Tuesday, August 31, 2010

Το ψυχολογικό πέρασμα από το «νιώθω» στο «πράττω»

Το ψυχολογικό πέρασμα από το «νιώθω» στο «πράττω»

Του Αλεξη Σταματη για την Καθημερινη (28.8)

Τι νιώθει ο ήρωας; Η πιο κοινότοπη, η πιο μπανάλ και εντέλει η πιο άχρηστη ερώτηση που κάνει ο θεατής-αναγνώστης. Ομως, ας μην ξεγελιόμαστε. Την κάνει συχνά και ο συγγραφέας-δημιουργός, όταν παρασύρεται σε «ψυχολογικές προσεγγίσεις», χτίζοντας ένα χαρακτήρα. Μια ερώτηση ολωσδιόλου περιττή. Ως θεατή, τι με νοιάζει η ψυχολογία όταν «βλέπω» την πράξη; «Show not tell» -«δείχνε, μην εξηγείς»- είναι μια παλιά, καλή συμβουλή για κάθε πεζογράφο, κάθε θεατρικό συγγραφέα. Δραματοποίησε, δείξε, κάνε πράξη εκείνο που συμβαίνει. Αυτό έχει σημασία. Η Πράξη. H μεταβολή της τύχης ενός μέσου ήρωα, ενός ηθικά ομοίου μας. Η πράξη: το όχημα που οδηγεί τον μύθο, που εξελίσσει την ιστορία, που δημιουργεί μια νέα συνθήκη.

Η «ψυχολογία» έχει καταστρέψει παραστάσεις, σκηνοθεσίες, βιβλία, ακόμη και ζωές. Κάτι ήξεραν η αρχαίοι: Πράξη. Οταν τίθεται το δίλημμα, όταν παρεμβαίνει το εμπόδιο, πράττεις. Με δυο λόγια: στα δύσκολα ή ωριμάζεις ή χάνεσαι.

Ερχονται στιγμές, έρχονται περίοδοι στη ζωή όπου αυτή η δραματουργική συμβουλή είναι θησαυρός. Φερ’ ειπείν σε εποχές κρίσης, όταν η τύχη σχεδόν όλων μας μεταβάλλεται.

Στιγμές όπου η πρώτη αντίδραση, βασισμένη στο παλιό μοντέλο, είναι να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να στροβιλίζεσαι ανάμεσα σε ευμετάβλητα «νιώθω» και νεφελώδη «αισθάνομαι», παραδέρνοντας ανάμεσα στην αυτολύπηση και τον αυτιστικό θρήνο. Και να που εκείνη την ωραία ημέρα ο καθρέφτης δεν παράγει απαντήσεις, δεν παρηγορεί, δεν ταΐζει φαντασιώσεις.

Οι τελευταίοι μήνες εκφράζουν ανάγλυφα αυτό το πέρασμα από το «νιώθω» στο «πράττω». Από μια «ψευδοευαισθησία», απότοκο μιας περιόδου τεχνητής ευμάρειας όπου ακόμα και οι ελάχιστες μετακινήσεις του θυμικού αποτελούσαν θέμα, σε μια πιο μασίφ, σε πιο ηρωική αν θέλετε στάση ζωής, όπου κάθε άτομο, κάθε οικογένεια, κάθε κοινότητα, ακόμη και κάθε κυβέρνηση, είναι αναγκασμένη να στύψει το μυαλό της, να δράσει ώστε να βρει τρόπους να ξεπεράσει τη θεόρατη κοτρώνα που, διόλου τυχαία, έπεσε στον δρόμο της.

Υστερα από μια χρόνια καθίζηση στη μελοδραματική επικράτεια του «άκου πώς αισθάνομαι» και των εξεζητημένων επιταγών του τύπου να «περνάμε καλά», μεταφερθήκαμε σχεδόν ακαριαία σε μια πολύ πιο συνεκτική συλλογική αφήγηση. Μια σκληρή αφήγηση γεμάτη συγκρούσεις, εμπόδια -πολύ πιο καθαρή μέσα στην τραγικότητά της- η οποία απαιτεί δράση, πράξη, λιγότερο ή περισσότερο επώδυνη για τον καθένα.

Wednesday, August 25, 2010

Μηλιες, Πηλιο

Λένε πως ο Θεός έφτιαξε την εξοχή και ο άνθρωπος την πόλη. Μια και ο «Mεγάλος» είναι στην πιάτσα εδώ και πολύ καιρό, κάτι θα ξέρει…Μιλάω ως κάποιος που δεν γαλουχήθηκε ανάμεσα σε βελάσματα, κοάσματα, και τιτιβίσματα περιτριγυρισμένος από υακίνθους, πεύκα και καστανιές, αλλά ως γέννημα θρέμμα του σκυροδέματος και του κλάξον, ως ένας μασίφ, «γκάγκαρος» Αθηναίος. Κάποιος εμβαπτισμένος έως μυελού οστέων στο βάλτο της μεγαλούπολης με τις πρώιμες εικόνες που σφράγισαν τα διαφορά στάδια εξέλιξης του να μην χαρακτηρίζονται από κελαηδίσματα πουλιών, μεταξένια χλόη και γάργαρα νερά, αλλά από μποτιλιαρισμένους δρόμους, νέφος και ατμοσφαιρική ρύπανση.



ΟΙ ΜΗΛΙΕΣ

Αλλά για να πάρουμε λίγο τα πράματα από την αρχή. Οι Μηλιές Πηλίου είναι ένα αγροτικό χωριό που εκτείνεται σε υψόμετρο 200-300 μέτρων. Σε χάρτη της Μαγνησίας του 17ου αιώνα βρίσκεται σημειωμένο στη σημερινή θέση του. Οι Μηλιές, όπως όλα τα χωριά του Πηλίου γνώρισαν τον 18ο αιώνα εξαιρετική οικονομική άνθιση λόγω του δικαιώματος της αυτοδιοίκησης από τον σουλτάνο. Το χωριό είχε μάλιστα μια εντελώς ιδιαίτερη πολιτιστική συγκέντρωση ιδίως μετά την ίδρυση της Μηλιώτικης Σχολής από τον Γεώργιο Κωνσταντά και τον Άνθιμο Γαζή. Μετά την απελευθέρωση οι Μηλιές έγιναν δήμος, εκείνη μάλιστα την εποχή επεκτάθηκε κι η σιδηροδρομική γραμμή Βόλου-Λεχωνιών ώστε να τις συμπεριλάβει. Το τρένο έδωσε μια νέα ζωή στο χωριό , ωστόσο οι συνέπειες του πολέμου του 40 υπήρξαν καταστροφικές. Οι Γερμανοί έκαψαν τα σημαντικότερα αρχοντικά για να συμπληρωθεί το ζοφερό σκηνικό με τους σεισμούς της Μαγνησίας του 1955. Μετά την καταστροφή κτίστηκαν οικιστικοί πυρήνες με κρατική επιχορήγηση, ενώ φως και τηλέφωνο μπήκαν το 1965. Από τη δεκαετία του 70, το χωριό γνώρισε και πάλι καλές μέρες, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι ένα από τα ωραιότερα μέρη του Πηλίου, στο οποίο μάλιστα έχουν χτίσει σπίτια αρκετοί γνωστοί καλλιτέχνες.

Το χωριό είναι κτισμένο σε μια πλαγιά με θέα στον Παγασητικό κόλπο. Από ψηλά κατεβαίνουν τέσσερα μεγάλα ρέματα τα οποία διασχίζουν τον οικισμό. Το φυσικό περιβάλλον καθορίζει σημαντικά τη μορφή του, όσον αφορά τον προσανατολισμό, την χωροθέτηση και τη συσχέτιση των κτισμάτων μεταξύ τους. Τα επιβλητικά αρχοντικά και οι νεοκλασικές επιρροές που βλέπουμε στα κτίσματα οφείλονται στα αποτελέσματα της κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής άνθισης του οικισμού κατά τον 19ο αιώνα. Την εποχή αυτή στις Μηλιές έχτισαν σπίτια οικογένειες από την Αίγυπτο οι οποίες μετέφεραν νεοκλασικά στοιχεία που με την πρόσμιξη τους με τα τοπικά πηλιορείτικα χαρακτηριστικά έδωσαν μια ενδιαφέρουσα σύζευξη.

Κόμβος του οικισμού είναι η κεντρική πλατεία που βρίσκεται πάνω στην κεντρική οδική αρτηρία. Η πλατεία συγκεντρώνει όλες τις κοινοτικές υπηρεσίες, όπως ειρηνοδικείο, κοινοτικό γραφείο, αστυνομία, ιατρεία αλλά κυρίως δυο σημαντικά κτίσματα – σημεία αναφοράς: Πρώτα την εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών, μια τρίκλητη βασιλική με σαμαρωτή στέγη και δυο Άγιες Τράπεζες. Το εκπληκτικό ξυλόγλυπτο τέμπλο φτιάχτηκε από ηπειρώτες τεχνίτες και μεταφέρθηκε πάνω σε μουλάρια μέχρι το χωριό. Όσο για τις τοιχογραφίες του ναού είναι πραγματικά μοναδικές. Τα δυο κλίτη του κυρίως ναού αποτελούν μια σπανιότατη πινακοθήκη με μορφές αγίων. Η δε ακουστική είναι μοναδική και οφείλεται στα 5 πηγάδια που υπάρχουν στις θεμελιώσεις τα οποία επικοινωνούν σε σχήμα Χ, ενισχύοντας τα μπάσα.

Δεύτερο σημείο αναφοράς είναι η Κοινοτική Βιβλιοθήκη, ένα πολύ ενδιαφέρον κτίσμα όπου φυλάσσονται τα κειμήλια της Μηλιώτικης Σχολής, η σημαία που ύψωσε ο Άνθιμος Γαζής και το γραφείο –κρεβάτι του Γεωργίου Κωνσταντά. Στο προαύλιο υπάρχει προτομή του Γαζή. Τα δέκα χιλιάδες βιβλία που είχε συγκεντρώσει, καθώς και χάρτες, όργανα φυσικής και χημείας, μεταφέρθηκαν το 1815 νύχτα, στα κρυφά και πάλι με μουλάρια. Σήμερα μπορεί να δει κανείς στη Βιβλιοθήκη εκπληκτικής σπανιότητας εκδόσεις όπως την εγκυκλοπαίδεια του Diderot σε 39 τόμους, Το Νέο Ατλάντα του Brouckner, τυπωμένο στη Χάγη το 1759, τεύχη του περιοδικού «Ερμής ο Λόγιος» που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1820, την μετάφραση στα ελληνικά της Επίτομης Αστρονομίας του Lalande από τον Δανιήλ Φιλιππίδη κα. Η περιοχή του σταθμού είναι επίσης ένα από τα χάιλαιτς των Μηλεών αλλά και ολόκληρου του Πηλίου, με το παραδοσιακό ξενώνα, τον ίδιο τον σταθμό όπου σταματά το τρενάκι (ο παλιός ‘μουντζούρης’) που ανακαινίστηκε και ξανάρχισε να κάνει την διαδρομή, αλλά και με τη περίφημη γέφυρα που σχεδίασε ο πατέρας του περίφημου υπερρεαλιστή ζωγράφου Ντε Κίρικο. Πρόκειται για μια πανέμορφη σιδερένια γέφυρα που ενώνει δυο πλαγιές του βουνού με εκπληκτική θέα ως την θάλασσα. Κάποια μέτρα πιο κάτω βρίσκεται και ένας τοίχος αντιστήριξης πρανών, σχεδιασμένος και πάλι από τον πατέρα ντε Κίρικο στη μορφολογία του οποίου φαίνονται ξεκάθαρα οι επιρροές που άντλησε ο γιος του όσον αφορά τα γεωμετρικά σχήματα και τις καμάρες.

