Monday, December 10, 2007

Αλέξανδρος Δαμουλάνος: Ένα ποίημα

ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ

Το μπουκάλι πλάγιασε.
Έσταζε λογική.
Μέσα του πνίγονταν δυο άστρα, πέντε σώματα.
Μια φωνή σπαράζει σαν αρχαίο χώμα στην κούνια του αίματος.
Δυο κήποι αποξηραμενοι και άγονοι.
Κρεμάμενες χρυσόμυγες σε ανείπωτους δρόσους νίπτουν
τα γυμνόποδα των σταφυλιών.
Τρεις μέλισσες ταλαντεύονται στον ύπνο της ανεμώνας.
Ένα Μήλο, αποκηρυγμένο ή απαγορευμένο;
Ένας Θεός, αποκηρυγμένος ή απαγορευμένος;

Το παραπάνω ποιήμα ειναι γραμμένο απο τον Αλέξανδρο Δαμουλάνο ο οποίος είναι 17 ετων (γεννηθηκε στην Αθήνα στις 10/7/90) . Ο Αλέξανδρος πάσχει από τετραπληγία και φοιτά στο ειδικό λύκειο του Δήμου Ιλίου. Γράφει ποίηση από 14 ετών. Το συγκεκριμένο ποίημα το έχει γραψει μεταξύ 15-16 ετων και είναι από την ποιητική συλλογή "Ο Θεός στον Ορίζοντα" που εκδόθηκε με πρωτοβουλία και επιμέλεια της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας - Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας ανάδειξης και ισότιμης κοινωνικής προβολής του εργου ατόμων με αναπηρία.

Πιστεύω οτι πολλοί αναγνωρισμένοι ποιητες μας θα ευχoνταν να ειχαν γράψει ενα τέτοιο ποίημαστα 15 τους .

4 comments:

Roadartist said...

Εκανες πολύ καλά που το ποσταρες Αλέξη, όντως είναι καλό ..

Λορελάη said...

Υποκλίνομαι. Χωρίς "ειδική μεταχείριση", λόγω της αναπηρίας του παιδιού. Είναι ένα πολύ καλό ποίημα, που όπως λες πολλοί θα ζήλευαν. Ιδιαίτερα κάποιους στίχους του.
Ετοιμάζω καινούριο μπλογκ επικεντρωμένο στην ποίηση. Μου επιτρέπεις να το αναρτήσω; Μνημονεύοντας φυσικά την πηγή και τον δημιουργό. Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται ενθάρρυνση και προβολή.

Αγγέλα Αποστολοπούλου

aggela said...

Τολμώ να πω ότι είναι πολύ ώριμη και ευφυής γραφή. Με δυσκόλεψε λίγο. Ευχαριστώ για τη γνωριμία.

George Holiastos said...

Γεωργίου Χολιαστού
ΠΟΛΥΔΕΓΜΩΝ




Copyright: PAu1-784-859

Γιώργης Χολιαστός



ΛΙΛΙΑΝ

Σπανίας τέχνης ήσαν οι Ερινύες του.
Την φοβεράν μορφήν των
την εκδικητικήν των μανίαν
το διατιτραίνον βλέμμα των-
όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει.
Τόσον που ο αστυνόμος
πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε:
"Δεύτερον: Ερινύες".
Στο "πρώτον" έγραφε: "Λίλιαν"
και πιο πάνω: "Στοιχεία ενοχής ζωγράφου
δολοφονία γυναίκας του".
(Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ' τις συνηθισμένες-
ένα πορνίδιο).



Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας΄
ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν
κι αντί του οίνου της Θείας Κοινωνίας
θα 'θελε το ποτήριον να 'ναι πλήρες ηδονής.

Μα δεν τον έστειλε κανείς-
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας-
και εμόνασε` φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι
τας αμαρτίας.



ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ

Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου
όπου δε θα 'χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ' απλώσει
και απαλά σαν σ' όνειρο θα κόψει την πνοή μου.

Θα 'ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντ' ανοίγει
κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει`
μόνο που τώρα θα μου πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θαν' όλο.



ΠΡΑΒΙ

Τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.
Μακριά 'πο χάδι και φιλί
κι από αγκαλιά και φίλο`
σκελετωμένα χέρια-άσαρκο κορμί
ώρες βαριές-πικρό ψωμί
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
που χάνεται η προσευχή
πριν φτάσει στο Θεό
που ο Διάβολος τον ρήμαξε
με τ' αγκαλιάσματά του-
με τα φριχτά του χέρια-
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες..



ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥΣ
(Κομοτηνή, '74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα:Παλαμάς)

Ας παμε` θα γελάσουμε πολύ.
Θα `ναι και κείνος ο ψηλός
που του διπλώνει ο αφαλός
καθώς σε κάποιονε μιλεί
και την κοιλιά του σκύβει.

Θα ομιλήσει ο υπουργός
με θέμα "Παλαμάς"
θα `ναι καλά για μας
της Τέχνης ήταν λεπτουργός
νοήματα μεγάλα κρύβει.

Φουστάνια καλά θα φορέσουν
μετά την μπουγάδα οι κυρίες
(δε χάνουνε ευκαιρίες)
από τη βέρα θα πονέσουν
τα πρησμένα τους χέρια.

Οι ορισμένοι αξιωματικοί
τελευταίοι θα φτάσουν
και μπροστά θα κάτσουν
γίγαντες μικρονοϊκοί
με τα χοντρά τους ταίρια.

Μα πολύ θα κάνουμε χάζι
όσους μονάχοι τους πάνε
και γύρω τους κυττάνε
με ντροπή και με νάζι
κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν.

Όμως άγνωστοι όπως είναι
γιατί αυτά δεν τ` αντέχουν
και οι καϋμένοι δεν έχουν
πού την κεφαλήν κλίναι
μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν.



ΤΟ ΡΟΔΟ

Καιρόν αγαπούσα
μ` αγάπη μεγαλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.

Του το `κρυβα` όμως
του το 'πε τ' αστέρι
και να 'το που φτάνει
τ' αγνό μου το ταίρι.

Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ' αγκαλιάζει
μαζί του με παίρνει.

Στο δρόμο αποσταίνει
μ' αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:

"Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! "-
του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:

"Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις"
κι αμέσως τον χάνω-
τι τάχος δεν ξέρεις.

Ανέβηκε, κόβει
τ' ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το 'δω.

Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου 'χε λαχτάρα`

μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.

Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε
και στ' άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.

Φιλώ του το στόμα
σφαλίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.



ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ' ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής
σαν κάτι αγαπημένο.



ΣΑΝ ΨΙΘΥΡΟΣ

Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου`
στ' αυτιά μου κύμβαλα κενά ν' ακούω να χτυπάν-
άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου
άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν.

Σκιές δε θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου`
στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν`
τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου
δε θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.

Θέλω να φτάνει ως σ' εμέ σαν ψίθυρος σβυσμένος
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός
κι εγώ με όλα μακρινός κι απ' όλα ξεχασμένος

σ' ένα καινούργιο θάνατο να δίνωμαι καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζω τους σβυστούς τους ήχους μοναχός.



ΟΙ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Επικινδύνως έκυπτεν απ' το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος).

Κι είχε το λόγον του για ν? ανυπομονεί-
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.

Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως`
όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.

Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της άρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησι χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει τη σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεββάτι εξάπλωναν.
Κι όταν σε τέτιες ώρες εμιλούσαν
εγίνονταν κι αυτό τόσο σιγά κι ωραία
που αντί να διαλύει εμεγάλωνε
την πλήρη εκστάσεως σιωπήν-α!
νιώθονταν απολύτως τις στιγμές εκείνες!


Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του 'λεγε να μη την περιμένει-
πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί-
να μη μιλά! πού ακούστηκε!
να μη καπνίζει! φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.

Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου`
πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.



ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΥΕ

Κι αν το 'βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή
μα ν' αντιδράσω δεν μπορούσα`
στα τέτια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον.

"Η μάννα μου η άρρωστη...
τα φάρμακα... οι γιατροί..."
όλο αυτά αράδιαζε.

Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές`
εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά`
όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτια λένε`
κι αν τους ακούγαμε, τώρα κι εμάς
κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε.




Ο ΜΙΣΘΟΣ

Όταν στο κρύο θα σέρνεσαι κρεββάτι
με άσβεστη την πεθυμιά στο μάτι
η ψεύτικη αγωνιώντας μη χαλάσει
παράσταση που έχεις ετοιμάσει

τότε η μνήμη σου σε μένα θα γυρίζει
και το μαρτύριο φοβερότερο θ' αρχίζει
καθώς τις νύχτες μας τις πια χαμένες
θ' αναθυμάσαι, τις περασμένες.

Μα πιο πολύ γελώ κι ευχαριστιέμαι
ότι φοβάσαι να του πεις-μήπως γελιέμαι;-
γι αυτές τις νύχτες-θα θυμώσει
και το μισθό σου δε θα σου δώσει.



ΣΙΣΥΦΩΝ

Μη και δεν είμαστε Ταντάλων
και των Σισύφων μεις οι γόνοι;

Μη και μια μοίρα σαν και κείνων
πάνω μας μαύρη δεν απλώνει;

Βράχους πελώριους δεν κινάμε
για ν' ανεβάσουμε ψηλά
και ο καθένας τους μ' αντάρα
και πάλι κάτω δεν κυλά;

Και να γλιτώσουμε όταν θέμε
από της δίψας την πληγή
μη δε στερεύει κάθε μία
που λαχταρίζουμε πηγή;

Ή μήπως άσαρκες φιγούρες
και μεις δε ζούμε σ' έναν Άδη
και σαν και κείνους δεν τυλίγει
κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι;



ΜΑΡΙΑ

Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία.
Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο, και γι αγκαλιές ειν' ευκαιρία.

Σαν όλοι να 'ξεραν που έχει πάει
σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.

Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.

Κι αν κάποιος ρώταγε: "Τι έγινε η Μαρία;"
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.



ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ

Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμμα
νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ' αυτούς μας κυβερνάνε.

Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ' από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι όρθιοι να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.

Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ' τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ' το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά τους τρόπους.

Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια-
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα 'χουν
αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια.





ΣΚΥΘΡΩΠΟ

Πλέον τελείωσε.Δε γράφω στίχους.
Δεν έχω τίποτε νέο να πω.
Βγάζω μόνο άναρθρους, πένθιμους ήχους
απ' του λαιμού μου τη στενωπό.

Και τι να έλεγα; ειν' ειπωμένα
όλα όσα λέγονται' και μόνο στέκει
κρυμμένο μέσα σε κάποια πέννα
τ' άμωμο-τ' άρρητο-τ' αστροπελέκι.

Όλα όσα γράφτηκαν κι όσα γραφτούνε
αυτό τα βλέπει, και σκυθρωπό
κυττάζει εκείνους που στιχουργούνε-
τι να σας γράψω..τι να σας πω..



ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.

Γλιστρίματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.

Χρήματα για τα κάρβουνα
για ρούχα, για ομπρέλλες
Α! Το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.

Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το ζεστό
με λύσσα νοσταλγούμε,

όταν θα 'ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Άχου! Τι ζέστη φοβερή!-
ζητούμε το χειμώνα.




ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλλέγρα ζήση`
μακριά να μας κρατήσει
απ' τα χώματα
ν' απλωθούμε-ν' ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα`

να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια`
ν' αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένοια
πια να ζήσουμε.




ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ΄ άλογο
ποιανού;

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ' άλογο
δεν έχεις νου;



ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ

Ανέραστοι κι ανήδονοι θα πάμε
στου Άδη τ' ανεπίστροφα παλάτια.
Μ' ακόρεστο έναν πόθο θα κυττάμε
τις γελαστές διαβόλισσες στα μάτια.

Μα ελπίδα ουτ' εδώ για χάδι θα 'χει`
για ηδονικές στιγμές καιρός δε μένει`
για πράγματ' άλλα δίνουνε μάχη
οι αγαπητοί μας οι πεθαμένοι.

Τουλάχιστο στου πόνου το κρεββάτι
ετοιμοθάνατοι, ας προσπαθήσουμε-
για να 'χουμε και μεις να λέμε κάτι-
της νοσοκόμας τα οπίσθια να τσιμπήσουμε.



ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ

Όταν πεθάνω, η στερνή μου η ώρα όταν θα 'ρθει
και θαρθ' η ώρα η ψυχή ν' αφήσει το κορμί μου
κανείς δε θέλω απ' τους ανθρώπους να το μάθει-
αυτή 'ν' η πεθυμία η στερνή μου.

Στο λείψανό μου επάνω κανείς δε θέλω να κλάψει
δεν το θέλω το ψεύτικο δάκρυ-ας κλαψ' η βροχή`
και το άψυχο σώμα κανείς να μη θάψει-
ας το λυώσουν του χρόνου οι τροχοί.

Θέλω να 'μαι μονάχος κει που θα 'μαι πεσμένος
και ποτέ μην ακούσω μιαν ανάσα-μια λέξη`
απ' τα βάθη του Άδη θα κυττάζω κρυμμένος
γιατί εκείνο το μέρος τοχ' ο ίδιος διαλέξει.

Θα με φαν τα κοράκια` μα καλύτερο θα 'ναι
παρά μόνο για λίγο το κορμί μου ν' αγγίσουν
των ανθρώπων τα χέρια`
θα τα βλεπ' η ψυχή μου που χορτάτα πετάνε
και θα χαίρει μαζί τους μοναχή της καθώς
θ' ανεβαίνει στ' αστέρια.

Κι αν κανείς θα νομίσει ότι τούτα που γράφω
δε θα πρέπει να γίνουν, και με θάψει, και δάκρυ
ένα έστω αν χύσει
μια κατάρα θε να 'βγει απ' τον άδικο τάφο
και στη μαύρη αγκαλιά της τον προδότη θα κλείσει.

Αν μπορούν τα κοράκια και γι ανθρώπους να κλαίνε
τότε αυτά ας με κλάψουν
και τα κόκκαλ' ας θάψουν αφού πρώτα τις σάρκες
με το ράμφος ξεσχίσουν`
φτάνει μόνο τα χέρια όσων λένε ανθρώπους
το κορμί μου μη 'γγίσουν
γιατί αλήθεια δεν ξέρω τι μπορεί να ξεπλύνει
ό, τι εκείνοι βρωμίσουν.



ΜΟΝΗ ΤΗΣ

Τ' άσπρα ροδοπέταλα
πέταξ' η νυφούλα
και μονάχη κλείστηκε
μες στην καμαρούλα.

Βγάζει τα νυφιάτικα
μόνη της ξαπλώνει
μόνη της σκεπάζεται
στο διπλό σεντόνι.

Ο καλός της σύννεφο-
σκάλα του νερού-
σύννεφο κι απόβροχο
του μεσημεριού.

Ο καλός της γέρακας
και ψηλά πετάει`
μ' άλλους συνταιριάζεται
γέρακες και πάει.

Γάμος με το σύννεφο
και με το γεράκι
γάμος με το πέλαγο
και το αεράκι-

με το βαριοσύννεφο
γάμος δε στεριώνει
κι η ροδονυφούλα μας
μόνη της ξαπλώνει.



ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΠΟ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μι' αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
η ζήση πόνος-μονάχα πόνος`
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
Προς δύο μέτρα χώμα νωπό
Κι ολ' η πορεία μας μια οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.



Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Χαρταετός είμαι ψηλός
που πλέω στους αιθέρες
ξένιαστες νύχτες κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.

Μ' αστέρια κάνω συντροφιά
τις νύχτες, και τη μέρα
στον ήλιο μας το βασιλιά
λέω πρώτος καλημέρα.

Πετώ, βουτώ, λικνίζομαι
χάνομαι, ξαναβγαίνω
με τα πουλιά στο πέταγμα-
στη χάρη παραβγαίνω.

Κι η φουντωτή μου η ουρά
στολίδι και χαρά μου
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά μου.

Η μοναχή σκοτούρα μου
ο σπάγγος που με δένει
σαν αφαλός μου με τη γη
και διόλου δε σωπαίνει

μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ' αυτί μου: "δίχως 'μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα 'ταν για σένα ξένα".








ΘΕΟΣ ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ

Ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται 'δώ πέρα
που να κρατεί στο χέρι του
μεγάλη μια μαχαίρα΄

να πελεκάει ζερβόδεξα
το θεϊκό του χέρι
κι όλα του κόσμου τ' άσχημα
να κόψει σάπια μέρη.

Και γύρω γύρω κόβοντας
την πλάση του, ν' αφήσει
μονάχα τον πυρήνα της
κι αυτός να ξανανθίσει`

και τέτια ναν' η ευλογιά
που στ' άνθισμα θα δώσει
που ένα κλαδί μόνο να βγει
κι άλλο να μη φυτρώσει.

