Monday, March 26, 2007

χαμένο σημείωμα

Ο θόρυβος από το δρόμο. Η βροχή με δύναμη. Βαρύ προαίσθημα για ταξίδι. Όμως κάθε μέρα κι ένα κύτταρο μαυρίζει. Εχω γίνει πια ένας λευκός μαύρος. Δηλαδή πιο μαύρος από τους μαύρους.
Για πίσω, ούτε λόγος.
Πιστός στην εποχή σου και μαζί εξόριστος. Εκτός νόμου: η φυσική μου κατάσταση. Παλιές ρίζες, υπάρχει ακόμα ένα ρίγος μέσα από αυτά τα απλά πράγματα που ζούμε. Άλλη αρμονία, άλλη αρχιτεκτονική.
Εδώ η εξουσία είχε το δικαίωμα να χαρίζει τη ζωή και να δίνει τον θάνατο, πίσω το ανάποδο: δίνει τη ζωή και χαρίζει τον θάνατο. Ένας θάνατος μ’ έφερε εδώ, χαρίζοντάς μου μια ζωή που δε διάλεξα.
Αλυσοδεμένος σ’ αυτή τη γη για να πληρώσω την ελευθερία των ματιών μου. Δεν είμαι εδώ για να σκέφτομαι, κι όσα σκέφτομαι σπάνια τα εκφράζω. Μ’ ενδιαφέρει μόνο ότι ζει κι ότι πεθαίνει, κι η σκέψη δεν έχει θάνατο. Μόνο η πράξη. Αυτή γεννιέται ζει, πεθαίνει και αφήνει απογόνους.
Όλο αυτό το άνοιγμα και το κλείσιμο. Μια αόρατη κουβέρτα ανάμεσα μας. Στον κόσμο και σ’ εμένα. Και ξαφνικά μια σουβλιά μνήμης – η «λογική» εξαφανίζεται. Αναζήτηση του αγνοούμενου. Ένα κύμα ξανά, μετά τόσο καιρό. Ξέρω γιατί ξαναγύρισε.
Σε λίγο καιρό θα φύγω. Βαθιά μέσα. Στην αρχή αρνητικός. Κομμάτια Δύσης μέσα μου. Ύστερα είδα πως εκεί πάνω, δεν έχει ψευδαισθήσεις. «Αναζήτησε τις εικόνες που συνιστούν το άγριο: το λιοντάρι και τη παρθένα, την πόρνη και το παιδί». Ο θεατής βλέπει όλα όσα συμβαίνουν, όλα πάμφωτα και μαγικά. Υπερφυσικό; Δεν υπάρχει τίποτα πάνω από το φυσικό. Ό,τι μπορεί και συμβαίνει είναι φυσικό. Απλά έχει άλλους κώδικες. Όταν δεν έχει τίποτα να κρύψει, το μαγικό γίνεται τέχνη, η τεχνη του υψηλού πάνω στο βάναυσο.
Να φύγω, πριν το θηρίο επιστρέψει.
Φράση για μένα, τυχαία, χτες. ‘Γιατί να νοσταλγούμε τον παντοτινό ήλιο, αφού είμαστε ταγμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός, μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές’ Ρ.

