Συναψίες όλα και ουχ όλα, συμφερόμενον διαφερόμενον,
συναίδον διαίδον, και εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα.
Όλα είναι αλληλένδετα : τα σύνολα και τα μη-σύνολα,
τα συγκλίνοντα και τα αποκλίνοντα,
Όλα συντίθενται σε ένα και από το ένα προέρχονται όλα
Ηράκλειτος
Οι πίνακες στάζουν θάλασσα, μια θάλασσα κολλώδη σαν έλος κι είναι μια τρικυμία μέσα. Καμπύλες πινελιές σε λιγνό πανί ορίζουν το μέτρο της κίνησης της ύλης
σ’ αυτό το ανάγλυφο το κοφτερό ρευστό που θροίζει η ηχώ μιας ανεμοζάλης. Νιώθω μια ριπή οριστικού αποχαιρετισμού και πλησιάζω γιατί.
Γιατί υπάρχει μια εξαγριωμένη ουσία εκεί κάτω, μια μάζα ουρανού κατακρημνισμένου, αλοιφή στις τραυματισμένες κηλίδες, στα ματωμένα κύματα
που σημειώνει -με μια παράξενη γλύκα είναι η αλήθεια-, την αιφνίδια κατάρρευση μιας τάξης, μ’ ένα γοργό διασκελισμό που επαναλαμβάνει γνωστά πράγματα μ’ αλλιώτικους τρόπους.
Κι υπάρχει ακόμα μια μουσική πρόσφατου Δεκεμβρίου, κουτσή μελωδία του σπουδαίου, εκείνου που δεν μπορούμε να μιλήσουμε -δεν μιλιέται το σπουδαίο-,
όμως κινείται άφωνα και διορατικά -το κεφαλάκι του σπρώχνει την αιωνιότητα.
Περνώντας ο χρόνος μεγεθύνεται κι αυξάνει η συνάφεια του ξύλου με το υγρό,
του περιβλήματος με το έργο. Της δομής που σε πετάει διαρκώς απ’ έξω.
Η κόρη τώρα σε ευθεία, ο θαλασσινός ορίζοντας, θέλω να δω, να δω τον κόσμο με την γλώσσα, τον καλώ κι εκείνος εμφανίζεται-να ’τον στην άκρη εκεί, στο κύμα. Έρχεται ο κόσμος κι είναι ολόκληρος μια ζέβρα. Μια ζέβρα κοντά στη θάλασσα. Σκύβει να πιει κι ανοίγει το νερό στα δυο. Παγώνει η ενεργεία ακαριαία. Η μνήμη παίρνει το αντικείμενο κόσμος, το αντικείμενο ζέβρα και το προβάλλει. Διαρκής διακινδύνευση. Η τέχνη που παλεύει να είναι κόσμος.
Είναι η αρχή ενός πολέμου, ή μάλλον η συνέχεια ενός διαρκούς πολέμου
απλού στη στρατηγική, μια διάφανη μάσκα στρατηγού που ποζάρει
και μετακινείται από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, κι η ζέβρα είναι το πρόσωπο
του ασύλληπτου, η κλαγγή του λογικού στον απεικονισμένο ωκεανό. Το θρόισμα της ιεραρχίας πάνω στο σχήμα.
Θέλω να νιώσω αυτή τη δύναμη, αυτήν την προϊστορική βουή. Διστακτικά πλησιάζω, κάτι μου σφίγγει την σκέψη, την στρίβει και την εξαντλεί, εκείνη τρομαγμένη με αναταράξεις παντού εξακοντίζεται εντός μου, χτυπά στα τοιχώματα διαλύεται κι ανασυντίθεται διαρκώς, χύνεται στις ζεστές κερήθρες των αρτηριών, ανασαίνει βαριά με μια ανάσα κίτρινη και με πόνους αφόρητους ξαπλώνει ανάσκελα.