Του Πόθου να 'ναι το κλαδί
τα φύλλα της Αγάπης
κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς
να χαίρετ' ο διαβάτης.

Και όλα να 'ναι ηδονικά
κι Έρωτας όλα να 'ναι
καθώς οι κύκλοι της ζωής
αιώνια θα κυλάνε.

Ένας θεός που σ΄ όλα του
να μοιάζει του Θανάτου-
ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται 'δώ κάτου.





ΜΕΙΝΕ

Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.

Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που μόνος τραβώ?
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
στο φως για να βγω.

Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγγιά ακούω: "μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."



ΤΟ ΜΑΡΑΖΙ

Καράβι μαύρο αρμένιζε
με μαύρα τα πανιά του,
Μαύρα φορούν οι ναύτες του
κι ειν' η καρδιά τους μαύρη.

Την κόρη πα' να θάψουνε
του έρμου καπετάνιου
που πέθανε απ' τον έρωτα
κι απ' το πικρό μαράζι.

Μαζί τους την επαίρνανε
την πήγαιναν μαζί τους
μαζί τη σεργιανίζανε
σ' Ανατολή και Δύση.

Και σ' εν' απ' τα ταξίδια τους
κει κάτου στη Βομβάη
ένα ωραίο παιδόπουλο
την κόρη ξεπλανεύει.

Για μια βραδιά τη γνώρισε-
για μια βραδιά τη 'χάρη
και το πρωί σηκώνεται
και κάνει για να φύγει.

"Πού πας παλληκαράκι μου
και πού μ' αφήνεις μόνη;
Με μάγεψες-με πλάνεψες
και τώρα πας και φεύγεις;"

"Άλλο καράβι έρχεται
απόψε στο λιμάνι
και μέσα έχει όμορφες
ωσάν τον ήλιο κόρες."

"Ήλιος αυτές-φεγγάρι εγώ`
βροχή κι εγώ δροσούλα`
κι άμα με κάνεις ταίρι σου
καράβι θα σου δώσω."

"Εγώ γαμπρός δε γίνομαι`
σε γάμο δε στεριώνω`
κι έχει καράβια ο κύρης μου
σαράντα μετρημένα."

Βαρκούλα παίρνει ολόχρυση
παίρνει κουπιά ασημένια
στη θάλασσα ξανοίγεται
και πέφτει στα νερά της.




ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΘΘΩ

Με έντασιν πολλήν
κάποτε προσεπάθουν
τη μοναξιάν να φαντασθώ
και να την τραγουδήσω-
τι ποιητής θα ήμουν αν δεν έγραφα
και κάτι περί μοναξιάς..

Τώρα
στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος
δεν την τραγουδώ.
Αυτή για μένα ωραία τώρα γράφει
αυτή ωραία με τραγουδά
και με χορεύει.
Κι ούτε κοπιάζει να με φαντασθεί`
εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται-
καταδικόν της μ' έχει.




Θ' ΑΝΑΣΤΗΣΩ

Στρατιώτες λογχοφόρους θέλω εγώ-
δε θέλω Σίμωνες στην άγρια μάχη'
κι ούτε με ψεύτικες ελπίδες ζω-
ξέρω-ανάσταση για μένα δεν υπάρχει.

Όχι πως Σίμωνες δεν έψαξα να βρω
ή δεν επάσκισα τις λόγχες ν' αποφύγω`
μονάχος όμως σέρνω ακόμα το σταυρό
κι οι λογχισμοί πληθαίνουν λίγο λίγο.

Ποιος ξέρει..ίσως μέσα μου να κλείνω
τη δύναμη που θα 'ρθει να με σώσει-
που θα με κάνει τις πληγές να υπομείνω
και ίσως ίσως το σταυρό μου να σηκώσει.

Όχι! Δε θέλω Σίμωνες εγώ!
Μονάχος το σταυρό μου θε' να στήσω
μονάχος μου διπλά θα σταυρωθώ
κι ένα Χριστό δικό μου θ' αναστήσω.




ΤΟ ΛΕΙΟ

Κάθε Σαββάτο το πρωί μες στο λεωφορείο
σπερνά και γριές μαυρόντυτες βλέπει παντού η ματιά
και λυπημένοι ψίθυροι μου σκίζουνε τ' αυτιά
καθώς σιγά πηγαίνουμε προς το νεκροταφείο.

Όταν κατέβουμε, οι γριές, που τρέμουν μες στο κρύο
μπροστά στους τάφους στέκονται, και με βαριά καρδιά
(ενώ τον ήλιο σύννεφα σκεπάζουν μολυβιά)
προσεκτικά ευπρεπίζουνε το μάρμαρο το λείο.

Ύστερα τ' άνθη τα παλιά με τα καινούργια αλλάζουν
και με λογάκια τρυφερά στη λύπη βουτηγμένα
σαν οι νεκροί να ζούσανε μαζί τους κουβεντιάζουν.

Κι εκείνοι, αργά τα κρύα τους που δάκρυ στάζουν κι αίμα
στον όρθρο μισανοίγοντας μάτια τα σαπισμένα
μ' ένα πικρό τις άχρωμες γριές κυττάζουν βλέμμα.



ΜΠΟΡΕΙ

Μπορεί να 'ρθουν καθώς κοιμάμαι
ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου
ντυμένοι, κι έτσι ανίδεος όπως θα 'μαι
πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου,
να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι
αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια
να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι
να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια
και να τρομάξω-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο
που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες
φρικώδεις δεν υπάρχουν, και να μείνω
κάνετ' εκεί στων αιώνων τους αιώνες-
να μην τρομάξω και ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης-να μην ξυπνήσω.





Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβύνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ' ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια
και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ`
σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια
και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί.

Κι χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβύνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ' ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.



ΤΑ ΦΙΝΑ

Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
μία παρέα χαρτοπαίζει`
μικρά πολύχρωμα πουλάκια
τ' αθώα της τράπουλας χαρτάκια.

Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι
κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει
πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα
τα παιχνιδάκια τους τα φίνα.

Με χέρια τρέμοντα οι καϋμένοι
παίρνουν το επόμενο χαρτί
την ντάμα ψάχουν αλλ' αυτή
πισ' απ' το δύο είναι κρυμμένη.



ΠΛΑΝΗ

Πολλές φορές γυρίζοντας απ' τον περίπατό μου
κι ο νους ενώ σ' απόκρυφους έρωτες μ' οδηγάει
κι απ' αγκαλιά σε αγκαλιά και σε φιλί με πάει
μία μικρούλα συναντώ εις τα μισά του δρόμου.

Μ' αντιπερνά νωχελικά με λικνιστό ένα βήμα
και μου λιγώνει την καρδιά καθώς γεμάτη νάζι
τα μάτια μισοκλείνοντας στα μάτια με κυττάζει
και κάποιας σπάνιας ευωδιάς μου στέλνει ένα κύμα.

Από τον πόθο φλέγεται όπως εγώ κι εκείνη
(μιλά το πράγμα μόνο του) να πάρει τα φιλιά μου
στην, ως την πλάθει, τρυφερή να γείρει αγκαλιά μου
και κει κλεισμένη ερωτικά για πάντοτε να μείνει.

Αυτό μαντεύοντας κι εγώ, έχω καιρόν αρχίσει
τα πονηρά μισόλογα, τις μικροϋποκλίσεις
τις σιγοκαλησπέρες μου` αλλ' οι αντααποκρίσεις
από την άλλη τη μεριά σαν να 'χουνε αργήσει.

Σε κάποιο φίλο τα 'λεγα χτες στο λεωφορείο
και -σύμπτωση- την ήξερε "αυτή την κακομοίρα":
γέροι και άρρωστοι γονείς, δύο παιδιά και χήρα`
και για να ζήσει εργάζεται σ' ένα βυρσοδεψείο.

Τα μάτια τα μισόκλεινε λοιπόν γιατί νυστάζει.
Νωχελικά δε βάδιζε, μα βαριοκουρασμένα`
Κι η μυρωδιά που εξωτική μου φαίνονταν εμένα
από κανένα θα 'ναι υγρό στα δέρματα που βάζει.




ΟΙ ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ

Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ' αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί:
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.

Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να 'τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.

Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.

Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.



ΔΙΑΦΥΓΗ

Μ' ευθύνη και με φόβο φορτωμένοι
μες στης ζωής βαδίζουμε το δρόμο`
τετράγωνο-κοφτό το μαύρο γένι
και η ψυχή μας γεμάτη τρόμο.

Η γη στο γύρισμά της μας ζαλίζει.
Ωχροί πολύ ξερνάμε καθε τόσο
κι ύστερα πιάνουμε το μετερίζι
και κάνουμε και πάλι τον καμπόσο.

Για όλα έχουμε τρόπο` και μονάχα
για τη φρικτήν όταν ακούμε ώρα
πως δεν προσέχουμε κάνουμε τάχα,
ή γράφουμε ποιήματα-όπως τώρα.




ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Αγάπη, μυστηριώδικο πουλί
ενός χαμένου ή άβρετου παράδεισου-
αγάπη τα παιδιά σου ο πόνος κι η χαρά
πώς παίζουνε μαζί μου κάθε μέρα..

Ας ήτανε καλή μου να μπορώ
τις χάρες σου να γεύωμαι μονάχα`
οι πόνοι σου αβάσταχτοι μου μοιάζουν
και με λυώνουνε κάθε φορά.

Κυρά-Θεά-Βασίλισσα-Μοίρα Καλή
τις πιο γλυκές στιγμές σου όταν μου δίνεις
και τότε ακόμα-δεν μπορώ αλλιώς-
θεριό σε λέω Αγάπη και Φωτιά.



ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

-Παιδικά ωραία χρόνια!
Τι αξέχαστες χαρές!
Τι αγνοί αλήθεια πόθοι!
Τι ελπίδες καθαρές!

Τι τρελλά που με μεθούσε
κάθε ρόδου ευωδιά
και πώς χτύπαγε να σπάσει
στη χαρά της η καρδιά..

Μα περάσανε τα χρόνια.
Παν οι όμορφοι καιροί.
Εβρωμίσαν οι ελπίδες
κι ειν' οι πόθοι νοσηροί.

Όσα ρόδα κι αν μυρίσω
τώρα πια δεν ωφελεί
της τρελλής εκείνης μέθης
δε θα νιώσω το φιλί.


Κι απ' τα χρόνια που 'χουν φύγει
και ποτέ δε θα 'ρθουν πια
έχει μόνη απομείνει
μία θύμηση γλυκειά.

Μία θύμηση πλεγμένη
με χιλιάδες μυστικά-
χρόνια όμορφα, ωραία,
χρόνια πλάνα, παιδικά..



ΤΟ ΦΥΤΟ

Ένα μικρούτσικο φυτό
κορόϊδευε τη γλάστρα
που το 'θρεφε` της έλεγε
πως τάχα θα μπορούσε
δίχως εκείνη, τη μικρή,
μεγάλο αυτό, να ζήσει.

Η γλάστρα δεν εθύμωνε.
Κυρία μυαλωμένη
χαμογελούσε μοναχά
και του 'λεγε θλιμμένη:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".
Μα το φυτό δεν πίστευε
τις τέτιες εξηγήσεις.

Κι έτσι περνούσεν ο καιρός
ως που 'ρθε κάποια μέρα
κι έσπασε η γλάστρα η μικρή`
το χώμα της εχύθη
και το μοκρούτσικο φυτό
επρόλαβε μονάχα

να θυμηθεί προτού χαθεί
τη γλάστρα να του λέει:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".

Κι αλήθεια τούτη τη φορά
δεν είχε αντιρρήσεις.



ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΒΡΟΧΗ

Μ' αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή
τα γκρίζα της φτερά καθώς απλώνει`
μ' αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή
κι ας διώχνει απ' τη φωλιά το χελιδόνι.

Μ' αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή
των δέντρων τα κλαδιά κι ας τα γυμνώνει`
Μ' αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή-
ποτίζει την αγάπη μας και κείνη μεγαλώνει.




ΜΕΛΙ

Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε' οι μπούστοι αφροφουσκώνουν`
ανάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.

Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν' απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.

Πετράδια ψεύτικα τ' αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν
κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε.




ΝΑ 'ΜΟΥΝΑ

Θα 'θελα ένας να 'μουνα απ' αυτούς τους μικρεμπόρους
που στις γιορτές πηγαίνουνε-που παν στα πανηγύρια
και τις σκηνές τους στήνουνε στους ακαλύπτους χώρους.

Που έξη στο δεκάρικο πουλάνε τα ποτήρια
που λουλουδιών παράξενων πουλάνε κάτι σπόρους
και μύρια όσα κρύβουνε τα ράφια τους μυστήρια.

Που λαμπερές κι αστράφτουσες λάμπες ασετυλίνης
κάνουν να φέγγουν πιο πολύ τα χαρωπά τους μάτια
που τ' αη-Γιανιού και τ' αη-Λια και της αγια-Ειρήνης

την τιποτένια διαλαλούν φτηνή τους την πραμάτεια
ενώ με χέρια τα φτερά μιας τέτοιας πλάνας δίνης
χτίζουνε μες στη μνήμη μας μαγευτικά παλάτια.

Και θα 'θελα σα λείψουνε και οι στερνοί διαβάτες
και μετρηθεί και η στερνή δραχμούλα στο κανάτι
δίπλα εκεί, πίσω απ' τις δυο τις κρεμαστές φλοκάτες

με τη βοηθό μου τη μικρή και μαυροτσινοράτη-
που τόσους μαγνητίσανε τα μάτια της πελάτες-
γλυκό να στήσουμε χορό απάνου στο κρεβάτι.



ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΗΣ

Εβαδίζαμε σιωπηλοί.

Ξάφνω ήρχισε να ομιλεί.
Ηρέμως εις την αρχήν
θερμώς κατόπιν`
προς το τέλος
είχεν ερεθισθεί τόσον ώστε εκραύγαζε και εχειρονόμει
διστάζουσα πολλάκις
τας καταλλήλους λέξεις αναζητούσα.
Τέλος εκόπασε-σχεδόν και ο δρόμος μας είχε τελειώσει.

Πολύ πειστικά είχεν ομιλήσει
και δίχως άλλο θα με είχε πείσει
δια την αθωότητά της
αν
εις τα μάτια όταν την είδα
δεν διέκρινα μίαν μικράν σκιάν
συμπεπυκνωμένην
και πολλαπλώς πιεσμένην
υπό το βάρος τόσων επιχειρημάτων.



ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΣΕΥΤΑ

Α! Ζωή ξεγελάστρα!
Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ' αφήσουν
αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν!
Ουρανούς τάζεις κι άστρα

και ιδέες τους δίνεις
για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν
το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν
μαύρη νύχτα μη μείνεις.

Α! Ζωή ξεγελάστρα!
Ειν' αργά όταν πια εννοήσουν
κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν
χιλιοκούρσευτα κάστρα.



ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ

Κι αν περνώντας απ' το πλάϊ
καλημέρα δε μας λες
τι μας λες
τι μας λες

κι αν ξεχνάς κάτι κουβέντες
που ελέγαμε τρελλές
τι μας λες
τι μας λες

κι αν εσύ γελάς σαν κλαίω
κι αν γελάω εγώ σαν κλαις
τι μας λες
τι μας λες

αν εσύ με διώχνεις μία
με γυρεύουνε πολλές
τι μας λες
τι μας λες.



ΨΥΧΡΗ

Του χρόνου σκέφτομαι
τέτιον καιρό πού θα 'μαι...
σε ποιας μικρής την αγκαλιά
θα κοιμάμαι...
Θα είναι όμορφη; θα 'ναι θερμή;
Κοκέττα; και θα ξέρει
το άρωμα να βάζει που της πάει;

Μεγάλα λόγια όμως δε λέω.
Προβλέψεις δε θα κάνω πια.
Ό, τι μου τύχει`
γιατί τα ίδια έλεγα και πέρσι
κι ενώ εδιάλεγα ένα χρόνο
μου έτυχε για φέτος η Μαρία:
κι άσχημη και στον έρωτα ψυχρή.
Ό, τι μου τύχει.



Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ

Στην αυλή του φτωχικού μας
όπου παίζαμε παιδιά
έχει μόνη απομείνει
μια γριά βαλανιδιά.

Και θυμάται λυπημένη
τη ζωή της την παλιά
στη δροσιά της τα παιδάκια
στα κλωνιά της τα πουλιά.

Στις ζημιές μας καταφύγιο
του σπιτιού μας φυλαχτό
και τα φύλαγε και κείνη
όταν παίζαμε κρυφτό.

