Tuesday, February 27, 2007

Λιόσα

Writing novels is the equivalent of what professional strippers do when they take off their clothes and exhibit their naked bodies on stage. The novelist performs the same acts in reverse. In constructing the novel, he goes through the motions of getting dressed, hiding the nudity in which he began under heavy, multicolored articles of clothing conjured up out of his imagination. The process is so complex and exacting that many times not even the author is able to identify in the finished product — that exuberant display of his ability to invent imaginary people and worlds — the images lurking in his memory, fixed there by life, which sparked his imagination, spurred him on, and induced him to produce his story."
ΥΓ: συγγνωμη για τα αγγλικα, αλλά μαι υποχρεωση δεν μου επέτρεψε να το μεταφρασω σημερα

Monday, February 26, 2007

Η ψυχή στο στόμα

Εκείνο που μου αρέσει περισσότερο στον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, εκτός από το απόλυτα προσωπικό αποτύπωμα της τέχνης του, είναι ότι δεν κάνει εκπτώσεις. Ούτε μια, ούτε κατά διάνοια. Από την πρώτη του ταινία, το «Σπιρτόκουτο», η ματιά του στην ελληνική κοινωνία είναι άγρια, καταγράφοντας τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η «γραφή» του είναι ακραία, πυρακτωμένη, αλλά καθαρή, καθαρότατη. Η κατάδυση του στα έγκατα της βίας, της απόγνωσης, του κενού, είναι τόσο ανελέητη που το σκοτάδι της γίνεται πάμφωτο, όπως στις αρχαίες τραγωδίες.
Οι ηθοποιοί του, στην τελευταία του ταινία «Ψυχή στο στόμα», παίζουν μ' έναν τρόπο που δεν θα συναντήσει κανείς σε άλλες ελληνικές ταινίες. Ποτέ δεν θα φανταζόσουν την Μαρία Ναυπλιώτου σε έναν τέτοιο ρόλο, ενώ ο Ερρίκος Λίτσης εξελίσσεται σε «εμβληματική» εικόνα του νέου ελληνικού σινεμά, μεγάλος, σημαντικός ηθοποιός.
Η ταινία θα διχάσει σίγουρα, κι αυτό είναι ένα από τα μεγάλα της ατού. Γιατί εκεινο που δείχνει μέσα από τις σιωπές, τη βωμολοχία, την κτηνωδία, είναι μια άλλη αλήθεια, μίλια μακριά από τη τηλεόραση της οθόνης, την τηλεόραση του σινεμά (υπάρχει και αυτή), τις ασφαλείς πλοκές των μυθιστορημάτων. Το μαχαίρι στο κόκαλο του μικροαστού κι όποιος αντέξει.Τι κρίμα που παίζεται σε μια και μόνο αίθουσα Ελπίζω το «στόμα-στόμα» ν' ανοίξει την «Ψυχή» και σε ευρύτερο κοινό.Όπως λέει ο ίδιος ο δημιουργός, ο στόχος του είναι ο θεατής να βγει από την ταινία «μετατοπισμένος». Το θεωρώ σίγουρο, οποια κι αν είναι η αντίδραση του.

δημοσιεύτηκε στο "Έθνος" 26.2.07

Friday, February 23, 2007

Billy Jean

Μεγάλωσα σε μια μανιχαιστική εποχή. Όταν υπήρχαν αριστερά και δεξιά καφενεία, όταν υπήρχαν ροκάδες και καρεκλάδες. Έτυχε να πηγαίνω σε ένα σχολείο όπου το 90% των συμμαθητών μου ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Και καλά στο δημοτικό όπου η αθωότητα της ηλικίας μας επέτρεπε την αβίαστη συντροφικότητα, όμως μετά την μεταπολίτευση - που σημάδεψε το πέρασμα μου στην εφηβεία - έπρεπε να διαλέξεις «χώρο», όχι μόνο πολιτικά, αλλά και μουσικά. Για τα πολιτικά δεν υπήρχε θέμα, από πολύ μικρός, ήξερα τον δρόμο μου. Το μουσικό οπαδιλίκι όμως ήρθε ασυναίσθητα, όταν πρωτοάκουσα Ντορς και Στόουνς. Με τη μία τρελαμένος ροκάς. Οι συμμαθητές πάλι, έκλιναν αλλού. Καραδεξιοί και ντισκόβιοι. Θυμάμαι πήγαινα για μάθημα με την τσάντα γεμάτη συνθήματα: «Τζιμ Μόρισον», «Ροκ φορ έβερ» και την «Αυγή» να εξέχει προκλητικά. Σαν τη μύγα μες στο γάλα. Δακτυλοδεικτούμενος.