Wednesday, March 21, 2007

Εθισμός στο δίκτυο

Σε μια εποχή όπου ακόμα και οι κινηματογράφος μοιάζει με βιντεογκέιμ (όπως αποδεικνύει η «ταινία» ‘300’) και η «εικονική ζωή» αρχίζει και συναγωνίζεται την πραγματικότητα, η τεχνολογία δεν θα αργούσε να δείξει και την εθιστική της ιδιότητα. Ήδη διαβάσαμε πως στην Κίνα δημιουργήθηκε Κέντρο Απεξάρτησης κατά του εθισμού στο Διαδίκτυο, μια και το 13% (!) των Κινέζων χρηστών κάτω των 18, θεωρούνται εθισμένοι. Η απόδραση από την πραγματικότητα και η καταφυγή στους μύθους είναι μια πανάρχαια πρακτική, που ταυτίζεται σχεδόν με την εμφάνιση του ανθρώπου. Ωστόσο το να επινοείς ιστορίες απέχει πολύ από το να συμπρωταγωνιστείς σε αυτές.
Το δίκτυο και τα βιντεογκέιμ ειδικότερα με την αμφίδρομή τους ιδιότητα, προσφέρουν πλέον τον μύθο ον λαιν, συγχέοντας τα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Τα συμπτώματα των εθισμένων δημιουργούν πραγματικά τρόμο, αν σκεφτεί κανείς ότι περιλαμβάνουν κινήσεις πληκτρολόγησης ακόμα και όταν οι «άρρωστοι» είναι εκτός δικτύου! Δεν θα αργήσει οι εποχή όπου θα δημιουργηθούν και στην Ευρώπη ομάδες για τους Ανώνυμους Χρήστες του Δικτύου, αντίστοιχες με τους Ανώνυμους Αλκοολικούς.
Πρόσφατα έτυχε να βρεθώ μες στην καρδιά του χειμώνα σ’ ένα γνωστό νησί των Σποράδων. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι τα Ιντερνετ καφέ συναγωνίζονταν σε αριθμό τις καφετερίες, ενώ ήταν φίσκα στα παιδάκια προεφηβικής ηλικίας, τα οποια ξημεροβραδιάζονταν σκοτώνοντας εικονικούς δράκους και ξωτικά.Το δίκτυο είναι ένα παγκόσμιο αγαθό με εκπληκτικές δυνατότητες, αρκεί να το χρησιμοποιούμε κι όχι να μας χρησιμοποιεί. Το κρασί, λένε, δεν πρέπει να σε πίνει, αλλά να το πίνεις.

δημοσιεύτηκε στο "Έθνος", 19.3.07

Monday, March 19, 2007

Ντέιβιντ Μάμετ: "Γιατί το Χόλιγουντ παράγει ηλιθιότητες"

Το γιατί οι περισσότερες ταινίες της μαζικής παραγωγής του Χόλιγουντ ειναι για τα μπάζα, είναι ένα μεγάλο ερώτημα, αλλά το γιατί τόσα εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο εξακολουθούν να τις βλέπουν, είναι ίσως ένα ακόμα μεγαλύτερο.
Ο Ντέιβιντ Μάμετ όμως ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την απάντηση. Στο βιβλίο του, «Μπάμπι εναντίον Γκοτζίλα», μια συλλογή διεισδυτικών δοκιμιών για την βιομηχανία του κινηματογράφου, ο βραβευμένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός «καταπιεστικού μηχανισμού» στον οποίον οφείλεται η λαιμαργία μας για δράματα που έχουν πάψει να είναι δραματικά και ψυχαγωγικά θεάματα που έχουν πάψει να ψυχαγωγούν.«Η ίδια η κενότητα των ταινιών αυτών είναι καθησυχαστική», γράφει, συγκρίνοντάς της με τα πανάκριβα συστήματα εξοπλισμού που κάνουν τους συμπατριώτες του να νιώθουν ασφαλείς. Τα πολυδάπανα αυτά θεάματα στέλνουν ένα μήνυμα που ουσιαστικά λέει: «Είσαι ένα κομμάτι μιας χώρας, ένα κομμάτι ενός συστήματος που έχει τη δυνατότητα να σπαταλάει 200 εκατομμύρια δολάρια για μιάμιση ώρα ηλιθιότητας. Άρα, είσαι κάποιος».
«Ο κινηματογράφος είναι μια εξωφρενικά απλή υπόθεση», τονίζει ο Μάμετ. «Χρειάζεσαι μια κάμερα, φιλμ και μια ιδέα. Η βιομηχανία του κινηματογράφου είναι επίσης απλή: βρίσκεις κάτι ερεθιστικό, το παρουσιάζεις όσο το δυνατόν ελκυστικότερα, παίρνεις τα λεφτά και μαντεύεις πιο θα ’ναι το επόμενο θέμα».
Σ’ ένα κινηματογραφικό τοπίο όπου τα περισσότερα σενάρια που εγκρίνονται αρχίζουν με την εκκλήσεις τύπου: «Πυροσβέστη σώσε το παιδί μου», ή «Που ειναι εκεινο το μισοφαγωμένο κοτόπουλο που άφησα στην κατάψυξη χτες;», είναι φυσικό να μην υπάρχει μέλλον. Ο συγγραφέας βλέπει το πρόβλημα του Χόλιγουντ όχι σαν «της αλεπούς που άλωσε το κοτέτσι», αλλά σαν του «πορτιέρη που άλωσε το πορνείο»…Και ποια είναι η συνταγή που προτείνει ο Μάμετ για καλές ταινίες; Απλή, ξανά: «έμπνευση, ένα πλάνο, και όχι αρκετός χρόνος».Βέβαια ο σκηνοθέτης, ως ένα ς σημαντικός δημιουργός με εξαιρετικά φιλμ στο παλμαρέ του, μιλάει από μια απόσταση ασφαλειας, μια και ο ίδιος δεν εχει αποφυγει μερικές "αρπαχτες" που καλυτερα να έλειπαν από το βιογραφικό του...