Χτες επήγα και την είδα'
όταν μ' είδε τι χαρά!
Και πώς γέμισαν με δάκρυα
τα κλωνιά της τα ξερά!

Κι όταν κίνησα να φύγω
με θλιμμένη την καρδιά
κι ως για τελευταία τώρα
την εκύτταξα φορά

είδα πάνω της ν' ανθίζει
ένα πράσινο κλαδί:
είχε γίνει πάλι νέα
κι εγώ ήμουνα παιδί.



ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου
όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου
λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια-
χτικιό σαν να τους τρώει τα εντόσθια.

Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία
η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία
τα πρόσωπά μας καθρεφτίζει τα ωραία
καθώς οι δυο κυττάζουμε παρέα.

Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο.
Στου φύλακα το μέτωπο το θείο
μονάχα μία μύγα περπατάει
τριγύρω όταν βαριέται να πετάει.



ΜΟΝΑ

Στις τρεις Αυγούστου πέθανες Άγγελε Τερζάκη.
Στις τρεις Αυγούστου έσβυσε το μεγάλο τζάκι
που γύρω του μας μάζευε τις νύχτες του χειμώνα
σαν τα παιδιά που, αδύναμα, φοβούνται να 'ναι μόνα.

Μες στο βιβλίο των Καιρών καινούργια μια σελίδα
θ' ανοίξει` και ολόλαμπρη επάνω της μι αχτίδα-
της μούσας σου συντρόφισσα κι αδέρφι του Πηγάσου-
στοχαστική διαβαίνοντας θα γράψει τ' όνομά σου




ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΙΣ ΕΞΗ

Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην.Εσύ τότε γελάς.

Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν
εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τ' ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.

Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.
Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος, μα και το στήριγμά της.

Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις
(πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται υπερβάλλοντα την κατάδειξιν)`
και αυτό το γνωρίζεις, αλλά προσποιείσαι εσωστρεφή απορίαν.

Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη,
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.
Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.




ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΞΕΝΟ
ή
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ

Το σπίτι παγωμένο..
το δώμα αδειανό..
Δέστε..δεν είμαι ξένο..
δεν είμαι μακρινό..

Κι αν έπρεπε να φύγω
σε τόπου αλλουνού
τα νύχια, έστω για λίγο,
εσάς είχα στο νου.

Εσάς είχα στη σκέψη
στο χτύπο της καρδιάς
σας στου φιλιού τη γέψη
στο ξένο φως εσάς.

Για σας για να μιλούνε
τα χέίλη ειν' ζωντανά
για σας θα ορκιστούνε
ποτέ-ποτέ ξανά.

Εσάς υνμνολογούσε
το αίμα της καρδιάς
όταν βαρύ κυλούσε
σ' αυλάκι ξενητειάς.

Κι αν ειχα αφήσει αχνάρια
βαθιά σε κάθε οδό
ήτανε τα σημάδια
για να 'ρθω πάλι εδώ.

Εσάς είχα συντρόφους
στην ξένη πικρογή
εσάς στους έρμους τόπους
παρηγοριάς πηγή.

Γι αυτό σας λέω-μη θέτε
να βρέξει ο ουρανός
αίμα οργισμένο-δέτε:
μπροστά σας στέκω αγνός.

Μη σπίτι παγωμένο..
μη δώμα αδειανό
στέκεις` δεν είμαι ξένο..
δεν είμαι μακρινό..





ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ

Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.

Ύστερα, ούτε ο αέρας που πριν
αυτές γέμιζαν δε μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.

Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.



ΣΑΣ ΞΕΡΩ

Για σας ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.

Ξέρω για σας πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες-
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ' τη στάχτη των ιδανικών μας.

Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά-
ήμουν το βάρος στο σφυρί
κι η κόψη στο δρεπάνι.



ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δε με φοβίζουν`
πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν' απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;



ΖΕΝΤΑ

Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
'ο τύμπανο ηχεί μες στη νύχτα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
'ο τύμπανο ηχεί μες στη ζούγκλα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
'ο τύμπανο ηχεί λυπημένα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε τ' απόβραδο.
Τραμπ! Τραμπ! τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε με ρόδα στα χείλη;
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε καλώντας εσένα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!



ΤΑ ΔΡΥΙΝΑ

Απίθωσαν το δρύινο κάδο
πάνω στο παλιό δρύινο βαρέλι
το γλυκό κρασί γεμάτο
και κοιμήθηκαν.

Το πρωί
στο μέρος όπου ήταν αφημένα
είχε φυτρώσει μια μικρή
περήφανη και πεταχτούλα-
μια μικρή βαλανιδιά γαλανομάτα.



ΟΙ ΣΟΒΑΡΟΙ

Τα βλοσυρά τα πρόσωπα, τα συνοφρυωμένα
μη σας γελάνε φίλοι μου-δεν είναι αληθινά`
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα-μάθετε από μένα
γιρλάντες κρύβουν μέσα τους απ' άνθη εαρινά.

Κατ' απ' την άγριαν όψη τους χίλια τρελλά παιχνίδια
ριζώνουνε αφύτρωτα κι ανάνθιστα σπαργούν`
μύρια κρυφά αφανέρωτα στριμώχνονται στολίδια
που αζήτητα κι αχάριστα σκουριάζουνε και σπουν.

Μες στ' αυστηρά κι αγέλαστα, σφιχτοκλεισμένα χείλη
αειπάρθενες, ατρύγητες μαραίνονται ηδονές
κι ας μην ακούτε σεις ποτέ απ' αυτά καλοί μου φίλοι
τις που πλαντάαζουν μέσα τους χαρούμενες φωνές.

Κι όσα δεν τρέχουν δάκρυα από τα σκληρά τα μάτια
στις μυστικές του έρωτα κυλούνε τις βραγιές
και της αγάπης τα στενά νοτίζουν μονοπάτια
που σκοτεινά φαντάσματα γεμίζουν τις βραδιές..

Τα χρόνια φεύγουν άφωτα κι οι άφωτοι κερδίζουν
τον τίτλο που ανείπωτα μισούνε: "σοβαροί"`
μα την ψυχή ματώνουνε και την καρδιά ξεσχίζουν
όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουνε χαρεί.



ΕΝ' ΑΨΥΧΟ ΚΟΥΦΑΡΙ

-Ποιος εισ' εσύ που' ρθες εδώ
στο σπίτι μου απόξω
και περκαλείς γονατιστός
την πόρτα να σ' ανοίξω;

-Είμαι αυτός που ως τα χτες
αγάπη σου ζητούσα
κι εσύ δεν καταδέχοσουν
ούτε να με κυττάξεις.

-Εσύ 'χες μάτια σκοτεινά
πώς λάμπουν έτσι τώρα;
εσύ 'χες άσχημη θωριά
και τώρα είσαι ωραίος.

Πρώτα τα χείλια σου ήτανε
στεγνά και μαραμένα
κι ως χτες που σ' ήξερα ήσουνα
γέρος κοκκινοτρίχης.

-Χτες βράδυ στην απόκρυφη
την αγορά επήγα
και την ψυχή μου έδωσα
για ομορφιά και νιάτα.

Τρεις μέρες θα 'μαι όμορφος
τρεις μέρες θα 'μαι νέος-
τρεις μέρες-και την τέταρτη
άσχημος πάλι-γέρος.

-Βάγια Βαγιώ Βαγιούλα μου
κλείσε τα παραθύρια
την πόρτα διπλασφάλισε
κι άμα ρωτούν για μένα

να λες πως είμαι άρρωστη
με πυρετό μεγάλο
κι ότι τρεις μέρες μοναχή
πρέπει να μείνω τάχα.

Τρεις μέρες-και την τέταρτη
έλα να με βοηθήσεις
να διώξουμ' ένα γέρικο
εν' άψυχο κουφάρι.







ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Τα όνειρα που 'χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα
και κλαιν τα ματάκια τους, και θλιβει η μορφή τους
και άκαρποι πέφτουν και παν οι καρποί τους.

"Γιατί" , με ρωτάνε, "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ' απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά-τι να πω..τι να πούμε..
μαζί προχωράμε..μαζί περπατούμε..




ΑΝΥΠΟΠΤΗ

Το απόγευμα πέφτει κάπως βαρύ στους λεπτούς ώμους σου
και το σχήμα τους παίρνει.
Οι κλείδες δύο σκιερές αιχμές της επερχομένης εσπέρας
(οι αστυνόμοι περιπολούν άτεγκτοι και αδηφάγοι εδώ).

Γιορτινά σε κρατώ από το σφύζον χέρι σου.
Η βασιλική φλέβα σου
πορφύραν αιδούς περιβαλλομένη
πάλλει φαιδρά στο αδρό κράτημά μου.

Ενύπνια τρόμου εποφθαλμιούν τους κοιμωμένους.

Διάσπαρτοι ευτυχείς βόμβοι μελισσών
γεμίζουν τη θλίψη της ώρας με αδιάπτωτο παράπονο.

Το μονοπάτι με τις πέτρες, τις επιγραφές, τις πεταλούδες
και με τα πουλιά κατιόντα πάνω
στα στίλβοντα βατόμουρα
δικαιώνει την ύπαρξή μας
και επιτείνει την απόφαση βαδίσματος.

Σαν τόξο πάνω μου γέρνεις.
Βέλη ευφρόσυνα εκτοξεύεις κάθε τόσο

που τις αυστηρές μορφές απαλύνουν.
Σε κάθε λουλούδι που βλέπεις πηγαίνεις κι έρχεσαι.
Γερτός σε δέχομαι και σε προπέμπω.

Οι ασθενείς άνεμοι του μετεωρολογικού δελτίου
δε θα ταράξουν το κάλλος του απογεύματος
που με σένα απούσα μέσα του περιδιαβαίνω.




ΣΥΧΩΡΕΣΤΕ ΜΕ

Αν κάποια μνήμη πέρα από το σκότος και το φως μ' εξουσιάζει`

αν κάποια ρίζα υπάρχει ακλόνητη
που μ' έχει μεγαλώσει φύλλο ολότρεμο του κάθε αγέρα`

αν κάτι ανυπόκριτο με ξαναχτίζει μακριά του'

αν κάτι πέρα από το Εκεί κι από το Τότε θάλλει κάπου
ανύποπτον ορίζοντάς με
αν κάτι που μου ανήκει, οριστικά κλείνει τον κύκλο του`

αν κάτι σίγουρα μου 'χει δοθεί αθάνατο,
μοναδικό,
αγνό,

απ' αυτό
απ' αυτό,
απ' αυτό ζητώ
να μου δώσει τη δύναμη
να μιλήσω και να πω: "συχωρέστε με-
συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
που υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".

Κι απ' αυτό
απ' αυτό
απ' αυτό-
το πιο βαθύ απ` το κορμί μου`

το πιο κρυφό απ` την ψυχή μου`

το πιο μεγάλο μου από το νου`

απ' αυτό ζητώ, όντα αυτού του κόσμου
να σας δώσει τη δύναμη να με νιώστε όταν λέω:
Συχωρέστε με-
συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
που υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".




"ΣΩΠΑ"

Τη νύχτα προς τις δυόμισυ με τρεις
σαν μεθυσμένος μ' αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κυττάζω κι αντικρύζω
το φεγγαράκι το ασημί και γκρίζο.

Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.

Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό.."
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει.."

Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει."

Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".




Η ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙ

Η μέρα πριν έρθει
ανοίγει μια χαραμάδα της στο φως.
Σα δει πως ζω ξεκινάει.

Γαντζωμένη απ' τις αχτίδες του πρώτου ήλιου
ξετυλίγεται φωτεινό χράμι
πάνω σε θάλασσες και όρη
(το σκότος από κάτω της ασφυκτιά).

Με τις τσέπες της γεμάτες διλήμματα
και λαθεμένες αποφάσεις
υπομονετικά περιμένει ώσπου
ο τελευταίος άνθρωπος επί της γης να φάει μια φορά
και μια φορά τουλάχιστο ν' αποπατήσει.
Κατόπι δικαιωμένη αποχωρεί.





Η ΝΥΧΤΑ

Και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
αφού ποτέ κανείς δε μ' έχει αγαπήσει`
και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
έτσι πνιγμένος στις κατάρες και στα μίση..

Και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που δεν απόχτησα ποτέ μου ένα φίλο`
και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
έτσι σαν έρμο μες στη θύελλα ένα φύλλο..

Και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
π' ουτ' ένα θάμα μες στη ζήση μου δεν είδα..
και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που 'χω ασυλλόγιστα σκοτώσει καθ' ελπίδα..

Και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που θα 'μ' εν' άθυρμα στα νύχια της αστείο..
και τώρα που 'ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που θα με λυώσει μες στο χέρι της το κρύο..







ΕΠΕΙΔΗ

Άροτρο πολυεύσπλαχνο
δώσε το πρόσωπό σου στην αφροσύνη μου.

Το τραγούδι μου στο σκαλοπάτι στέκει.
Οι τόνοι του κλαυθμηρίζουν.

Και διαβάζω στην πρώτη σελίδα των ματιών της:

"Επειδή
οι άντρες πρέπει να λείπουν για μήνες στα καράβια και επειδή οι γυναίκες πρέπει υπομονετικά να περιμένουν στα σπίτια το γυρισμό τους
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
η υπομονή γράφει κύκλους ατελείωτους πάνω απ' όλα τα καθημερινά βάσανα
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
το κάλλος της πέτρας και το θυμό του γαρύφαλλου τα ρομπότ δεν τα κατανοούν
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
όλες οι εμπορικές δραστηριότητες καταλήγουν σε επίπεδα καταστήματα μικροαστών
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
το χελιδόνι κάθε Άνοιξη έρχεται
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
το μάτι κλείνει πριν μπει μέσα του το σκουπιδάκι που έχει κιόλας εκτοξευτεί
Μέγας είσαι Κύριε.


Επειδή
αιδώς και ακόρεστη επιθυμία πάντοτε συνυπάρχουν
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
τ΄ αστέρια μετά από τη βροχή λάμπουν φρεσκοπλυμένα
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
η ανάμνηση πληγώνει περισσότερο από χίλια τωρινά μαχαίρια
Μέγας είσαι Κύριε.


Επειδή
τα αγαθά τα έχεις κατανείμει άνισα στους ανθρώπους και επειδή οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται τους φτωχούς εις τον αιώνα
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
δικαιοσύνη δεν μπορεί ν' αποδοθεί γιατί δεν υπάρχει
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
συχνά η απέχθεια γίνεται προτίμηση και το μίσος αγάπη
Μέγας είσαι Kύριε.


Επειδή
οι άνθρωποι είναι ανίσχυροι μπροστά στη συκοφαντία και στο φθόνο
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
οι άσχημοι άνθρωποι πεθαίνουν ανέραστοι
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
το μεγάλο καλό και το μεγάλο κακό είναι ίδια και επειδή καλό και κακό είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
το μαχαίρι δεν έχει επιστροφή
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
η μοναξιά είναι το μοναδικό καταφύγιο του ανθρώπου


Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
το μάτι είναι είδωλο ενός άλλου ματιού
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
μετά από τη θύελλα η γαλήνη έρχεται
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
οι άνθρωποι ζουν σαν αδύναμα, φοβισμένα και κατατρεγμένα πουλιά, και επειδή πεθαίνουν σαν αδύναμα, φοβισμένα και κατατρεγμένα πουλιά
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
τα χρέη όσο βαριά και να 'ναι πρέπει να πληρωθούν
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
το άρωμα του γιασεμιού λάμπει επί δικαίους και αδίκους
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
των κρυφών λογισμών το λίκνο είναι τ' αστέρια
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
ο ξυλοκοπος αρκείται σ' ένα κύπελλο κρασί, ένα κρεμμύδι και λίγο ψωμί
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
ευγενικές και ευπροσήγορες είναι οι πωλήτριες των κοσμηματοπωλείων
Μέγας είσαι Κύριε.


Επειδή
οι σοφίτες είναι ιδανικές για το κρύψιμο πολύτιμων ή ενοχοποιητικών αντικειμένων, και επειδή εκείνοι που
δεν έχουν σοφίτες αυτό δεν το ξέρουν
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
οι αστυνομικοί έχουν το δικαίωμα να σκοτώσουν ένα δεκαεξάχρονο παιδί και επειδή συχνά το σκοτώνουν
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή

τα μέρη του λόγου είναι δέκα και οι έξω απ' αυτά λέξεις είναι πουλιά σκοτωμένα
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
δοξάζων και δοξαζόμενος ο ύπνος κάθε βράδυ, μετά την κούραση της ημέρας έρχεται
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
τις εορταστικές ημέρες οι άνθρωποι στις μικρές επαρχιακές πόλεις φορούν τα καλά τους, και επειδή ο ήλιος τις ημέρες αυτές στέλνει διπλό το φως του στη γη
Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
όλα τα πράγματα έπρεπε μέτρια να είναι

Μέγας είσαι Κύριε.