Γεννά η σκέψη κι εκβάλλει στο έργο σαν χαρακτήρας, σάρκινος πολλαπλός και ελλιπής, μ’ ένα χέρι μικρότερο κι ένα κάτι μικρότερο -από τι; Ο χαρακτήρας σηκώνεται στα δυο πόδια πρώτη φορά κι αρθρώνει. Ήχους, Φθόγγους, Λέξεις. Κι είναι αυτές οι λέξεις: Διαφθορά, Σύγκρουση, Αντικείμενο, Ταύτιση, Ποιότητα, Κενό.
Πιο κοντά. Τα χείλη ακουμπούν σχεδόν το μουσαμά, σ’ ένα μαβί δευτερόλεπτο
η μνήμη της ατέλειας. Το χέρι ανασηκώνεται σαν άρτιο - σαν τότε που ζωγράφιζε
κινείται με τη μνήμη του άρτιου και δείχνει δεξιά. Κάτω από ένα οξύ βράχο η καρδιά τρομαγμένη μ’ αιφνιδιασμό υποχωρεί, μια γυναίκα με ποδιά υπηρέτριας την ραμφίζει - γεννά η καρδιά ακριβώς αυτήν την γυναίκα-, και καίγεται η φωνή της ακαριαία στον ωκεανό.
Στα τυφλά προχωρώ σε μια ανεξαρτησία - μοίρα της γέννησης και του αφανισμού-,
η κραυγή της αρχής και η κραυγή του τέλους, όπως εκφέρει το γεννημένο πράγμα πρωτανασαίνοντας, έγκλειστο σε δεξαμενή που ολημερίς αναγεννά το δηλητήριο. Ξαφνικά μια απεικονισμένη μορφή μ’ ένα ποτιστήρι και δίπλα μια άλλη γυναίκα όμορφη με τσιγάρο κι απλωμένα πόδια, νωχελική. Ανοιχτό παράθυρο ένας νεκρός προσφέρει καυσόξυλα στο θάνατο, σ ένα μαγαζάκι του τρόμου.
Κι ιδού ο βράχος που λυγίζει και σπάει στη μέση του ποιήματος, στη μέση του πίνακα. Γέννα πεθαμένη χωρίζει στα δύο το νόημα στα βότσαλα από κάτω, σπάει η πέτρα σε χαραμάδα κι η χαραμάδα κινείται - προχωράει ως την ακρογιαλιά-, ταξιδεύει τα λίγα μέτρα σαν άφιξη. Στα μάτια της μια τρομερή οδύνη, καρφιού που χάνεται σε οριστικό ξύλο, άντρα που χάνεται σε θηλυκή ανάγκη, παρωδίας που σοβαρεύει ολέθρια.
Το μάθημα δε τέλειωσε, δε μάθαμε τι αγαπάει η νύχτα, ούτε η μέρα φάνηκε, το καράβι αργεί ακόμα, όμως το λαθραίο νεογέννητο που μεταφέρει δεν έχει άλλο δρόμο, ολόκληρη η θάλασσα τείνει στη στεριά με τις βλεφαρίδες τις κυματιστές να γέρνουν. Το παιδί ακτινοβολεί, ο χρονος μεγεθύνεται, μεγαλώνει και χάνεται το φωτοστέφανο.
Ναι, η σκέψη γεννά, μιλαει και το πλάσμα επιπλέει σε ξύλινο σωσίβιο αφηρημένου χτίστη ως το τέλος της στεριάς ως το τέλος της θάλασσας ως το τέλος του πίνακα -στο κυκλικό δεν υπάρχει τέλος-, και παρασύρει κύματα μπογιάς ως την ακτή
κι εκεί υπάρχει.
Υπάρχει μια οργάνωση όπως κράτος κατασκευή, επιμελημένη φύση, ένα χαρτονόμισμα μιας μυθικής πατρίδας, μια ερημιά δομημένη με λάσπη. Κι εκεί ορίζεται η κατοχή μιας εξουσίας από αίμα αραιωμένο με φρούτα παρθένα και φυλλώματα κράτους αγεωγράφητου που χάθηκε. Κι ορίζεται η κατοχή του ρυθμού του ωκεανού η κατοχή ως δικαίωμα, το δικαίωμα ως λήθη, η λήθη ως θήραμα.
