιστορία του, και προκειμένου να καταλάβει καλύτερα ποιος είναι, είναι αναγκασμένος να βάλει τον εαυτό του στη θέση του ατόμου που θα μπορούσε να είναι σήμερα. Σε ένα έργο με έκδηλο το αυτοαναφορικό στοιχείο, ο συγγραφέας λειτουργεί περίπου όπως ο αυτοβιογραφούμενος, με τη διαφορά πως όσο εξελίσσεται ο μύθος, η αρχική συγγραφική περσόνα διαιρείται σε πολυάριθμα επιμέρους είδωλα χωρίς να είναι πλέον αναγνωρίσιμη η αληθινή περσόνα του συγγραφέα, χωρις άλλωστε και να υπάρχει η ανάγκη γι’ αυτό. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα να εντοπίσω αναλογίες ανάμεσα στον Άρη Μανιάτη και τον Αλέξη Σταμάτη, τόσο περισσότερο ένιωθα να απομακρύνεται ο ένας από τον άλλο και όσο ξεδιπλωνόταν η πλοκή, τόσο λιγότερο με ενδιέφερε. Και όπως φαίνεται από την ανατροπή στο τέλος, ο μύθος είναι αυτός που έχει τελική μεγαλύτερη αξία, σημασία από κάθε τι.


Το παραπάνω κείμενο αποτελει την εισήγηση του κριτικού λογοτεχνίας Λευτέρη Καλοσπύρου κατα την παρουσιαση του βιβλιου ΣΚΟΤΩΣΕ Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΑΣ του Αλέξη Σταμάτη, στο "104" των εκδόσεων Καστανιώτη , την Δευτερα, 9 Νοεμβρίου.

Κυριάκος Πιερρακάκης: Σκότωσε ό,τι αγαπάς


Κυριακος Πιερρακάκης
Σκότωσε ό,τι αγαπάς

Χαίρομαι πολύ που έχω απόψε την ευκαιρία να μιλήσω για το έργο του Αλέξη Σταμάτη και συγκεκριμένα για το καινούργιο του μυθιστόρημα «Σκότωσε ότι αγαπάς».
Η ειρωνεία της παρουσίασης μυθιστορημάτων κρύβεται στο χάσμα ανάμεσα σε παρουσιαστή και κοινό. Κατά κανόνα, αυτός που παρουσιάζει το βιβλίο το έχει διαβάσει (αν και υπάρχουν και εξαιρέσεις....), και γνωρίζει καλά την πλοκή, την υπόθεση. Στις περισσότερες περιπτώσεις το κοινό δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Έτσι, ο παρουσιαστής βρίσκεται στην περίεργη θέση να πρέπει να μιλήσει για το βιβλίο χωρίς να «μιλήσει» για το βιβλίο. Να δώσει το άρωμα του βιβλίου, χωρίς να προδώσει τα συστατικά του.
Κάτι το οποίο με συναρπάζει στο σύνολο του έργου του Αλέξη είναι η συνειρμική του δυνατότητα. Χτίζει μια εικόνα πάνω στο επίπεδο συνειρμών με σκηνές από ταινίες, στίχους από τραγούδια, χρώματα και υλικά από πίνακες – δομώντας ένα μωσαϊκό το οποίο ο αναγνώστης εισπράττει σαν να το συνέλαβε ο ίδιος. Κάτι το επίσης προφανές είναι ότι ο Αλέξης διαβάζει πολύ – ψυχολογία, φιλοσοφία, λογοτεχνία. Ειδικά τα δυο πρώτα είναι προφανή στο σκότωσε ότι αγαπάς.
Ο πρωταγωνιστής λέγεται Άρης Μανιάτης, κινηματογραφιστής. Βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας, η οποία έρχεται στην επιφάνεια με αφορμή τη βραδιά των πεντηκοστών γενεθλίων του, την οποία περνά μαζί με φίλους κάπου στην επαρχία. Εκεί, τους παρουσιάζει το τελευταίο του – αυτοβιογραφικό – σενάριο, το οποίο έχει ακριβώς τον ίδιο τίτλο «Σκότωσε ότι αγαπάς». Ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της επιστροφής αφήνει τον Άρη Μανιάτη χωρίς αυτοκίνητο και ο δρόμος τον φέρνει σε ένα απομονωμένο παλιό αρχοντικό. Εκεί θα συναντήσει δυο πρόσωπα. Μια κοπέλα και έναν ηλικιωμένο γιατρό. Η επαφή με αυτά τα πρόσωπα φέρνει πίσω εικόνες και σκέψεις τις οποίες ο πρωταγωνιστής είχε προσπαθήσει προ πολλού να αφήσει πίσω του, να «σκοτώσει».
Αλέξη συγκράτησα το γεγονός ότι στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου αναφέρεις ότι ο πρωταγωνιστής διαβάζει Βιτγκενστάιν, Καντ, Ζίζεκ. Θα σταθώ στον τελευταίο. Ο Σλάβοι Ζίζεκ είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή φιλοσόφους/ψυχολόγους, από τη σχολή του Ζακ Λακάν. Η σκέψη του Ζίζεκ είναι διάχυτη στο έργο του Αλέξη – ξεκινώντας από τον ίδιο τον τίτλο: «Σκότωσε ότι αγαπάς» - τη διάσημη φράση «Kill your darlings» του Faulkner. Το νόημα της φράση σε πρώτο επίπεδο αφορά την αφαίρεση – δηλαδή αφαιρείς από το κείμενο όλα τα περιττά - ότι δεν υπηρετεί τη δομή και το σκοπό του.
Κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα ως προς αυτό είναι το λογοτεχνικό εύρημα του Αλέξη να συμπεριλάβει τις φράσεις που ο πρωταγωνιστής σταδιακά αφαιρεί/σβήνει από το αυτοβιογραφικό σενάριο – με μια μαύρη γραμμή. Η προτροπή «σκότωσε ότι αγαπάς» δρα σε δυο παράλληλες διαστάσεις για τον πρωταγωνιστή: το αυτοβιογραφικό σενάριο που γράφει, και η πραγματικότητα της ζωής του. Είναι όμως μια προτροπή την οποία, σε αρχικό στάδιο, ο πρωταγωνιστής φαίνεται να έχει υιοθετήσει πολύ κυριολεκτικά. Γράφει ο Αλέξης Σταμάτης:
«Ίσως τελικά από μια σελίδα μείνει μια φράση, μια εικόνα, ένα πλάνο, έτσι, ως ανάμνηση αλλά και ως μεδούλι της θυσιασμένης σύνθεσης. Όμως εδώ, στο ριράιτινγκ, κανένα έλεος, δεν είχε μείνει τίποτα. Η όποια λυρική, μελοδραματική, επική μου χρυσαλίδα είχε πνιγεί στο ίδιο της το αίμα.
Μα τελικά αυτό δεν έκανα στη ζωή μου; Kill your darlings. Φίλα το όπλο, δάγκωσε τις σφαίρες. Ήμουν καλός σε αυτή τη θυσία. Το κρεβάτι του Προκρούστη ήταν ανηλεές.»
Ό Άρης Μανιάτης φαίνεται να έχει θυσιάσει τη ζωή, με σκοπό την εξυπηρέτηση της δομής. Η δομή όμως αυτή, γίνεται μετέπειτα η ίδια του η πραγματικότητα, ωσάν η προτροπή του Faulkner να γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία για τον πρωταγωνιστή.
Είναι όμως σωστή η ανάγνωση του πρωταγωνιστή στη φράση του Faulkner; Ότι, δηλαδή, η εξυπηρέτηση της δομής πρέπει να γίνει με κάθε κόστος – ακόμα και αν θυσιάσεις την πραγματικότητα;
Εδώ είναι χρήσιμο να επιστρέψουμε στο Ζίζεκ. Ο Ζίζεκ ισχυρίζεται ότι ένας λειτουργικός τρόπος κατηγοριοποίησης της αντίληψης είναι ο εξής:
1) Υπάρχουν πράγματα τα οποία γνωρίζουμε ότι τα γνωρίζουμε
2) Πράγματα τα οποία γνωρίζουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε.
3) Πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε.
4) Συμμετρικά, υπάρχει όμως και μια τελευταία, μακράν πιο ενδιαφέρουσα κατηγορία – σίγουρα για την ψυχολογία, αλλά και για τη λογοτεχνία. Αυτά τα οποία δεν γνωρίζουμε ότι τα γνωρίζουμε.
Με την τέταρτη αυτή κατηγορία επιλέγει να καταπιαστεί ο Αλέξης. Ο πρωταγωνιστής Άρης Μανιάτης έχει επιλέξει να τοποθετήσει ένα μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος του – ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητάς του κάτω από ένα νοητό χαλί, πάνω στο οποίο έχει στήσει μια άλλη, μια επίπλαστη πραγματικότητα. Το πνεύμα του Ζίζεκ – το οποίο υπηρετεί η πλοκή που στήνει ο Αλέξης Σταμάτης, καλεί τον πρωταγωνιστή, μέσα από καταλυτικά γεγονότα, αλλαγές, μεταβολές, να τραβήξει αυτό το νοητό χαλί, να δει τον εαυτό του γυμνό στην καθρέφτη, να αποδομήσει αυτή την επίπλαστη πραγματικότητα.
Το «σκότωσε ότι αγαπάς» μπορεί πράγματι να εξυπηρετεί τη δομή, ιδιαίτερα όταν είναι δύσκολο σε ένα υποκείμενο να κάνει επιλογές ανάμεσα σε πολλά ενδεχόμενα. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, πολύ πιο πραγματική ανάγνωση. Ότι το «σκότωσε ότι αγαπάς» οφείλει πρωτίστως να εξυπηρετεί την ίδια τη ζωή – ότι όσο και αν αγαπάς, όσο και αν σε βολεύουν οι επίπλαστες πραγματικότητες, οφείλεις να τις αποδομήσεις, να αφαιρέσεις πρώτα αυτές – και στη θέση τους να αναδυθείς εσύ, όπως πραγματικά είσαι.
Αυτή αισθάνθηκα πως είναι η προτροπή του συγγραφέα τόσο προς τον πρωταγωνιστή όσο και προς τον αναγνώστη.