Επειδή
οι καθημερινοί διαβάτες ανύποπτοι προσπερνούν το σπίτι όπου μέσα του έχει αποβραδίς κρεμαστεί ο κηπουρός
Μέγας είσαι Κύριε".





ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί τα κυπαρίσσια
τα ορθά και τα περήφανα και τα στητά και τα ίσια-
γιατί κοντά να στέκουνε-δίπλα στους πεθαμένους
συνέχεια ψιθυρίζοντας μονόλογους θλιμμένους.

Κι απόκριση δεν έβρισκα ίσα μ' αυτό το δείλι
που μαγεμένος κύτταζα του πλάστη μας τη σμίλη
του ήλιου χρυσοπόρφυρη μια δύση να χαλκεύει
το δρόμο ετοιμάζοντας στης νύχτας τα ερέβη.

Κι ως οι ακτίνες βιάζονταν να λάμψουν πριν τη δύση
κι η γη τα μάτια έκλεινε απ' το φωτομεθύσι
τις βελουδένιες κύτταζα κυπαρισσοκορφάδες
φωτιά να παίρνουν και να καιν σαν φλόγες σε λαμπάδες.

Και τότε μόνο ένιωσα γιατί στους τάφους πλάι
μία σειρά κυπαρισσιών σαν το φρουρό φυλάει:
ίσως οι άλλοι τους νεκρούς να τους ξεχνούν, μα η φύση
χωρίς κεράκια δεν μπορεί τα τέκνα της ν΄ αφήσει.




ΘΑ ΤΗ ΜΑΘΕΙ

Σαν άνθος το πρωί πρωτανοιγμένο
θωρεί το κοριτσάκι σαστισμένο-
μυστήριο ειν' ο κόσμος, και μαζί του
κι η ύπαρξη μυστήριο η δική του.

Με μάτι γερακιού και λύκου στόμα
οι γύρω θεωρούν τ' άγουρο σώμα
και μ΄αθωότητας θωριά οπλίζουν
τη δράκινη μορφή που μον' ορίζουν.

..Με άγνοια φορτωμένη και με ήθος
η ρόδινη μορφή μέσα στο πλήθος
δεν ξέρει τι να κάνει τόσο κάλλος`
και, βέβαια, θα τη μάθει κάποιος άλλος.



ΑΔΕΙΑ
Όπως διψώντας έρωτα τα νιόγεννα μωράκια
τα ροδαλά χεράκια τους τείνουν λαχταρισμένα
έτσι και τα κλαδάκια τους έχουνε απλωμένα
σε αγκαλιά ορθάνοιχτη τα τρυφερά δεντράκια.

Μα τίποτε-μα τίποτε δεν πιάνουν` τον αέρα
σπαθίζουνε τα φύλλα τους-ακούσιοι δον Κιχώτες
ή που όλη νύχτα μάχονται απέλπιδα στρατιώτες
και μάθουν για την ήττα τους μόνο σαν φεξει η μέρα.

Μα τίποτε-μα τίποτε` ολάδεια πάντα μένουν
τα φουντωτά κλαδάκια τους κι η πράσινη αγκαλιά τους`
ό, τι τριγύρω τους θωρούν νομίζοντας δικά τους
τα προσπερνούν και τρέχοντας σ' άλλη αγκαλιά πηγαίνουν.

Τίποτε` και διαβαίνουνε-και φεύγουνε τα χρόνια`
και όσο μεγαλώνουνε οι τρυφεροί τους κλώνοι,
αντί να σβει κι η πεθυμιά μαζί τους μεγαλώνει`
και φεύγουνε..και φεύγουνε..και φεύγουνε τα χρόνια.

Και φεύγουνε..και φεύγουνε..και πίσω τους ρημάδια
ζωούλες που ανάρχιστα τελειώνουνε αφήνουν`
κι αφήνουν δέντρα γέρικα που τα κλαδιά τους τείνουν
άχρωμα, άψυχα, ξερά, και άδεια..άδεια..άδεια..




Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΕΙ

Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να 'χει μια γυναίκα.

Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.

Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την ρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν' ακούει
μια γυναικεία φωνή να του λέει:
"πού πας;"
ή, ας πούμε: "άργησες απόψε".

Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χωλ.

Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο από το δικό του-

αλλιώς και τι να το 'κανε το χέρι.









ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ

Θερμόμετρα- κουβέρτες-σκωραμίδες
θλιμμένα απογέματα-ανία
φαϊ με ζυγισμένες τις μερίδες
αέρας πνιγηρός-νοσοκομεία..

Νυχτιές μοναχικές-ξενυχτισμένες
χλωμούλες αδελφές-μονοτονία
φιλίες αλλοπρόσαλλες, σαν ξένες
ενέσεις-σεταβλόν-νοσοκομεία..




ΟΥΤΕ ΔΩΡΟ

Τόσο ανάξιος έμπορος ήμουν εγώ λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί μου
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή μου.

Τόσο αδέξια ήτανε η δική μου τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον.

Τόσο δεν ήθελε λοιπόν κοντά κανείς να 'ρθει
στο χώρο που είχα όλη μου απλώσει την πραμμάτια
κι όταν την άπλωσα ήμουνα σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια.

Και τώρα που αποφάσισα να δώσω δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα μου πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά μου οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από εμέ δε θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο.






ΓΙΑ ΟΣΑ ΕΘΑΨΑ

Στοχαστικοί κι ασπαίροντες
όταν κοντά στο τζάκι
οι άλλοι θα στέκουν γέροντες
κι απ' το πηχτό φαρμάκι

τις τελευταίες θα πίνουνε
και πιο πικρές γουλιές του,
ενώ απαλά θα κλείνουνε
ενός βίου καταμέστου

από χαράς πλανέματα
την κουρασμένη αυλαία,
τα γηραλέα τους βλέμματα
έστω και νυσταλέα

πάω θα ξεκουράζονται
σε κάτι μαραμένα
λουλούδια, ή θ' αναπαύωνται
πάνω σ' αγαπημένα

κιτρινισμένα γράμματα
που γράφτηκαν πριν χρόνια-
στα χρόνια που τα θάματα
μοιάζαν πως θαν' αιώνια.

Ενώ λοιπόν θα νήχωνται
οι άλλοι μες στις μνήμες
πλάι σ΄εμέ θα βρίσκονται
μονάχα κάτι ρίμες

να λεν για όσα έθαψα
στα μαύρα τους κατώγια
γράμματα που δεν έγραψα
και που δεν είπα λόγια.



ΠΑΙΔΟυΛΑ

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
τη φούστα σου μάσε γιατί
καθώς σε θωρεί νοστιμούλα
αγόρι μεστό την πατεί

κι αν τρέξεις η φούστα θα πέσει
και τότε-πω πω τι ντροπή!-
γυμνούλια 'πο κατ' απ' τη μέση
κοιλίτσες, μπουτάκια, ποποί..

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
την άγουρη τότε αρετή
που φέγγει αχνά σαν αυγούλα
με τι θα την κρύψεις-με τι;







ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Δεν είναι για να δρέψω δάφνης φύλλα
που ατέλειωτα μαυρίζω άσπρα φύλλα-
για να 'χω λίγο φως μεσα στον Άδη
τρυπίτσες μόνο ανοίγω στο σκοτάδι.

Αν λίγο με την ποίηση ασχολούμαι
δεν είναι ποιητή για να με πούνε-
μ' αυτά τα ποιηματάκια όπου γράφω
αλλάζω μόνο θέση μες στον τάφο.




ΝΑ ΠΙΩ

Ολάνθιστος ήμουν και μ' έχεις ξεράνει.
Μου έχεις χτυπήματα δώσει σωρό
που αν ήθελ' αρχίσει εδώ να ιστορώ
μεγάλου βιβλίου ο χώρος δε φτάνει.

Μετά τάχα πού από δω θα με στείλεις;
Θα πάω όπου να 'ναι-θα κάνω ό, τι πεις
τα σύνορα εγώ θα διαβώ της Ντροπής
το ρόπτρο θα κρούσω της Άθλιας -ύλης.

Αλλά δε θ' ακούσεις ποτέ παρακάλιο
να βγάλω απ' τα χείλια ή λόγον πικρό`
φαρμάκι ή μεγάλο να πιω ή μικρό
μου δώσεις, θα τό 'πιω με ύφος νηφάλιο.

Και όταν στο τέλος θα βγω νικητής
σε όσα μου έχεις γραφτό να τραβήξω
λιθάρι αναθέματος ζωή θα σου ρίξω
κι εγώ θα 'μαι τότε δικός σου κριτής.




ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ

Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις Καρυωτάκη.
Λαγοκοιμόνταν μέσα μας οι σαρκοβόροι δράκοι-
η Απελπισιά, το Αδειανό, κι ο Φόβος ο Μεγάλος`
νανούρισμα λες ήτανε ο εντός μας μέγας σάλος

τους αποκοίμιζε κι εμείς ξεκλέβαμε τα χρόνια.
Οι κάργιες όμως ήρθανε στων δέντρων μας τα κλώνια
κι ο σοβαρός ο δάσκαλος με την εφημερίδα
σκότωσε την που πρόβαλε απ' τα βιβλία ελπίδα.

Της Ανοχής και της Μικρής Ανάγκης το κουβάρι
αργά εξετυλίγονταν πριν ο άνεμος το πάρει
της "ΠΡΕΒΕΖΑ"" και άκλωνο στην άκρη το πετάξει-
στη θεωρία περιττό κι ανώφελο στην πράξη.

Μα τίποτα δεν έμεινε μέσα μας να 'ναι φίλιο
όταν στη δεύτερη στροφή θανάτωσες τον ήλιο`
ξυπνήσαν τότε τα θεριά, ορθώσαν το κεφάλι
και τη νικήτρα ενάντια μας ορέχτηκαν την πάλη.

Κι όταν του όπλου σου η κραυγή μάτωσε τον αέρα
επήγε και το πρόσχημα το τελευταίο πέρα-
οι δράκοι μας εσπάραξαν κι αφήσαν μόνο ράκη:
δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις Καρυωτάκη.







ΘΑ ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ

Αφήστε με τον κόσμο μου να πλάσω.
Σε λίγο φεύγω` να 'χω μία σκέπη
εκεί που άϋλος κι αγνός θα φτάσω
και μια γωνιά να με προσμένει πρέπει.

Αφήστε με."τον κόσμο κατοικείτε
τούτον εσείς΄και όλα σας τα μίση
και κάθε ομορφάδα που μπορείτε
σ' αυτόνε μέσα έχετε σκορπίσει.

Αφήστε με.Η ύπαρξη είναι τούτη
για μένα, η μονάχη που έχω ύλη
της άλλης για να πλάσω τ' άγια πλούτη
που είν' η αγαπημένη μου και φίλη.

Αφήστε με.Όχι μόνη η φαντασία
μα κι η καρδιά και η ψυχή και το αίμα,
σφάγια να γίνουν πρέπει στη θυσία
το που της γης θα καταλύσει ψέμμα.





Η ΑΘΛΙΑ


Πληγές στο πρησμένο της σώμα
που σύρμα το δένει γερό.
Ριγμένη στο άνυδρο χώμα
με δίχως τροφή και νερό.

Θ' αντέξει περίπου τρεις μέρες`
περνώ κάθε τόσο από δω-
περνάω από τούτες τις ξέρες
και μου 'τυχε κι άλλες να δω.

Να! Τώρα κι αυτή ξεψυχώντας
με βλέφαρα μισοκλειστά
θα δει να τη φτύνω περνώντας
απ' τ' άθλιο κορμί της μπροστά.



ΑΡΧΑΙΟΠΤΕΡΥΞ

Η πλάση φωτίστηκε όταν άφησες το χώμα
και ξεδίπλωσες τα πρώτα φτερά στον αμόλυντον αέρα.
Η πλάση φωτίστηκε
όταν άφησες το χώμα και ανυψώθηκες-
γιατί το φως δεν ήταν η απουσία του σκότους
επειδή εσένα, ούτε ένας τυφλός δε θα μπορουσε πια
να σε αγγίξει.

Μέσα απ' όλα τα πεσμένα ωρθώθηκες
τραβώντας με τις άκρες των φτερών και σπάζοντας
την άρνησή τους
που όταν έφτασε η κρίσιμη ώρα έλιωσε
σαν πάγος μες σε λάβα-
που όταν έφτασε η ώρα εσκόρπισε
σαν χνούδι σε αέρα δυνατό.

Και υψώθηκες` και πήγες
να σελαγίσεις τη μοίρα του κόσμου
πάνω απ' τον κόσμο και απ' ό, τι
ως τότε υψώνονταν με άλλων χέρια.



Στάθηκες λίγο να ισιώσεις το γερτό σώμα
με μάτια εμέτρησες μήκος και ύψος
με νου καθόρισες την πορεία
τον άνεμο υπολόγισες, και με φωνή
βραχνή ακόμα είπες: "τώρα! ".

Και ώρθωσες
τον ήλιο μες στο φως του ήλιου`και πέταξες
όχι έτσι σαν έρωτας
που οριζόντια διαπλέει επίπεδα` όχι έτσι
σαν ρόδο που υψώνεται στον κλάδο δεμένο` όχι έτσι
σαν άθυρμα στον πόθο του απείρου-
αλλά σαν πεποίθηση και σάρκινη ελπίδα.

Με μίσος σε βλέπαν
οι σκότιες οι ρίζες της πρώτης εκτίναξης
που στ' άφωτα μάκρη τους μέσα
σχεδιάζαν το σώμα της ύστερα εξέλιξης-
κορμό, κλάδους, φύλλα,
δεμένο στα μάγια που εκείνες ορίσανε
χωρίς να προβλέπουν καμμία εκτίναξη, καμμιά νέα γέννα.

Μα συ
με σπόρους του Πριν και του Σκότους
το Φως και το Ύστερα εγέννησες`
και πήρες τη θάλασσα`
και πήρες την τρέμουσα πίστη` και πήρες
το θάρρος της πρώτης ζωής` και πήρες
την τραγικότητα των αμφιβίων` και πήρες
των κωνοφόρων το πρώιμο θρόισμα` και πήρες
τ' αχνά παιχνιδίσματα της χλόης στο ημίφως
και σ' άφταστα εσύ τα λειτούργησες ύψη.


Και κει όλα τούτα κρατώντας σαν φύλαγμ' ατίμητο
με μία φωνή που εξάφνισε τ' άστρα
εσάλπισες κι είπες; "ιδού!
ξεπλένω τ' όνειδος του Κάτω! "

Και προς το μέρος σου όλα τότε γύρισαν
και βλέπαν να πετάν κι αυτά μαζί σου
ψηλά 'π' το χώμα-ψηλά`
και βλέπαν τα γερά και σίγουρα φτερά σου
ψηλά 'π' το χώμα-ψηλά`
κι οι στεναγμοί κι οι βόγγοι τους
βγαίνανε τώρα απ' το λαρύγγι σου
μετουσιωμένοι σε κελάδημα γλυκό κι αχτιδοβόλο
που σίγουρο απλωνότανε παντού
σπρωγμένο από τα νικηφόρα σου φτερά.






ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΚΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

-Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα πλουμιστή
έλα δίπλα μου και στάσου-
σε ποθώ-σε θέλω-βιάσου.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικα βρωμιάρη-φτου-
πώς μπορεί μια πεταλούδα
να φιλεί σου τη μουσούδα;

-Και τι έχω το στραβό
όπου τόσο σ' απωθώ;
-Είσαι γκρίζος' εγώ λάμπω
και στολίδι είμαι στον κάμπο.

-Κι εγώ πάντα τραγουδώ`
το βιολί μου έχω εδώ
και τον κόσμο ξετρελλαίνω
στα μεράκια όταν μπαίνω.

-Όλο τρέχω και πετώ
και δε στέκω ούτε λεφτό`
συ συνέχεια τεμπελιάζεις-
δε σου μοιάζω-δε μου μοιάζεις.

-Ειμ' εγώ τραγουδιστής
εισ' εσύ ο χορευτής-
απ’ των δυο μας την παρέα
τι θα ταίριαζε πιο ωραία;

-Ω! Αταίριαστοι πολύ
‘μεις οι δυο-εγώ έχω βγει
από άσπρο ένα κουκούλι΄
συ θα το 'χεις για κιβούρι.

-Όμοια ειν' τα δυο αυτά:
η ζωή όταν τελευτά
ή δεν έχει ακόμ' αρχίσει
πράγμα ίδιο για τη φύση.

