Wednesday, June 11, 2008

H αναπάντεχη σπίθα - περί έμπνευσης

Όποτε μου έχει τεθεί η ερώτηση από πού εμπνέομαι, η απάντηση είναι στερεότυπη. Από τα πάντα.

Κανένα βιβλίο μου δεν έχει αρχίσει με τον ίδιο τρόπο όπως ένα άλλο. Το πρώτο ξεκίνησε ως μια ιδέα για ένα μεγάλο ποίημα που από μόνο του «εξέβαλλε» σε πεζό, το δεύτερο θέλοντας να εκφράσω το αίσθημα του τι σημαίνει να ερωτευτείς ένα κείμενο, το τρίτο ως απόηχος των επιρροών που είχα από το θέατρο, το τέταρτο επειδή είδα σε ένα χορευτικό του Κωνσταντίνου Ρηγού ένα χορευτή να φοράει τη μάσκα του Μινώταυρου, το πέμπτο επειδή ένας φίλος μου χάρισε μια λέξη, το έκτο σαν επειδή θυμήθηκα μια σκηνή από μια ταινία.

Ως συγγραφέας, πολλές φορές αισθάνομαι ότι ειμαι ένας επιμελητής χάους. Στην αρχή υπάρχει ένα αταξινόμητο, χαοτικό υλικό που με περιτριγυρίζει. Σαν σύννεφα που καλείσαι να ποιμάνεις. Μέσα από αυτό, κάποια στιγμή υπάρχει ένα τσίμπημα, μια δόνηση, κάτι ανεπαίσθητο που μπορεί άλλοτε να σε παρασύρει, κι άλλοτε να το αφήσεις να προσπεράσει. Πείρα σημαίνει από τα ερεθίσματα αυτά να διαλέξεις το πιο ερεθιστικό, το πιο προσωπικό, το πιο αληθινό, εκείνο για το οποίο θέλεις πραγματικά να γράψεις και να το ακολουθήσεις με μάτια, αυτιά, καρδιά ανοιχτά. Τότε απλώνει, μεγεθύνεται και από μέσα του αναδύονται καταστάσεις, πρόσωπα, σχέσεις.

Πριν ακόμα μπω στην ερεθιστική περιπέτεια του πεζού λόγου - πίστευα πως προτού αρχίσεις την πρώτη σελίδα ενός μυθιστορήματος χρειαζόσουν δεκάδες κούπες καφέ, πλοκή, χαρακτήρας (ες), σκηνικό (οπως λέει και ο Νόρμαν Μέιλερ) . Μετά την περιπέτεια εξι μυθιστορημάτων, μπορώ πλέον να πω πως το μόνο που χρειάζεσαι πριν αρχίσεις να γράφεις, είναι ο καφές (όπως πάλι λέει ο Νόρμαν Μέιλερ) . Και φυσικά η μόνιμη εγρήγορση, η δεκτικότητα, και κυρίως αυτή η μυστηριώδης «διαστροφή» που σε κάνει να βλέπεις με άλλο τρόπο πράγματα που ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ως δεδομένα. Εν αρχή λοιπόν ην το χαοτικό υλικό του κόσμου. Ύστερα ίσως μια λέξη, μια εικόνα, ένα αίσθημα.

Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Ένα βράδυ είχα βγει μ’ ένα φιλο μου ηθοποιό, ο οποίος τα χαιρόταν τα τσιπουράκια του. Στο τελευταίο λοιπόν, γυρίζει και μου λέει: «Αλέξη θέλω να σου χαρίσω μια ‘λέξη’. Εγώ δεν ειμαι συγγραφέας εσύ όμως ξέρεις τι να την κάνεις». Η λέξη αυτή ήταν η «αυτοαναφλεξη». Θα μπορούσα να πω, ωραία ο φίλος μου «δώρισε» έναν όρο (που περιγράφει ένα παράδοξο φαινόμενο) για τον οποίο μπορώ να διαβάσω στο Ίντερνετ, μπορώ να δω ταινίες, μπορώ κάνω έρευνα.

Το ίδιο βράδυ όμως, μέσα από αυτή τη απλή λεξούλα, γεννήθηκε μέσα μου ένα ολόκληρο μυθιστόρημα που αργότερα απέκτησε τον τίτλο «Μητέρα Στάχτη». Ακούγοντας τη λέξη αυτοανάφλεξη, ο νους μου πήγε αυτόματα σε δύο πράγματα. Πρώτα στο προφανές: στο «ανεξήγητο» ως τώρα φαινόμενο κατά το οποίο άνθρωποι βρίσκονται καμένοι εξ ολόκληρου σ’ ένα χώρο χωρίς ωστόσο κανένα από τα εύφλεκτα υλικά που τους περιτριγυρίζουν (εφημερίδες, ξύλα κλπ) να έχει αρπάξει φωτιά. Σαν η φλόγα να έρχεται από μέσα. Δεύτερο όμως και σημαντικότερο, είδα αμέσως την «συμβολική» μεταφορά που κρύβει ο όρος, τη «ψυχική» δηλαδή αυτοαναφλεξη ενός προσώπου, την εσωτερική του επανάσταση, τη στιγμή που βγάζει από μέσα του όσα δεν είχε πει και κάνει μια ζωή.