Το παραπάνω κείμενο αποτελει την εισήγηση του πολιτικου επιστημονα Κυριακου Πιερρακάκη κατα την παρουσιαση του βιβλιου ΣΚΟΤΩΣΕ Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΑΣ του Αλέξη Σταμάτη, στο "104" των εκδόσεων Καστανιώτη , την Δευτερα, 9 Νοεμβρίου.

Tuesday, October 13, 2009

Σαγκάη: Στην αιχμή του μέλλοντος


Κοιτάζοντας ψηλά τη θέα από στο εσωτερικό Patio του ξενοδοχείου Grand Hyatt το οποίο βρίσκεται μεταξύ 53ου και 87ου ορόφου στον περίφημο πύργο Τσιν Μάο, πίνοντας το τσάι μου σε ένα χώρο στον οποίο βλέπουν και οι 33 όροφοι του ψηλότερου ξενοδοχείου στον κόσμο, νομίζω πως βρίσκομαι σε μια σκηνή από το «Σταρ Ουόρς». Λίγο αργότερα, μπροστά στο «Διαμάντι της Ανατολής», τον θρυλικό «Πύργο Οριένταλ» σήμα κατατεθέν της πόλης με τις «ντίσκο» μπάλες του που προσφέρουν ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα της πόλης, αντικρίζω μια από τις πιο υπέροχα κιτς κατασκευές του πλανήτη. Την αίσθηση επενδύει αγγλική ποπ των 80’ς η οποία, για έναν παράξενο λόγο, ακούγεται σ ‘ ολόκληρο τον εξωτερικό χώρο. Ορδές Κινεζών πηγαινοέρχονται υπό της ήχους των Echo and the Bunnymen και των Duran Duran. Το βράδυ από τη βεράντα του «Bar Rouge» χαζεύω σε όλη του την φουτουριστική έκταση το πανόραμα του Πουτόνγκ, της «γειτονιάς των ουρανοξυστών», η οποία ανεγέρθηκε μόλις σε 15 χρόνια σε ένα χώρο που παλιά ήταν σχεδόν εγκαταλελειμμένος. Η «πτήση» του ανθρώπου, μέσα από την κατασκευή, την ανάπτυξη, τη φιλοδοξία σε όλο της το εμβληματικό μεγαλείο. Ωστόσο, στην άκρη της βεράντας, η σημαία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κίνας μου θυμίζει ότι βρίσκομαι σε ένα κομμουνιστικό κράτος…
Αυτό το ιλιγγιώδους ταχύτητας πέρασμα της κινεζική κοινωνίας στον κόσμο της αγοράς είναι πραγματικά κάτι το μοναδικό. Η εξήγηση δεν είναι απλή. Ίσως να έχει να κάνει με τον ίδιο τον χαρακτήρα του Κινέζου ο οποίος δεν «πενθεί» για τα τραύματα του παρελθόντος. Δεν τα επουλώνει. Το «σύστημά» του είναι πολύ πιο απλό. Τα απωθεί και δεν μιλάει πλέον γι’ αυτά. Εκείνο που τον ενδιαφέρει πια, είναι το «πάμε παρακάτω», το τώρα, το μέλλον. Ενώ άλλες χώρες κάνουν δεκαετίες να ξεπεράσουν τα δεινά και τις καταστροφές που έζησαν, η Κίνα φαίνεται ότι δεν χρειάζεται συλλογική ψυχανάλυση. Κάνει cut και συνεχίζει. Ένα πραγματικά εξαιρετικά πρωτότυπο φαινόμενο μαζικής απώθησης, που επιτρέπει στους ανθρώπους να αλλάξουν ζωή σχεδόν εν μια νυκτί.
Η Σαγκάη είναι μια πόλη στην κόψη του μέλλοντος, δεν αντιγράφει, απορροφά, οικειοποιείται, δημιουργεί τους δικούς της νομούς. Μια πόλη που σαν την Αμερική των αρχών του 20 αιώνα, προσελκύει μαζικά τους γειτονικούς ασιατικούς πληθυσμούς, αλλά και διψασμένους για ζεστό χρήμα ξένους, υποσχόμενη γρήγορο πλουτισμό και πλούσια ζωή. Ένα ασιατικό Ελντοράντο. Η προκυμαία του Μπαντ, κάποτε το καμάρι της Ανατολικής Ασίας τα χρόνια της αποικιοκρατίας, είναι και πάλι στα πάνω της, προσελκύοντας την crème de la crème της πόλης. Όλοι πλέον θέλουν ένα κομμάτι από την πίτα της Σαγκάης. Και η πόλη είναι έτοιμη να το προσφέρει. Φόβος να εξαντληθεί το «γλυκό» δεν υπάρχει. Η Σαγκάη ολοένα και διογκώνεται ολοένα και απλώνει με δορυφορικούς οικισμούς μεγαλεπήβολου σχεδιασμού.


Όσο για την πολιτιστική της ταυτότητα, δεν έχω να πω πολλά. Αν το Πεκίνο διατηρεί ακόμα αρκετά στοιχεία από την παλιά και αρχαία παράδοση, εδώ μιλάμε για μια φιλόδοξη μεγαλούπολη δυτικών προδιαγραφών σε διαρκή εγρήγορση. Πλέον εδώ βρίσκεται η πόλη «που «ποτέ δεν κοιμάται». Κάποιος Ασιάτης Σινάτρα θα την έχει κάνει σίγουρα τραγούδι. Κάποιοι πιστεύουν πως όσο ο κόσμος τεχνοδομείται, τόσο πνευματώνεται. Σε αυτό η Σαγκάη επιφυλάσσεται αν μας απαντήσει στο μέλλον.
Όσο για τις εμπειρίες μου από την εκδήλωση της Εταιρίας Συγγραφέων της Σαγκάη στην οποία έλαβα μέρος -η οποία έγινε στο υπέροχο, αποικιακού ρυθμού, κτίριο της-, ήταν μόνο θετικές.
Το κοινό συμμετείχε ενεργά, μιλήσαμε για την ελληνική λογοτεχνία, δέχτηκα ερωτήσεις για τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καβάφη και με συγκίνηση ένιωσα πως μας ενώνουν οι δυο παλαιότεροι μεγάλοι πολιτισμοί του κόσμου. Γιατί όταν ένας Κινέζος ποιητής σου διαβάζει Σαπφώ στη γλωσσά του, νιώθεις ότι οι θραυσματικοί στίχοι της μεγάλης ποιήτριας από της Λέσβο είναι ιδεογράμματα χαραγμένα στις τεκτονικές πλάκες που μας ενώνουν όλους…

亚历克斯 ・ 斯坦麦提斯
Αλέξης Σταμάτης, στα κινέζικα

Πεκίνο


To Πεκίνο δεν χρωστάει τίποτα ιδιαίτερο στη φυσική του θέση. Δεν είναι λιμάνι ούτε έχει κάποιο φημισμένο ποτάμι να το διασχίζει. Βέβαια το νερό είναι σημαντικό στοιχειό στην πολύ όπως και το πράσινο (τις τρεις μέρες που έμεινα εδώ έβλεπα παντού ανθρώπους να φυτεύουν λουλούδια).
Η βιτρίνα του Πεκίνου είναι τα κτίρια του, παλιά και νέα, από την Απαγορευμένη πόλη μέχρι τους οξύρυγχους ουρανοξύστες. Εντυπωσιάζει επίσης η ιπποδάμεια ρυμοτομία του, η γεωμαντεία στις χαράξεις και η κοσμική του συμμετρία, η οποία αντανακλάται ακόμα και στον χαρακτήρα των κατοίκων του. Η πόλη ωστόσο δεν ανοικοδομείται με βάση τον βαρύ συμβολισμό της Κινεζικής παράδοσης, αλλά μέσα από τις σπίθες του δυτικού μεταμοντερνισμού.
Φυσικά το Πεκίνο είναι και η τέχνη του -από τα αριστουργήματα του παρελθόντος μέχρι το υπερσύγχρονο παρόν. Κι ενώ οι Κινέζοι εικαστικοί είναι ήδη από τους πιο «χοτ» και ακριβοπληρωμένους καλλιτέχνες του κόσμου, η χώρα φαίνεται πως κάνει δυναμικό άνοιγμα και στο βιβλίο. Και η Ελλάδα είναι εδώ.