-Μία φλόγα εγώ ζητώ
για να πέσω να καώ-
τζιτζικάκι μου καϋμένο
μόνο αυτό σε κάνει ξένο.

-Μια φορά εσύ αν καείς,
η φωτιά μου συνεχής-
αχ! με καίει κάθε ματιά σου
πιο πολύ από τη φωτιά σου.

Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα μου ακριβή
έλα σβύσε το καμίνι
που από σε μονάχα σβύνει.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικά μου έρχομ' εφτού-
αχ! με σένα είμαι ίδια
σαν μου βγάλεις τα στολίδια




ΓΥΜΝΟΣ

Ωραία λοιπόν...
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να 'ρθεί
(έξω βρέχει).

Και τι μπορεί να 'ναι καινούργιο
για όποιον έχει δει λουλούδια μαραμένα`
Για όποιον έχει δει το στόμα ενός μικρού παιδιού
γεμάτο αρρώστια έτσι που η γλώσσα του
να μη χωρά στο στόμα του και να προβάλει-
και τον πατέρα να 'ναι όλος ένα βλέμμα πετρωμένο
στον ίλιγγο της απορίας και του χάους..

Και τι μπορεί να 'ναι καινούργιο
για όποιον βρέθηκε γυμνός
ανίσχυρος-ίδιος εν' άδειο ηχείο-

ανάμεσα σε αέρηδες που ερίζουνε ποιος θα τον πρωταρπάξει..
για όποιον είδε κοριτσόπουλα να προκαλούν
χαϊδεύοντας τη φούστα τους για λίγο ανεπαίσθητα..
γι αυτόν που ξέρει πως οι συνδυασμοί των λέξεων έχουν υπάρξει όλοι..
για όποιον έχει δει τον ήλιο να ζυγιάζεται
στου τόξου τη χορδή προτού
στοχεύοντας το κέντρο κάθε ακτίνας του εκτοξευτεί..
γι αυτόν που ο βαρύτερος χειμώνας ειν' της Άνοιξης..
γι αυτόνε που ο θάνατος έχει ερθεί πολλές φορές και δεν τον βρήκε..

Και τι μπορεί να 'ναι καινούργιο
για όποιον ξέρει
πως είμαστε όντα ψεύτικα
είδωλα σκοτεινά μελλόντων όντων
που κάποτε ύστερα θα ζήσουν και που κάποιο
αντίστροφο προβολικό μηχάνημα τ' αντιγράφει
και τα προβάλλει και τα εντυπώνει
στο φως που εβαρέθηκε να ταξιδεύει..

Ωραία λοιπόν..
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να 'ρθεί
(έξω βρέχει).




ΕΜΠΡΟΣ ΠΑΙΔΙΑ ΓΕΝΝΑΙΑ ΜΟΥ

Θα υφώσω τη σημαία μου!
Εμπρός παιδιά γενναία μου,
νευρά και αρτηρίες μου,
και μυ'ς μου και μυαλά μου

δωστ' ένα χέρι βοηθερό
να σ'κώσω από χάμου
το λάβαρό μου-έφτασε,
κι ας άργησε η σειρά μου.

Σ' αυτόν τον τόπο πό' γειρα
ποτάμια αίμα ολόγυρα`
σαπίζουν άλλα πτώματα
κι άλλα ζεστά ειν' ακόμα

(το πρωινό έτσι άρχισε
κι έτσι τραβάει το γιόμα)-
σφαίρες, βροντές, καπνοί παντού-
πήρε φωτιά το χώμα.

Μα πάνω από τα πτώματα
που σμίγουν με τα χώματα
σημαίες ανεμίζουνε
και πλέουν στον αέρα`

τα χρώματά τους τα λαμπρά
στο μαύρο είναι φοβέρα
ανθός το καταχείμωνο,
δροσό νερό στην ξέρα.

Ως τώρα εφοβόμουνα
και χάμου εσερνόμουνα`
ωχρό ένα παλιοκούφαρο
σε λίγο θε να γίνω-

μα τη σημαία μου στη γη
πεσμένη δεν αφήνω`
βοηθάτε με παιδάκια μου
γιατί όπου να 'ναι σβύνω.

Βοηθάτε με γενναία μου-
θα υψώσω τη σημαία μου.
Τον τόσο χρόνο που 'χασα
βοηθάτε να κερδίσω:

πριν στου πολέμου τη βοή-
στη μάχη πριν να σβύσω
ένα πανί τουλάχιστο
καθώς κι οι άλλοι ας στήσω.




ΕΝΩΠΙΟΝ

Ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης
(νυφικό τ' άσπρο σου δέρμα)`

μυρμηγκάκια και λαμπρίτσες
περπατούσαν στο κορμί σου
ένας σκύλος εκουνούσε
την ουρά πασιχαρής
και μια σαύρα λαθροβιώσα
μας εκύτταζε αδρανής.

Χλόη πάνω στ' άσπρο δέρμα-
άσπρο δέρμα πα' στη χλόη
(νυφικό τ' άσπρο σου δέρμα)

ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης.








ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ

Σα σβύσει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
αυτοί που τώρα είναι στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογούνται
αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη.

Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
τότε κι η νοσταλγία θε' ν' ανάψει
για το άμοιρο το δέντρο που 'χει γείρει.

Και λέω κι εγώ αφού όταν πεθάνουν
τα βρίσκει όλα ο έπαινος κι ο αίνος
οι στίχοι μου εντύπωση θα κάνουν
καλλίτερη σαν θα 'μαι πεθαμένος.




ΞΕRΑΙΝΟΥΝ

Kαράβι περίμενε, μη φεύγεις ακόμα
μη σ' κώνεις τη γέφυρα που πιάνει στο χώμα
για ξένα λιμάνια πανιά μην ανοίγεις
καράβι μου στάσου-ακόμα μη φύγεις.

Μαζί σου ένας μάγος που όλα μαγεύει
μαζί σου ένας μάγος κακός ταξιδεύει
μακριά για να πάει-μακριά για να φύγει
πανιά μέσα στ' άσπρα πανιά σου ανοίγει.

Μαγεύει ανθρώπους και κείνοι αρρωσταίνουν
μαγεύει τα δέντρα και κείνα ξεραίνουν
μαγεύει κορίτσια και κείνα πλαντάζουν
μαγεύει καράβια και κείνα βουλιάζουν.

Tο μάγο που μέσα μου φλόγες ανάβει
μαζί σου μην παίρνεις καλό μου καράβι.
Kοντά μου άφησέ τον και όρκο σου δένω
σαν θα 'ρθεις να έβρεις αυτόν μαγεμένο.



ΣKΟTΩΜΕΝΗ

Φαίνεται πρέπει να διαβαίνουν
λυπητερά έτσι τα χρόνια`
οι μέρες πρέπει να μας ραίνουν
θλίψη, ντροπή και καταφρόνια.

Πρέπει να σβύνουν οι ελπίδες
προτού οι ανθοί τους να μεστώσουν
πρέπει του μίσους οι λεπίδες
χίλιες φορές να μας σκοτώσουν.

Α! κι η αγάπη φορτωμένη
μαύρα φτερά που δεν πετάνε-
α! κι η αγάπη σκοτωμένη-
φαίνεται πρέπει έτσι να 'ναι.




ΜΕ ΣΚΟΤΑΔΙ

Η ζωή μου κυλά με σκοτάδι
και μ' αρχέγονα ζώα παρέα`
αδιατάραχτη, δίχως ψεγάδι
μια ζωή ζω αλήθεια ωραία.

Κατοικώ σ' ένα έρημο σπίτι
πριν από άμετρα χρόνια χτισμένο`
κατοικώ σ' εν' απέραντο σπίτι
μες σε βάλτων νερά ριζωμένο.

Υγρασία τους τοιχους του σκέπει
και λειχήνες τη σκέπη του ντύνουν`
παραθύρια και πόρτες δεν έχει
λίγο αέρα και φως να του δίνουν.

Ερπετών στρατιές το γεμίζουν
πάτωμα, έπιπλα, τοίχους σκεπάζουν
ανενόχλητα εκεί τριγυρίζουν
και συνέχεια βοούν και κοάζουν.

Α! Τα ωραία τυφλά ερπετά μου!
Πόσο είναι μαζί μου δεμένα
που αν βρεθούν μια στιγμή μακριά μου
με μανία με ζητούν τα καϋμένα

Και τι εύρωστα όλα τους που 'ναι!
δυνατά πώς φυσούν περπατώντας!
σαν θυμώνουν το κτίσμα πώς σειούνε
τις ουρές τους σιγά μόνο σειώντας!

Α! Ωραία που κυλά η ζωή μου
στου μεγάλου σπιτιού μου το χώρο!
στις βραγιές φυτωρίου πρωίμου
το μικρό της ας φύτευα σπόρο.

..Μακριά κάπου ακούγονται θρήνοι-
κάτι που είναι για με τέλεια ξένο-
θα θρηνούν οπωσδήποτε 'κείνοι
που 'χουν σπίτι στα φώτα λουσμένο.



Α! ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..

Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τη ζωή μου
και πληγωμένη μέσα στον κόσμο σέρνετ' εκείνη.
Όψιμο βέλος στη σάρκα χώθηκε καρπού πρωίμου
και το αδούλωτο πνεύμα αιμάσσει κι η σάρκα φθίνει.

Α! Χωροφύλακες! Για μένα είσαστε τρόμος μονάχα
κι όχι όπως γι άλλους η περιφρούρηση κι η προστασία.
Α! Χωροφύλακες! 'ούτο μου άξιζε να πάθω τάχα
γιατί ζητούσα ειρήνη δίκαιο κι ελευθερία;

Α! Χωροφύλακες! Με ηθέλατε σκλαβωμένο
στην κάννη του όπλου σας-στα σειρίτια σας-στα δεσμά σας
κάλλιο το είχατε να με βλέπατε να πεθαίνω
παρά που ήμουνα εν' αγκάθι στο σύστημά σας.

Α! Χωροφύλακες! Α! Τα όπλα σας δε σκοτώνουν.
Α! Χωροφύλακες! Γεια σας! 'α όπλα σας δε φτουράνε.
Α! Χωροφύλακες! Φίδια τα όπλα σας και σας ζώνουν.
Α! Χωροφύλακες! τα ίδια τα όπλα σας σάς πολεμάνε.



ΤΟ ΤΩΡΑ

Σκόνη χρυσή που κάθεσαι
πάνω στα περασμένα
και δίνεις κάλλος στ' άσχημα
και γεια στα πονεμένα`

που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γκυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα`

σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα

και μείνε μέσα στο -αρόν-
τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το 'ώρα.



CAFE TERRACE AT NIGHT

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό`
δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ`
δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφφέ" παρισινό` μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψουλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται χαρές.

Νύχτα! -αρίσι! Άνοιξη! Ζολά! Μπωντλαίρ! Ουγκώ!
Ω! αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α! και ζωγράφε που πολύ ό, τ' ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το 'φερες εδώ.







PINK REACH TREES

Α! Ροζ μικρές ροδακινιές! Η Άνοιξη κυλάει
μες στων κλαδιών σας τους χυμούς, χορεύει και πηδάει
και αγκαλιάζει ερωτικά το τρυφερό κορμί σας
και παίζει και ακκίζεται και χαίρεται μαζί σας`

κοντά σας να 'μαστε και μεις` με χέρια, μάτια, στόμα,
μ' αυτιά, με μύτη, με κορμί, και με τη γλώσσ' ακόμα
πασκίζουμε να νιώσουμε λίγη απ' την Άνοιξή σας
από το γλυκοκάρωμα και την απόλαψή σας.

Κυττάμε, αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, δαγκάμε
μα τη γλυκειά τη μέθη σας εμείς δεν τη μεθάμε`
ζηλότυπα την Άνοιξη εντός σας την κρατείτε
και "όχι" μας φωνάζετε, "όχι-ποτέ όσο ζείτε".




Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ

Πεύκων δάση, αγριοπούλια
ψηλοκόρυφα βουνά
λαμπροήλιε, αστέρια, πούλια
χίλια θάματ' αυγινά

λάλο ρυάκι, θεία δύση
Άνοιξή μου γιορτινή
φθινοπώρου εσύ μεθύσι
καταγάλανοι ουρανοί

τι κι αν είστε ωραία τόσο
είστε τόσο αλαργινά..
α! να γίνονταν ν' απλώσω
τα δυο χέρια τα ορφανά

και πιο τέλεια-και πιο πλέρια
να σας νιώσω-πιο βαθιά:
α! ν' αγκάλιαζαν τα χέρια
όσα χαίρεται η ματιά!.



ΟΥΤΕ ΣΤΟΧΟΣ

Στης δυστυχίας τον πλανήτη
μου' γραφε η μοίρα να κατοικήσω`
δυστυχισμένων βλέπω πλήθη
το βλέμμα όπου κι αν γυρίσω.

Την ευτυχία όλοι γυρεύουν
μέσα στο χρήμα και στη δόξα.
Όμως ανώφελα σκοπεύουν
έστω χρυσά κι αν έχουν τόξα.

Μον' όταν πια σωθούν τα βέλη
κι ενώ τους σφίγγει ο κρύος βρόχος
νιώθουν ξεκάθαρα εν τέλει
πως δεν υπήρχε ούτε στόχος.




ΣΙΩΗΗΛΑ


Τα ποιήματά μου μοιάζουνε με τις γυναίκες κείνες
που γνώρισα κι αγάπησα και χάρηκα μ' αυτές`
όπως εκείνων τα φιλιά και οι δικές τους ρίμες
αμέτρητες μου δίνουνε-απόκρυφες χαρές.

Όμως μια θέση ξέχωρη κρατούν μες στην ψυχή μου
γυναίκες που δεν ταίριασαν οι δρόμοι μας ποτέ`
που μες στου πλήθους χάθηκαν τα έλη του ανωνύμου-
που η ζωή δε θέλησε να γίνουμ' ερασταί`

που δίπλα μου επέρασαν στο δρόμο με βιασύνη
ή φευγαλέα αντίκρυσα στις σκάλες του μετρό
γυναίκες που ειν' αδύνατο να τις χωρέσ' η μνήμη
τόσο πολλές που νόημα δεν έχει να μετρώ.

Ντυμένες ωραιότητα, σεμνότη, ευαισθησία,
κι ένα μυστήριο που άθελα κάθε άγνωστο κρατεί
της νοσταλγίας μου χάρισαν τη θεία πεμπτουσία
κι αβρούς ανθούς στης φαντασιάς τον κάμπο τον πλατύ.

Μ' αυτές λοιπόν τις όμορφες γυναίκες παρομοιάζω
τα όσα μου ποιήμστα δεν έχουνε γραφτεί
κι όπως για κείνες και γι αυτά σιωπηλά σπαράζω
(κι ας ειν' η παρομοίωση συνηθισμένη αυτή).




ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

"Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες`
το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς` και ας αργήσεις-
ξέρω πως παίρνει ωρα αυτή η δουλειά`
μόνο τις μπύρες έξω να μου αφήσεις.

Και κύττα, όταν περνάς απ' τις τις φιλλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις τα πουλιά`
το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες".





ΣΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα 'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα' η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ' τη γη
κι ο δικός μου τέτια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α! γιατί μ' αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.




ΟΙ ΣΟΛΙΣΤ

Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε..
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε..
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ' όλα ταύτα ονειρώδεις..

Ένα βιολί κρατούν ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.

Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη`
στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο, που δεν είναι γυναικείο.

Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε..




ΣΤΗ ΜΠΛΟΥΖΑ

Το καλοκαίρι που έφυγε ήταν πολύ ζεστό
και κάθε μέρα ήταν για μας μια νέα ευκαιρία
να μαζευτούμε στην "ΠΗΓΗ"( δρόσιζ' εκεί γι αυτό)
εγώ, ο Γιάννης, ο Φωκάς, ο Πέτρος κι η Μαρία.

Και μια θυμάμαι ξαφνική που έπεσε βροχή
καθώς τα ούζα πίναμε αμέριμνοι ένα βράδυ
κι όπως ακάλυπτοι ήμασταν στην αίθριαν εξοχή
το 'βλογημένο το νερό μας έβρεξεν ομάδι.

Απ' τη θεσπέσια του υγρού χώματος ευωδιά
γλυκομεθύσαμ' όλοι μας το βράδυ αυτό τ' ωραίο
και σαν μικρά να ήμασταν κι ανέμελα παιδιά
το κάθε τι μας φαίνονταν παλιό σαν να 'ταν νέο.

