Πριν από λίγο καιρό η νέα καλλιτέχνης Νατάσσα Πουλαντζά εξέθεσε την τελευταία της δουλειά που προσωπικά βρήκα εξαιρετική. Το παρόν ποστ αφιερώνεται σε εκείνη , όχι γιατι είναι ένας πολύ κοντινός μου άνθρωπος, αλλα επειδή πιστεύω ότι το έργο της μιλάει για πράγματα που αφορούν όλους μας.
Αφήνω λοιπόν να μιλήσει αντι για μένα η κριτικός τέχνης Πέγκυ Κουνενάκη ένα απόσπασμα από το σχετικό κείμενο της οποίας ακολουθεί παρακάτω.
Η Πουλαντζά ξεκίνησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών να κάνει ανθρωποκεντρική, εξπρεσιονιστική ζωγραφική. Στους πίνακες της ο άνθρωπος παίζει με τη σκιά του, κι είναι φανερό ότι το κέντρο βάρους της ματιάς της μετατοπίζεται πάνω στη σκιά. H σχέση της με τη φιγούρα διακόπτεται με το τέλος των σπουδών της στην Αθήνα. Στη Γερμανία, τη δεύτερη πατρίδα της (έστω κι αν γεννήθηκε εκεί), συνεχίζει τις σπουδές της και φυσικά επεκτείνει τους προβληματισμούς της. Το ενδιαφέρον της μετατοπίζεται στα τοπία, κυρίως τα άδεια τοπία. Ακολουθεί μια περίοδος που ζωγραφίζει θάλασσες και αγρούς, έργα που εκτέθηκαν το 1996 στην Ακαδημία του Μόναχου, και στο Kulturmodell, στο Πάσαου της Γερμανίας. Ο άνθρωπος τώρα πια εξαφανίζεται, κι ο χώρος των αγρών και των θαλασσών αντιμετωπίζεται από τη ζωγράφο αρκετά αφαιρετικά, ιδιαίτερα φορμαλιστικά. Μετά από πολλούς πειραματισμούς, κάποιο από τα φυτά του αγρού προσωποποιείται, αποκτά οντότητα, και μεταφέρεται στον καμβά με ελεύθερη γραφή, χειρονομιακή, εξπρεσιονιστική. Μια νέα ενότητα γεννιέται: τα «Άγρια λουλούδια». Τα πρώτα λουλούδια εμφανίζονται εντελώς σχηματικά στο τελάρο της. Γρήγορα αποκτούν χαρακτήρα και προσωπικότητα, καθώς η ζωγράφος δίνει έμφαση κυρίως στο χρώμα τους. Εκείνη θεωρεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή έγινε τυχαία, αφού, την ίδια εποχή κάθε αντικείμενο στο χώρο ή το περιβάλλον θα μπορούσε να το προσωποποιήσει εικαστικά.
Φαίνεται, όμως, ότι η επιλογή της δεν ήταν τυχαία. Γιατί, εκείνη την εποχή το βλέμμα της ήταν στραμμένο στη δουλειά του φωτογράφου Robert Mapplethorpe (1946-1989), και πιο συγκεκριμένα σ’ ό, τι εκείνος έκανε στις δεκαετίες ’70 και ’80. Η συνθετική δουλειά του την εμπνέει, της δίνει το έναυσμα για μια δική της νέα εικαστική ενότητα. Στην αρχή χρησιμοποιεί ως μοντέλα τρία έργα του, για να συνεχίσει, αυτόνομα πια, να στήνει τα δικά της μοντέλα. Φωτογραφίζει φρέσκα λουλούδια, παρακολουθεί σχεδόν καθημερινά τα βιολογικά τους όρια, τα αφήνει να «εξελιχθούν». Επιλέγει δροσερά τριαντάφυλλα, ζέρμπερες, κρίνους, τουλίπες, χαμομήλια, κα. Λουλούδια συνηθισμένα, καθημερινά, οικεία. Με διάθεση παιχνιδιού, συχνά με αρκετό χιούμορ κι άλλοτε με μια δόση μελαγχολίας, ζωγραφίζει πορτρέτα λουλουδιών που δεν απέχουν πολύ από ανθρώπινα. Αρέσκεται να μεταφέρει ανθρώπινες συμπεριφορές και διαθέσεις, να σκηνοθετεί ατμόσφαιρες, προβάλλει χαρακτηριολογικά στοιχεία ανθρώπινων τύπων, ακόμη και δικά της, χρησιμοποιεί το απαραίτητο καμουφλάζ για να εντείνει το μυστήριο. Δεν θάταν υπερβολή να πει κανείς, πως τα έργα της, εκτός όλων των άλλων, είναι μια βαθιά μελέτη κι ένα ζωγραφικό σχόλιο πάνω στην τέχνη του πορτρέτου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα μέσα του 19ου και τον 20ο αιώνα.
ο σύνολο της δουλειάς που προκύπτει χωρίζεται σε δύο ενότητες, αλληλένδετες μεταξύ τους.
Ενότητες που λειτουργούν συμπληρωματικά και αντιθετικά. Υπάρχουν έργα πάνω σε χειροποίητα χαρτιά χαλκογραφίας, με υδατοδιαλυτά μελάνια (ακουαρέλες), τα οποία έχουν δουλευτεί σχεδόν εικονογραφικά. Τα έντονα χρώματά τους θυμίζουν φωτορεαλισμό, χωρίς τελικά να εντάσσονται σ’ αυτόν. Το μαύρο χρώμα όπου χρησιμοποιείται είναι αποτέλεσμα δυνατών χρωματικών μίξεων. Το λευκό είναι εκείνο του χαρτιού. Το έργο δίνει πια την αίσθηση μιας «στημένης» φωτογραφίας διαβατηρίου, μ’ άλλα λόγια της επιτρέπει να καταγράψει μια στιγμή ακινησίας, ένα στιγμιαίο πάγωμα του χρόνου. Στη συγκεκριμένη ενότητα θάλεγε κανείς ότι χρησιμοποιεί τη μπρεχτική αποστασιοποίηση, για να αποφύγει κάθε συναισθηματική ανάμιξη τόσο της ίδιας όσο και του θεατή, τον οποίο προκαλεί να καταφύγει στην κριτική του ικανότητα για να δει πέρα από τα επιφαινόμενα. Αν επικαλούμαι έναν καθαρά θεατρικό όρο, είναι γιατί συνολικά η δουλειά της εκπέμπει μια θεατρικότητα, όντας ένα παιχνίδι ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, στο πραγματικό και το φανταστικό, στο ωραίο και το κιτς, στο κραυγαλέο της ποπ – άρτ και την εσωτερικότητα του εξπρεσιονισμού, στη στιγμή και την αιωνιότητα
No comments:
Post a Comment