Η 16η έκθεση Βιβλίου του Πεκίνου διεξήχθη στο Διεθνές Κέντρο Εκθέσεων της Κίνας, με την Ισπανία ως τιμώμενη χώρα. Η παρουσία του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου ήταν αξιοσημείωτη, με ένα κομψό περίπτερο στο οποίο δέσποζε ένα αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου, δημιουργώντας μεικτά συναισθήματα στο απέναντι περίπτερο του Ιράν –που στολιζόταν από δυο παραδοσιακά ριχτάρια και μια μικρή σημαιούλα.
Οι Κινέζοι φαίνεται να ενδιαφέρονται αρκετά για την λογοτεχνία μας, από τους αρχαίους συγγραφείς ως τους νομπελίστες ποιητές μας, αλλά και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο -το «Γονίδιο της Αμφιβολίας» του οποίου έχει ήδη κυκλοφορήσει στα κινεζικά από τον εκδοτικό οίκο «Νιού Σταρ»-, όπως και τον Τεύκρο Μιχαηλίδη -τα «Πυθαγόρεια Εγκλήματα» του έχουν αγοραστεί από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Μην ξεχνάμε πως του χρόνου η Διεθνής Έκθεση του Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη είναι αφιερωμένη στον ασιατικό γίγαντα ο οποίος, παρόλα τα εσωτερικά του προβλήματα, αρχίζει πλέον μια νέα -αλλού τύπου φυσικά-, πολιτιστική «ανάσταση».
Τα παραπάνω γράφτηκαν υστέρα από ένα γεύμα στα τοπικά Μακ Ντόναλντς οπού σερβιρίστηκα Big Mac, πατάτες και Κόκα Κόλα Ζίρο υπό τους ήχους του «Its now or never» του Έλβις Πρίσλει. Φαίνεται πως στο σύγχρονο Πεκίνο, όσο και αν γιορτάζει ευφρόσυνα με παρελάσεις και ύμνους την 1η Οκτωβρίου του 1949, τη μέρα που ο Μάο –ο «μεγάλος τιμονιέρης»-, ίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, its only now.

Σαγκάη: Η αλληγορία της αγοράς


Eντυπώσεις από Σαγκάη. Σοσιακαπιταλισμός, υγρασία, ιλιγγιώδης ανάπτυξη. Ο 21ος αιώνας ναι μεν θα ανήκει στην Κίνα, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θα έχουν (και έχουν) συντελεστεί μερικές από τις πιο υπόγειες, αθόρυβες και εντυπωσιακές εξελίξεις στο κοινωνικό σώμα ενός έθνους. Η Κίνα είναι ένα σώμα που θεραπεύεται από το τραυματικό παρελθόν με ομοιοπαθητική. Ο ίδιος ο οργανισμός αυτοιάται, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και όλα τα παράπλευρα συμπτώματα ενός μεταμοντερνισμού που εκτελείται με εκθετική ταχύτητα πάνω σε μια tabula rasa.

Η κεντρική εκδήλωση αυτού της ασύλληπτου, καινοφανούς πειράματος διεξάγεται στην Σαγκάη, η οποία μόλις πριν από 25 χρόνια ήταν ένα γκρίζο βιομηχανικό λιμάνι και σήμερα έχει μετατραπεί σε έναν κολοσσό 17 εκατομμυρίων κατοίκων με 4.000 ουρανοξύστες και βιντεοοθόνες που καλύπτουν ολόκληρα κτίρια. Το μεγαλείο των ετών του 30 συνυπάρχει με τα νέα φουτουριστικά κτίρια, το ποδήλατο με τις εκθέσεις Μπέντλει. Η Σαγκάη ενσαρκώνει το πιο συναρπαστικό πεδίο πειραματισμού του πλανήτη, ένα αχανές οικόπεδο όπου οι δυνάμεις της αγοράς επιδίδονται στο απόλυτο κρας τεστ του μέλλοντος.

Έτσι όπως το αποικιακό παρελθόν του Bund αντικρίζει το διαστημικό ορίζοντα του Pudong, η ιστορία μοιάζει με ένα ζωντανό power point. Είναι σαν σε ένα μουλτιπλεξ να παίζονται το ένα μετά το άλλο έργα του Έριχ φον Στρόχαιμ και του Τζέιμς Κάμερον. Μια πόλη - υπερθέαμα, που ετοιμάζεται να μαγέψει τον πλανήτη με την παγκόσμια Έκθεση του 2010. Μια ασιατική Νέα Υόρκη που ανυψώθηκε από τα αποκαΐδια του αυστηρού κομμουνισμού για να εξελιχθεί σε έναν τόπο - αλληγορία της Αγοράς που εκτινάσσεται κατακόρυφα αθροίζοντας διαρκώς ορόφους στην αχόρταγη ανθρώπινη ανάγκη για το επίκαιρο.

Sunday, October 11, 2009

Χέρτα Μίλερ: Το φετινό Νόμπελ

Απόσπασμα από εργο της Χέρτα Μίλερ, που πήρε φέτος το Νόμπελ Λογοτεχνιας.
Δεν ειχα διαβασει τιποτα δικό της, διαβασα το σκεπτικό της επιτροπής και το πρώτο κείμενο της που βρηκα δεν με εξεπληξε. Ισως πλεον η επιτροπή των Νομπελ θα πρέπει να προσγειωθεί στη λογοτεχνία του 21ου αιώνα.


Around the war memorial are roses. They form a thicket. So overgrown that they suffocate the grass. Their blooms are white, rolled tight like paper. They rustle. Dawn is breaking. Soon it will be day.

Every morning, as he cycles alone along the road to the mill, Windisch counts the day. In front of the war memorial he counts the years. By the first poplar tree beyond it, where he always hits the same pot hole, he counts the days. And in the evening, when Windisch locks up the mill, he counts the years and the days once again.

He can see the small white roses, the war memorial and the poplar tree from far away. And when it is foggy, the white of the roses and the white of the stone is close in front of him as he rises. Windisch rides on. Windisch's face is damp, and he rides till he's there. Twice the thorns on the rose thicket were bare and the weeds underneath were rusty. Twice the poplar was so bare that its wood almost split. Twice there was snow on the paths.

Windisch counts two years by the war memorial and two hundred and twenty-one days in the pot hole by the poplar.

Every day when Windisch is jolted by the pot hole, he thinks, "The end is here." Since Windisch made the decision to emigrate, he sees the end everywhere in the village. And time standing still for those who want to stay. And Windisch sees that the night watchman will stay beyond the end.

And after Windisch has counted two hundred and twenty-one days and the pot hole has jolted him, he gets off for the first time. He leans the bicycle against the poplar tree. His steps are loud. Wild pigeons flutter out of the churchyard. They are as grey as the light. Only the noise makes them different.

© Herta Muller, Martin Chalmers. Reproduced with the kind permission of Serpent's Tail.

Wednesday, September 30, 2009

Σύγχρονο Ελληνικό μυθιστόρημα

Η σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία διαθέτει έντονη ποικιλία όσον αφόρα την θεματική διαπραγμάτευση, το στιλ και την κατεύθυνση . Το χαρακτηριστικό της νέας γενιάς των δημιουργών είναι η έντονη αντίσταση της στην κατηγοριοποίηση. Ταυτόχρονα οι νέοι έλληνες συγγραφείς έχουν αρχίσει και ανοίγουν ένα παράθυρο στον κόσμο.
Η γενιά αυτή υπήρξε ίσως εξ πρώτη που έσπασε τα εθνικά σύνορα και παρήγαγε έργα που είναι τοποθετημένα μερικώς η ολικώς έξω από την Ελλάδα. Έχοντας μεγαλώσει σε ένα κλίμα παγκοσμιοποίησης με την έκρηξη των μίντια , της τεχνολογίας και του Ίντερνετ, η νεα αυτή λογοτεχνική γενιά ένιωσε την ανάγκη να εξερευνήσει την ταυτότητα στης όχι μόνον εντος των εθνικών συνόρων αλλά και έξω από αυτά. Ο δημιουργός πλέον δεν συνομιλεί αποκλειστικά με την τοπική του παράδοση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την αγνοεί η την προσπερνά). Ανοίγεται, γίνεται «πολίτης του κόσμου» (η ουσιαστική έννοια του παρεξηγημένου όρου «κοσμοπολίτης»). Και αυτό δημιουργεί ορισμένα προβλήματα.

