Saturday, May 31, 2008

Κριτικη για τη "Βίλα Κομπρέ" απο τη Λίνα Πανταλέων (Ελευθεροτυπία)

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
Βίλα Κομπρέ
Θάνατος σε υψηλή ανάλυση


Η κατάκτηση της αυτογνωσίας μέσα από το πένθος

Αδαμόπουλος Θάνος εκ του Αθανασίου, γιος νεκροθάφτη. Ακόμα και αν το τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη δεν ήταν κατάφορτο από συμβολισμούς, εγκατασπαρμένους σε υποφωτισμένα σημεία της ιλιγγιώδους πλοκής, η ταυτότητα του κεντρικού ήρωα είναι αρκούντως ευρηματική, δηλωτική της αμφισημίας της περιπέτειάς του. Η θανή είναι συνυφασμένη με τη ζωή του Θάνου, μεγαλωμένου ανάμεσα στους νεκρούς που φρόντιζε ο πατέρας του λίγο πριν από την ταφή, χαρίζοντάς τους τη μικρή αθανασία μιας «πολαρόιντ». Με τον θάνατο του πατέρα, αφετηρία της αφήγησης, ο γιος υποβάλλεται στην οδυνηρή επιστροφή στις ρίζες, μετουσιωμένος βαθμιαία σε ένα θλιβερό κακέκτυπο του εκλιπόντος, νεκρός και μαζί νεκροθάφτης που σκάβει στα πετρώδη υποστρώματα της ύπαρξής του για την ανακομιδή του εσώτερου εαυτού του. Η επιστροφή του τον πάει πολύ πιο πίσω από την περιφρονημένη γενέτειρα, οδηγώντας τον σε έναν ανοίκειο χωροχρόνο, όπου όχι μόνο θα συναντηθεί με τον γεννήτορα, αλλά και θα προσεγγίσει τον αρχέτυπο πρόγονο του επωνύμου του, ταξιδεύοντας στα πέρατα της υπόστασής του. Μολονότι αγωνιά να διατηρήσει μια φυγόκεντρη τροχιά, παρεμβάλλοντας ανάμεσα στον ίδιο και τους ανοιχτούς τάφους της μνήμης και του γενέθλιου τόπου μια ολοένα μεγαλύτερη απόσταση, καταλήγει τελικά στο κέντρο από το οποίο απομακρυνόταν εδώ και είκοσι οχτώ χρόνια, στον θαμμένο του εαυτό.