δημοσιεύτηκε στο "Έθνος" 18.3.07

Saturday, March 10, 2007

Νατάσσα Πουλαντζά

Πριν από λίγο καιρό η νέα καλλιτέχνης Νατάσσα Πουλαντζά εξέθεσε την τελευταία της δουλειά που προσωπικά βρήκα εξαιρετική. Το παρόν ποστ αφιερώνεται σε εκείνη , όχι γιατι είναι ένας πολύ κοντινός μου άνθρωπος, αλλα επειδή πιστεύω ότι το έργο της μιλάει για πράγματα που αφορούν όλους μας.
Αφήνω λοιπόν να μιλήσει αντι για μένα η κριτικός τέχνης Πέγκυ Κουνενάκη ένα απόσπασμα από το σχετικό κείμενο της οποίας ακολουθεί παρακάτω.

Η Πουλαντζά ξεκίνησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών να κάνει ανθρωποκεντρική, εξπρεσιονιστική ζωγραφική. Στους πίνακες της ο άνθρωπος παίζει με τη σκιά του, κι είναι φανερό ότι το κέντρο βάρους της ματιάς της μετατοπίζεται πάνω στη σκιά. H σχέση της με τη φιγούρα διακόπτεται με το τέλος των σπουδών της στην Αθήνα. Στη Γερμανία, τη δεύτερη πατρίδα της (έστω κι αν γεννήθηκε εκεί), συνεχίζει τις σπουδές της και φυσικά επεκτείνει τους προβληματισμούς της. Το ενδιαφέρον της μετατοπίζεται στα τοπία, κυρίως τα άδεια τοπία. Ακολουθεί μια περίοδος που ζωγραφίζει θάλασσες και αγρούς, έργα που εκτέθηκαν το 1996 στην Ακαδημία του Μόναχου, και στο Kulturmodell, στο Πάσαου της Γερμανίας. Ο άνθρωπος τώρα πια εξαφανίζεται, κι ο χώρος των αγρών και των θαλασσών αντιμετωπίζεται από τη ζωγράφο αρκετά αφαιρετικά, ιδιαίτερα φορμαλιστικά. Μετά από πολλούς πειραματισμούς, κάποιο από τα φυτά του αγρού προσωποποιείται, αποκτά οντότητα, και μεταφέρεται στον καμβά με ελεύθερη γραφή, χειρονομιακή, εξπρεσιονιστική. Μια νέα ενότητα γεννιέται: τα «Άγρια λουλούδια». Τα πρώτα λουλούδια εμφανίζονται εντελώς σχηματικά στο τελάρο της. Γρήγορα αποκτούν χαρακτήρα και προσωπικότητα, καθώς η ζωγράφος δίνει έμφαση κυρίως στο χρώμα τους. Εκείνη θεωρεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή έγινε τυχαία, αφού, την ίδια εποχή κάθε αντικείμενο στο χώρο ή το περιβάλλον θα μπορούσε να το προσωποποιήσει εικαστικά.