Μια μερίδα της ελληνικής κριτικής λογοτεχνίας παρατήρησε πρόσφατα πως οι νέοι έλληνες συγγραφείς που εμφανίστηκαν στη λογοτεχνία μετά το 1980, εμφανίζονται συνειδητά αποσυνδεμένοι από την παράδοσή της και τις εμπειρίες των προηγούμενων γενεών. Πιστεύει ότι η χειραφέτησή τους αυτή είναι ακόμα πολύ πρόσφατη για να κάνει την ιστορική μνήμη θετική αξία αλλά και να αποτρέψει τις υπερβολές μιας ελευθερίας που βιώνεται κυρίως σαν άρνηση κάθε μορφής επικαθορισμού. Θεωρεί ότι υπάρχει ένα «κενό πραγματικότητας» στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία και ένα έλλειμμα βάρους και βάθους στις εμπειρίες που κατατίθενται σ' αυτήν.
Χωρίς να διαφωνώ σ’ αυτήν τη γενική σκιαγράφηση, πιστεύω πως εκείνο που έχει σημασία είναι ο λόγος που οδήγησε την νεότερη γενιά των ελλήνων συγγραφέων στο να «προσπεράσουν» την παράδοση, αλλά και στη εγγενή άρνηση της συγκεκριμένης γενιάς να «κατηγοριοποιηθεί»
Κάποτε, ένας σπουδαίο έλληνας σκηνοθέτης είπε πως οι παλαιότεροι ήταν «πρίγκιπες των μισών πραγμάτων, ενώ σήμερα τα νέα παιδιά είναι «πριγκιπόπουλα πολύ μικρότερων κλασμάτων». Η νέα γενιά συγγραφέων, σε γενικές γραμμές όσοι γεννήθηκαν από το 1960 και εντεύθεν, έζησε εξ αντανακλάσεως τα τελευταία σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας. Τη δεκαετία του 80, οι νεότατοι εκπρόσωποί της εμφανίστηκαν για πρώτη φορά με έναν νεανικό, άμεσο λόγο μιλώντας για τα πράγματα της γενιάς τους. Οι συγγραφείς αυτοί εξέφραζαν την κόπωση από το βαρύ ιστορικό φορτίο που κληρονόμησαν.
Η ακόμα νεότερη γενιά όμως, είχε το προνόμιο(;) να «ανδρωθεί» μέσα από την τεχνολογική επανάσταση, το άνοιγμα των επικοινωνιών και την παγκοσμιοποίηση. Οι συγγραφείς της ταξίδεψαν, έζησαν στο εξωτερικό, διάβασαν ξένη λογοτεχνία πριν ίσως διαβάσουν και ελληνική, πρωτοέγραψαν σε υπολογιστή, πλοηγήθηκαν από πολύ μικροί στο δίκτυο. Συγγραφείς μιας γενιάς που, αντίθετα με την προηγούμενη δεν είχε «ορατό εχθρό» (αν και βέβαια ο «εχθρός» είναι πλέον πανταχού παρόν, αόρατος και, το χειρότερο, ενίοτε γοητευτικός), βρέθηκαν απότομα σ’ ένα νέο γενναίο κόσμο όπου οι «ισμοί» έδιναν τη θέση τους στα τρία w.
Ό συγγραφέας είναι ένα πλάσμα που διψάει για έμπνευση. Όταν ξαφνικά ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται στο γραφείο του, ή όταν έχει τη δυνατότητα o ίδιος να τον συναντήσει, δεν υπάρχει περίπτωση να αγνοήσει την πρόκληση. Πιστεύω πως η όποια απομάκρυνση των νέων συγγραφέων από την «παράδοση» δεν οφείλεται σε μια ανάγκη πατροκτονίας ή απαξίας του παρελθόντος. Ήταν ίσως, το φυσικό αποτέλεσμα μιας απότομης μεγέθυνσης. Από την αλάνα στο συμπαντικό γήπεδο η απόσταση είναι μεγάλη, κι ίσως σε κάνει μερικές φορές να ξεχνάς ότι το παιχνίδι έχει πάντοτε τους ίδιους κανόνες.
Δίκιο έχει η κριτική όταν λέει ότι οι ιστορικές συνθήκες βοήθησαν τη νέα γενιά ώστε να κάνει αναίμακτα μια κάθετη τομή. Κάθε ουσιαστική ρήξη προϋποθέτει κι ένα αιμάτινο αντίτιμο. Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι ζούμε σε μια χώρα, όπου η νοσταλγία για τα παλιά είναι σχεδόν γονιδιακή. Ο καημός του Έλληνα είναι να μιλάει για το παρελθόν του. Σε μια εποχή όπου οι δυτικές κοινωνίες (ειδικά οι προτεσταντικές) ζητούμενο είναι η αυτοπραγμάτωση, η ελληνική, που βασίζεται σε συνεκτικές «μαζικές» δομές - οικογένεια, κόμματα, παρέες, ορθοδοξία - είναι φυσικό να αντιδρά σε μια απότομη, ατομοκεντρική «πτήση προς το άγνωστο». Μια «πτήση» που φυσικά ενέχει και όλα τα προβλήματα που αναφύονται όταν ξαφνικά αποκτάς δωρεάν εισιτήριο σε χώρους που άλλοτε φάνταζαν τόσο μακρινοί.
Ταυτόχρονα οι αλλαγές αυτές συνέπεσαν με την εμπορευματοποίηση του βιβλίου και την πρωτόγνωρη πίεση της αγοράς, που δεν άφησε φυσικά ανεπηρέαστο το χώρο. Η ελληνική λογοτεχνία κάνει τα πρώτα της βήματα ως μια περιφερειακή ευρωπαϊκή λογοτεχνία με τις ποικίλες φυσικά ιδιαιτερότητες της. Η κατά τη γνώμη μου υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων ελλήνων συγγραφέων πρέπει πλέον να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις οικουμενικές συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της με τον τόπο στον όποιο αναπτύχθηκε.
Ως Έλληνες είμαστε Βαλκάνιοι, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Αυτήν τη διπλή καταγωγή θα πρέπει να την επενδύουμε θετικά. Δεν πρέπει να την απομονώνουμε ούτε να τη συμπιέζουμε. Πρέπει να την εμπεριέχουμε. Πρέπει να περιέχουμε την καταγωγή μας χωρίς αυτή να μας χαρακτηρίζει. Να' μαστε πολίτες του κόσμου έχοντας ενσωματώσει κάθε μας καταγωγή, κάθε μας προέλευση. Προσωπικά, ως συγγραφέας το ταξίδι μου ανανεώνει την εικονοποιία, μου γυμνάζει το βλέμμα, με θέλγει. Ο Καζαντζάκης έλεγε πολύ εύστοχα: "Το ταξίδι είναι η δέκατη Μούσα…"

Είναι αρκετός καιρός που έπειτα από μια μεγάλη περίοδο εσωστρέφειας το ελληνικό μυθιστόρημα φαίνεται να απλώνει τα φτερά του σε αυτό που θα αποκαλούσαμε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Στο επίκεντρο αυτής της νέας (σ)τάσης δεν είναι πια (και μόνο) ο ιστορικός περίγυρος, ο Ελληνισμός της διασποράς ή ο πρόσφατος Εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την ναζιστική κατοχή. H «χαμένη άνοιξη» μεταναστεύει από τα στέκια της καθ' ημών Ανατολής και ξεδιπλώνεται σε μια νέα ευρύτερη γεωγραφία, προσδοκώντας να αναγορεύσει το τοπικό σε οικουμενικό, αλλα και να εξερευνήσει το οικουμενικό μέσα από τη δική της (τοπική) μάτια.

Monday, September 28, 2009

Σκότωσε ό,τι αγαπάς" Νεο βιβλιο απο τις 26.10


Σκότωσε ό,τι Αγαπάς

Ο Άρης Μανιάτης, ένας κινηματογραφιστής σε κρίση ταυτότητας, περνά τη μέρα των γενεθλίων του μαζί με φίλους σε ένα εξοχικό. Εκεί τους διαβάζει το τελευταίο του, αυτοβιογραφικό σενάριο, με το οποίο ελπίζει να επιστρέψει στο αληθινό σινεμά, που έχει αφήσει πίσω. Γυρίζοντας όμως αργά το βράδυ, ένα ατύχημα γίνεται η αιτία να καταφύγει σε ένα απομονωμένο αρχοντικό, όπου ξαναβρίσκει το γυναικείο βλέμμα που τον μαγνήτιζε από καιρό. Στον παράξενο αυτό χώρο όλα του τα δεδομένα –η τέχνη του, η καθημερινότητά του, η ιστορία του, ό,τι αγαπά και ό,τι αγάπησε– θα δοκιμαστούν σκληρά.

Πώς είναι –εσωτερικό, νύχτα– στην ψυχή ενός ανθρώπου; Φώτα, κάμερα, πάμε…

Thursday, September 24, 2009

Ελλάδα και Κίνα: Μια λογοτεχνική συμμαχία;

Στη Σανγκάη οι μέρες πέρασαν ευχάριστα. Η πόλη ήταν φιλική, η φιλοξενία της Ένωσης Συγγραφέων της Σαγκάης εξαιρετική σε όλα τα επίπεδα, οι άνθρωποι από τον χώρο του βιβλίου πολύ ενδιαφέροντες. Το πρόγραμμα «Writers in Residence» προσφέρει μια πολύ καλή φιλοξενία, με δυνατότητες επικοινωνίας με όλους του φορείς του λογοτεχνικού κόσμου ενώ αποτελεί σημαντικό μοχλό πολιτιστικής επικοινωνίας.
*
Η πολιτιστική σχέση μας με την Κίνα χτίζεται σήμερα, χωρίς κάποια ισχυρή βάση από το παρελθόν. Η χώρα μας δεν έχει παράδοση κινεζικών σπουδών, ούτε Ελληνες σινολόγους, με την έννοια των κλασικών περί Κίνας σπουδών η έστω φιλολογίας ή ιστορίας. Αλλωστε, δεν υπάρχουν συστηματικές κινεζικές σπουδές σε ελληνικά ΑΕΙ, ούτε καν μαθήματα επιλογής…
Οφείλουμε ωστόσο να τονίσουμε τη σημαντική προσπάθεια από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, το οποίο θα λειτουργήσει ένα Τμήμα Σπουδών στην Κίνα το 2011. Αρχικά θα είναι Τμήμα Κινεζικής και Ιαπωνικής Γλώσσας και Σπουδών. Η πρωτοβουλία αυτή μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία να δημιουργηθεί ένας πυρήνας για περισσότερες ανταλλαγές στον εκδοτικό χώρο – να εξελιχθεί σε μια έδρα λογοτεχνικών συνεδριών και συγχρωτισμού και να γίνει «μοντέλο» για αλλά ΑΕΙ.

*
Στο Πεκίνο λειτουργεί, εδώ και δύο χρόνια, ένα κέντρο έρευνας, το Βeijing Foreign Studies University, το οποίο δίνει πτυχίο στα ελληνικά. Θεωρείται το καλύτερο πανεπιστήμιο (πληροφορίες: http://www.chspku.net/news/hell_news.asp). Στη δε Σανγκάη, ήδη από τη δεκαετία του 1970 λειτουργεί το Shanghai International Studies University, όπου υπάρχει πρόγραμμα ελληνικής γλώσσας και σπουδών. Παρεμπιπτόντως, εκεί έκανα μια ομιλία (στις 17/9), απευθυνόμενος σε παιδιά του δευτέρου έτους για την ελληνική λογοτεχνία.