Παραλήπτης μιας ιστορίας

«Ο πατέρας έχει να πει μιαν ιστορία». Ο Θάνος δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αποκρυπτογραφήσει το ακατάληπτο «μεταθανάτιο κείμενο» που του κληροδότησε ο πατέρας του, αν και οι απίθανες περιπέτειές του κατατείνουν ακριβώς στην αποδοχή αυτής της πατρικής αφήγησης. Εξυπνη η επιλογή του Σταμάτη να βαφτίσει τον νεκρό πατέρα Πολύβιο, να του δώσει δηλαδή το όνομα του αρχαίου Ελληνα ιστορικού. Οι εξιστορήσεις του τωρινού Πολύβιου έχουν έναν μόνο παραλήπτη, τον μόνο ικανό να τις αποτιμήσει όσο και να τις αξιοποιήσει. Ο Θάνος θα χρειαστεί να φτάσει στο τέρμα της αναζήτησής του, για να αντιληφθεί τη σημασία αυτού του κειμένου, του οποίου η κατακλείδα γράφεται μέσα από τον τάφο. Μέχρι, ωστόσο, να αποδεχθεί το χρέος της παραλαβής, ξαπλώνει διαδοχικά σε πολύμορφα φέρετρα προκείμενου να κάνει το «είναι» του να «ειπωθεί». Η πορεία του δεν είναι απλώς φυγόκεντρη, αλλά και καθοδική. Αποτινάσσοντας νωρίς την ταφόπλακα της θεσσαλικής επαρχίας και εγκαταλείποντας οριστικά τα μικροσκοπικά σπίτια που ανακάλυπτε με την παιδική αρχιτεκτονική του φαντασία στις κουφάλες των δέντρων, κατέρχεται σε υπόγειο διαμέρισμα του αθηναϊκού κέντρου για να βυθιστεί ύστερα από χρόνια, αυτός «ο κληρονόμος ενός λάκκου», στη γούβα που είχε σχηματίσει το σώμα του φευγάτου πια πατέρα στο κρεβάτι. Υποβλητική η πρώτη σελίδα όταν ο ήρωας δρασκελίζοντας το κατώφλι του πατρικού του έχει την αίσθηση πως ο φασματικός του ένοικος, το μόλις αφυπνισμένο παρελθόν του, του επιτίθεται με απρόσμενη βαναυσότητα. Δεν θα αργήσει να ανταποδώσει τη «γροθιά που του ήρθε καταπρόσωπο» από το επέκεινα, γυρνώντας την πλάτη του στον νεκρό που περιμένει τον θρήνο του, μαγνητισμένος από έναν άλλο θάνατο, αυτόν που απαθανατίστηκε στη φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας. Η φωτογραφία μοιάζει να είναι το μυστικό κληροδότημα του πατέρα, όμως ο Θάνος αδυνατεί παντελώς να κατανοήσει τις ιερογλυφικές της σημάνσεις και γι' αυτό πασχίζει εμμόνως να τις καταστήσει μεταφράσιμες. Η νεκρή γυναίκα τού προσφέρει τον μίτο για να εισδύσει στις λαβυρινθώδεις ατραπούς του πένθους και να εξουδετερώσει το άγνωστο θηρίο που τον παραμονεύει βαθιά μέσα του. Από το υπόγειο της Χαριλάου Τρικούπη θα καταβυθιστεί στον χαμένο χρόνο της Βίλας Κομπρέ, ενός υπερήλικου, μυθιστορηματικού αρχοντικού, για να καταδυθεί κατόπιν στο απόκοσμο σκοτάδι της αφρικανικής ζούγκλας, όπου φωλιάζοντας στην κουφάλα ενός δέντρου ιερού θα συναντηθεί για πρώτη φορά ουσιαστικά με τον πατέρα του. Το αίμα από τα χείλη της νεκρής γυναίκας στην παλιά «πολαρόιντ», ανεβαίνει τελικά στα χείλη του Θάνου. Η εσωτερική αιμορραγία, απόρροια του ανεσταλμένου θρήνου, φτάνοντας στα χείλη του εξωτερικεύεται με τις μόνες λέξεις που μπορούν να ανταλλάξουν οι ζωντανοί με τους αγαπημένους απόντες, τα δάκρυα. Πριν από το καθαρτήριο κλάμα, ωστόσο, το νερό, δεσπόζον μοτίβο της αφήγησης, θα ξεπλύνει τον ήρωα από τις αντιστάσεις του και το πένθος του θα γίνει «λύσιμο». Κλαίγοντας πάνω από το μνήμα του πατέρα του το κουβάρι του περασμένου χρόνου θα «λυθεί».

Ειρωνικοί συμβολισμοί

Ο Σταμάτης εκμεταλλεύεται δεξιοτεχνικά τη φωτογραφία σε συνάρτηση τόσο με την προβληματική του θανάτου όσο και με την ιδιοσυστασία του πρωταγωνιστή. Ενδεικτικός ο παρακάτω συσχετισμός: «[...] η φωτογραφία, όπως και ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αναπτύσσεται στο σκοτάδι». Η επιμελής σκηνοθεσία των νεκρικών πορτρέτων, εξωραϊστικών όσο και γαληνευτικών, βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με τις αλλεπάλληλες υποκρίσεις διαφορετικών προσωπείων από τον Θάνο, του οποίου η πλέον δεσποτική αγωνία είναι να μη φαίνεται τίποτα από αυτόν. Ωστόσο, η μεταμφίεση του εαυτού προϋποθέτει τη γνώση του. Ο Θάνος μοιάζει να μη γνωρίζει τίποτε γι' αυτό που είναι, με συνέπεια κάθε μάσκα που επιχειρεί να φορέσει, αργά ή γρήγορα να του πέφτει από το πρόσωπο. Από το άλλο μέρος, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το προοδευτικό και καταφανώς αλληγορικό βούλιαγμα του ήρωα στη γη ή, αλλιώς, η μυσταγωγική του συνάντηση με τη χοϊκή διάσταση της υπόστασής του. Στην υπόδειξη αυτής της επανασυμφιλίωσής του με το χώμα, μετωνυμία της γενέτειρας και ταυτοχρόνως του φρεσκοσκαμμένου τάφου, συμβάλλει δραστικά το κομμάτι της Αφρικής, όπου η περιπλάνησή του παραλληλίζεται με ταξίδι «στην παιδική ηλικία της Γης», σε έναν «τόπο-μηδέν». Η παραισθητική του πεζοπορία μέσα στη ζούγκλα αντανακλά έξοχα τη δυσχέρεια των υπαρξιακών διαδρομών· δυσχέρεια καθρεφτισμένη λοξά στις τελετές των ιθαγενών, υπό ένα συμβολικό πρίσμα ιεροτελεστίες ενηλικίωσης. Από το αφρικανικό ιντερλούδιο αξίζει να κρατήσουμε την άγρια σεξουαλική συνεύρεση του κυρίου Ζήτα και της κυρίας Θήτα στο πλαίσιο μιας δυσεξήγητης τελετουργίας καθώς και τη μυστήρια θεότητα του ορίου, τον Εσου. Ζωή και θάνατος σε παραλληλία και ανάμεσά τους ο ήρωας να παλεύει να απευθυνθεί στον εαυτό του σε δεύτερο πρόσωπο, να μιλήσει «[...] την περίεργη Εσπεράντο, με την οποία η ψυχή συνδιαλέγεται με τον εαυτό της».