Ο όρος έγινε εικόνα, κατάσταση, σχέση. Μια γυναίκα να καίγεται κι ένα νέο παιδί να προσπαθεί να βγάλει από μέσα του την καταπίεση μιας ζωής. Αυτό το δίπολο με οδήγησε σε μια οικογενειακή ιστορία, με το μικρότερο γιο ενός πατέρα-δυνάστη να «αναφλέγεται ψυχικά» μετά την κυριολεκτική «αυτανάφλεξη» της μητέρας του. Αμέσως σκέφτηκα ότι το κεντρικό ζήτημα σε αυτό το βιβλίο θα είναι η φωτιά. Θελω λοιπόν μια οικογένεια που να μένει σε έναν τόπο φορτισμένο με μνήμες φωτιάς. Ποιος θα ήταν αυτός; Δεν ήταν δύσκολο να το βρω. Η Σαντορίνη, με το ενεργό ηφαίστειο. Σε ένα βράδυ ο καμβάς της ιστορίας είχε αναδυθεί. Μέσες άκρες αυτό είναι και το κεντρικό στόρι ολόκληρου του βιβλίου.

Στη «Μητέρα Στάχτη» υπήρξα τυχερός, η ιστορία μετα από αυτή την «εκρηκτική» ιδεα βγήκε εύκολα, από μόνη της σχεδόν.

Άλλες φόρες δεν είμαι τόσο.

Στην «Αμερικάνικη Φούγκα» λόγου χάρη ήθελα να γράψω κάτι για τη έντονη εντύπωση που μου ειχε κάνει ένα τρίμηνο ταξίδι στην Αμερική. Κατέστρωσα λοιπόν ένα αναλυτικό κατάλογο με τοπία, πόλεις, εμπειρίες. Ίσως ήταν ένα απότοκο από την θητεία μου στην αρχιτεκτονική. Σημερα πιστεύω ότι το να διαθέτεις ενα αναλυτικό σχέδιο για το βιβλίο σου, έστω και αν είναι βασισμένο σε μια θαυμάσια ιδέα, είναι ό,τι το χειρότερο. Η υπέροχη ιδεα δεν οδηγεί αναγκαστικά σε ένα υπέροχο βιβλίο.

Έτσι το σχέδιο για το βιβλίο παρέπαιε μέχρι που ξαφνικά θυμήθηκα μια ταινία. Το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ». Έμπνευση δε σημαίνει μόνο κάτι πρωτογενές. Παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπαρχει. Μπορει να εμπνευστείς από κάτι που σου κανε εντύπωση σε ένα άλλο βιβλίο, από μια φωτογραφία, από μια ταινία, από μια διήγηση ενός φίλου. Το υλικό σου ειναι ο κόσμος και όλα όσα τον συνιστούν. Το θέμα είναι αυτή την σπίθα που την κατευθύνεις. Στη λογοτεχνία δεν είναι τόσο το τι, αλλά το πώς που μετράει.

Στο φιλμ λοιπόν, ο ήρωας κάποια στιγμή αλλάζει ταυτότητα. Αυτό ήταν. Με το που αποφάσισα ότι ο ήρωας μου θα ανταλλάξει την ταυτότητά του με εκείνη ενός νεκρού, σχέδια και χάρτες πήγαν περίπατο. Τον «αμόλησα» ελεύθερο στην Αμερική με ξένο όνομα να κάνει ότι θέλει. Και το βιβλίο βρήκε μόνο του το δρόμο του.

Όμως η Μούσα, η έμπνευση δεν είναι πανάκεια. Είμαι από τους συγγραφείς που δε πιστεύουν πως ο καλλιτέχνης κάθεται και περιμένει την ιδέα να του έρθει εξ ουρανού. Πρέπει να πάει ο ίδιος να την βρει. Εξ ου και οφείλει να ρισκάρει, να αναζητά να είναι μονίμως σε εγρήγορση. Η δράση πυροδοτεί την έμπνευση και όχι η έμπνευση τη δράση. Όπως έχει πει και ο Thomas Edison «Genius is one per sent inspirational and ninety-nine per cent perspiration». Η έμπνευση σε βρίσκει όσο δουλεύεις, όσο είσαι ανοιχτός.


το κειμενο δημοσιευτηκε στο ενθετο ΥΓ του Φιλελευθερου τςη Κύπρου