Όσον αφορά τον μορφολογικό χαρακτήρα του οικισμού, η παραδοσιακή αυτοτέλεια που είχε το χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα ανατράπηκε από τις δυο μεγάλες καταστροφές (κάψιμο, σεισμούς) Σήμερα παρατηρούμε δυο κυρίως τύπους. Το πηλιορείτικο «Μηλιώτικο» σπίτι με σαχνισί, (δλδ. μπροστινή προεξοχή του δευτέρου ορόφου), ή χωρίς, και το Πηλιορείτικο με νεοκλασικές επιρροές. Το «Μηλιώτικο» σπίτι είναι συνήθως διώροφο και η κατακόρυφη επικοινωνία γίνεται με εξωτερική σκάλα. Παλαιότερο το ισόγειο αναλάμβανε τη λειτουργία της αποθήκης. Το «Μηλιώτικο» με σαχνισί έχει τρία επίπεδα – το ισόγειο παλιά χρησιμοποιούταν ως στάβλος, ο (χαμηλοτάβανος) όροφος για χειμερινή και ο δεύτερος όροφος για θερινή κατοικία. Στον όροφο υπάρχουν και ψευτοπαράθυρα ιδίως στα αρχοντικά, καθαρά για λόγους διακόσμησης. Η χρήση της πέτρας αυξάνει το μονολιθικό χαρακτήρα των κτισμάτων και ενισχύει τον φρουριακό τους χαρακτήρα. Έτσι η μορφή προκύπτει πιο στερεή, περισσότερο συμπαγής και ακόμα πιο επιβλητική. Οι στέγες είναι συνήθως τετράριχτες κατασκευασμένες από σχιστόπλακες.

Το οδικό δίκτυο του χωριού αποτελείται από τα καλντερίμια, λιθόστρωτα δρομάκια, στα οποία παράλληλα ρέει και η ‘άστρέχα’ ένα μικρό ρυάκι για τα όμβρια ύδατα. Στις διευρύνσεις των καλντεριμιών συναντάμε συνήθως τις περίφημες πηλιορείτικες βρύσες, με τις λιθόγλυπτες χούφτες και την ωραία διακόσμηση. Πολλές έχουν και στέγες με ξυλοδεσιές και πλάκες Πηλίου κι ελάχιστες έχουν ενσωματωμένα και νεοκλασικά στοιχεία.

Το χωριό σήμερα βρίσκεται σε μεγάλη ακμή. Οι νέες οικοδομές που κατασκευάζονται ευτυχώς διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικισμού, όσο κι αν ο σκελετός πλέον είναι από σκυρόδεμα.



Ο ΡΥΘΜΟΣ



Μ’ αρέσουν πολύ Μηλιές. Είναι το «ησυχαστήριο» μου. Ωστόσο δεν πάω για να απομονωθώ, πάω και για να ανανεώσω τις σχέσεις μου με τον άνθρωπο, σχέσεις που οι ρυθμοί της πόλης έχουν κατακερματίσει, σχεδόν εκμηδενίσει. Στις Μηλιές, όπως και στην Αθήνα, συναντώ ανθρώπους, πηγαίνω έξω για φαγητό, ψωνίζω.

Όμως εδώ οι ρυθμοί είναι αλλιώτικοι. Βουνίσιοι. Σχεδόν χαίρομαι όταν ο μανάβης κάνει πέντε λεπτά να μου κανει το λογαριασμό, ζυγίζοντας τα αχλάδια σε μια παλιά ζυγαριά, ενώ ταυτόχρονα μου μιλάει για την οικογένειά του. Πόσο διαφορετικό από τις δυο αγχωμένες, κοφτές ατάκες που ανταλλάσσω με τον ψιλικατζή της γειτονιάς, όταν, περικυκλωμένος από πελάτες μου δίνει εφημερίδα και τσίχλες.

Χαίρομαι όταν μπαίνω στην κουζίνα της κυρίας Μαρίας, του Τυφεκιόγλου, του Βούλγαρη, ή της Αίγλης για να δω τι έχει μαγειρέψει σήμερα, ή όταν o Nίκοςτου υπέροχου καφενείου «Άννα , να ένα Μήλο» (διάσημο και εκτός Μαγνησίας, με μια απίθανη εσωτερική διακόσμηση) μου εξηγεί πως ακριβώς φτιάχνει την «θεϊκή» μους ο σοκολά του. Ή ακόμα να στέκομαι στο βεραντάκι του μικρού μαγαζιού του Νικηφόρου Νανέρη, απ’ όπου περνάει σχεδόν όλο το αθηναϊκό θέατρο. Μπορώ να περάσω ώρες με τον Μιχάλη τον Παππά, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την ξενάγηση στην εκκλησία των «Αγίων Ταξιαρχών», συζητώντας για τον ευφάνταστο τρόπο με τον οποίο ο ανώνυμος αρχιτέκτονας μηχανεύτηκε την τέλεια ακουστική του χώρου.

Είναι ακόμα και οι παρέες. Έχω φίλους που έρχονται εδώ και τριάντα χρόνια, ενώ πολλοί καλλιτέχνες έχουν χτίσει σπίτια στις Μηλιές. Πρώτη υπήρξε η Ξένια Καλογερόπουλου και ακολούθησαν ο Νικηφόρος Νανέρης, η Τάνια Τσανακλίδου, η Άλκη Ζέη, και άλλοι πολλοί. Ωστόσο η «εισβολή» αυτή δεν επέδρασε αρνητικά στο χωριό. Ίσα ίσα η ανάπτυξη του είναι ομαλή, τα νέα κτίρια χτίζονται σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του τοπίου και πολιτιστικά είναι ένας τόπος ανθηρός.

Στις Μηλιές βρίσκω απαντήσεις που η πόλη δεν μου προσφέρει. Το «γιατί» των πραγμάτων είναι τόσο πιο κοντά σου, αρκεί να το δεις, να το μυρίσεις, να το αναπνεύσεις, να το αγγίξεις, να το ακούσεις. Οι αισθήσεις «ανοίγουν», ο ύπνος είναι και πάλι ένα ταξίδι στη νύχτα, τα όνειρα επανέρχονται καθαρά, περιβρεγμένα στο μαγικό νερό των ενύπνιων συνειρμών. Το σώμα, ζώντας ξανά στις συνθήκες για τις οποίες είναι φτιαγμένο, ηρεμεί, το πνεύμα καθαρίζει…

Monday, August 23, 2010

Ο Μαχαιροβγάλτης» του Γιάννη Οικονομίδη

Είχα την ευκαιρία να δω μια ελληνική ταινία πολύ πριν βγει στις αίθουσες, σε μια ειδική προβολή, πριν ακόμη και το τελικό μοντάζ. Πρόκειται για το τρίτο φιλμ του Γιάννη Οικονομίδη με τίτλο «Ο Μαχαιροβγάλτης».
Βγήκα από την προβολή ενθουσιασμένος, έχοντας πιστοποιήσει για άλλη μια φορά τη σημαντική δυναμική που φέρει ο νέος ελληνικός κινηματογράφος. Ο Οικονομίδης χωρίς να εγκαταλείπει την αξονική τομογραφία της ελληνικής λούμπεν -μικροαστικής τάξης, εδώ κάνει άλματα. Με βάση ένα άψογο σεναριο που έγραψε μαζί με τον Δώρη Αυγερινόπουλο, το οποίο πατάει πάνω σε μια αρχέτυπο ερωτικό τρίγωνο, ο Οικονομίδης κάνει μια μαυρόασπρη ταινία, γεμάτη λιτά γεωμετρημένα πλάνα, χωρίς ίχνος σκηνοθετικού ναρκισσισμού.

Η αφήγηση προχώρα μελετημένα με εξαιρετικό ρυθμό, με τον σκηνοθέτη να έχει πλήρη έλεγχο του υλικού του και να μην εκβιάζει σε κανένα σημείο το θεατή. Η Ελλάδα που βλέπουμε, φωτογραφημένη με σπάνια διεισδυτικότητα από τον Δημήτρη Κατσαίτη, όσο κι αν απέχει από το αθηναϊκό μελίσσι, είναι μια Ελλάδα πραγματική, με τις καθηλώσεις της, με τα πάθη και τα αδιέξοδα της, αλλα κυρίως με τους καθημερινούς ανθρώπους που όσο και απλοϊκοί κι αν μοιάζουν ανάγονται εντέλει σε αρχετυπικούς ήρωες. Μια ταινία (παράγωγη «Αργοναύτες) που στέκει με υψηλές αξιώσεις σε οποιοδήποτε μεγάλο φεστιβάλ του εξωτερικού.

Η διεύθυνση των ηθοποιών είναι ένα από τα μεγάλα ατού του φιλμ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Οικονομίδης κάνει πολύμηνες πρόβες. Πραγματική έκπληξη ο Στάθης Σταμουλακάτος, εξαιρετική η Μαρία Καλλιμάνη ενώ ο Γιάννης Μουρίκης επιβεβαιώνει το γεγονός ότι είναι ίσως ο καλύτερος κινηματογραφικός ηθοποιός που διαθέτουμε.

Sunday, August 22, 2010

Κώστας Καρυωτάκης (από το "Δέντρο")

Ο λυσσαλέος περίπατος ενός ποιητή

Η επαφή μου με το ιδιαίτερο έργο του Κώστα Καρυωτάκη άρχισε από την τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών, όταν ο καθηγητής Νέων Ελληνικών μου στο σχολείο, ο λογοτέχνης και κριτικός Γιάννη Δάλλας, μας έβαλε ως θέμα στην έκθεση τον στίχο του ποιητή «Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο μες στα γραφεία». Από περιέργεια διάβασα και το υπόλοιπο ποίημα.

(Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
Αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.

Από τη στιγμή εκείνη αποφάσισα αφενός ότι δεν θα γίνω ποτέ υπάλληλος στη ζωή μου (αν και ένιωθα και θα ένιωθα μέχρι την αποφοίτησή μου όχι ως μαθητής, αλλά ως υπάλληλος ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος), και αφετέρου ότι η ποίηση θα είναι ένας δρόμος να μεταφέρω της γνώσεις που παρέχονταν καθημερινά 8 με 3 στα δικά μου μέτρα. Και, φυσικά, ξεκοκάλισα όλα τα έργα του ποιητή.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε την ίδια μέρα (30 Οκτωβρίου) 75 χρονιά αργότερα από τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ένα άλλον ποιητή των καταφρονεμένων. Έζησε σε μια ψιμυθιωμένη εποχή γεμάτη μεγάλα λόγια και μεγάλες ιδέες. Βίωσε ως μαθητής την εθνική εξόρμηση του 1912-1913, ως φοιτητής τον εθνικό διχασμό, συμμετείχε στη φοιτητική φάλαγγα το 1916 υποστηρίζοντας τον βασιλιά Κωνσταντίνο, γοητεύτηκε από τον μεγαλοϊδεατισμό του '20 και έζησε τη συντριβή του '22 -παραλλήλως όμως με τη δική του, μέσα από τη διάγνωση της αρρώστιας του, αλλά και το τέλος της βραχύβιας και έντονης σχέσης του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Έζησε επίσης την επανάσταση του Πλαστήρα, την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας, τη δράση των «δημοκρατικών ταγμάτων», τις δικτατορίες του Πάγκαλου και Κονδύλη κι έβαλε τέρμα στη ζωή του λίγο πριν την επανεκλογή του Βενιζέλου. Τι σκηνικό για ένα βίο μόλις τριάντα δυο ετών.
Ο Καρυωτάκης είναι ένα μύθος. Ακόμη και σήμερα το μυθικό πέπλο πάνω απ’ το έργο και τη ζωή του καθίστα δυσδιάκριτο το μέγεθος του. Ποίηση ζοφερή, ωστόσο γεμάτη χιούμορ, ανελέητο αυτοσαρκασμό και ειρωνεία, δεν έχει χάσει τίποτα από την οξύτητα της. Μια ποίηση που γράφτηκε σε μια εποχή μεταρομαντισμού, όταν όλα ήταν πλουμισμένα με σπουδαιοφανείς κοινοτυπίες και υψηλόφρονα κλισέ. Ένα έργο αποσταγματικό και αποσπασματικό, με εγγενή συμμετρία και οξύτητα, έχει ακόμη μια ασαφή θέση στο σώμα της νεοελληνικής γραμματείας. Ένα μοναχικό έργο το οποία ήρθε η εκκωφαντική πιστολιά της αυτοκτονίας να σφραγίσει δια παντός. Κι εδώ και δεκαετίες, όλη η συζήτηση γύρω από τον ποιητή, γίνεται γύρω από το πτώμα ενός αυτόχειρα.
Λένε ότι η ποίηση του είναι πεισιθάνατη, προσωπικά πιστεύω ότι ο χαρακτηρισμός είναι συμβατικός και εύκολος. Έχω την αίσθηση ότι ο Καρυωτάκης έκανε πράξη ένα στίχο ενός μεταγενεστέρου του ποιητή, του Νίκου Καρούζου: «αντάλλασε πυρά με το θάνατο». Ήταν δε και ουσιαστικά πολιτικός, επαναστατημένος απέναντι στα πάντα. «..Κανάγιες! Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει…» Αυτομαστιγώμενος, περιφρονώντας τον κόσμο και ειρωνικά αποστασιοποιημένος, είναι μια έρημη νησίδα στο χώρο της λογοτεχνίας μας.
Κανένας δημιουργός δεν είναι φυσικά αυτόφωτος. Κι ο Καρυωτάκης, αν από κάπου κατάγεται, είναι από τους καταραμένους ποιητές, από την γενιά «των Πόε των δυστυχισμένων και των Μπωντλέρ που ζήσανε νεκροί»
Ελεγεία του άγνωστου, του καταφρονημένου, από έναν άνθρωπο μορφωμένο, που ήξερε ξένες γλώσσες, που μετέφρασε Βερλέν, Μπωντλέρ, Βιγιόν, Κοντές ντε Νοαγί, που είχε ταξιδέψει, που έμεινε για ένα διάστημα στο Παρίσι. Ενός ανθρώπου ανάμεσα στο «χοϊκό και πραγματικό», ο οποίος βυθισμένος στον γραφειοκρατικό ρεαλισμό της ζωής του, βρήκε μια διέξοδο σε μια υψηλής στόχευσης σάτιρα, επικρίνοντας την άθλια πραγματικότητα της εποχής του και τη «δηθενιά» των λογίων του λογοτεχνικού χώρου.
Σάτιρα βέβαια σημαίνει και αυτοσαρκασμός (στην περίπτωση έως και αυτοπεριφρόνηση). Μιλάμε για έναν άνθρωπο που γράφει στο ερωτικό αντικείμενο τα έξης:

«Δεσποινίς ,
Είναι μια εβδομάδα που βρίσκομαι εδώ, και δεν έχω τίποτε άξιο λόγου για να σας πληροφορήσω […] Περιμένω λοιπόν να έλθει το μεσημέρι. Αφού γευθώ τον επιούσιον στο μοναδικό εστιατόριο της πόλεως, θα κοιμηθώ, έπειτα θα ξαναέλθω εδώ στο δημόσιο άσυλο, θα κάνω ένα λυσσαλέο περίπατο στην προκυμαία και τέλος θα έχω τη σπάνια τύχη να φάγω για δεύτερη φορά. Έτσι θα περάσει κατά τον ενδοξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες.

Όταν μετά από ρήξη με τον προϊστάμενο του Υπουργό έλαβε τη μετάθεση για Πρέβεζα, σήμανε η αρχή του τέλους. Η αυτοκτονία του είναι ιεροτελεστική και σχεδόν «εκδικητική». Τελέστηκε δε σε δυο πράξεις. Η πρώτη πράξη «παίζεται» στις 20 Ιουλίου 1928, όταν παλεύει μάταια 10 ώρες με τα κύματα προσπαθώντας να αυτοκτονήσει δια θαλάσσης. Την επόμενη φροντίζει ώστε ποτέ να μην του δοθεί ποτέ η ευκαιρία να γράψει τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου, όπως ειρωνικά αναφέρει στο περίφημο σημείωμα της αυτοκτονίας του.
21 Ιουλίου 1928, στις 5 το απόγευμα ο δευτερότοκος του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, από τη Συκιά Κορινθίας και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη, αφού τελειώνει τον καφέ του που έπινε καπνίζοντας ακατάπαυστα, πηγαίνει σε μια παραλιακή τοποθεσία και τραβάει την σκανδάλη με το αριστερό χέρι.
Αν ο Καρυωτάκης ήταν αμερικανός (ένας ετεροφυλόφιλος Χαρτ Κρειν ας πούμε) το biopic του θα είχε γίνει μπλοκμπάστερ . Η ζωή του περιέχει τα πάντα. Τραγικό έρωτα, ποίηση, αρρώστια, αυτοκτονία. Τον νεκρό της Πρεβέζης θα τον έπαιζε ένας σοφά επιλεγμένος σταρ (ένας νεότερος Σον Πεν, Έντουαρντ Νόρτον η Ίθαν Χοκ) και την Πολυδούρη μια ηθοποιός τύπου Κέιτ Γουίνσλετ η Κίρα Νάιτλι.
Η ταινία θα τέλειωνε εκεί, με τον πυροβολισμό, ενώ μαζί με τους τίτλους τέλους θα έπεφταν και οι στίχοι της «Υστεροφημίας».

"...Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός".

Saturday, August 21, 2010

Μαχαίρι, σήμερα

Ι

Ναι λιοπύρι ευθύ κατακόρυφο
σημείο ένα ο ήλιος
σημείο δυο μια πατημασιά στην άμμο
αρχαία αιώνια αυτά

Ένα κοριτσάκι με βατραχοπέδιλα και καπέλο στην ακρογιαλιά
έγκλειστο στην Πρόζα
αφήνει το καπέλο βάζει τη μάσκα
βουτάει στην πιο λεπτή απ’ τις ουσίες
κι από εκεί παρατηρεί τα μικρά πολύχρωμα ψαράκια
πώς στρίβουν ρυθμικά σε μια υγρή χορογραφία

Είναι πια ολόκληρη βυθισμένη στο νερό
κι η κοιλίτσα της χαϊδεύεται στα φύκια
όταν πιάνει η όραση της σκοτεινό ένα σώμα ενήλικα διαθλασμένο
διπλό στα δυο στοιχεία ιστάμενο
δέντρο αμφίβιο
πόδια υγρά και κορμός του αέρα

ΙΙ

Κι όπως εκείνος παρακολουθεί το κορίτσι υποθαλάσσιο
αρχίζει μια μουσική να μουρμουρίζει απ’ του βυθού την πιο αρχαία παρτιτούρα
ή κι από ένα όστρακο που φοβισμένο αποσύρεται

Με τα μπρατσάκια της σπρώχνει νερό σ’ άλλο νερό
κι απλώνει απαλά ένας ξεχασμένος των ανθρώπων νόμος

Και να
βλέπει τα μαλλιά της να κυματίζουν
όπως τραπουλόχαρτα που απλώνουν στον αφρό
ή νερόφιδα που γλιστρούν στην επιφάνεια
και νιώθει κάτι σαν εκκένωση
- πήγα να πω επιθυμία -
όχι όχι καμία επιθυμία
είναι εκείνο που νιώθει σκόνη εσωτερική που εισβάλλει
και κατρακυλά στα πιο χαμηλά του είδους του τα νεύρα

Ο χρόνος του κύματος
ο τόνος του μεσημεριού
τα πράσινα νερά δεν τον αφορούν
ούτε αισθάνεται με κάποιο ρυθμό παράξενο το αίμα του να ρέει

ΙΙΙ

Ούτε μυστήριο ούτε θάμα
απ’ το φτωχικό της μαντικής φυλής του λίκνο
ως το επεισόδιο το πιο φριχτό της ζωής του
ο άνεμος τον φυσάει πάντα πλάτη
οπισθογεμής ένας χρόνος τον βυθίζει σε μια ύπνωση
και ξάφνου
κοπριά και νύχτα
μοναξιά και θάνατος