Συνολικά μιλώντας, είναι πολύ δύσκολη η προώθηση του ελληνικού βιβλίου χωρίς την παράλληλη προώθηση του συγχρόνου πολιτισμού μας – ευρύτερα, με συστηματική θεσμική δουλειά, με υποδομές: εργαστήρια σπουδών, σεμινάρια μετάφρασης, συστηματικές επισκέψεις εξοικείωσης επιμελητών, εκδοτών και συγγραφέων, αλλά και πολιτιστικές ανταλλαγές και συμπόσια, ανταλλαγές σπουδαστών, πανεπιστημιακών κ.λπ. Το θέμα είναι να καταδειχθεί στους Κινέζους ότι η ελληνική εμπειρία (χώρα με αρχαίο και σημαντικότατο πολιτισμό που πέρασε τον δικό της βραδείας καύσεως διαφωτισμό και εκσυγχρονισμό όπως η Κίνα) μπορεί να είναι πολύτιμη, άρα και διαφωτιστική ώστε να οδηγήσει τους Κινέζους στον δικό τους αναστοχασμό. Το ίδιο βέβαια ισχύει κι αντίστροφα: επίσης η Ελλάδα έχει πολλά να μάθει απο την Κίνα ως μια χώρα με ξεχωριστή ιστορία που δεν παραμένει –αυτάρεσκα- δέσμια του παρελθόντος της αλλά κοιτάζει μπροστά…
*
Ποια είναι όμως τα θέματα που απασχολούν τη σύγχρονη Κίνα βάσει των οποίων μπορούν να επιλεγούν τα ανάλογα ελληνικά βιβλία προς έκδοση; Τα σημαντικότερα ζητήματα είναι τα κοινωνικά προβλήματα των νέων, οι σχέσεις των δυο φύλων και ο θεσμός του γάμου. Γενικότερα, είναι το περιβάλλον, η πόλη και ο άνθρωπος, το ελληνικό Αρχιπέλαγος και η σχετική λογοτεχνία.
*
Ο,τι συγκινεί περισσότερο τους Κινέζους είναι η Αρχαία Ελλάδα. Οι Κινέζοι γνωρίζουν ότι διαχειριζόμαστε έναν σημαντικό αρχαίο πολιτισμό ως προς τον οποίον υστερούμε σε πολλά. Μας αντιμετωπίζουν, ωστόσο, όπως κάποτε οι Γάλλοι αλλά και άλλοι Ευρωπαίοι ρομαντικοί: ως συνεχιστές αυτού του πολιτισμού. Η Ελλάδα έχει μια συνέχεια και μια ενότητα στη γλώσσα και τον πολιτισμό, και αυτό είναι βαθιά εντυπωμένο στη σκέψη τους.
*
Το 2010 θα πραγματοποιηθεί στη Σανγκάη η EXPO. Εδώ δεν μιλάμε για ένα αμιγώς οικονομικό γεγονός, πρόκειται για μια «έξοδο» κυρίως πολιτιστική. Μια πολύ καλή ευκαιρία λοιπόν και για την προώθηση του ελληνικού βιβλίου. Ένας συντονισμός του χώρου του βιβλίου με τους αρμοδίους του Υπουργείου Οικονομίας θα μπορούσε να δημιουργήσει τη βάση για μια πολύ καλή παρουσία της λογοτεχνικής Ελλάδας σε αυτό το μείζον γεγονός. Μια ευκαιρία που μπορεί να αποδώσει σημαντικούς καρπούς και να ανοίξει έναν δρόμο για την εδραίωση των ελληνικών γραμμάτων στη μακρινή χώρα.
Το παρον αποτελει αναδημοσιευση από καταχωρηση στο μπλογκ του ιστολογίου του ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου)

Shanghai Writer in Residence

Alexis Stamatis. Conal Credon

SHANGHAI DAILY
Authors find the write stuff in Shanghai
By Chen Qian 2009-9-3 ONLINE EDITION


FIVE overseas writers have been invited to live in Shanghai for a two-month writing project and cultural exchange.

They are Tash Aw, British writer of "The Harmony Silk Factory," Norwegian novelist Ragnar Hovland, Greek novelist and poet Alexis Stamatis, Irish novelist, playwright and documentary maker Conal Creedon and Irish poet Leanne O'Sullivan who is just in her 20s, Xinmin Evening News reported today.

They will share their thoughts with local writers including Wang Anyi, Zhao Lihong and Chen Danyan during their stay.

This is the second year of the cultural exchange, run by the Shanghai Writers' Association. It ends on October 31.


Chinese story link


http://www.shanghaidaily.com/sp/article/2009/200909/20090903/article_412662.htm

Saturday, August 29, 2009

Οι γουιχαιστές της Επιδαύρου

Είναι μόδα; Είναι αρνητική κριτική ως προς μια καλλιτεχνική πρόταση, είναι συντηρητικό αντανακλαστικό ως προς μια διαφορετική ανάγνωση ενός κλασικού έργου, ή –το χειρότερο-, είναι ένδειξη εθνικισμού και ρατσισμού απέναντι σε έναν σκηνοθέτη που τυχαίνει να μην είναι Έλληνας, και «τολμά» να «πειράζει» τα ιερά και όσια, τα τιμαλφή του αρχαίου μας θεάτρου; Όπως και να χει, τα γιουχαΐσματα που εισέπραξαν οι «Πέρσες» (η οι «Περσίδες») του Ντίμιτερ Γκότσεφ κατά τη διάρκεια της παράστασης είναι ένα δείγμα της «ποδοσφαιροποίησης» της Επιδαύρου.
Σε όσους υποστηρίζουν ότι οι αντιδράσεις αυτές είναι μέρος της παράδοσης του θεάτρου (την αρχαία εποχή πετούσαν μέχρι και ζαρζαβατικά), έχουμε να τους απαντήσουμε ότι πρώτον έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε και ότι μοιάζει εντελώς άκομψο και αγενές να αποδοκιμάζεις έντονα μια παράσταση από τα πρώτα δέκα λεπτά, όταν ακόμα δεν έχεις δει το που το πάει ο σκηνοθέτης. Θα μου πείτε πως μπορεί να εκφράσει τη δυσφορία του ένας θεατής; Η απάντηση (και κάτι τέτοιο έγινε και στην συγκεκριμένη παράσταση), είναι να σηκωθεί να φύγει, κι αυτό με έναν κόσμιο τρόπο. Ή, εναλλακτικά, να περιμένει ως το τέλος και να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του έστω και σφυρίζοντας (Εδώ είχαμε το τραγελαφικό: αποθεωθήκαν οι Έλληνες «παίκτες», γιουχαΐστηκε ο ξένος «προπονητής»).
Φαίνεται πως έχει δημιουργηθεί μια νεα γενιά Επιδαυριστών. Είχαμε τους εκδρομείς, είχαμε τους φιλοτέχνους, είχαμε τους κοσμικούς, πρέπει πλέον να αποδεχτούμε και τη νεα φυλή των «γιουχαϊστών», οι οποίοι οσμίζονται που έχει «ψωμί» (εστιάζοντας βέβαια σε αλλοδαπούς σκηνοθέτες) και σπεύδουν.
Ευτυχώς το θέατρο είναι αλλού.

δημοσιευτηκε στο Εθνος

Friday, July 10, 2009

Χορδή: ένα ποιημα

Αλέξης Σταμάτης
ΧΟΡΔΗ
God has a brown voice, as soft and full as beer.
Anne Sexton

Κι ακούμπησε το τόξο του κάτω.
Ο στόχος ειχε ήδη καταρρεύσει απέναντι.
Μακριά, πολύ μακριά ένα στρογγυλό, δίχως λαιμό, μικρό πουλί. Στο στήθος και μέτωπο ζωηρά πορτοκαλόχρωμο και ελαιοκαστανό το πάνω μέρος
Επαναλαμβάνει ένα λεπτό κλαψιάρικο «τζις».
Έναν ποικίλο μελαγχολικό σκοπό, που αρχίζει με υψηλούς οξείς φθόγγους και ακολουθείται από σύντομα μελωδικά σφυρίγματα και τρίλιες που χαμηλώνουν.
Η μουσική του ταξιδεύει ως τη σπασμένη χορδή.
Και την ταλαντώνει.

Βαβελική ομιλία- κουράζει.
Ας προσέξουμε τις επαναλήψεις, συνιστούν από μονές τους τη λύση.

«Πόσο μακριά;» «Τόσο μακριά».
Μιλάει η χορδή,
Ας έρθει το σπασμένο.
Ας γδυθεί μπροστά μας να δούμε το σώμα του.
Το Αποζητώ.
Γίνεται πρόσωπο κι έχει γένια.
Και γενιά επίσης. Όπως η όμορφη Νοσταλγία.
Όμως πόσες φόρες θα κλάψουν οι έννοιες; Φτάνει, να σιγήσουν.
Και ν’ αποσυρθούν στις χαμηλές περιοχές.
Δεν υπάρχει διορία.
Το σπασμένο έχει απλώς σπάσει.
Κι αυτό είναι το φάντασμά του.

Φάντασμα και είδωλο, αρσενικό-θηλυκό.
Επίκαιρο-μεγάλο.
Με άδεια ελευθέρας.
Κι έρχεται το όριο και στέκει διπλα στο σπασμένο.
Συγκρίνοντας ιαματικά τις επιδόσεις τους.
Πάνω στο πιο παλιό των αισθημάτων
Φόβο

Κι όλα εντός του τάφου αποτυχία
Με νιφάδες φωτός αρχοντικού
Ο καθείς σπασμένος και οριακός διαφθορέας
Κατακαμένος εκεί οπου ανήκει
Στων ματιών του την αγνοία
Ταλαντεύεται.

Αθήνα, 9 Ιουλίου 2009

Saturday, June 20, 2009

Σκότωσε ό,τι αγαπάς

Σκότωσε ό,τι αγαπάς

Eσωτερικό, νύχτα, στη ψυχή.