Όμως εδώ μας αφορά περισσότερο η μουσική. Στα πρώτα «ψαγμένα πάρτι», όταν το ζήτημα «κορίτσι» άρχισε να γίνεται κυρίαρχο, η διαφορά άρχισε να μεγεθύνεται κραυγαλέα. Οι συμμαθητές μου έρχονταν κουστουμαρισμένοι, ατσαλάκωτοι, με γραβάτα και λουστρίνια, εγώ «έσκαγα» με τζιν, μισοσκισμένα μακριά πουκάμισα και όσο χνούδι επέτρεπε η εφηβική τριχοφυΐα. Το χειρότερο μαρτύριο όμως δεν ήταν τόσο να βλέπεις δεκατεσσάρων χρονών παιδάκια ντυμένα σαν επιχειρηματίες, αλλά να τους παρακολουθείς να χορεύουν αυτά τα ηλίθια τραγουδάκια. Η ντίσκο ήταν το κυρίαρχο είδος, ακολουθούμενη από την σοουλ. Μιλάμε για την επιτομή του ξενέρωτου. Θα μου πείτε γιατί πήγαινα; Ε, είπαμε το κεφαλαίο κορίτσια είχε ανοίξει και οι συμμαθήτριες, παρά τα ασημένια σκουλαρίκια και τα κυριλέ φουστανάκια είχαν κάτι προσωπάκια από άλλο πλανήτη. Η αμφιταλάντευση αυτή είχε ωστόσο ημερομηνία λήξης. Καμία δεκαριά πάρτι αργότερα, έκλεισα οριστικά την πόρτα κι αποφάσισα να αλλάξω κύκλο. Θα ’βρισκα νέους φίλους εκτός σχολείου, με κοινά ενδιαφέροντα και κοινά ακούσματα.

Όπως θα καταλάβατε από πιτσιρικάς ήμουν μέγας πολέμιος της μαύρης μουσικής, την οποία είχα ταυτίσει με την φλωροπαρέα του σχολείου. Ακούγοντας Μπάρι Ουάιτ, Ντόνα Σάμερ κλπ έβγαζα σπυράκια. Φυσικά δεν συμπεριλάμβανα στο είδος τους μεγάλους μαύρους ροκάδες. και μπλούζμεν όπως τον Τζιμι Χέντριξ και τον Μπι Μπι Κινγκ. Η ουσία ήταν ότι για χρόνια, σόουλ και χορευτική μουσική σήμαινε για μένα γραβάτα, παιδί του μπαμπά και ξενέρωμα.
Χρόνια αργότερα βρέθηκα στην Αγγλία για μεταπτυχιακά. Ήταν τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 80 και το MTV βρισκόταν στα σπάργανα. Μια μέρα, κάνοντας τυχαία ζάπινγκ. έπεσα πανω σε ένα αφιέρωμα στον Μάικλ Τζάκσον, τον οποίο είχα ταυτίσει με την πρώην μπάντα του, τους Τζακσον Φάιβ. Ένας ακόμα μαυρούλης του κατεστημένου, ό,τι πιο κόντρα στην ροκ κουλτούρα του καταραμένου, που συμπεριλάμβανε από τους μπιτ λογοτέχνες, τον Αρθούρο Ρεμπό, τον Κόμη του Λωτρεαμόν ως τους μεγάλους Ντορς, τον φάρο δηλαδή της πνευματικής μου ζωής της εποχής.