Δεν εξαπάτησε κανένα ούτε εξαπατήθηκε
ίσως η αγάπη στην πνιγηρή της υπόσταση είναι που κινεί τα πέλματά του στον πυθμένα
μπορεί κι η μυρωδιά σάπιων φρούτων σε μεσημεριανό τραπέζι
με τα γέρικα άλογα πλάι στο τροχόσπιτο να χρεμετίζουν
ή ο ποταμός της παιδικής του ηλικίας που λουζόταν
ή κι αυτή ακόμη η ομίχλη ανάμεσα στα κυπαρίσσια
το ίδιο το θάμπωμα όπως και τώρα που δημιουργεί το φύκι καθώς το κεφαλάκι της το σπάζει
πρώτα φορά που βγαίνει να εισπνεύσει
και κοιτάζονται ολόισια στα μάτια

ΙV

Στο καλοκαίρι της ζωής τους
πιο τυχαίος Αύγουστος δεν γίνεται
και χρειάζεται μια συμφορά για να λοξέψει αυτός ο μήνας

Α μα εκείνος αυτούς δεν τους λυπάται
τι τους νοιάζει το καλοκαίρι που είναι πεθαμένοι;
τι τους νοιάζει η θάλασσα ο ήλιος;
ίδιοι απαράλλαχτοι μια σιωπή που δεν τελειώνει είναι
δεν τους μισεί
τους αποκαθιστά
τρέχει ελάφι η φαντασία του κάτω στου τελευταίου τους ρόγχου τη χαραματιά
και σκέφτεται πόσο όμορφα θ’ αναμιγνύονται
αίμα νερό κι αλμύρα

Μαχαίρι, σήμερα

Thursday, August 19, 2010

MAD SONG

Κρυφακούω στον εαυτό μου
όλους τους ήχους• μικρούς και μεγάλους
και νιώθω κάτι να πνέει από τις παγωμένες γειτονιές του θανάτου

Είναι ένας αέρας που όταν φυσά με επισκέπτεται
ο πρίγκιπας των σκιών και των φαντασμάτων
ο ομορφότερος των αγγέλων διάβολος
μίλια μετά το τέλος του κόσμου
τόσο μακριά που χάνεται στο κοφτερό γρασίδι των τάφων
πιο μακριά κι από τις μνήμες ενός φονιά
πιο μακριά κι από την πιο φριχτή, την πιο αρχαία απελπισία
πιο μακριά κι απ’ το λευκό, το λευκότερο χιόνι της αυγής

Thursday, August 12, 2010

Ο Θρύλος στο μυαλό (απο τις ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ)

O Θρύλος στο μυαλό
(διηγημα απο τη συλλογη "Θρυλικες ιστορίες" εκδ. Καστανιώτη)

Έβλεπε το πιο γλυκό του όνειρο. Ήταν στο σπίτι τους στην Καλλιθέα. Η γκουβερνάντα, μια όμορφη, νεαρή κοπέλα από την επαρχία, τον έλουζε στο μπάνιο. Μέσα, ο πατέρας του, φανατικός φίλαθλος του Ολυμπιακού, άκουγε ματς από το ραδιόφωνο: Ολυμπιακός- Άρης.
«… Κατεβαίνει ο Βιέρα από αριστερά, πασάρει στον Γαλάκο, εκείνος στον Λοσάντα, την κόβει αυτός στην περιοχή, Δεληκάρης, ανάποδο ψαλίδι και… γκολ! Γκολ, αγαπητοί μου ακροατές!»
Ξύπνησε με την φωνή του Βαγγέλη Φουντουκίδη στο αυτί του: ο αγαπημένος σπορτκάστερ του πατέρα του μαζί μετά τον Γιάννη Διακογιάννη. Έμεινε για λίγα λεπτά ξαπλωμένος στο κρεβάτι απολαμβάνοντας τον απόηχο του ονείρου. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ματς… συνεχιζόταν!
«… Οι Αρειανοί τώρα πάνε στην σέντρα. Ο Πάλλας πασάρει στον Κεραμιδά, αυτός στον Ναλμπάντη…»
Μήπως άφησα το ραδιόφωνο ανοιχτό στο «Σπορ FM» και παίζει ρετρό αναμεταδόσεις; σκέφτηκε και πήγε στο σαλόνι. Το «Power» του στερεοφωνικού ωστόσο ήταν στο κόκκινο. Τσέκαρε το ραδιόφωνο της κουζίνας, καθώς στα αυτιά του πλέον άκουγε ένα παμπάλαιο ματς Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού:
«… Ο Κωνσταντίνου μπλοκάρει την μπάλα, δίνει με τα χέρια στον Καψή, έρχεται ο Αργυρούδης και τον μαρκάρει, ο Καψής πασάρει στον Δημητρίου, εκείνος κοντινή μπαλιά στον Ελευθεράκη, κόβει ο Συνετόπουλος με τάκλιν, δίνει στον Περσίδη…»
Τίποτα, όλα ήταν κλειστά. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του. Είχε ήδη περάσει σε ένα ματς Ολυμπιακού – ΑΕΚ.
Η επόμενη φάση τού θύμισε μια αναπάντεχη εικόνα. Μόνος, τεσσάρων πέντε χρόνων, πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, έπειτα από μια νίκη του Θρύλου επί των κιτρινόμαυρων, μπροστά σε όλο το ανδρικό σκέλος του σογιού να τραγουδάει τον ύμνο του Ολυμπιακού. «Τι ωραία που το λέει ο πιτσιρικάς», σχολίαζε ο Θόδωρος, ο ξάδερφος του πατέρα του. Άρχισε να ιδρώνει. Σκέφτηκε ότι φυσικά και δεν μπορούσε να ήταν κάποιος σταθμός. Ποιος σταθμός θα έπαιζε αποκλειστικά αποσπάσματα από ποδοσφαιρικά ματς που διεξήχθησαν πριν από τριάντα τριανταπέντε χρόνια; Ποιος σταθμός θα έπαιζε τα ματς του Ολυμπιακού της εποχής που στο σπίτι ο πατέρας του τα απολάμβανε ως εβδομαδιαία ιεροτελεστία; Συνειδητοποίησε πως συνέβαινε κάτι τρομακτικό. Το ραδιόφωνο ήταν μέσα στο κεφάλι του, μέσα στο μυαλό του. Την ίδια στιγμή ο Αντώνης Πυλιαρός ανακοίνωνε την ενδεκάδα του θρύλου για το ματς με την Άντερλεχτ στην Πάτρα για το Κύπελλο Πρωταθλητριών.
«… Δεληκάρης, Γαλάκος. Διαιτητής ο Ούγγρος Παλοτάι. Το φορτίο στα πόδια των παικτών της πειραϊκής ομάδας είναι βαρύ, μια και καλούνται ν’ ανατρέψουν μια διαφορά τριών γκολ….»
Ήταν εντελώς τρελό, μα κι εντελώς αληθινό.
Την επόμενη ώρα, ενώ εξακολουθούσε ν’ ακούει το προσωπικό του ποδοσφαιρικό σάουντρακ, την πέρασε τηλεφωνώντας σε γνωστούς. Οι περισσότεροι έσκασαν στα γέλια, ένας μάλιστα του ’πε: «Ρε εσύ, μήπως κατέβασες κάνα σιντί-προσφορά του Πρωταθλητή στους νευρώνες;», ένας άλλος τον αποκάλεσε «Ζαν Ντ’ Αρκ του ποδοσφαίρου της δεκαετίας του 70» κι ένας τρίτος τού δήλωσε ότι είναι τυχερός γιατί μπορεί να συνεργαστεί με τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ ή τον Γιούρι Γκέλερ και να βγάλει εκατομμύρια.
Στο μεταξύ, τα αποσπάσματα από τους αγώνες άρχισαν να ξαναπαίζουν από την αρχή, σαν πλέι λιστ. Το εσωτερικό του ποδοσφαιρικό πρόγραμμα είχε μια αυστηρή συνέχεια. Πήρε ένα χαρτί και το κατέγραψε. Ήταν είκοσι ένα μεγάλα και μικρά αποσπάσματα από παιχνίδια του Ολυμπιακού εναντίον ελληνικών, αλλά και ξένων ομάδων. Περιείχαν γκολ, δοκάρια, πέναλτι, αποβολές, απλές φάσεις, όλα από τη δεκαετία του ’70. Στην τρίτη επανάληψη πια, τηλεφώνησε στον Μαρινίδη, το γιατρό του. Εκείνος τον παρέπεμψε σε ένα γνωστό νευρολόγο, τον κύριο Χατζηθεοδώρου. Προσπαθώντας να τον ακούει ανάμεσα στα σουτ του Κρητικόπουλου και στις αποκρούσεις του Κελεσίδη, κατάφερε κι έκλεισε ραντεβού για το απόγευμα. Πέρασε κάποιες ώρες μέσα στον πανικό. Είχε πλέον τρομάξει για τα καλά.
Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ήταν ακόμα πιο ανησυχητικό. Έδειξε μια θρόμβωση στον κροταφικό λοβό. Η ξαφνική ηχητική επίθεση των περιγραφών των αγώνων της παιδικής του ηλικίας οφειλόταν στην ενεργοποίηση του αντίστοιχου σημείου του εγκεφαλικού φλοιού.
«Δεν είναι παρά αναμνήσεις», τόνισε ο γιατρός. «Έχει ξανασυμβεί, υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία επί του θέματος, με συγκεκριμένα περιστατικά. “Ηχητική επιληψία” είναι ο νευρολογικός όρος. Η φοβερή λεπτομέρεια, με την οποία εμφανίζονται, όταν ερεθιστεί ο φλοιός, ξεπερνά κάθε τι που θα μπορούσε να ονομαστεί “συνήθης μνήμη”. Ο εγκέφαλος είναι ένας αλάνθαστος ψυχικός υπολογιστής. Κατακρατά ένα σχεδόν τέλειο αρχείο όλων των εμπειριών της ζωής».
Όλα αυτά ήταν πολύ ενδιαφέροντα, αλλά στο τέλος της συνάντησης ο γιατρός πρόσθεσε και τα κακά μαντάτα: έπρεπε επειγόντως να κάνει εγχείρηση.
Το διάστημα πριν από την επέμβαση, ο Χατζηθεοδώρου του έδωσε κάποια φάρμακα που ανέστειλαν κάπως την ενδοεγκεφαλική μετάδοση. Για τρεις μέρες, όσο διήρκεσε η προετοιμασία για την εγχείρηση, άκουγε μόλις δυο τρεις ώρες ποδόσφαιρο. Την πρώτη κιόλας μέρα, όταν ο γιατρός ήρθε να τον δει, δεν περίμενε ο ασθενής του να έχει αυτό το γλυκό χαμόγελο.
«Δεν έχω ξαναδεί κάποιον να μοιάζει πιο ευτυχισμένος στο προεγχειρητικό στάδιο».
«Γιατρέ, να σας κάνω μια ερώτηση; Όταν εγχειριστώ, η μετάδοση θα σταματήσει τελείως;»
«Εκτός απίθανου απροόπτου, ναι».
Η έκφρασή του άλλαξε απότομα, πράγμα που έκανε τον Χατζηθεοδώρου ν’ απορήσει.
«Δηλαδή, δε θέλεις να σταματήσει;».
Τότε εκείνος του μίλησε για τον πατέρα του, για το φοβερό δυστύχημα στα έξι του, όταν σκοτώθηκε στην Εθνική, τρέχοντας με τα χίλια για να προλάβει έναν αγώνα του Ολυμπιακού στο Βόλο. Μια και η μητέρα του είχε πεθάνει στη γέννα, έζησε από τότε με έναν αυστηρό μακρινό συγγενή τους, ο οποίος έκανε τις μέρες του κόλαση. Για το τέλος όμως, του φύλαξε το πιο εντυπωσιακό.
«Είμαι σαράντα δύο χρόνων. Την μάνα μου δεν την γνώρισα ποτέ και ώς τώρα δεν είχα καμιά ανάμνηση από τον πατέρα μου. Όλα είχαν σβηστεί. Μέσα από τα τραγούδια ξαναγύρισα κοντά του, ξανάδα το πρόσωπό του. Δεν είναι απλώς μια μαυρόασπρη φιγούρα σε μια φωτογραφία. Τώρα ξέρω πώς περπατούσε, πώς χαμογελούσε, πώς φώναζε “Γκολ!” σε κάθε επιτυχία του Ολυμπιακού. Τώρα, μέσα από τις φάσεις, ξέρω και τη φωνή του. Είχα εξοριστεί από το παρελθόν και ξαφνικά σε ένα βράδυ επέστρεψα».
Έμειναν άλλες δυο ώρες μαζί. Του διηγήθηκε όλη του τη ζωή. Όταν τέλειωσε, ο γιατρός έφυγε με ένα σφίξιμο στην καρδιά.
Η εγχείρηση πήγε πολύ καλά. Σε μια βδομάδα επέστρεψε σπίτι του. Σε άλλη μια ξαναπήγε στη δουλειά του, στο ασφαλιστικό γραφείο. Τα αποσπάσματα των αγώνων είχαν σταματήσει πια τελείως. Μόνο που τώρα, πριν κοιμηθεί, έβαζε ν’ ακούσει το σιντί που είχε φτιάξει πηγαίνοντας στην ΕΡΑ και καταφέρνοντας να βρει τα συγκεκριμένα αποσπάσματα των αγώνων. Και πλέον, σχεδόν κάθε βράδυ, έβλεπε στο όνειρό του τον πατέρα του, σαν να ζούσε, όμορφο και νέο, ν’ ακούει στο ραδιόφωνο την αγαπημένη του ομάδα.

