Ι
Ναι λιοπύρι ευθύ κατακόρυφο
σημείο ένα ο ήλιος
σημείο δυο μια πατημασιά στην άμμο
αρχαία αιώνια αυτά
Ένα κοριτσάκι με βατραχοπέδιλα και καπέλο στην ακρογιαλιά
έγκλειστο στην Πρόζα
αφήνει το καπέλο βάζει τη μάσκα
βουτάει στην πιο λεπτή απ’ τις ουσίες
κι από εκεί παρατηρεί τα μικρά πολύχρωμα ψαράκια
πώς στρίβουν ρυθμικά σε μια υγρή χορογραφία
Είναι πια ολόκληρη βυθισμένη στο νερό
κι η κοιλίτσα της χαϊδεύεται στα φύκια
όταν πιάνει η όραση της σκοτεινό ένα σώμα ενήλικα διαθλασμένο
διπλό στα δυο στοιχεία ιστάμενο
δέντρο αμφίβιο
πόδια υγρά και κορμός του αέρα
ΙΙ
Κι όπως εκείνος παρακολουθεί το κορίτσι υποθαλάσσιο
αρχίζει μια μουσική να μουρμουρίζει απ’ του βυθού την πιο αρχαία παρτιτούρα
ή κι από ένα όστρακο που φοβισμένο αποσύρεται
Με τα μπρατσάκια της σπρώχνει νερό σ’ άλλο νερό
κι απλώνει απαλά ένας ξεχασμένος των ανθρώπων νόμος
Και να
βλέπει τα μαλλιά της να κυματίζουν
όπως τραπουλόχαρτα που απλώνουν στον αφρό
ή νερόφιδα που γλιστρούν στην επιφάνεια
και νιώθει κάτι σαν εκκένωση
- πήγα να πω επιθυμία -
όχι όχι καμία επιθυμία
είναι εκείνο που νιώθει σκόνη εσωτερική που εισβάλλει
και κατρακυλά στα πιο χαμηλά του είδους του τα νεύρα
Ο χρόνος του κύματος
ο τόνος του μεσημεριού
τα πράσινα νερά δεν τον αφορούν
ούτε αισθάνεται με κάποιο ρυθμό παράξενο το αίμα του να ρέει
ΙΙΙ
Ούτε μυστήριο ούτε θάμα
απ’ το φτωχικό της μαντικής φυλής του λίκνο
ως το επεισόδιο το πιο φριχτό της ζωής του
ο άνεμος τον φυσάει πάντα πλάτη
οπισθογεμής ένας χρόνος τον βυθίζει σε μια ύπνωση
και ξάφνου
κοπριά και νύχτα
μοναξιά και θάνατος
Δεν εξαπάτησε κανένα ούτε εξαπατήθηκε
ίσως η αγάπη στην πνιγηρή της υπόσταση είναι που κινεί τα πέλματά του στον πυθμένα
μπορεί κι η μυρωδιά σάπιων φρούτων σε μεσημεριανό τραπέζι
με τα γέρικα άλογα πλάι στο τροχόσπιτο να χρεμετίζουν
ή ο ποταμός της παιδικής του ηλικίας που λουζόταν
ή κι αυτή ακόμη η ομίχλη ανάμεσα στα κυπαρίσσια
το ίδιο το θάμπωμα όπως και τώρα που δημιουργεί το φύκι καθώς το κεφαλάκι της το σπάζει
πρώτα φορά που βγαίνει να εισπνεύσει
και κοιτάζονται ολόισια στα μάτια
ΙV
Στο καλοκαίρι της ζωής τους
πιο τυχαίος Αύγουστος δεν γίνεται
και χρειάζεται μια συμφορά για να λοξέψει αυτός ο μήνας
Α μα εκείνος αυτούς δεν τους λυπάται
τι τους νοιάζει το καλοκαίρι που είναι πεθαμένοι;
τι τους νοιάζει η θάλασσα ο ήλιος;
ίδιοι απαράλλαχτοι μια σιωπή που δεν τελειώνει είναι
δεν τους μισεί
τους αποκαθιστά
τρέχει ελάφι η φαντασία του κάτω στου τελευταίου τους ρόγχου τη χαραματιά
και σκέφτεται πόσο όμορφα θ’ αναμιγνύονται
αίμα νερό κι αλμύρα
Μαχαίρι, σήμερα
No comments:
Post a Comment