Και μέσα στο θήραμα υπάρχει ένας άντρας, υπάρχει μια γυναίκα κι ένα γλυπτό σκυλί που ακολουθεί. Οι πόρτες είναι κλειστές διπλαμπαρωμένες
κι άνθρωποι όπου υπάρχουν καθισμένοι σε καναπέδες που ναι φτιαγμένοι από βαλίτσες, επισκέπτες που απλώνουν την άνεση και δεν ακούγεται τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να ακουστεί έξω από τον πίνακα, ούτε κι ο πίνακας ο ίδιος.
Νύχτωσε ολόκληρο το μήνα, μ΄ έναν ελιγμό έστριψε το πλοίο στην προοπτική
κι άνοιξαν οι βαριές κουρτίνες. Στην πλατεία κάποιος έβηξε, ο θεατής κουράστηκε, η θάλασσα δεν ήταν ο ρόλος, ήταν το έργο το ίδιο κι η μουσική, ένα τραγούδι όμορφο με ομορφιά που σώζει, υποτάσσοντας, κυριεύοντας και εμβαθύνοντας
κι όλα τα φώτα πάνω στον θεατή και στον πίνακα κι όλα τα βλέμματα γυάλινα και μαγικά να λάμπουν. Σώθηκε ο νους και παλιννόστησε, ο έργο άτμισε από αλήθεια
από αληθινό συμφέρον της ζωής και τοκίστηκε η αξία του στην Τράπεζα της Προσοχής.
Λίγο χαμηλότερα, η τελευταία λέξη, η χαμένη νότα, ο άλλος, εσύ και το φως σου
το θηρίο που αστράφτει στα μάτια μου όπως κοιτούν τα δικά σου μάτια
κι αυτή η τρομερή παγωνιά τόση ώρα μπροστά στον καθρέφτη σου
να κοιτάζομαι.
συναίδον διαίδον, και εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα.
Όλα είναι αλληλένδετα : τα σύνολα και τα μη-σύνολα,
τα συγκλίνοντα και τα αποκλίνοντα,
Όλα συντίθενται σε ένα και από το ένα προέρχονται όλα
Ηράκλειτος
Οι πίνακες στάζουν θάλασσα, μια θάλασσα κολλώδη σαν έλος κι είναι μια τρικυμία μέσα. Καμπύλες πινελιές σε λιγνό πανί ορίζουν το μέτρο της κίνησης της ύλης
σ’ αυτό το ανάγλυφο το κοφτερό ρευστό που θροίζει η ηχώ μιας ανεμοζάλης. Νιώθω μια ριπή οριστικού αποχαιρετισμού και πλησιάζω γιατί.
Γιατί υπάρχει μια εξαγριωμένη ουσία εκεί κάτω, μια μάζα ουρανού κατακρημνισμένου, αλοιφή στις τραυματισμένες κηλίδες, στα ματωμένα κύματα
που σημειώνει -με μια παράξενη γλύκα είναι η αλήθεια-, την αιφνίδια κατάρρευση μιας τάξης, μ’ ένα γοργό διασκελισμό που επαναλαμβάνει γνωστά πράγματα μ’ αλλιώτικους τρόπους.
Κι υπάρχει ακόμα μια μουσική πρόσφατου Δεκεμβρίου, κουτσή μελωδία του σπουδαίου, εκείνου που δεν μπορούμε να μιλήσουμε -δεν μιλιέται το σπουδαίο-,
όμως κινείται άφωνα και διορατικά -το κεφαλάκι του σπρώχνει την αιωνιότητα.
Περνώντας ο χρόνος μεγεθύνεται κι αυξάνει η συνάφεια του ξύλου με το υγρό,
του περιβλήματος με το έργο. Της δομής που σε πετάει διαρκώς απ’ έξω.