Wednesday, August 11, 2010

Γιώργος Χειμωνάς, Έπαινος για τον άντρα

«Ποτέ γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άντρα», ΑΜΛΕΤ

Η φίλη μου Ρ. έκλεισε τη συζήτηση για έναν κοινό μας φίλο ομοφυλόφιλο και τα αδιέξοδά του, με το γνωστό οξύ και θρασύ της χιούμορ: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ομοφυλόφιλοι. Αν δεν υπήρχαν, εσείς οι άντρες θα περνούσατε έτσι από τη ζωή, χωρίς να σας έχει αγαπήσει κανένας».
Έφερα στον νου μου πάμπολλες λατρευτικά αφοσιωμένες αγάπες γυναικών προς άντρες που θα διέψευδαν αμέσως τον, εξεζητημένο άλλωστε, ισχυρισμό της Ρ. και ταυτόχρονα, ωστόσο, σκέφτηκα τη διαφορετικότητα των γυναικείων και ανδρικών συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών. Στην ιδανική ερωτική σχέση της η γυναίκα εξαντλεί όλα τα αιτήματα της δικαίωσής της, ως προσώπου προπαντός, αλλά και ως ύπαρξης ή, έστω, εξασφαλίζει τον ουσιωδέστερο όρο για να προχωρήσει απερίσπαστη προς ό,τι θεωρεί επιτυχία για τον δημιουργικό εαυτό της. Ενώ για τον άντρα, στην αντίστοιχη περίπτωση, περισσεύουν πολλά (και μάλλον τα σημαντικότερα γι’ αυτόν) τέτοια αιτήματα – που, θα’λεγε κανείς, η ερωτική δικαίωση μοιάζει να τα κάνει ακόμη πιο επιτακτικά. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι ικανή, και ώριμη, για την ιδανικότητα της ερωτικής σχέσης, τοποθετώντας εκεί, με πολλή υγεία κι ακόμα περισσότερη υγιεινή, ολόκληρη τη φυσιολογία της ανθρώπινης κατάστασης – ο άντρας όμως όχι.
Σημαίνει ακόμα, πέρα από την ολιγάρκεια της πρώτης και την απληστία του δεύτερου, ότι ο άντρας πάσχει από μια χρόνια, ανεκπλήρωτη φιλοδοξία ανόρθωσης, που ξεπερνάει κατά πολύ το σπουδαίο γεγονός της ανόρθωσης του ανθρώπινου όντος στα δύο του κάτω άκρα, όπου η γυναίκα πιστεύει, και πολύ σωστά, ότι μ’ αυτό τέλειωσε οριστικά κάθε ιστορία περαιτέρω ανόρθωσης. Και προφανώς αυτή η φιλοδοξία πρέπει να υπαγορεύεται από μια λειτουργία, αμιγώς αρσενική, επικράτησης και θριάμβου, η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο των φυσικών προδιαγραφών του φύλου, λείπει από τη γυναίκα σαν περιττή.
Ο θρίαμβός της εξάλλου στη σχέση της είναι με το παραπάνω αρκετός, μια και η γυναίκα πάντα θριαμβεύει στη σχέση της με τον άντρα• ο μόνος τρόπος να θριαμβεύσει ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σ’ αυτήν. Το γεγονός είναι ότι η γυναίκα είναι σκανδαλωδώς ευνοημένη από τη φύση. Βρίσκεται πιο κοντά της, την έχει πάντα με το μέρος της – η φύση συνεχίζεται μέσα της, χρησιμοποιεί το σώμα της για ν’αναπαραχθεί. Ας μην το ξεχνάμε : η γυναίκα έχει συγγένεια με το φως του φεγγαριού (που στον άντρα προκαλεί την επιληψία), με τις παλίρροιες των ωκεανών.
Ο άντρας είναι αφύσικος, τεχνητός. Κατασκευασμένος μέσα σ’ ένα ανοίκειο γυναικείο ικρίωμα, το σώμα της μητέρας του, κατασκευασμένος ακόμα από εντολές κύρους και εξουσίας, «ανδρισμού» και αντοχής, τις οποίες, στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, είναι καταναγκασμένος πειθήνια και καθημερινά να εκτελεί. Κι ας μην επικαλεστεί κανείς τις κοινότοπες ιστορικο-κοινωνικές αιτιότητες – ασφαλώς ισχύουν, αλλά βασίζονται στους δεδομένους, βιολογικούς χαρακτήρες του φύλου. . Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της – ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστοֹ κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, όποτε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό – ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει.
Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι’ αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ’εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων – ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο – αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες , που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άντρας επιβιώνει. Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο.
Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ’ ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής – ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσίαֹ• ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λοραίνης – ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλειές. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του – εύθραυστος και χωρίς – σε αντίθεση με τη γυναίκα – να επιζεί του θρυμματισμού του, ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους, από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόμους γενναίος.
Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες – κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε. Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενική, την πιο τρυφερή λύπη, γι’ αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του – παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην το ρωτήσετε γιατί.

Tuesday, August 10, 2010

ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ

Γύρισα του αιώνα τη σελίδα
και βρέθηκα σε τόπο άγνωστο
oλόκληρον ένα λευκό καταύγαστο
που να μην έχεις από πουθενά να πιαστείς
λέξη ή εικόνα αναγνωρίσιμη

Στον τόπο αυτό
ο χρόνος σα να’ χε παγώσει
και βάρος ασήκωτο
ακουμπούσε πάνω μου το χιόνι των στιγμών του

Πλησιάζοντας το άσπρο πύκνωνε
κι από τις χαραμάδες είδα κάτι ν’ αναμοχλεύεται
μια κίνηση
και πλησίασα κι άλλο και διέκρινα
πως ήταν μέλη
μέλη ήταν ανθρώπινα
μικροσκοπικά ποδαράκια, στηθάκια αστεία και ροδαλά μπρατσάκια λιλιπούτεια

Σ’ ενα σημείο ο τοίχος έκανε κάτι σαν εξοχή
πλησίασα κι άλλο
κι είδα ένα πρόσωπο να φυλλομετράται εμπρός μου
και πεθύμησα το σπίτι μου
κι όσα θεωρούσα εντός μου κεκτημένα
τους φίλους, τους γονείς και τις αγάπες μου
κι ένιωσα μια ανάγκη να τους φέρω εμπρός μου

Μα όσο και να ήθελα δεν μπορούσα
δεν κατάφερνα να τους ορίσω
παρά μόνο κοίταζα εκείνα τα θραύσματα
να ξεβράζονται από το φως
ώσπου κατάλαβα πως τούτες είναι οι μνήμες μου του κόσμου
μικρά κομμένα ανθρωπάκια στην χαραμάδα
στην κόψη του λευκού
να ψιθυρίζουν