Νέο μυθιστόρημα το φθινόπωρο

Sunday, June 14, 2009

Τέλμα (μεταφραση Ηρακλης Παντόπουλος)

Alexis Stamatis
TELMAH (IN THE MIRE)

Her eyes were ashen and wide
the shoulders bent and distant
her waist was ringed, hard to define
from what I recall and what I lived through.

And it was that day of summer
that you wouldn't know it was summer at all
in that year that writhed
and ran day by day down in the sewer
beside the underground trains and the mice.

And that whole year was a lake from a different time
– in fact I think I first met her there –
in the moist refuge
in the haunted room
in the room with the uttermost rust.

And a long time has since gone by
and the snow melted
and the marbles turned into mirrors
and the tiles glinted
and like a vast and soulful light the sky's blue
descented from the clouds
and the room took on the cold deathly colours
that only she
– perhaps not even she – would have heard of.

And that place was a mausoleum
only, of course, to those who recognised it
and those who passed it by
– thinking it a dream –
were swallowed up
because the strength was such and such the waiting
that the space flashed with tension and with every form
of energy
that the walls seemed to burn to the touch, yet...

How when I entered and took heart
and decided to look with a candle I lit
a candle that shone and writhed and I could see
scratches on every door
and I tried to read
– for it was a letter –
it wasn't a fit nor the result of disquiet
that engraved those symbols
and I thought there was a recording from the false roof
but I was proven wrong
there was a real ceiling with a mural, nonetheless,
that showed Achilles and Patroclus and some
massive serpents
and there was an expanse like swampland
marshland
and there was the word in Greek for “mire”: “ΤΕΛΜΑ”
– “TELMAH” –
reflected in the water
and so I read it backwards
and saw him fleshed out before me
– as he himself once saw his father's ghost –
and he was holding in his hands your face.

And I took further heart and wanted to
decode
in vain however
as they were nail marks
nail marks
and you were long since gone.

Thursday, May 21, 2009

Καταιγίδα, ένα σενάριο, ένα φιλμ

Όσοι παρακολουθείτε αυτό το μπλογκ θα έχετε καταλάβει πως το σινεμά είναι μια μεγάλη μου αγάπη.

Είμαι λοιπόν εξαιρετικά ευτυχής που ένα διαρκές όνειρο γίνεται πραγματικότητα.
Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα αρχίσει να γυρίζεται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της οποίας έχω γράψει το σενάριο.
Θέλω να ευχαριστήσω το σκηνοθέτη Χάρη Πατραμάνη και την παραγωγό Ελένη Ασβεστά που με εμπιστευτήκαν. Επίσης τον Πάνο Παπαχατζη και την εταιρία του, τους Αργοναύτες που ανέλαβαν την παραγωγή μαζί με την Ελένη.
Ελπίζω μες στο 2010 να τη δούμε στις αίθουσες.
Ο τίτλος είναι ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ.
Μια μέρα στην Αθήνα οι ουρανοί ανοίγουν και οι ζωές αλλάζουν.

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Χάρης Πατραμάνης
ΣΕΝΑΡΙΟ
Αλέξης Σταμάτης

Πάνω σε μια ιδέα των
Αλέξη Σταμάτη, Χάρη Πατραμάνη

ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Πάνος Παπαχατζής, Ελένη Ασβεστά.

Το σενάριο του φιλμ εγκρίθηκε και το έργο χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

υγ. στη φωτό φυσικά δεν είναι η Αθήνα, αλλα το Μπρισμπειν...

Thursday, May 14, 2009

Σαγκάη το φθινόπωρο



Mεταξυ 1 Σεπτεμβριου και 4 Οκτωβρίου, προκειται να παω στην Σαγκάη ως writer in residence της Εταιρίας Συγγραφέων της Σαγκάης,( Shanghai Writers Association).

Ειναι η δεύτερη χρονια που η Κινα διοργανώνει ενα τετοιο θεσμό στα πλαίσια του πολιτιστικού ανοίγματος της χωρας.

Κατά τη διαμονη μου θα δωσω μια διαλεξη στην Εθνικη Βιβλιοθήκη της Σαγκάης με θέμα την Ελληνικη Λογοτεχνια, θα κανω διαφορες παρουσιασεις σε πολιτιστικούς χώρους, θα συμμετασχω σε καποιες συζητησεις για λογοτεχνια, θα δωσω συνενετευξεις στα τοπικα μιντια και θα έχω συναντησεις με γηγενεις λογοτεχνες.
Και, όπως περσι με την Αμερικανικη περιοδεια θα ενημερωνω σχεδόν καθημερινα το μπλογκ με εντυπωσεις.

Monday, April 27, 2009

Στο Μπαλκόνι της Ευρώπης

Στο μπαλκόνι της Ευρώπης

Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω. «Ο κύριος Τ.Μ;» «Ο ίδιος» «Έχω κάτι για σας» «Τι;» «Ένα φάκελo» «Από ποιον;» «»Μια κυρία μου τηλεφώνησε πριν από τρεις μήνες και μου είπα να σας τον παραδώσω σήμερα, 19 Δεκεμβρίου» «Μα τι μου λέτε τώρα;» Είμαι έτοιμος να το κλείσω. «Μου είπε να σας το παραδώσω στις οδό Σατωβριάνδου 3, στο ξενοδοχείο ‘Ευρώπη’ στις 19 Δεκεμβρίου». Πάει να μου πέσει το ακουστικό από τα χέρια.
Σε μια ώρα είμαι εκεί. Δεν έχει καμιά σημασία που η περιοχή έχει αλλάξει. Πάει καιρός που δεν μου κάνουν εντύπωση αυτά. Φλούδες είναι που ξεκολλάνε και πέφτουν. Φύλλα που αλλάζουν. Τα ντουβάρια είναι πάντα ντουβάρια. Οι δρόμοι δρόμοι. Κι ο χρόνος χρόνος. Σημασία έχει τι γίνεται μέσα. Τι έχει γίνει μέσα. Η νοσταλγία δεν έχει να κάνει με το «τι φάγαμε τότε», ούτε με «το τι γεύση είχε». Αυτά είναι για τις ρομαντικές εποχές. Τότε που ο κόσμος είχε την πολυτέλεια να θυμάται με όλες τις αισθήσεις. Η ανάκληση αφορά στα ίδια τα γεγονότα κι όχι στα ίχνη τους. Δεν με αφορά ούτε το ξενοδοχείο «Ευρώπη», ούτε το Μινιόν ούτε το «Ελληνικόν» που ήταν δίπλα. Το Μινιόν κάηκε, το «Ελληνικόν» δεν είναι το ίδιο. Κανένα «Ελληνικόν» δεν είναι πια το ίδιο. Η νοσταλγία δεν έχει να κάνει με το σκηνικό. Έχει να κάνει με την απώλεια. Το θάνατο, τον έρωτα, ό,τι έφυγε, ό,τι χάθηκε. Έχω περάσει πολλές φορές απ’ έξω , ξέρω. Αλλά να μου δίνει κάποιος ραντεβού 19 Δεκεμβρίου; Εκεί; Μετά από 28 χρόνια; Εκεί, μετά από 52 χρόνια;
Η ημερομηνία της ζωής μου, ο τόπος της ζωής μου. Η ημερομηνία κρυφή – την ξέρουμε μόνο εγώ κι εκείνη, ο τόπος εκεί, να θυμίζει πως υπήρξα πάντοτε ένα ανθρώπινο ον, που βγήκε από μια μήτρα για να μπει σε μια άλλη.

Είμαι απ’ έξω από το «Ευρώπη», στις 5 το απόγευμα όπως κανονίσαμε. Μες στο σούρουπο νιώθω κάτι εξαιρετικά άγριο, σαν να περιμένω να γεννηθώ, ή να περιμένω να πεθάνω ή κάτι λιγότερο οριστικό αλλά πολύ πιο τρομερό κι από τα δυο. Από ένα περίπτερο αγοράζω ένα κουτί Ντεντίν Άις. Χώνω τρεις στο στόμα. Τόσες φορές μ’ έχει φέρει ο δρόμος μου από δω. Ο δρόμος, τα μαγαζιά, η αύρα της περιοχής έχουν αλλάξει. «Δραματικά», όπως λένε. Τόσο απ’ το 56 όσο κι απ’ το 80. Ο τόπος όμως είναι ένα στίγμα στο χρόνο. Άρα πάντοτε τρομακτικός. Άρα πάντοτε ίδιος.
Στις πέντε και πέντε βλέπω μια κοπέλα γύρω στα δεκαοκτώ να πλησιάζει. Το πρόσωπό της είναι χλωμό. Όχι χλωμό. Λευκό. Υπάρχει ένα είδος απαλότητας που το κάνει ένα πρόσωπο απτό χωρίς καν χρειάζεται να το αγγίξεις. Εκείνο το λευκό και απτό ενός φτερού που το βλέπεις να αιωρείται στον άνεμο καθώς περπατάς σε μια παραλία, και που πέφτοντας, αγγίζει το δέρμα σου σαν να σε χαϊδεύει ολόκληρο. Η κοπέλα έχει ένα τέτοιο πρόσωπο.

Μου δίνει ένα φάκελο. Πάω να της μιλήσω, είναι φανερό ότι δεν θέλει να έχουμε οποιαδήποτε άλλη επαφή. Πριν προλάβω να πω κάτι, έχει πάρει την λευκότητά της και έχει εξαφανιστεί. Περίεργος, τον ανοίγω. Περιέχει καμιά σαρανταριά χειρόγραφες σελίδες γραμμένες σε μιλιμετρέ χαρτί. Διαβάζω την πρώτη. Εκκένωση. Είναι γράμμα της. Γράμμα της του 87. Αφού χωρίσαμε. Μόλις στην πρώτη παράγραφο λέει «Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά. Τη βραδιά του εμπρησμού του ‘Μινιόν’. Την πρώτη μας βραδιά που περάσαμε εκεί απέναντι, στο ξενοδοχείο ‘Ευρώπη’, στον τρίτο όροφο. Εσύ με πήγες. Θυμάμαι την επιμονή σου να πάμε εκεί και να κλείσουμε εκείνο το συγκεκριμένο δωμάτιο. Ποτέ δε μου εξήγησες».