Κι ενώ η Μαρία ύστερα 'π' την μπόρα της στιγμής
απ' την αρχή μας πρόσφερε τα νερωμένα ούζα,
αθώους τάχα γράφοντας κύκλους τριγύρω εμείς
τα στήθη της κυττάζαμε που κόλλαγαν στην μπλούζα.








ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Ελάτε να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή
για τις γλυκές τις λέξεις που δε λέχτηκαν
για τις ματιές που δε φλογίσαν άλλα μάτια.

Ελάτε να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή
στη μνήμη των φιλιών που δεν εδόθηκαν-
στη μνήμη των χαδιών που ασυντέλεστα-
που ερυθρά σχεδιάσματα πυρακτωμένα
φλογίζουν κι ανταριάζουνε το αίμα.

Ελάτε να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή
για όσους αναστεναγμούς κρατούσαν
του -όνου αντί του -όθου το μαχαίρι`
και δάκρυα ας χύσουμε καυτά
για τα κορμιά που δόθηκαν στο θάνατο
αντί μες στην αγάπη να χαθούνε.











ΜΑΣ ΕΙΠΕ

Μας είπε πως η κόρη της σκοτώθηκε
σε αυτοκινητικό δυστύχημα`
η φωνή της χωρίς πνοή και χρώμα ηχούσε
σαν κάτω από τη γη να ' ρχόνταν.Και σαν
τα εικοσιτρία χρόνια της σκοτωμένης κόρης της
να προστεθήκαν στα δικά της,

έτσι τα πόδια έσερνεν ως περπατούσε
λες ξάφνου έγινε πολύ γρηά.
Και καφφέ μας έφτιαξε με άλλα χέρια.

Μ' ας πάει να λέει και να κάνει`
την κόρη αυτήνε δεν την είχαμε ποτέ μας δει
άραγε κόρη δεν υπήρξε`

ας πάει να λέει και να κάνει.



ΕΝ' ΑΓΓΙΓΜΑ

Πώς έτσι εφτάσαμε λοιπόν σε τέτια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ' άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή..

Εσμίλεψε το πνεύμα μας όχι του μίσους σμίλη
αλλά της αναντίρρητης κι απλής αποδοχής
όσων κι αν έρχονταν δεινών' κι ευφρόσυνα τα χείλη
δε μισανοίξανε παρά για λόγια προσευχής.

Το δρόμο της εβάδισε η ζωή όχι πατώντας
πάνω στ' ολόπαχο χαλί της σκέψης της φτηνής
μα σε βουνών τις μυτερές τις πέτρες σκαρφαλώντας
κατ' από δηώσεις, απειλές, και διώξεις απηνείς.

Εξασκηθήκαμε στα πιο εξαίσια μέρη του όλου
κάθε ημέρα φτάνοντας ψηλότερες κορφές`
η ορμή μας το προπέτασμα του επουράνιου θόλου
διέσχισε, πίσω αφήνοντας πρωτόγονες μορφές.

Απ' του νερού κι απ' της φωτιάς τα χέρια ξεκινώντας
μες στο νερό βρεθήκαμε πάλι και στη φωτιά
όχι στεκάμενοι, αλλά, το μέγα κύκλο κλειώντας
που άγνωστα του βρίσκονται και τέρμα και πρωτιά.

Σε κάθε που φαινότανε μα φτάνει καταιγίδα
κι ενώ τη μάχη ετοίμαζε ο μαύρος ουρανός
του έαρος μεις εφέραμε στους ώμους τη χλαμύδα-
κι από ελπίδες ξαστεριάς ο σάκκος μας κενός.

Ο πόνος για το πάτημα της χλόης και το κλάμμα
για του χιονιού το λυώσιμο στην ήσυχη βροχή
αντί ν' ανοίγουν τον κρουνό στερεύανε το νάμα
του λυτρωμού απ' την άδικη κι αναίτιαν ενοχή.

Άραγε πώς εφτάσαμε σε τέτια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ' άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή..



ΔΕΕΤΑΙ

Νύχτα.Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιες
που μαγίστρες μοιάζουνε γρηές
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.

Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη`
κάτι να της δώσει προσπαθεί;
κάτι από κείνηνε να πάρει;

Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ' άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνάνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.

Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει`
ποιος στην ησυχία τη βραδυνή-
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον πλάστη-και τι λέει;






ΖΩΓΡΑΦΙΣΕ ΜΕ

Ζωγράφισέ με μ' ένα στέμμα
στην κορυφή του κεφαλιού.
Ζωγράφισέ με μ' ένα βλέμμα
υπερηφάνου αγριμιού.

Και στου χεριού κρύψε την όψη
μια νευρικότητα όταν γράφει
κανείς αμέσως να μη νιώθει-
ξέρετε δα σεις οι ζωγράφοι..

Τ' άλλα ως συνήθως να τα φκιάσεις`
ούτε πολύ κοινά ούτε σπάνια.
Μόνο αυτά να μην ξεχάσεις:
δύναμη, πείσμα.περηφάνεια



ΕΙΜΑΣΤΕ..

Είμαστε ποταμάκια
χωρίς νερό`
είμαστε σαν πουλάκια
χωρίς φτερό.

Κακόβουλο κοράκι-
τάχα γιατί;-
φτεράκια και νεράκι
μας τα κρατεί.

Βουνάκια δασωμένα
δε μας θωρούν..
ζωάκια διψασμένα
δεν ξεδιψούν..



ΟΙ ΓΙΟΙ ΚΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ


Οι γιοι κι οι κόρες τους γονείς
τους αγαπούν όσο κανείς
μέσα στα μάτια τους κυττάνε
τους κανακεύουν, τους φιλάνε.

Κι όσο το χρήμα πιο πολύ
τόσο συχνό και το φιλί
κι όσο μεγάλ' η περιουσία
τόσο η περποίηση εξαισία.

Οι γέροι πλήρως εννοούν
αυτό που δείχνουν ν' αγνοούν-
πως στο παχύ τους πορτοφόλι
των γιων η έγνια βρίσκετ' όλη.

Μα δεν τους μένει άλλο πια
παρά τα ψεύτικα φιλιά
όσο πολύ κι αν τους πληγώνουν
όσο βαριά κι αν τα πληρώνουν.

Α! κάνε θε μου να μπορούν
με τα φιλάκια να χαρούν
που αληθινά θα δώσει ο γιος τους
στο χρυσοφόρο λείψανό τους.








Η ΣΙΩΠΗ


Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή που εντός της ειπωμένα
στέκουνε όλα όσα μπορεί στόμα να πει ανθρώπου
μία σιωπή ακριβόθωρη-μια Πόνου κι Ήλιου γέννα
μία σιωπή ανάρχιστη και ατελείωτη όπου

τα δυο της όλασπρα φτερά σαν χρυσαφένια λάμπουν
και ό, τι σκέπουν το κρατούν απείραχτο απ' το Χρόνο
που στα ιερά τεμένη της μπορούνε μόνο να 'μπουν
όσοι τον άνανθο κρατούν της πεθυμιάς τον κλώνο.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ' τις λεπίδες
των μαχαιριών που ολημερίς λιανίζουνε τη σκέψη`
υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ' τις ελπίδες
που απέλπιδα κι αγύριστα έχουν καιρό μισέψει.

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.








ΔΟΞΑΖΩ

ΟΙκτίρω αυτούς που σκύβουνε μ' ευλάβεια πάνω σ' ένα
σταυρό ξυλένιο που κρατά πάνω του καρφωμένα
τ' άσαρκα πόδια του Χριστού και τα ισχνά του χέρια.

Οικτίρω όσους ορκίζονται στα ερωτικά τους ταίρια.
Οικτίρω όσους αγγίζοντας στο χώμα τη μουσούδα
μετάνοιες κάνουν στον Αλλάχ ή στο γιγάντιο Βούδα.


Οικτίρω όσους τ' απάνθρωπο το χρήμα προσκυνάνε
κι όσους της δόξας τις κορφές να φτάσουνς ζητάνε.
Οικτίρω αυτούς που προσκυνούν, λατρεύουνε και υμνούνε

κάτι ανθρώπινο` ή αυτούς που τη ζωή περνούνε
προσφέροντας αρώματα ή λίβανον ή κνίσσαν
σε είδωλα που άνομων θνητών τα χέρια στήσαν.

Και τον υγιό της μάννας γης της άδολης δοξάζω
και τους θεούς όλους μεμιάς θυσία εμπρός του σφάζω`
και τον υγιό της μάννας γης τιμώ εγώ εκείνον

που αίνους στέλνει εκστατικούς στη μυρωδιά του σκίνου,
που προσκυνάει ένα μικρό του δρόμου πετραδάκι
κι ευλαβικά προσεύχεται στου κάμπου το ρυάκι.




ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Εστόλισε το χωλ
στ' ανθοδοχείο έβαλε άνθη ευαισθησίας
εγέμισε το σκρίνιο εγκαρτέρηση
με άνοιξης χρώμα έβαψε τους τοίχους.
Έβαλε κάτω απ' το χαλί
κάτι σκουπίδια αδιαφορίας που ξεφύγανε
από το πρωινό το σκούπισμα
και βάλθηκε να περιμένει ακίνητη
κυττάζοντας το δρόμο.

Μια δυο φορές της φάνηκε πως έμοιαζε.
Μα ήτανε της φαντασίας.

Αργά το βράδυ τ' άσκοπα
εμάζεψε στολίδια και αμίλητη
έσβυσε το φως
ξάπλωσε στο κρεββάτι και κενό
το βλέμμα της εκάρφωσε στη νύχτα.



ΤΟ ΜΟΥΣΜΟΥΛΟ

Σύκα στο περιβόλι και δαμάσκηνα
ρόδια και δίφορα λεμόνια
σταφύλια'αχλάδια ζουμερά
φράουλες..

Μόνο τα ευαίσθητα
χνουδάτα
κλαδωτά
εύθραυστα μούσμουλα
λείπουν.

Πρώτα μας ήρθαν.

Κροτάλισαν ευγενικά πάνω στο δέντρο τους
εψάλαν τις γλυκές τους μελωδίες
κουβάλησαν
στο φως και στη διαφάνεια τους το καλοκαίρι,
φραγμό στην ίδια την επιβουλή τους
εβάλανε διαφράγματα ωχρά
τοποθετώντας τα με τακτ
τριγύρω στον καρπό
κι αφού μας επλημμύρισαν ανταύγειες
και μνήμες οσμηρές
κι επαναλήψεις
και συνέχειες
επαραχώρησαν τη θέση τους
σε όλα τ' άλλα.

Ω! Μούσμουλο συμπυκνωμενο
και ανέκφραστα θολό!
Ω! Μούσμουλο
αβρό και στοργικό!
Ω! Πρωτοβρόχι στης ζωής την ξέρα!

Ω! Υπομονή στην άκρη της βροχής!
Ω! Αδιάσπαστε, πικρέ
κολλώδη ήλιε της πρώτης καλημέρας!

Ω! Στο περιβόλι σύκα..φράουλες..
μα με το μύρο σου ολ' ανθούν
και με τη θύμησή σου όλα
δένουν και καρπίζουν.




Η ΕΥΤΥΧΙΑ

Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.

Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.

Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.

Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών`
διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.
ροκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.

Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.

Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενηντατρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.
Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρρουχα`
φεύγει λίγο πριν αυτά φορεθούν.

Σε αδιάφθορα πελάγη
αδιάφθορη και κενή ταξιδεύει
ανάμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.

Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.

Στι χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.

Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.

Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά αιωρουμένη
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.

Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας παραπλανητικός.



ΣΕ ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ

Σε ταφόπετρες να γράφουν τ' όνομά τους τους είδα.

Έξω από την πόρτα του χελιδονιού
τα φτερουγισματα πάνε χαμένα`
στην καρδιά το αίμα περισσεύει
και στην αγάπη το μίσος δε φελά.

Ο πιο ελαφρύς των θανάτων
στο ήπιο χαμομήλι ταιριάζει`
στη ροδιά ο θάνατος ο αντίστροφος
και στον απήγανο ο θάνατος ο τελευταίος.

Με σταγόνες ανεπαίσθητου ροζ
τα ονόματά τους να γράφουν σε ταφόπετρες είδα.

Αδιάκοπα μέσα και πάνω τους σωρευόταν ο χρόνος
σε επάλληλα στρώματα
ώσπου κάτω του χάθηκαν.

Γη αταίριαστη με τη γη
αέρας αταίριαστος μα τον αέρα, νερό αταίριαστο με το νερό
το κορμί τους έγινε.

Κι εγώ ατάραχους τους έβλεπα τ' όνομά τους
σε ταφόπετρες βαριές αλαφρά να γράφουν.




ΜΑΣΣΑ

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το άνθος κόπηκε
η πηγή στέρεψε
το πουλί δίπλωσε τα φτερά
το τραγούδι σταμάτησε.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το μαχαίρι άστραψε στον αέρα
το μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά
το μαχαίρι δίπλα της πεσμένο.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Η Μάσσα επρόδωσε
η Μάσσα επλήρωσε.

Η Μάσσα κείται δίκαια στο ψυχρό χώμα.




Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ

Χοπ! Χοπ! Χοπ!

Πηδήξτε και σεις τρεις φορές:
ανάταση πρόταση έκταση κάτω
επάνω και κάτω, δεξά αριστερά.

Χοπ! Χοπ! Χοπ!
Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε σώμα ωραίο κι ευθύ
να φτιάξωμε σώμα γερό
ας τρέξωμε όλοι
ας φτιάξωμε όλοι ένα σώμα γερό.


Χοπ! Χοπ! Χοπ!

Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε ακμαίο ένα σώμα
να φτιάξωμε σώμα ευθύ
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ωραίο
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
ας τρέξωμε όλοι

ανάταση πρόταση έκταση κάτω και κάτω και κάτω
ας δώσωμε όλοι
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
Χοπ!..Χοπ!..Χοπ!..




ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ

Μία κρυψώνα έχω βρει στου δάσους την απλάδα`
δεν τηνε ξέρουν τα θεριά-δεν τηνε ξέρουν τ' άγρια`
το έμπα της μι' απόκρυφη κι απάρθενη σχισμάδα
κι ανόθευτα όλα μέσα της, κι όμορφα, και καθάρια.

Είναι φτιαγμένη από μικρά σφιχτόπλεχτα κλαδάκια
που στους χειμώνες θάλπουνε-στους καύσωνες δροσίζουν
και τη γεμίζουν λούλουδα και χαρωπά πουλάκια
που με τραγούδια κι ευωδιές κάθε γωνιά γεμίζουν

Όταν του δάσους τα θεριά με παίρνουν στο κυνήγι
μες στης φωλιάς μου την κρυφήν ασφάλεια φωλιάζω`
εκεί η που τρέμει μου ψυχή με τ' άνθια γλυκοσμίγει
κι εγώ όλα τότε τα στοιχιά και τα θεριά τρομάζω.

Και όταν έρχωνται βροχές που φέρνουνε πλημμύρες
αντίς εγώ να πνίγωμαι μες στα θολά νερά τους
στους κρυσταλλένιους κολυμπώ του άντρου μου λουτήρες
και στα νερά τους πνίγω εγώ πλημμύρες και θανάτους.

Και όταν θα 'χει των λαθών τελειώσει πια η σωρεία
κι ο Χρόνος μέραν άλληνε δε θα 'χει να μετρήσει-
και όταν τη μεγάλη τους χάνοντας ευκαιρία
πλημμύρες κι άγρια και θεριά και τρόμοι θα 'χουν σβύσει

τότε θα μπω μες στ' άντρο μου, την είσοδο θα φράξω
και σκέποντας μ' ακοίμητη φροντίδα τον καθένα
γόνιμους και αλώβητους κι αγνούς θα διαφυλάξω
τους σπόρους τους αλάθητους για την καινούργια γέννα.



ΧΤΕΣ

Χτες είχε η αγάπη γίνει φως
που μ' όλα τα τριγύρω στέρια δένει`
σαν ένα τόπι ο ήλιος αλαφρός
ανάμεσα ουρανό και οικουμένη.

Χτες ένα σύννεφο ήταν η χαρά
ολάσπρο, ευτυχία πλημμυρισμένο
που κράταε στ' ανοιχτά του τα φτερά
του δειλινού το ρόδο τ' ανοιγμένο.

Χτες μία στάλα ήταν η ζωή
ωσάν αυτές που πέφτουν απ' τα φύλλα
όταν του κρύου αέρα η πνοή
με φρίκη τα δονεί κι ανατριχίλα.

Της ύπαρξής μας χτες το μυστικό
στα πάνωθέ μας χάη εφανερώθη,
μας έγνεψε για λίγο θριαμβικό
και πάλι το σκεπάσανε οι πόθοι.