Φαίνεται, όμως, ότι η επιλογή της δεν ήταν τυχαία. Γιατί, εκείνη την εποχή το βλέμμα της ήταν στραμμένο στη δουλειά του φωτογράφου Robert Mapplethorpe (1946-1989), και πιο συγκεκριμένα σ’ ό, τι εκείνος έκανε στις δεκαετίες ’70 και ’80. Η συνθετική δουλειά του την εμπνέει, της δίνει το έναυσμα για μια δική της νέα εικαστική ενότητα. Στην αρχή χρησιμοποιεί ως μοντέλα τρία έργα του, για να συνεχίσει, αυτόνομα πια, να στήνει τα δικά της μοντέλα. Φωτογραφίζει φρέσκα λουλούδια, παρακολουθεί σχεδόν καθημερινά τα βιολογικά τους όρια, τα αφήνει να «εξελιχθούν». Επιλέγει δροσερά τριαντάφυλλα, ζέρμπερες, κρίνους, τουλίπες, χαμομήλια, κα. Λουλούδια συνηθισμένα, καθημερινά, οικεία. Με διάθεση παιχνιδιού, συχνά με αρκετό χιούμορ κι άλλοτε με μια δόση μελαγχολίας, ζωγραφίζει πορτρέτα λουλουδιών που δεν απέχουν πολύ από ανθρώπινα. Αρέσκεται να μεταφέρει ανθρώπινες συμπεριφορές και διαθέσεις, να σκηνοθετεί ατμόσφαιρες, προβάλλει χαρακτηριολογικά στοιχεία ανθρώπινων τύπων, ακόμη και δικά της, χρησιμοποιεί το απαραίτητο καμουφλάζ για να εντείνει το μυστήριο. Δεν θάταν υπερβολή να πει κανείς, πως τα έργα της, εκτός όλων των άλλων, είναι μια βαθιά μελέτη κι ένα ζωγραφικό σχόλιο πάνω στην τέχνη του πορτρέτου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα μέσα του 19ου και τον 20ο αιώνα.
ο σύνολο της δουλειάς που προκύπτει χωρίζεται σε δύο ενότητες, αλληλένδετες μεταξύ τους.
Ενότητες που λειτουργούν συμπληρωματικά και αντιθετικά. Υπάρχουν έργα πάνω σε χειροποίητα χαρτιά χαλκογραφίας, με υδατοδιαλυτά μελάνια (ακουαρέλες), τα οποία έχουν δουλευτεί σχεδόν εικονογραφικά. Τα έντονα χρώματά τους θυμίζουν φωτορεαλισμό, χωρίς τελικά να εντάσσονται σ’ αυτόν. Το μαύρο χρώμα όπου χρησιμοποιείται είναι αποτέλεσμα δυνατών χρωματικών μίξεων. Το λευκό είναι εκείνο του χαρτιού. Το έργο δίνει πια την αίσθηση μιας «στημένης» φωτογραφίας διαβατηρίου, μ’ άλλα λόγια της επιτρέπει να καταγράψει μια στιγμή ακινησίας, ένα στιγμιαίο πάγωμα του χρόνου. Στη συγκεκριμένη ενότητα θάλεγε κανείς ότι χρησιμοποιεί τη μπρεχτική αποστασιοποίηση, για να αποφύγει κάθε συναισθηματική ανάμιξη τόσο της ίδιας όσο και του θεατή, τον οποίο προκαλεί να καταφύγει στην κριτική του ικανότητα για να δει πέρα από τα επιφαινόμενα. Αν επικαλούμαι έναν καθαρά θεατρικό όρο, είναι γιατί συνολικά η δουλειά της εκπέμπει μια θεατρικότητα, όντας ένα παιχνίδι ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, στο πραγματικό και το φανταστικό, στο ωραίο και το κιτς, στο κραυγαλέο της ποπ – άρτ και την εσωτερικότητα του εξπρεσιονισμού, στη στιγμή και την αιωνιότητα

Thursday, March 8, 2007

Δημήτρης Σωτάκης: "Ο άνθρωπος καλαμπόκι"