Πρέπει να προσεχθεί πως τα αλληγορικά επίπεδα της αφήγησης δεν προκύπτουν από μια εξεζητημένη συμβολοποίηση, αλλά λειτουργούν ειρωνικά, υποδηλώνοντας την αναιτιότητα των αναζητήσεων του ήρωα. Ο τελευταίος ψάχνει το οικείο μέσα στο ανοίκειο, επιμένοντας να διακρίνει στο άγνωστο κάτι δικό του. Το νόημα της ασθματικής του δράσης εκρέει από τα αδιέξοδα της σκέψης του. Εξαιρετική η σύνοψη της ιδιόρρυθμης μεθόδου αυτοσυνειδησίας του ήρωα στη διατύπωση: «εκβίαζε τον οιωνό μες στο χάος». Οταν οι μαύρες τρύπες αυτού του χάους φωτίζονται δεν του εξηγούν, όπως ήθελε να πιστεύει, τον εαυτό του, αλλά του αποκαλύπτουν τις ψευδαισθήσεις του. Αν μια φωτογραφία περισσότερο κρύβει παρά φανερώνει, ένα εκβιαστικό βλέμμα περισσότερο αυταπατάται παρά βλέπει. Το ταξίδι του Θάνου δεν είναι παρά η πλάνη ενός πλάνητος, ενός ταξιδευτή που φτάνει στον προορισμό του επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης, ενός παιδιού που ενηλικιώνεται χωρίς ποτέ να βρει ένα τιμόνι για τα ακυβέρνητα ποδήλατά του.

ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/05/2008

5 comments:

TheMissKaten said...

akousa th synentefxh sou ston Republic, sth Salonikh. oraia koyventoula. kalh tyxh me to vivlio. tha to diavasoume ki emeis sigoura.

Alexis Stamatis said...

efharisto poli! kali anagnosi loipon , perimeno sxolia :)

Dandy said...

Θερμά συγχαρητήρια για τη νέα σας προσπάθεια. Για άλλη μια φορά μας ταξιδέψατε και δώσατε ένα λαμπρό δείγμα ποιοτικής γραφής. Άριστος χειρισμός της γλώσσας, άψογα δομημένοι χαρακτήρες, υποβλητική ατμόσφαιρα πλοκής, τέμπο που δεν κουράζει τον αναγνώστη αλλά αντίθετα του δίνει χρόνο να προβληματιστεί στον τρόπο λειτουργίας του ήρωα, και φυσικά, ο γνώριμα αγαπημένος αινιγματικός τρόπος με τον οποίο συνηθίζετε να κλείνετε κάθε κεφάλαιο στα βιβλία σας. Συνεχίστε έτσι. Καλή επιτυχία.

Anonymous said...

to eho kai psaxno xrono (alla kai isihia vasika) gia na to diavasw, comments later :D

Anonymous said...

stin paralia mia vila vlepw