Monday, August 9, 2010

ΓΡΑΦΕ ΓΡΑΦΕ

Γράφε, μου είπε
εννοώντας μην αγαπάς
μα χωρίς αγάπη, δεν υπάρχει γραφή, απάντησα
και θυμήθηκα την καλοκαιρινή σκεπή που βασταζόμουν μην πέσω
κι ανοίξει ο δρόμος που δεν πήρα
τότε παιδί που αποφάσισα κι έζησα
με τα βότσαλα μέσα στον ύπνο μου να σπάνε
και να αλλάζουν χρώματα οι λείες επιφάνειες τους
μια νέκυια παιδική
να τρέμω μήπως η λεοπάρδαλη ανέβει στο κρεβάτι
με το ραδιόφωνο κρυφά κάτω από το μαξιλάρι να ακούω Θέατρο της Δευτέρας
Έντα Γκάμπλερ, Ρινόκερος, Ξαφνικά πέρσι...
ένας ήχος ν’ απλώνει στα σκεπάσματα
ανθρώπων που μυρίζουν σαν ήρωες
άκου, άκου
Θέατρο της νύχτας
κρυφά, πάντα κρυφά,
μάζευε ήχους, άπλωνε στα βάθη, στον ύπνο άπλωνε
άκου τότε, γράφε τώρα
μου ζητούν κρυφά
η ηχώ από το βάθος του δωματίου βεβαιώνει πως ακόμα το κατοικώ
ίδια ναυτία, ίδια χρυσαφένια λύπη
γράφε λες, γράφε
σβήσε δηλαδή, σβήσε από μέσα μου
πλύνε τα μέσα μου•
μια παγωνιά μπαίνει στο σπίτι και ταράζει τα τζάμια
κρυώνω• το τρομερότερο αίσθημα
σωριάζεται το κρύο γύρω από τη λύπη
τέσσερις το πρωί
γράφε, γράφε
- σε μια ορεινή πλατεία
μα γυναίκα πλησιάζει το περίπτερο
ζητάει τσιγάρα
ο περιπτεράς δεν απαντά
επιμένει, ξανά
«Μα τι έχει ο Γιώργος και δεν απαντά;»
μπαίνουν μέσα
ο Γιώργος νεκρός ανακοπή-
γράφε, γράφε
άγρια κι ατέλειωτη μοναξιά
ό,τι είδα χρόνια τώρα συγκεντρωμένο
ορθή γωνία κάνει με το σώμα
και παρακαλώ
πάρε με στην αγκαλιά σου
πάρε με επιτέλους στην αγκαλιά σου
Όχι•
γράφε, γράφε
θα με θυμάσαι, ο μέλλων του τέλους, λέει
παρηγόρησε με
δείξε μου τι χρόνος, τι έρωτας, τι τέλος
πως να μη φοβάμαι το τέλος;
πως να μη φοβάμαι τίποτα;
τίποτα
δεν απαντά
παρά γράφε, γράφε
μου λες
εγώ δεν έχω τέτοιες πολυτέλειες
δεν καταλαβαίνω
τόσο ταραγμένος, τόσο θαλασσινός, τόσο του βυθού, τόσο είσαι ευάλωτος
οι σκιές είναι οι κυρίαρχοι του εδάφους
αλλά εσύ είσαι για θάλασσα, εκεί που ο κόσμος συνέβη
κολυμπώ αλειμμένος λίπος
μιαν απόσταση τεράστια
ξέρω πως στα δέκα μίλια θα συναντήσω ένα καράβι
γράφε, γράφε
το καράβι θα με σώσει
κολύμπα, κολύμπα, ώσπου να πνιγείς, ώσπου να σωθείς
σου λέω
μη μου ομορφαίνεις άλλο τη λύπη
μη μαζεύεις άλλα δάκρια σε φιαλίδια
αυτά ήταν ρωμαϊκές πρακτικές
μελοδραματικές
εγώ δε θέλω τέτοια, θέλω ειρηνικά να ζω
κι ακόμα τόπο κατοικώ τον ίδιο τόπο
τα κείμενα λένε ‘κραταιά ως θάνατος’.
αυτά τα κείμενα, τα εξαντλημένα κείμενα
πότε θα τυφλωθώ να τα κάψω
όμως
γράφε εσύ, γράφε
με άγριους ιδρώτες με σεντόνια μαύρα
μη βγάζεις άχνα ψύχή μου
μόνο
γράφε γράφε
που σημαίνει
δε σε θέλω
δε σ’ αγαπώ

Sunday, August 8, 2010

Απόσπασμα απο το νεο βιβλιο (Ανοιξη 2011)

Και όσο αιφνίδια ήρθε, έτσι όλο αυτό το μπουρίνι εξανεμίζεται κι ο ρυθμός του δρόμου ξαναβρίσκει εκείνο το σταθερό, αναλλοίωτο τικ τακ του σφυριού που μετράει το χρονο, το χρόνο εκείνο όπου όλα τα παραπάνω δεν έχουν καμία σημασία, εκείνον όπου το μόνο πρότυπο μέτρησης είναι το ελάχιστο ρεύμα που εκπέμπει το σώμα όταν κάθεται σε μια καρέκλα, ή, αλλιώς, στη σύγχρονη ψηφιακή διάλεκτο, η ευρυζωνικότητα του παρόντος.

Saturday, August 7, 2010

Η αβάσταχτη ψευδομελαγχολία του διαδικτύου

Μπροστά στην οθόνη δεν υπάρχουν ρίσκα. Ο χωροχρόνος αλλοιώνεται, η γλώσσα κονιορτοποιείται, η εικόνα μεταλλάσσεται. Το προφίλ ενός χρήστη είναι ένας θραυσματικός άυλος πίνακας, ένα δάσος συμβόλων, μια συνήθως κοινότοπη παράσταση in progress, μια συχνά επικολυρική ψηφιακή περφόρμανς από την οποία φυσικά απουσιάζει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Ταυτόχρονα το φ.μπ. επαναλαμβάνει τον εαυτό του όπως στα μεσημεριαναδικα. Το φεισμπουκ ασχολειται γιατί δεν πρέπει να υπάρχει φεσιμπουκ, ή πως αλλιως θα ταν, η τι λεει ποιος σε ποιον κλπ .
Κι όλοι μαζι κλαίνε και οδύρονται για την...χαμένη ουσία μέσα από το προϊστορικό κάδρο του πρώτου επιπέδου. Εκείνης της απίθανα πληκτικής ρητορικής όπου «τετριμμένα», μηδενικού ανασταστοχασμου πρωτόλεια εκτοξεύονται με άκρατη σπουδαιοφάνεια. Δεν υπάρχει χειρότερος, πιο μπασταρδεμένος συνδυασμός από τη επικολυρική ντουντούκα. Που είναι και «ολίγον ευαίσθητη».., και «ολίγον επαναστατική»…
Του στιλ «Α τι μόνοι είμαστε Τίνα μου», «Ναι είμαστε πολύ μονοί Γιώργο μου» και «Α, πόσο ποσό φοβόμαστε την έκθεση Μαρία μου.. πως μ ας ε κ α ν α ν έτσι » κι αλλά τέτοια άτολμα, συντηρητικά και γεροντίστικα από νέους ανθρώπους σε τρελαίνουν πραγματικά με την παντελή έλλειψη νεύρου, διάθεσης δράσης και γοητείας σκέψης. Μια ατέρμονη παρέλαση ημιθανών και χιλιοεπαναλαμβανομενων φράσεων από ένα όχι μικρό δυστυχώς κομματι, μιας κατά τα αλλά πολύ ενδιαφέρουσας γενιάς της οποία το μάχιμο κομμάτι έχει αφήσει τις κλάψες και δρα, σκέφτεται, προσπαθεί να βρει λύσεις...
Τι μόνος ρε φίλε; Κάνε κάτι αντί να αναδιπλασιάζεις τη γκρίνια και το μελό… «Αχ η κοινωνία Λιάνα μου δε μ’ αφήνει»… Κι όλα αυτά, κομεντ στο κομεντ, μια γιγαντωση χαζοχαρουμενιας από το κομματι εκεινο που περιμένουμε τα καλυτέρα. «Ναι αλλά η ζωή Μάνο μου… η μοναξιά»...
Δεν είναι γενιά φόβου αυτή – αυτό το κομμάτι τουλάχιστον, το συγκεκριμένο. Είναι γενιά τεμπέληδων, βολεμένων στην πολιτιστική ένδεια που παράγει η εποχή, που τους έχει έρθει ταμάμ στην νωθρότητα. οι οποίοι αντί ν ανοίξουν μάτια και αυτιά στη ζωή, τα κλείνουν στη βλεφαρόπτωση των πίξελ και εχουν ανάγει την αυτολύπηση ως παντιέρα. Γέροι πριν της ώρας τους, όχι από συσσωρευμένο άλγος, όχι από εργατοωρες κοπιαστικής μελέτης η δράσης, αλλά από έλλειψη νεύρου, ρίσκου, τόλμης, διάθεσης να παίξουν, να χάσουν, να κερδίσουν, να μάθουν, να καταλάβουν, να ζήσουν... Δε μπορείς να διαβάζεις κάποιον είκοσι χρόνια μικρότερο και να χασμουριέσαι -το αντίθετο έπρεπε να συμβαίνει.
Κοιτάξτε: Αν κάτι καλό κάνει αυτό ο χώρος είναι πως σου προσφέρει ένα κομμάτι για να εκφραστείς δημόσια. Γράψε λοιπόν, στύψε το μυαλό σου κι αντί να κινείσαι μεταξύ κλαψουρίσματος με γαρνιτούρα «φλου αριστικ» επαναστατικότητας, βγάλε έστω και μια πρωτότυπη σκέψη, ένα ενδιαφέρον σχόλιο. Και παράδοξο να ναι και αιρετικό, και «λοξό» και αστείο να ναι και ότι θες αν είναι. Απλά β γ ά λ ε κάτι αυθεντικό από μέσα σου. Από εσένα. Αληθινό. Όχι επανάληψη της κοινοτοπίας. Απείθεια ναι. Αντίδραση ναι. Αλλά αυθεντική ρε γαμώτο. Όχι αναμάσημα όχι στολίδι. Κάποιοι τρίβουν τα χεριά τους με την αποχαύνωση αυτή. Πριν από σαράντα χρονιά σε κοίμιζαν αλλιως, τώρα σε κοιμίζουν έτσι. Κι εσύ νομίζεις ότι «εκφράζεσαι.
Η σύγχρονη συγκυρία παρέχει απίστευτο υλικό για κάποιον που έχει τι δυνατότητα να δει. Συμβαίνουν απίθανης περιπλοκότητας πράματα, εξαιρετικά σύμπλεκα και σοβαρά, τα οποία σε πενήντα χρόνια θα αναλύονται φύλλο φτερό από τα φωτεινά μυαλά του μέλλοντος. Της τρελής γίνεται στο υπόστρωμα. Από τις πιο άγριες, ενδιαφέρουσες, αντιφατικές εποχές. Με μια διαφορά: δεν είναι προφανής. Αφορά το σύνολο της δράσης του ανθρώπου στο πλανήτη, όχι μονό την κακή πολυεθνική η τον διεφθαρμένο πολιτικό. Αφορά το όλο ζήτημα με το ζώο-άνθρωπος.
Όσοι μένουν ακόμα στο επικολυρικό τρένο του στιλ «η ζωή είναι δύσκολη.. και η μοναξιά.. » το χάσανε το παιχνίδι και δια βίου… Όσα συμβαίνουν σήμερα δεν είναι «φωναχτά». Και όσα ακούγονται φωναχτά δεν εκείνα που κάνουν εκείνα που συμβαίνουν να συμβαίνουν.
Έχει πολύ μα παρά πολύ ψωμί το πράγμα στα εντόσθια. Απλά επιζητά τα μυαλά εκείνα που θα προσπεράσουν το πρώτο πλάνο, το.. «αχ και βαχ…» και τις μοναξιές και τις ψευδομελαγχολίες. Τα μυαλά εκείνα θα διαβάσουν, θα ακουστούν, θα ζήσουν, θα ρισκάρουν… Και βασικά θα πράξουν. Όπου και να βρίσκεται ο καθείς. Η λύση δεν είναι να εφοδιάζεται κάποιος με δυο τσιτάτα και να βαράει ντουφεκιές ψευδοκατηφειας στο ψαχνό κι ύστερα να γίνονται όλοι ένας χορός οπερετικής τραγωδίας του στιλ «κοίτα με ποσό δεν μπορώ να επικοινωνήσω, πως έχω κλειστεί έτσι στην οθόνη, κλαψ, κλαψ». Η λύση είναι να στρωθεί ο καθένας στο χώρο του και να παράγει έργο. Είτε είναι το νεουβριδικο αυτοκίνητο, είτε η εναλλακτική παράσταση, είτε το τραγούδι που θα τα πει αλλιως, είτε η χαρά που θα δώσει στον άνθρωπο του , είτε το φαί που θα προσφέρει στο παιδί του. Και για όσους πενθούν για τη χαμένη επαφή, ας αφήσουν τις ευκολίες. Επαφή σημαίνει απέκδυση από το Εγώ και άνοιγμα στον Άλλον. ‘Η το κανεις είτε όχι. Αλλιώς... τσιτάτα στο φ.μπ.
Ένα διδάσκει αυτή η εποχή: τέρμα αυτά τα αστειάκια. Πάμε παρακάτω Δράση. Αλήθεια. Άνοιγμα. Ψάξε φίλε γύρω και πίσω από τα πράγματα. Γράψε κάτι που θα με κάνει και θα σε κάνει λίγο καλύτερο. Μη μου λες διαρκώς το τίποτα με γαρνιτούρα, μη μου λες ότι ξέρω από το γυμνάσιο με άλλα λόγια. Κάνε την πτήση σου. Η αλλιως κόψε τη σύνδεση και Get a life ! Τουλάχιστον ακόμα και η πιο μπανάλ ατάκα του ταξιτζή έχει αιμάτινο αντίτιμο.

