Tuesday, July 31, 2007

Antonioni, Bergman


Όταν, χτες, άκουσα την είδηση του θανάτου του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο νους μου ασυναίσθητα πήγε αμέσως στον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον τελευταίο. "Αυτος τουλάχιστον ζει" είπα, κι ας είναι τυφλός και άνω των 90. Την επόμενη μέρα το πρωι μάθαινα και τον θάνατο του Ιταλού σκηνοθέτη.


Σαν να αποφάσισαν να φυγουν μαζί πανσέληνο τελος Ιουλίου, του πιο τρομερού μήνα του χρόνου. Μαζί, είναι η μισή ιστορία του σινεμά.

Αν μπορει να μου επιτραπεί μία προσωπική καταθεση. Στους δυο αυτους ανθρώπους οφείλω το πως αρχισα να "βλέπω" τα πράγματα γυρω μου. Οδοδεικτες, ο ένας του μυχιου και ο άλλος της (καλώς εννοουμενης) επιφάνειας. Η 30η Ιουλίου 2007 είναι μέρα οροσημο για το τελος μιας εποχής.

Η "Σιωπή" και το "Μπλοου Απ", η "Εβδομη Σφραγίδα" και το "Επάγγελμα Ρεπόρτερ", το "Φάνι και Αλέξανδρος" και η "Περιπέτεια", ειναι εργαλεια αναφοράς στη ζωη. Ακομα και οι αποτυχίες τους, το "Αυγό του Φιδιου" και το "Ζαμπρισκι Ποιντ" ειναι μεγαλειώδεις.

Τον Αυγουστο θα τα ξαναδω όλα. Αν και φτωχότερος.