Διάβασα πρόσφατα, μέσα σε μια μέρα, ένα από εκείνα τα βιβλία που δεν μπορείς να τα αφήσεις. Η χαρά μου ήταν μεγάλη μια και ο συγγραφέας του ανήκει στις νέες δυνάμεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για τον "Άνθρωπο καλαμπόκι", το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη που μόλις κυκλοφόρησε (Κέδρος).
Πιστεύω ότι εκεινο που έχει την μεγαλύτερη σημασία όταν αρχίζει κανείς ενα βιβλίο, ειναι η ανίχνευση της πρόθεσης του συγγραφέα. Αρκεί να θυμηθούμε το γνωστό παράδειγμα της "Μεταμόρφωσης", όπου από την πρώτη πρόταση δηλώνεται ρητά οτι ο ήρωας ξύπνησε έχοντας μεταμορφωθεί σε μια τεράστια κατσαρίδα. Η σύμβαση έχει τεθεί από την πρώτη κιόλας φράση απο τον Κάφκα, και ο αναγνώστης μπορει να παρακολουθήσει πλέον τις περιπέτειες του Γκρέγκορι Σάσα απολύτως ταυτισμένος μαζί του.
Ο Σωτάκης εισδύει στον κόσμο ενός αλλόκοτου ήρωα ο οποίος θεωρεί το καλαμπόκι ως την κινητήρια, την απόλυτη δύναμη της ζωής. Το καλαμπόκι είναι γι αυτον το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο, ότι έχει και δεν έχει. Περιγράφονται όλες οι μεγαλειώδεις αρετές του ταπεινού σπόρου, στον οποίο ο ήρωας έχει εναποθέσει όλες του τις ελπίδες. Το δέχεσαι και μπαινεις σε έναν μαγικό, παραξενο κόσμο όπου "τεστάρονται' ένα πληθος έννοιες, από την πολιτική και την αγάπη μέχρι την πιστη και τον θάνατο.
Η αλληγορία είναι έξοχα στημένη, η γραφή ρέει εξαιρετικά, ενώ υπάρχουν και πραγματικά απογειωτικές στιγμές, όπως όταν ο ήρωας εισδύει στην παράξενη οικία Φάνιγκαν, αλλα και άλλες, υπέροχα παρεκβατικές, όπως το απόσπασμα για τα έντομα.
Ενα στοιχημα υψηλών προδιαγραφών που ο Σωτάκης το κερδίζει με άνεση και στιλ. Tα νέα πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας έχουν δόξα τω θεώ πολλά να πουν. Και γυρω μας υπαρχουν βιβλια που αξίζουν την προσοχή και την επισημανσή μας.

Friday, March 2, 2007

Δημόσια Βιβλιοθήκη Βέροιας

Σε μια εποχή όπου ο τηλεοπτικός ορυμαγδός κατακλύζει τα πάντα, είναι πολύ ευχάριστο να βλέπει κανείς εστίες πολιτισμού που ανασαίνουν το σήμερα. Εδικά αν βρίσκονται στην επαρχία. Βρέθηκα τελευταία στη Βέροια, μια πόλη όπου με αφορμή την πρόσφατη ιστορία του Άλεξ, συγκέντρωσε τους προβολείς της δημοσιότητας, και υπέφερε πολλά, και είχα την τυχη να επισκεφτώ την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της πόλης. Δεν επρόκειτο απλά για μια θετική έκπληξη, αλλά για μια αποκάλυψη. Το σύγχρονο, λειτουργικό και καλαίσθητο κτίριο, δίπλα σχεδόν στον τόπο όπου παίχτηκε η τραγωδία, είναι μια πραγματική κυψέλη πολιτισμού.
Ο χώρος δεν έχει καμία σχέση με την «μουσειακή» ατμόσφαιρα που συναντά κανείς σε άλλες βιβλιοθήκες, είναι ζωντανός, γεμάτος ανθρώπους όλων των ηλικιών, που απασχολούνται δημιουργικά σε μια ποικιλία δραστηριοτήτων. Οι κάτοικοι του νομού Ημαθίας μπορούν να δανείζονται, βιβλία, άρθρα, περιοδικά, cdrom, DVD, VHS, να σερφάρουν στο δίκτυο, να διαβάζουν στο χώρο, ενώ υπαρχει μια εντυπωσιακή «Αμερικάνικη Γωνιά» με συλλογή έντυπων και βιβλίων από τις ΗΠΑ, όπου μπορει να βρει κανείς εκπληκτικά πράγματα. Η Βιβλιοθήκη επίσης διαθέτει δύο πρωτότυπες κινητές μονάδες που εξυπηρετούν τα σχολεία της γύρω περιοχής.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο διευθυντής της, Ιωάννης Τροχόπουλος, επιμένει στις νέες τεχνολογίες. Έχετε ακούσει πολλές βιβλιοθήκες στη χώρα μας που συμπεριλαμβάνουν στο site τους και podcasts, και των οποίων οι εκδηλώσεις αναμεταδίδονται ζωντανά από το δίκτυο;
Η επαρχία διψάει για βιβλίο, διψάει για γνώση. Και τέτοιες έξοχες προσπάθειες όπως της Βέροιας οφείλουμε να τις επισημαίνουμε.

To πραγματικά καταπληκτικό σαιτ της Βιβλιοθήκης εδω:

http://www.libver.gr/