Friday, August 6, 2010

Η δουλεία της ταχύτητας

Κάποιες σκέψεις για την οικονομία που δεν είναι αναπόσπαστες από τον πολιτισμό… Όπως γράφει ο Τόμας Φρίντμαν στους Νιού Γιόρκ Τάιμς, ζούμε σε μια εποχή όπου ο τρόπος με τον όποιο συμπεριφέρεται ο καθένας μας, ο τρόπος με τον όποιο ζει, μεταφέρει πληροφορίες, καταναλώνει, ακόμη και ψυχαγωγείται, μετράει περισσότερο από πότε.

Όσο η τεχνολογία μας ενώνει περισσότερο με τους άλλους, τόσο μας κάνει και ηθικά αλληλεξαρτωμένους. Για οτιδήποτε χάνεται από κάπου, κάποιος υφίσταται την απώλεια κάπου αλλού. Όπως στη φύση: η ζήτηση για φτηνά κινεζικά ρούχα προκαλεί μόλυνση του περιβάλλοντος που λιώνει τα παγόβουνα της Νοτίου Αμερικής. Ζούμε άλλωστε σ’ έναν κόσμο όπου φτάσαμε στο σημείο η ελληνική δημοσιονομική κρίση να έχει αντίκτυπο από το ευρώ μέχρι τον Dow Jones.

Ένα τόσο ευαίσθητο πλανητικό ντόμινο, χρειάζεται αποφάσεις που παίρνονται με μέτρο και σύνεση. Ωστόσο εδώ υπεισέρχεται ένας άλλος παράγοντας της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Η ταχύτητα. Από τα κεφάλαια που αναπτύσσονται στρατηγικά μέσω υπολογιστών και μαθηματικών σόφτγουερ (το 95% των hedge funds διευθετείται αυτόματα), τα σάιτ που κυκλοφορούν φήμες ανα δίλεπτο, μέχρι τους πολιτικούς που καλούνται να πάρουν εξαιρετικά πιεστικές αποφάσεις σε πολύ λίγο χρόνο, όλα παράγονται, αναλύονται και επεξεργάζονται σχεδόν ακαριαία, σε ένα κατακλυσμιαίο παρόν οδηγώντας κατά συνέπεια σε γρήγορες επιλογές, αποφάσεις και αποτιμήσεις. Η ταχύτητα δεν ήταν πάντοτε φίλη της ηθικής, μια και δεν επιτρέπει χρόνο σκέψης, στοχασμού. Η ταχύτητα είναι δούλος της περίστασης. Και η κοινωνία και πολιτισμός δεν εξελίχθηκε πότε με μοναδικό γνώμονα τη γρήγορη διευθέτηση.

Σήμερα, η εκάστοτε «περίσταση» υπερτερεί της όποιας άξιας. Η περίσταση είναι ο παγκόσμιος βασιλιάς. Όμως, όταν σχέση της μιας οικονομίας με την άλλη, της ατμόσφαιρας με το παγόβουνο, του ανθρώπου με τον άνθρωπο αντιμετωπίζεται περιστασιακά, τότε ο «σοφός» χρόνος εκδικείται…

Wednesday, August 4, 2010

Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΡΩΣΙΚΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ

Έβλεπα πρόσφατα μια εκπομπή στην τηλεόραση για την περίφημη ιερότητα της Επιδαύρου και κατά πόσο οι πειραματικές παραστάσεις την απαξιώνουν.
Αργότερα έπιασα τον ευατό μου να σκέφτεται τό εξής: «Υπάρχουν στη σημερινή εποχή κείμενα, θεατρικά έργα, μουσικές που έχουν παραμείνει η οφείλουν να παραμείνουν στο επίπεδο του αβεβήλωτου (του μη πειραγμένου όπως θα λεγε και κάποιος της νεότερης γενιάς)»
Νομίζω πως απάντηση είναι «Όλα και τίποτα». Κι αυτό γιατί σε όποια πειραματική επαναδιαπραγμάτευση οποιαδήποτε κείμενου, μουσικής ή έργου, εκείνο που υπάρχει σαν το κουκούτσι με στον καρπό -ακόμα και διαστρεβλωμένο-, είναι η πνοή του δημιουργού.
Φυσικά, μέσα στο κουκούτσι αυτό υπάρχει κι ένα άλλο κουκούτσι, εκείνο του προγόνου του κοκ, κι έτσι η ίχνη μοιάζει σαν το σύμπαν. Μια ατελείωτη σειρά από ρώσικες κούκλες, από πλανητικά συστήματα, από σύμπαντα μεσα σε σύμπαντα που ακόμη δεν ξέρουμε που βρίσκεται η αρχή τους (βέβαια στην τέχνη των ανθρώπων κάποιος θα ζωγράφισε το πρώτο βίσωνα –αλλά ποιος «σκέφτηκε να τον ζωγραφίσει»;)
Όπως δεν ξέρουμε και που βρίσκεται το τέλος. Το τέλος της τέχνης, αν συμβεί, θα έρθει με το τέλος της ανθρωπότητας. Μέχρι τότε, η ιστορία της θα είναι μια συνεχής υπόθεση επανεγγραφών, «βεβηλώσεων» και αναδιατυπώσεων.
Μόνο που, πλειοψηφικά, σε κάθε περίοδο, η πιο πρόσφατη «καταξιωμένη» διατύπωση θα θεωρείται πάντοτε ως η πλέον αυθεντική. Κι αυτό είναι εντέλει απόλυτα εξηγήσιμο και ανθρώπινο. Παραδεχόμαστε ότι αναγνωρίζουμε με την εμπειρία μας, ή με την ιστορική μας γνώση.
Απομένει λοιπόν σε κάποιους «παραβατικούς» καλλιτέχνες να σκέφτονται για την επόμενη ρωσική κούκλα που θα καλύψει την τρέχουσα. Μέχρι να νιώσουν κι εκείνοι το βάρος της επόμενης που έρχεται.

