Γράφε, μου είπε
εννοώντας μην αγαπάς
μα χωρίς αγάπη, δεν υπάρχει γραφή, απάντησα
και θυμήθηκα την καλοκαιρινή σκεπή που βασταζόμουν μην πέσω
κι ανοίξει ο δρόμος που δεν πήρα
τότε παιδί που αποφάσισα κι έζησα
με τα βότσαλα μέσα στον ύπνο μου να σπάνε
και να αλλάζουν χρώματα οι λείες επιφάνειες τους
μια νέκυια παιδική
να τρέμω μήπως η λεοπάρδαλη ανέβει στο κρεβάτι
με το ραδιόφωνο κρυφά κάτω από το μαξιλάρι να ακούω Θέατρο της Δευτέρας
Έντα Γκάμπλερ, Ρινόκερος, Ξαφνικά πέρσι...
ένας ήχος ν’ απλώνει στα σκεπάσματα
ανθρώπων που μυρίζουν σαν ήρωες
άκου, άκου
Θέατρο της νύχτας
κρυφά, πάντα κρυφά,
μάζευε ήχους, άπλωνε στα βάθη, στον ύπνο άπλωνε
άκου τότε, γράφε τώρα
μου ζητούν κρυφά
η ηχώ από το βάθος του δωματίου βεβαιώνει πως ακόμα το κατοικώ
ίδια ναυτία, ίδια χρυσαφένια λύπη
γράφε λες, γράφε
σβήσε δηλαδή, σβήσε από μέσα μου
πλύνε τα μέσα μου•
μια παγωνιά μπαίνει στο σπίτι και ταράζει τα τζάμια
κρυώνω• το τρομερότερο αίσθημα
σωριάζεται το κρύο γύρω από τη λύπη
τέσσερις το πρωί
γράφε, γράφε
- σε μια ορεινή πλατεία
μα γυναίκα πλησιάζει το περίπτερο
ζητάει τσιγάρα
ο περιπτεράς δεν απαντά
επιμένει, ξανά
«Μα τι έχει ο Γιώργος και δεν απαντά;»
μπαίνουν μέσα
ο Γιώργος νεκρός ανακοπή-
γράφε, γράφε
άγρια κι ατέλειωτη μοναξιά
ό,τι είδα χρόνια τώρα συγκεντρωμένο
ορθή γωνία κάνει με το σώμα
και παρακαλώ
πάρε με στην αγκαλιά σου
πάρε με επιτέλους στην αγκαλιά σου
Όχι•
γράφε, γράφε
θα με θυμάσαι, ο μέλλων του τέλους, λέει
παρηγόρησε με
δείξε μου τι χρόνος, τι έρωτας, τι τέλος
πως να μη φοβάμαι το τέλος;
πως να μη φοβάμαι τίποτα;
τίποτα
δεν απαντά
παρά γράφε, γράφε
μου λες
εγώ δεν έχω τέτοιες πολυτέλειες
δεν καταλαβαίνω
τόσο ταραγμένος, τόσο θαλασσινός, τόσο του βυθού, τόσο είσαι ευάλωτος
οι σκιές είναι οι κυρίαρχοι του εδάφους
αλλά εσύ είσαι για θάλασσα, εκεί που ο κόσμος συνέβη
κολυμπώ αλειμμένος λίπος
μιαν απόσταση τεράστια
ξέρω πως στα δέκα μίλια θα συναντήσω ένα καράβι
γράφε, γράφε
το καράβι θα με σώσει
κολύμπα, κολύμπα, ώσπου να πνιγείς, ώσπου να σωθείς
σου λέω
μη μου ομορφαίνεις άλλο τη λύπη
μη μαζεύεις άλλα δάκρια σε φιαλίδια
αυτά ήταν ρωμαϊκές πρακτικές
μελοδραματικές
εγώ δε θέλω τέτοια, θέλω ειρηνικά να ζω
κι ακόμα τόπο κατοικώ τον ίδιο τόπο
τα κείμενα λένε ‘κραταιά ως θάνατος’.
αυτά τα κείμενα, τα εξαντλημένα κείμενα
πότε θα τυφλωθώ να τα κάψω
όμως
γράφε εσύ, γράφε
με άγριους ιδρώτες με σεντόνια μαύρα
μη βγάζεις άχνα ψύχή μου
μόνο
γράφε γράφε
που σημαίνει
δε σε θέλω
δε σ’ αγαπώ
2 comments:
η ποίηση...
χμ...
είναι μια κάποια λύσις!
με κεινο το προσχέδιο!
τι έγινε;
καινούριο! βιβλίο!
επιτέλους!
Post a Comment