Thursday, July 19, 2007

How soon is now? Smiths


Γράφει η μεγάλη Βρετανίδα συγγραφέας Τζορτζ Έλιοτ στο αριστούργημά της «Μίντλμαρτς»: «Να ’σαι ο γιος ενός έμπορου στο Μίντλμαρτς και κληρονόμος τίποτα του ιδιαίτερου».
Τραγουδούν οι Σμιθς στο εκπληκτικό «How soon is now»: «Είμαι ο γιος, και κληρονόμος, μιας αιδημοσύνης που ναι εγκληματικά χυδαία. Είμαι ο γιος, και κληρονόμος, τίποτα του ιδιαιτέρου». Οι τέχνες, οι εποχές δεν έχουν σύνορα.
Το κεντρικό πρόσωπο του τραγουδιού των Σμιθς είναι ένας ντροπαλός νέος, που δεν μιλάει, δεν μπορεί να εκφέρει εκείνο που νιώθει, δεν ανοίγεται, δεν ρισκάρει, δεν πράττει και μοιραία δεν μπορεί να βρει την αγάπη, μια αγάπη που χρειάζεται ο καθένας μας, η οποία όμως δεν του χαρίζεται, ούτε θα του ’ρθει εξ ουρανού εφ όσον δεν «ανοίξει» τον εαυτό του, δεν εκχωρήσει κάτι, δεν προκαλέσει.
Ο νεαρός είναι κληρονόμος ενός στίγματος, ενός «χυδαίου, εγκληματικού» στίγματος, κληρονόμος της ντροπής, και εν τέλει κληρονόμος του τίποτα. Υπάρχει ένα κλαμπ, όπου δυνητικά μπορεί να γνωρίσει κάποιον άνθρωπο, να μιλήσει, να επικοινωνήσει, ωστόσο πάει εκεί μόνος του, στέκι σε μια γωνία μόνος του, πίνει το ποτό του μόνος του, φεύγει μόνος του, γυρίζει σπίτι μόνος του και κλαίει και θέλει να πεθάνει.
Θέλει να πεθάνει επειδή θέλει τη ζωή και τη θέλει τώρα. Αλλά, «όταν θέλεις κάτι να συμβεί ‘τώρα’, τι ακριβώς εννοείς;», ρωτούν οι Σμιθς. Όσο δεν πράττεις, τα τώρα και τα τώρα αθροίζονται, χάνουν την εντατική τους αξία κι η ζωή κυλάει μες απ’ τα δάχτυλα σα νερό.
Όταν ακούω αυτό το τραγούδι των Σμιθς εκείνο που σκέφτομαι είναι ο ζωτικός χρόνος, η μύχια εμπειρία της διάρκειας και της στιγμής. Το «τώρα», αυτή η αυτόματη διαδοχή στιγμών δεν είναι παρά μια τεχνητή ρήξη σε μια φυσική συνέχεια. Ανίκανη να ακολουθήσει την ζωτική κίνηση, η διάνοια κινητοποιεί τον χρόνο μέσα σε έναν μονίμως πλαστό παρόν.
Αντίθετα, η πράξη είναι μια στιγμιαία απόφαση που φέρει όλο το φορτίο της πρωταρχικότητας. Σε μια γάτα την ώρα που καραδοκεί, βλέπουμε την στιγμή της εφόρμησης να εγγράφεται στο πραγματικό, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε και την επερχομένη τροχιά του άλματος. Πριν από την περίπλοκη διαδικασία της εφόρμησης όμως, υπάρχει η καίρια στιγμή της απόφασης. Η απόφαση, η πράξη είναι που δημιουργεί ένα «τώρα» ενεργό, ένα τώρα που ορίζει τον δικό του χρόνο. Για τον ντροπαλό ήρωα του τραγουδιού των Σμιθς, το στάδιο αυτό είναι ματαιωμένο, διαρκώς εν αναβολή. Η αδυναμία του να κάνει την κάθετη τομή, τον πνίγει στην αέναη ροή των στιγμών. Βυθίζεται στη διάρκεια. Για εκείνον, ποτέ δεν είναι νωρίς, ποτέ δεν είναι αργά.
Πόσο νωρίς, πώς αργά όμως είναι το οποιοδήποτε τώρα; Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτή την αινιγματική παγίδα που μας στήνει ο χρόνος. Το παρόν δεν «περνάει». Απλά εγκαταλείπουμε μια στιγμή για να βρούμε μιαν άλλη. Ο πραγματικός χρόνος υπάρχει μόνο χάρη στην στιγμή - βρίσκεται ολόκληρος μέσα στον ενεστώτα, μέσα στην πράξη, μέσα στο παρόν.
Ίσως σε κάποιο άλλο τραγούδι ο ήρωας των Σμιθς θα μπορούσε να κάνει την υπέρβαση. Να επέμβει στον δεδομένο, τον κοινόχρηστο χρόνο, δημιουργώντας τη δική του εξίσωση, τις δικές του παραμέτρους. Να αποσυνδέσει τη διάρκεια από κάθε μετρήσιμη έννοια, να αρπάξει το χρόνο από τα κέρατα και να τον τιθασεύει.
Οι Μόρισει - Μάρει ωστόσο, παγώνοντας το χρόνο σε αυτή την αδιέξοδη συνθήκη, μας έδωσαν ένα ατόφιο αριστούργημα, ένα τραγούδι που από την πρώτη του συγχορδία μας ταξιδεύει σε ένα αέναα ματαιωμένο παρόν. «Πόσο νωρίς είναι το τώρα;» - ένας στίχος που γεφυρώνει την Φυσική με την Λογοτεχνία, την Άλγεβρα με τη Φωτιά.