Πως έτυχε όμως και κάθισα και το είδα. Κάποια στιγμή έπεσε και το βιντεοκλίπ του καινούργιου του τραγουδιού. Ο τίτλος ήταν Billy Jean. Από την πρώτη κιόλας μπότα της ριθμ σέκστιον κάτι έγινε μεσα μου. Είπα «Ρε συ, κάτι συμβαίνει εδώ». Όταν εμφανίστηκα ο τότε κατάμαυρος Μάικλ, αδύνατος και στητός στο δερμάτινο του παντελόνι να περπατάει και σε κάθε του βήμα να ανάβουν τα πλακάκια, κουνήθηκα από τη θέση μου. Στο μέσον του τραγουδιού είχα σηκωθεί από την πολυθρόνα και χόρευα μόνος μου. Μόλις τελειωσε, ασυναίσθητα κοίταξα με φόβο γύρω μου μήπως κανείς είχε αντιληφθεί την προδοσία μου. Εντάξει, ήμουν μόνος. Ωστόσο κάτι είχε ταρακουνηθεί στο κρυφό εκείνο κέντρο του εγκεφάλου που αποθηκεύει και αξιολογεί τα ακούσματα. Το Billy Jean είχε περάσει το τεστ και μάλιστα με υψηλότατο βαθμό.
Από εκείνη τη μέρα είδα τη σόουλ και τη χορευτική μουσική με αλλά μάτια. Όχι, η αλλαγή δεν ήταν καταλυτική, το ροκ δεν έφυγε ποτέ από το κέντρο των προτιμήσεων μου, δεν έπαψε ποτέ να είναι ο κύριος πρωταγωνιστής του ηχητικού μου σύμπαντος. Εκείνο που έγινε, ήταν ότι ο μουσικός σταλινισμός κατέρρευσε, το τείχος της προκατάληψης έπεσε, κι έγινα σταδιακά περισσότερο ανεξίθρησκος, επιτρέποντας στον εαυτό μου και αλλότρια ακούσματα. Μελωδίες που άλλοτε θα σνόμπαρα ως μελό, εθνικά τραγούδια που θα είχα απορρίψει ως «πασέ», αφρικάνικα και ασιατικά ακούσματα που ποτέ δεν θα είχαν θέση στη δισκοθήκη μου, αρχισαν να συνωστίζονται στα ράφια.

Την πορεία του Μάικλ βέβαια, όλοι την ξέρουμε. Η οριακή άνοδος, η οριακή πτωση. Ίσως δεν ήταν τυχαίο ότι ένας μουσικός που βίωσε το απόλυτο ζενίθ και ναδίρ ήταν εκείνος που μου χάρισε την μουσική μου απελευθέρωση. Και το χρωστάω στο μικρό αυτό βιντεάκι των 4.58 λεπτών που καποτε ήταν η σημαία του MTV. Πλέον, όποτε το ακούω ρίχνω και μια στροφή προς τιμήν αυτού που κατάφερε τότε ο Μαικλ. Να συγκινήσει, να παρασύρει, να απελευθερώσει και οπαδούς και άλλων «θρησκειών»…<

Saturday, February 10, 2007

Αμερικάνικα σίριαλ

Όσοι συχνάζουν στις πύλες της νέας οικιακής ψυχαγωγίας, είτε θα έχουν αντιληφθεί την αρρώστια, είτε θα έχουν θα έχουν εθιστεί στον ιό των αμερικανικών σίριαλ. Η έννοια σίριαλ για μένα ήταν για χρόνια συνώνυμη με θεάματα τύπου «τα Φιλαράκια», άντε και στη καλύτερη «Sex & the City». Μπορεί να χάζευα κανένα επεισόδιο στην τηλεόραση, αλλά ποτέ δεν θα καθόμουν να παρακολουθήσω μια ολόκληρη δραματική σειρά, ή κάποια σειρά δράσης. Πόσο μάλλον να την δανειστώ ολόκληρη από κάποιο βίντεο κλαμπ. Κάποια στιγμή άκουσα για το «Lost». Είδα μερικά επεισόδια κι αποφάσισα να δανειστώ τον πρώτο κύκλο. Αυτό ήταν! Έμεινα καθηλωμένος ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο με τις ώρες.

Ήταν η αρχή μιας εξερεύνησης στο μαγικό κόσμο της αμερικανικής «ποιοτικής» τηλεόρασης. Η συνεχεία ήταν το εκπληκτικό δραματικό γουέστερν "Deadwood" ένα πραγματικό διαμάντι, κάθε επεισόδιο του οποίου βάζει κάτω σωρεία ταινιών του Χόλιγουντ, το συγκινητικό "Six Feet under", όπου μεσα από την ιστορία μιας οικογένειας εργολάβων κηδειών συντελείται μια ουσιαστικότατη σπουδή πάνω στο θάνατο και την κοινωνία, τα ψυχαγωγικά «CSI», «Prison Brake», ώσπου τελευταία κόλλησα στο "Carnivale" («Το Τσίρκο του Μυστηρίου»), όπου ενορχηστρώνεται αριστουργηματικά η αιώνια πάλη του Καλού και του Κακού μέσα από της περιπλανήσεις μιας παρέας τσιρκολάνων στην άγρια Αμερική του Μεσοπολέμου. To δε ζενερίκ ειναι από τα ωραιότερα που εχω δει ποτέ ειτε στο σινεμά είτε στην τηλεόραση