Tuesday, August 3, 2010

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ: Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Το τελευταίο βιβλίο του Πολ Όστερ που διάβασα, με τίτλο «Travels in the Scriptorium», μια μικρή έκδοση 130 σελίδων, είναι ίσως η επιτομή της έως τώρα δημιουργίας του συγγραφέα από το Μπρούκλιν. Μια σύνοψη ολόκληρης της δουλειάς του, διαποτισμένη στον Κάφκα και τον Μπέκετ. Ένα απίθανο πείραμα με την αφήγηση, ένα βιβλίο πανέξυπνο και συγκινητικό που είναι μια καλή αφορμή για να ξεκινήσω αυτό το άρθρο.
Ένας άνθρωπος, ο κύριος Μπλανκ, κάθεται σε ένα δωμάτιο. Δεν έχει καμία ανάμνηση από την προηγούμενη μέρα και δεν ξέρει πως βρέθηκε εκεί. Υπάρχει μια κάμερα στην οροφή που καταγράφει την κάθε του κίνηση. Σε ένα γραφείο υπάρχουν φωτογραφίες και σωροί χαρτιά. Τα αντικείμενα – όπως η ΛΑΜΠΑ, η ΚΑΡΕΚΛΑ, έχουν πάνω τους μια επιγραφή που αναφέρει το τι είναι το καθένα. Διάφοροι άνθρωποι επισκέπτονται τον κύριο Μπλανκ, ενώ εκείνος διαβάζει μια αποσπασματική ιστορία, για την οποία του ζητείται να βρει ένα τέλος.
Φυσικά, τα πράγματα, όπως πάντοτε στον Οστερ, ενέχουν κι άλλα, επάλληλα επίπεδα. Η νοσοκόμα που τον επισκέπτεται λέγεται Άννα Μπλουμ. Ήταν κάποτε παντρεμένη με κάποιον Ντέιβιντ Τζίμερ, που έχει πεθάνει. Ιδού αμέσως δυο χαρακτήρες από το «In the Country of Last Things» και από το «The Book of Illusions», αλλά μην νομίζετε πως οι διακειμενικές επισκέψεις τελειώνουν εδώ... Υπάρχουν αρκετοί ακόμα ήρωες του συγγραφέα που θα εμπλακούν στην ιστορία. Ολόκληρος σχεδόν ο Οστερ συγκεντρώνεται σε ένα δωμάτιο, μεγεθύνεται, συμπυκνώνεται κι απλώνει σε ένα αφηγηματικό ταξίδι, στο οποίο ο συγγραφέας παιζει με τη φωτιά και την τιθασεύει.
Ένα βιβλίο, πραγματικό δώρο για τους φαν του Όστερ, αλλά και εξαιρετικά χρήσιμο για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα για αυτό το μυστηριώδες παιχνίδι που λέγεται συγγραφή μια και ο δημιουργός δεν κάτι τίποτα άλλο παρά να ανακατεύει τα «κουζινικά» του.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Όπως είχα γράψει και παλαιοτέρα σε ένα τεύχος του Διαβάζω, είχα την τύχη το 2004 να γνωρίσω προσωπικά τον Πολ Όστερ και να γίνουμε φίλοι. Συναντηθήκαμε κάποιες φορές και κάναμε τουλάχιστον δυο μεγάλες κουβέντες, η μια εκ των οποίων θυμάμαι κράτησε... πέντε ώρες.
Είναι γνωστό ότι τα θέματα του Οστερ έχουν να κάνουν πολύ με το ζήτημα της μοίρας. Το πώς τα γεγονότα καθορίζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, τι τα γέννησε, πως θα μπορούσε κάποιος να εχει πάρει έναν άλλο δρόμο και, κυρίως, τι σημασία εχει η τύχη σε όλη αυτή τη διαδρομή. Στα βιβλία του επίσης μπορεί κανείς να βρει και κάποιες εμμονές στο στόρι. Ιδιωτικοί ντετέκτιβ που προσπαθούν να λύσουν αινιγματικούς γρίφους και χαρακτήρες που εξαφανίζονται αλλάζοντας το όνομα τους είναι από τα βασικά μοτίβα το, αλλά και πρωταρχικά εργαλεία για την εξερεύνηση του μείζονος θέματος που τον απασχολεί: εκείνο της ταυτότητας. Ο καλός του φίλος Σάλμαν Ρουσντί, παρατηρεί εύστοχα: «Σίγουρα υπάρχουν επαναλήψεις στα βιβλία του Οστερ , όπως το ζήτημα της εξάρθρωσης του εγώ και της εισβολής του αγνώστου. Τα βιβλία του αποτελούν μια επίμονη εξερεύνηση για το πως μια ζωή μπορεί να στραφεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις και, έτσι, ανεξάρτητα της τεχνικής επεξεργασίας τους, συγγενεύουν όλα μεταξύ τους».
Ο Όστερ (όπως ισχυρίζεται και ο συγγραφεας Γκάραν Χόλκομπ) κάπου μοιάζει με τον Μπέκετ (τον οποίον μάλιστα ο Όστερ συνάντησε στα 24 του) υπό την έννοια ακριβώς της εμμονής με το θέμα της ταυτότητας. Τον απασχολεί, σχεδόν εξαντλητικά, από τι εξαρτάται, το πώς «κατασκευάζεται» η ταυτότητα ενός ανθρώπου. Οι ήρωες του είναι ακούραστοι εξερευνητές, που θέτουν διαρκώς ερωτήματα για το νόημα της ζωής, ταξιδεύοντας ακαταπαυστα, συνήθως μόνοι τους, στις αχανείς εκτάσεις της γενέτειρας ηπείρου τους, στο κατόπι καταστάσεων οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις δεν τους είναι οικείες.
Στην περίπτωση που οι χαρακτήρες δεν εχουν πάρει τους δρόμους, τότε το ταξίδι είναι εσωτερικό, όπως συμβαίνει στην ακραία περίπτωση του ήρωα του «Scriptorium», όπου όλα συμβαίνουν σε ένα μικρό δωμάτιο. Εδώ μάλλον ο Όστερ παίζει με την περίφημη φραση του Πασκάλ: «Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου απορρέουν απ' την ανικανότητά του να καθίσει σ' ένα δωμάτιο μόνος και σιωπηλός». Όπως και να χει, η ανθρώπινη Οδύσσεια, εσωτερική ή εξωτερική, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του. Τελικά, φαίνεται να λέει ο Όστερ, μόνο μεσα από την «κατασκευή της πραγματικότητας» μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει την πραγματική του φύση. Κι εκεί ο συγγραφέας παιζει με τα όριο της αλήθειας και της μυθοπλασίας ακροβατώντας στη λεπτή γραμμή που τα χωρίζει, θολώνοντας τα νερά μεταξύ της παραγράφου που εχει βιωθεί και εκείνης που εχει γραφτεί.
Το αποτέλεσμα είναι αφηγήσεις παλίμψηστα, σαν ρωσικές κούκλες, με ιστορίες ενσωματωμένες μέσα σε άλλες ιστορίες. Συχνά οι πολλαπλές αφηγήσεις διακλαδώνονται με αναπάντεχους τρόπους, σαν μια περιπλοκή συγχορδία που ίσως είναι κατανοητή μονό σε μυημένα ώτα. Η κάθε φωνή ανταγωνίζεται μια άλλη, ο ένας χαρακτήρας τον άλλο σε ένα αέναο σπιράλ.
Σε αυτόν τον πολυπρισματικό κόσμο δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους κεντρικούς ήρωες του Οστερ είναι συγγραφείς. Συγγραφείς, οι οποίοι ύστερα από μια προσωπική τραγωδία προσπαθούν να ανασυνθέσουν τη ζωή τους. Η αφορμή συνήθως ερχεται από ένα εξωτερικό γεγονός που οδηγεί τον συγγραφεα -ήρωα σε μια δαιδαλώδη αναζήτηση. Στην ουσία όμως ερευνώντας για τον άλλο (ή το άλλο) ερευνά τον εαυτό του. Πρόκειται για ιστορίες που μιλούν για την ιδία τη συγγραφή και τον συγγραφέα, για την απουσία και την παρουσία, για την αλήθεια και την επινόηση, εντέλει για το ίδιο το ζήτημα της μυθοπλασίας.

ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ
Οι συμπτώσεις παίζουν καίριο ρόλο στο σύμπαν του Όστερ με τη μοίρα να ρίχνει παντού βαριά της σκιά της. Χαρακτήρες που ξαναβρίσκουν τυχαία τους χαμένους γονείς τους, τυχαίες συναντήσεις που καταλήγουν σε κοσμογονικές αλλαγές ζωής, η ζωή τυλιγμένη στην μπίλια της ρουλέτας…
Θυμάμαι, κάποια στιγμή του διηγήθηκα μια απίστευτη ιστορία που μου συνέβη κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου μου «Μπαρ Φλωμπέρ», ενός βιβλίου που μιλά ουσιαστικά για την αναζήτηση του πατέρα, όταν, εντελώς τυχαία, μέσω της προτροπής ενός αγνώστου, τοποθέτησα την τελική σκηνή - όπου ο κεντρικός ήρωας επιτέλους λύνει τα της καταγωγής του και βρίσκει τον βιολογικό αλλά και πνευματικό του πατέρα - στα Λαγκάδια Αρκαδίας. Τα Λαγκάδια εντέλει αποδείχτηκε πως ήταν ο τόπος της δικής μου καταγωγής, κάτι που έμαθα συγκλονισμένος αφού είχα γράψει το βιβλίο… Την «δύναμη» αυτή την ονόμασα, κάπως ρομαντικά, «ο Άγγελος της Αφήγησης». Όμως ο Όστερ με διόρθωσε: «Δεν είναι συμπτώσεις αυτά, είναι η ‘Μηχανική της Πραγματικότητας’, έτσι δουλεύει ο κόσμος».
Με μια φραση η συμπύκνωση της πεζογραφίας του.

Για το ΔΙΑΒΑΖΩ
Αλέξης Σταμάτης

Sunday, August 1, 2010

Πολιτισμός: ανάγκη για ευέλικτες λύσεις

Οι μέρες για τον πολιτισμό είναι δύσκολες. Όταν υπάρχει κρίση, η ανάγκη για έκφραση πολλαπλασιάζεται, ειδικά από τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι, αν ήταν μια φορά αποκλεισμένοι από το «σύστημα», πλέον βλέπουν τις προοπτικές τους να μειώνονται δραματικά. Κάθε κρίση ωστόσο χρειάζεται «ευρεσιτεχνίες» και ευέλικτες λύσεις για να πάνε τα πράγματα μπροστά. Ιδού λοιπόν που για μια φορά η πολιτεία μας ξαφνιάζει ευχάριστα.O Παύλος Γερουλάνος πήρε πρόσφατα μια πολύ σωστή πρωτοβουλία η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως οδηγός και για τον ιδιωτικό τομέα. Με απόφαση του ΥΠΠΟΤ παραχωρούνται ως «εναλλακτική» μορφή επιχορήγησης αίθουσες του Ολυμπιακού Κλειστού Γυμναστηρίου Φαλήρου (Τae Kwon Do), ώστε να κάνουν τις πρόβες τους άστεγες ομάδες χορού και θεάτρου.
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν λύνει το συνολικό πρόβλημα για ομάδες που είτε φυτοζωούν, είτε βρίσκουν πρόχειρες εκ των ενόντων λύσεις για τις πρόβες και τις παραστάσεις τους. Θα μπορούσε λοιπόν το μέτρο αυτό να επεκταθεί και στον ιδιωτικό τομέα. Στην Αθήνα υπάρχει ένας ικανός αριθμός ιδιωτικών θεάτρων τα οποία φυσικά δεν λειτουργούν ολόκληρη τη σαιζόν. Στα νεκρά αυτά διαστήματα θα μπορούσαν οι υπεύθυνοι να παραχωρούν τους χώρους αυτούς στις άστεγες ομάδες είτε για πρόβες είτε για παραστάσεις (με την ταυτόχρονη ανάληψη των λειτουργικών εξόδων από τους ίδιους τους φιλοξενούμενους), δίνοντας έτσι το παράδειγμα μιας συλλογικότητας στην πράξη. Επιπρόσθετα θα μπορούσε αυτή η κίνηση να μετρά ως ένα επιπλέον μπόνους για την επιχορήγηση των ίδιων των θεάτρων μέσα από τη νέα διαδικασία του Μητρώου Πολιτιστικών Φορέων.
Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς οι άνθρωποι της τέχνης οφείλουν να γίνουν πιο γενναιόδωροι, πιο ανοιχτοί και να επενδύσουν στο μόνο κεφαλαίο που μας απόμεινε. Το μέλλον και τους νέους.