Σταματάω. Δεν μπορώ να διαβάσω άλλο. Αν υπάρχει διάλλειμα στα ανθρώπινα το θέλω τώρα. Η πόρτα του ξενοδοχείου ανοίγει και περνάει ένας τύπος. Μοιαζει να βιάζεται. Με υφος σαν να ντρεπεται. Κοιταζω μέσα φευγαλεα. Μια γυναικα ισιώνει το φόρεμα της. Στο πρόσωπο έχει την κάψα αυτή του δοσίματος. Παράνομο ή όχι, ένα είναι το δόσιμο. Και καίει. Θα φύγει κι αυτή σε λίγο. Ο άστεγος έρωτας έχει βρει τη στέγη του.
Δεν είναι ιδέα. Είναι ανάγκη. Μπαίνω. Οι σκάλες από την είσοδο ως το γραφείο της ρεσεψιόν. Ανατριχιάζω. Να τον ο νόστος, γέρος ελέφαντας. Στη ρεσεψιόν, ένας ναυαγισμένος. Ζητώ το δεξί δωμάτιο στον τρίτο όροφο. Είναι άδειο, ευτυχώς. Πόσο; Δυο ώρες; Όλο το βράδυ. Διακόσια τότε. Εντάξει.
Μπαίνω στο ασανσέρ. Δεν είναι το ίδιο αλλά με το που βρίσκομαι στο θάλαμο νάτο σιδερένιο του 50 με τις βαριές τροχαλίες να ανεβοκατεβαίνει στη ψυχή. Το ίδιο μ εκείνο που ανέβαινα πιτσιρίκι, να επισκεφτώ τη μάνα μου που κανε θεραπεία για τον καρκίνο.
Μπαίνω στο δωμάτιο. Η νοσταλγία σαν διαρροή γκαζιού. Θυμάμαι τη θεία μου στο προσκεφάλι της, να την ταΐζει. Κι εμένα με κοντά παντελονάκια να βγαίνω στο μπαλκόνι να παρακολουθώ την κίνηση ενώ η μάνα μου κοιμάται. Ο Δάντης θα ’πρεπε να είχε προσθέσει κι έναν ακόμα κύκλο στην Κόλαση. Τον κύκλο των νοσταλγών. Όλοι οι καταραμένοι κι οι καταδικασμένοι θα υπέφεραν στην αιωνιότητα από τον ίδιο νόστο. Σφίγγω τα δόντια. Έχω να το κάνω χρόνια. Κρύος ιδρώτας. Πάλι τα συμπτώματα. Όχι δεν είναι για το προφανές. Μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα στέρησης και σε κάποιον που είναι εξαρτημένος μόνο από τον εαυτό του.
«Ήταν απίστευτο εκείνο το τράνταγμα στις 3 το πρωί. Ήσουν μέσα μου και για μια στιγμή ένιωσα πως πεθαίνω. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και είδαμε το κτίριο στις φλόγες. Καλά τους κάνουν, είπες. Μα τόσοι άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους, εγώ. Μετά μπήκαμε μέσα και συνεχίσαμε να κάνουμε έρωτα με τις φλόγες να μας φωτίζουν και τις εκρήξεις να σκεπάζουν τις φωνές μας».
Φυσικά και το θυμάμαι. Οι φλόγες. Σαν λάμψη Φλεγόμενης Βάτου. Κι οι φλόγες για επτά χρόνια συνέχεια, ο έρωτας, ο μεγαλύτερος έρωτας. Συνεχίζω με τα επόμενα. Γράφει κάθε χρόνο στις 19 Δεκεμβρίου από το 1988. Μια σύνοψη της εκάστοτε χρονιάς κυρίως, με συνεχείς αναφορές στη σχέση μας. Δε με κατηγορεί πολύ, είναι πολύ ήπια σχετικά. Σχετικά με το πώς φέρθηκα. Μόνο στο 2002, που χωρίζει κι εκείνη από τον άντρα της, και μένει μόνη μ’ ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, με αποκαλεί απατεώνα. «Με έπαιξες και κέρδισες, βέβαια αν είχες καταλάβει βέβαια θα έβλεπες πως μ’ έπαιξες και με έχασες».
Υστέρα τα γράμματα γίνονται πολύ πιο σκοτεινά, είναι άσχημα, μιλάει για φτώχια, για δύσκολη ζωή και στο προτελευταίο για κάποια αρρώστια. Δεν κατονομάζει. Στο τελευταίο, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 2008, γράφει: «Δεν θα προλάβω το επόμενο. Θα κανονίσω να στα στείλουν όλα. Να ξέρεις. Μόνο εσένα αγάπησα». Να μου τα στείλουν. Το κοριτσάκι; Αυτή ήταν η λευκή κόρη; Ίσως. Μόνο εμένα. Αγάπησε. Κι εγώ; Κι εγώ.
Ξαφνικά τη βλέπω. Όχι με τα ‘μάτια της ψυχής μου΄ κλπ. Την βλέπω κανονικά εμπρός μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι όπως τότε. Είναι εκεί. Ερωτική. Νέα. Ποθήτη. Δεν διαρκεί πολύ. Ξάφνου, γίνεται η μάνα μου. Κανονικά πάλι. Σαν να ναι εκεί. Άρρωστη, ετοιμοθάνατη. Αχ, μάνα, λέει κάτι μέσα μου. Τα στίγματα στις παλάμες. Η γωνία του στόματος της. Σπασμοί. Αχ, μάνα. Κάτι σαλεύει μες στο δωμάτιο. Και ξαφνικά με πιάνει μια απελπισία. Συγγνώμη, λέω για κάτι που δεν ξέρω, κάτι που είναι όμως ανελέητο. Κι η μάνα μου αλλάζει μορφή, γίνεται οποιαδήποτε γριά ετοιμοθάνατη, οποιαδήποτε μάνα και μπαίνει με μια θύελλα κραυγών στο κεφάλι μου. Ξαφνικά ο νους μου γεμίζει μητέρες. Ένας κατακλυσμός από μάνες. Απορροφώμαι τη από μητρότητα, όπως άλλος από χρόνο, το χρόνο, τον έρωτα ή το φόβο.
Να αναπνεύσω. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Η κίνηση. Απέναντι ένα μαγαζί με κινέζικα είδη στο ίδιο ημιυπόγειο που πριν από τόσα χρόνια υπήρχε ένα κατάστημα κατασκευής βαλιτσών. Πλησιάζω την άκρη, κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα. Ελαφρά ζαλάδα. Όχι δεν πέφτω. Το μεγάλο «Ε και» της ψυχής κυλάει στις αρτηρίες. Από κάτω περνάει ένας Κινέζος φορτωμένος εμπορεύματα, αλλά θα μπορούσε και η Ετερότητα αυτοπροσώπως. Βγάζω την τσίχλα και την κολλάω στο κάτω μέρος του οριζόντιου σίδερου και για μια στιγμή τις νιώθω και τις δυο τους, εκείνη και τη μάνα μου, από πίσω μου να σφίγγουν την ίδια σκανδάλη και να με πυροβολούν.

Δημοσιευτηκε στο περιοδικό "Δέντρο"

Monday, April 6, 2009

Βίλα Κομπρέ / υποψήφια για βραβείο


H Βίλα Κομπρε ειναι υποψηφια για το βραβειο του περιοδικου Διαβαζω 2009.

Friday, April 3, 2009

Πρώτο Βραβείο Παιδικού Βιβλίου για τον "Αλκη και τον λαβύρινθο"


O "Άλκης και ο Λαβύρινθος" κέρδισε το Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Παιδικού Βιβλίου (το ελληνικό τμήμα της IBBY) για έργο για παιδια μέσης σχολικής ηλικίας.
Μια μεγαλη χαρά γαι μενα μια και ήταν η πρωτη φορά που έγραψα για παιδια.

Saturday, March 28, 2009

Δημήτρης Σωτάκης "Το θαυμα της αναπνοής"


Το τελευταίο βιβλιο του Δημητρη Σωτάκη «Το θαύμα της αναπνοής» (εκδ. Κέδρος) το διάβασα απνευστί. Στην περίπτωση αυτή η κοινότοπη αυτή έκφραση βρίσκει την κυριολεξία της, μια και είναι πραγματικά ένα συγκλονιστικό κείμενο για την άξια της αναπνοής – δηλαδή της ζωης.
Μια εξαιρετική αλληγορία, ένα μυθιστόρημα που πατώντας στο παράλογο και το υπερφυσικό μιλαει για την πραγματικότητα πιο ρεαλιστικά και από ένα ντοκιμαντέρ. Πατάει πανω σε μια "εξαιρετική", ανυψωμένη από το έδαφος συνθήκη, και, χωρις να την εγκαταλειψει ποτε μας κανει κοινωνους, συνενόχους και συμπασχοντες.

Ένα βιβλιο που δείχνει πως η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και στόχευση έχει και μέλλον λαμπρό.

Sunday, March 8, 2009

Pics at an X-hibition (a talking canvas) Κειμενο στο πρόγραμμα της εκθεσης small detail - BIG DEAL? ΓΚΑΛΕΡΙ ΠΟΤΝΙΑ ΘΗΡΩΝ

Συναψίες όλα και ουχ όλα, συμφερόμενον διαφερόμενον,
συναίδον διαίδον, και εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα.