Friday, February 2, 2007

Ντοστογιέφσκι: "Blogger" της εποχής του

.Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι:«Το ημερολόγιο του συγγραφέα»
Α ΜΕΡΟΣ – Β ΜΕΡΟΣ : 1873-1876, Εκδόσεις Αρμός, Μετάφραση: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι είναι ένας από τους πυλώνες τις παγκόσμιας λογοτεχνίας.Είναι όμως ταυτόχρονα από τους λίγους τόσο σημαντικούς συγγραφείς που κάποια στιγμή ένιωσαν την ανάγκη να επικοινωνήσει με το κοινό υπό μια άλλη ιδιότητα: αυτή του επιφυλλιδογράφου και του σχολιαστή της σύγχρονης επικαιρότητας. Κάτι όχι τυχαίο. Ο συγγραφέας υπήρξε ανέκαθεν ένα βαθύτατα «πολιτικό ζώο» και πίστευε ότι ο λογοτέχνης πρέπει να λαμβάνει θέση και να την καταθέτει δημόσια.
Φανατικός αναγνώστης του τύπου, αποδελτίωνε ειδήσεις της εποχής τις οποίες συχνά χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη για τα λογοτεχνικά του έργα. Ταυτόχρονα συνεργαζόταν και με πολλά λογοτεχνία μηνιαία περιοδικά. Από την αποψη αυτή ήταν εξαιρετικά μοντέρνος, ένας δημιουργός που δεν ήταν κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους, αλλά αφουγκραζόταν άμεσα τον σφυγμό της εποχής του και συνδιαλεγόταν με την επικαιρότητα. Πληθωρικός, με υπερχειλίζουσα ενέργεια, επεδίωκε την συγκεκριμένη αρθρογραφία, γιατί όπως έλεγε ο ίδιος δεν «προλάβαινε να τα σχολιάζει όλα στα βιβλία του». Αυτό το «αχόρταγο» στοιχείο μοιραία θα εξέβαλλε και σε άλλες μορφές επικοινωνίας. Αν ζούσε σήμερα, ο Ντοστογιέφσκι ίσως ήταν και μπλόγκερ…
Με αυτή του τη δραστηριότητα ωστόσο, ο συγγραφέας δεν θεωρούσε ότι δημιουργεί ένα «νέο λογοτεχνικό είδος», μια και η επιφυλλίδα, κατά τα ήθη του 19ου αιώνα, ήταν σχεδόν απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συγγραφικής δραστηριότητας στη Ρωσία, αλλά και στην Ευρώπη.
Με τον παρόντα τόμο των εκδόσεων Αρμός, τον πρώτο από τους συνολικούς τρεις που θα κυκλοφορήσουν, ο έλληνας αναγνώστης έχει την ευκαιρία μετά από 130 χρόνια να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη «δημοσιογραφική» ιδιότητα του συγγραφέα. Για τους μελετητές, αλλά και όσους έχουν σκύψει στο έργο του μεγάλου Ρώσου, αυτές οι επιφυλλίδες, τα μικρά διηγήματα, οι ομιλίες και οι παρεμβάσεις, αποτελούν ένα ύψιστης σημασίας υλικό, μια και αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι παρατηρούσε και αξιολογούσε τον κόσμο που εξελισσόταν γύρω του. Στη Ρωσία, την εποχή του συγγραφέα, υπήρχαν μείζονα κοινωνικοπολιτικά και πολιτιστικά θέματα, όπως η παιδεία, οι σχέσεις Ρωσίας Ευρώπης, η διαμάχη των Σλαβόφιλων και των Δυτικιζόντων. Τα συγκεκριμένα κείμενα αντανακλούν τις θέσεις του, ευθέως, δίχως την κάλυψη του μυθοπλαστικού μανδύα.
Στα έργα του ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε συχνά τους ήρωες του ως φορείς των προσωπικών του απόψεων, εδώ ωστόσο, στο «Ημερολόγιο του συγγραφέα» δεν υπάρχει περσόνα, δεν υπάρχει επινόηση. Ο Ντοστογιέφσκι «μιλάει» με την υπογραφή του, καταθέτοντας άμεσα τις απόψεις του και «ενοχλώντας» τους πάσης φύσεως αντιπάλους του, οι οποίοι παρεμπιπτόντως, δεν ήταν και λίγοι.