Πρόκειται να δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού ΟΖΟΝ

Sunday, July 15, 2007

Πού χτυπάει η καρδιά της θάλασσας;

Πού χτυπάει η καρδιά της θάλασσας
πού τελειώνει το σώμα τ’ ουρανού;

Εκεί που ένα βράδυ
μ’ ένα φεγγάρι ανάστροφο
όπως το μαύρο πουλί
συλλάβιζε αστερισμούς κι αβύσσους
κι ένα αμήν ολοστρόγγυλο
πρόβαλλε στο δέλτα του φωτός
είδα με τα μάτια του μικρού μου κόσμου
μια στιγμή αήττητη πελώρια
όπως αρχαία πέτρα

Τόσο δική μου
τόσο εντός μου
που πια δεν μου ανήκε

Monday, July 9, 2007

Mad Song (II)

Κρυφακούω στον εαυτό μου
όλους τους ήχους· μικρούς και μεγάλους
και νιώθω κάτι να πνέει από τις παγωμένες γειτονιές του θανάτου

Είναι ένας αέρας που όταν φυσά με επισκέπτεται
ο πρίγκιπας των σκιών και των φαντασμάτων
ο ομορφότερος των αγγέλων διάβολος
μίλια μετά το τέλος του κόσμου
τόσο μακριά που χάνεται στο κοφτερό γρασίδι των τάφων
πιο μακριά κι από τις μνήμες ενός φονιά
πιο μακριά κι από την πιο φριχτή, την πιο αρχαία απελπισία
πιο μακριά κι απ’ το λευκό, το πάλλευκο χιόνι της αυγής

Σκύβει χορευτικά και με γλυκό χαμόγελο
με παίρνει απο το χέρι και μου λέει
Ιδού, εσύ, σημαδεμένος

Monday, July 2, 2007

"Ιβάνωφ" στο Φεστιβαλ Αθηνών

Στη σκηνή δεν υπάρχουν σαμοβάρια, σερβίτσια τσαγιού, έπιπλα. Όλα άδεια – ώστε να γεμίσουν με νόημα. Ο σκηνοθέτης Ντίμιτερ Γκότσεφ δεν αντέχει τους νατουραλιστικούς χώρους. Ένα σύννεφο καπνού – εκπληκτικό στη λιτότητά του σκηνικό που δρα σαν χαρακτήρας - καλύπτει και αποκαλύπτει τα σώματα των ηθοποιών που ερμηνεύουν την τραγική ομάδα των ανυπεράσπιστων μοναχικών ανθρώπων. Τα πρόσωπα εκφράζουν τα άγχη και τους φόβους τους χωρίς κανένα ορατό σημείο αναφοράς, παρά μόνο μέσα από τη γυμνωμένη τους ψυχή.

Μια εντελώς αντιρεαλιστική εκδοχή του αριστουργήματος του Τσέχοφ "Ιβάνωφ" είχα την ευκαιρία να δω στο Φεστιβάλ Αθηνών από την Φόλκσμπινε. Ο νευρασθενικός Ιβάνωφ του Σάμουελ Φίντζι, ντυμένος μ’ ένα απλό τι-σερτ, σέρνει βαριεστημένα τα πόδια του στη σκηνή και χάνει τις παντόφλες του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί μάταια να συμβιβαστεί με την κατάθλιψη του. Καθώς η γυναίκα του Άννα Πέτροβα πεθαίνει σταδιακά από φυματίωση και η νεαρή Σάσα τον φλερτάρει, ο Ιβάνωφ είναι πλέον αλλού, «δεν μετέχει πια στον κόσμο». Στο τέλος δεν αντέχει καν να αυτοκτονήσει και αντ' αυτού ζωγραφίζει με αεροζόλ μια ανθρώπινη φιγούρα που στρέφει ένα πιστόλι στο κεφάλι της.

Χιούμορ και τραγωδία σε λεπτή ισορροπία. Ο Γκότζεφ αφήνει την τελευταία λέξη στον φιλόδοξο Μπόρκιν και στην απολογία του περί καπιταλισμού. Μια γκροτέσκα κωμωδία για μια κοινωνία που οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στο τέλμα.

Ως γνωστόν στην τέχνη όλα είναι στο «πώς», και το «πώς» αυτής της παράστασης σε αφήνει άφωνο, συγκινημένο, πλήρη.

δημοσιευτηκε στο Έθνος 22.7.07