Όλα είναι αλληλένδετα : τα σύνολα και τα μη-σύνολα,
τα συγκλίνοντα και τα αποκλίνοντα,
Όλα συντίθενται σε ένα και από το ένα προέρχονται όλα

Ηράκλειτος


Οι πίνακες στάζουν θάλασσα, μια θάλασσα κολλώδη σαν έλος κι είναι μια τρικυμία μέσα. Καμπύλες πινελιές σε λιγνό πανί ορίζουν το μέτρο της κίνησης της ύλης
σ’ αυτό το ανάγλυφο το κοφτερό ρευστό που θροίζει η ηχώ μιας ανεμοζάλης. Νιώθω μια ριπή οριστικού αποχαιρετισμού και πλησιάζω γιατί.

Γιατί υπάρχει μια εξαγριωμένη ουσία εκεί κάτω, μια μάζα ουρανού κατακρημνισμένου, αλοιφή στις τραυματισμένες κηλίδες, στα ματωμένα κύματα
που σημειώνει -με μια παράξενη γλύκα είναι η αλήθεια-, την αιφνίδια κατάρρευση μιας τάξης, μ’ ένα γοργό διασκελισμό που επαναλαμβάνει γνωστά πράγματα μ’ αλλιώτικους τρόπους.

Κι υπάρχει ακόμα μια μουσική πρόσφατου Δεκεμβρίου, κουτσή μελωδία του σπουδαίου, εκείνου που δεν μπορούμε να μιλήσουμε -δεν μιλιέται το σπουδαίο-,
όμως κινείται άφωνα και διορατικά -το κεφαλάκι του σπρώχνει την αιωνιότητα.
Περνώντας ο χρόνος μεγεθύνεται κι αυξάνει η συνάφεια του ξύλου με το υγρό,
του περιβλήματος με το έργο. Της δομής που σε πετάει διαρκώς απ’ έξω.

Η κόρη τώρα σε ευθεία, ο θαλασσινός ορίζοντας, θέλω να δω, να δω τον κόσμο με την γλώσσα, τον καλώ κι εκείνος εμφανίζεται-να ’τον στην άκρη εκεί, στο κύμα. Έρχεται ο κόσμος κι είναι ολόκληρος μια ζέβρα. Μια ζέβρα κοντά στη θάλασσα. Σκύβει να πιει κι ανοίγει το νερό στα δυο. Παγώνει η ενεργεία ακαριαία. Η μνήμη παίρνει το αντικείμενο κόσμος, το αντικείμενο ζέβρα και το προβάλλει. Διαρκής διακινδύνευση. Η τέχνη που παλεύει να είναι κόσμος.

Είναι η αρχή ενός πολέμου, ή μάλλον η συνέχεια ενός διαρκούς πολέμου
απλού στη στρατηγική, μια διάφανη μάσκα στρατηγού που ποζάρει
και μετακινείται από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, κι η ζέβρα είναι το πρόσωπο
του ασύλληπτου, η κλαγγή του λογικού στον απεικονισμένο ωκεανό. Το θρόισμα της ιεραρχίας πάνω στο σχήμα.

Θέλω να νιώσω αυτή τη δύναμη, αυτήν την προϊστορική βουή. Διστακτικά πλησιάζω, κάτι μου σφίγγει την σκέψη, την στρίβει και την εξαντλεί, εκείνη τρομαγμένη με αναταράξεις παντού εξακοντίζεται εντός μου, χτυπά στα τοιχώματα διαλύεται κι ανασυντίθεται διαρκώς, χύνεται στις ζεστές κερήθρες των αρτηριών, ανασαίνει βαριά με μια ανάσα κίτρινη και με πόνους αφόρητους ξαπλώνει ανάσκελα.

Γεννά η σκέψη κι εκβάλλει στο έργο σαν χαρακτήρας, σάρκινος πολλαπλός και ελλιπής, μ’ ένα χέρι μικρότερο κι ένα κάτι μικρότερο -από τι; Ο χαρακτήρας σηκώνεται στα δυο πόδια πρώτη φορά κι αρθρώνει. Ήχους, Φθόγγους, Λέξεις. Κι είναι αυτές οι λέξεις: Διαφθορά, Σύγκρουση, Αντικείμενο, Ταύτιση, Ποιότητα, Κενό.

Πιο κοντά. Τα χείλη ακουμπούν σχεδόν το μουσαμά, σ’ ένα μαβί δευτερόλεπτο
η μνήμη της ατέλειας. Το χέρι ανασηκώνεται σαν άρτιο - σαν τότε που ζωγράφιζε
κινείται με τη μνήμη του άρτιου και δείχνει δεξιά. Κάτω από ένα οξύ βράχο η καρδιά τρομαγμένη μ’ αιφνιδιασμό υποχωρεί, μια γυναίκα με ποδιά υπηρέτριας την ραμφίζει - γεννά η καρδιά ακριβώς αυτήν την γυναίκα-, και καίγεται η φωνή της ακαριαία στον ωκεανό.

Στα τυφλά προχωρώ σε μια ανεξαρτησία - μοίρα της γέννησης και του αφανισμού-,
η κραυγή της αρχής και η κραυγή του τέλους, όπως εκφέρει το γεννημένο πράγμα πρωτανασαίνοντας, έγκλειστο σε δεξαμενή που ολημερίς αναγεννά το δηλητήριο. Ξαφνικά μια απεικονισμένη μορφή μ’ ένα ποτιστήρι και δίπλα μια άλλη γυναίκα όμορφη με τσιγάρο κι απλωμένα πόδια, νωχελική. Ανοιχτό παράθυρο ένας νεκρός προσφέρει καυσόξυλα στο θάνατο, σ ένα μαγαζάκι του τρόμου.

Κι ιδού ο βράχος που λυγίζει και σπάει στη μέση του ποιήματος, στη μέση του πίνακα. Γέννα πεθαμένη χωρίζει στα δύο το νόημα στα βότσαλα από κάτω, σπάει η πέτρα σε χαραμάδα κι η χαραμάδα κινείται - προχωράει ως την ακρογιαλιά-, ταξιδεύει τα λίγα μέτρα σαν άφιξη. Στα μάτια της μια τρομερή οδύνη, καρφιού που χάνεται σε οριστικό ξύλο, άντρα που χάνεται σε θηλυκή ανάγκη, παρωδίας που σοβαρεύει ολέθρια.

Το μάθημα δε τέλειωσε, δε μάθαμε τι αγαπάει η νύχτα, ούτε η μέρα φάνηκε, το καράβι αργεί ακόμα, όμως το λαθραίο νεογέννητο που μεταφέρει δεν έχει άλλο δρόμο, ολόκληρη η θάλασσα τείνει στη στεριά με τις βλεφαρίδες τις κυματιστές να γέρνουν. Το παιδί ακτινοβολεί, ο χρονος μεγεθύνεται, μεγαλώνει και χάνεται το φωτοστέφανο.

Ναι, η σκέψη γεννά, μιλαει και το πλάσμα επιπλέει σε ξύλινο σωσίβιο αφηρημένου χτίστη ως το τέλος της στεριάς ως το τέλος της θάλασσας ως το τέλος του πίνακα -στο κυκλικό δεν υπάρχει τέλος-, και παρασύρει κύματα μπογιάς ως την ακτή
κι εκεί υπάρχει.

Υπάρχει μια οργάνωση όπως κράτος κατασκευή, επιμελημένη φύση, ένα χαρτονόμισμα μιας μυθικής πατρίδας, μια ερημιά δομημένη με λάσπη. Κι εκεί ορίζεται η κατοχή μιας εξουσίας από αίμα αραιωμένο με φρούτα παρθένα και φυλλώματα κράτους αγεωγράφητου που χάθηκε. Κι ορίζεται η κατοχή του ρυθμού του ωκεανού η κατοχή ως δικαίωμα, το δικαίωμα ως λήθη, η λήθη ως θήραμα.

Και μέσα στο θήραμα υπάρχει ένας άντρας, υπάρχει μια γυναίκα κι ένα γλυπτό σκυλί που ακολουθεί. Οι πόρτες είναι κλειστές διπλαμπαρωμένες
κι άνθρωποι όπου υπάρχουν καθισμένοι σε καναπέδες που ναι φτιαγμένοι από βαλίτσες, επισκέπτες που απλώνουν την άνεση και δεν ακούγεται τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να ακουστεί έξω από τον πίνακα, ούτε κι ο πίνακας ο ίδιος.

Νύχτωσε ολόκληρο το μήνα, μ΄ έναν ελιγμό έστριψε το πλοίο στην προοπτική
κι άνοιξαν οι βαριές κουρτίνες. Στην πλατεία κάποιος έβηξε, ο θεατής κουράστηκε, η θάλασσα δεν ήταν ο ρόλος, ήταν το έργο το ίδιο κι η μουσική, ένα τραγούδι όμορφο με ομορφιά που σώζει, υποτάσσοντας, κυριεύοντας και εμβαθύνοντας
κι όλα τα φώτα πάνω στον θεατή και στον πίνακα κι όλα τα βλέμματα γυάλινα και μαγικά να λάμπουν. Σώθηκε ο νους και παλιννόστησε, ο έργο άτμισε από αλήθεια
από αληθινό συμφέρον της ζωής και τοκίστηκε η αξία του στην Τράπεζα της Προσοχής.

Λίγο χαμηλότερα, η τελευταία λέξη, η χαμένη νότα, ο άλλος, εσύ και το φως σου
το θηρίο που αστράφτει στα μάτια μου όπως κοιτούν τα δικά σου μάτια
κι αυτή η τρομερή παγωνιά τόση ώρα μπροστά στον καθρέφτη σου
να κοιτάζομαι.