Χτες στης αγάπης μου την αγκαλιά
ο έρως ζωηρός είχε φωλιάσει
και από τ' αυθάδη του τα φιλιά
κοκκίνιζεν εκείνη σαν κεράσι.

Χλωμή εχτές μια μάσκα από κερί
κρεμόταν απ' του κόσμου το μπαλκόνι`
κι έβλεπες ένα γέλιο να φορεί
και κάτω από το γέλιο της να λιώνει.



ΞΕΧΕΙΛΟ

Η Ρόδος είναι όμορφο νησί.Εκεί η Ελένη
από την Πολυξώ κρεμάστηκε.Το κεφάλι της
γερμένο σε ντροπή ερωτογεννήτρα.
Ο αέρας να της σηκώνει το φουστάνι δείχνοντας

για τελευταία φορά το δοχείο ξέχειλο
της ηδονής.Τα χείλια της, και κλειστά
"έλα" να λένε.Τα στήθη της κήποι απριλιάτικοι
με μέσα τους κορίτσια την ώρα του πρώτου

ερωτικού τους ρίγους.Ο θάνατος, πριν
την ειδή της άμορφη κάνει, χαίρεται μαζί της
ό, τι ζωντανοί μόνο μέχρι τώρα μπορούσαν.

Και το δέντρο που κρεμασμένη την κρατάει,
από αθώρητες πληγές χυμούς ξεχύνει γαλακτώδεις.
Και νεκρή, όμορφη ήταν το παλιοθήλυκο.



ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ


Η καλή μου το 'χει γείρει
το ψηλό το παραθύρι
κι ούτε ανοίγει να τη δω
και σαν ρόδο αργομαδώ.

Οληνύχτα θα κρατήσει
το μαρτύριο που 'χει αρχίσει
σαν εικόνα μαγική
ναν' αυτή κρυμμένη εκεί.

Να 'χα εν' αεροπλάνο
και ν' ανέβω εκεί πάνω
και να κάνω γης μαδιάμ
το κονάκι της μαντάμ..

παραθύρι να μη μείνει
και να μη μπορεί πια εκείνη
απ' τα τζάμια τα θολά
μετ' εμένα να γελά.





ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΟΥ

Χρόνια στην πλάτη σου με κουβαλάς
και, γη μου, αγόγγυστα με σεργιανίζεις.
για με θερμίδες εσύ χαλάς
και τ' οξυγόνο σου χαλαλίζεις.

Μα η ώρα έφτασε τώρα κι εγώ
αυτά που μου 'δωσες να στα ξοφλήσω
κι άκοπα όσα τώρα τρυγώ
η ώρα ήρθε να πάρεις πίσω.

Όπου και να 'ναι απαρατώ
και σεργιανίσματα και οξυγόνο
κι εγώ στην πλάτη θα σε κρατώ`
και ανταλλάγματα δε θ' αξιώνω.







ΝΥΧΙ ΔΡΑΚΟΥ

"Νύχι δράκου-πόδι χήνας και κροκόδειλου χολή
λιόντα χαίτη-νυχτερίδας μαυροφτέρι και καρδιά
και καρποί από κυπαρίσσια και απήγανου κλαδιά-
ολ' αυτά μαζί βρασμένα νύχτα μαύρη και θολή

κι έλα-έλα πεθαμένε τ' ειν' ο θάνατος να πεις'
μας λιανίζ' η απορία και μας λυών' η πεθυμιά-
να γνωρίζουν δεν μπορούνε τα φθαρτά μας τα κορμιά`
έλα πνέμα-έλα πνέμα τ' ειν' ο θάνατος να πεις".

"Μη την πλήρη μου ηρεμία με τα μάγια σου χαλάς
όση γνώρα κι όση γνώση της ζωής έχετ' εσείς
και του θάνατου ίδια γνώση κι ίδια γνώρα έχουμ' εμείς:
η ζωή για σας σκοτάδι-νύχτα ο θάνατος για μας".



Η ΓΡΑΦΗ

Θα γράψω απόψε μια γραφή
μαύρη στο μαύρο μέσα
που απ' την καρδιά μου ν' αρχινά
να μπαίνει στη δική σου

να γράφει του έρωτα γραφτά
και της αγάπης λόγια
γραφτά και λόγια να χτυπούν
θανατερά φτεράκια

να θανατώνουν τις καρδιές
όπου 'θελ' ακουμπήσουν
και τη δική σου την καρδιά
να διπλοθανατώσουν.

Κι εγώ ταφόπετρα βαριά
επάνω της θα βάλω
μη σηκωθεί κι όπως πριχού
με κοροϊδεύει μάτα.




ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ

Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου μου του φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του-
όλα γνώριμα.

Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το διαρκές αγκάλιασμά τους
η αιώνια, ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο-
όλα οικεία.

΄Ομως,
ας είμαι μια υγρή παραφυάδα της νύχτας μόνο` ας είμαι
ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια μου κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα μου στις πέτρες`
ας είμαι το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα`
καθώς οδεύω πρέπει
να σταθώ στη βρύση
να γευτώ λίγο νερό
να δώσω μια με το ραβδί μου σε κείνο τ' αγριόχορτο
κι αφού απ' του πευκου τον κορμό κόψω παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζω πρέπει
να πω μέσα στ' αυτί της ερημιάς
τα λόγια που οφείλω-
τα λόγια που θα έλεγα αν θα είχα
ένα κρυφό..ένα όμορφο..
κάτι για να μ' ακούσει.









ΣΤΕΝΟΤΗΣ

Στενότης χώρου και χρημάτων
αμείλικτα τον περιζώνει.
Η θέα ανάρμοστων πραγμάτων
την περηφάνεια του πληγώνει.


Δεν έχει χώρο για το μπάνιο..
κι έχει σκουριάσει το κρεββάτι..
..Θα πάρει ένα δάνειο!
μ' αυτό θα κάνει κάτι.

Των φαγωμένων του ενδυμάτων
δύσκολα πια μετριούνται οι χρόνοι.
Η ζήση του εκατό θανάτων
την ευτυχία λες ξεπληρώνει.

Όμως με ύφος αρειμάνιο
βλέπει τριγύρω του το μάτι-
θα πάρει ένα δάνειο.
Μ' αυτό θα κάνει κάτι.






ΠΑΝΤΑ

Πάντα έρχεται ο θάνατος
κι αφού κανείς αθάνατος
όλοι την πίκρα πίνουν.
Γυρνά του Χρόνου ο τροχός

κι ή πλούσιος είναι ή φτωχός
όλοι μια μερα αφήνουν
την τελευταία τους πνοή.
Μια δροσερή αναπνοή

σκορπούσαν κι ένα μύρο`
τώρα κλειστά τα στόματα
και τυμπανιαία πτώματα
βρωμιές σκορπούνε γύρω.





Η ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ

Όπως ταξιδεύει ο ίσκιος των πραγμάτων

και όπως αλλάζουν χέρια τα τραπουλόχαρτα
έτσι κι αυτή κυκλικά
από την ευαισθησία της φεύγει.

Αιδώ και ταπεινοφροσύνη αποχωρίζεται ,
την προσποίηση απωθεί,
και σαν από ευρύχωρον ηθμό περνούν έξω της όλες
οι δυνατότητες των λεπτών διακρίσεων.


Η αντίστασή της στην κατάκρισι μεγαλώνει
και μικραίνει στην πρόκληση των εδεσμάτων.

Ετσι η παχύσαρκος, η γεμάτη στα μάτια όλων
άδεια τω όντι μένει από κάθε τι
εκτός από τη σιγουριά
(που κάτω από τα ρούχα της ασφυκτιά
μονήρης και συρρικνωμένη και παρηγορήτρα)
πως όλα τα διωγμένα θα την πλημμυρίσουν πάλι
όταν κάποτε,
στο μέλλον-
όποτε θελήσει-
αδυνατίσει.



ΠΟΣΟ..

Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει
πόσο, χαρά, δε σ' έχω δει..

Σα στην ομπρέλλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι κι εμέ μου 'πεφτε πλάϊ
και κάθε μου έφευγ' εποχή.

Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για μένα καταπότι-
και τώρα και τα γερατειά.

Χαμένα όλα. αι χαμένος
μέσα σ' αυτά πρώτος εγώ
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.

Χωρίς ν' ανάψει έχει σβύσει
της ύπαρξής μου το κερί `
πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει
πόσο, χαρά δε σ' έχω βρει..

(και για να μη τη χάρη να 'χω
πως είναι όλα μου νεκρά
σαν από μια πηγή σε βράχο
τρέχουν τα μάτια μου πικρά).







ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα`
σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.

Μας ελέγανε πως όποιος μέσα κυττούσε
θε΄να έβγαινε μέγα ένα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φριχτά θα τον πήγαινε μέρη.

Την ημέρα δειλά το επλησίαζα λίγο
μα το βράδυ κοντά του αν βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
κι από φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.

Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελλή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ' το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη.

Το πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντικρύζω να χάσκει εμπρός μου `
και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου-
κι ως για με, τώρα πια για μεγάλος μετράω.



ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ 'ΧΩ

Τα όνειρα που 'χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα
και κλαιν τα ματάκια τους-και θλίβ' η μορφή τους
και πέφτουν ρικνοί-μαραμένοι οι ανθοί τους.

"Γιατί", με ρωτάνε, "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης`
αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ' απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά..τι να πω..τι να π[ούμε..
μαζί περπατάμε..μαζί προχωρούμε..



ΧΑΜΕΝΟ

Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα πως πάντα μόνος ήσουν και δεν το 'ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της ανυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό, τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου `

κι ό, τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.







ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΑ ΖΗΤΑ

Κάτω απ' τον πάγκο ο μαραγκός το βρώμιο και λερό
σκεπάζοντάς τα και με μια βαριά καφφέ κουρτίνα
κρύβει απ' τα μάτια του κοινού τα πράγματα εκείνα
που ειν' εκεί από πολύν, αμέτρητον καιρό.

Κάτι εργαλεία παλαιά, φθαρμέν' απ' τη δουλειά
πλάνες,τροχούς, παλιόξυλα, πασσέτα χαλασμένα,
δουλειές που δεν παράδωσε, ρούχα δουλειάς σκισμένα
και ένα πάντοτε σχεδόν κλουβί για τα πουλιά.

Κι αν κάποια μέρα του 'λεγαν πως φτάνει χαλασμός
και ότι πράγματα πολλά δε γίνεται να σώσει
πλέον ή βέβαιο είναι πως θα 'θελε να γλιτώσει
εκείνων των παράξενων πραγμάτων ο εσμός.

Ίσως γιατί έχει δεθεί η ζήση του μ' αυτά`
ίσως γιατί μπορεί μ' αυτά να κρύβει κάποια γύμνια`
ίσως γιατί ξέρει καλά πως σαν αυτά συντρίμμια
δικά του θα 'ναι πάντοτε-κανείς δεν τα ζητά.



Ο ΠΥΡΓΟΣ

Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ΄έχει αφήσει
μα ξέρω καλά-θα 'ρθει πάλι μια μέρα
και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει
που θα 'πρεπε να 'χτιζα σε τούτη την ξέρα.

Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου απάνω
σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο
τον πύργο μου άρχισα αμέσως να χτίζω
στιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.

Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει
ενός μανιασμένου αέρα το πείσμα
φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση
εγκρέμιζε πάντοτε τ' ωραίο το κτίσμα.

Το χρέος θα είναι μικρό της ποινής μου;
Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;
Θα ειν' αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;
Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;

Μα εωώ ζοφερές κάνω τέτιες προβλέψεις
για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο
φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης-
μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;




Ο ΓΑΜΟΣ

Παντρεύεται ο λόφος
και παίρνει την κυρα Άνοιξη.
Οι μυγδαλιές κυττάζουν
το θέαμα με κατάνυξη.

Μαργαριτούλες πλέκουν
στεφάνι νυφικό
των μερμυγκιών με χάρη
καλπάζει το ιππικό.

Κρατούν οι πεταλούδες
την άκρη του φορέματος
πλαντούν οι παπαρούνες
στο χρώμα του αίματος.

Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας
γυρνάει την κεφαλή
και στέλνει στο ζευγάρι
χαρούμενο φιλί.



Η ΣΟΔΕΙΑ

"Τριάντα χρόνια με ιδρώ
και μ' αίμα την ποτίζω
τριάντα χρόνια με τ' αδρό
χέρι μου την ορίζω.

Για να την πάρεις θα διαβείς
απ' το νεκρό κορμί μου.`
όλοι το ξέρουν:ειν' η γης
αυτή μόνο δική μου."

"Έχω ατράνταχτα χαρτιά
που όσα λες τα ρίχνουν
και που ετούτη την οχτιά
δική μου αποδείχνουν.

Από γενιά σ' άλλη γενιά
ήρθε στην κατοχή μου.
Το λέει ο νόμος καθαρά-
ετούτ΄η γη ειν' δική μου".

"Παράλογα μαλώνετε
κι ανέλογα μιλάτε `
ανάποδα σελλώνετε
κι ενάντια καβαλάτε.

Ω! Σεις αράθυμα παιδιά!
Ω! Άγουροι καρποί μου!
Ω! Ξεχασιάρηδες! Σοδειά
κι οι δυο είστε δικοί μου".







ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Μάθαμε πια να βλέπουμε
τα πλοία να σηκώνουν
τα δειλινά τις άγκυρες
και τα πανιά ν' απλώνουν

σ' άλλες στεριές για να βρεθούν-
σ' άλλα να πάνε μέρη
που ταξιδεύουμε νοερά
χειμώνα καλοκαίρι

μαζί τους. Κι όταν κάποτε
ακούμε στις ειδήσεις
πως κάποιο πλοίο χάθηκε
παύουν οι συζητήσεις

σαν κάποιοι να μας έκοψαν
ξάφνου μι' αγαπημένη
γέφυρα που μας ένωνε
μ' όλη την οικουμένη.



ΣΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ

"Σαν τα λούλουδα του κάμπου-
δες με", μου 'λεγες, " δε μοιάζω;
Ποθητή ωσάν και κείνα
και δροσάτη δε φαντάζω;

Δε θυμίζουν τα δικά μου
τα γλυκά τα χρώματά τους
και τη μέθη δε σου φέρνω
που σου δίνει τ' άρωμά τους;

Μη στη χάρη με περνούνε;
Μη σε άλλους δε σε φέρνει
σαν κι αυτά η θωριά μου τόπους;
Το μυαλό δε σου το παίρνει

του προσώπου μου η χάρη;
Η ψυχή σου, πες, δε χαίρει
αν κρατάς ίδια εν' άνθος
ή εμέν' από το χέρι; "

Και ν' ακούσεις εποθούσες
τρελλοκόριτσο γλυκό
με τα λούλουδα του κάμπου
ότι μοιάζεις να σου πω.

Κι ας θαρρούσα πως ήσουν
μόνο αυτό μα κάτι άλλο
κι π' τα λούλουδα μ' ακόμα
κι απ' τον κάμπο πιο μεγάλο

όταν ναι σου απαντούσα
ξέχναγες τη συφορά
που θα' ρχόταν να μας κλέψει
κάποια μέρα τη χαρά.

Γιατί έτσι κάποια μέρα
αγαπούλα μου χρυσή
σαν τα λούλουδα του κάμπου
εμαράθηκες κι εσύ.



ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

Μιαν άγνωστη περίμενα
και μ' έπνιξε η χαρά μου
όταν την είδα να 'ρχεται
να στέκεται κομντά μου.

Μου μίλησε ` της μίλησα `
της πρότεινα να μείνει `
δέχτηκε κι έτσι γνώρισα
την άγνωστην εκείνη.

Αλλά το βράδυ-συφορά-
την έδιωξα. Και φεύγει.
Δεν ήθελα την άγνωστη-
το Άγνωστο με θέλγει.



ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα

δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τονε θάψει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί, στου δρόμου τη γωνιά,
μες στο πηχτό σκοτάδι

γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέπτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να θάψει
και μένα όταν θα με βρουν
πεσμένο-ποιος θα κλάψει

το ξυλιασμένο μου κορμί `
δε σκέφτομαι κανένα.
Γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.



ΘΕΡΙΕΥΟΥΝ

Κάτι παλιές αγάπες μου θυμάμαι `
Μικρές αγάπες τότε κι έπαιζα μαζί τους.
Σε κάτι νόστιμες μικρές θυμάμαι
λόγια ερωτικά ψιθύριζα, κι εκείνες
εκστατικές μ' ακούγαν κι άφωνες μέναν
ανάμεσα σε δυο φιλιά-
φαίνεται πως θα τα 'λεγα καλά
φαίνεται πως θα ήμουν πειστικός.

