Το χέρι
της ακουμπούσε στο σαγόνι και κοίταζε από το παράθυρο του ξενοδοχείου τα
δέντρα έξω στο πάρκο. Το πρωί που ξύπνησαν δε φαινόταν τίποτα, όλα τα
κάλυπτε η ομίχλη, αυτή η περίφημη ομίχλη, πρώτη φορά έβλεπε τέτοια
ομίχλη, τόσο διαφορετική από τη δική τους. Και οι ομίχλες είναι
αλλιώτικες στους άλλους τόπους. Το παράθυρο ήταν πεντακάθαρο, το ’χε
γυαλίσει η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα όλη μέρα, μια βροχή που έδιωξε
την ομίχλη, μια βροχή που τους δημιούργησε τη διάθεση να μείνουν μέσα,
στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, να παραγγείλουν κρασί και να κάνουν έρωτα
ως το μεσημέρι. Τώρα είχε ξεπροβάλλει ένας δειλός ήλιος που έκανε την
πρασινάδα απέναντι να φαίνεται ακόμα πιο πράσινη, ένα πράσινο που
βλέπεις μόνο σε πίνακες, σαν κι εκείνους που είδαν χτες στο Μουσείο.
«Τι κοιτάς;»
«Το πάρκο. Γνωριστήκαμε σ’ ένα πάρκο».
«Ναι, αλλά τότε δε βλέπαμε σχεδόν τίποτα».
Ο Παναγιώτης άγγιξε την κοιλιά της.
«Τίποτα. Τώρα τα βλέπουμε όλα».
«Τι κοιτάς;»
«Το πάρκο. Γνωριστήκαμε σ’ ένα πάρκο».
«Ναι, αλλά τότε δε βλέπαμε σχεδόν τίποτα».
Ο Παναγιώτης άγγιξε την κοιλιά της.
«Τίποτα. Τώρα τα βλέπουμε όλα».
No comments:
Post a Comment