Η κόρη τώρα σε ευθεία, ο θαλασσινός ορίζοντας, θέλω να δω, να δω τον κόσμο με την γλώσσα, τον καλώ κι εκείνος εμφανίζεται-να ’τον στην άκρη εκεί, στο κύμα. Έρχεται ο κόσμος κι είναι ολόκληρος μια ζέβρα. Μια ζέβρα κοντά στη θάλασσα. Σκύβει να πιει κι ανοίγει το νερό στα δυο. Παγώνει η ενεργεία ακαριαία. Η μνήμη παίρνει το αντικείμενο κόσμος, το αντικείμενο ζέβρα και το προβάλλει. Διαρκής διακινδύνευση. Η τέχνη που παλεύει να είναι κόσμος.
Είναι η αρχή ενός πολέμου, ή μάλλον η συνέχεια ενός διαρκούς πολέμου
απλού στη στρατηγική, μια διάφανη μάσκα στρατηγού που ποζάρει
και μετακινείται από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, κι η ζέβρα είναι το πρόσωπο
του ασύλληπτου, η κλαγγή του λογικού στον απεικονισμένο ωκεανό. Το θρόισμα της ιεραρχίας πάνω στο σχήμα.
Θέλω να νιώσω αυτή τη δύναμη, αυτήν την προϊστορική βουή. Διστακτικά πλησιάζω, κάτι μου σφίγγει την σκέψη, την στρίβει και την εξαντλεί, εκείνη τρομαγμένη με αναταράξεις παντού εξακοντίζεται εντός μου, χτυπά στα τοιχώματα διαλύεται κι ανασυντίθεται διαρκώς, χύνεται στις ζεστές κερήθρες των αρτηριών, ανασαίνει βαριά με μια ανάσα κίτρινη και με πόνους αφόρητους ξαπλώνει ανάσκελα.
Γεννά η σκέψη κι εκβάλλει στο έργο σαν χαρακτήρας, σάρκινος πολλαπλός και ελλιπής, μ’ ένα χέρι μικρότερο κι ένα κάτι μικρότερο -από τι; Ο χαρακτήρας σηκώνεται στα δυο πόδια πρώτη φορά κι αρθρώνει. Ήχους, Φθόγγους, Λέξεις. Κι είναι αυτές οι λέξεις: Διαφθορά, Σύγκρουση, Αντικείμενο, Ταύτιση, Ποιότητα, Κενό.
Πιο κοντά. Τα χείλη ακουμπούν σχεδόν το μουσαμά, σ’ ένα μαβί δευτερόλεπτο
η μνήμη της ατέλειας. Το χέρι ανασηκώνεται σαν άρτιο - σαν τότε που ζωγράφιζε
κινείται με τη μνήμη του άρτιου και δείχνει δεξιά. Κάτω από ένα οξύ βράχο η καρδιά τρομαγμένη μ’ αιφνιδιασμό υποχωρεί, μια γυναίκα με ποδιά υπηρέτριας την ραμφίζει - γεννά η καρδιά ακριβώς αυτήν την γυναίκα-, και καίγεται η φωνή της ακαριαία στον ωκεανό.
Στα τυφλά προχωρώ σε μια ανεξαρτησία - μοίρα της γέννησης και του αφανισμού-,
η κραυγή της αρχής και η κραυγή του τέλους, όπως εκφέρει το γεννημένο πράγμα πρωτανασαίνοντας, έγκλειστο σε δεξαμενή που ολημερίς αναγεννά το δηλητήριο. Ξαφνικά μια απεικονισμένη μορφή μ’ ένα ποτιστήρι και δίπλα μια άλλη γυναίκα όμορφη με τσιγάρο κι απλωμένα πόδια, νωχελική. Ανοιχτό παράθυρο ένας νεκρός προσφέρει καυσόξυλα στο θάνατο, σ ένα μαγαζάκι του τρόμου.
Κι ιδού ο βράχος που λυγίζει και σπάει στη μέση του ποιήματος, στη μέση του πίνακα. Γέννα πεθαμένη χωρίζει στα δύο το νόημα στα βότσαλα από κάτω, σπάει η πέτρα σε χαραμάδα κι η χαραμάδα κινείται - προχωράει ως την ακρογιαλιά-, ταξιδεύει τα λίγα μέτρα σαν άφιξη. Στα μάτια της μια τρομερή οδύνη, καρφιού που χάνεται σε οριστικό ξύλο, άντρα που χάνεται σε θηλυκή ανάγκη, παρωδίας που σοβαρεύει ολέθρια.