Τώρα εκείνες οι μικρές μου περιπέτειες
εκείνες οι μικρές αγάπες μου
πώς με τα χρόνια-αντίς να ξεχαστούν
θεριεύουν
και πώς γυρεύουν
στης μοναξιάς τις ώρες να γυρνούνε
κι εκδίκηση να παίρνουνε-
να με τυραννούνε.




ΣΑ ΓΝΩΣΗ

Γεράσαμε
Σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.

Κι ούτε προσέξαμε
πότε άρχισε το χρώμα να μας ντύνει το κεραμιδί.
κι ούτε θυμόμαστε
πότε ακούσαμε το πρώτο τρίξιμο
ή τη μέρα που οι αρμοί μας
στη συνηθισμένην ώθηση δυστρόπησαν.

Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.

Σκουριάσαμε.

Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία μας ανοίγει.




Ο ΜΟΝΟΣ

Όχι που πίστευε ότι το σύμπαν ήταν ακατοίκητο-
δεν είχε τέτια ιδέα.

Όχι ότι δεν έβλεπε μεγάλους και παιδιά να χορεύουνε
με τις χρωματιστές τις φορεσιές και τα στολίδια τους
αρμονικά πιασμένοι χέρι χέρι.

Όμως ήξερε
πως όλοι εκείνοι με τα πόδια του χορεύουν.

Και όχι ότι δεν άκουγε τη μουσική
ή τον ήχο
που τα ποτήρια εκάνανε τσουγκρίζοντας,
μα όλα γίνονταν πολύ μακριά του και ο ήχος τους
ήταν μι ανάγκη για την ακοή
όπως για το μυαλό του η σκέψη.

Αυτόν
μια θάλασσα τον πήγαινε μες στα νερά της.
Και κείνο το ακρωτήρι πέρα εκεί
το τόσο μακρινό σαν φαντασία
έτσι που κύρτωνε,
με του αγκώνα του το δρέπανο έμοιαζε
που μες στη σάρκινη φωτιά του έκλεινε
χορό και χορευτές,
ήλιους και σύμπαντα
και που ήταν πάντα έτοιμο
με μια του κίνηση κυκλωτική
να τα θερίσει όλα.



ΤΟΥΣ ΘΟΡΥΒΩΔΕΙΣ


Κι άλλη μια στάσις. Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζω άσκοπα κι επώδυνα
σ' ενός ανάμεσα σταθμού
που δεν ειν' ο προορισμός μου
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;
Ως πότε μ' άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ' ανταλλάσσω;
Πότε ο σταθμάρχης
θα πει απ' το μεγάφωνο πως φεύγουμε-
πότε το τράνταγμα θα νιώσω
της εκκινήσεως;



ΝΑ ΔΙΝΩ

Ξέρω οπωσδήποτε πως με γελάνε.
Ότι χολή αντίς νερό
θα μου προσφέρουν κι όξος
και θα πεθάνω αδόξως
δεμένος πάνω στο σταυρό
που πυρωμένοι κεραυνοί χτυπάνε.

Ξέρω οπωσδήποτε. Αλλά για μένα
αυτή 'ναι η μόνη εκλογή-
όξος-χολή να δίνω
δεν ξέρω ` να τα πίνω
μόνο μπορώ σ' αυτή τη γη
που όλα της μου είναι μακρινά και ξένα.



ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος μου 'στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρρουχά της. Με πλοκάμια
κολλώδη μ' έσφιγγαν μνήμες φτηνές.




ΜΥΣΤΙΚΟΙ

Γράμματα να γράφουμε είμαστε πλασμένοι
που όμως δε θα στείλουμε ποτές.
Στίχους πολλούς να πλέκουμε η μοίρα μας γραμμένη
χωρίς ποτέ να δείξουμε ποιητές.

Άπρεπη μια κι αδίκιωτη δειλία μας κατέχει
και σταματάει το χέρι μας την ύστατη στιγμη-
μεταβολή εξαφνικά κάνει και πίσω τρέχει
η μέχρι τότε προς τα μπρος που μας ωθούσε ορμή.

Έτσι ενώ βουνό ψηλό επιστολές γραμμένες
θα μένουν κιτρινίζοντας σ' ένα παλιό κουτί
καμμία δε θα διαβαστεί απ' τις αγαπημένες
γυναίκες μας που όλες τους γι αυτές έχουν γραφτεί.

Ούτε από κάποιο υπόγειο φτηνό τυπογραφείο
κάποια δική μας συλλογή θα βγει ποιητική-
θα μένουν μες στο μαύρο μας οι στίχοι μας γραφείο
για πάντοτε αδιάβαστοι κι απ' όλους μυστικοί.




ΣΩΠΑΙΝΕΙ

Όταν ο θάνατος χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας
και μας στερεί από πρόσωπο σ' όλους αγαπητό
σαν ένα σύννεφο βαρύ να σκέπασε το νου μας
βγαλμένο από 'να χάλκινο τεράστιο θυμιατό.

Σαν τα κορμιά μας τα ορθά πεσμένα τώρα να 'ναι
σαν η καυτή ανάσα μας να βγαίνει παγερή
τύμπανα σαν απόκοσμα τ' αυτιά μας να τρυπάνε
κι αλλόκοτοι σαν ξαφνικά να φτάσανε καιροί.

Όταν ο θάνατος χτυπά το κάθε τι σωπαίνει
και μεις στην τέλεια σιωπή απρόοπτα μικροί
μένουμε ακίνητοι, βουβοί, σαν να 'μαστε χαμένοι
λες πως εμείς κειτόμαστε στο φέρετρο νεκροί.




ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Οι γιατροί του στρατού οι ταλαίπωροι
το πολύ να γινούν καλοί έμποροι `
ενώ ασκούν μιαν αμφίβια επιχείρηση
τους γυρευουν να κάνουν εγχείρηση.

Οι γιατροί του στρατού οι ταλαίπωροι
-μερικοί από προίκα ειν' εύποροι-
δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι΄
τόσο κουτοί και ταλαίπωροι είναι.

Τους σφυγμούς με εν δυο τους μετράνε
με τα κυάλια τη γλώσσα κυττάνε
συζητούν για αλλόκοτα πράγματα
κι αντίς διάγνωση βγάζουν διατάγματα.

Κι ενώ οι άρρωστοι ευπειθώς εξαποστέλλονται
αυτοί όχι μόνο που δε συστέλλονται
παρά μιλάν και γι ατυχείς περιπτώσεις
έτσι που σου 'ρχεται να τους καρυδώσεις.

Αλλ' αστείοι περσότερο γίνονται
τους νεότερους σαν καταγίνονται
να διδάξουν-τυφλοί και τυφλότεροι
σκουντουφλούν μεταξύ τους αμφότεροι.



ΤΟΝ ΓΚΡΙΖΟ

Σαν τα πολύβουα πουλιά πετάνε
τριγύρω μας οι λέξεις και ζητάνε
με λέξεις φτερωτές ν' απαντηθούν-
με νόημα κι αξία για να ντυθούν.

Αλλά εγώ πολύ 'μαι μακριά τους
και τα πολύφερνα πυκνά νοήματά τους
ξένα πολύ μου είναι από καιρό-
τις λέξεις να εννοήσω δεν μπορώ.

Προσπάθεια εχρειάστηκε μεγάλη
ξενύχτια ολόπικρα-γιγάντια πάλη
μα όλα παν καλά-οσο πηγαίνω
λυτρώνομαι απ΄τις λέξεις-ανασαίνω.

Κι α! Βλογημέν' η μέρα θα 'ναι
που οι άνθρωποι θα μου μιλάνε
και σαν το λύκο εγώ τον γκρίζο
για να τους απαντώ θα μουγκρίζω.



ΤΟ ΩΛΕΚΡΑΝΟ

Τα νεύρα και οι αρτηρίες μου
υπέρτατη γίνανε καλωσύνη
που βγαίνει στον κόσμο
όπως ο ήχος από βιολί παλιό.

Οι μύες που χρόνια τώρα κουβαλώ
τη δύναμή τους παραχωρούν
στους αδύναμους του κόσμου.

Ο δελτοειδής μου απεργάζεται
εκτός από του ώμου και της γης
τη στρογγυλότητα.

Ποιήματα τα κόκκαλά μου υψώνονται.
Και το ωλέκρανο ποίημα ποιημάτων.


ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ

Ανίδεοι κριτές μας κρίνουνε και μας μετράνε.
Τη σφαίρα ρίχνουμε κι αυτοί κυττάνε
με απορία τον παλμό μας και τη ρίψη
φροντίζοντας καθείς τους να καλύψει

την άγνοιά του με κινήσεις κωμικές
και με αντιδράσεις σπασμωδικές
καθώς πηγαίναι πέρα δώθε με σπουδή
πως τάχα πρέπει όλα να τα δει

κι όλα προσεχτικά να τα μετρήσει
πριν για την τύχη μας αποφασίσει.
Μετά, το ίδιο βαρύς και σιβαρός ακόμα
τη σημαιούλα του καρφώνει μες στο χώμα.

Πώς εβρεθήκανε σ' αυτά τα μέρη;
Και ποιος τους διόρισε; ανείς δεν ξέρει `
ούτε κι οι ίδιοι πλέον το θυμούνται
τις ώρες που, σπανίως, δεν κοιμούνται.

Μόνο περήφανοι στα στάδια τριγυρίζουν
και μήκη κι ύψη με μανία καθορίζουν.
Ανίδεοι κριτές μας κρίνουνε και μας μετράνε `
κι ή μας εγκρίνουνε και μένουμε, ή μας πετάνε.



ΜΙΑ ΤΥΧΗ ΦΘΟΝΕΡΗ

Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που 'ναι για μένα αυτή τρυγά.

Με το μαγικό το ραβδί της
την όμορφη μέρα μου αγγίζει
κι εκείνη πηγαίνει μαζί της
κι εμένα νυχτιά με τυλίγει.

Στεφάνι με ρόδα πλεγμένο
εκείνη αγκαθένιο το κάνει
κι ενώ τη χαρά περιμένω
με πόνους αυτή θα με ράνει.

Και ό, τι να σπείρω
καλό και φυτρώσει
την ώρα του θέρου
το χέρι θ' απλώσει

και κείνη θα δρέψει
καρπούς που δικά μου
ποτάμια ποτίζανε
δάκρυα καυτά.

Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που 'ναι για μένα αυτή τρυγά.




ΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ

Τα ζώα εκκρίνουν θανατικό.
Τα δέντρα διαπνέουν υδροκυάνιο.
Το χώμα είναι σκόνη φαρμακερή
κι ό ήλιος με τις ακτίνες του μας σκοτώνει.

Εμείς με ύφος γιορταστικό
τον κόσμο μας υμνούμε το σπάνιο
τη γη ευγνωμονούμε την καρπερή
και του φωτός λατρεύουμε την αγχόνη.



ΟΙ ΚΛΩΣΤΕΣ

Μ' ένα ρυθμόν αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ εγώ υπηρετώ τροχαίους κι αναπαίστοπυς
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ' ακρίβεια μ ετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ' την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες-
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια `
για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελλά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κ ι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα 'μασταν στ' άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις άλλωστε λεπτότατες κλωστές μας.



ΑΥΤΑΝΔΡΟ

Ό, τι χτίζω
κάποιος
βιαστικός πίσω μου έρχεται και το γκρεμίζει.


Ίσως να είναι ο χρόνος
ίσως τα χέρια τ' άλλα μου
ή κι ίσως η φουσκονεριά από το μεγάλο πλοίο
που αύτανδρο βυθίζεται κάθε πρωί.




ΚΑΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ

Για κάποιαν άλλην απ' αυτήν που τώρα έχει
ήταν προορισμένος.

Γι αυτό μαζί σαν είναι οι δυο τους νιώθουν άβολα.
Με περιττές μπερδεύονται χειρονομίες,
βόγγοι αταίριαστοι τους ξεφεύγουν,
οι λέξεις δεν τους υπακούν, και όλα
κάπως αλλιώς τα πράγματα που εκάναν
θα έπρεπε αλήθεια να έχουν γίνει.



ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ

Να συναντιέσαι με κάποιον
χρόνια πολλά ύστερ' από τότε
που τον αποχαιρέτησες
χωρίς ελπίδα να τον ξαναδείς `
και να βλέπεις στο πρόσωπό του την ευτυχία
που νιώθει ξαναβλέποντάς σε.

Ω! τότε αιστάνεσαι αληθινά ευτυχισμένος.

Για δυο λεπτά-
ώσπου το ξάφνιασμα περάσει και η μηχανή
αρχίσει πάλι να μετράει τα συν, τα πλην,
τα υπέρ και τα κατά,
και η φωνή να γίνεται διστακτική
και να λιποτακτεί το βλέμμα
κι η ακοή να γίνεται αργή
όσο χρειάζεται
για μιαν ερώτηση
να μην απαντηθεί.








ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ


Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα κάθονται στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου και
"Ritz Hotel! " διατάζουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και μας φθείρουν
και μας διαφθείρουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
γελαστοί κύριοι
που πάντοτε έχουν δίπλα τους
κομψές κυρίες και δεσποινίδες;

Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας;







ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ

Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι ελαφροί έρχονται απ' τον καφέ μου.

Μπορώ να πω πως κάποιος δαίμονας εμπήκε στο φλιτζάνι μου
και κει τα μάγια του δουλεύει.
Και λέγοντας αυτό θα ξέφευγα από το απίστευτο να έλεγα
ότι ακούω τα βιαστικά κι ανάλαφρα
τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης
καθώς μες στον καφέ μου τον πικρό διαχύνεται.

Απίστευτο για μένα όχι-γιατί εγώ
ολημερίς μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούω
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαίνοντάς τηνε διαλύεται ζωή μου.



ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Επιτέλους ένα ποίημα από τα τόσα που 'χω γράψει
άστεγο να τριγυρίζει δω και κει τώρα θα πάψει
και τη θέση του εβρήκε και το χώρο που του πρέπει-
ένα χώρο που κανένας ζωντανός δε θα το βλέπει.

Σε νεκροταφείου μέσα τα στενά νωπά δρομάκια
όπου μόνο οι πεθαμένοι σεργιανάνε τα βραδάκια
μέσα κει, σε μία πλάκα ενός τάφου μαρμαρίνη
θα γραφτεί το ποίημά μου και για πάντα ‘κεί θα μείνει.

Κι οι νεκροί καθώς διαβαίνουν θα το βλέπουν με συμπόνια
και τους στίχους του απέξω θα τους μάθουν με τα χρόνια
και μοτίβο τους θα γίνει και τραγούδι αγαπημένο
όπως κάθε σαν και κείνο θλιβερό κι αγαπημένο.







ΑΝΙΔΕΟΣ

Ας ειν' καλά-οι φίλοι όλοι με προδώσανε.
Και οι γυναίκες-
χώμα να πιάνουνε και μάλαμα να γίνεται-
με βλέπανε και φεύγαν.
Ο κόσμος ένα αξήγητο μυστήριο
βασανιστικό.
Οι εποχές-καλή τους στράτα-
πέρναγαν η μια μετά την άλλη
χαρές ανέγγιχτες.
Το φως ένας απόλυτος καθρέφτης και τα πράγματα-
τα πράγματα! ...-
χαρτιά μιας τράπουλας σημαδεμένης.

Την ευλογία μου ας έχουν όλα` εγνώρισα μαζί τους
τον κόσμο τον Αταίριαστο-
τον κόσμο της Οδύνης.

Μα τώρα
ηρθ' ο καιρός να φύγω από δω κι εγώ-
ήρθε η ώρα και για με να ζήσω.



ΑΛΦΑΒΗΤΑ

Άλφα: κεφαλή ταύρου
Βήτα: κάτω χείλος συσπασμένο
Γάμμα: αγχόνη
Δέλτα: αδυναμία και άρνηση
Έψιλον:ψευδής πρόσκληση
Ζήτα: φτερά εντόμου


Ήτα: δίαυλος αποφραγμένος
Θήτα: φουσκωμένη γλώσσα
Γιώτα: δρόμος που δεν οδηγεί πουθενά
Κάππα: σκληρό και οξύ σαν τα κέρατά του
Λάμβδα: ανποδογυρισμένο δοχείο
Μι: το σχήμα των χειλιών στην εκφώνησή του
Νι: ο ήχος νανουρίσματος των σκιών
Ξι: σύρμα αγκαθωτό
Όμικρον: χείλη ολοστρόγγυλα
Πι: πορνικό δοχείο
Ρο: ροή
Σίγμα: άαιχμη σιγή
Ταύ: γλώσσα με έρκος δοντιών
Υψιλόν: υδρία
Φι: μάγουλα φουσκωμένα
Χι: διαπλοκή
Ψι: ψήσιμο
Ωμέγα: όμικρον με βάση.


George Holiastos