Γύρισα του αιώνα τη σελίδα
και βρέθηκα σε τόπο άγνωστο
oλόκληρον ένα λευκό καταύγαστο
που να μην έχεις από πουθενά να πιαστείς
λέξη ή εικόνα αναγνωρίσιμη
Στον τόπο αυτό
ο χρόνος σα να’ χε παγώσει
και βάρος ασήκωτο
ακουμπούσε πάνω μου το χιόνι των στιγμών του
Πλησιάζοντας το άσπρο πύκνωνε
κι από τις χαραμάδες είδα κάτι ν’ αναμοχλεύεται
μια κίνηση
και πλησίασα κι άλλο και διέκρινα
πως ήταν μέλη
μέλη ήταν ανθρώπινα
μικροσκοπικά ποδαράκια, στηθάκια αστεία και ροδαλά μπρατσάκια λιλιπούτεια
Σ’ ενα σημείο ο τοίχος έκανε κάτι σαν εξοχή
πλησίασα κι άλλο
κι είδα ένα πρόσωπο να φυλλομετράται εμπρός μου
και πεθύμησα το σπίτι μου
κι όσα θεωρούσα εντός μου κεκτημένα
τους φίλους, τους γονείς και τις αγάπες μου
κι ένιωσα μια ανάγκη να τους φέρω εμπρός μου
Μα όσο και να ήθελα δεν μπορούσα
δεν κατάφερνα να τους ορίσω
παρά μόνο κοίταζα εκείνα τα θραύσματα
να ξεβράζονται από το φως
ώσπου κατάλαβα πως τούτες είναι οι μνήμες μου του κόσμου
μικρά κομμένα ανθρωπάκια στην χαραμάδα
στην κόψη του λευκού
να ψιθυρίζουν
No comments:
Post a Comment