Το μάθημα δε τέλειωσε, δε μάθαμε τι αγαπάει η νύχτα, ούτε η μέρα φάνηκε, το καράβι αργεί ακόμα, όμως το λαθραίο νεογέννητο που μεταφέρει δεν έχει άλλο δρόμο, ολόκληρη η θάλασσα τείνει στη στεριά με τις βλεφαρίδες τις κυματιστές να γέρνουν. Το παιδί ακτινοβολεί, ο χρονος μεγεθύνεται, μεγαλώνει και χάνεται το φωτοστέφανο.
Ναι, η σκέψη γεννά, μιλαει και το πλάσμα επιπλέει σε ξύλινο σωσίβιο αφηρημένου χτίστη ως το τέλος της στεριάς ως το τέλος της θάλασσας ως το τέλος του πίνακα -στο κυκλικό δεν υπάρχει τέλος-, και παρασύρει κύματα μπογιάς ως την ακτή
κι εκεί υπάρχει.
Υπάρχει μια οργάνωση όπως κράτος κατασκευή, επιμελημένη φύση, ένα χαρτονόμισμα μιας μυθικής πατρίδας, μια ερημιά δομημένη με λάσπη. Κι εκεί ορίζεται η κατοχή μιας εξουσίας από αίμα αραιωμένο με φρούτα παρθένα και φυλλώματα κράτους αγεωγράφητου που χάθηκε. Κι ορίζεται η κατοχή του ρυθμού του ωκεανού η κατοχή ως δικαίωμα, το δικαίωμα ως λήθη, η λήθη ως θήραμα.
Και μέσα στο θήραμα υπάρχει ένας άντρας, υπάρχει μια γυναίκα κι ένα γλυπτό σκυλί που ακολουθεί. Οι πόρτες είναι κλειστές διπλαμπαρωμένες
κι άνθρωποι όπου υπάρχουν καθισμένοι σε καναπέδες που ναι φτιαγμένοι από βαλίτσες, επισκέπτες που απλώνουν την άνεση και δεν ακούγεται τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να ακουστεί έξω από τον πίνακα, ούτε κι ο πίνακας ο ίδιος.
Νύχτωσε ολόκληρο το μήνα, μ΄ έναν ελιγμό έστριψε το πλοίο στην προοπτική
κι άνοιξαν οι βαριές κουρτίνες. Στην πλατεία κάποιος έβηξε, ο θεατής κουράστηκε, η θάλασσα δεν ήταν ο ρόλος, ήταν το έργο το ίδιο κι η μουσική, ένα τραγούδι όμορφο με ομορφιά που σώζει, υποτάσσοντας, κυριεύοντας και εμβαθύνοντας
κι όλα τα φώτα πάνω στον θεατή και στον πίνακα κι όλα τα βλέμματα γυάλινα και μαγικά να λάμπουν. Σώθηκε ο νους και παλιννόστησε, ο έργο άτμισε από αλήθεια
από αληθινό συμφέρον της ζωής και τοκίστηκε η αξία του στην Τράπεζα της Προσοχής.
Λίγο χαμηλότερα, η τελευταία λέξη, η χαμένη νότα, ο άλλος, εσύ και το φως σου
το θηρίο που αστράφτει στα μάτια μου όπως κοιτούν τα δικά σου μάτια
κι αυτή η τρομερή παγωνιά τόση ώρα μπροστά στον καθρέφτη σου
να κοιτάζομαι.
2 comments:
"Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω"... Κ.Π.Καβάφης, "Ζωγραφισμένα"
μα πού είστε; αν σας χάσαμε γιατί είστε ευτυχής, πλήρης ή γράφετε τότε ...πάσο και μαζί σας, αλλιώς εδώ είμαστε, μας λείπετε και σας περιμένουμε :-)
Post a Comment