Ένα πρώτο ενδιαφέρον ερώτημα που θα έχει κάποιος μελετητής η τακτικός αναγνώστης του Ντοστογιέφσκι είναι ποιες - αν υπάρχουν – στιλιστικές διαφορές προκύπτουν ανάμεσα στον συγγραφέα και τον «δημοσιογράφο». Εδώ παρατηρούμε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Είναι γνωστό ότι ο Ντοστογιέφσκι κατηγορήθηκε ότι έγραφε ασθματικά, βιαστικά, ακόμα και σε «κακά ρωσικά». Ο τρόπος ζωής του, τα οικονομικά του προβλήματα, τα χρέη, οι υποχρεώσεις προς του συγγενείς του και το καζίνο, τον υποχρέωναν σε ιλιγγιώδεις ρυθμούς συγγραφής, (θυμηθείτε, έγραψε τον «Παίκτη» σε... 26 μέρες), με αποτέλεσμα συνήθως να μην ρίχνει ούτε δεύτερη ματιά στα γραπτά του. Η διαφορά είναι ότι στα δημοσιογραφικά του κείμενα, παρόλο που διατηρείται αυτή η αίσθηση του «επείγοντος», το στιλ, λόγω θέματος, μπορεί να αλλάζει από σελίδα σε σελίδα.
Μια άλλη «χρήση» των κειμένων αυτών, ήταν εκείνη του «αμυντικού μηχανισμού». Ο Ντοστογιέφσκι έβρισκε εδώ την ευκαιρία να απαντά σε αρνητικές κριτικές για το λογοτεχνικό του έργο του. Είναι γνωστό ότι ο συγγραφέας αντιδρούσε πολύ έντονα στην κριτική, αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που ήρθε σε ρήξη με τον μεγάλο ρώσο κριτικό της λογοτεχνίας Μπελίνσκι, αλλά και πολλούς άλλος ομότεχνούς του. Υποφέροντας από ένα αίσθημα μειονεξίας, λόγω εμφάνισης, ασθένειας, ταπεινής καταγωγής και οικονομικής ανέχειας, θεωρούσε συχνά πως διάφοροι «κύκλοι» συνωμοτούσαν με σκοπό να τον «εξοντώσουν» λογοτεχνικά. «Το Ημερολόγιο του συγγραφέα», αλλά και οι προηγούμενες συνεργασίες του με περιοδικά, του προσέφεραν ένα δημόσιο βήμα υπεράσπισης των έργων και των απόψεών του. Ως γνωστό ο συγγραφέας. μετά την επιστροφή του από την εξορία προσχώρησε στο συντηρητικό πολιτικό στρατόπεδο ερχόμενος σε ρήξη με το σύνολο σχεδόν των εκπροσώπων της ρωσικής προοδευτικής διανόησης του 19ου αιώνα (Τουργκιένιεφ, Χέρτσεν, Τσερνισέφσκι κ.α).
Ο παρόν τόμος περιλαμβάνει κείμενα που αρχικά δημοσιεύτηκαν ως ξεχωριστά κεφάλαια στο περιοδικό «Πολίτης», του οποίου εκείνη την εποχή ο συγγραφέας ήταν διευθυντής σύνταξης, ενός είδους «περιοδικού μέσα στο περιοδικό». Το 1874, μετά από συνεχείς διώξεις της επιτροπής Λογοκρισίας ο Ντοστογιέφσκι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τις πρώτες καταγραφές από «Ημερολόγιο του συγγραφέα», το οποίο υπήρξε ένα αυτόνομο προσωπικό του βήμα ώστε ο Ντοστογιέφσκι να είναι σε θέση να συνδιαλέγεται ελεύθερα με τον αναγνώστη για μια πληθώρα θεμάτων. Πρόκειται για ένα είδος «τετραδίου του συγγραφέα», ένα «δημιουργικό εργαστήριο», το οποίο ο συγγραφέας θα χρησιμοποιούσε εν είδη δοκιμαστικού σωλήνα, πειραματιζόμενος με τις ιδέες που θα αποτελούσαν πρώτη ύλη για τα μελλοντικά του μυθιστορήματα.

Η εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη έγινε από τα ρωσικά από την λεγόμενη «ακαδημαϊκή» έκδοση του Ινστιτούτου Ρωσικής Λογοτεχνίας (Οίκος του Πούσκιν» της Ακαδημίας Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ., εκδόσεις «Ναούκα», Λένινγκραντ 1972 (30 τόμοι). Στο βιβλίο υπάρχει και ένας έξοχη και άκρως κατατοπιστικός πρόλογος από τον μεταφραστή ο οποίος έχει αναλάβει το κοπιώδες έργο της μεταφοράς αυτού του σπάνιου υλικού στη γλώσσα μας.

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2007 του περιοδικού "Διαβάζω"